‘Έσπειρα με Δάκρυα και Θέρισα με Χαρούμενη Κραυγή’
Όπως το αφηγήθηκε η Μίγιο Ιντέι
«Πεθαίνω! Πεθαίνω! Βοήθησέ με!» Ο πατέρας μου κατέβαλλε έντονες προσπάθειες να φωνάξει. Η φωνή του αντηχούσε στον αέρα καθώς έβγαινα τρέχοντας από το σπίτι. Ήταν μεσάνυχτα, και ο πατέρας μου είχε πάθει καρδιακή προσβολή. Έτρεξα στο θείο μου, που ζούσε κοντά μας, αλλά όταν γυρίσαμε ο σφυγμός του πατέρα μου είχε πια σταματήσει.
ΑΥΤΟ συνέβη στις 14 Δεκεμβρίου 1918. Σε ηλικία 13 χρονών, είχα μείνει χωρίς γονείς. Η μητέρα μου είχε πεθάνει όταν ήμουν εφτά χρονών. Το ότι έχασα και τους δυο γονείς τόσο νωρίς στη ζωή μου, με έκανε να αρχίσω να αναρωτιέμαι: ‘Γιατί πεθαίνουν οι άνθρωποι; Τι συμβαίνει μετά το θάνατο;’
Αφού αποφοίτησα από ένα σχολείο για δασκάλους, έγινα δασκάλα στο Τόκιο και δίδασκα στο Δημοτικό σχολείο της Σιναγκάβα. Αργότερα, κάποιος συγγενής μου με σύστησε σ’ ένα νέο άντρα, τον Μοτοχίρο, με τον οποίο παντρεύτηκα σε ηλικία 22 χρονών. Τα περασμένα 64 χρόνια έχουμε μοιραστεί τις καλές και τις κακές στιγμές της ζωής. Σύντομα μετακομίσαμε στην Ταϊβάν, που ήταν τότε υπό ιαπωνική κυριαρχία. Τότε δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα έβρισκα αιτία για ‘χαρούμενη κραυγή’ σ’ εκείνη τη χώρα.
Μαθαίνω την Αλήθεια
Την άνοιξη του 1932, όταν ζούσαμε στα περίχωρα της πόλης Τσιάι, στην κεντρική Ταϊβάν, μας επισκέφτηκε ένας άντρας που ονομαζόταν Σαμπούρο Οχιάι. Κατεύθυνε την προσοχή μας στις προφητείες της Αγίας Γραφής, περιλαμβανομένης και της υπόσχεσης για την ανάσταση των νεκρών. (Ιωάννης 5:28, 29) Τι θαυμάσια προοπτική! Ήθελα τόσο πολύ να ξαναδώ τη μητέρα μου και τον πατέρα μου. Τα λόγια του, που χαρακτηρίζονταν από λογικά επιχειρήματα, ορθές εξηγήσεις και στερεές Γραφικές αποδείξεις, φαινόταν ότι είχαν να κάνουν με την αλήθεια. Η ώρα πέρασε γρήγορα καθώς δαπανήσαμε ολόκληρη τη μέρα συζητώντας για την Αγία Γραφή. Αυτή έγινε ξαφνικά ένα ελκυστικό βιβλίο για εμένα.
