Ανύπαντρη και Ευτυχισμένη σαν Σκαπάνισσα
Αφήγηση από την Μάργκαρετ Στέφενσον
ΜΟΜΠΑΣΑ, στην Ανατολική Αφρική, 1958. Η τροπική ζέστη είναι κουραστική, και καλύπτει το καθετί με μια λαμπυρίζουσα καταχνιά. Οι μύγες βουίζουν εκνευριστικά γύρω μου. Κάτω από την τσίγκινη οροφή του τελωνείου που απλώνεται στο λιμάνι, η θερμοκρασία πλησίαζε τους 40 βαθμούς Κελσίου (104 βαθμούς Φαρενάιτ). Καθώς περίμενα υπομονετικά, ο ιδρώτας κυλούσε στα μάγουλά μου. Η υγρασία κρεμόταν από πάνω μας σαν μια κουβέρτα γεμάτη ατμούς, και ο αέρας—υγρός και αποπνιχτικός—ήταν πολύ πνιγηρός για να τον αναπνέεις. Έτσι θα ήταν η Κένυα;
Άρχισα να αναρωτιέμαι αν αυτός ο τόπος ήταν καλός για μια ανύπαντρη γυναίκα. Είχα δει φωτογραφίες με απέραντες λοφώδεις πεδιάδες γεμάτες από θηράματα, πλούσια δάση, ακόμη και χιονοσκέπαστα βουνά, αλλά τώρα . . . «Ω, τι έκανα;» ρωτούσα τον εαυτό μου. «Μήπως δεν έπρεπε να ενεργήσω έτσι;»
Τα πράγματα ήταν τόσο πολύ διαφορετικά από την Οττάβα του Καναδά όπου ζούσα. Το θαλάσσιο ταξίδι κράτησε πέντε εβδομάδες. Η απόσταση για να φτάσω εκεί ήταν δέκα χιλιάδες μίλια! Θα υπήρχε εκεί κανείς για να με συναντήσει; Δεν ήξερα ακόμη κι αν υπήρχαν Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Μομπάσα· γι’ αυτό μπορείτε να φανταστείτε την έκπληξή μου και την ανακούφιση όταν είδα μια ομάδα από γελαστά πρόσωπα. Ήταν τόσο ενθαρρυντικό! Και τι θερμή υποδοχή!
Η πρώτη συνάντηση που έγινε εκείνο το ίδιο βράδι βοήθησε πάρα πολύ στο να μου καθησυχάσει τους φόβους μου γι’ αυτή τη χώρα που ήταν τόσο καινούργια και παράξενη σε μένα. Δυο μόνο οικογένειες—πόση εκτίμηση έδειξαν και πόσο ενθαρρύνθηκαν ακούγοντας πείρες και έχοντας κάποια συντροφιά μαζί μου. Σκέφτηκα πως υπάρχει μεγάλο έργο να γίνει εδώ. Πώς θα μπορούσα να αφήσω αυτούς τους λίγους γενναίους ανθρώπους να το κάνουν αυτό μόνοι τους; Αυτή η πρώτη βραδιά με βοήθησε πάρα πολύ να πάρω την απόφαση να μείνω και να βοηθήσω όσο καιρό θα μπορούσα.
Απαντώντας στην Πρόσκληση
«Διάβα εις Μακεδονίαν!» ήταν η πρόσκληση που έδωσε ο ομιλητής σχεδόν 18 μήνες νωρίτερα, το 1957 στη συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Σηάτλ της Ουάσινγκτον των ΗΠΑ. Ζητήθηκε από όλους μας να εξετάσουμε σοβαρά τις προσωπικές μας περιστάσεις για να δούμε αν μας το επέτρεπαν ώστε να απαντήσουμε στην πρόσκληση για περισσότερους εργάτες στον αγρό, βοηθώντας σαν κήρυκες των καλών νέων της Βασιλείας ακόμη και σε ξένες χώρες. Σκέφτηκα: ‘Υπάρχει κάτι που στην πραγματικότητα με εμποδίζει να το κάνω αυτό; Υπάρχει κανένας λόγος που δεν μπορώ να διαθέσω τον εαυτό μου; Είμαι ανύπαντρη και δεν έχω κανέναν για να τον συντηρώ. Πάντα ήμουν άτομο που μου άρεσε να κάνω πράγματα με όλη την καρδιά μου, και να μια άμεση αίτηση από τον Ιεχωβά στην οποία πρέπει να ανταποκριθώ’. Αμέσως, άρχισα να γράφω όλα τα μέρη που υπέδειξε ο ομιλητής σαν σύγχρονες «Μακεδονίες», σε ανάμνηση του μέρους που είχε μεγάλη ανάγκη στο οποίο προσκάλεσε το άγιο πνεύμα τον απόστολο Παύλο τον πρώτο αιώνα.—Πράξεις 16:9, 10.
