Δύναμη Πέρα από το Φυσιολογικό—Πώς την Βρήκαν
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ στην οικογένεια είναι μια επώδυνη εμπειρία. Όταν πρόκειται για τον θάνατο ενός παιδιού, τότε είναι ακόμη πιο επώδυνη. Αλλά τι θα πούμε αν αφού χάσεις άκαιρα το παιδί σου κατηγορηθείς για εγκληματική αμέλεια; Τι θα πείτε για την περίπτωση που οι άνθρωποι θα σας αποκαλούσαν δολοφόνο, ο εργοδότης σας αποφάσιζε να σας απολύσει, οι γείτονες σας στρέφονταν εναντίον σας; Πώς θα αισθανόσασταν; Τι θα κάνατε; Ασφαλώς, θα ήταν ένας καιρός τέτοιος όπου θα σας χρειαζόταν δύναμη πέρα από το φυσιολογικό.
Μια Ξαφνική Κρίση
Αυτή ήταν η πείρα του Ντέννις και της Μπερναντέτ Συρέν σε μια μικρή πόλη με ορυχεία στο βόρειο Οντάριο του Καναδά. Άρχισε όταν η 12χρονη κόρη τους, η Σάρα, ξαφνικά αρρώστησε με μια σπάνια αρρώστια του αίματος. Στο τοπικό νοσοκομείο ο γιατρός συνέστησε μεταγγίσεις αίματος. Εξαιτίας του σεβασμού τους στο νόμο του Θεού σχετικά με τη ζωή και το αίμα, και εξαιτίας της ιατρικής πληροφόρησης που είχαν αποκτήσει στα προηγούμενα χρόνια, αποφάσισαν να μη μεταχειριστούν τη θεραπεία αυτή.—Γένεσις 9:4· Πράξεις 15:28, 29.
Ελπίζοντας ότι θα έβρισκαν κάποια εναλλακτική λύση, έσπευσαν να φέρουν τη Σάρα 400 χιλιόμετρα (250 μίλια) μακρύτερα στο Θάντερ Μπέυ, όπου οι γιατροί τους έδωσαν την ίδια ακριβώς απάντηση. Συνεχίζοντας την έρευνά τους, πήραν τη Σάρα από το νοσοκομείο. Οκτώ ώρες αργότερα ο αγώνας της Σάρας για ζωή έφτασε στο τέρμα του. Για τους γονείς της αυτό ήταν μόνο η αρχή.
Ανερχόμενες Πιέσεις
Αμέσως κατηγορήθηκαν για αμελή συμπεριφορά επειδή πήραν την κόρη τους από το νοσοκομείο και για εγκληματική αμέλεια σε σχέση με το θάνατο της. Έπρεπε να επιστρέψουν στο σπίτι τους και να περιμένουν μέχρι να έρθει ο καιρός της δίκης.
Όταν γύρισαν σπίτι τους, τα νέα για το θάνατο της Σάρας και για τις κατηγορίες ξαπλώθηκαν γρήγορα στη μικρή κοινότητα. Οι φωτογραφίες και οι ειδήσεις που εμφανίστηκαν στις εφημερίδες και τα ‘τρομερά πράγματα’ που έκαναν έγιναν αντικείμενο συζητήσεως στην κωμόπολη. Η ζωή έγινε πολύ δύσκολη για τους Συρέν.
Μέσα σε δυο εβδομάδες μερικές από τις γυναίκες της κωμοπόλεως έκαναν ένα διάβημα, απαιτώντας από τον εργοδότη της Μπερναντέτ να την απολύσει, Ή αλλιώς θα μποϋκοτάριζαν το μαγαζί του. Έτσι έχασε την εργασία της. Όπου κι αν πήγαιναν συναντούσαν ανθρώπους που μιλούσαν άσχημα γι’ αυτούς, τους ονόμαζαν δολοφόνους, τους έλεγαν ότι δεν ήταν ευπρόσδεκτοι και ότι έπρεπε να φύγουν από την πόλη.