Σύντομα, ο κ. Οχιάι έφυγε για κάποια άλλη περιοχή, και μας άφησε βιβλία με τίτλους όπως Δημιουργία, Κιθάρα του Θεού, Κυβέρνησις, Προφητεία, Φως και Καταλλαγή, που είναι εκδόσεις της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά. Απορροφήθηκα μελετώντας τα, και καθώς το έκανα αυτό, ένιωσα μια ακατανίκητη τάση να πω και στους άλλους αυτά που διάβαζα. Αν ο Ιησούς άρχισε τη διακονία του στην πατρίδα του, τη Ναζαρέτ, γιατί εγώ να μην αρχίσω από την πόλη που έμενα; Επισκέφτηκα το γείτονα που έμενε δίπλα μου. Κανείς δεν με είχε διδάξει πώς να κηρύττω, έτσι πήγαινα από σπίτι σε σπίτι με την Αγία Γραφή μου και τα βιβλία που είχα διαβάσει, κηρύττοντας όσο καλύτερα μπορούσα. Οι άνθρωποι ανταποκρίνονταν ευνοϊκά και δέχονταν να πάρουν περιοδικά. Ζήτησα από την Τοντάισα, όπως λεγόταν τότε η Εταιρία Σκοπιά στην Ιαπωνία, να μου στείλει 150 αντίτυπα του βιβλιαρίου που είχε τον τίτλο Η Βασιλεία, η Ελπίς του Κόσμου, και τα διένειμα.
Μια μέρα, ένα άτομο που είχε δεχτεί έντυπα μου είπε ότι μόλις είχα φύγει πήγε η αστυνομία και κατέσχεσε τα βιβλία. Σύντομα έπειτα απ’ αυτό, τέσσερις αστυνομικοί ήρθαν στο σπίτι μου και κατέσχεσαν όλα τα βιβλία και τα περιοδικά μου. Άφησαν μόνο την Αγία Γραφή. Επί πέντε χρόνια, δεν συνάντησα κανέναν από το λαό του Ιεχωβά, αλλά η φλόγα της αλήθειας εξακολουθούσε να καίει στην καρδιά μου.
Κατόπιν ήρθε ο Δεκέμβριος του 1937! Δυο βιβλιοπώλες από την Ιαπωνία μάς επισκέφτηκαν. Κατάπληκτη, ρώτησα: «Πώς μάθατε για εμάς;» Μου είπαν: «Έχουμε μαζί μας το όνομά σας». Ο Ιεχωβά μάς είχε θυμηθεί! Οι δυο Μάρτυρες, ο Γιορίκι Όε και ο Γιοσιούτσι Κοσάκα, είχαν ποδηλατήσει 240 χιλιόμετρα από την Ταϊπέι στο Τσιάι με παλιά ποδήλατα, έχοντας τα υπάρχοντά τους στοιβαγμένα στο πίσω μέρος του ποδηλάτου. Καθώς μιλούσαν μαζί μας, ένιωσα σαν τον Αιθίοπα ευνούχο, ο οποίος είπε: «Τι με εμποδίζει να βαπτισθώ;» (Πράξεις 8:36) Την ίδια νύχτα, ο σύζυγός μου κι εγώ βαφτιστήκαμε.
Φροντίδα για τους Φυλακισμένους Αδελφούς
Το 1939 οι συλλήψεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά σάρωσαν όλη την Ιαπωνία. Το κύμα του διωγμού σύντομα έφτασε και στην Ταϊβάν. Τον Απρίλιο, οι δυο αδελφοί Όε και Κοσάκα συνελήφθησαν. Δυο μήνες αργότερα συλληφθήκαμε και εμείς. Επειδή ήμουν δασκάλα με άφησαν ελεύθερη την επόμενη μέρα, αλλά ο σύζυγός μου έμεινε υπό κράτηση επί τέσσερις μήνες. Αφού αποφυλακίστηκε ο σύζυγός μου μετακομίσαμε στην Ταϊπέι. Το ότι τώρα ήμασταν πιο κοντά στη φυλακή όπου κρατούνταν οι δυο αδελφοί είχε ένα πολύ καλό αποτέλεσμα.
Η Φυλακή της Ταϊπέι ήταν μια φυλακή με αυστηρά μέτρα ασφαλείας. Πήρα ρούχα και τρόφιμα και πήγα να δω τους αδελφούς. Πρώτος εμφανίστηκε ο αδελφός Κοσάκα μαζί μ’ ένα φρουρό και έναν αστυνομικό πίσω από ένα παράθυρο πλάτους 30 εκατοστών με συρματόπλεκτη σήτα. Ήταν χλομός και τα χείλη του ήταν κόκκινα, σαν φρέσκιες φράουλες. Είχε προσβληθεί από φυματίωση.