Ίσως αναρωτιέστε τι ήταν εκείνο που έκανε μια κάπως λεπτεπίλεπτη γυναίκα πάνω από 50 χρόνων να πάρει θάρρος και να κάνει το βήμα αυτό πηγαίνοντας σε ένα μακρινό μέρος της γης. Οι περιπέτειες; Όχι, καθόλου· δεν μου αρέσουν οι περιπέτειες. Ίσως αυτό να έγινε εξαιτίας της επιρροής της ηλικιωμένης Αδελφής Μπαρτλετ, η οποία πολύ υπομονετικά και στοργικά μου δίδαξε την αλήθεια μέχρι που βαφτίστηκα το 1954. Με ενθάρρυνε πάντα για την ολοχρόνια υπηρεσία, τονίζοντας τις χαρές και τις ευλογίες της. Αλλά τι αλλαγές θα σήμαινε αυτό για μένα! Ο πατέρας μου είχε ήδη δείξει βαθύ σεβασμό για τη Βίβλο και τη Σκοπιά, αλλά ποτέ δεν είχε φτάσει στο σημείο να πάρει μια σαφή στάση υπέρ των αληθειών της Βίβλου. Και εγώ δίσταζα για λίγο. Για δυόμισι χρόνια η αδελφή Μπάρλετ προσπαθούσε να με ενθαρρύνει να πάρω μέρος στο έργο κηρύγματος από σπίτι σε σπίτι. Κατανοούσα γιατί το έργο αυτό ήταν απαραίτητο, αλλά φοβόμουν. Τελικά, αφού τελειώσαμε τη μελέτη τεσσάρων μεγάλων βιβλίων και εξακολουθούσα να προβάλλω ασταθείς δικαιολογίες, εκείνη με παρότρυνε στο έργο δρόμου με τα περιοδικά. «Αν σου έχει μείνει κάποια περηφάνια», είπε, «θα σου φύγει». Πόσο θαυμάσια ο Ιεχωβά παρέχει σ’ όλους μας τη δύναμη που χρειαζόμαστε για να φέρουμε σε πέρας το θέλημά του!—Φιλιππησίους 4:13.
Καθώς αναπολώ τώρα το παρελθόν, είμαι πολύ ευγνώμων που το σκαπανικό έργο και οι αμοιβές του τοποθετούνταν πάντοτε μπροστά μου σαν στόχος. Έχοντας δοκιμάσει και έχοντας δει ότι η διακονία ήταν πραγματικά ένα ικανοποιητικό έργο, το 1956 αποφάσισα να το κάνω ολοχρόνια σαν σκαπάνισσα. Μολονότι θα έπαιρνα σύνταξη τον επόμενο χρόνο, αποφάσισα: ‘Γιατί να μην το κάνω αυτό τώρα, αμέσως;’ Αυτό και έκανα—και μου άρεσε πολύ. «Να κάνω αίτηση στην ιεραποστολική σχολή Γαλαάδ;» ρώτησα ένα ώριμο ζευγάρι. «Όχι», ήταν η απάντησή τους, «είσαι πολύ μεγάλη!» «Καλά, τότε, να κάνω αίτηση για να εργαστώ στα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας;» Και πάλι η απάντηση ήταν, «Είσαι πολύ μεγάλη Μάργκαρετ!» ‘Καλά’, σκέφτηκα, ‘θα υπηρετήσω εκεί που η ανάγκη είναι μεγαλύτερη’. Συνετά με ενθάρρυναν να μετακινηθώ μέσα στον Καναδά πρώτα για να δω πώς θα μπορούσα να προσαρμοστώ και να τα καταφέρω με τις αλλαγές που έπρεπε να κάνω προτού αποπειραθώ να πάω σε άλλη χώρα.
