Οι Ουαλδένσιοι—Αιρετικοί ή Εκζητητές της Αλήθειας;
Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ; Ο 12ος αιώνας μ.Χ.—200 χρόνια πριν από τον Ουίκλιφ και τον Χους και 300 χρόνια πριν από τον Λούθηρο. Ο τόπος; Η νότια Γαλλία και οι κοιλάδες των Άλπεων αυτής της χώρας και της βόρειας Ιταλίας. Η κατάσταση; Ο κοινός λαός ζει σε φτώχεια και κρατιέται εσκεμμένα σε άγνοια από μια πλούσια και συχνά έκλυτη τάξη κληρικών. Σ’ όλη την Ευρώπη, η Ρωμαιο-Καθολική Εκκλησία κυριαρχεί, είναι παντοδύναμη, πλούσια και κοσμικιά.
Μέσα σ’ αυτό το ιστορικό φόντο βρίσκουμε μια ομάδα ανθρώπων που ξεχωρίζει σε τέλεια αντίθεση. Πιστεύουν ότι η Γραφή είναι ο Λόγος του Θεού και προσπαθούν να ζήσουν σύμφωνα με τις δίκαιες αρχές της. Ανεβαίνουν τους λόφους και κατεβαίνουν στις πεδιάδες, δυο δυο, κηρύττοντας και διδάσκοντας όσες αλήθειες μπόρεσαν ν’ ανακαλύψουν από το διάβασμά τους σε διάφορα μέρη των Γραφών που ήταν διαθέσιμα στη γλώσσα τους. Γι’ αυτό, κυνηγούνται σαν αιρετικοί, και πολλοί πληρώνουν την πίστη τους με τη ζωή τους. Ποιοι είναι αυτοί;
Στη Γαλλία έγιναν γνωστοί σαν οι Βοντουά. Οι Καθολικοί διώκτες τους τούς αποκαλούν, στα Λατινικά, Βαλντένσες, απ’ όπου προέρχεται και η λέξη Ουαλδένσιοι.
ΠΡΟΔΡΟΜΟΙ
Οι Καθολικοί και οι Προτεστάντες ιστορικοί διαφωνούν για την προέλευση των Ουαλδένσιων. Οι Καθολικοί θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι αυτοί που τους αποκαλούν «αίρεση» των Ουαλδένσιων ήταν ένα μεμονωμένο φαινόμενο που αναφάνηκε αιφνίδια στο τέλος του 12ου αιώνα κάτω από την ηγεσία ενός Γάλλου από τη Λυών που ονομαζόταν Βαλντέ ή Ουάλντο. Πολλοί Προτεστάντες, αφ’ ετέρου, ισχυρίζονται ότι οι Ουαλδένσιοι ήταν ένας κρίκος στην αδιάσπαστη αλυσίδα των διαφωνούντων μεταξύ της εποχής του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου (τέταρτος αιώνας μ.Χ.) και των Προτεσταντών μεταρρυθμιστών του 16ου αιώνα. Αυτοί οι Προτεστάντες έχουν τη γνώμη ότι το όνομα Ουαλδένσιοι προήλθε από τη Λατινική λέξη βάλλις, που σημαίνει «κοιλάδα», και αναφέρεται στο γεγονός ότι αυτοί οι διαφωνούντες κυνηγήθηκαν επίμονα σαν αιρετικοί, και αναγκάσθηκαν να καταφύγουν στις κοιλάδες των Άλπεων της Γαλλίας και της Ιταλίας.
Βέβαια, οι Καθολικοί ιστορικοί απορρίπτουν αυτή την Προτεσταντική εξήγηση σαν μη ιστορική. Εν τούτοις, με το να ισχυρίζονται ότι οι Ουαλδένσιοι φάνηκαν ξαφνικά στη σκηνή της μεσαιωνικής ιστορίας με τον Βαλντέ ή τον Ουάλντο, η Καθολική Εκκλησία υποτιμά το ολοφάνερο ιστορικό γεγονός ότι υπήρχαν πολλοί άλλοι διαφωνούντες πριν ο Ουάλντο αρχίσει το κήρυγμά του προς το τέλος της δεκαετίας του 1170. Η αλήθεια φαίνεται να είναι ότι ο Ουάλντο και οι σύντροφοί του έγιναν εστία συγκεντρώσεως για παρόμοιες ομάδες διαφωνούντων, μερικές από τις οποίες προϋπήρχαν από πολύ καιρό.
