Ποιοι Είναι Διάκονοι του Θεού;
ΑΡΚΕΤΑ χρόνια πριν, προβλήθηκαν μερικές αντιρρήσεις ενάντια στην εφαρμογή του όρου «διάκονος» σ’ όλους τους αφιερωμένους και βαπτισμένους Χριστιανούς. Αυτές οι αντιρρήσεις βασίσθηκαν σε γλωσσικές διαφορές, στον τρόπο που άλλες θρησκευτικές ομάδες και άνδρες σε θέσι ευθύνης μπορεί να εννοούν τον ισχυρισμό τους ότι είναι διάκονοι και λοιπά. Ωστόσο, δεν φαίνεται ότι αυτές οι αντιρρήσεις είναι αρκετά ισχυρές ώστε να ανατρέψουν τη θέσι που έχει ο λαός του Ιεχωβά κατά το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων 100 χρόνων.
«ΔΙΑΚΟΝΟΣ»
Στην Αγγλική μετάφρασι των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών το ρήμα «διακονώ» (minister) και το ουσιαστικό «διάκονος» (minister) εμφανίζονται πολλές φορές. Το Ελληνικό ουσιαστικό, διάκονος, κατά κυριολεξία σημαίνει «δια μέσου της σκόνης», σαν να εφαρμόζεται σε κάποιον που σκονίζεται ασχολούμενος με θελήματα. Φαίνεται να χρησιμοποιήται με τρεις διαφορετικές έννοιες, τις οποίες και θα εξετάσουμε τώρα.
Πρώτα απ’ όλα, ο όρος διάκονος χρησιμοποιείται για κάποιο άτομο που υπηρετεί με μια υλική, κοσμική έννοια και μπορεί απλώς να εννοή κάποιον που υπηρετεί σ’ ένα σπίτι. Έτσι, σε μια από τις παραβολές του Ιησού, διαβάζομε: «Τότε είπεν ο βασιλεύς προς τους υπηρέτας [τοις διακόνοις], κείμενο· Δέσαντες αυτού πόδας και χείρας . . . ». (Ματθ. 22:13) Η ίδια λέξις, διάκονοι, υπάρχει και στο Ρωμαίους 13:4 (κείμενο), όπου αναφέρεται σε κοσμικές κυβερνήσεις.
Σε ωρισμένα εδάφια, αυτή η Ελληνική λέξις διάκονος, χρησιμοποιείται με μια ειδική περιωρισμένη επίσημη έννοια, όπως στο Φιλιππησίους 1:1, όπου εφαρμόζεται σε ωρισμένα άτομα στη Χριστιανική εκκλησία που κατέχουν μια θέσι κατόπιν διορισμού, διότι εκεί η λέξις αυτή συνδέεται με άτομα που έχουν την υπηρεσία του επιβλέποντος, ή «επισκόπου». Έτσι διαβάζουμε: «Παύλος και Τιμόθεος, δούλοι του Ιησού Χριστού, προς πάντας τους αγίους εν Χριστώ Ιησού, τους όντας εν Φιλίπποις, μετά των επισκόπων και διακόνων.» Ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται, μ’ αυτή την ειδική έννοια, στο 1 Τιμόθεον 3:8, 12 όπου ο απόστολος Παύλος αναφέρει τα προσόντα αυτών των διακονικών υπηρετών, δηλαδή των «διακόνων.»
Τέλος, υπάρχουν άλλες περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτοί οι εμπνευσμένοι συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών φαίνεται να έχουν χρησιμοποιήσει αυτό τον όρο με μια πλατύτερη έννοια, που κι αυτή περιέχει μεγαλύτερη βαρύτητα από το να σημαίνη απλώς έναν υπηρέτη που εκτελεί κοσμικά καθήκοντα. Τέτοιες περιπτώσεις, με την πλατύτερη έννοια, είναι όταν εφαρμόζεται ο όρος αυτός, διάκονος, σε κάθε αφιερωμένο άτομο που υπηρετεί τον Θεό σε ιερά ή πνευματικά ζητήματα, και μεταδίδουν την έννοια μιας εξυψωμένης ή θείας υπηρεσίας. Έτσι ο απόστολος Παύλος στο Κολοσσαείς 1:23 αναφέρει για τον εαυτό του ότι έγινε διάκονος (Κείμενον). Ο Παύλος επίσης αποκαλεί διακόνους και άλλα άτομα, όπως π.χ. τον Τιμόθεο.—1 Τιμ. 4:6.
