«Εκείνα που Θυσιάζουν τα Έθνη, τα Θυσιάζουν στα Δαιμόνια»
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Παύλος, γράφοντας στους Χριστιανούς που ζούσαν στην πασίγνωστη πόλι της Κορίνθου, έδωσε την εξής προειδοποίησι: «Εκείνα, τα οποία θυσιάζουσι τα έθνη, εις τα δαιμόνια θυσιάζουσι και ουχί εις τον Θεόν· και δεν θέλω σεις να γίνησθε κοινωνοί των δαιμονίων.» (1 Κορ. 10:20) Πώς μπορούν οι Χριστιανοί του 20ού αιώνα να ωφεληθούν απ’ αυτή την προειδοποίησι; Θα μπορούσαμε πράγματι να γίνωμε «κοινωνοί των δαιμονίων» μολονότι δεν προσφέρομε θυσίες ζώων; Ποια αρχή βρίσκεται πίσω από τα λόγια του αποστόλου;
ΘΥΣΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ
Τον αρχαίο καιρό, πολλοί άνθρωποι πρόσφεραν θυσίες και προσφορές στους θεούς τους. Η πράξις αυτή ήταν πράξις αφοσιώσεως, ακόμη και αγάπης, από μέρους τους. Ο προσφέρων, μέσω της θυσίας του, ήθελε να ευαρεστήση ή να κατευνάση τη θεότητα που λάτρευε.
Ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, σαν ένας αμετανόητος αμαρτωλός, ποτέ δεν πρόσφερε θυσία στον Θεό. Οι πρώτες θυσίες που αναφέρονται στην Αγία Γραφή ήσαν των γιων του Αδάμ, του Άβελ και του Κάιν. Η προσφορά του Κάιν αποτελείτο από των «καρπών της γης,» ενώ του Άβελ από των «πρωτοτόκων των προβάτων αυτού.» «Και επέβλεψε με ευμένειαν Κύριος επί τον Άβελ και επί την προσφοράν αυτού,» διαβάζομε, «επί δε τον Κάιν και επί την προσφοράν αυτού δεν επέβλεψε.»—Γέν. 4:3-5.
Ο Ιεχωβά, ο οποίος μπορεί να διαβάση την καρδιά, απέρριψε την προσφορά του Κάιν σαν μια τυπικιστική, χωρίς πίστι θυσία. Η προσφορά του μπορεί να είχε την τάσι να εξάρη το άτομο που την παρουσίαζε μάλλον παρά να δείξη αγάπη για τη θεία Ύπαρξι. Ήταν φανερό στον Ιεχωβά ότι ο Κάιν δεν επιζητούσε να πλησιάση τον Πλάστη του με μια κατάλληλη φιλική σχέσι. Οι προθέσεις του Άβελ, όμως, ήσαν ακριβώς οι αντίθετες.
Ο Παύλος, γράφοντας στους Εβραίους Χριστιανούς, τόνισε ότι η θυσία του Άβελ υποκινήθηκε από πίστι. Με όμοιο τρόπο, ο Άβελ είχε μάθει και θυμόταν τι είχε πει ο Ιεχωβά στον όφι ενόσω ακόμη βρίσκονταν οι πρώτοι γονείς μας στον κήπο της Εδέμ: «Έχθραν θέλω στήσει αναμέσον σου και της γυναικός, και αναμέσον του σπέρματός σου και του σπέρματος αυτής· αυτό θέλει σου συντρίψει την κεφαλήν, και συ θέλεις κεντήσει την πτέρναν αυτού.» (Γεν. 3:15) Χωρίς αμφιβολία, ο Άβελ ανέλυσε τα λόγια αυτά και πίστεψε πλήρως ότι κάποιος θα ’πρεπε να χύση το αίμα του, ή να «κεντηθή στην πτέρνα,» ώστε να μπορέση το ανθρώπινο γένος ν’ ανυψωθή πάλι στην κατάστασι τελειότητας που απολάμβανε ο Αδάμ και η Εύα πριν από την ανταρσία τους.