Όταν έλαβα ένα διορισμό, μάζεψα τα πράγματά μου και ταξίδεψα 4.000 χιλιόμετρα (2.500 μίλια) από το Βανκούβερ στην απέναντι πλευρά του Καναδά στην Οττάβα. Εκεί συνάντησα τους Ώμπρεϋ και Γιούνις Κλαρκ, που μόλις είχαν πάρει διορισμό από τη Σχολή Γαλαάδ και πήγαιναν στην Κένυα. Ήταν θετικοί και με καλοσύνη προσφέρθηκαν να γράψουν και να δώσουν όλες τις πληροφορίες που πίστευαν ότι θα με βοηθούσαν. Μετά από πολλά γράμματα γεμάτα πρακτικές συμβουλές, ενθάρρυνση, υποδείξεις, και προειδοποιήσεις, και πολλά άλλα πράγματα που θα με βοηθούσαν να αποφασίσω αν θα μπορούσα να το κάνω αυτό, ξεκίνησα.
Ήμουν τρομαγμένη; Ω, όχι! . . . όχι μέχρι τη στιγμή που έφτασα στη Μομπάσα. Αλλά η θέρμη που έδειξαν οι ντόπιοι αδελφοί, και οι προσπάθειες που κατέβαλαν όλοι τους για να με κάνουν να αισθάνομαι ευπρόσδεκτη και επιθυμητή, σύντομα με βοήθησαν να προσαρμοστώ. Μετά από δυο μόνο μέρες στην παραλία, ταξίδεψα για την πρωτεύουσα, το Ναϊρόμπι, 480 χιλιόμετρα (300 μίλια) εσωτερικά.
Ένας Διευρυμένος Τομέας
Στην αρχή, το έργο μας μαρτυρίας ήταν κυρίως ανεπίσημο και μόνο ανάμεσα στους Ευρωπαίους, επειδή το έργο μας δεν είχε ακόμη νόμιμα αναγνωριστεί στην Κένυα. Κάτω απ’ αυτές τις περιστάσεις, η πρόκληση ήταν πραγματικά μεγάλη. Έπρεπε να πούμε σε πάρα πολλούς ανθρώπους τα καλά νέα και είμαστε λίγοι για να το κάνουμε αυτό! Ωστόσο, τέθηκε ένα θεμέλιο για μεγαλύτερη επέκταση. Τι ευτυχισμένη μέρα ήταν όταν το 1962 παραχωρήθηκε πλήρης αναγνώριση και αποδοχή σαν Βιβλικό σωματείο! Μ’ αυτή την καινούργια ελευθερία, μπορούσαμε να πηγαίνουμε από σπίτι σε σπίτι και να δίνουμε μαρτυρία στον ντόπιο Αφρικάνικο λαό.
Έτσι αρχίσαμε, εξοπλισμένοι με πολύ ενθουσιασμό και μάλλον λίγες, αποστηθισμένες ομιλίες στη διάλεκτο Σουαχίλι. Η αντίδραση ήταν πραγματικά συγκινητική. Πολλές νέες Γραφικές μελέτες άρχισαν και οι άνθρωποι ήθελαν με πολύ ευχαρίστηση να μαθαίνουν! Αλλά οι συνθήκες ήταν πάρα πολύ διαφορετικές από αυτές που ήξερα, και θυμάμαι ότι σκεφτόμουν, ‘Ω, πόσο χρειάζονται οι άνθρωποι το ζωοσωτήριο άγγελμα της αλήθειας!’
Η φιλοξενία των ανθρώπων ιδιαίτερα ήταν μια ελκυστική ιδιότητα. Πόσα φλιτζάνια τσάι ήπιαμε δεν μπορώ να θυμηθώ. Και τώρα και τότε ανάμεσα σ’ όλα αυτά άναβε μια σπίθα ενδιαφέροντος, και η εκτίμηση που έδειχναν οι ενδιαφερόμενοι για την αλήθεια ήταν μεγάλο κίνητρο για όλους μας να παραμείνουμε στο έργο μας.
