‘Έζησα Έχοντας Διαρκώς στο Νου την Ημέρα του Ιεχωβά’
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Ο ΛΑΪΛ ΡΟΪΣ
ΑΠΟ τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, η οικογενειακή μας ζωή στρεφόταν γύρω από μια ισχυρή πίστη στον ερχόμενο νέο κόσμο δικαιοσύνης. Η μητέρα μου και ο πατέρας μου διάβαζαν σ’ εμάς, τα παιδιά, από την Αγία Γραφή για τους ‘νέους ουρανούς και τη νέα γη’ και για ‘την αγελάδα και την αρκούδα που θα βόσκουν μαζί, για το λιοντάρι που θα τρώει άχυρο όπως το βόδι και για το μικρό παιδί που θα τα οδηγεί’. Τα παρουσίαζαν τόσο πραγματικά, ώστε φανταζόμουν ότι ήμουν εγώ εκείνο το μικρό παιδί.—2 Πέτρου 3:11-13· Ησαΐας 11:6-9.
Στη δεκαετία του 1890, ο παππούς μου, ο Όγκουστ Ρόις, έμαθε τις βασικές αλήθειες της Αγίας Γραφής μέσω αλληλογραφίας με τον Κάρολο Τ. Ρώσσελ. Κήρυξε εκτενώς στην πόλη του και στη γύρω περιοχή, στο Βορειοδυτικό Εδαφικό Διαμέρισμα του Καναδά, εκεί που τώρα βρίσκεται το Γιόρκτον του Σασκάτσιουαν. Κατ’ επανάληψη συμβούλευε τους γιους του: «Παιδιά, να έχετε το νου σας στο 1914!» Η πεποίθηση ότι η ημέρα του Ιεχωβά ήταν πολύ κοντά ενστάλαξε στον πατέρα μου το αίσθημα του επείγοντος το οποίο συνέχισε να έχει σε όλη τη ζωή του, και το οποίο ήταν για εμένα τρόπος ζωής.
Η μητέρα κι ο πατέρας ήταν η προσωποποίηση της φιλοξενίας. Ένας όμιλος για μελέτη της Αγίας Γραφής από την «Τάξη» των Σπουδαστών της Γραφής που υπήρχε στο Σασκατούν της επαρχίας Σασκάτσιουαν συναθροιζόταν τακτικά στο σπίτι μας. Περιοδεύοντες διάκονοι (που λέγονταν πίλγκριμ) έμεναν συχνά στο σπίτι μας. Ο αδελφός μου, ο Βερν, η αδελφή μου, η Βίρα, κι εγώ ωφεληθήκαμε πνευματικά. Υπήρχε πάντοτε η αίσθηση του πραγματικού σε σχέση με το άγγελμα της Βασιλείας και η επείγουσα ανάγκη να μιλάμε σε άλλους γι’ αυτό. (Ματθαίος 24:14) Τότε δεν μπορούσα να φανταστώ ότι στα χρόνια που θα έρχονταν θα περνούσα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου συνεχίζοντας το έργο εκείνων των πίλγκριμ, υπηρετώντας ως περιοδεύων επίσκοπος των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Το 1927, ο πατέρας μετακίνησε την οικογένεια στο Μπέρκλι της Καλιφόρνιας. Κατόπιν, στη χειρότερη περίοδο της οικονομικής κρίσης, το 1933, αποφοίτησα από το γυμνάσιο. Ο αδελφός μου, ο Βερν, κι εγώ θεωρούσαμε τον εαυτό μας τυχερό επειδή βρήκαμε δουλειά στο εργοστάσιο της Βιομηχανίας Αυτοκινήτων Φορντ, στο Ρίτσμοντ της Καλιφόρνιας. Παρ’ όλα αυτά, μια μέρα την άνοιξη του 1935, συλλογίστηκα: ‘Αν πρέπει να δουλεύω σκληρά, ας δουλεύω σκληρά τουλάχιστον για κάτι που να αξίζει τον κόπο’. Εκείνη την ημέρα υπέβαλα την παραίτησή μου, και την επόμενη έγραψα για να μου στείλουν μια αίτηση για υπηρεσία στο Μπέθελ, τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Αφού παρακολούθησα τη συναρπαστική συνέλευση στην Ουάσινγκτον D.C., τον Ιούνιο του 1935, έγινα δεκτός για υπηρεσία Μπέθελ.