«ΔΙΑΚΟΝΙΑ»
Στενά συνδεδεμένο με τη λέξι διάκονος είναι και το ουσιαστικό διακονία που αναφέρεται σε μια «υπηρεσία,» ή «διακονία», και χρησιμοποιείται και με κοσμική και με θρησκευτική, δηλαδή ιερή έννοια. Με κοσμική έννοια χρησιμοποιείται στο Πράξεις 6:1, όπου διαβάζουμε : «Εν δε ταις ημέραις ταύταις ότε επληθύνοντο οι μαθηταί, έγεινε γογγυσμός των Ελληνιστών κατά των Εβραίων, ότι αι χήραι αυτών παρεβλέποντο εν τη καθημερινή διακονία (διανομή τροφής, ΜΝΚ) ».
Όταν η διακονία χρησιμοποιείται με μια θρησκευτική έννοια μερικοί μεταφραστές σε ωρισμένες γλώσσες χρησιμοποιούν μια ειδική λέξι και την μεταφράζουν όχι σαν «διανομή (τροφών)» ή σαν «υπηρεσία», αλλά σαν «διακονία», που σημαίνει μια εξυψωμένη, θεία υπηρεσία. Έτσι (σε τέτοιες γλώσσες) ο απόστολος Παύλος φαίνεται σαν να λέει για την αποστολή του στα Έθνη, «την διακονίαν μου δοξάζω». (Ρωμ. 11:13·)a Στη συνέχεια έγραψε ότι ήταν ευγνώμων που ο Θεός τον ενέκρινε πιστό με το να τον διορίση σε μια διακονία, μια θεία, εξυψωμένη «υπηρεσία». (1 Τιμ. 1:12) Έτσι ο Παύλος έγραψε στον Τιμόθεο: «Συ δε αγρύπνει εις πάντα, κακοπάθησον, εργάσθητι έργον ευαγγελιστού, την διακονίαν σου κάμε πλήρη.» Το ευαγγελιστικό έργο κηρύγματος των «αγαθών νέων» εκ μέρους του Τιμόθεου δεν ήταν κοσμική υπηρεσία. Ήταν μια θεία, εξυψωμένη υπηρεσία—λειτούργημα—και τον καθιστούσε λειτουργό, διάκονο. Με το ίδιο κριτήριο σήμερα, όλοι όσοι συμμετέχουν σ’ αυτήν την ευαγγελιστική διακονία είναι πράγματι διάκονοι.—2 Τιμ. 4:5.
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ακολουθούν το πρότυπο που θέτουν οι συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών με τον τρόπο που χρησιμοποιούν, κάτω από έμπνευσι, τις Ελληνικές λέξεις διάκονος, διακονία και άλλα συνώνυμα. Μάλιστα, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά όχι μόνο είναι μια θρησκευτική οργάνωσις με τη γενικά αποδεκτή έννοια του όρου «εκκλησία» αλλά αποτελούν επίσης έναν σύλλογο που αποσκοπεί στην εκπαίδευσι και την κατάρτισι ανδρών, γυναικών και νεαρών ώστε να είναι διάκονοι, «υπηρέτες,» με μια εξυψωμένη, θεία έννοια, κήρυκες του ευαγγελίου της βασιλείας του Θεού. Για το σκοπό αυτό διεξάγουν μια σειρά μελετών με σκοπό την εκπαίδευσι ανδρών, γυναικών και νεαρών στη ζωτική γνώσι της Βίβλου, ώστε να γίνωνται όλο και πιο αποτελεσματικοί σαν διάκονοι του Θεού. Αυτές οι μελέτες γίνονται σε πέντε εβδομαδιαίες συναθροίσεις και εκεί εκτίθενται Γραφικές διδασκαλίες, γίνεται ερμηνεία των Βιβλικών προφητειών, δίνονται οδηγίες για Χριστιανική διαγωγή και γίνεται εκπαίδευσις στο κήρυγμα και τη διδασκαλία Γραφικών αληθειών.
ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΔΙΑΚΟΝΩΝ
Όπως συμβαίνει και με όλες τις θρησκευτικές οργανώσεις, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν το προνόμιο και το δικαίωμα να αποφασίζουν το πότε οι σπουδαστές τους έχουν φθάσει στο σημείο να έχουν τα προσόντα να είναι διάκονοι του Θείου Λόγου, «υπηρέτες» με μια εξυψωμένη θεία έννοια. Μετά από μια περίοδο κατάλληλης προσωπικής εκπαιδεύσεως, εξετάζονται απ’ τους κατάλληλα διωρισμένους πρεσβυτέρους στην εκκλησία τους. Αν οι σπουδαστές μπορούν να αποδείξουν ότι έχουν αρκετή γνώσι του Λόγου του Θεού, ότι εκτιμούν απ’ την καρδιά τους τη σπουδαιότητά του και έχουν χωρίς επιφυλάξεις αφιερώσει τον εαυτό τους στον Ιεχωβά για να κάνουν το θέλημά του και να ακολουθήσουν τα ίχνη του Ιησού Χριστού και αν έχουν ευθυγραμμίσει τη ζωή τους με τις απαιτήσεις και τις αρχές του Θεού, τότε γίνονται δεκτοί για βάπτισμα και μ’ αυτό τον τρόπο χειροτονούνται διάκονοι. Γι’ αυτή τη διαδικασία υπάρχει ισχυρό Γραφικό προηγούμενο, διότι ο Ιησούς άρχισε τη σταδιοδρομία του σαν κεχρισμένος απ’ τον Θεό διάκονος, που κήρυττε το ευαγγέλιο της βασιλείας του Θεού, μόνο μετά το βάπτισμά του.—Μάρκ. 1:9-15.
Αλλά υπάρχει ισχυρός λόγος για να θεωρήται το βάπτισμα, η πλήρης κατάδυσις στο νερό, σαν μια τελετή αρκετή για να χειροτονηθή ένα άτομο διάκονος;b Ίσως όχι, σύμφωνα με τις επικρατούσες στον Χριστιανικό λεγόμενο κόσμο συνήθειες, αλλά βέβαια ναι από μια Γραφική άποψι όπως δείχνει και η Εγκυκλοπαίδεια της Βιβλικής, Θεολογικής και Εκκλησιαστικής Λογοτεχνίας, (1877) των Μακ Κλίντοκ και Στρονγκ, Τόμος VII σελ. 411 με όσα λέγει γι’ αυτό το θέμα. Σύμφωνα μ’ αυτήν, χειροτονία είναι «ο διορισμός, η τοποθέτησις ενός ατόμου σε θέσι διακόνου ανεξάρτητα αν αυτό συνοδεύεται από τελετές ή όχι. . . . Μια γραφική έρευνα αυτού του θέματος δεν μπορεί παρά να εντυπωσιάση οποιοδήποτε λογικό άτομο με τη μεγάλη σημασία του γεγονότος ότι ούτε ο Κύριος Ιησούς Χριστός ούτε κανείς απ’ τους αποστόλους του έδωσε ειδικές εντολές ή διακηρύξεις όσον αφορά τη χειροτονία.» Ένα δίπλωμα ή ένα πιστοποιητικό χειροτονίας δεν χρειάζεται σήμερα για να είναι κανείς διάκονος όπως δεν χρειαζόταν και για τον απόστολο Παύλο.—2 Κορ. 3:1-3.
Η ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ
Πώς διεξάγουν τη διακονία τους οι Μάρτυρες του Ιεχωβά; Μερικοί απ’ αυτούς υπηρετούν σαν διορισμένοι πρεσβύτεροι και μ’ αυτή την ιδιότητα κηρύττουν και διδάσκουν στην εκκλησία τους από το βήμα και σε εκκλησιαστικές Βιβλικές μελέτες στα σπίτια των Μαρτύρων. Ωστόσο, η πιο εκτεταμένη και πιο χαρακτηριστική μέθοδος που χρησιμοποιείται απ’ τους Μάρτυρες στη διακονία τους είναι αυτή που χρησιμοποιούσαν οι απόστολοι και οι άλλοι από τους πρώτους μαθητές του Ιησού, υπακούοντας στην εντολή του: «Εις οποίαν δε πόλιν ή κώμην εισέλθητε, εξετάσατε τις είναι άξιος εν αυτή. . . . Εισερχόμενοι δε εις την οικίαν χαιρετήσατε αυτήν. Και εάν μεν η οικία ήναι αξία, ας έλθη η ειρήνη σας επ’ αυτήν.»—Ματθ. 10:11-13.
