Αν Κάνουμε το Θέλημα του Θεού Αυτός Δεν θα μας Εγκαταλείψει Ποτέ
Όπως το αφηγήθηκε η Γκρέτε Σμιτ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ στη Βουδαπέστη της Ουγγαρίας το 1915. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος ήταν σε εξέλιξη, και ο πατέρας μου, που ανήκε στον αυστροουγγρικό στρατό, βρισκόταν στην πρώτη γραμμή. Όταν αυτός πέθανε μετά από ένα χρόνο, η μητέρα μου με πήρε και γυρίσαμε στη Γιουγκοσλαβία, όπου ζούσαν οι συγγενείς της.
Αφού η μητέρα μου δεν ξαναπαντρεύτηκε, έπρεπε να βρει εργασία, κι έτσι ανέθεσε την ανατροφή μου στην αδελφή της. Η θεία μου είχε ένα αγρόκτημα περίπου 5 χιλιόμετρα έξω από την πόλη Μάριμπορ, στη βόρεια Γιουγκοσλαβία. Εκεί πέρασα πολλά ευτυχισμένα χρόνια, ενώ πάντοτε περίμενα με λαχτάρα τις Κυριακές επειδή τότε ερχόταν η μητέρα μου από το Μάριμπορ για να με επισκεφτεί. Ταυτόχρονα, μεγάλωνε μέσα μου η έντονη επιθυμία να έχω πατέρα.
Μια Σχέση με Έναν Πατέρα
Οι συγγενείς μου ήταν Καθολικοί, και αφού ο παράδεισος και η κόλαση παίζουν ένα σπουδαίο ρόλο στην Καθολική θρησκεία, υπήρχε μια σύγκρουση μέσα στο μυαλό μου. Δεν ένιωθα ότι ήμουν αρκετά καλή ώστε να πάω στον παράδεισο, αλλά ούτε πίστευα επίσης ότι ήμουν τόσο κακή ώστε να καταδικαστώ στην κόλαση. Μιλούσα σχετικά μ’ αυτό το πρόβλημα σε όλους, από τη γιαγιά μου ως τον ιερέα του χωριού.
Πιο πολύ απ’ όλους ενοχλούσα τη μητέρα μου. Έτσι μετά από μερικούς μήνες, μου έδωσε ένα βιβλιάριο στα σλοβενικά με τίτλο Πού Είναι οι Νεκροί;, το οποίο το είχε πάρει στην πόλη. Η μητέρα μου δεν το είχε διαβάσει η ίδια, αλλά σκέφτηκε ότι αυτό μπορεί να έδινε απαντήσεις στις ερωτήσεις μου.
Σ’ όλη μου τη ζωή ποτέ δεν έχω διαβάσει κάποια έκδοση τόσες φορές όσες διάβασα αυτό το βιβλιάριο! Αυτό όχι μόνο έδινε απαντήσεις στις ερωτήσεις μου σχετικά με τη ζωή και το θάνατο, αλλά έδειχνε επίσης πώς μπορούσα να καλλιεργήσω μια στενή σχέση με τον ουράνιο Πατέρα μου. Παρήγγειλα πέντε βιβλιάρια έχοντας την πρόθεση να τα μοιράσω μπροστά από την εκκλησία.
Στο χωριό μας οι γυναίκες παρακολουθούσαν τη λειτουργία στην εκκλησία την Κυριακή, ενώ οι άντρες έμεναν έξω συζητώντας για τα αγαπημένα θέματά τους, τα ζώα και τη γεωργία. Έτσι καθώς ο ιερέας κήρυττε στις γυναίκες μέσα στην εκκλησία, εγώ κήρυττα στους άντρες απέξω. Ήμουν μόλις 15 ετών, κι αυτοί προφανώς απόλαυσαν το νεανικό μου ενθουσιασμό, γιατί πλήρωσαν για τα βιβλιάρια που πήραν, κι εγώ χρησιμοποίησα τις συνεισφορές για να προμηθευτώ κι άλλα αντίτυπα απ’ αυτά.