Υπηρεσία Μπέθελ
Ο Νάθαν Νορ, ο υπεύθυνος του εργοστασίου, με έβαλε να εργαστώ στη συντήρηση των κτιρίων. Όλο το προσωπικό ήμουν εγώ. Ως 20χρονος νεαρός, ένιωθα πολύ σπουδαίος. Μπορούσα να κινούμαι ελεύθερα στο εργοστάσιο και κανένας δεν με ρωτούσε τι έκανα. Ο αδελφός Νορ εκτιμούσε τον τρόπο με τον οποίο εργαζόμουν, αλλά διέκρινε ένα πρόβλημα στη στάση μου. Προσπαθούσε συνεχώς να με επηρεάσει για να καλλιεργήσω ταπεινότητα.
Πέρασε, ωστόσο, λίγος καιρός μέχρι να καταλάβω ότι ο αδελφός Νορ στην πραγματικότητα προσπαθούσε να με βοηθήσει. Έτσι, ζήτησα συγνώμη για τη στάση μου και εξέφρασα την απόφασή μου να βελτιωθώ. Αυτό το γεγονός ήταν η αρχή μιας μακράς, θερμής σχέσης με τον αδελφό Νορ, ο οποίος τον Ιανουάριο του 1942 έγινε ο τρίτος πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά.
Εκτός από τη δουλειά που έκανα ως συντηρητής, έμαθα να χειρίζομαι τα περισσότερα από τα μηχανήματα στο βιβλιοδετείο και να βοηθάω τους χειριστές τους. Αργότερα έκανα εργασία γραφείου· έγραφα και έστελνα παραγγελίες εργασιών στο εργοστάσιο. Η άνοιξη και το καλοκαίρι του 1943 ήταν καιρός πολλής εργασίας και έντασης. Ο κόσμος ήταν στα μέσα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά υπέμεναν ταλαιπωρίες, συλλήψεις και φυλακίσεις με κάθε είδους ψεύτικη κατηγορία. Το 1940 το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. είχε αποφανθεί ότι τα σχολεία μπορούσαν να απαιτούν από τους μαθητές να χαιρετούν τη σημαία. Αυτό προκάλεσε ένα κύμα βίας στις 44 από τις 48, τότε, πολιτείες. Τα παιδιά των Μαρτύρων αποβάλλονταν από τα σχολεία, οι γονείς συλλαμβάνονταν και όχλοι εκτόπιζαν τους Μάρτυρες από τις πόλεις. Μερικά άτομα τα πυροβόλησαν, άλλους τους άλειψαν με πίσσα και τους κόλλησαν πούπουλα.
Καθώς οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αντεπιτίθεντο στα δικαστήρια, όλα τα σχετικά χαρτιά—δικαστικές εντολές, δικογραφίες και έγγραφα που ετοίμαζε το νομικό τμήμα της Εταιρίας—περνούσαν από το γραφείο μου για να τυπωθούν. Όλοι μας δουλεύαμε πολλές ώρες υπερωρία για να προλάβουμε τις προθεσμίες. Οι αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου που εκδόθηκαν ως αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών το Μάιο και τον Ιούνιο του 1943—όταν 12 από τις 13 υποθέσεις εκδικάστηκαν ευνοϊκά για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά—συμπεριλήφθηκαν στα χρονικά της νομικής ιστορίας. Είμαι ευγνώμων που είδα απευθείας πώς ο Ιεχωβά άνοιξε το δρόμο για την υπεράσπιση και τη νομική εδραίωση των καλών νέων.—Φιλιππησίους 1:7, ΜΝΚ.
