Οι Αλυσίδες της Δεισιδαιμονίας
ΕΙΣΤΕ προληπτικός; Αν είστε, τότε δεν είστε μόνος. Ένας ερευνητής βρήκε ότι υπάρχουν σ’ όλα τα μέρη του κόσμου πάνω από τετρακόσιες χιλιάδες διαφορετικές προλήψεις. Το γεγονός ότι πολλά ξενοδοχεία δεν έχουν δέκατο τρίτο πάτωμα, ή ότι οι άνθρωποι προσπαθούν ν’ αποφεύγουν να περπατούν κάτω από σκάλες ή να αφήνουν μαύρες γάτες να περνούν από μπροστά τους, δείχνει ότι η δεισιδαιμονία υπάρχει και στον Δυτικό κόσμο. Οι ίδιες βλαβερές επιρροές της δεισιδαιμονίας είναι φανερές στην Αφρική, όπως δείχνει η παρακάτω πείρα.
Πριν από είκοσι περίπου χρόνια ο σύζυγος της Γουάγουα πέθανε ύστερα από μια μακρόχρονη αρρώστια. Για τρεις μέρες μετά το θάνατό του η Γουάγουα έμενε ξαπλωμένη στο έδαφος δίπλα από το νεκρικό κρεβάτι του κλαίγοντας και θρηνώντας, ενώ δεκάδες άνθρωποι που έκλαιγαν, θρηνούσαν, χόρευαν και έπιναν, ξαγρυπνούσαν γύρω της για το νεκρό. Πολλοί απ’ αυτούς που πενθούσαν ήταν τόσο απορροφημένοι ώστε άφησαν την εργασία τους και τον ύπνο τους. Γιατί; Ήθελαν ν’ αποδείξουν στο πνεύμα και στην οικογένεια του νεκρού ότι ήταν φίλοι του.
Ζώντας με το Φόβο των Νεκρών
Την τρίτη μέρα το πτώμα μεταφέρθηκε στο νεκροταφείο, και όλοι το συνόδευσαν. Η κάσα κατεβάστηκε μέσα στο χώμα και έριξαν πάνω της μικρές πέτρες και ακαθαρσίες. Γιατί; «Για να πούμε αντίο στο πνεύμα του συζύγου μου,» λέει η Γουάγουα. Κατόπιν, πριν σκεπάσουν τον τάφο, η Γουάγουα ορκίστηκε μπροστά σ’ όλους ότι ήταν πάντοτε πιστή στο σύζυγό της. «Αν όχι,» δήλωσε, «ας με θανατώσει το πνεύμα.» Από τώρα κι’ έπειτα η ζωή της Γουάγουα επρόκειτο να κυβερνιέται από το φόβο της για το πνεύμα του πεθαμένου συζύγου της.
Η οικογένεια του συζύγου της εξακολουθούσε να της λέει: «Αν κάνεις κάτι κιρικίρι [«παράλογο», στη γλώσσα Σάνγκο], το πνεύμα του θα γυρίσει και θα σε σκοτώσει.» Για να δείξει ότι αγαπούσε πραγματικά τον άνδρα της, η Γουάγουα δεν έκανε μπάνιο ολόκληρη για τρεις μήνες, φορούσε ένα απλό ρούχο γύρω από το σώμα της και κοιμόταν πάνω σ’ ένα αχυρένιο στρώμα πάνω στο βρώμικο πάτωμα. Η Γουάγουα πίστευε ότι ο νεκρός σύζυγος της παρακολουθούσε κάθε της κίνηση. Ο άνθρωπος που τόσο είχε αγαπήσει, φαινόταν σαν να είχε γίνει ο χειρότερος εχθρός της.
Μερικές φίλες απαιτούν από την πενθούσα χήρα να έχει μαζί της ένα μαχαίρι για να αποκρούει τις επιθέσεις από το πνεύμα του νεκρού συζύγου της. Δεν πρέπει να κοιτάζει στη φωτιά όταν την ανάβει, από φόβο μήπως τον δει. Ξυπνάει στις τρεις ή τέσσερις η ώρα κάθε πρωί και κλαίει και οδύρεται για να δείξει ότι τον αγαπάει ακόμη. Και του προσφέρει το πρώτο σερβίρισμα από κάθε γεύμα ρίχνοντας λίγο απ’ αυτό στο έδαφος.