Ο ιερέας σύντομα έμαθε για τη δραστηριότητά μου και ήρθε να μιλήσει στη θεία μου. Την επόμενη Κυριακή, προειδοποίησε από τον άμβωνα: «Βέβαια κανένας στο χωριό μας δεν θα είναι τόσο αφελής ώστε να πιστέψει τις ιστορίες μιας έφηβης». Σαν αποτέλεσμα, όλοι στο χωριό στράφηκαν εναντίον μου. Ακόμα και η θεία μου ντράπηκε και πληροφόρησε τη μητέρα μου ότι δεν μπορούσε πλέον να με κρατήσει.
Αισθάνθηκα στ’ αλήθεια εγκαταλειμμένη, αλλά με προσευχή στον Ιεχωβά, βρήκα παρηγοριά και πήρα δύναμη. Μετακόμισα στο μέρος όπου έμενε η μητέρα μου στο Μάριμπορ και ήμασταν πολύ ευτυχισμένες μαζί. Μολονότι αυτή δεν συμμεριζόταν τα πνευματικά μου ενδιαφέροντα, μου επέτρεπε να παρακολουθώ τις συναθροίσεις στη μικρή εκκλησία που υπήρχε εκεί. Στις 15 Αυγούστου 1931, συμβόλισα την αφιέρωσή μου στον Θεό με βάφτισμα στο νερό.
Προς μεγάλη μου θλίψη, η μητέρα μου αρρώστησε ξαφνικά και πέθανε μετά από λίγες εβδομάδες. Τα τελευταία λόγια που μου είπε μένουν χαραγμένα στη μνήμη μου: «Γκρέτελ, αγαπημένη μου, μείνε προσκολλημένη στην πίστη σου. Είμαι σίγουρη ότι αυτή είναι η αλήθεια». Μετά από το θάνατό της, και πάλι το αίσθημα της εγκατάλειψης μου προξενούσε πόνο, όμως η σχέση μου με τον ουράνιο Πατέρα μας με στήριξε.
Ένα ζευγάρι που δεν είχαν δικά τους παιδιά με πήραν στο σπίτι τους και δούλευα ως μαθητευόμενη στο ραφείο που διηύθυνε η σύζυγος. Τα κατάφερνα πολύ καλά από υλική άποψη, αλλά η επιθυμία της καρδιάς μου ήταν να υπηρετήσω τον Θεό ολοχρόνια. Στη μικρή μας εκκλησία στο Μάριμπορ, όλοι μας ήμασταν πεπεισμένοι ότι ο καιρός που απέμενε ως το τέλος αυτού του συστήματος πραγμάτων ήταν σύντομος. (1 Κορινθίους 7:29) Κρυφά ζητούσα από τον Ιεχωβά στις προσευχές μου να καθυστερήσει να επέμβει ώσπου να τελειώσω τη μαθητεία μου. Τελείωσα στις 15 Ιουνίου 1933, και ακριβώς την επόμενη μέρα, έφυγα από το σπίτι που έμενα για να αρχίσω σκαπανικό! Επειδή ήμουν πολύ νέα—μόλις 17 χρονών—ακόμα και μερικοί από τους αδελφούς προσπάθησαν να με αποτρέψουν, αλλά εγώ ήμουν αποφασισμένη.
Τα Πρώτα Χρόνια που Έκανα Σκαπανικό
Ο πρώτος μου διορισμός ήταν στο Ζάγκρεμπ, μια πόλη που είχε 200.000 κατοίκους περίπου, και ήταν κοντά στο Μάριμπορ. Η εκκλησία είχε μόνο έξι ευαγγελιζομένους. Έμαθα πολλά καθώς εργαζόμουν μαζί με τον αδελφό Τούτσεκ, τον πρώτο σκαπανέα στη Γιουγκοσλαβία. Αργότερα, έκανα σκαπανικό μόνη μου για ένα χρόνο περίπου. Ωστόσο σιγά-σιγά, ήρθαν περισσότεροι σκαπανείς από τη Γερμανία, αφού το έργο κηρύγματος εκεί είχε πρόσφατα απαγορευτεί από τη ναζιστική κυβέρνηση.
