Επιζητούμε Πρώτα τη Βασιλεία
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Η ΟΛΙΒ ΣΠΡΙΝΓΚΕΪΤ
Η μητέρα είχε μόλις σβήσει το κερί και είχε φύγει από το δωμάτιο αφού άκουσε τις προσευχές μας. Ο μικρότερος αδελφός μου αμέσως με ρώτησε: «Όλιβ, πώς μπορεί ο Θεός να μας βλέπει και να μας ακούει μέσα από τοίχους από τούβλα;»
«Η ΜΗΤΕΡΑ λέει ότι εκείνος μπορεί να βλέπει μέσα από οτιδήποτε», απάντησα, «ακόμη και κατευθείαν στην ίδια μας την καρδιά». Η μητέρα ήταν θεοφοβούμενη γυναίκα, διάβαζε με μεγάλο ενδιαφέρον την Αγία Γραφή, και ενστάλαξε σε εμάς τα παιδιά ένα βαθύ σεβασμό για τον Θεό και για τις αρχές της Αγίας Γραφής.
Οι γονείς μας ήταν μέλη της Αγγλικανικής Εκκλησίας στη μικρή πόλη Τσάταμ της Κομητείας Κεντ στην Αγγλία. Αν και η μητέρα εκκλησιαζόταν τακτικά, πίστευε ότι το να είναι κάποιος Χριστιανός σήμαινε περισσότερα από το να ζεσταίνει απλώς το κάθισμα στην εκκλησία μια φορά την εβδομάδα. Ήταν επίσης βέβαιη ότι ο Θεός πρέπει να έχει μόνο μία αληθινή εκκλησία.
Εκτίμηση για την Αλήθεια της Αγίας Γραφής
Το 1918, όταν ήμουν περίπου πέντε ετών, η μητέρα απέκτησε τους τόμους με τίτλο Γραφικαί Μελέται, που είχαν γραφτεί από τον Κάρολο Τ. Ρώσσελ, τον πρώτο πρόεδρο της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά. Έπειτα από μερικά χρόνια, ενώ ζούσαμε σε ένα μικρό μέρος που ονομάζεται Γουίγκμορ, επισκέφτηκε τη μητέρα κάποιος Σπουδαστής της Γραφής, όπως ήταν τότε γνωστοί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Εκείνη δέχτηκε το βοήθημα για Γραφική μελέτη με τίτλο Η Κιθάρα του Θεού, και από αυτό άρχισε να βρίσκει απαντήσεις σε πολλές από τις Γραφικές ερωτήσεις της. Κάθε εβδομάδα ερχόταν με το ταχυδρομείο μια ροζ κάρτα με τυπωμένες ερωτήσεις για κάθε κεφάλαιο. Η κάρτα επίσης έδειχνε πού θα μπορούσαν να βρεθούν οι απαντήσεις στο βιβλίο.
Το 1926 οι γονείς μου, η αδελφή μου, η Μπέριλ, και εγώ εγκαταλείψαμε την Αγγλικανική Εκκλησία επειδή είχαμε αηδιάσει με την ανάμειξη της εκκλησίας στην πολιτική, καθώς επίσης και με πολλές από τις παράλογες διδασκαλίες της. Μια εξέχουσα διδασκαλία ήταν ότι ο Θεός θα βασάνιζε τους ανθρώπους σε όλη την αιωνιότητα σε κάποια πύρινη κόλαση. Η μητέρα μου, η οποία πραγματικά έψαχνε για την αλήθεια της Αγίας Γραφής, ήταν πεπεισμένη ότι η Αγγλικανική Εκκλησία δεν ήταν η αληθινή.
Σύντομα ύστερα από αυτό, σε απάντηση των ένθερμων προσευχών της μητέρας, μας επισκέφτηκε η κ. Τζάκσον, μια Σπουδάστρια της Γραφής. Επί περίπου δύο ώρες, μιλούσε με τη μητέρα και εμένα, απαντώντας στις ερωτήσεις μας από την Αγία Γραφή. Χαρήκαμε που μάθαμε, ανάμεσα σε άλλα πράγματα, ότι οι προσευχές μας θα έπρεπε να απευθύνονται στον Ιεχωβά Θεό, τον Πατέρα του Ιησού Χριστού, και όχι σε κάποια μυστηριώδη Τριάδα. (Ψαλμός 83:18· Ιωάννης 20:17) Αλλά για εμένα η πιο αξέχαστη ερώτηση την οποία έκανε η μητέρα ήταν αυτή: «Τι σημαίνει να επιζητούμε πρώτα τη Βασιλεία;»—Ματθαίος 6:33.
