Βρήκε την Πηγή για Αυξημένη Ευτυχία
Μια Έκθεση από το Τρινιντάντ που θερμαίνει την καρδιά
«ΔΑΣΚΑΛΑ παραιτείται από την υπηρεσία για να γίνει ιεραπόστολος.» Το 1955, αυτά τα λόγια ήταν ο τίτλος ενός άρθρου στην τοπική μας εφημερίδα, Δη Τρίνινταντ Γκάρντιαν. Ποια ήταν αυτή η δασκάλα; Τι την υποκίνησε να πάρει αυτή την απόφαση; Έχασε τίποτα με το να κάνει αυτό το βήμα; Είναι ακόμη ιεραπόστολος ;
Η Σύλβια είχε γεννηθεί σ’ ένα ήσυχο γεωργικό χωριό που λεγόταν Φλάναγκιν Τάουν στο κεντρικό Τρινιντάντ. Η μικρή κοινότητα δεν ήξερε πολλά γράμματα, και το μοναδικό σχολείο λειτουργούσε με Καθολικούς δασκάλους και το διεύθυνε ένας ιερέας που επισκεπτόταν την περιοχή μια φορά την εβδομάδα. Η Σύλβια εκπαιδεύτηκε εκεί και κατόπιν έγινε εκπαιδευόμενη δασκάλα στο ίδιο σχολείο. Στη δεκαετία του 1940 άρχισε να εκπαιδεύεται πνευματικά από ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που ήταν κι οι δυο Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ο άνδρας και η γυναίκα περιφρονούνταν από τους θρησκευτικά προκατειλημμένους συγχωριανούς τους, αλλά αυτοί εξακολουθούσαν θαρραλέα να κηρύττουν το άγγελμα της Γραφής σε όλους στο χωριό. Ένα άλλο ζευγάρι ενώθηκε μαζί τους και αυτός ο μικρός όμιλος χρησιμοποιούσε φορητούς φωνογράφους για να παίζει Γραφικές ομιλίες σε δίσκους, και κατόπιν πρόσφεραν έντυπα που εξηγούσαν το άγγελμα.
Η ΧΑΡΑ ΑΡΧΙΖΕΙ
Η γιαγιά της Σύλβιας άκουγε τις ομιλίες σε δίσκους, έπαιρνε μερικά έντυπα, και τα πετούσε χωρίς ποτέ να τα διαβάσει. Αλλά η Σύλβια διάβαζε τις εκδόσεις. Έτσι σε ηλικία 17 ετών, αναζήτησε τους Μάρτυρες και τους γέμισε με ένα χείμαρρο από ερωτήσεις. Γρήγορα η Σύλβια άρχισε να παρακολουθεί συναθροίσεις Γραφικής μελέτης με τους τέσσερις Μάρτυρες στο χωριό της. Οι πέντε τους κάθονταν και εξέταζαν τις Γραφές με το φως μιας λάμπας πετρελαίου, αφού δεν υπήρχε εκεί ηλεκτρικό.
Το επόμενο βήμα της Σύλβιας ήταν να μιλήσει στη γιαγιά της και σ’ ορισμένους δασκάλους για τα πράγματα που μάθαινε. Γρήγορα τα νέα διαδόθηκαν σε όλο το χωριό ότι η Σύλβια παρακολουθούσε κρυφά τις συναθροίσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Πώς θα μπορούσε μια δραστήρια Καθολική να το κάνει αυτό; Δεν ήταν μέλος της χορωδίας και ένα «τέκνον της Μαρίας»; Δεν ήταν μια εκπαιδευόμενη δασκάλα στο Καθολικό σχολείο; Τι θα έλεγε ο «Πατήρ»; Τι θα έκανε; Ο ιερέας απέλυσε τη Σύλβια και την πληροφόρησε μ’ ένα γράμμα ότι η εργασία της σαν δασκάλα στο σχολείο είχε τελειώσει λόγω της εμμονής της να παρακολουθεί τις λειτουργίες μιας ψεύτικης θρησκείας, όπως τη θεωρούσε αυτός.