Πρόσφερα βοήθεια σε πολλά ζευγάρια σκαπανέων καθώς ήμουν η διερμηνέας τους. Το να εργάζομαι μ’ αυτούς τους ώριμους Χριστιανούς ήταν ιδιαίτερα πολύτιμη εμπειρία για μένα. Η γνώση μου και η κατανόησή μου αυξάνονταν, και η εκτίμησή μου για το προνόμιο που είχα να κηρύττω τα καλά νέα της Βασιλείας μεγάλωνε συνεχώς.
Με το πέρασμα του χρόνου γίναμε μια εντυπωσιακή ομάδα από 20 σκαπανείς που υπηρετούσαμε στις χώρες των Βαλκανίων. Η κοινή μας προσπάθεια να κάνουμε γνωστό το Λόγο του Θεού μας ένωνε, κάνοντας τον καθένα έτοιμο να βοηθήσει τον άλλο σε περίπτωση ανάγκης. Όλοι μας υποκινούμασταν από την προθυμία που βρίσκεται μόνο ανάμεσα στο λαό του Θεού. Αυτός ο ειδικός ‘δεσμός ενότητας’, η αγάπη, συνεχίζει να υπάρχει ανάμεσα στα μέλη της ομάδας που ζουν ακόμη.—Κολοσσαείς 3:14, ΜΝΚ.
Η ζωή ενός σκαπανέα είναι τόσο πλούσια σε εμπειρίες και έχει τόσο μεγάλη ποικιλία όση έχουν και τα σύννεφα στον ουρανό. Νιώθαμε ότι είχαμε αποκομίσει πολλά οφέλη από την πολύτιμη εμπειρία που είχαμε να γνωριστούμε με χώρες και ανθρώπους που δεν ξέραμε προηγουμένως, συμπεριλαμβανομένων και των συνηθειών τους και του τρόπου της ζωής τους. Επιπλέον, γνωρίσαμε έμπρακτα πώς ο Ιεχωβά φροντίζει για τους πιστούς του δούλους, όπως ακριβώς μας βεβαιώνει ο Παύλος στο εδάφιο Εφεσίους 3:20: «Τον δυνάμενον υπερεκπερισσού να κάμη υπέρ πάντα όσα ζητούμεν ή νοούμεν, κατά την δύναμιν την ενεργουμένην εν ημίν».
Η στοργική φροντίδα του Ιεχωβά έγινε φανερή όταν μας επισκέφτηκε ο αδελφός Χόνεγκερ από την Ελβετία και παρατήρησε ότι έπρεπε να ταξιδεύουμε 40 χιλιόμετρα για να φτάσουμε στα απομακρυσμένα χωριά γύρω από το Ζάγκρεμπ. Πρόσεξε ότι βγάζαμε τα παπούτσια μας και τα κρεμούσαμε στους ώμους μας μόλις βγαίναμε από την πόλη ώστε να μη χαλάνε οι σόλες. Έτσι μας αγόρασε 12 ποδήλατα, μολονότι, όπως μας είπε αργότερα, έδωσε όλα τα χρήματα που είχε! Ο Ιεχωβά σίγουρα υποκινεί τις καρδιές των ανθρώπων που είναι ευθείς. Τα ποδήλατα, σαν ένα δώρο από τον ουρανό, ήταν πιστοί μας σύντροφοι για τα επόμενα 25 χρόνια στην υπηρεσία σκαπανέα.