Η Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας
Κατά κάποιον τρόπο, εκείνον τον καιρό ήμασταν ανεπαρκώς εξοπλισμένοι για να φέρουμε σε πέρας το τεράστιο έργο που είχε προειπωθεί στο εδάφιο Ματθαίος 24:14, δηλαδή, ‘να κηρύξουμε το ευαγγέλιο της Βασιλείας σε όλη την οικουμένη πριν να έρθει το τέλος’. Ο αδελφός Νορ, ως πρόεδρος της Εταιρίας, είδε την ανάγκη που υπήρχε για ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Μαζί με άλλους άντρες, μέλη της οικογένειας Μπέθελ, έλαβα κι εγώ μια πρόσκληση να γραφτώ στα «Προχωρημένα Μαθήματα στη Θεοκρατική Διακονία». Αυτά τα μαθήματα με τον καιρό πήραν τη μορφή της Σχολής Θεοκρατικής Διακονίας, η οποία λειτουργεί στις εκκλησίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά από το 1943.
Συγκεντρωθήκαμε στην αίθουσα συναθροίσεων της οικογένειας Μπέθελ τη Δευτέρα το βράδυ, στις 16 Φεβρουαρίου 1942, και ο αδελφός Νορ έκανε την πρώτη ομιλία διδασκαλίας. Το θέμα του ήταν «Χειρόγραφα της Αγίας Γραφής». Ο αδελφός Τ. Τζ. Σάλιβαν ήταν ο επίσκοπος σχολής και μας έδωσε συμβουλές για να μας βοηθήσει να βελτιωθούμε. Αργότερα δόθηκε σ’ εμένα αυτός ο διορισμός του επισκόπου σχολής του Μπέθελ, και αυτό το θεωρούσα μεγάλο προνόμιο. Αλλά ήταν και πάλι καιρός για διαπαιδαγώγηση.
Είχα δώσει συμβουλή με υπερβολικά επικριτικό και καθόλου διακριτικό τρόπο σ’ ένα μεγαλύτερο αδελφό, κι έτσι ο αδελφός Νορ μού είπε ευθέως: «Σε κανένα δεν αρέσει να ασκείς την εξουσία σου μ’ αυτόν τον απαράδεκτο τρόπο». Αφού έκανε σαφές αυτό που ήθελε να μου πει και τα αφτιά μου έγιναν αρκετά κόκκινα, τα μεγάλα καστανά μάτια τού αδελφού Νορ μαλάκωσαν. Με καλοσυνάτη φωνή, διάβασε το εδάφιο Ψαλμός 141:5: «Ας με κτυπά ο δίκαιος· τούτο θέλει είσθαι έλεος· και ας με ελέγχη· τούτο θέλει είσθαι μύρον εξαίρετον· δεν θέλει βλάψει την κεφαλήν μου». Κι εγώ χρησιμοποιώ αυτό το εδάφιο πολλές φορές όταν έχω την ευθύνη να δώσω συμβουλή για διόρθωση σε άλλους.
Πριν από την έναρξη της Σχολής Θεοκρατικής Διακονίας, πολύ λίγοι από εμάς είχαν την ευκαιρία να μιλάνε συχνά δημόσια. Όταν πέθανε ο αδελφός Ρόδερφορντ, ο αδελφός Νορ εργάστηκε σκληρά για να αναπτύξει τις ικανότητές του ομιλίας. Το δωμάτιό μου στο Μπέθελ ήταν ακριβώς κάτω από το δικό του κατάλυμα, και τον άκουγα να κάνει πρόβες για τις ομιλίες του. Δεκάδες φορές, στην κυριολεξία, διάβασε τη δημόσια ομιλία «Ειρήνη—Δύναται να Διαρκέση;» πριν την εκφωνήσει στη συνέλευση του Κλίβελαντ το 1942.
Αρχίζουν οι Περιοδείες
Αφού είχα υπηρετήσει επί 13 χρόνια στο Μπέθελ, ο αδελφός Νορ με διόρισε να υπηρετήσω στον αγρό ως επίσκοπος περιφερείας. Ενημερώνοντάς με για τον καινούριο μου διορισμό, μου είπε: «Λάιλ, έχεις τώρα την ευκαιρία να δεις απευθείας πώς ακριβώς πολιτεύεται ο Ιεχωβά με το λαό του». Έχοντας αυτό στο νου μου και δυο βαλίτσες στα χέρια, ξεκίνησα την καριέρα μου ως περιοδεύων επίσκοπος στις 15 Μαΐου 1948. Προτού αρχίσω το έργο περιφερείας, υπηρέτησα λίγους μήνες ως επίσκοπος περιοχής.
