Ο Ιεχωβά μού ΄Εχει Δώσει Δύναμη
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Ο ΕΚΟΥΜΠΑ ΟΚΟΚΑ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ σ’ ένα «Χριστιανικό» σπιτικό σε μια χώρα της Κεντρικής Αφρικής και μεγάλωσα έχοντας αγάπη για τον Θεό. Ο πατέρας μου ήταν ένας ζηλωτής, λαϊκός ιεροκήρυκας και συχνά τον συνόδευα όταν δίδασκε στην εκκλησία ή έκανε συγκεντρώσεις για προσευχή σε ιδιωτικά σπίτια. Επειδή έδινα την εντύπωση αφιερωμένου νεαρού, άλλοι λαϊκοί ιεροκήρυκες με διάλεγαν για να υπηρετώ δίπλα στον ιερέα κατά τη διάρκεια της λειτουργίας. Μου έλεγαν μάλιστα ότι κάποια μέρα θα μπορούσα να σπουδάσω για να γίνω κι εγώ ιερέας.
Τη νύχτα, ωστόσο, ήμουν πρώτη φωνή και χορευτής μιας τοπικής ορχήστρας, της Ματούμπα-Νγκόμο. Μ’ αυτή την ιδιότητα, επιδόθηκα μαζί με τους νεαρούς και τις νεαρές της περιοχής μου σε κάθε μορφή ανηθικότητας. Ωστόσο απέβλεπα να αποκτήσω μια μόνο σύζυγο και τελικά να πάω στον ουρανό για να ζήσω με τους «αγίους». Δεν πίστευα ότι υπήρχε λόγος να καθαρίσω τη ζωή μου επειδή, σύμφωνα με το Καθολικό δόγμα, όλες μου οι αμαρτίες συγχωρούνταν κάθε Σάββατο απόγευμα, με την εξομολόγηση.
Οι Δυσκολίες Αρχίζουν
Το 1969, ενώ σπούδαζα στο πανεπιστήμιο άρχισα να αισθάνομαι πόνους στις αρθρώσεις μου. Δεν ήξερα τι τους προξενούσε, αλλά στους επόμενους μήνες χειροτέρεψαν. Οι γονείς μου, αν και ήταν αρκετά γνωστοί ως Καθολικοί, αποφάσισαν να με πάνε σε διάφορους φετιχιστές, οι οποίοι είπαν ότι κάποιος μου είχε κάνει μάγια, αλλά χάρη στις προσευχές τους και στα γιατρικά τους θα θεραπευόμουν. Παρ’ όλα αυτά, άρχισα να κουτσαίνω και ήδη το 1970, μόλις που μπορούσα να περπατήσω, ακόμη κι όταν στηριζόμουν σε μπαστούνι. Τότε, μου πέρασε η σκέψη ότι ο καιρός που μπορούσα να περπατώ σύντομα θα τέλειωνε.
Το Φεβρουάριο του 1972 ο πατέρας μου τελικά αποφάσισε να με πάει στο νοσοκομείο, στο Γουέμπο Νιάμα. Έμεινα τόσον καιρό στο νοσοκομείο ώστε άρχισαν να λένε ότι ήμουν ο ιδιοκτήτης! Άνθρωποι έρχονταν στο νοσοκομείο, θεραπεύονταν, έφευγαν και, ύστερα από καιρό, ξαναγύριζαν με κάποιο άλλο πρόβλημα κι εγώ βρισκόμουν ακόμη εκεί! Ο πατέρας μου έπρεπε να επιστρέψει στο σπίτι για τη συγκομιδή του ρυζιού, αλλά τώρα πια ήμουν παντρεμένος, με δυο παιδιά, και η αγαπημένη μου σύζυγος, αν και μόνο 21 χρονών, με περιποιόταν και βρήκε μια δουλειά έτσι ώστε να μπορεί να φροντίζει για τις ανάγκες μας.
Παρ’ όλα αυτά ήμουν πολύ καταθλιμμένος από την όλη κατάσταση. Στα 24 μου χρόνια εξακολουθούσα να χειροτερεύω ενώ οι φίλοι μου ευημερούσαν και, μάλιστα, πολλοί απ’ αυτούς είχαν κιόλας αποκτήσει σταθερές δουλειές. Μου φαινόταν πως θα ήταν καλύτερα για όλους μας αν αυτοκτονούσα. Έτσι, μοίρασα όλα μου τα υπάρχοντα στα παιδιά μου και στους αδελφούς μου χωρίς να τους πω τι είχα στο νου μου. Δεν κράτησα τίποτα για τον εαυτό μου παρά μόνο το αγαπημένο μου πουκάμισο με το οποίο ήθελα να με θάψουν.