Κάποτε, ο Βίλι και η Ελίσαμπετ Βίλκε κι εγώ φτάσαμε σ’ ένα αρκετά μεγάλο κροατικό χωριό, όπου ο καθένας μας έκανε έργο μόνος του—από τα περίχωρα προς το κέντρο του χωριού. Προσφέραμε το βιβλιάριο Righteous Ruler (Δίκαιος Άρχοντας), το οποίο απεικόνιζε τον Ιησού Χριστό στο εξώφυλλο. Τον προηγούμενο ακριβώς χρόνο, το 1934, ο Γιουγκοσλάβος βασιλιάς Αλέξανδρος είχε δολοφονηθεί και ο γιος του ο Πέτρος επρόκειτο να τον διαδεχτεί στο θρόνο. Ωστόσο, οι χωριάτες προτιμούσαν να είναι αυτόνομοι παρά να τους κυβερνά ένας μονάρχης από τη Σερβία (νότια Γιουγκοσλαβία).
Αφού περάσαμε δύο περίπου ώρες στο κήρυγμα, άρχισε να ακούγεται δυνατή οχλοβοή από την πλατεία του χωριού. Ο αδελφός Βίλκε κι εγώ βρήκαμε εκεί την αδελφή Βίλκε περικυκλωμένη από μια ομάδα περίπου 20 αντρών και γυναικών, μερικοί από τους οποίους ήταν οπλισμένοι με δρεπάνια κι άλλοι ασχολούνταν με το κάψιμο των βιβλιαρίων μας. Η αδελφή Βίλκε δεν μπορούσε να μιλήσει τη γλώσσα αρκετά καλά ώστε να καθησυχάσει την καχυποψία των χωρικών.
«Κυρίες και κύριοι, τι είναι αυτό που κάνετε;» φώναξα δυνατά.
«Δεν θέλουμε το Βασιλιά Πέτρο!» απάντησαν αυτοί σχεδόν με μια φωνή.
«Ούτε κι εμείς τον θέλουμε», απάντησα.
Οι άνθρωποι κατάπληκτοι έδειξαν την εικόνα στο βιβλιάριο και ρώτησαν: «Τότε γιατί κάνετε προπαγάνδα γι’ αυτόν;» Είχαν κάνει λάθος παίρνοντας τον Ιησού Χριστό για τον Βασιλιά Πέτρο!
Η παρεξήγηση λύθηκε και δόθηκε πλήρης μαρτυρία για τον Βασιλιά Ιησού Χριστό. Μερικοί από εκείνους που είχαν κάψει τα βιβλιάριά τους τώρα ήθελαν καινούρια. Αφήσαμε το χωριό χαρούμενοι, νιώθοντας ότι το προστατευτικό χέρι του Ιεχωβά ήταν πάνω μας.
Αργότερα, επεκτείναμε το κήρυγμά μας στη Βοσνία, στο κεντρικό τμήμα της Γιουγκοσλαβίας. Εκεί, σχεδόν ο μισός πληθυσμός ήταν Μουσουλμάνοι, και γι’ άλλη μια φορά βρεθήκαμε αντιμέτωποι με νέες συνήθειες και με πολλή προκατάληψη επίσης. Στα χωριά, οι άνθρωποι ποτέ δεν είχαν ξαναδεί γυναίκα πάνω σε ποδήλατο, κι έτσι η άφιξή μας προξενούσε αίσθηση και κινούσε την περιέργεια. Οι θρησκευτικοί ηγέτες διέδιδαν τη φήμη ότι μια γυναίκα πάνω σε ποδήλατο έφερνε κακή τύχη στο χωριό. Έπειτα απ’ αυτό, αφήναμε τα ποδήλατά μας έξω από τα χωριά και μπαίναμε μέσα περπατώντας.