Αργότερα, τα έθνη που δεν λάτρευαν τον Ιεχωβά θα άκουγαν για ένα «υποσχεμένο σπέρμα.» Στα κλασσικά Ελληνικά συγγράμματα, μπορεί να διαβάση κανείς για την ικανότητα που είχε το αίμα μιας θεότητας, όταν χυνόταν, ν’ απολυτρώση το ανθρώπινο γένος. Επίσης, ποιος δεν έχει ακούσει για τον μυθικό ήρωα Αχιλλέα, με το αθάνατο σώμα αλλά, δυστυχώς, την ευπρόσβλητη πτέρνα; Έτσι, με τον καιρό, και οι αληθινοί και οι ψευδείς λάτρεις πρόσφεραν θυσίες, οι πρώτοι στον Θεό και οι δεύτεροι σε υποτιθέμενες θεότητες.
Ο Νώε, αμέσως μετά την έξοδό του από την κιβωτό στο έτος 2370 π.Χ., εξέφρασε εγκάρδια ευγνωμοσύνη για τη σωτηρία του. Το έκανε αυτό κατασκευάζοντας ένα θυσιαστήριο και προσφέροντας θυσίες στον Θεό. (Γέν. 8:20, 21) Από ‘κει κι έπειτα, οι θυσίες αποτελούσαν ένα μέσον διά του οποίου μπορούσε κανείς να δείξη τη σχέσι του και την εξάρτησί του από τον Θεό. Με τον καιρό, έγινε συνήθεια ο άρρην, η κεφαλή της οικογένειας, να ενεργή σαν ιερέας.—Γέν. 31:54· Ιώβ 1:5.
Τελικά, οι θυσίες καθαρών ζώων αποτέλεσαν ένα ζωτικό μέρος της λατρείας του Ιεχωβά όπως την ασκούσαν οι Ισραηλίτες. Αυτές οι θυσίες εξεικόνιζαν τη θυσία της ζωής του Ιησού για να σώση όλο το ευπειθές ανθρώπινο γένος. Όπως ο Αδάμ, ο πρόγονος της ανθρώπινης φυλής, μεταβίβασε την ατέλεια και το θάνατο στους απογόνους του, έτσι και ο «έσχατος Αδάμ,» ο Ιησούς Χριστός, τελικά θα έδινε την τέλεια ζωή του σαν λύτρο για κάθε είδους άνθρωπο.—Ματθ. 20:28· Ρωμ. 5:12· 6:23· 1 Κορ. 15:22, 45.
Μεταξύ των πολλών ειδών θυσιών ή προσφορών που υπήρχαν στο νόμο που δόθηκε στους Ισραηλίτες μέσω του Μωυσέως συγκαταλέγονταν οι προσφορές κοινωνίας ή ειρηνικές προσφορές. Σ’ αυτό το είδος προσφοράς, ο Ιεχωβά δεχόταν τον ευάρεστο καπνό του καιόμενου λίπους και ο λειτουργός ιερέας λάμβανε μια κατ’ εκλογήν μερίδα από το ζώο, όπως έκαναν και οι άλλοι εν υπηρεσία ιερείς. Ο λάτρης και ο οίκος του συνέτρωγαν από το προς θυσία προσφερόμενο στην αυλή του ναού όπου υπήρχαν τραπεζαρίες. Στην πραγματικότητα, αυτή ήταν μια κοινωνίας θυσία. Ο Ιεχωβά θεωρούσε αυτή την κοινωνία ή σχέσι με τον προσφέροντα σαν ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, μάλιστα δε μέχρι του σημείου να τιμωρή με θάνατο εκείνον που συμμετείχε ενώ βρισκόταν σε κατάστασι ακαθαρσίας σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Νόμου.—Λευ 7:20, 21· 19:5-8.