Η Αρχή Μιας Καινούριας Ζωής
Τότε ένας Μάρτυρας του Ιεχωβά ήρθε στο κρεβάτι που ήταν δίπλα στο δικό μου. Παρ’ όλο που ήταν τυφλός από το ένα μάτι και κινδύνευε να χάσει την όρασή του από το άλλο, άρχισε σύντομα να μου δίνει μαρτυρία από την Αγία Γραφή για τον Ιεχωβά και για τη Βασιλεία. Λίγες μέρες αργότερα, έφυγε από το νοσοκομείο, αλλά με εμπιστεύτηκε στη φροντίδα κάποιων Μαρτύρων που τον είχαν επισκεφτεί. Έπειτα από περαιτέρω συζητήσεις, κι αυτοί επίσης έπρεπε να φύγουν, αλλά ένας απ’ αυτούς συνέχισε να μελετάει μαζί μου μέσω αλληλογραφίας. Μου έδωσε επίσης διάφορα έντυπα για μελέτη της Αγίας Γραφής, τα οποία διάβασα με μεγάλη ευχαρίστηση.
Μ’ αυτόν τον τρόπο λάβαινα πνευματική τροφή και η κατάθλιψή μου, βαθμιαία, μεταβλήθηκε σε ευτυχία. Φαινόταν ότι η εκκλησία μου μού έδινε «οξύ» για να πιω, αλλά τώρα λάβαινα δωρεάν από το νερό της ζωής. Ευχαρίστησα τον Ιεχωβά από καρδιάς που με απελευθέρωσε από δεισιδαιμονίες όπως η Τριάδα, η αθανασία της ψυχής, ο φόβος για τους νεκρούς και η προγονολατρία.
Τώρα πια, ήθελα να φύγω από το νοσοκομείο. Τότε έμαθα ότι δυο οικογένειες ολοχρόνιων διακόνων επρόκειτο να διοριστούν στο Γουέμπο Νιάμα κι έτσι αποφάσισα να παραμείνω μέχρι την άφιξή τους. Τι ευτυχία ένιωσα όταν τελικά ήρθαν και με βρήκαν στο κρεβάτι μου στο νοσοκομείο! Τώρα μπορούσα να συνεχίσω τη Γραφική μου μελέτη με προσωπική επαφή αντί μέσω αλληλογραφίας.
Ύστερα από μερικές μέρες, τους ρώτησα αν είχαν συναθροίσεις σε κάποια Αίθουσα Βασιλείας, όπως είχα διαβάσει στα περιοδικά. Μου είπαν ευγενικά ότι διεξήγαν όλες τις συναθροίσεις τους στη μικρή καλύβα όπου έμενε ο ένας απ’ αυτούς. Είπαν ακόμη ότι θα ήταν χαρά τους να με πάνε ως εκεί με το ποδήλατο! Παρά τους δυνατούς πόνους στη σπονδυλική μου στήλη και σε όλες μου τις αρθρώσεις, παραβρισκόμουν με χαρά σε όλες τις συναθροίσεις. Όταν απέκτησα τα προσόντα, άρχισα να δίνω έκθεση έργου κάθε μήνα ως αβάφτιστος ευαγγελιζόμενος, ξεκινώντας από τον Απρίλιο του 1974.
Τρεις μήνες αργότερα, συμβόλισα την αφιέρωσή μου στον Ιεχωβά με βάφτισμα στο νερό. Έδωσα μαρτυρία στο ιατρικό προσωπικό του νοσοκομείου, στους ασθενείς που βρίσκονταν εκεί, σε Προτεστάντες ιεραποστόλους που μας επισκέπτονταν και στα μέλη της οικογένειάς μου—παρά τη σταθερή εναντίωση των τελευταίων. Εκείνη την εποχή, έδινα μαρτυρία ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου ή από το αναπηρικό καροτσάκι που μου είχε παραχωρήσει το νοσοκομείο, μέχρι να μπορέσω να αγοράσω ένα δικό μου.