Η Καθολική Εκκλησία θα ήθελε να μας κάνει να ξεχάσουμε ότι σπόροι δυσαρέσκειας υπήρχαν στο μέσον της πολλά χρόνια πριν από τον Ουάλντο. Επί παραδείγματι, ο Επίσκοπος Αγκομπάρ της Λυών στη Γαλλία (779-840 μ.Χ.), εκδηλώθηκε φανερά και δυνατά ενάντια στη λατρεία των εικόνων, στην αφιέρωση των εκκλησιών σε αγίους και την εκκλησιαστική λειτουργία που δεν ήταν σύμφωνη με τις Άγιες Γραφές.
Πέρα από τις Άλπεις, στο Τουρίνο της Ιταλίας, ένας σύγχρονος του Αγκομπάρ, ο Επίσκοπος Κλαούντιους, τήρησε παρόμοια στάση. Αυτός καταδίκασε τις προσευχές στους αγίους, το προσκύνημα των λειψάνων και του σταυρού και, γενικά, απόρριψε τις εκκλησιαστικές παραδόσεις επειδή ήταν αντίθετες στις Γραφές. Ο Κλαούντιους του Τουρίνου ονομάστηκε «ο πρώτος Προτεστάντης μεταρρυθμιστής». Πέθανε κάποτε μεταξύ των ετών 827 και 839 μ.Χ.
Τον 11ο αιώνα ο αρχιδιάκονος Μπερανσέ, ή Μπερενγκάριους, της Τουρ στη Γαλλία, που είπαν πως ήταν ένας από τους πιο σημαίνοντες θεολόγους της εποχής του, αντιτάχτηκε στο δόγμα της μετουσιώσεως, υποστηρίζοντας ότι ο άρτος και ο οίνος που χρησιμοποιούνται για να εορταστεί ο θάνατος του Ιησού είναι συμβολικά και δεν μεταβάλλονται θαυματουργικά σε σώμα και αίμα του Χριστού. Κι αυτός επίσης υποστήριξε την υπεροχή της Βίβλου έναντι των παραδόσεων. Ο Μπερανσέ αφορίστηκε σαν αιρετικός το 1050.
Στις αρχές του 12ου αιώνα δυο άνδρες ξεχωρίζουν σαν σημαίνοντες διαφωνούντες στη Γαλλία. Ήταν ο Πέτρος της Μπρουΰγ και ο Ερρίκος της Λωζάνης. Ο πρώτος άρχισε την ενήλικη ζωή του σαν ιερέας στις Άλπεις της νοτιοανατολικής Γαλλίας. Γρήγορα εγκατάλειψε την ιερωσύνη γιατί διαφωνούσε με την εκκλησία σε σπουδαίες διδασκαλίες όπως ο νηπιοβαπτισμός, η μετουσίωση, οι προσευχές για τους νεκρούς, η λατρεία του σταυρού και η ανάγκη για εκκλησιαστικά οικοδομήματα. Όταν εξορίστηκε από την επισκοπή των νοτίων Άλπεων, κήρυττε απ’ ευθείας στο λαό σε όλη τη νότια Γαλλία, και έκανε πολλούς μαθητές. Τελικά τον έκαψαν στον πάσσαλο στην πόλη Σεν Ζιλ, κοντά στην Αρλ, το 1140.