Εσείς πώς θα αισθανόσασταν στη θέση τους; Όταν όλοι φαίνεται να είναι εναντίον σας, πού μπορείτε να στραφείτε για βοήθεια; «Δεν ήταν πάντα εύκολο να περπατάω στο δρόμο με το κεφάλι ψηλά», είπε η Μπερναντέτ. «Αλλά περπατούσαμε με το κεφάλι ψηλά, γιατί γνωρίζαμε ότι αυτό που είχαμε κάνει ήταν σωστό και ότι είχαμε τον Ιεχωβά Θεό με το μέρος μας». Γιατί το είπε αυτό; Τι την έκανε να αισθάνεται έτσι;
Πηγές για Δύναμη
Από την αρχή κιόλας, τα πράγματα που είχαν μάθει από τη Βίβλο έρχονταν συνεχώς στη διάνοια τους και τους βοήθησαν να πάρουν την απόφαση τους. Ο Ντέννις αργότερα θυμήθηκε ότι, όταν ήταν στο νοσοκομείο, ήρθε στη διάνοια του το εδάφιο Ιακώβου 2:24. Αυτό λέει: «Βλέπετε λοιπόν ότι εξ έργων δικαιούται ο άνθρωπος και ουχί εκ πίστεως μόνον.» Αυτό τον βοήθησε να συνειδητοποιήσει ότι παρά το γεγονός ότι γνώριζε τι λέει η Βίβλος σχετικά με το θέμα αυτό, εκείνο που μετράει δεν είναι η γνώση αλλά η εκτέλεση αυτών που γνωρίζεις. Έτσι δεν του έμενε καμιά αμφιβολία στη διάνοια του ως προς αυτό που έπρεπε να κάνει.
Προφανώς η σύζυγος του, η Μπερναντέτ είχε την ίδια άποψη, γιατί όταν της είπε την απόφαση του, αποκρίθηκε χωρίς δισταγμό: «Προχώρα μπροστά, είμαι μαζί σου». Αυτό, ασφαλώς, ήταν πάρα πολύ ενθαρρυντικό και υποβοηθητικό γι’ αυτόν.
Στο μεταξύ, η αγάπη, οι προσευχές και η υποστήριξη των Χριστιανών στο Θάντερ Μπέυ τους έκαναν να αισθάνονται ότι «ποτέ δεν ήμασταν μόνοι» παρά το γεγονός ότι βρίσκονταν μακριά από το σπίτι τους. «Οι αδελφοί ήταν τόσο στοργικοί απέναντι μας», είπε ο Ντέννις. «Προσφέρθηκαν να μας βοηθήσουν οικονομικά και πνευματικά, και αισθανόμασταν την επίδραση των προσευχών τους πάνω μας.»
Ανάμεσα σ’ εκείνους που βοήθησαν ήταν κι ο Πήτερ Κραμπ, ένας πρεσβύτερος της τοπικής εκκλησίας των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Ήταν στο νοσοκομείο όταν έφτασαν εκεί οι Συρέν και έμεινε μαζί τους σε όλη τη δοκιμασία τους. Παρά το γεγονός ότι ήξερε αρκετά καλά ότι αυτό σήμαινε ότι μπορεί να τον κατηγορούσαν κι αυτόν, έμεινε μαζί τους. Όπως αποδείχτηκε, κατηγορήθηκε κι αυτός επίσης για έγκλημα.
Ενώ περίμεναν τη διεξαγωγή της δίκης, ο Πήτερ και οι Συρέν βρίσκονταν κάτω από πίεση και ανησυχία. Αν και γνώριζαν ότι ο Ιησούς είχε υποσχεθεί στους μαθητές του ότι στο δικαστήριο θα τους δινόταν αυτό το οποίο έπρεπε να πουν, και έτσι δεν έπρεπε ν’ ανησυχούν, οι Συρέν συνειδητοποίησαν ότι αυτό δεν σήμαινε ότι δεν έπρεπε να κάνουν τίποτα αλλά απλώς να περιμένουν. (Μάρκος 13:11) Απεναντίας, για περισσότερο από ένα χρόνο μελετούσαν και ξαναμελετούσαν όλα τα σχετικά με την απόφασή τους. Η ανακούφιση από τις Γραφές, ιδιαίτερα από εδάφια όπως το Εβραίους 13:6 και ο Ψαλμός 84:11, ήταν ενισχυτικά για την πίστη τους στη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου.