Έπειτα βγήκε ο αδελφός Όε χαμογελαστός, επαναλαμβάνοντας γεμάτος χαρά: «Τι καλά που μπόρεσες να έρθεις». Καθώς το πρόσωπό του ήταν κίτρινο και πρησμένο, τον ρώτησα για την υγεία του. «Είμαι πάρα πολύ καλά!» απάντησε. «Αυτό εδώ είναι πολύ ωραίο μέρος. Δεν υπάρχουν κοριοί ούτε ψείρες. Μπορώ να τρώω ακόμα και χυλοπίτες από βρώμη. Είναι σαν βίλα», είπε. Ο αστυνομικός και ο φρουρός δεν μπορούσαν να κρατήσουν τα γέλια τους, και είπαν: «Ω, δεν μπορούμε να τον νικήσουμε τον Όε».
Φυλακίζομαι Ξανά
Γύρω στα μεσάνυχτα, στις 30 Νοεμβρίου 1941, λίγες μέρες μετά την επιστροφή μου στο σπίτι αφού είχα επισκεφτεί τους αδελφούς, ακούστηκε ένα βίαιο χτύπημα στην πόρτα. Είδα τις ογκώδεις σκιές των καπέλων να διαγράφονται πίσω από τη συρταρωτή γυάλινη πόρτα. Μέτρησα οχτώ. Ήταν αστυνομικοί. Μπήκαν με τη βία στο σπίτι μας και αναποδογύρισαν το καθετί μέσα στο σπίτι—αλλά μάταια. Αφού ερεύνησαν το χώρο επί μία ώρα, κατέσχεσαν μερικά φωτογραφικά άλμπουμ και μας είπαν να τους ακολουθήσουμε. Θυμήθηκα ότι ο Ιησούς είχε συλληφθεί μέσα στη νύχτα. (Ματθαίος 26:31, 55-57· Ιωάννης 18:3-12) Η σκέψη ότι οχτώ άντρες έκαναν τόση φασαρία για εμάς τους δυο μού φάνηκε αστεία.
Μας πήγαν σ’ ένα άγνωστο κτίριο που ήταν τεράστιο και σκοτεινό. Αργότερα μάθαμε ότι ήταν η Φυλακή Χιτσισέι της Ταϊπέι. Καθήσαμε μπροστά σ’ ένα μεγάλο γραφείο και άρχισε η ανάκριση. Μας ρωτούσαν, ξανά και ξανά: «Ποιους γνωρίζετε;» και ο καθένας μας απαντούσε: «Δεν γνωρίζω κανέναν». Πώς ήταν δυνατόν να γνωρίζουμε τους αδελφούς στην ηπειρωτική Ιαπωνία; Γνωρίζαμε μόνο τους αδελφούς Όε και Κοσάκα, και κρατήσαμε το στόμα μας κλειστό σχετικά με άλλα ονόματα που μπορεί να είχαμε ακούσει έμμεσα.
Σε λίγο η ώρα είχε πάει πέντε το πρωί, και δυο αστυνομικοί με οδήγησαν στο κελί μου. Μου πήρε λίγο χρόνο μέχρι να συνηθίσω στο καινούριο περιβάλλον. Πρώτη φορά στη ζωή μου αντιμετώπισα τους κοριούς. Αυτά τα μικρά έντομα, που σκοπό τους είχαν να χορταίνουν από τους νεοφερμένους, με ενοχλούσαν διαρκώς, αφήνοντας στην ησυχία τους τις άλλες δυο γυναίκες οι οποίες ήταν στο κελί—παρ’ όλο που έλιωνα όσους έρχονταν προς το μέρος μου. Τελικά παραιτήθηκα και τους άφησα να με χρησιμοποιούν για το γεύμα τους.