Το έργο του Πήτερ της Μπρουΰγ το συνέχισε ο Ερρίκος της Λωζάνης, που επίσης ονομάζεται Ερρίκος της Κληνύ. Ήταν ένας μοναχός που ήδη από το 1101, είχε αρχίσει να μιλάει φανερά και θαρραλέα ενάντια στην εκκλησιαστική λειτουργική, στη διαφθορά του κλήρου των ημερών του και στο θρησκευτικό ιεραρχικό σύστημα. Υποστήριζε ότι η Γραφή είναι ο μοναδικός κανόνας πίστεως και λατρείας. Ο Ερρίκος της Λωζάνης άρχισε το κήρυγμά του στη Λε Μαν στη δυτική Γαλλία. Όταν διώχτηκε από κει, συνέχισε το ιεραποστολικό του έργο σε ολόκληρη τη νότια Γαλλία, και τελικά ενώθηκε με τον Πέτρο της Μπρουΰγ. Το 1148 συνελήφθηκε και ρίχτηκε στη φυλακή για όλη του τη ζωή. Αλλά οι ιδέες αυτών των ανθρώπων απλώθηκαν σαν άγρια φωτιά από τις νότιες Άλπεις ως τη Μεσόγειο και πέρα από τη νότια Γαλλία ως τον Βισκαϊκό Κόλπο.
Ο ΟΥΑΛΝΤΟ ΚΑΙ ΟΙ «ΦΤΩΧΟΙ ΤΗΣ ΛΥΩΝ.»
Σ’ αυτή την ιστορική σκηνή έκανε την εμφάνισή του ένας λαϊκός στη Λυών της Γαλλίας. Τίποτα δεν είναι γνωστό για τη γέννηση αυτού του ανθρώπου, που λέγεται ότι έγινε γύρω στο 1140 μ.Χ. Ακόμη και τ’ όνομά του είναι κάτι το μυστήριο, και προφέρεται με διάφορους τρόπους ως Βαλντέ, Βάλντο ή Ουάλντο. Το μικρό του όνομα Πέτρος δεν εμφανίζεται σε κανένα χειρόγραφο προγενέστερο του 1368. Πιστεύεται ότι το όνομα του δόθηκε από τους μετέπειτα ακολούθους του, για να δειχτεί ότι ήταν πολύ πιο άξιος μιμητής του αποστόλου Πέτρου απ’ ό,τι ήταν οι πάπες της Ρώμης, που ισχυρίζονταν ότι ήταν διάδοχοι του Πέτρου.
Ο Ουάλντο ήταν ένας πλούσιος έμπορος της Λυών. Ήταν παντρεμένος και είχε δύο κόρες. Επειδή ήταν ένας ευσεβής άνθρωπος και ενεργός Καθολικός, ζήτησε από ένα θεολόγο φίλο του να του δώσει Γραφική συμβουλή για το τι έπρεπε να κάνει για να ευαρεστήσει τον Θεό. Σε απάντηση, ο φίλος του διάβασε το Ματθαίος 19:21, όπου ο Ιησούς είπε στον πλούσιο νεαρό: «Εάν θέλης να ήσαι τέλειος, ύπαγε, πώλησον τα υπάρχοντά σου και δος εις πτωχούς, και θέλεις έχει θησαυρόν εν ουρανώ, και ελθέ, ακολουθεί μοι.»
Ο Ουάλντο έβαλε αυτή τη συμβουλή στην καρδιά του. Αφού φρόντισε για το μέλλον της γυναίκας του κι έβαλε τις δυο του κόρες σε μια μονή, ανάθεσε σε δύο ιερείς, τον Στέφανο ντ’ Ανς και τον Μπερνάρ Ιντρό, να μεταφράσουν τα Ευαγγέλια και άλλα βιβλία της Γραφής στην ομιλούμενη γλώσσα στις επαρχίες της Προβάνς και της Ντοφινέ της νοτιοανατολικής Γαλλίας. Κατόπιν διαμοίρασε τα απομείναντα κοσμικά του αγαθά στους φτωχούς και άρχισε να μελετά το Λόγο του Θεού. Επί πλέον, κήρυττε στους δρόμους της Λυών, προσκαλώντας τους κατοίκους να ξυπνήσουν πνευματικά και να επιστρέψουν στην απλή, Βιβλική Χριστιανοσύνη.