Η Εγκαρτέρηση Έφερε Οφέλη
Παρά την εναντίωση της οικογένειάς μου, συνέχισα να περπατώ στην οδό του Ιεχωβά κι ευλογήθηκα πλούσια. Η γυναίκα μου πήρε τη στάση της υπέρ της αλήθειας και βαφτίστηκε το 1975. Αποφασίσαμε να μείνουμε στο Κατάκο-Κόμπε, όπου είχε ήδη ιδρυθεί μια εκκλησία. Οι γονείς μου ανησυχούσαν για εμάς επειδή κάποιος τους είχε πει ότι όλοι οι Μάρτυρες θα θανατώνονταν το 1975. Όταν αρνηθήκαμε να εγκαταλείψουμε τις συναναστροφές μας, σταμάτησαν να μας στέλνουν τρόφιμα και περιήλθαμε σε μεγάλη υλική ανάγκη. Θυμάμαι ότι σε μια περίπτωση ο μικρός μου γιος κατέρρευσε από την πείνα, αφού είχαμε μείνει μιάμιση μέρα χωρίς φαγητό. Αλλά τότε οι Χριστιανοί αδελφοί μας μάς έφεραν ψάρια και αλεύρι. Αργότερα, οι γονείς μου άρχισαν να μας βοηθούν και πάλι, αλλά οι αδελφοί μας ποτέ δεν σταμάτησαν να μας δίνουν υλική βοήθεια.
Το Φεβρουάριο του 1975 το αριστερό μου χέρι παρέλυσε και άρχισε να αχρηστεύεται. Αλλά διατήρησα την πίστη μου και ήμουν αποφασισμένος να συνεχίσω να υπηρετώ τον Ιεχωβά με χαρά. Χαίρομαι που μπορώ να πω ότι το χέρι μου αργότερα δυνάμωσε ξανά και σήμερα μπορώ ακόμη να το κινώ, πράγμα που μου δίνει τη δυνατότητα να ανοίγω την Αγία Γραφή μου και να χρησιμοποιώ τα έντυπα της Εταιρίας.
Θαρραλέος Μπροστά Στις Αρχές
Το 1977 ο τοπικός επίτροπος με κατηγόρησε ενώπιον της περιφερειακής επιτροπής, η οποία μόλις είχε συλλάβει έναν ειδικό σκαπανέα γειτονικής εκκλησίας. Μια μέρα ήρθε ένας στρατιώτης και μου έφερε μια κλήση. Προσευχήθηκα μαζί με την οικογένειά μου, ενθάρρυνα την εκκλησία και κατόπιν πήγα μαζί του. Με τη βοήθεια του πνεύματος του Ιεχωβά, μπόρεσα να δώσω μια θαρραλέα απάντηση στις κατηγορίες, και έπειτα από μια εκτενή συζήτηση με τις δημοτικές και τις στρατιωτικές αρχές, αφέθηκα ελεύθερος μαζί με τον ειδικό σκαπανέα.
Μερικούς μήνες αργότερα, κλήθηκα από έναν άλλον επίτροπο και ξανά, με τη βοήθεια του Ιεχωβά, μπόρεσα να υπερασπιστώ τα καλά νέα με χαρά και θάρρος. Είχα μια εκτενή συζήτηση μ’ αυτό το άτομο και έπειτα απ’ αυτή τη συζήτηση με άφησε ελεύθερο και έσπρωξε ο ίδιος το αναπηρικό μου καροτσάκι έξω από το γραφείο του. Τότε είπε ήσυχα: «Ελάτε στο σπίτι μου απόψε». Ύστερα από αρκετές επισκέψεις, μπόρεσα να ξεκινήσω μια Γραφική μελέτη μαζί του. Τελικά, απέκτησα εφτά Γραφικές μελέτες με ανθρώπους που κατείχαν θέσεις εξουσίας. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς παρακολουθούσαν τις εκκλησιαστικές συναθροίσεις που οργανώνονταν τοπικά.
Ειδική Υπηρεσία
Ζήτησα από τον Ιεχωβά να με βοηθήσει, ώστε, παρά την ασθένειά μου, να εκπληρώσω την ευχή που έκανα να τον υπηρετώ με όλη μου τη δύναμη. Χωρίς να εγγραφώ επίσημα, προσπάθησα να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις του βοηθητικού σκαπανικού. Ο Ιεχωβά με βοήθησε να το καταφέρω, κι έτσι συμπλήρωσα μια αίτηση γι’ αυτή την υπηρεσία για τους μήνες Ιούνιο μέχρι και Οκτώβριο. Στη συνέχεια, η Εταιρία δέχτηκε την αίτηση που έκανα για να γίνω τακτικός σκαπανέας και άρχισα αυτή την υπηρεσία το Νοέμβριο του 1976. Το Σεπτέμβριο του 1977 η χαρά μου ολοκληρώθηκε όταν έλαβα το διορισμό του ειδικού σκαπανέα στην εκκλησία του Κατάκο-Κόμπε.