Η πρώτη εκκλησία που υπηρέτησα ήταν μικρή και βρισκόταν σε αγροτική περιοχή, στο Ουασέκα της Μινεσότα. Είχα γράψει εκ των προτέρων στον Ντικ Κέιν, τον υπηρέτη εκκλησίας (όπως λεγόταν τότε ο προεδρεύων επίσκοπος), να με περιμένει στο τρένο. Ο Ντικ ήταν ειδικός σκαπανέας και για να μειώσει τα έξοδά του είχε μόλις μετακομίσει από το νοικιασμένο δωμάτιο, όπου είχε περάσει το χειμώνα, στο θερινό του κατάλυμα, που ήταν μια σκηνή. Ωστόσο, ο Μάιος στη Μινεσότα δεν είναι ακριβώς καλοκαίρι! Εκείνη τη νύχτα, τρέμοντας από το κρύο μέσα στη σκηνή, αναρωτιόμουν αν ήμουν φτιαγμένος για τέτοιου είδους ζωή. Άρπαξα ένα σοβαρό κρυολόγημα που κράτησε εβδομάδες, αλλά επέζησα.
Εκείνα τα πρώτα χρόνια, όταν επισκεπτόμουν διάφορες εκκλησίες και περιοχές, έμενα σε σπίτια αδελφών και είχα όλα μου τα πράγματα σε μια βαλίτσα. Δοκίμασα κάθε είδους κατάλυμα—κοιμήθηκα στο πάτωμα της κουζίνας, σε καναπέδες στο σαλόνι, σε ζεστές σοφίτες χωρίς εξαερισμό. Μερικές φορές έμεινα σε σπίτια όπου κάποιο από τα μέλη της οικογένειας εναντιωνόταν στην πίστη μας. Στο Ουισκόνσιν, ένας σύζυγος που δεν ήταν Μάρτυρας με αγριοκοίταζε όλη την εβδομάδα καθώς πήγαινα κι ερχόμουν. Όταν γύρισε σπίτι μεθυσμένος ένα βράδυ, και τον άκουσα τυχαία να απειλεί ότι θα ‘σκοτώσει αυτόν τον «κύριο τάδε»’, συμπέρανα πως ήταν ώρα να φύγω. Αλλά οι δυσάρεστες καταστάσεις, οι οποίες ήταν σχετικά σπάνιες, πρόσθεταν ενδιαφέρον στο διορισμό μου. Αργότερα αυτές οι καταστάσεις με έκαναν να γελάω.
Βρίσκω Ένα Σύντροφο
Θυμάμαι καλά το περιστατικό. Σε μια συνέλευση περιοχής στο Τίφιν του Οχάιο συνάντησα μια όμορφη νεαρή κοπέλα με καστανά μάτια, τη Λιόνα Έρμαν από το Φορτ Γουέιν της Ιντιάνα. Είχε κι αυτή ανατραφεί στη Χριστιανική πίστη και ήταν πιστή σκαπάνισσα επί αρκετά χρόνια. Τα συνεχή ταξίδια δεν άφηναν περιθώρια για στενή γνωριμία, αλλά είχαμε επαφή μέσω αλληλογραφίας. Κατόπιν, το 1952, τη ρώτησα: «Θα με παντρευτείς;» κι εκείνη είπε: «Ναι, θα σε παντρευτώ!» κι έτσι παντρευτήκαμε. Μας έχουν ρωτήσει πολλές φορές γιατί δεν εγκατασταθήκαμε κάπου για να φτιάξουμε σπίτι και οικογένεια, αλλά τους λέμε ότι έχουμε οικογένεια—αδελφούς, αδελφές, πατέρες και μητέρες σε 44 περίπου πολιτείες στις οποίες έχουμε υπηρετήσει.—Μάρκος 10:29, 30.