Αφού τώρα τα έντυπά μας απαγορεύτηκαν, η αστυνομία συχνά μας συνελάμβανε. Συνήθως μας διέταζαν να εγκαταλείψουμε εκείνη την επαρχία. Δύο αστυνομικοί μας συνόδευαν μέχρι τα σύνορά της, μια απόσταση περίπου 50 ως 100 χιλιόμετρα. Τους έκανε εντύπωση που ήμασταν τόσο καλοί ποδηλάτες, ικανοί να τρέχουμε όσο κι αυτοί παρά το γεγονός ότι μεταφέραμε ολόκληρο το ρουχισμό μας, τα έντυπά μας και μια μικρή σόμπα κηροζίνης. Οι συνοδοί μας χαίρονταν όταν έβρισκαν ένα πανδοχείο στο δρόμο, και συχνά μας προσκαλούσαν να πιούμε κάτι ή ακόμα και να γευματίσουμε. Απολαμβάναμε αυτές τις περιστάσεις, καθώς το μικρό μας επίδομα δεν μας επέτρεπε τέτοια επιπρόσθετα έξοδα. Βέβαια, εκμεταλλευόμασταν την ευκαιρία για να τους πούμε για την ελπίδα μας, και συχνά αυτοί δέχονταν μερικές από τις «απαγορευμένες» εκδόσεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις, χωρίζαμε συμφιλιωμένοι.
Έπειτα ήρθε το έτος 1936. Κηρύτταμε στη Σερβία, όταν έφτασαν τα νέα ότι επρόκειτο να γίνει μια διεθνής συνέλευση στη Λουκέρνη της Ελβετίας το Σεπτέμβριο. Ένα ειδικό λεωφορείο επρόκειτο να φύγει από το Μάριμπορ, αλλά αυτό απείχε 700 χιλιόμετρα από το σημείο όπου βρισκόμασταν—ένα μακρινό ταξίδι με το ποδήλατο! Παρ’ όλα αυτά, αρχίσαμε να αποταμιεύουμε τα χρήματα, και αργότερα τον ίδιο χρόνο, κάναμε το ταξίδι.
Ζητούσαμε την άδεια από τους αγρότες για να περάσουμε τη νύχτα στον αχυρώνα τους αντί να πληρώσουμε για ένα δωμάτιο σε ξενώνα. Το πρωί τους ρωτούσαμε αν θα μπορούσαμε ν’ αγοράσουμε λίγο γάλα, όμως εκείνοι συνήθως μας το έδιναν δωρεάν και μερικές φορές μας πρόσφεραν κι ένα χορταστικό πρωινό. Μας έδειχναν πολλή ανθρωπιά και καλοσύνη, και αυτό εξακολουθεί να είναι ένα χαρούμενο μέρος από τις αναμνήσεις που έχουμε από το σκαπανικό.
Προτού να φύγουμε από το Μάριμπορ για τη Λουκέρνη, έφτασαν περισσότεροι σκαπανείς από τη Γερμανία. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ο Άλφρεντ Σμιτ, ο οποίος είχε υπηρετήσει οχτώ χρόνια στο Μπέθελ του Μαγδεμβούργου, στη Γερμανία. Ένα χρόνο αργότερα έγινα σύζυγός του.
Σχεδόν όλοι οι σκαπανείς της Γιουγκοσλαβίας μπόρεσαν να παρακολουθήσουν τη συνέλευση στη Λουκέρνη. Ήταν η πρώτη συνέλευση που παρακολουθούσα και με είχε συγκινήσει η αγάπη και η φροντίδα που έδειχναν οι Ελβετοί αδελφοί, ενώ παράλληλα με είχε εντυπωσιάσει η ομορφιά της Λουκέρνης. Ούτε καν φανταζόμουν τότε ότι μετά από 20 χρόνια θα έκανα εκεί σκαπανικό!
Έργο Κάτω Από Περιορισμούς
Όταν επιστρέψαμε από την όμορφη Ελβετία στη Γιουγκοσλαβία, αρχίσαμε πολύ σύντομα ν’ αντιμετωπίζουμε πραγματικό διωγμό. Μας συνέλαβαν και μας έκλεισαν στην κεντρική φυλακή του Βελιγραδίου. Ο αδελφός που ήταν υπεύθυνος για το έργο στη Γιουγκοσλαβία ζήτησε άδεια να μας επισκεφτεί, αλλά δεν του δόθηκε. Ωστόσο, μίλησε μ’ ένα φύλακα τόσο δυνατά ώστε μπορέσαμε να τον ακούσουμε· και μόνο ο ήχος της φωνής του ήταν μεγάλη ενθάρρυνση για μας.