Η βασισμένη στην Αγία Γραφή απάντηση επηρέασε βαθιά τη ζωή μας. Από εκείνη την ίδια εβδομάδα, αρχίσαμε να παρακολουθούμε τις συναθροίσεις των Σπουδαστών της Γραφής και να μεταδίδουμε τα πράγματα που μαθαίναμε σε άλλους. Ήμασταν πεπεισμένες ότι είχαμε βρει την αλήθεια. Έπειτα από μερικούς μήνες, το 1927, η μητέρα βαφτίστηκε συμβολίζοντας την αφιέρωσή της να υπηρετεί τον Ιεχωβά, και το 1930 και εγώ επίσης βαφτίστηκα.
Μπαίνουμε στην Υπηρεσία Σκαπανέα
Η οικογένειά μας παρακολουθούσε τις συναθροίσεις στην Εκκλησία Τζίλινγκαμ, την οποία αποτελούσαν περίπου 25 άτομα. Αρκετοί από αυτούς ήταν ολοχρόνιοι διάκονοι, οι οποίοι ονομάζονταν σκαπανείς, και όλοι είχαν την ουράνια ελπίδα. (Φιλιππησίους 3:14, 20) Ο Χριστιανικός ζήλος τους ήταν μεταδοτικός. Ενώ ήμουν ακόμη έφηβη, έκανα σκαπανικό για ένα μικρό διάστημα στο Βέλγιο στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Αυτό πυροδότησε την επιθυμία μου για περαιτέρω υπηρεσία της Βασιλείας. Εκείνον τον καιρό συμμετείχαμε στη διανομή σε κάθε κληρικό ενός αντιτύπου του βιβλιαρίου Η Βασιλεία, Η Ελπίς του Κόσμου.
Με τον καιρό ο πατέρας μου έγινε πολύ ενάντιος απέναντι στη Χριστιανική μας δραστηριότητα, και αυτός ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους μετακόμισα στο Λονδίνο το 1932 για να πάω στο κολέγιο. Αργότερα δίδαξα σε σχολείο επί τέσσερα χρόνια και στη διάρκεια εκείνης της περιόδου συνδέθηκα με την Εκκλησία Μπλάκχιθ, μια από τις μόνο τέσσερις εκκλησίες που υπήρχαν στο Λονδίνο εκείνη την εποχή. Τότε ήταν που αρχίσαμε να ακούμε εκθέσεις για τους Χριστιανούς αδελφούς και αδελφές μας που ήταν φυλακισμένοι και υπέφεραν στη Γερμανία του Χίτλερ επειδή αρνήθηκαν να υποστηρίξουν τις πολεμικές προσπάθειες του Χίτλερ.
Το 1938, τον ίδιο μήνα που εξόφλησα ένα χρέος για κάποια βιβλία που είχα αποκτήσει, άφησα τη δουλειά μου για να εκπληρώσω την επιθυμία μου να γίνω σκαπάνισσα. Η αδελφή μου, η Μπέριλ, άρχισε το σκαπανικό στο Λονδίνο την ίδια περίοδο, αλλά ζούσε σε διαφορετικό σκαπανικό οίκο. Η πρώτη μου σύντροφος στο σκαπανικό ήταν η Μίλντρεντ Γουίλετ, που αργότερα παντρεύτηκε τον Τζον Μπαρ, ο οποίος είναι τώρα μέλος του Κυβερνώντος Σώματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Μαζί με άλλους στην ομάδα μας, πηγαίναμε με τα ποδήλατα στον τομέα και μέναμε έξω όλη την ημέρα, συχνά παρά τη βροχή.