Ανταμειφτικές Πείρες
Αν και πολλοί από τους ανθρώπους της κοινότητας αντέδρασαν αρνητικά, μερικές από τις φαινομενικά κακές πείρες αποδείχτηκε ότι ήταν ενθαρρυντικές και ανταμειφτικές. Η Μπερναντέτ θυμάται μια γυναίκα που εργαζόταν σ’ ένα τοπικό ρεστοράν. «Την ώρα που εργαζόταν μιλούσε δυνατά στο κατάστημα, αποκαλώντας με δολοφόνο, λέγοντας ότι δεν ήμουν καλή κι ότι κανένας δεν με συμπαθούσε», θυμάται η Μπερναντέτ. «Δεν άφησε τίποτα που να μην πει». Τον καιρό εκείνο περίπου συνελήφθη ο 18χρονος γιος της γυναίκας, πέρασε από δίκη και φυλακίστηκε επειδή ανατίναξε ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας.
Μια μέρα η Μπερναντέτ και η σύζυγος ενός περιοδεύοντος επισκόπου, η Έλεν, ήρθαν στο σπίτι της γυναίκας στη διακονία από πόρτα σε πόρτα. «Αν μπορέσω ν’ αντιμετωπίσω αυτή τη γυναίκα,» σκέφτηκε η Μπερναντέτ, «όλα θα είναι μια χαρά». Κι έτσι χτύπησαν την πόρτα.
«Όχι, δεν ενδιαφέρομαι», απάντησε η γυναίκα με καταδεχτικό τόνο στη φωνή της, καθώς είδε ποιοι ήταν οι επισκέπτες της. Ήταν έτοιμη να κλείσει την πόρτα.
Αποφασισμένη να μην αφήσει το ζήτημα να τελειώσει εδώ, όμως, η Μπερναντέτ απάντησε ευγενικά, «Κυρία Μ—, αληθινά σας σκεφτόμουν και λυπάμαι για τις δυσκολίες τις οποίες περάσατε.»
«Ναι;» αποκρίθηκε η γυναίκα, με έκπληξη. «Ω, περάστε μέσα παρακαλώ.»
Στα επόμενα 20 λεπτά άνοιξε την καρδιά της και μιλούσε συνέχεια για το γιο της. Αντιλαμβανόμενη την κατάσταση, η Έλεν τη διέκοψε και είπε ήρεμα, «Κυρία Μ—, εσείς έχετε το γιο σας, αλλά αυτή δεν έχει την κόρη της.»
Μ’ αυτό, η συνομιλία στράφηκε σε μια συζήτηση γύρω από το τι λέει η Βίβλος για το θάνατο και για την ανάσταση, και πώς αυτό βοήθησε την Μπερναντέτ να υπομείνει όλες τις πιέσεις και τις δυσκολίες. Αυτό, μαζί με την ανιδιοτελή αγάπη που επέδειξε στη γυναίκα, παρόλα όσα της είχε κάνει, μαλάκωσαν εντελώς τη στάση της.
Αργότερα, στον καιρό της δίκης των Συρέν, η γυναίκα ήρθε στην αίθουσα του δικαστηρίου. Ήταν η ίδια αίθουσα όπου είχε καταδικαστεί ο γιος της. Στη δίκη του γιου της ήταν μόνο αυτή και ο σύζυγος της παρόντες. Αλλά τώρα η αίθουσα ήταν γεμάτη με παραπάνω από 260 άτομα, που όλοι τους ενδιαφέρονταν πάρα πολύ για τους Συρέν. Αυτή ήταν μια αληθινή μαρτυρία γι’ αυτήν. Πράγματι, συγκινήθηκε τόσο πολύ που αγκάλιασε την Μπερναντέτ.