Απ’ ό,τι λέει ο απόστολος Παύλος, φαίνεται ότι ειδωλολάτρες ιερείς μετελάμβαναν από τα θυσιασθέντα ζώα. Έτσι, έκαναν τους ανθρώπους να προσφέρουν αυτές τις θυσίες σε ψευδείς θεούς. Αλλά ο απόστολος προειδοποίησε τους ομοπίστους του: «Εκείνα, τα οποία θυσιάζουσι τα έθνη, εις τα δαιμόνια θυσιάζουσι και ουχί εις τον Θεόν και δεν θέλω σεις να γίνησθε κοινωνοί των δαιμονίων. Δεν δύνασθε να πίνητε το ποτήριον του Κυρίου και το ποτήριον των δαιμονίων· δεν δύνασθε να ήσθε μέτοχοι της τραπέζης του Κυρίου [αυτή η πράξις σήμαινε ειρήνη με τον Θεό σαν μέτοχοι στο Δείπνο του Κυρίου] και της τραπέζης των δαιμονίων. Ή τον Κύριον θέλομεν να διεγείρωμεν εις ζηλοτυπίαν; Μήπως είμεθα ισχυρότεροι αυτού;»—1 Κορ. 10:18-22.
Όταν λειτουργούσε ο Μωσαϊκός νόμος, μπορούσε κανείς να κάνη διάκρισι μεταξύ της αληθινής και της ψευδούς λατρείας. Μπορούσε να γνωρίζη με βεβαιότητα ότι, αν η θυσία δεν προσφερόταν στο ναό της Ιερουσαλήμ από κάποιον Ααρωνικό ιερέα, αυτομάτως αυτή η θυσία δεν γινόταν δεκτή από τον Θεό. (Δευτ. 12:5-7· 26:2, 3) Σήμερα, όμως, οι θυσίες ζώων δεν προσφέρονται στην Ιερουσαλήμ ή κάπου αλλού από ένα Ααρωνικό ιερατείο. Αυτές οι θυσίες έχουν εκπληρωθή και αντικατασταθή από τη θυσία του Ιησού. (Κολ. 2:13, 14· Εβρ. 7:12) Επομένως, τι φροντίδα μπορούμε να επιδείξωμε εμείς σήμερα ώστε ν’ αποφύγωμε να γίνωμε κοινωνοί των δαιμονίων;
ΑΣΚΗΣΙΣ ΦΡΟΝΤΙΔΑΣ ΣΗΜΕΡΑ
Οι θυσίες αποκαλύπτουν αφοσίωσι σε μια ανώτερη δύναμι ή θεότητα. Έτσι, σήμερα οι θυσίες πρέπει να συνδέωνται με τη διαγωγή μας, τη συμπεριφορά μας, τον τρόπο με τον οποίο σκεπτόμαστε και ενεργούμε. Ο Παύλος έδειξε ότι «θεός του κόσμου τούτου» δεν είναι κανείς άλλος παρά ο Σατανάς ο Διάβολος, ο αρχηγός των δαιμόνων. (2 Κορ. 4:4) Λογικά, λοιπόν, οι Χριστιανοί δεν μπορούν ν’ αποτελούν μέρος αυτού του συστήματος πάνω στο οποίο αυτός άρχει. Αλλιώς, θα συνεργαζόμαστε μαζί του, θα γινόμαστε όργανά του. (Ιακ. 4:4) Πολλά πράγματα που κάνουν οι άνθρωποι αυτού του συστήματος είναι αντίθετα με το θέλημα και τις οδούς του Ιεχωβά, και η ανάμειξις σ’ αυτές τις ενέργειες θα σήμαινε συνεργασία με τους δαίμονες σε αδικοπραγία. Σκεφθήτε τις πολλές πλευρές και τα χαρακτηριστικά της ψευδούς θρησκείας, τον εθνικισμό, τον υλισμό, τη λατρεία δημοφιλών ινδαλμάτων, και τα λοιπά.