Το φαγητό μας ήταν ένα φλιτζάνι μισοβρασμένος χυλός ρυζιού, αλλά το στόμα μου επέμενε να το θεωρεί ωμό ρύζι. Μαζί με το χυλό μάς έδιναν λίγα αλατισμένα φύλλα από νταϊκόν (ιαπωνικά ραπάνια) που είχαν ακόμα πάνω τους υπολείμματα χώματος. Στην αρχή, επειδή η τροφή μύριζε άσχημα και ήταν βρόμικη δεν μπορούσα να τη φάω, και έρχονταν οι άλλες τρόφιμοι και την έτρωγαν. Βέβαια, σταδιακά προσαρμόστηκα για να επιζήσω.
Η ζωή στη φυλακή ήταν τραγική. Σε μια περίπτωση, άκουγα έναν άντρα, για τον οποίο υπήρχαν υποψίες ότι ήταν κατάσκοπος, να φωνάζει μέρες ολόκληρες από τα βασανιστήρια. Είδα επίσης ένα άτομο στο διπλανό κελί να πεθαίνει με φοβερούς πόνους. Βλέποντας όλα αυτά τα πράγματα να συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μου, ένιωθα έντονα ότι αυτό το παλιό σύστημα έπρεπε να τελειώσει, και η ελπίδα μου στις υποσχέσεις του Θεού έγινε πιο ισχυρή παρά ποτέ.
Ανάκριση
Ήμουν φυλακισμένη επί ένα χρόνο περίπου και υποβλήθηκα σε ανάκριση πέντε φορές. Κάποια μέρα ήρθε ένας εισαγγελέας για πρώτη φορά, και με οδήγησαν σ’ ένα στενόχωρο δωμάτιο όπου θα γινόταν η ανάκριση. Το πρώτο πράγμα που μου είπε ήταν: «Ποιος είναι μεγαλύτερος, η Αματεράσου Ομικάμι [η θεά του ήλιου] ή ο Ιεχωβά; Πες μου!» Σκέφτηκα για λίγο πώς να απαντήσω.
«Πες μου ποιος είναι μεγαλύτερος αλλιώς θα σε χτυπήσω!» Με κοίταξε βλοσυρά.
Εγώ απάντησα ήρεμα: «Στην αρχή της Αγίας Γραφής είναι γραμμένο: ‘Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην’». Δεν αισθανόμουν την ανάγκη να προσθέσω τίποτα. Αυτός απλώς με κοίταξε κατάματα χωρίς να πει λέξη και κατόπιν άλλαξε θέμα.
Επιτέλους, για ποιο λόγο με κρατούσαν φυλακισμένη; Το πρακτικό της ανάκρισης έλεγε: «Υπάρχει φόβος να παροδηγήσει το κοινό με τα λόγια και τις πράξεις της». Γι’ αυτόν το λόγο ήμουν φυλακισμένη χωρίς να έχω δικαστεί.
Ο Ιεχωβά ήταν πάντοτε κοντά μου ενώ περνούσα όλα αυτά. Μέσω της καλοσύνης του Ιεχωβά, μου δόθηκε μια έκδοση των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών σε μέγεθος τσέπης. Ένας αστυνομικός την πέταξε μέσα στο κελί μου κάποια μέρα, λέγοντας: «Σου επιτρέπω να έχεις αυτό». Τη διάβαζα κάθε μέρα μέχρι του σημείου να απομνημονεύω αυτά που διάβαζα. Τα παραδείγματα θάρρους των Χριστιανών του πρώτου αιώνα, όπως ήταν γραμμένα στο βιβλίο των Πράξεων, έγιναν για εμένα πηγή μεγάλης ενθάρρυνσης. Με ενίσχυσαν επίσης οι 14 επιστολές του Παύλου. Ο Παύλος δοκίμασε μεγάλο διωγμό, αλλά το άγιο πνεύμα πάντοτε τον ενίσχυε. Αυτές οι αφηγήσεις με ενδυνάμωσαν.
