Χρειαζόμαστε Βοήθεια για να Κατανοήσωμε τη Γραφή;
ΤΟΝ περασμένο Απρίλιο το τμήμα της Εταιρίας Σκοπιά στη Βραζιλία έλαβε την επόμενη επιστολή:
«Σας γράφω για να σας πληροφορήσω ευσεβάστως ότι είμαι ένας ταπεινός δημοσιογράφος, κατασκευαστής φωτογραφικών φιλμς, φωτογράφος, . . . και έχω κάνει οτιδήποτε ήθελα. Αλλά συμβαίνει να μου λείπη το κυριότερο πράγμα: Πίστις στον Θεό. Ήδη επί δύο χρόνια διαβάζω τις εκδόσεις της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά, και μου αρέσει η δοξασία των Μαρτύρων του Ιεχωβά, και θα ήθελα να γίνω ένας απ’ αυτούς, και να κάνω κάτι καλό για την ανθρωπότητα. Έχω κουρασθή να γράφω σενάρια για κινηματογραφικές ταινίες, να παρουσιάζω ιστορίες και άρθρα που διεγείρουν ακόμη και την πορνεία, το φόνο, τη χρήσι ναρκωτικών, βιαιότητες, και οτιδήποτε κακό τυπώνουν οι εφημερίδες στην πρώτη σελίδα τους, και διαβάζεται άπληστα από μικρούς και μεγάλους. Πρέπει ν’ αλλάξω τρόπο ζωής. Υπάρχει ακόμη καιρός να χρησιμοποιήσω τη φαντασία που μου έδωσε ο Θεός προς όφελος των αδελφών μου.
«Γι’ αυτό το λόγο, θα ήθελα να σας παρακαλέσω θερμά να με πληροφορήσετε τι πρέπει να κάνω για να εισαχθώ στη δοξασία των ‘Μαρτύρων του Ιεχωβά.’
«Διατελώ ευσεβάστως, και αναμένω τη φιλάγαθη απάντησί σας.»
Μήπως θα ήταν αρκετό να πούμε σ’ αυτόν τον άνθρωπο απλώς να διαβάση την Αγία Γραφή μαζί με άλλους που θα ήθελαν να κάνουν το ίδιο πράγμα; Φαίνεται ότι αυτός έχει κάνει κάποια ανάγνωσι της Γραφής. Αλλά του ήταν σαφές ότι είχε ανάγκη βοηθείας και πέρα απ’ αυτό.
Αυτός ήταν όπως ο Αιθίοψ που μνημονεύεται από τον Ευαγγελιστή Λουκά στις Πράξεις, κεφάλαιο 8. Αυτός ο Αιθίοψ, ταξιδεύοντας με την άμαξά του, διάβαζε από την προφητεία του Ησαΐα. Με υποκίνησι του αγίου πνεύματος του Θεού, ο ευαγγελιστής Φίλιππος επλησίασε στην άμαξα. Ακούοντας τον Αιθίοπα να διαβάζη από εκείνο το μέρος του βιβλίου του Ησαΐα που σήμερα είναι το κεφάλαιο 53, ο Φίλιππος ρώτησε: «Άρα γε γινώσκεις ά αναγινώσκεις;» Ο Αιθίοψ απάντησε: «Και πώς ήθελον δυνηθή, εάν δεν με οδηγήση τις;»—Πράξ. 8:30, 31.
Μόνος του ο Αιθίοψ ποτέ δεν μπορούσε να ανακαλύψη εκείνον που μνημονεύεται από τον Ησαΐα όταν έγραψε : «Εφέρθη ως πρόβατον επί σφαγήν· και ως αρνίον έμπροσθεν του κείροντος αυτό άφωνον, ούτω δεν ήνοιξε το στόμα αυτού.» Ο Φίλιππος λοιπόν εξήγησε ότι αυτή η προφητεία εκπληρώθηκε στον Ιησού Χριστό. Ο άνθρωπος αυτός δέχθηκε την απόδειξι και ζήτησε να βαπτισθή στην πρώτη ευκαιρία.—Πράξ. 8:32-38.
ΑΝΑΓΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ
Η ίδια αυτή ανάγκη καθοδηγίας εμφαίνεται και στην αναγραφή που γίνεται για δύο μαθητές του Ιησού. Αυτοί μετάβαιναν στους Εμμαούς, την τρίτη μέρα μετά το θάνατο του Ιησού. Αυτοί ήσαν κατατοπισμένοι στις Εβραϊκές Γραφές, και ωστόσο δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί ο Ιησούς έπρεπε να πάθη και να πεθάνη. Όταν ο αναστημένος Ιησούς τους συνάντησε, εκείνοι δεν τον ανεγνώρισαν διότι ο Ιησούς προφανώς είχε προσλάβει διαφορετική μορφή. Τι έκανε ο Ιησούς για να βοηθήση αυτούς τους λυπημένους μαθητές;
«Και αρχίσας από Μωυσέως και από πάντων των προφητών,» λέει η αφήγησις της Γραφής, «διηρμήνευεν εις αυτούς τα περί εαυτού γεγραμμένα εν πάσαις ταις γραφαίς.» Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Αφού ο Ιησούς αποκαλύφθηκε και έγινε άφαντος απ’ αυτούς, είπαν: «Δεν εκαίετο εν ημίν η καρδία ημών, ότε ελάλει προς ημάς καθ’ οδόν και μας εξήγει τας γραφάς;»—Λουκ. 24:27, 32.
Λίγο αργότερα την ίδια μέρα αυτοί οι δύο μαθητές συναντήθηκαν με τους ένδεκα αποστόλους σε ένα δώμα της Ιερουσαλήμ και τους είπαν την πείρα τους. Ενώ μιλούσαν ακόμη γι’ αυτά τα πράγματα, ο Ιησούς ξαφνικά εμφανίσθηκε ανάμεσά τους. Τους έδωσε ο Ιησούς περαιτέρω διαφώτισι; Ναι, διότι εξήγησε. «Ούτοι είναι οι λόγοι, τους οποίους ελάλησα προς υμάς ότε ήμην έτι μεθ’ υμών, ότι πρέπει να πληρωθώσι πάντα τα γεγραμμένα εν τω νόμω του Μωυσέως και προφήταις και ψαλμοίς περί εμού.» Και ο Λουκάς προσθέτει: «Τότε διήνοιξεν αυτών τον νουν δια να καταλάβωσι τας Γραφάς.»—Λουκ. 24:44, 45.
Η κατάστασις ως προς τον Απολλώ ο οποίος ήταν «δυνατός εν ταις γραφαίς,» δείχνει επίσης την ανάγκη καθοδηγίας από μια κατάλληλη πηγή. Ο Απολλώς ήταν ένας εύγλωττος και πειστικός κήρυξ του ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας. Και εν τούτοις ήταν ανάγκη να του παράσχη Γραφική καθοδηγία ένα ζεύγος, που είχε συνδεθή στενά με τον απόστολο Παύλο. Όταν αυτό το Χριστιανικό ζεύγος άκουσε τον Απολλώ να κηρύττη, διέκρινε ότι αυτός είχε ανάγκη διασαφηνίσεως σε ωρισμένες διδασκαλίες. Εν πρώτοις, αυτός γνώριζε μόνο για το βάπτισμα του Ιωάννου του Βαπτιστού.—Πράξ. 18:24-26.
ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ ΑΓΩΓΟΣ
Απ’ αυτές τις πείρες μπορεί να παρατηρηθή ότι ο Ιεχωβά Θεός έκανε να γραφή η Βίβλος με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι ανάγκη να έλθη ένας σε επαφή με τον ανθρώπινο αγωγό Του για να καταλάβη πλήρως και επακριβώς τη Βίβλο. Είναι αλήθεια ότι έχομε ανάγκη της βοηθείας του αγίου πνεύματος του Θεού, αλλά η βοήθειά του επίσης έρχεται σ’ εμάς πρωτίστως με επικοινωνία με τον αγωγό που ο Ιεχωβά Θεός κρίνει κατάλληλο να χρησιμοποιήση.—1 Κορ. 2:6-10.
Η Αγία Γραφή λέει τα εξής για να τονίση ότι ο Θεός θα είχε μια ωργανωμένη εκκλησία μέσω της οποίας θα παρείχετο διδασκαλία: «Και αυτός έδωκεν άλλους μεν αποστόλους, άλλους δε προφήτας, άλλους δε ευαγγελιστάς, άλλους δε ποιμένας και διδασκάλους, προς την τελειοποίησιν των αγίων, δια το έργον της διακονίας, δια την οικοδομήν του σώματος του Χριστού εωσού καταντήσωμεν πάντες εις την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του Υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού, δια να μη ήμεθα πλέον νήπιοι.»—Εφεσ. 4:11-14.