Μερικοί μάς έχουν ρωτήσει: «Δεν κουραστήκατε ποτέ, δεν νιώσατε την επιθυμία να τα παρατήσετε;» Ναι, αρκετές φορές. Αλλά, μεταξύ μας, όταν ο ένας είναι καταπονημένος, ο άλλος τον στηρίζει. Μια φορά, μάλιστα, έγραψα στον αδελφό μου, τον Βερν, και τον ρώτησα αν μπορούσα να δουλέψω μαζί του στη δουλειά που είχε ως ελαιοχρωματιστής. Μου απάντησε ότι συχνά το επιθυμούσε αυτό επειδή ήμασταν τόσο στενά συνδεμένοι καθώς μεγαλώναμε. Ωστόσο, με συμβούλεψε να σταθμίσω προσεκτικά την απόφασή μου. Ύστερα, ήρθαν στο νου μου τα λόγια που επαναλάμβανε συχνά ο αδελφός Νορ στα μέλη της οικογένειας Μπέθελ: «Δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να τα παρατήσει κανείς· χρειάζεται όμως θάρρος και ακεραιότητα για να προσκολληθεί στο διορισμό του». Αυτή εξακολουθούσε να είναι καλή συμβουλή.
Κανένας παντρεμένος περιοδεύων επίσκοπος δεν θα μπορούσε να προσκολληθεί στο διορισμό του πολύ καιρό, χωρίς μια σύζυγο που να είναι όσια και να τον υποστηρίζει, όπως είναι η Λιόνα για εμένα. Η θερμή, στοργική της προσωπικότητα και η συνεχώς χαρούμενη στάση της στις εκκλησίες έχουν κάνει χιλιάδες άτομα να την αγαπήσουν. Ποτέ δεν έχω κουραστεί να της λέω πόσο πολύ την αγαπώ. Είμαι σίγουρος ότι αυτό βοηθάει κι εκείνη επίσης να παραμείνει στο έργο.
Έχω Παραστεί Μάρτυρας της Ευλογίας του Ιεχωβά
Το κύριο έργο του επισκόπου περιφερείας επικεντρώνεται στη συνέλευση περιοχής, όπου υπηρετεί κάθε εβδομάδα ως εισηγητής, δημόσιος ομιλητής και επίσκοπος σχολής. Η ευλογία του Ιεχωβά σ’ αυτή τη διευθέτηση είναι φανερή από το γεγονός ότι δεν ματαιώθηκε η διεξαγωγή ούτε μιας από τις εκατοντάδες συνελεύσεις περιοχής για τις οποίες είχα την ευθύνη. Είναι αλήθεια ότι είχαμε προβλήματα σε μερικές, αλλά ούτε μια δεν ακυρώθηκε.
Στο Ούστερ του Οχάιο, την άνοιξη του 1950, καθώς κάλεσα τους αδελφούς να ψάλουμε τον τελικό ύμνο του προγράμματος για το Σάββατο το βράδυ, ένας όχλος που αποτελούνταν από χίλιους και πλέον εναντιουμένους μαζεύτηκε έξω από το θέατρο όπου διεξαγόταν η συνέλευση. Ο όχλος είχε φέρει καρτέλες με κλούβια αβγά για να τα εκτοξεύσουν εναντίον μας καθώς θα φεύγαμε. Αξιολογήσαμε λοιπόν την κατάσταση και συνεχίσαμε το πρόγραμμα με ύμνους, εμπειρίες και Γραφικές ομιλίες εκ του προχείρου. Οι 800 Μάρτυρες παρέμειναν ήρεμοι και υπομονετικοί.