Αυτό δεν λιγόστεψε τη χαρά της. Πραγματικά, λίγο καιρό μετά απ’ αυτό βαφτίστηκε για να συμβολίσει την αφιέρωση της στον Ιεχωβά Θεό. Το 1949 μπήκε στο εκπαιδευτικό κολλέγιο της κυβερνήσεως για δασκάλους και αποφοίτησε το 1950. Τα επόμενα 5 χρόνια δίδαξε σε κυβερνητικά σχολεία αλλά, το 1955, εγκατέλειψε την κοσμική διδασκαλία για να αφιερώσει όλο της το χρόνο στο να μοιράζεται το «ευαγγέλιον» της Βίβλου με άλλους. (Ματθ. 24:14) Γιατί εγκατέλειψε η Σύλβια τη θέση της; Γιατί περιφρόνησε την ελκυστικότητα ενός τακτικού μισθού και προτίμησε να κηρύττει ολοχρόνια σαν «σκαπανέας» χωρίς κάποιο εγγυημένο εισόδημα;
ΓΙΑΤΙ ΣΚΑΠΑΝΕΥΣ;
Ρωτήστε τη Σύλβια και θα σας δώσει αρκετούς ενδιαφέροντες λόγους. Ένας είναι ότι μολονότι η μητέρα της εναντιωνόταν στους Μάρτυρες, άφηνε τη νεαρή Σύλβια να μένει σ’ όλες της τις διακοπές με μια θεία της. Τότε η Σύλβια περνούσε τον περισσότερο καιρό της μεταδίδοντας το άγγελμα της Γραφής σε άλλους. Η Σύλβια απολάμβανε πάρα πολύ αυτές τις διακοπές και γύριζε σπίτι ενισχυμένη πνευματικά και περισσότερο πεπεισμένη για την ανάγκη να μιλάει για το ένδοξο «ευαγγέλιο» σ’ όσο το δυνατόν περισσότερους. Επιπλέον, έφτασε να κατανοήσει ότι στον κατάλογο προτεραιότητας ενός Χριστιανού η Βασιλεία θα έπρεπε να είναι πρώτη. (Ματθ. 6:33) Εξετάζοντας τις περιστάσεις της, η Σύλβια είδε ότι ήταν πιο σπουδαίο γι’ αυτή να διακηρύττει την αλήθεια της Γραφής παρά να ασχολείται σε ολοχρόνια κοσμική εργασία.
Ακόμη και σήμερα η Σύλβια μπορεί να μιλάει για τη δυνατή εντύπωση που της έκαναν ορισμένοι σκαπανείς, όπως η Κώνστανς Μιλλς και η Μοντ Ντε Φρέιτας. Θυμάται καθαρά τη χαρά τους στον Ιεχωβά, τον μεγάλο ζήλο τους για την ολοχρόνια υπηρεσία και την καταπληκτική ικανότητα τους να μιλούν για τη Βασιλεία και να την κάνουν να φαίνεται τόσο ζωντανή στη Σύλβια. Η Σύλβια θαύμαζε επίσης τον ηλικιωμένο αδελφό Ουίλλιαμ Τζόρνταν και θυμάται ζωηρά τις συζητήσεις που έκανε μαζί του στη διάρκεια του φαγητού και πόσο πολύ την βοήθησε να προσηλώσει το νου της στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Έτσι παραιτήθηκε από δασκάλα για να γίνει σκαπανέας. Τι είχε χάσει; «Το να γίνω σκαπανέας σήμαινε να αφήσω ένα άνετο σπίτι και μια καριέρα. Έπρεπε να παραιτηθώ από τις κοινωνικές ασφαλίσεις και από την σκέψη ν’ αγοράσω ένα αυτοκίνητο», είπε. «Αλλά αναγνώρισα ότι όλα όσα είχα ήταν αφιερωμένα στον Ιεχωβά, και αυτό τακτοποιούσε τα ζητήματα.»
Η Σύλβια θα σας πει ότι το να γίνει σκαπανεύς ήταν μια από τις πολλές μεγάλες αποφάσεις της. Μια άλλη αφορούσε το προσωπικό ζήτημα του γάμου. Είναι άγαμη και δεν νομίζει ότι αυτό είναι μειονέκτημα. Μολονότι δεν διεξάγει προσωπική εκστρατεία για να υποστηρίζει την αγαμία, πήρε την απόφαση να παραμείνει άγαμη. «Αυτό δεν το έκανα γιατί δεν με ζήτησαν αδελφοί σε γάμο. Είχα αρκετές ‘προτάσεις’,» λέει. «Αλλά πήρα την απόφαση μου, και η ζωή μου είναι ευτυχισμένη και γεμάτη. Δεν αισθάνομαι ότι μου λείπει κάτι. Εν πάση περιπτώσει, είμαι πολύ απασχολημένη για να ανησυχώ γι’ αυτά τα πράγματα.»—Ματθ. 19:10-12.
