Ιουστίνος—Φιλόσοφος Απολογητής και Μάρτυρας
«ΖΗΤΑΜΕ να ερευνηθούν οι κατηγορίες που επιρρίπτονται εναντίον των Χριστιανών και, αν αποδειχτούν αληθινές, αυτοί να τιμωρηθούν όπως τους αξίζει . . . Αλλά αν κανένας δεν μπορέσει να αποδείξει την ενοχή μας για τίποτα, η ορθή κρίση απαγορεύει να αδικήσετε άμεμπτους άντρες εξαιτίας μιας κακόβουλης φήμης . . . Επειδή αν, αφού μάθετε την αλήθεια, δεν κάνετε ό,τι είναι σωστό, δεν θα έχετε καμιά δικαιολογία ενώπιον του Θεού».
Μ’ αυτά τα λόγια ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας, ο οποίος ομολογούσε ότι ήταν Χριστιανός και έζησε το δεύτερο αιώνα Κ.Χ., έκανε έκκληση στον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Αντωνίνο Πίο. Ο Ιουστίνος ζήτησε να γίνει μια αμερόληπτη δικαστική έρευνα για τη ζωή και τα πιστεύω εκείνων που ομολογούσαν ότι ήταν Χριστιανοί. Αυτό το αίτημα για απονομή δικαιοσύνης έγινε από έναν άνθρωπο με πολύ ενδιαφέρον παρελθόν και φιλοσοφία.
Τα Πρώτα Χρόνια της Ζωής και της Εκπαίδευσής του
Ο Ιουστίνος ήταν Εθνικός και γεννήθηκε περίπου το 110 Κ.Χ. στην πόλη Φλαβία Νεάπολη, τη σύγχρονη Ναπλούς, στη Σαμάρεια. Έλεγε ότι ήταν Σαμαρείτης, αν και πιθανότατα ο πατέρας του και ο παππούς του ήταν Ρωμαίοι ή Έλληνες. Το γεγονός ότι ανατράφηκε με ειδωλολατρικά έθιμα σε συνδυασμό με τη δίψα του για την αλήθεια τον οδήγησαν να κάνει επιμελή μελέτη της φιλοσοφίας. Μένοντας ανικανοποίητος από την αναζήτησή του ανάμεσα στους Στωικούς, τους Περιπατητικούς και τους Πυθαγόρειους φιλοσόφους, ακολούθησε τις ιδέες του Πλάτωνα.
Σ’ ένα από τα έργα του, ο Ιουστίνος αναφέρει την επιθυμία του να συνδιαλλαχτεί με φιλοσόφους και λέει: «Αφέθηκα στην επιρροή κάποιου Στωικού· και αφού δαπάνησα αρκετό χρόνο μαζί του, εφόσον δεν απέκτησα καμιά περαιτέρω γνώση για τον Θεό (επειδή ούτε κι εκείνος ο ίδιος γνώριζε), . . . τον άφησα και στράφηκα σε κάποιον άλλον».—Διάλογος Ιουστίνου, Φιλοσόφου και Μάρτυρα, προς Τρύφωνα, έναν Ιουδαίο.
Ο Ιουστίνος πήγε κατόπιν σ’ έναν Περιπατητικό φιλόσοφο ο οποίος ενδιαφερόταν περισσότερο για τα χρήματα παρά για την αλήθεια. «Αυτός ο άντρας, αφού με δέχτηκε για τις πρώτες λίγες μέρες», λέει ο Ιουστίνος, «μου ζήτησε να κανονίσω το θέμα της αμοιβής, για να μην είναι η συνομιλία μας χωρίς κέρδος. Κι αυτόν, επίσης, γι’ αυτόν το λόγο τον εγκατέλειψα, πιστεύοντας ότι δεν ήταν καθόλου φιλόσοφος».
Ανυπομονώντας να ακούσει την «εκλεκτή φιλοσοφία», ο Ιουστίνος «[πήγε] σ’ έναν Πυθαγόρειο φιλόσοφο, πολύ γνωστό—έναν άντρα που είχε μεγάλη ιδέα για τη σοφία του». Ο Ιουστίνος λέει: «Όταν είχα μια συνάντηση μαζί του, επειδή επιθυμούσα να γίνω ακροατής και μαθητής του, είπε: ‘Λοιπόν; Γνωρίζεις μουσική, αστρονομία και γεωμετρία; Περιμένεις να αντιληφθείς όλα εκείνα τα [θεϊκά] πράγματα που συμβάλλουν σε μια ευτυχισμένη ζωή αν δεν είσαι ενημερωμένος πρώτα γύρω απ’ [αυτά];’ . . . Με έδιωξε όταν ομολόγησα την άγνοιά μου».