Μετά από λίγες μέρες, μας πήγαν δεμένους με χειροπέδες ως τα ουγγρικά σύνορα· τα χρήματα και τα έντυπά μας τα είχαν κατασχέσει. Έτσι φτάσαμε στη Βουδαπέστη κυριολεκτικά απένταροι, έχοντας όμως κολλήσει άφθονες ψείρες ως ενθύμιο από τη φυλακή. Σύντομα συναντηθήκαμε με άλλους σκαπανείς και συμμετείχαμε μαζί τους στο έργο κηρύγματος εκεί.
Κάθε Δευτέρα οι σκαπανείς που ήμασταν στη Βουδαπέστη συναντιόμασταν στο χαμάμ κι ενώ φροντίζαμε το σώμα μας, οι αδελφοί και οι αδελφές ξεχωριστά, χαιρόμασταν ‘ανταλλάσσοντας ενθάρρυνση . . . μέσω της αμοιβαίας πίστης’. (Ρωμαίους 1:12, ΚΔΤΚ) Το να συναθροιζόμαστε τακτικά μας βοηθούσε επίσης να μαθαίνουμε αν κάποιος ήταν άρρωστος ή είχε φυλακιστεί.
Δεν είχαμε προλάβει καλά-καλά να συνηθίσουμε στο καινούριο περιβάλλον όταν, έπειτα από έξι μήνες, η ουγγρική βίζα παραμονής έληξε. Στο μεταξύ, ο Άλφρεντ κι εγώ είχαμε παντρευτεί. Τώρα πήραμε οδηγίες να εξασφαλίσουμε βίζα για τη Βουλγαρία. Το ζευγάρι σκαπανέων που βρισκόταν εκεί είχε απελαθεί, και σ’ ένα μικρό τυπογραφείο στη Σόφια ήταν έτοιμα δέκα χιλιάδες βιβλιάρια που είχαν παραγγείλει εκείνοι. Τα έντυπα που είχε το ζευγάρι είχαν καεί δημόσια, κι έτσι γνωρίζαμε τι είδους μεταχείριση να περιμένουμε.
Τελικά πήραμε βίζα παραμονής στη Βουλγαρία για τρεις μήνες. Διασχίσαμε τη Γιουγκοσλαβία τη νύχτα, και ένας υπεύθυνος αδελφός μάς συνάντησε σ’ έναν προκαθορισμένο σταθμό και μας έδωσε τα χρήματα για να αγοράσουμε τα βιβλιάρια. Τελικά φτάσαμε ασφαλείς στη Σόφια και βρήκαμε ένα κατάλληλο δωμάτιο.
Η Σόφια ήταν μια σύγχρονη πόλη με 300.000 περίπου κατοίκους, αλλά δεν υπήρχε κανένας Μάρτυρας εκεί. Την επόμενη ημέρα από την άφιξή μας, πήγαμε στο τυπογραφείο. Ο ιδιοκτήτης είχε ακούσει για την απαγόρευση των εντύπων μας και για την απέλαση του ζευγαριού που είχε παραγγείλει τα βιβλιάρια κι έτσι όταν έμαθε ότι ήρθαμε να τα αγοράσουμε, σχεδόν μας αγκάλιασε. Πακετάραμε τα βιβλιάρια μέσα σε άδειες τσάντες και τα μεταφέραμε με το αυτοκίνητο περνώντας δίπλα από κάμποσους αστυνομικούς, οι οποίοι ευτυχώς δεν μπορούσαν να ακούσουν πόσο γρήγορα χτυπούσε η καρδιά μας!