Επειδή ήταν πολύ γνωστός σαν πλούσιος επιχειρηματίας, ο Ουάλντο κέρδισε πολλά ευήκοα αυτιά και γρήγορα είχε μια ομάδα από ακολούθους. Αυτοί χαίρονταν που άκουγαν το παρηγορητικό άγγελμα της Βίβλου στη γλώσσα τους, γιατί ως τον καιρό εκείνο η εκκλησία είχε εμποδίσει τη μετάφραση της Γραφής σε οποιαδήποτε γλώσσα εκτός από τα Λατινικά. Πολλοί συμφώνησαν να εγκαταλείψουν τα υπάρχοντά τους και να αφοσιωθούν στο κήρυγμα της Γραφής στη γλώσσα του κοινού λαού. Έγιναν γνωστοί σαν οι «Φτωχοί της Λυών».
Αυτό το λαϊκό κήρυγμα ξεσήκωσε την οργή του κλήρου. Το 1179 ο Πάπας Αλέξανδρος Γ΄ απαγόρευσε στον Ουάλντο και στους ακολούθους του να κηρύττουν χωρίς την άδεια του τοπικού επισκόπου. Και όπως αναμενόταν, ο Επίσκοπος Μπελλεμά της Λυών αρνήθηκε να δώσει την άδεια. Ιστορικά έγγραφα δείχνουν ότι, όταν αντιμετώπισε την απαγόρευση, ο Ουάλντο απάντησε στον ιεράρχη με τα λόγια των Πράξεων 5:29: «Πρέπει να πειθαρχώμεν εις τον Θεόν μάλλον παρά εις τους ανθρώπους.»
Ο Ουάλντο και οι σύντροφοί του συνέχισαν να κηρύττουν. Έτσι το 1184 Ο Πάπας Λούκιος Γ΄ τους αφόρισε, και ο επίσκοπος της Λυών τους εξόρισε από την επισκοπή του. Το αποτέλεσμα ήταν παρόμοιο μ’ εκείνο που συνέβηκε όταν οι πρώτοι Χριστιανοί καταδιώχτηκαν έξω από την Ιερουσαλήμ. Γι’ αυτούς, η Γραφή λέει: «Οι μεν λοιπόν διασπαρέντες διήλθον ευαγγελιζόμενοι τον λόγον.»—Πράξ. 8:1-4.
Αυτοί οι διαφωνούντες του 12ου αιώνα κατέφυγαν στις Άλπεις και σ’ όλη τη νότια Γαλλία, διδάσκοντες τη Γραφή καθώς πήγαιναν από τόπο σε τόπο. Αναμφίβολα ενώθηκαν και με άλλους διαφωνούντες ομίλους, όπως είναι οι ακόλουθοι του Πέτρου της Μπρουΰγ και του Ερρίκου της Λωζάνης. Πέρα από τις διαβάσεις των Άλπεων που οδηγούσαν στη βόρεια Ιταλία, ενώθηκαν με διαφωνούντες ομίλους που ήδη υπήρχαν στις κοιλάδες του Πιεντμοντίου και της Λομβαρδίας. Αυτοί οι διαφωνούντες όμιλοι που βασίζονταν στην Αγία Γραφή, και που αργότερα έγιναν γνωστοί σ’ όλη την Ευρώπη σαν Ουαλδένσιοι, πρέπει να διακρίνονται από τους συγχρόνους τους «αιρετικούς» ομίλους όπως είναι οι Κατάρς και οι Αλβιγένσιοι, των οποίων οι διδασκαλίες βασίζονται περισσότερο στην Περσική φιλοσοφία παρά στη Γραφή. Ιστορικά έγγραφα δείχνουν ότι στις αρχές του 13ου αιώνα οι Ουαλδένσιοι μπορούσαν να βρεθούν όχι μόνο στη νότια Γαλλία και στη βόρεια Ιταλία αλλά επίσης στην ανατολική και βόρεια Γαλλία, στη Φλάνδρα, στην Γερμανία, στην Αυστρία κι ακόμη στη Βοημία, όπου ο Ουάλντο λέγεται ότι πέθανε το 1217.