Αν και απογοητευμένος, ο Ιουστίνος συνέχισε να αναζητά την αλήθεια με το να στραφεί στους φημισμένους Πλατωνικούς. Δηλώνει: «Έπειτα δαπάνησα όσο περισσότερο χρόνο μπορούσα με κάποιον που είχε εγκατασταθεί πρόσφατα στην πόλη μας—έναν οξυδερκή άντρα ο οποίος κατείχε μια περίοπτη θέση ανάμεσα στους Πλατωνικούς—και προόδευσα, και έκανα πολύ μεγάλες βελτιώσεις καθημερινά . . . , ώστε σε λίγο καιρό υπέθεσα ότι είχα γίνει σοφός· τόση», καταλήγει ο Ιουστίνος, «ήταν η ανοησία μου».
Η αναζήτηση του Ιουστίνου για την αλήθεια μέσω επαφής με τους φιλοσόφους αποδείχτηκε μάταιη. Αλλά ενώ διαλογιζόταν στην παραλία, συνάντησε έναν ηλικιωμένο Χριστιανό, «κάποιο γηραλέο άνθρωπο με καθόλου αξιοκαταφρόνητο παρουσιαστικό, που εκδήλωνε πράους και σεβαστούς τρόπους». Η συζήτηση που ακολούθησε κατηύθυνε την προσοχή του στις βασικές Βιβλικές διδασκαλίες οι οποίες έχουν ως επίκεντρό τους την ανάγκη που υπάρχει να αποκτήσει κανείς ακριβή γνώση για τον Θεό.—Ρωμαίους 10:2, 3, ΜΝΚ.
Αυτός ο Χριστιανός, που δεν κατονομάζεται, είπε στον Ιουστίνο: «Υπήρχαν, πριν από πολλά χρόνια, ορισμένοι άντρες πολύ πιο παλιοί απ’ όλους αυτούς που θεωρούνται φιλόσοφοι, οι οποίοι ήταν δίκαιοι και ο Θεός τούς αγαπούσε, και . . . προείπαν γεγονότα που επρόκειτο να συμβούν και τα οποία συμβαίνουν τώρα. Αυτοί ονομάζονται προφήτες. Μόνο αυτοί και είδαν και ανήγγειλαν την αλήθεια στους ανθρώπους, . . . όντας γεμάτοι με το Άγιο Πνεύμα». Ανοίγοντας ακόμα περισσότερο την όρεξη του Ιουστίνου, ο Χριστιανός είπε: «Τα συγγράμματά τους υπάρχουν ακόμα, και όποιος τα έχει διαβάσει βοηθιέται πάρα πολύ να γνωρίσει την αρχή και το τέλος των πραγμάτων». (Ματθαίος 5:6· Πράξεις 3:18) Όπως τον παρότρυνε εκείνος ο ευγενής άντρας, ο Ιουστίνος εξέτασε τις Γραφές με επιμέλεια και φαίνεται ότι απέκτησε αρκετή εκτίμηση γι’ αυτές και για τη Βιβλική προφητεία, όπως γίνεται φανερό από τα συγγράμματά του.
Μια πιο Προσεκτική Ματιά στα Έργα του
Ο Ιουστίνος είχε εντυπωσιαστεί με την αφοβιά των Χριστιανών όταν έρχονταν αντιμέτωποι με το θάνατο. Επίσης εκτιμούσε τις αληθινές διδασκαλίες των Εβραϊκών Γραφών. Για να υποστηρίξει ορισμένα επιχειρήματα στο Διάλογο προς Τρύφωνα, ο Ιουστίνος παρέθεσε από τα βιβλία Γένεσις, Έξοδος, Λευιτικόν, Δευτερονόμιον, 2 Σαμουήλ, 1 Βασιλέων, Ψαλμοί, Ησαΐας, Ιερεμίας, Ιεζεκιήλ, Δανιήλ, Ωσηέ, Ιωήλ, Αμώς, Ιωνάς, Μιχαίας, Ζαχαρίας και Μαλαχίας, καθώς και από τα Ευαγγέλια. Η εκτίμηση που έτρεφε γι’ αυτά τα βιβλία της Αγίας Γραφής γίνεται φανερή στο διάλογό του με τον Τρύφωνα, στον οποίο ο Ιουστίνος ασχολήθηκε με τους Ιουδαίους που πίστευαν στον Μεσσία.
Αναφέρεται ότι ο Ιουστίνος ήταν ευαγγελιστής που διακήρυττε τα καλά νέα σε κάθε ευκαιρία. Πιθανότατα είχε κάνει πολλά ταξίδια. Κάποιο διάστημα το πέρασε στην Έφεσο, και ίσως να έμεινε στη Ρώμη για μια αρκετά μεγάλη χρονική περίοδο.