Στις 2:00 π.μ., η θερμοκρασία ήταν εξαιρετικά χαμηλή. Προσποιούμενοι ότι ετοιμαζόμασταν να βγούμε από το θέατρο, οι ταξιθέτες έβγαλαν τις πυροσβεστικές μάνικες και άρχισαν να καθαρίζουν το πεζοδρόμιο μπροστά από το θέατρο από τα αβγά που είχαν πέσει εκεί. Ο όχλος μαζεύτηκε και πάλι, αφήνοντας τη ζεστασιά ενός σταθμού λεωφορείων που βρισκόταν εκεί κοντά. Αλλά αυτό που έκαναν οι ταξιθέτες ήταν ένας αντιπερισπασμός, κι εμείς βγάλαμε το ακροατήριο ήσυχα από την πίσω έξοδο. Όλοι έφτασαν στα αυτοκίνητά τους ασφαλείς. Προβλήματα από όχλους είχαμε και σε άλλες συνελεύσεις στο Οχάιο, στις πόλεις Κάντον, Ντιφάιανς και Τσιλεκόθι. Αλλά οι οχλοκρατίες λιγόστευαν βαθμιαία, καθώς οι αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου των Η.Π.Α. που μας ευνοούσαν άρχισαν να εφαρμόζονται εναντίον των παραβατών.
Αργότερα, ορισμένα προβλήματα υγείας έκαναν απαραίτητη μια αλλαγή. Έτσι, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, η Εταιρία είχε την καλοσύνη να με διορίσει να υπηρετώ ως επίσκοπος περιοχής σε κάποια περιοχή της νότιας Καλιφόρνιας, όπου οι εκκλησίες είναι κοντά η μια με την άλλη και όπου βρίσκομαι πάντα κοντά σε νοσοκομειακές εγκαταστάσεις. Ενώ τα καθήκοντα του επισκόπου περιφερείας περιλαμβάνουν περισσότερα ταξίδια καθώς και τη φροντίδα και την επίβλεψη πολλών περιοχών, τα καθήκοντα του επισκόπου περιοχής περιλαμβάνουν το να οργανώνει τις συνελεύσεις περιοχής, να δίνει διορισμούς και να κάνει πρόβες για τα μέρη του προγράμματος. Επιπρόσθετα, πρέπει να οργανώνει και να υπηρετεί στις Σχολές Υπηρεσίας Σκαπανέα. Συνεπώς, το έργο των περιοδευόντων επισκόπων, τόσο περιφερείας όσο και περιοχής, είναι ένας ολοχρόνιος, ανταμειφτικός τρόπος ζωής.
Προσδοκώ Ακόμα την Ημέρα του Ιεχωβά
Από τα παλιότερα πράγματα που θυμάμαι είναι το έντονο αίσθημα του επείγοντος που εξακολουθώ να το νιώθω ακόμα κι έπειτα από 70 και πλέον χρόνια. Σκέφτομαι πάντα τον Αρμαγεδδώνα σαν να είναι η αυριανή μέρα. (Αποκάλυψις 16:14, 16) Όπως ο πατέρας μου και ο δικός του πατέρας πριν από αυτόν, έζησα τη ζωή μου σύμφωνα με την προτροπή του αποστόλου, ‘έχοντας διαρκώς στο νου την παρουσία της ημέρας του Ιεχωβά’. Θεωρούσα πάντα τον υποσχεμένο νέο κόσμο ως μια ‘πραγματικότητα που δεν είναι ορατή’.—2 Πέτρου 3:11, 12, ΜΝΚ· Εβραίους 11:1, ΜΝΚ.
Αυτή η προσδοκία που ενσταλάχτηκε μέσα μου από τη βρεφική ηλικία πρόκειται σύντομα να πραγματοποιηθεί. «Η δάμαλις και η άρκτος θέλουσι συμβόσκεσθαι», «ο λέων θέλει τρώγει άχυρον καθώς ο βους» και «μικρόν παιδίον θέλει οδηγεί αυτά». (Ησαΐας 11:6-9) Γι’ αυτές τις ενθαρρυντικές υποσχέσεις εγγυώνται τα λόγια που είπε ο Ιησούς στον Ιωάννη, στο εδάφιο Αποκάλυψις 21:5: «Είπεν ο καθήμενος επί του θρόνου· Ιδού, κάμνω νέα τα πάντα. Και λέγει προς εμέ· Γράψον, διότι ούτοι οι λόγοι είναι αληθινοί και πιστοί».