Αφού πέρασαν τρεις μήνες, η οικογένεια του συζύγου της Γουάγουα την πήρε στο σπίτι τους στις όχθες του πιο κοντινού ποταμού και την έριξαν στο νερό. Αυτό ήταν σημάδι ότι, αφού είχε εκτελέσει ικανοποιητικά το πένθος της, ήταν ελεύθερη από όλα τα κακά πνεύματα. Μερικοί λένε ότι αυτό δείχνει επίσης ότι αυτή δεν έχει καμιά ευθύνη για το θάνατο του συζύγου της.
Αλλά Γιατί Πέθανε;
Στο μέρος αυτό του κόσμου πολλοί άνθρωποι νομίζουν ότι κανείς δεν πεθαίνει φυσιολογικά. Ένας νεκρός πρέπει να σκοτώθηκε είτε από κάποιον άνθρωπο είτε από κάποια υπερφυσική κακή δύναμη. Γι’ αυτό οι κουνιάδοι και οι κουνιάδες της Γουάγουα δεν την βοήθησαν στη διάρκεια της δοκιμασίας της. Αμέσως μετά το θάνατο του συζύγου της, ο νεότερος αδελφός του της ξεφώνιζε: «Του έδωσες γιατρικό για να σε αγαπάει, αλλά το έκανες πολύ δυνατό και τον σκότωσε!» Άλλοι την κατηγορούσαν: «Του έκανες μάγια και γι’ αυτό πέθανε.»
«Μετά τον τρίτο μήνα, που καθαρίστηκε, την ενοχλούσαν ακόμη περισσότερο. Την ανάγκαζαν συνεχώς να τους δίνει χρήματα, τρόφιμα ή οινοπνευματώδη ποτά. Η φτωχή Γουάγουα παραπονιόταν μόνη της: «Εγώ είμαι φτωχή. Γιατί πρέπει συνεχώς να φέρνω αυτά τα πράγματα στην οικογένεια του συζύγου μου;» Ωστόσο, δεν τολμούσε να αρνηθεί, από φόβο για το πνεύμα του συζύγου της.
Τελικά, ύστερα από δυο χρόνια γεμάτα φόβο, η περίοδος πένθους της Γουάγουα τελείωσε. Της δόθηκε η ευκαιρία να παντρευτεί το μεγαλύτερο αδελφό του συζύγου της, και κατόπιν τα νεότερα αδέλφια του. Όταν αρνήθηκε όλες τις προσφορές, ήταν ελεύθερη να γυρίσει στην οικογένειά της. Αλλά, ακόμη και τότε, η Γουάγουα πίστευε ότι ο πεθαμένος σύζυγός της έψαχνε να βρει αφορμή να τη βλάψει.
Το λυπηρό σ’ όλα αυτά ήταν ότι οι φόβοι της Γουάγουα δεν είχαν καμιά βάση. Δεν υπάρχουν «πνεύματα των νεκρών» για να γυρίσουν και να βλάψουν τους αγαπημένους τους. Η Βίβλος μάς λέει ότι οι νεκροί ‘κατεβαίνουν στον τόπο της σιωπής.’ Πραγματικά, οι νεκροί «δεν γνωρίζουσιν ουδέν . . . έτι και η αγάπη αυτών και το μίσος αυτών και ο φθόνος αυτών ήδη εχάθη.»—Ψαλμός 115:17· Εκκλησιαστής 9:5, 6.
Ευτυχώς, αργότερα η Γουάγουα το έμαθε αυτό. Τώρα ξέρει ότι ο τρομερός φόβος της ήταν αδικαιολόγητος, δεισιδαιμονικός και χωρίς βάση. Αλλά πολλά εκατομμύρια έχουν ακόμη τέτοιους φόβους. Γιατί; Τι είναι εκείνο που αλυσοδένει τους ανθρώπους στις δεισιδαιμονίες; Μπορούν αυτές οι αλυσίδες να σπάσουν;
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 4]
Αφού πέθανε ο σύζυγος της Γουάγουα, ο νεότερος αδελφός του άρχισε να της ξεφωνίζει: «Του έδωσες γιατρικό για να σε αγαπάει, αλλά το έκανες πολύ δυνατό και τον σκότωσε!»