Μοναξιά;
Μήπως ένιωθα μόνη σαν ανύπαντρη που ήμουν και τόσο μακριά από το σπίτι μου; Στην πραγματικότητα όχι. Υπήρχαν πάρα πολλοί φίλοι και πολύ έργο! Κάναμε διάφορα πράγματα μαζί, επισκεπτόμαστε ο ένας τον άλλον, και ήμαστε συνεχώς απασχολημένοι. Υπήρξαν ευκαιρίες να παντρευτώ στη ζωή μου, αλλά ποτέ δεν το αποφάσισα. Αντίθετα, μπορούσα να χρησιμοποιώ την πρόσθετη ελευθερία μου και ευκινησία που παρέχει η αγαμία για να ασχολούμαι συνεχώς στη διακονία, και αυτό μου έφερε μεγάλη ευτυχία. Πρέπει να ομολογήσω ότι όταν έκανα επανεπισκέψεις σε ενδιαφερόμενες οικογένειες, συνήθιζα να σκέφτομαι, ‘Αν είχα σύζυγο θα ήταν τώρα χρήσιμος!’ Επειδή όμως ορισμένες οικογένειες με καλοσύνη με περιλάμβαναν κι εμένα σε διάφορα πράγματα που έκαναν, σπάνια ήμουν μόνη μου. Εδώ στην Κένυα έχω μια πνευματική οικογένεια που αποτελείται από 15 διαφορετικά περίπου άτομα που είχα το προνόμιο να βοηθήσω μέχρι την αφιέρωση και το βάφτισμα. Ακόμη και τώρα, καθώς κοιτάζω την εκκλησία, βλέπω μια γυναίκα από αυτά τα άτομα και τα πέντε παιδιά της που κηρύττουν τα καλά νέα επίσης. Ασφαλώς, αυτό κάνει αξιόλογη κάθε θυσία και προσπάθεια. Αυτοί οι καινούργιοι, μαζί με τους αγαπητούς πνευματικούς αδελφούς και αδελφές μου, έχουν γεμίσει τόσο τη ζωή μου που υπάρχει πάντα κάτι να κάνω και δεν έχω πολύ καιρό για μοναξιά.
Το Έργο σε Απαγόρευση! Να Μείνω ή να Φύγω;
Τι συγκλονιστικό ήταν όταν ξαφνικά, ένα πρωί ξυπνήσαμε και το έργο μας είχε απαγορευτεί. Όχι κήρυγμα, όχι μεγάλες συγκεντρώσεις, οι ιεραπόστολοι σύντομα θα διώχνονταν, και τα έντυπα απαγορεύτηκαν. Το μέλλον φαινόταν αρκετά αβέβαιο. Τι έπρεπε να κάνω; Πήγα να δω έναν αδελφό στο γραφείο του τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά. Αυτός ο ίδιος ετοιμαζόταν να φύγει. «Πρέπει να φύγω ή να μείνω;» ρώτησα. Αυτός απάντησε: «Αν μπορείς να μείνεις, θα ήταν καλύτερα να μείνεις. Ίσως θα μπορούσες να βοηθήσεις ακόμη». Σκέφτηκα, ‘Εγώ ήρθα εδώ για να βοηθήσω τους ανθρώπους και να κηρύξω τα καλά νέα όσο καλύτερα μπορούσα, και για μένα αυτό είναι ακόμη δυνατό’. Έτσι έμεινα. Αλλά τι απώλεια ένιωσα όταν αποχαιρετούσα τους ιεραποστόλους στο αεροδρόμιο! Πόσοι καλοί φίλοι και σύντροφοι έφυγαν, και όλοι μονομιάς! Μου έλειψαν πολύ και συνεχίζουν να μου λείπουν.
Όταν σκέφτομαι το παρελθόν, πόσο ευγνώμων είμαι που πήρα την πρωτοβουλία να κάνω φίλους και να δημιουργήσω σχέσεις με τους ντόπιους αδελφούς και τους άλλους που παρέμειναν! Αν δεν το είχα κάνει αυτό, θα ήμουν τελείως μόνη μου. Μαζί, αντιμετωπίσαμε με επιτυχία τη θύελλα. Και πόσο συγκινημένοι και ανακουφισμένοι ήμαστε όταν, μετά από λίγους μόνο μήνες τα πράγματα διευθετήθηκαν, η απαγόρευση άρθηκε, και το έργο μας αναγνωρίστηκε και πάλι νόμιμα!