Οι αληθινοί Χριστιανοί «δεν είναι εκ του κόσμου.» (Ιωάν. 15:19) Ζουν σ’ αυτό το σύστημα πραγμάτων, αλλά δεν ανήκουν σ’ αυτό. Έχουν εξέλθει από την ψευδή θρησκευτική αυτοκρατορία του. (Αποκ. 18:4) Η θρησκεία αυτού του συστήματος, η πολιτική, οι φιλοδοξίες, οι υλιστικοί πόθοι, οι ελπίδες και τα παρόμοια αποτελούσαν κάποτε μέρος της δικής μας ζωής. Στο παρελθόν, μερικοί από μας αγωνιζόμαστε γι’ αυτό το σύστημα, προσπαθούσαμε να το αναμορφώσωμε, αγωνιζόμαστε να το διαιωνίσωμε. Αλλά τώρα βλέπομε τη ματαιότητα των πρώην ειλικρινών προσπαθειών μας. Όταν υποστηρίζαμε αυτό το σύστημα πραγμάτων, το οποίο βρίσκεται σε αντίθεσι με το θέλημα και τις οδούς του Ιεχωβά, ήμασταν νεκροί ενώπιον του Θεού. Αλλά ο Ιεχωβά εξέτεινε το έλεός του σ’ εμάς. Μας έδειξε την οδό εξόδου. Ναι, ζωντάνεψε πνευματικά τους κεχρισμένους ακολούθους του Χριστού. Ο Παύλος το περιγράφει αυτό στα εδάφια Εφεσίους 2:1-6.
Ας μην ξεχνούμε ότι ο αρχαίος Ισραήλ ήταν ένα έθνος διαφορετικό απ’ όλα τα άλλα έθνη. Είχε τον Ιεχωβά σαν Θεό του, ένα μοναδικό τόπο λατρείας, ένα ιερατείο και ένα νόμο. Αυτός ο νόμος δεν έδειχνε μόνο στο λαό του Θεού πώς να είναι καθαρός ηθικά και πνευματικά, αλλά τον πρόσταζε επίσης ν’ αποφεύγη να συνάπτη σχέσεις με τα άλλα έθνη και να αναμειγνύεται στις πράξεις τους.—Δευτ. 18:9-13.
Οι δούλοι του Ιεχωβά σήμερα διαφέρουν, επίσης, από τα έθνη αυτού του κόσμου. Αυτοί οι Χριστιανοί έχουν τον Ιεχωβά σαν Θεό τους, καθώς επίσης κι ένα δικό τους τύπο λατρείας που βασίζεται στο Λόγο του. Δέχονται την Αγία Γραφή σαν το βιβλίο του Θεού και ακολουθούν τις εντολές του. Μια εντολή της Αγίας Γραφής είναι: «Μη αγαπάτε τον κόσμον μηδέ τα εν τω κόσμω. Εάν τις αγαπά τον κόσμον, η αγάπη του Πατρός δεν είναι εν αυτώ· διότι παν το εν τω κόσμω, η επιθυμία της σαρκός, και η επιθυμία των οφθαλμών, και η αλαζονεία του βίου, δεν είναι εκ του Πατρός, άλλα είναι εκ του κόσμου. Και ο κόσμος παρέρχεται και η επιθυμία αυτού· όστις όμως πράττει το θέλημα του Θεού μένει εις τον αιώνα.»—1 Ιωάν. 2:15-17.
Μόνο όταν κατανοήσωμε τι σημαίνει να μην είμαστε μέρος αυτού του κόσμου θα μπορέσωμε να καταλάβωμε τα λόγια του Παύλου προς τους Κορινθίους: «Ουχί· αλλ’ ότι εκείνα, τα οποία θυσιάζουσι τα έθνη, εις τα δαιμόνια θυσιάζουσι και ουχί εις τον Θεόν· και δεν θέλω σεις να γίνησθε κοινωνοί των δαιμονίων.» (1 Κορ. 10:20) Ευλογημένοι είναι εκείνοι που σήμερα κρατούν μια καθαρή στάσι ενώπιον του Θεού και του Υιού του και δεν γίνονται «κοινωνοί των δαιμονίων.»