Το επόμενο πρόβλημά μας ήταν πού να αποθηκεύσουμε τα βιβλιάρια και πώς να διαθέσουμε μια τόσο μεγάλη ποσότητα σε τρεις μόνο μήνες. Στην πραγματικότητα ένιωθα φοβισμένη μπροστά σ’ αυτόν το σωρό των βιβλιαρίων! Ποτέ μου δεν είχα δει τόσα πολλά. Αλλά πάλι ο Ιεχωβά ήταν ο Βοηθός μας. Είχαμε τεράστια επιτυχία, διαθέτοντας μέχρι και 140 βιβλιάρια την ημέρα, ενώ μέσα σε λίγες εβδομάδες ο αδελφός και η αδελφή Βίλκε έφτασαν για να μας βοηθήσουν.
Ωστόσο μια μέρα, παραλίγο τα πράγματα να πάνε άσχημα. Κήρυττα σε μια εμπορική περιοχή όπου σε κάθε πόρτα υπήρχε μια χάλκινη πλακέτα με το όνομα κάποιου γιατρού. Μετά από δύο ώρες, συνάντησα έναν ηλικιωμένο κύριο που με περιεργαζόταν καχύποπτα. Με ρώτησε αν ήξερα πού βρισκόμουν.
«Δεν ξέρω ακριβώς τι είδους κτίριο είναι αυτό, αλλά παρατήρησα ότι όλοι οι καλοί δικηγόροι φαίνεται ότι έχουν τα γραφεία τους εδώ», του απάντησα.
«Βρίσκεσαι στο Υπουργείο Εσωτερικών», αποκρίθηκε αυτός.
Αν και η καρδιά μου σχεδόν πάγωσε, του απάντησα ήρεμα: «Ω, αυτός θα είναι ο λόγος που όλοι αυτοί οι κύριοι ήταν τόσο φιλικοί μαζί μου!» Αυτό το σχόλιο μαλάκωσε τη στάση του, και μου έδωσε πίσω το διαβατήριό μου αφού το εξέτασε σχολαστικά. Έφυγα μ’ έναν αναστεναγμό ανακούφισης, ευγνωμονώντας τον Ιεχωβά για την προστασία του.
Τελικά, διαθέσαμε όλα τα βιβλιάρια, κι έφτασε η μέρα που έπρεπε να φύγουμε από «τη χώρα των ρόδων», τη Βουλγαρία. Ήταν δύσκολο ν’ αφήσουμε αυτούς τους τόσο φιλικούς ανθρώπους, αλλά η ανάμνησή τους παραμένει βαθιά ριζωμένη στην καρδιά μας.
Επειδή είχαμε γερμανικά διαβατήρια, μπορέσαμε να επιστρέψουμε στη Γιουγκοσλαβία, αλλά μας επέτρεψαν να μείνουμε μόνο για λίγο. Έπειτα απ’ αυτό, για να αποφύγουμε τη σύλληψη έπρεπε να κοιμόμαστε σε διαφορετικό μέρος κάθε νύχτα. Ζούσαμε μ’ αυτόν τον τρόπο για έξι μήνες περίπου. Έπειτα, μετά τα μέσα του 1938, λάβαμε ένα γράμμα από το γραφείο της Εταιρίας στη Βέρνη της Ελβετίας, το οποίο μας έλεγε να προσπαθήσουμε να πάμε στην Ελβετία. Τα ναζιστικά στρατεύματα είχαν ήδη καταλάβει την Αυστρία και η πολιτική πίεση συνεχώς μεγάλωνε. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας είχε ήδη παραδώσει μερικούς από τους Γερμανούς σκαπανείς στους Ναζιστές.