Στον πρώτο αιώνα, απέβλεπαν σ’ αυτή την εκκλησιαστική διάταξι για καθοδηγία. Αυτό παρατηρείται, λόγου χάριν, όταν ανέκυψε το ζήτημα του αν οι Εθνικοί προσήλυτοι έπρεπε να περιτέμνωνται. Σ’ εκείνη την περίπτωσι, μήπως ο απόστολος Παύλος είπε κάτι σαν αυτό: ‘Προσέξτε, ο Ιησούς Χριστός εμφανίσθηκε σ’ εμένα προσωπικά, με έκανε να δω υπερφυσικά δράματα, μου δόθηκε το χάρισμα της προφητείας και εμπνεύσεως και με κατέστησε ικανό να εκτελώ θαυμάσια· αφήστε με να σας πω ακριβώς γι’ αυτό το ζήτημα της περιτομής’; Όχι διόλου!
Ο απόστολος Παύλος και οι σύντροφοί του ανέβηκαν στην Ιερουσαλήμ να συμβουλευθούν το κυβερνών σώμα της Χριστιανικής εκκλησίας, που αποτελείτο από τους αποστόλους και τους πρεσβυτέρους. Και εκείνος που έκανε γνωστή την απόφασι για την περιτομή δεν ήταν ο απόστολος Παύλος, αλλά ο Ιάκωβος, ο ετεροθαλής αδελφός του Ιησού, ο οποίος ήταν τότε, προφανώς, ο προεδρεύων επίσκοπος της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ. Κατόπιν, ο Παύλος, ο Σίλας και άλλοι μετέδωσαν αυτές τις αποφάσεις στους αδελφούς.—Πράξ. 15:1-35.
Τι θα λεχθή για τα ιεραποστολικά ταξίδια του Παύλου; Μήπως αυτός ενεργούσε ανεξάρτητα από το διορισμό του ως αποστόλου σε μια ωρισμένη ομάδα; Όχι, αλλά αυτός ευπειθώς δέχθηκε το διορισμό του, και αυτό αργότερα αναγνωρίσθηκε από τους «στύλους» του κυβερνώντος σώματος της Ιερουσαλήμ όπως λέει το εδάφιο προς Γαλάτας 2:9: «Και αφού εγνώρισαν την χάριν την δοθείσαν εις εμέ Ιάκωβος και Κηφάς και Ιωάννης, οι θεωρούμενοι ότι είναι στύλοι, δεξιάς έδωκαν κοινωνίας εις εμέ και εις τον Βαρνάβαν, δια να υπάγωμεν ημείς μεν εις τα έθνη, αυτοί δε εις τους περιτετμημένους.»—Πράξ. 9:15· 13:1-4· 22:17-21.
Αργότερα, όταν ο Παύλος ήλθε στην Ιερουσαλήμ για τελευταία φορά, οι εκεί Ιουδαίοι είχαν λάβει εσφαλμένες ειδήσεις γι’ αυτόν. Γι’ αυτό οι πρεσβύτεροι της Ιερουσαλήμ συμβούλευσαν τον Παύλο τι να κάνη σε μια προσπάθεια να θέση τέρμα σ’ αυτές τις ειδήσεις. Και ο Παύλος πρόθυμα δέχθηκε την καθοδηγία τους.—Πράξ. 21:17-36.
Για να βοηθηθούμε να καταλάβωμε το Λόγο του Θεού σ’ αυτές τις έσχατες ημέρες, ο Ιεχωβά Θεός στοργικά προμήθευσε μια ορατή οργάνωσι υπό τον Χριστό—τον «πιστό και φρόνιμο δούλο.» Ο τρόπος με τον οποίο ο Ιεχωβά Θεός ευνόησε τη δράσι που διεξάγεται κάτω από την κατεύθυνσι του δούλου αυτού, δεν αφήνει καμμιά αμφιβολία στη διάνοια των αφιερωμένων Χριστιανών ως προς την επιδοκιμασία του Ιεχωβά Θεού επάνω σ’ αυτόν.—Ματθ. 24:45-47.