ΟΙ ΕΥΛΟΓΙΕΣ ΑΥΞΑΝΟΥΝ ΤΗ ΧΑΡΑ
Κάτι που ήταν σαν αφανής ευλογία για τη Σύλβια ήταν ο ξαναδιορισμός της στο Τρινιντάντ σαν ειδικής σκαπανέως μετά την αποφοίτηση της από την ιεραποστολική σχολή Γαλαάδ το 1959. Περίμενε ανυπόμονα να υπηρετήσει σε μια ξένη χώρα, και λέει ειλικρινά: «Απογοητεύθηκα κάπως όταν άκουσα ότι με ξανάστελναν στο Τρινιντάντ για να αντιμετωπίσω το ίδιο γνωστό περιβάλλον.» Αλλά κατέληξε αυτό σ’ όφελος της;
Η Σύλβια λέει πώς τη χρησιμοποίησε ο Ιεχωβά: «Με χρησιμοποίησε για να συμμετάσχω να βοηθήσω ομίλους από έξι, τέσσερις, τρεις και καμιά φορά έναν ή δύο. Είχα το προνόμιο να βοηθήσω τέσσερις κατά σάρκα αδελφούς και αδελφές και τους συζύγους τους. Χαίρεται η καρδιά μου να τους ακούω να εκφράζονται για τον Ιεχωβά και τη Βασιλεία του.» Δύσκολα γίνεται η υπηρεσία βαπτίσματος χωρίς κάποιος από τους μαθητές της Σύλβιας να μην είναι υποψήφιος για βάπτισμα.
Δεν υπήρξαν πάντοτε όλα ομαλά. Ένα χρόνο το σπίτι της Σύλβιας καταστράφηκε από φωτιά, και αυτή και η σύντροφος της έχασαν τα πάντα! Αλλά άλλοι σύντροφοι Μάρτυρες τις στέγασαν και τις έντυσαν ωσότου μπόρεσαν να συντηρούνται και πάλι μόνες τους.—Μάρκ. 10:29, 30.
Το 1968, η Σύλβια έπρεπε ν’ αποφασίσει αν θα παράμενε στην ολοχρόνια υπηρεσία. Να πώς μας το εξηγεί: «Αντιμετώπισα το ζήτημα του αίματος, γιατί έπρεπε να υποστώ μια μεγάλη εγχείρηση στην κοιλιά. Η εγχείρηση πέτυχε. Δεν χρησιμοποιήθηκε αίμα, αλλά ήμουν σε πολύ εξασθενημένη και καταθλιμμένη κατάσταση. Έπρεπε να αποφασίσω αν θα συνέχιζα την ολοχρόνια υπηρεσία ή όχι. Μερικοί συμμάρτυρες σκέφθηκαν ότι θάπρεπε να εγκαταλείψω την ολοχρόνια υπηρεσία γιατί ήμουνα πολύ αδύνατη. Αλλά ο Ιεχωβά άκουσε τις προσευχές μου και με ξανασήκωσε πάλι. Ανανέωσε τη δύναμη μου και, ύστερα από τρεις μήνες, ήμουν πίσω στον αγρό αναζητώντας τα ‘πρόβατα’ του. (Ησ. 40:28-31) Προσωπικά, νομίζω ότι τώρα είμαι ικανή να πετύχω περισσότερα απ’ όσα πριν από την εγχείρηση που έκανα, χάρη στον Ιεχωβά.»
Η Σύλβια είναι μια προσωπικότητα που κερδίζει τους άλλους. Ένα άτομο μπορεί να περπατά στο δρόμο και να τη δει μπροστά του, μια λεπτή κοριτσίστικη μορφή, λογικά και με γούστο ντυμένη, μ’ ένα ελκυστικό χαμόγελο σ’ ένα χαρούμενο πρόσωπο. Είναι τόσο φυσικό για τους ανθρώπους να δέχονται την προσφορά της για έντυπα της Βίβλου. Καθώς μιλά, οι ακροατές της επηρεάζονται από τη χαρά της για τη ζωή. Δείχνει τον Ιεχωβά σαν την πηγή της ευτυχίας: «Η μεγαλύτερη αμοιβή και η πιο συγκινητική πείρα ήταν να νοιώθω τη στοργή του, την τρυφερή του φροντίδα σ’ όλα αυτά τα χρόνια και να εργάζομαι μαζί του. Ευχαριστώ ταπεινά τον Ιεχωβά.» Πραγματικά, ‘οι πραείς θέλουσιν επαυξήσει την χαράν αυτών εν Κυρίω.’—Ησ. 29:19.