Έτσι ο σύζυγός μου κι εγώ ταξιδέψαμε χωριστά για την Ελβετία, ο Άλφρεντ μέσω Ιταλίας κι εγώ από την Αυστρία. Ήμασταν ευτυχισμένοι που ξαναενωθήκαμε και διοριστήκαμε να εργαστούμε στο Αγρόκτημα της Εταιρίας, στο Σανελάς, κι αργότερα στο Μπέθελ της Βέρνης. Αυτό ήταν μια εντελώς νέα εμπειρία για μένα. Τώρα έπρεπε να φροντίζω για το νοικοκυριό με τον ελβετικό τρόπο και έφτασα στο σημείο να εκτιμήσω την οργάνωση του Ιεχωβά όσο ποτέ άλλοτε.
Η Δύναμη του Ιεχωβά Στηρίζει
Αφού υπηρετήσαμε στο Μπέθελ στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και έπειτα, το 1952 ο Άλφρεντ κι εγώ αρχίσαμε ξανά το έργο σκαπανέα, τη δραστηριότητα που είχε διαμορφώσει τη ζωή μας. Ποτέ δεν είχαμε δικά μας παιδιά, αλλά στο πέρασμα των χρόνων δεχτήκαμε πολυάριθμες εκφράσεις αγάπης από τα πνευματικά μας παιδιά. Για παράδειγμα, το Φεβρουάριο του 1975, λάβαμε το ακόλουθο σημείωμα:
«Θυμάμαι τη μέρα που ένας σοφός, γκριζομάλλης άντρας επισκέφτηκε έναν πεισματάρη σύμβουλο της Ευαγγελικής Εκκλησίας και του πρόσφερε μια Γραφική μελέτη. Επιφυλακτικά και επικριτικά, η οικογένειά μου κι εγώ τη δεχτήκαμε και στη συνέχεια εξετάσαμε όλα τα σημεία όπως οι Βεροιείς, ώσπου αναγκαστήκαμε να παραδεχτούμε ότι μας φέρατε την αλήθεια. . . . Τι καλός Πατέρας που είναι πράγματι ο Ιεχωβά Θεός! Σ’ αυτόν ανήκει ο αίνος, η τιμή και η ευχαριστία για όλη την καλοσύνη και το έλεός του. Αλλά θέλουμε να ευχαριστήσουμε κι εσάς επίσης, αγαπημένοι μας Άλφρεντ και Γκρέτελ, από τα βάθη της καρδιάς μας, για τη μεγάλη υπομονή που μας δείξατε. Είθε ο Ιεχωβά να σας ευλογεί πλούσια γι’ αυτό. Ελπίζουμε ειλικρινά να μας δώσει επίσης τη δύναμη ώστε να εγκαρτερούμε».
Το Νοέμβριο του 1975 ο σύζυγός μου Άλφρεντ πέθανε ξαφνικά από καρδιακή προσβολή. Επί 38 χρόνια είχαμε υπηρετήσει μαζί τον Ιεχωβά, υπομένοντας όσο κάναμε σκαπανικό κάτω από καλές και άσχημες συνθήκες. Αυτό είχε κάνει τη σχέση μας πολύ στενή. Ωστόσο, μετά το θάνατό του αυτό το αίσθημα του κενού και της εγκατάλειψης με κατέλαβε ξανά. Όμως καταφεύγοντας στον Ιεχωβά, βρήκα ξανά παρηγοριά.
Η σχέση μου με τον ουράνιο Πατέρα μας με έχει στηρίξει πάνω από 53 χρόνια στην ολοχρόνια υπηρεσία του. Και τα αισθήματά μου εξακολουθούν να είναι όπως εκείνα του Ιησού Χριστού: «Δεν είμαι μόνος, διότι ο Πατήρ είναι μετ’ εμού».—Ιωάννης 16:32.
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Ο Άλφρεντ και η Φρίντα Τούτσεκ ενώ κάνουν σκαπανικό στη Γιουγκοσλαβία με όλα τους τα εφόδια, το 1937
[Εικόνα στη σελίδα 25]
Ο Άλφρεντ και η Γκρέτε Σμιτ ενώ κάνουν σκαπανικό στο Μόσταρ, στον Ισλαμικό τομέα της Γιουγκοσλαβίας, το 1938
[Εικόνα στη σελίδα 26]