Τα φιλολογικά έργα του Ιουστίνου περιλαμβάνουν απολογίες που τις έγραψε για να υπερασπίσει τη Χριστιανοσύνη. Στην Πρώτη Απολογία, προσπαθεί να διαλύσει το πυκνό σκοτάδι της ειδωλολατρικής φιλοσοφίας χρησιμοποιώντας το φως από τις Γραφές. Διακηρύττει ότι η σοφία των φιλοσόφων είναι ψεύτικη και μάταιη σε αντίθεση με τα ισχυρά λόγια και έργα του Χριστού. (Παράβαλε Κολοσσαείς 2:8.) Ο Ιουστίνος συνηγορεί υπέρ των καταφρονημένων Χριστιανών με τους οποίους ταυτίζει τον εαυτό του. Μετά τη μεταστροφή του, συνέχισε να φοράει το ένδυμα του φιλοσόφου, λέγοντας ότι είχε βρει τη μόνη αληθινή φιλοσοφία.
Επειδή οι Χριστιανοί του δεύτερου αιώνα αρνούνταν να λατρέψουν τους ειδωλολατρικούς θεούς θεωρούνταν άθεοι. «Δεν είμαστε άθεοι», ανταπάντησε ο Ιουστίνος, «αφού λατρεύουμε τον Κατασκευαστή του σύμπαντος . . . Ο δάσκαλός μας σχετικά μ’ αυτά τα πράγματα είναι ο Ιησούς Χριστός . . . Αυτός είναι ο Γιος του αληθινού Θεού». Σχετικά με την ειδωλολατρία, ο Ιουστίνος είπε: «Αυτοί φτιάχνουν ό,τι αποκαλούν θεό· πράγμα που εμείς το θεωρούμε όχι μόνο ανόητο, αλλά επίσης και προσβλητικό για τον Θεό . . . Τι παραλογισμός! Έκλυτοι άνθρωποι να σχεδιάζουν και να φτιάχνουν θεούς για να τους λατρεύετε».—Ησαΐας 44:14-20.
Με πολυάριθμες αναφορές στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, ο Ιουστίνος εκφράζει την πίστη του στην ανάσταση, στη Χριστιανική ηθική, στο βάφτισμα, στις Βιβλικές προφητείες (ιδιαίτερα εκείνες που σχετίζονται με τον Χριστό) και στις διδασκαλίες του Ιησού. Σχετικά με τον Ιησού, ο Ιουστίνος αναφέρεται στα λόγια του Ησαΐα, λέγοντας: «Τη διακυβέρνηση θα την επωμιστεί [ο Χριστός]».[Ησαΐας 9:6] Ο Ιουστίνος προσθέτει επίσης: «Αν ζητούσαμε μια ανθρώπινη βασιλεία θα έπρεπε επίσης να αρνηθούμε τον Χριστό μας». Αναφέρεται στις δοκιμασίες και στις υποχρεώσεις των Χριστιανών, υποστηρίζει ότι για να αποδίδει κανείς κατάλληλη υπηρεσία στον Θεό απαιτείται να είναι εκτελεστής του θελήματός Του, και περαιτέρω λέει ότι «άτομα επρόκειτο να αποσταλούν από Εκείνον σε κάθε έθνος για να κηρύξουν αυτά τα πράγματα».
Η Δεύτερη Απολογία του Ιουστίνου (όπως πιστεύεται είναι απλώς συνέχεια της πρώτης) απευθύνεται στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο. Ο Ιουστίνος κάνει έκκληση στους Ρωμαίους, αναφέροντας τις εμπειρίες των Χριστιανών οι οποίοι διώκονταν αφού αποκτούσαν ακριβή γνώση για τον Ιησού Χριστό. Η ηθική υπεροχή των διδασκαλιών του Ιησού, η οποία αντανακλόταν στη διαγωγή των πολιτών που ήταν Χριστιανοί, φαίνεται ότι ήταν μικρής αξίας για τις ρωμαϊκές αρχές. Μάλιστα, μόνο και να ομολογούσε κανείς ότι ήταν μαθητής μπορεί να είχε ολέθριες συνέπειες. Σχετικά μ’ έναν προγενέστερο δάσκαλο των Χριστιανικών διδασκαλιών, ο Ιουστίνος παρέθεσε τα λόγια κάποιου Λούκιου, ο οποίος ρώτησε: «Γιατί τιμωρήσατε αυτόν τον άντρα ο οποίος δεν είναι ούτε μοιχός ούτε πόρνος ούτε φονιάς ούτε κλέφτης ούτε ληστής ούτε ένοχος κάποιου άλλου εγκλήματος, αλλά το μόνο που ομολόγησε είναι ότι αποκαλείται Χριστιανός;»
Το μέγεθος της προκατάληψης εναντίον αυτών που ομολογούσαν ότι ήταν Χριστιανοί εκείνον τον καιρό φαίνεται από τη δήλωση του Ιουστίνου: «Και εγώ, επίσης, περιμένω να συνωμοτήσουν εναντίον μου και να προσηλωθώ στον πάσσαλο, από μερικούς τους οποίους έχω ονομάσει, ή ίσως από τον Κρήσκη, αυτόν το λάτρη των παλικαρισμών και των κομπασμών· επειδή αυτός ο άντρας δεν είναι άξιος να φέρει το όνομα του φιλοσόφου, εφόσον μας κατηγορεί δημόσια για ζητήματα που δεν καταλαβαίνει, λέγοντας ότι οι Χριστιανοί είναι άθεοι και ασεβείς, κάνοντάς το αυτό για να κερδίσει την εύνοια του παραπλανημένου όχλου και να τους ευχαριστήσει. Επειδή αν καταφέρεται εναντίον μας χωρίς να έχει διαβάσει τις διδασκαλίες του Χριστού, είναι εντελώς διεφθαρμένος, και ακόμα χειρότερος από τους αμαθείς, οι οποίοι συχνά αποφεύγουν να συζητήσουν ή να ψευδομαρτυρήσουν για ζητήματα που δεν καταλαβαίνουν».