Αδυνάτισα πάρα πολύ και έγινα ασθενική, αλλά ο Ιεχωβά με στήριζε, συχνά με απροσδόκητους τρόπους. Μια Κυριακή ήρθε ένας αστυνομικός που δεν τον είχα ξαναδεί μ’ ένα δέμα τυλιγμένο σε μια μαντίλα. Άνοιξε την πόρτα του κελιού μου και με οδήγησε έξω στην αυλή. Όταν φτάσαμε κάτω από ένα μεγάλο δέντρο καμφοράς, άνοιξε το δέμα. Και τι να δω! Μέσα είχε μπανάνες και κουλουράκια. Μου είπε να τα φάω εκεί. Ο αστυνομικός παρατήρησε: «Όλοι εσείς είστε πολύ καλοί άνθρωποι. Ωστόσο είμαστε αναγκασμένοι να σας μεταχειριζόμαστε έτσι. Θέλω να φύγω απ’ αυτή τη δουλειά σύντομα». Έτσι, οι φρουροί και οι αστυνομικοί άρχισαν να μου συμπεριφέρονται καλά. Με εμπιστεύονταν και με άφηναν να καθαρίζω τα δωμάτιά τους και μου έδιναν να κάνω διάφορες άλλες προνομιούχες δουλειές.
Στο τέλος του 1942, με κάλεσε ένας από τους αστυνομικούς που μας είχε συλλάβει. «Αν και σου αξίζει η θανατική ποινή, θα αποφυλακιστείς σήμερα», μου ανακοίνωσε. Ο σύζυγός μου είχε επιστρέψει στο σπίτι σχεδόν ένα μήνα πριν από την αποφυλάκισή μου.
Συνδέομαι Ξανά με τους Μάρτυρες
Ενόσω ήμασταν στη φυλακή, η Ιαπωνία μπήκε στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατόπιν, το 1945, μάθαμε ότι η Ιαπωνία είχε χάσει τον πόλεμο και διαβάσαμε στις εφημερίδες ότι οι πολιτικοί κρατούμενοι θα αποφυλακίζονταν. Ξέραμε ότι ο αδελφός Κοσάκα είχε αρρωστήσει και είχε πεθάνει στη φυλακή, αλλά αμέσως έστειλα επιστολές στις φυλακές στην Ταϊπέι, στη Χσιντσού και σε άλλες πόλεις, με τις οποίες ζητούσα να μάθω πού μπορεί να βρισκόταν ο αδελφός Όε. Ωστόσο, δεν έλαβα καμιά απάντηση. Αργότερα έμαθα ότι ο αδελφός Όε είχε θανατωθεί από εκτελεστικό απόσπασμα.
Το 1948 λάβαμε απροσδόκητα μια επιστολή από τη Σαγκάη. Ήταν από τον αδελφό Στάνλεϊ Τζόουνς ο οποίος είχε σταλεί στην Κίνα από τη Γαλαάδ, τη νεοσύστατη ιεραποστολική σχολή των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Ο Ιεχωβά μάς είχε θυμηθεί ξανά! Ήμουν πολύ χαρούμενη που ήρθα σε επαφή με την οργάνωση του Ιεχωβά. Είχαν περάσει εφτά χρόνια από τότε που είχαμε δει τον αδελφό Όε. Αν και ήμασταν εντελώς απομονωμένοι όλο αυτόν τον καιρό, εγώ μιλούσα σε άλλους για τα καλά νέα.
Όταν ο αδελφός Τζόουνς μάς επισκέφτηκε για πρώτη φορά, ήταν καιρός χαράς. Ήταν πολύ φιλικός. Αν και ποτέ δεν τον είχαμε ξαναδεί, νιώθαμε σαν να καλωσορίζαμε έναν πολύ στενό συγγενή στο σπίτι μας. Σύντομα ύστερα απ’ αυτό, ο αδελφός Τζόουνς έφυγε για την Τάιτουνγκ, πέρα από τα βουνά, μαζί με το σύζυγό μου για μεταφραστή. Επέστρεψαν έπειτα από μια εβδομάδα περίπου, στη διάρκεια της οποίας είχαν διεξαγάγει μια μονοήμερη συνέλευση και είχαν βαφτίσει περίπου 300 άτομα από τη φυλή των Αμίς που ζούσαν στην ανατολική ακτή.