ΜΙΑ ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΑΠΟΨΙΣ
Πώς πρέπει να θεωρούμε την πνευματική τροφή που παρέχεται απ’ αυτόν τον «πιστό και φρόνιμο δούλο»; Μήπως πρέπει να την βλέπωμε επικριτικά—‘Αυτό μπορεί να είναι αληθινό αλλά και πάλι μπορεί να μην είναι και γι’ αυτό πρέπει να το εξετάζωμε επιφυλακτικά’; Μερικοί, προφανώς, σκέφθηκαν έτσι γι’ αυτό. Για να υποστηρίξουν τον τρόπο συλλογισμού των παρέθεσαν το εδάφιο Πράξεις 17:11, που λέει για τους νέους ενδιαφερομένους της Βεροίας: «Ούτοι δε ήσαν ευγενέστεροι παρά τους εν Θεσσαλονίκη, καθότι εδέχθησαν τον λόγον μετά πάσης προθυμίας, εξετάζοντες καθ’ ημέραν τας Γραφάς αν ούτως έχωσι ταύτα.»
Αλλά μήπως αυτό σημαίνει ότι οι Βεροιείς εκείνοι έψαχναν να βρουν ελαττώματα στο άγγελμα που άκουαν, ή ότι η στάσις τους ήταν στάσις αμφιβολίας; Μήπως αυτό θέτει κανένα προηγούμενο για να βλέπωμε τις εκδόσεις που προέρχονται από τον «πιστό και φρόνιμο δούλο,» με σκοπό να βρούμε λάθη; Όχι, διόλου!
Εν πρώτοις, ας παρατηρήσωμε τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έγινε η δήλωσις αυτή για τους ευγενείς Βεροιείς. Ο Παύλος, συνοδευόμενος από τον Σίλα, βρισκόταν στη δεύτερη ιεραποστολική περιοδεία του. Εξ αιτίας του διωγμού που ηγέρθη, οι αδελφοί της Θεσσαλονίκης τους έστειλαν στη Βέροια. Στη Βέροια συνάντησαν ειλικρινείς Ιουδαίους που είχαν στερεή πίστι στο Λόγο του Θεού. Αυτοί δεν ήσαν Χριστιανοί ακόμη. Ήσαν απλώς ενδιαφερόμενα άτομα που έπρεπε να ικανοποιηθούν ότι τα λεγόμενα από τον Παύλο είχαν την υποστήριξι των Εβραϊκών Γραφών.
Έως τότε, οι ευσεβείς αυτοί Ιουδαίοι της Βεροίας μπορεί να μην είχαν ακούσει για τον Ιησού Χριστό. Εκείνα που τους έλεγε ο Παύλος ήσαν εντελώς καινούργια. Οι ευγενείς, λοιπόν, εκείνοι Ιουδαίοι της Βεροίας ερευνούσαν τις Γραφές κάθε μέρα για να βεβαιωθούν αν εκείνα στα οποία αναφερόταν ο Παύλος από τις Γραφές, αποτελούσαν πραγματικά μέρος του Λόγου του Θεού. Και με ποια νοοτροπία επεδίωκαν τις μελέτες τους; Μήπως με μια σκεπτικιστική στάσι, προσπαθώντας να αποδείξουν ότι ο Παύλος έκανε λάθη; Όχι, αυτοί ήσαν εντελώς ανόμοιοι με τους επικριτές του Παύλου πάνω στον Άρειο Πάγο, διότι διαβάζομε ότι ήκουαν τη μαρτυρία του Παύλου «μετά πάσης προθυμίας.»—Πράξ. 17:11, 32.
Αυτοί οι Βεροιείς άκουαν με προθυμία, με ζήλο, για να πιστέψουν. Αυτοί λοιπόν όχι μόνο δεν ήσαν προκατειλημμένοι, αλλά και ήθελαν πραγματικά να αποδειχθή το ευαγγέλιο αληθινό. Πράγματι, για να αποκτήση πίστι ένα άτομο πρέπει να έχη τη «θέλησι να πιστεύση.» Αν είναι αποφασισμένος να μη πιστεύση, τότε καμμιά απόδειξις δεν θα τον πείση· διότι αν ένα άτομο ψάχνη να βρη δικαιολογίες μπορεί πάντοτε να βρίσκη προφάσεις, ευλογοφανείς λόγους να μη δεχθή την ευθύνη που θα του επιφέρη η πίστις. Όπως είπε καλά ο απόστολος Παύλος: «Η πίστις δεν υπάρχει εις πάντας.» (2 Θεσ. 3:2) Αλλά οι Βεροιείς είχαν τη θέλησι να πιστεύσουν. Έλαβαν υπ’ όψιν τα όσα άκουσαν γιατί είχαν διάθεσι πνεύματος που μπορούσε να δεχθή. Ως αποτέλεσμα τούτου, «πολλοί μεν λοιπόν εξ αυτών επίστευσαν, και εκ των επισήμων Ελληνίδων γυναικών και εκ των ανδρών ουκ ολίγοι.»—Πράξ. 17:12.