Με όμοιο τρόπο, ο απόστολος Παύλος ξεχώρισε με το να κηρύττη και στην εκκλησία και σε άτομα στο σπίτι τους. Όπως είπε στους πρεσβυτέρους της Εφέσου: «Σεις εξεύρετε. . . . ότι δεν υπέκρυψα ουδέν των συμφερόντων, ώστε να μη αναγγείλω αυτό προς εσάς, και να σας διδάξω δημοσία και κατ’ οίκους (από σπίτι σε σπίτι, ΜΝΚ) διαμαρτυρόμενος προς Ιουδαίους τε και Έλληνας την εις τον Θεόν μετάνοιαν, και την πίστιν την εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.» (Πράξ. 20:18-21) Αυτό αποτελεί ένα θαυμάσιο προηγούμενο για τους διάκονους του Θεού σήμερα.
Σχετικά με τη σύγχρονη διακονία από σπίτι σε σπίτι με τη χρήσι θρησκευτικών φυλλαδίων το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών στην περίπτωσι Μάρντοκ κατά Κοινοπολιτείας Πενσυλβανίας (1943) αποφάσισε : «Η δια χειρός διάθεσις θρησκευτικών φυλλαδίων είναι μια πολύ παλιά μορφή ιεραποστολικού ευαγγελισμού—τόσο παλιά όσο και η ιστορία των τυπογραφικών πιεστηρίων. . . . Αυτή η μορφή θρησκευτικής δραστηριότητας σύμφωνα με την Πρώτη Τροποποιητική Διάταξι έχει την ίδια υψηλή θέσι όσο η λατρεία στους ναούς και το κήρυγμα απ’ τους άμβωνες.»
Επίσης, το Εφετείο των Ηνωμένων Πολιτειών της Έβδομης Περιφέρειας, στην περίπτωσι Ράνσομ κατά Ηνωμένων Πολιτειών (1955), δήλωσε ότι δεν μπορούσε «να κάνη κάποιο βάσιμο διαχωρισμό. . . . μεταξύ των διακόνων των Μαρτύρων του Ιεχωβά, που κηρύττουν από σπίτι σε σπίτι και στις γωνίες των δρόμων, από τους διακόνους πιο συμβατικών δογμάτων που κηρύττουν στους άμβωνες, διδάσκουν σε εκκλησιαστικές σχολές ή επιδίδονται σε διάφορες άλλες θρησκευτικές δραστηριότητες των εκκλησιών τους.»
Το γεγονός ότι αυτοί οι διάκονοι δεν αφιέρωναν όλο τους το χρόνο στη διακονία τους, μήπως θα αντανακλούσε δυσμενώς στον ισχυρισμό τους ότι ήσαν διάκονοι, θα σήμαινε δηλαδή ότι δεν είχαν τα προσόντα να είναι διάκονοι; Καθόλου, γιατί ακόμη και ο απόστολος Παύλος ασχολείτο σε κοσμική εργασία για να συντηρή τον εαυτό του και τους συντρόφους. (Πράξ. 18:3, 4· 20:33, 34) Αυτή η θέσις υποστηρίχθηκε απ’ την ακόλουθη απόφασι του Εφετείου της Πέμπτης Περιφερείας των Ηνωμένων Πολιτειών στην περίπτωσι Γουίγγινς κατά Ηνωμένων Πολιτειών (1958): «Οι διάκονοι των Μαρτύρων του Ιεχωβά. . . . δεν έχουν άλλη εκλογή, για να εξοικονομήσουν χρήματα για τη διακονία τους, παρά να ασχολούνται σε κοσμικές εργασίες. . . . Το καθοριστικό σημείο . . . είναι . . . το αν διδάσκη και κηρύττη τις αρχές της θρησκείας του τακτικά κι όχι περιστασιακά.»
Έτσι ποιοι λοιπόν είναι οι διάκονοι του Θεού; Είναι οι αφιερωμένοι και βαπτισμένοι Χριστιανοί που κάνουν κύριο σκοπό της ζωής τους την υπηρεσία προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο! (Μάρκ. 12:28-31) Παρακαλούμε δήτε επίσης τα τρία άρθρα που ακολουθούν.
[Υποσημειώσεις]
a Δείτε το άρθρο που ακολουθεί
b Βλέπε Σκοπιά 15 Αυγούστου 1957 σελ. 485-487 (Στην Αγγλική)
[Εικόνα στη σελίδα 15]
Γραφικά, η χειροτονία ενός για να είναι διάκονος του Θεού γίνεται στο βάπτισμα
[Εικόνα στη σελίδα 16]
Ακολουθώντας το Βιβλικό προηγούμενο, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά συνεχίζουν τη διακονία τους «δημοσία και κατ’ οίκους»