Η επίσκεψη του αδελφού Τζόουνς ήταν σημαντική για εμένα και για έναν άλλο λόγο. Μέχρι τότε κήρυττα μόνη μου. Και τώρα ένα αντρόγυνο—ο σύζυγος ήταν ο σπιτονοικοκύρης μας—βαφτίστηκε κατά την επίσκεψη του αδελφού Τζόουνς. Από τότε, έχω πολλές φορές δοκιμάσει τη χαρά που προέρχεται από το να κάνω μαθητές, μαζί με τη χαρά της διακήρυξης της Βασιλείας. Αργότερα μετακομίσαμε στη Χσιντσού, όπου ο αδελφός Τζόουνς μάς επισκέφτηκε ακόμα τρεις φορές, κάθε φορά για δυο εβδομάδες. Απόλαυσα πλήρως αυτή την ωφέλιμη συναναστροφή. Στην τελευταία περίπτωση είπε: «Την επόμενη φορά θα φέρω μαζί μου το συνεργάτη μου, τον Χάρολντ Κινγκ». Αλλά αυτή η «επόμενη φορά» δεν ήρθε ποτέ, επειδή λίγο μετά απ’ αυτό και οι δυο τους φυλακίστηκαν στην Κίνα.
Το 1949, ο Τζόζεφ Μακ Γκρα και ο Σύριλ Τσαρλς, ιεραπόστολοι της 11ης τάξης της σχολής Γαλαάδ, έφτασαν στην Ταϊβάν. Αυτοί επέκτειναν το έργο στην Ταϊβάν, χρησιμοποιώντας το σπίτι μας ως βάση τους. Το παράδειγμά τους πραγματικά με ενθάρρυνε. Ωστόσο, η πολιτική κατάσταση τους ανάγκασε να φύγουν για το Χονγκ Κονγκ. Δεν μπορούσα να κρατήσω τα δάκρυά μου καθώς έφευγαν μ’ έναν αστυνομικό. «Μην κλαις, Μίγιο», είπε ο Τζο. Πρόσθεσε: «Σε ευχαριστούμε», και μου έδωσε το στυλό διαρκείας του, που τόσο καλά είχε χρησιμοποιήσει, ως ενθύμιο.
Αναλαμβάνω την Εκπαίδευση Ενός Παιδιού
Ο σύζυγός μου και εγώ δεν είχαμε παιδιά, έτσι υιοθετήσαμε την ανιψιά του άντρα μου όταν αυτή ήταν τεσσάρων μηνών. Η ζωή της μητέρας της βρισκόταν σε κίνδυνο εξαιτίας του άσθματος.
Το 1952, ο αδελφός Λόιντ Μπάρι, ο οποίος υπηρετούσε ως ιεραπόστολος στην Ιαπωνία, επισκέφτηκε την Ταϊβάν για να πετύχει νομική αναγνώριση για τις δραστηριότητες των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Έμεινε μαζί μας και μας ενθάρρυνε πάρα πολύ. Τότε η κόρη μας ήταν 18 μηνών. Τη σήκωσε ψηλά και τη ρώτησε: «Ποιο είναι το όνομα του Θεού;» Έκπληκτη, τον ρώτησα: «Εννοείς ότι πρέπει να τη διδάσκουμε από τόσο μικρή;» «Ναι», απάντησε σταθερά. Μετά μου μίλησε για το πόσο σπουδαίο είναι να εκπαιδεύεις το παιδί από την τρυφερή ηλικία. Τα λόγια του: «Είναι δώρο από τον Ιεχωβά για την παρηγοριά σου», έμειναν στο μυαλό μου.