Σιγά-σιγά έφτασε και περισσότερη βοήθεια. Τι ώθηση έδωσε αυτό σε όλους μας και στο έργο! Τι χαρά ήταν να βλέπουμε πώς προόδευε το έργο! Όταν για πρώτη φορά έφτασα στην Κένυα, υπήρχαν μόνο 30 περίπου αδελφοί και ενδιαφερόμενοι που αγωνίζονταν να φέρουν το φως της αλήθειας στους ανθρώπους. Τώρα είμαστε κάπου 3.000 ευαγγελιζόμενοι τη Βασιλεία και υπάρχουν παραπάνω από 4.000 Γραφικές μελέτες στη χώρα. Συνήθως τους γνώριζα όλους στις μικρές μας συνελεύσεις. Αλλά αυτό είναι αδύνατο τώρα καθώς βλέπω τις μεγάλες, πολύχρωμες και συνωστισμένες εξέδρες. Θυμάμαι επίσης το πρώτο μικρό γραφείο τμήματος. Τώρα, αντί για ένα μικρό γραφείο δύο δωματίων έχουμε ένα θαυμάσιο νέο γραφείο τμήματος και τυπογραφικές εγκαταστάσεις.
Η Ενισχυτική Δύναμη του Ιεχωβά Είναι Πάντοτε Έκδηλη
Πριν από λίγο καιρό τα μάτια μου άρχισαν να με ενοχλούν, και αυτό απαιτούσε μερικές μάλλον δαπανηρές εγχειρίσεις. Το γεγονός αυτό θα πρόσθετε αρκετή πίεση στους ήδη λιγοστούς μου πόρους. Και πάλι, χρειάστηκε να αποφασίσω αν θα γυρίσω πίσω στον Καναδά ή θα προσπαθήσω να μείνω στον σκαπανικό μου διορισμό. Το πρόβλημα αυτό το έκανα θέμα προσευχής. Έτσι μπορείτε να φανταστείτε τη συγκίνησή μου όταν άκουσα τα νέα ότι η Καναδέζικη κυβέρνηση μόλις είχε αλλάξει τους νόμους και επέτρεπε να δίνονται οι συντάξεις και σε πολίτες ακόμη που δεν κατοικούσαν στον Καναδά. Ο Ιεχωβά μού είχε δείξει την έκβαση, και ήμουν συγκινημένη γιατί είχα κάνει την Κένυα πατρίδα μου και πραγματικά ήθελα να μείνω.
Με το πέρασμα των χρόνων η σχέση μου με τον Ιεχωβά έγινε πιο βαθιά. Σαν ανύπαντρη σε μια Αφρικανική χώρα, τον έχω δει σαν προστάτη. Μας συντηρεί, επίσης, γιατί στα 77 μου χρόνια εξακολουθώ να είμαι σκαπάνισσα και το κάνω αυτό για 27 χρόνια. Έχω μάθει επίσης να προσκολλούμαι σ’ αυτό που είναι σωστό όταν δημιουργούνται προβλήματα. Τελικά, τα πράγματα πάντοτε αλλάζουν· δεν παραμένουν πάντα τα ίδια. Και τότε πόσο χαρούμενοι είστε που παραμείνατε πιστοί! Όσο για μένα, όσον καιρό θα μπορώ, ελπίζω να συνεχίσω να υπηρετώ τον Ιεχωβά σαν μια ευτυχισμένη σκαπάνισσα.
«Μακάριος εκείνος, του οποίου βοηθός είναι ο Θεός του Ιακώβ·
Του οποίου η ελπίς είναι επί Κύριον [Ιεχωβά, ΜΝΚ] τον Θεόν αυτού·
Τον ποιήσαντα τον ουρανόν και την γην,
Την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς·
Τον φυλάττοντα αλήθειαν εις τον αιώνα».
[Εικόνα στη σελίδα 26]
‘Η αντίδραση στις ομιλίες μας στη διάλεκτο Σουαχίλι μας συγκινούσε’