Οι μαθηταί του Ιησού έγραψαν πολλές επιστολές στις Χριστιανικές εκκλησίες σε άτομα που ήσαν ήδη στην οδό της αληθείας. (2 Πέτρ. 2:2) Πουθενά όμως δεν διαβάζομε ότι εκείνοι οι αδελφοί πρώτα, με μια διάθεσι αμφιβολίας, ερευνούσαν τις Γραφές για να εξακριβώσουν αν οι επιστολές είχαν Γραφική υποστήριξι, κι αν οι συγγραφείς πραγματικά γνώριζαν εκείνα για τα οποία μιλούσαν.
Η ΑΠΟΨΙΣ ΜΑΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ «ΔΟΥΛΟΥ»
Μπορούμε να ωφεληθούμε απ’ αυτή την εξέτασι. Μια και βεβαιωθήκαμε ποιο όργανο χρησιμοποιεί ο Θεός ως «δούλο» του για να χορηγήση πνευματική τροφή στο λαό του, ασφαλώς ο Ιεχωβά δεν ευαρεστείται αν παίρνωμε αυτή την τροφή σαν να περιείχε ίσως κάτι το βλαβερό. Πρέπει να έχωμε εμπιστοσύνη στο μέσον που χρησιμοποιεί ο Θεός. Στα κεντρικά γραφεία του Μπρούκλυν, από τα οποία προέρχονται οι Βιβλικές εκδόσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά, υπάρχουν περισσότεροι ώριμοι Χριστιανοί πρεσβύτεροι, και του «υπολοίπου» και των «άλλων προβάτων» από οπουδήποτε αλλού στη γη.
Είναι αλήθεια, ότι οι αδελφοί που ετοιμάζουν αυτές τις εκδόσεις δεν είναι αλάνθαστοι. Τα συγγράμματά τους δεν είναι θεόπνευστα όπως ήσαν εκείνα του Παύλου και των άλλων Βιβλικών συγγραφέων. (2 Τιμ. 3:16) Και γι’ αυτό, κατά καιρούς, παρέστη ανάγκη, καθόσον η κατανόησις γίνεται σαφέστερη, να διορθωθούν απόψεις. (Παρ. 4:18) Εν τούτοις, αυτό συνετέλεσε σε συνεχή διευκρίνισι των αληθειών που βασίζονται στη Γραφή και την οποία παραδέχονται οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Στο πέρασμα των ετών, καθόσον εγίνοντο προσαρμογές σ’ αυτές τις αλήθειες, γίνονταν ολοένα πιο θαυμάσιες και εφαρμόσιμες στη ζωή μας σ’ αυτές τις «έσχατες ημέρες». Οι Βιβλικοί σχολιαστές του Χριστιανικού κόσμου δεν είναι ούτε αυτοί θεόπνευστοι. Παρά τους ισχυρισμούς τους ότι έχουν πολλή γνώσι, δεν μπόρεσαν να εξυψώσουν ούτε τις βασικές Βιβλικές αλήθειες—όπως είναι η επικείμενη Παραδεισιακή γη, η σπουδαιότης του ονόματος του Θεού, και η κατάστασις των νεκρών.
Αντίθετα, η ιστορία της οργανώσεως του «πιστού και φρονίμου δούλου» στα περασμένα 100 χρόνια και πλέον μας κάνουν να καταλήξωμε σ’ αυτό που ο Πέτρος είπε όταν ο Ιησούς ρώτησε τους αποστόλους, αν ήθελαν και αυτοί να τον εγκαταλείψουν, δηλαδή, «Προς τίνα θέλομεν υπάγει;» (Ιωάν. 6:66-69) Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό. Όλοι μας έχομε ανάγκη βοηθείας για να κατανοήσωμε την Αγία Γραφή, και δεν μπορούμε να βρούμε τη Γραφική καθοδηγία που χρειαζόμεθα έξω από την οργάνωσι του «πιστού και φρονίμου δούλου.»