Αμέσως, άρχισα να εκπαιδεύω την κόρη μου, την Ακέμι, για να γνωρίσει και να αγαπήσει τον Ιεχωβά και να γίνει δούλη του. Της δίδαξα ορισμένα φωνητικά σύμβολα, αρχίζοντας από τα τρία γράμματα ε, χο και μπα, που συνθέτουν τη λέξη «Εχομπά», δηλαδή Ιεχωβά, στην ιαπωνική. Όταν έγινε δυο χρονών, μπορούσε να καταλαβαίνει ό,τι της έλεγα. Έτσι κάθε βράδυ πριν πάει για ύπνο, της έλεγα ιστορίες από την Αγία Γραφή. Άκουγε με ενδιαφέρον και τις θυμόταν.
Όταν ήταν τριάμισι χρονών, ο αδελφός Μπάρι μάς επισκέφτηκε ξανά και έδωσε στην Ακέμι μια Αγία Γραφή γραμμένη στην καθομιλουμένη ιαπωνική. Η Ακέμι τριγυρνούσε στο δωμάτιο με την Αγία Γραφή λέγοντας: «Η Γραφή της Ακέμι! Η Γραφή της Ακέμι!» Κατόπιν, λίγα λεπτά αργότερα, είπε ξαφνικά: «Η Γραφή της Ακέμι δεν έχει τον Ιεχωβά! Δεν τη θέλω!» Την πέταξε κάτω. Κατάπληκτη, έλεγξα το περιεχόμενο. Πρώτα άνοιξα στο εδάφιο Ησαΐας κεφάλαιο 42, εδάφιο 8. Εκεί το όνομα Ιεχωβά είχε αντικατασταθεί από τη λέξη «Κύριος». Κοίταξα και άλλα εδάφια, αλλά δεν μπορούσα να βρω το θεϊκό όνομα, Ιεχωβά. Η Ακέμι ηρέμησε όταν της έδειξα ξανά το όνομα του Ιεχωβά στην παλιά μου Αγία Γραφή, η οποία ήταν γραμμένη σε αρχαΐζουσα ιαπωνική.
Επιστροφή στην Ιαπωνία
Επιστρέψαμε στην Ιαπωνία το 1958 και συνταυτιστήκαμε με την εκκλησία Σανομίγια στην πόλη Κόμπε. Επειδή είχα τόσο πολλούς λόγους να είμαι ευγνώμων στον Ιεχωβά, ήθελα να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου με το να γίνω σκαπάνισσα—ολοχρόνια διάκονος των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Αγωνίστηκα σθεναρά στην υπηρεσία σκαπανέα. Ως αποτέλεσμα, μπόρεσα να διεξάγω πολλές οικιακές Γραφικές μελέτες και να γευτώ τη χαρά να βοηθήσω 70 με 80 άτομα περίπου να έρθουν στην αλήθεια. Επί ένα χρονικό διάστημα είχα το προνόμιο να υπηρετήσω ως ειδική σκαπάνισσα, εργαζόμενη έτσι περισσότερες από 150 ώρες κάθε μήνα στον αγρό, ενώ παράλληλα φρόντιζα για τον άντρα μου και για την κόρη μου.
Επειδή είχαμε ζήσει στην Ταϊβάν επί 30 και πλέον χρόνια, η ζωή στην Ιαπωνία ήταν ένα πολιτιστικό σοκ για εμένα, και πέρασα διάφορες βασανιστικές εμπειρίες. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η Ακέμι έγινε η παρηγοριά μου και το στήριγμά μου, όπως ακριβώς μου είχε πει ο αδελφός Μπάρι πριν από χρόνια. Όταν ήμουν καταθλιμμένη, η Ακέμι μού έλεγε: «Μαμά, κάνε κουράγιο. Ο Ιεχωβά θα φέρει την έκβαση». «Ναι, θα τη φέρει, έτσι δεν είναι;» απαντούσα και την αγκάλιαζα σφιχτά. Τι πηγή ενθάρρυνσης! Πώς να μην ευχαριστήσω τον Ιεχωβά!