Η ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΚΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ
Είτε ο Ουάλντο ήταν ο πραγματικός ιδρυτής των Ουαλδένσιων είτε όχι, σ’ αυτόν πρέπει όμως ν’ αποδοθεί τιμή που ανάλαβε την πρωτοβουλία να μεταφραστεί η Γραφή από τα Λατινικά στις τότε ομιλούμενες γλώσσες από τον κοινό λαό στον οποίο αυτός και οι σύντροφοί του κήρυτταν. Και θυμηθείτε, ότι αυτό έγινε 200 χρόνια πριν ο Ουίκλιφ μεταφράσει τη Γραφή για τους Αγγλόφωνους διαφωνούντες.
Η βασική θέση των πρώτων Ουαλδένσιων ήταν ότι η Γραφή είναι η μόνη πηγή θρησκευτικής αλήθειας. Σ’ ένα κόσμο που μόλις τότε ξύπναγε απ’ αυτό που έχει ονομαστεί «Σκοτεινοί Αιώνες», αυτοί ψηλαφούσαν σ’ αναζήτηση Χριστιανικής αλήθειας. Προφανώς έκαναν το καλύτερο που μπορούσαν με τα λίγα βιβλία των Εβραϊκών κι Ελληνικών Γραφών που κατείχαν σε μια γλώσσα που μπορούσαν να διαβάσουν και να καταλάβουν. Απ’ ό,τι φαίνεται από ορισμένα έγγραφα δεν είχαν πλήρη κατανόηση μερικών διδασκαλιών όπως της Τριάδος, της αθανασίας της ψυχής και του πύρινου άδη.
Εν τούτοις, αυτοί οι πρώτοι Ουαλδένσιοι κατανοούσαν τη Γραφή αρκετά καλά ώστε ν’ απορρίπτουν τη λατρεία εικόνων, τη μετουσίωση, τον νηπιοβαπτισμό, το καθαρτήριο, τη λατρεία της Μαρίας, τις προσευχές στους αγίους, το προσκύνημα του σταυρού και των λειψάνων, τη μετάνοια στην επιθανάτιο κλίνη, την εξομολόγηση σε κληρικούς, τις λειτουργίες για τους νεκρούς, την παπική άφεση και τα συγχωροχάρτια, την αγαμία των ιερέων και τη χρήση σαρκικών όπλων. Επίσης απόρριπταν τα επιβλητικά, πολυστολισμένα εκκλησιαστικά κτίρια, και πίστευαν ότι ‘η Βαβυλών η Μεγάλη η μήτηρ των πορνών’ ήταν η Εκκλησία της Ρώμης, από την οποία προσκαλούσαν τους ακροατές τους να φύγουν. (Αποκ. 17:5, 18:4) Και όλα αυτά στο τέλος του 12ου και αρχές του 13ου αιώνα!
Στο κήρυγμα τους οι πρώτοι Ουαλδένσιοι δίδασκαν τη Γραφή, και τόνιζαν πολύ την επί του Όρους Ομιλία και την Κυριακή Προσευχή, που και τα δύο αυτά πράγματα δείχνουν ότι η βασιλεία του Θεού είναι το κύριο πράγμα για το οποίο πρέπει να προσευχόμαστε και να ζητάμε πρώτο. (Ματθ. 6:10, 33) Πίστευαν ότι οποιοσδήποτε Χριστιανός άνδρας ή γυναίκα που κατείχε αρκετή γνώση της Γραφής ήταν εξουσιοδοτημένος να κηρύττει το «ευαγγέλιο». Επιπρόσθετα, πίστευαν ότι ο Ιησούς είναι ο μόνος μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Κι αφού ο Ιησούς είχε πεθάνει άπαξ διά παντός, πίστευαν ότι η θυσία του δεν μπορούσε ν’ ανανεώνεται από έναν ιερέα που έκανε τη λειτουργία. Οι πρώτοι Ουαλδένσιοι γιόρταζαν την Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού μια φορά το χρόνο, χρησιμοποιώντας ψωμί και κρασί σαν σύμβολα.
ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΦΕΡΝΕΙ ΔΙΩΓΜΟ
Οι αρχέγονοι Ουαλδένσιοι ισχυρίζονταν ότι δεν είναι αναγκαίο να πηγαίνει κανείς σ’ ένα εκκλησιαστικό κτίριο για να λατρεύει τον Θεό. Έκαναν συναθροίσεις κρυφά σε αποθήκες, σε ιδιωτικά σπίτια ή οπουδήποτε μπορούσαν να συναθροιστούν. Εκεί μελετούσαν τη Γραφή και εκπαίδευαν νέους κήρυκες, που αποστέλλονταν μαζί με άλλους πιο πεπειραμένους. Ταξίδευαν δυο δυο από αγρόκτημα σε αγρόκτημα και στις κωμοπόλεις και τα χωριά, από σπίτι σε σπίτι. Το έγκυρο Λεξικό της Καθολικής Θεολογίας (Τόμ. 15, στήλη 2591) δηλώνει σ’ ένα άρθρο που γενικά είναι δυσμενές για τους Ουαλδένσιους: «Από τα πρώτα τους χρόνια, τα παιδιά τους άρχιζαν να μαθαίνουν τα Ευαγγέλια και τις επιστολές. Το κήρυγμα των διακόνων τους, των ιερέων και των επισκόπων συνίστατο κυρίως από εδάφια της Αγίας Γραφής.»
Άλλα συγγράμματα μάς πληροφορούν ότι οι Ουαλδένσιοι είχαν καλή φήμη για τη σκληρή τους εργασία, την υψηλή ηθική και την εντιμότητα στο να πληρώνουν τους φόρους τους. Απέκοπταν τους αμετανόητους αμαρτωλούς. Επί πλέον, ονομάστηκαν «η πιο αρχαία και η πιο ευαγγελιστική από τις μεσαιωνικές αιρέσεις.»
Αυτοί ήταν οι Θεοφοβούμενοι άνθρωποι που κυνηγήθηκαν από τους θρησκευτικούς διώκτες τους, και πολλοί απ’ αυτούς κάηκαν στον πάσσαλο. Ένας μεγάλος αριθμός απ’ αυτούς ήταν θύματα της τρομερής σταυροφορίας που διάταξε ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ το 1209 εναντίον των Κατάρ και των Αλβιγενσίων στη νότια Γαλλία. Άλλοι βασανίστηκαν και θανατώθηκαν από την τρομερή Ιερά Εξέταση που άρχισε στη νότια Γαλλία το 1229. Μερικοί από τους Ουαλδένσιους κατάφεραν να φύγουν σε άλλες χώρες, και πολύ περισσότεροι κατέφυγαν στις ψηλές ορεινές κοιλάδες των Γαλλικών και Ιταλικών Άλπεων, όπου κοινότητες Ουαλδένσιων επέζησαν για αιώνες.
Αλλά, καθώς ο καιρός περνούσε, πολλές από τις Βιβλικές διδασκαλίες που ο Ουάλντο και άλλοι είχαν ανακαλύψει διαβάζοντας τη Γραφή εγκαταλείφτηκαν. Στις αρχές του 16ου αιώνα, οι Ουαλδένσιοι απορροφήθηκαν από την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση. Προς το τέλος του 17ου αιώνα χρησιμοποίησαν ακόμη και όπλα.
Αλλά οι πρώτοι Ουαλδένσιοι, μολονότι κατηγορήθηκαν ότι ήταν «αιρετικοί», στην πραγματικότητα ήταν ειλικρινείς εκζητητές της αλήθειας και σκαπανείς στη Βιβλική μετάφραση, στη Βιβλική διδασκαλία και στην απλή Χριστιανική ζωή. Είναι βέβαιο, ότι δεν απελευθερώθηκαν απ’ όλες τις ψεύτικες διδασκαλίες της Βαβυλωνιακής ψεύτικης θρησκείας. Αλλά προφανώς ζούσαν σύμφωνα με τη γνώση που είχαν από το Λόγο του Θεού. Πολλοί, φαίνεται, ότι ήταν πρόθυμοι να πεθάνουν μάλλον παρά ν’ αρνηθούν την πίστη τους. Βέβαια, μόνο ‘ο Ιεχωβά γνωρίζει αυτούς που ανήκουν σ’ αυτόν.’ Γι’ αυτό μπορούμε ασφαλώς να αφήσουμε στα χέρια του Θεού οποιαδήποτε αμοιβή για μελλοντική ζωή.—2 Τιμ. 2:19.