Ο Ντέννις θυμήθηκε με ποιο τρόπο ο Ιεχωβά του παρείχε ενθάρρυνση με απρόσμενους τρόπους. Στους μήνες πριν από τη δίκη, συχνά σκεφτόταν τι θα συνέβαινε με τη δουλειά του και με το σπίτι του, που είχε αγοράσει από την μεταλλευτική εταιρία, αν πήγαινε φυλακή. Όταν ανέφερε το θέμα αυτό στο διευθυντή του, ο διευθυντής απλά είπε: «Μη στενοχωριέσαι, Ντέννις. Ούτε ν’ αναφέρεις κάτι τέτοιο. Άνθρωποι σαν κι εσένα δεν πηγαίνουν στη φυλακή.»
Ένας από τους νεαρούς συνεργάτες παρατήρησε ότι θα έπρεπε να ήταν φοβερή δοκιμασία που οι άνθρωποι έδειχναν τόση έχθρα. «Μερικοί ακόμη είπαν ότι θα σε σκότωναν αν είχαν την ευκαιρία», πρόσθεσε. Αφού του εξήγησε σύντομα, ο Ντέννις του πρότεινε όταν θα γυρνούσε σπίτι του να διάβαζε το Ησαΐας 50:7 και 9. Σαν αποτέλεσμα ο νεαρός αυτός και η οικογένεια του δέχτηκαν μια τακτική Γραφική μελέτη κι άρχισαν να παρακολουθούν τις Χριστιανικές συναθροίσεις στην τοπική Αίθουσα Βασιλείας.
Αν και ο Πήτερ Κραμπ ήταν Μάρτυρας επί 25 χρόνια, θεώρησε ότι η πείρα αυτή τον δίδαξε τι σημαίνει να εμπιστεύεται κανείς στον Ιεχωβά. Η δοκιμασία αυτή έδωσε αληθινό νόημα στα λόγια του ψαλμωδού: «Εν τη θλίψει μου έκραξα προς τον Κύριον, και εισήκουσέ μου. Κύριε, λύτρωσον την ψυχήν μου από χειλέων ψευδών, από γλώσσης δόλιας.»—Ψαλμός 120:1, 2.
Η Απόφαση
Τρεις μήνες μετά από τη δίκη, βγήκε η απόφαση από το περιφερειακό δικαστήριο του Θάντερ Μπέυ. Και οι τρεις κατηγορούμενοι απαλλάχτηκαν από τις κατηγορίες του εγκλήματος. Αν και ο δικαστής δεν συμφωνούσε με την άποψη τους που βασίζεται στη Βίβλο σχετικά με το αίμα, αναγνώρισε ότι η απόφαση τους «δεν ήταν ιδιότροπη ή δογματική αλλά βασιζόταν σε ειλικρινή πίστη».
Επίσης ο δικαστής βρήκε ότι ήταν αδικαιολόγητη η περιφρονητική στάση μερικών από τους κατοίκους της πόλεως. Στην απόφαση του ανέφερε: «Η Μπερναντέτ Συρέν . . . μου φάνηκε ότι είναι μια αληθινή, στοργική και σπλαχνική μητέρα που διάγει μία ισορροπημένη και πολιτισμένη οικογενειακή ζωή. Πράγματι η άποψη που έχει το σπιτικό των Συρέν για την οικογενειακή ζωή είναι τέτοια που κάθε Χριστιανική οικογένεια θα πρέπει να τη μιμηθεί.»
Στους Συρέν και στον Πήτερ η πείρα δυνάμωσε την πεποίθηση τους ότι «ο Κύριος δεν θέλει στερήσει ουδενός αγαθού τους περιπατούντας εν ακακία». (Ψαλμός 84:11) Γνώρισαν από πρώτο χέρι την αγάπη, τη δύναμη και τη σοφία του Θεού στην πράξη μέσα από την ελπίδα και την παρηγοριά του Λόγου του, της Βίβλου και την ακούραστη υποστήριξη των συγχριστιανών τους. Αυτό, περισσότερο από καθετί άλλο, ήταν η πηγή για τη δύναμη αυτή που ήταν πέρα από το φυσιολογικό.—2 Κορινθίους 4:7.