Πρόσφερα την Κόρη μου στον Ιεχωβά
Η Ακέμι έγινε ευαγγελιζόμενη όταν ήταν 7 χρονών και βαφτίστηκε όταν ήταν 12 χρονών, το καλοκαίρι του 1963. Προσπαθούσα να περνάω μαζί της όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο. (Δευτερονόμιον 6:6, 7) Ήρθαν δύσκολοι καιροί όταν ήταν στην εφηβεία, αλλά με το θαυμάσιο παράδειγμα και την ενθάρρυνση των ειδικών σκαπανέων που είχαν σταλεί στην εκκλησία μας, η Ακέμι τελικά έθεσε στόχο της να κάνει σκαπανικό σε νέους τομείς.
Στη συνέλευση περιφερείας το 1968, έπαιξε το ρόλο της κόρης του Ιεφθάε στο Βιβλικό δράμα. Καθώς έβλεπα το δράμα, αποφάσισα, όπως είχε κάνει και ο Ιεφθάε, να αφιερώσω τη μοναχοκόρη μου, την οποία είχα φροντίσει τόσο στοργικά μέχρι τότε, στον Ιεχωβά για την ολοχρόνια διακονία. Πώς θα ήταν άραγε η ζωή χωρίς να έχω κοντά μου την κόρη μου; Ήταν μια πρόκληση, καθώς ήμουν ήδη πάνω από 60 χρονών.
Το 1970 ήρθε η ώρα να φύγει η κόρη μας. Πήρε άδεια από το σύζυγό μου και πήγε στο Κιότο για να υπηρετήσει ως σκαπάνισσα. Καταλαβαίνοντας τα αισθήματά μας, η καρδιά της πονούσε καθώς μας άφηνε. Αποχαιρετώντας την, παρέθεσα τα εδάφια Ψαλμός 126:5, 6: «Οι σπείροντες μετά δακρύων εν αγαλλιάσει [με χαρούμενη κραυγή, ΜΝΚ] θέλουσι θερίσει. Όστις εξέρχεται και κλαίει, βαστάζων σπόρον πολύτιμον, ούτος βεβαίως θέλει επιστρέψει εν αγαλλιάσει [με χαρούμενη κραυγή, ΜΝΚ], βαστάζων τα χειρόβολα αυτού». Αυτά τα λόγια αποδείχτηκαν πηγή ενθάρρυνσης και για εμένα επίσης.
Αργότερα, η Ακέμι παντρεύτηκε και συνέχισε το ειδικό σκαπανικό μαζί με το σύζυγό της. Από το 1977, που ο σύζυγός της διορίστηκε επίσκοπος περιοχής, υπηρετούν στο έργο περιοχής. Συχνά απλώνω ένα χάρτη και ταξιδεύω νοερά μαζί με την κόρη μου. Μου αρέσει πολύ να ακούω τις εμπειρίες τους και να γνωρίζω πολλές αδελφές μέσω της κόρης μου.
Είμαι ήδη 86 χρονών. Οι μέρες που πέρασαν μοιάζουν ‘σαν μια φυλακή της νύχτας’. Δεν μπορώ να εργάζομαι όσο παλιά, αλλά η υπηρεσία αγρού εξακολουθεί να μου φέρνει χαρά. Όταν σκέφτομαι τα 60 χρόνια που έχουν περάσει από τότε που έμαθα την αλήθεια, η διαβεβαιωτική υπόσχεση του Θεού ξεχειλίζει μέσα στην καρδιά μου. Ναι, ο Ιεχωβά που θα ενεργήσει με οσιότητα απέναντι στους όσιους, μας αφήνει να θερίζουμε άφθονη χαρά.—Ψαλμός 18:25.