Ο Θάνατός του
Ο Ιουστίνος καταγγέλθηκε στο Ρωμαίο έπαρχο, είτε από τον Κρήσκη είτε από άλλους Κυνικούς, ως υπονομευτής και καταδικάστηκε σε θάνατο. Περίπου το 165 Κ.Χ., αποκεφαλίστηκε στη Ρώμη και έγινε «μάρτυρας». Γι’ αυτό ονομάζεται Ιουστίνος ο Μάρτυρας.
Το συγγραφικό ύφος του Ιουστίνου μπορεί να μην έχει την ακτινοβολία και τη λεπτότητα που έχουν τα έργα άλλων μορφωμένων ανθρώπων της εποχής του, αλλά ο ζήλος του για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη ήταν προφανώς γνήσιος. Σε ποιο βαθμό έζησε σε αρμονία με τις Γραφές και τις διδασκαλίες του Ιησού δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα. Ωστόσο, τα έργα του Ιουστίνου θεωρούνται πολύτιμα για το ιστορικό τους περιεχόμενο και για τις πολλές Γραφικές παραπομπές. Βοηθούν να γνωρίσουμε καλύτερα τη ζωή και τις εμπειρίες εκείνων που ομολογούσαν ότι ήταν Χριστιανοί το δεύτερο αιώνα.
Αξιοσημείωτες είναι οι προσπάθειες του Ιουστίνου να δείξει στους αυτοκράτορες το πόσο άδικο ήταν να διώκουν τους Χριστιανούς. Η απόρριψη από μέρους του της ειδωλολατρικής θρησκείας και φιλοσοφίας χάρη της ακριβούς γνώσης του Λόγου του Θεού μάς θυμίζει ότι στην Αθήνα ο απόστολος Παύλος μίλησε με θάρρος σε Επικούρειους και Στωικούς φιλοσόφους για τον αληθινό Θεό και τον αναστημένο Ιησού Χριστό.—Πράξεις 17:18-34.
Ο ίδιος ο Ιουστίνος είχε κάποια γνώση για την ανάσταση των νεκρών στη διάρκεια της Χιλιετίας. Και πόσο ενισχυτική είναι για την πίστη η αληθινή ελπίδα της Αγίας Γραφής για την ανάσταση! Έχει στηρίξει Χριστιανούς που αντιμετώπιζαν διωγμό και τους έχει ενδυναμώσει να υπομείνουν μεγάλες δοκιμασίες, ακόμα και μέχρι θανάτου.—Ιωάννης 5:28, 29· 1 Κορινθίους 15:16-19· Αποκάλυψις 2:10· 20:4, 12, 13· 21:2-4.
Έτσι, λοιπόν, ο Ιουστίνος επιζητούσε την αλήθεια και απέρριψε την ελληνική φιλοσοφία. Ως απολογητής, υπερασπίστηκε τις διδασκαλίες και τις πράξεις εκείνων που ομολογούσαν ότι ήταν Χριστιανοί. Και επειδή και ο ίδιος ομολογούσε ότι ήταν Χριστιανός, υπέφερε μαρτυρικό θάνατο. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη ήταν η εκτίμηση που έτρεφε ο Ιουστίνος για την αλήθεια και η θαρραλέα μαρτυρία του παρά το διωγμό, επειδή αυτές οι ιδιότητες χαρακτηρίζουν τη ζωή των γνήσιων ακολούθων του Ιησού και σήμερα.—Παροιμίαι 2:4-6· Ιωάννης 10:1-4· Πράξεις 4:29· 3 Ιωάννου 4.