Πώς το επιτελούσα αυτό το έργο; Κάλυπτα τον τομέα με το αναπηρικό μου καροτσάκι και με τη βοήθεια της αγαπημένης μου συζύγου και των αδελφών της εκκλησίας. Μερικές φορές, μάλιστα, έβγαινα μόνος μου με τις πατερίτσες. Μια-δυο φορές έπεσα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις απλώς περίμενα ακίνητος στο έδαφος, ώσπου κάποιος περαστικός να με βοηθήσει να σηκωθώ και να μου δώσει τις πατερίτσες μου. Πάντα θυμόμουν την αποφασιστικότητα των αποστόλων και των μαθητών του Ιησού. (Πράξεις 14:21, 22· Εβραίους 10:35-39) Κάθε φορά που έπεφτα προσευχόμουν να μη με αφήσει ο Ιεχωβά να αποθαρρυνθώ, αλλά αντίθετα να μου δώσει τη δύναμη να συνεχίσω να τον υπηρετώ. Πάντα θυμόμουν την υπέροχη υπόσχεση που είναι καταγραμμένη στην προφητεία του Ησαΐα, ότι «ο χωλός θέλει πηδά ως έλαφος».—Ησαΐας 35:6.
Όσο περισσότερο διεύρυνα την υπηρεσία μου, τόσο πιο ικανός γινόμουν στο να ξεπερνώ τις σωματικές μου αναπηρίες. Το 1978 είχα το προνόμιο να παρακολουθήσω τη Σχολή Διακονίας της Βασιλείας στο Λουμπουμπάσι, πράγμα που περιελάμβανε ταξίδι 2.000 χιλιομέτρων με φορτηγό, βάρκα και τρένο. Αληθινά, σ’ αυτό το ταξίδι ο Ιεχωβά με ενδυνάμωσε. (Ησαΐας 12:2· 40:29) Τώρα, μπορώ ακόμη και να περπατάω—με μεγάλη δυσκολία—μέχρι και 100 μέτρα χωρίς να χρειάζομαι τις πατερίτσες. Είμαι πεπεισμένος ότι ο Ιεχωβά άκουσε την προσευχή που έκανα πίσω στο 1973 όταν ζήτησα να μου δώσει τη δύναμη να τον υπηρετώ με αποφασιστικότητα.
Νέος Διορισμός
Το 1984, έπειτα από εφτά χρόνια στην εκκλησία του Κατάκο-Κόμπε, πήρα ένα νέο διορισμό να εργαστώ με την εκκλησία Λότζα-Κέντρο. Ένα χρόνο αργότερα ξεκινήσαμε μια καινούρια μελέτη βιβλίου 12 χιλιόμετρα μακριά, και σύντομα ξεκινήσαμε άλλη μια σε απόσταση 30 χιλιομέτρων από την προηγούμενη. Η τελευταία αναγνωρίστηκε σύντομα ως απομονωμένος όμιλος και το 1988 έγινε εκκλησία, όπου υπηρετώ αυτή τη στιγμή ως πρεσβύτερος.
Το σκαπανικό με έχει ωφελήσει πολύ, τόσο πνευματικά όσο και σωματικά. Βγαίνοντας στην υπηρεσία, με τις πατερίτσες μου, μπορούσα να κάνω τις ασκήσεις που μου είχαν συστήσει οι γιατροί. Είμαι πολύ πιο δυνατός τώρα απ’ ό,τι όταν άρχισα το σκαπανικό και η επιθυμία μου είναι να εγκαρτερήσω σ’ αυτό το έργο μέχρι το τέλος. Ανυπομονώ να δω πώς ο Ιεχωβά θα με βοηθήσει να ‘πηδώ ως έλαφος’ σ’ έναν καιρό που δεν θα χρειάζεται πια να υπομένω τους δυνατούς πόνους αυτής της αρρώστιας.
Με όλη μου την καρδιά, ευχαριστώ τον ουράνιο Πατέρα μας, ο οποίος μου έχει δώσει δύναμη, κουράγιο και την ολοχρόνια υπηρεσία. Τώρα είμαι 36 χρονών και μετά από 11 χρόνια στο έργο σκαπανέα, ελπίζω να συνεχίσω, ό,τι κι αν μου επιφυλάσσει το μέλλον. Είμαι αποφασισμένος να χρησιμοποιώ όλη μου τη ζωντάνια για να τιμώ και να αινώ τον μεγάλο Θεό Ιεχωβά.