Τα σύννεφα του πολέμου πλανιόνταν ήδη πάνω από την Ευρώπη. Διεξάγονταν ασκήσεις με αντιασφυξιογόνες μάσκες για τους πολίτες, και είχαν ξεκινήσει οι προετοιμασίες ώστε να διακομιστούν τα παιδιά στην αγγλική ύπαιθρο ή σε μικρές πόλεις σε περίπτωση πολέμου. Είχα βάλει στην άκρη χρήματα που έφταναν μόνο για να αγοράσω ένα ζευγάρι παπούτσια, και δεν υπήρχε η πιθανότητα οικονομικής βοήθειας από τους γονείς μου. Αλλά δεν είχε πει ο Ιησούς: ‘Όλα αυτά τα άλλα πράγματα θα σας προστεθούν αν επιζητείτε πρώτα τη βασιλεία’; (Ματθαίος 6:33) Είχα πλήρη πίστη ότι ο Ιεχωβά θα προμήθευε όλα όσα χρειαζόμουν, και το έχει κάνει αυτό με αφθονία όλα αυτά τα χρόνια. Στη διάρκεια του πολέμου, μερικές φορές συμπλήρωνα τις μικρές μερίδες φαγητού με λαχανικά που μάζευα κατά μήκος του δρόμου καθώς περνούσαν τα φορτωμένα φορτηγά. Επίσης συχνά έβρισκα τροφή ανταλλάσσοντας Γραφικά έντυπα με φρούτα και λαχανικά.
Η αδελφή μου, η Σόνια, γεννήθηκε το 1928. Ήταν μόνο εφτά ετών όταν αφιέρωσε τη ζωή της στον Ιεχωβά. Η Σόνια λέει ότι, ακόμη και σε εκείνη τη νεαρή ηλικία, το σκαπανικό είχε γίνει ο στόχος της. Το 1941, λίγο αργότερα από τότε που συμβόλισε την αφιέρωσή της μέσω του βαφτίσματος, πραγματοποίησε εκείνον το στόχο όταν η ίδια και η μητέρα διορίστηκαν ως σκαπάνισσες στο Κερφίλι, στη Νότια Ουαλία.
Η Διακονία μας στη Διάρκεια των Ετών του Πολέμου
Το Σεπτέμβριο του 1939 άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, και οι Χριστιανοί αδελφοί και αδελφές μας στη Βρετανία φυλακίζονταν για τον ίδιο λόγο που φυλακίζονταν και οι ομόπιστοί τους στη ναζιστική Γερμανία—την ουδέτερη στάση τους σε σχέση με τη συμμετοχή στον πόλεμο. Οι βομβαρδισμοί της Αγγλίας άρχισαν στα μέσα του 1940. Τη μια νύχτα μετά την άλλη, ο κεραυνοβόλος πόλεμος ήταν εκκωφαντικός, αλλά με τη βοήθεια του Ιεχωβά μπορούσαμε να κοιμόμαστε λίγο και να είμαστε ανανεωμένοι για το έργο κηρύγματος την επόμενη ημέρα.
Μερικές φορές πηγαίναμε στον τομέα που είχαμε να κηρύξουμε αλλά βρίσκαμε τα περισσότερα από τα σπίτια ερειπωμένα. Το Νοέμβριο μια βόμβα έπεσε μόλις λίγα μέτρα από το σπίτι στο οποίο μερικοί από εμάς μέναμε, κάνοντας τα τζάμια χιλιάδες κομμάτια. Η βαριά μπροστινή πόρτα συντρίφτηκε και η καπνοδόχος κατέρρευσε. Αφού περάσαμε την υπόλοιπη νύχτα σε κάποιο αντιαεροπορικό καταφύγιο, χωρίσαμε και πήγαμε να μείνουμε στα σπίτια διαφόρων Μαρτύρων.
Σύντομα έπειτα από αυτό έλαβα ένα διορισμό για το Κρόιντον, ένα προάστιο του Λονδίνου. Η σύντροφός μου στο σκαπανικό ήταν η Αν Πάρκιν, της οποίας ο αδελφός, ο Ρον Πάρκιν, αργότερα έγινε ο συντονιστής της Επιτροπής του Τμήματος στο Πόρτο Ρίκο. Έπειτα μετακόμισα στο Μπριτζέντ, στη Νότια Ουαλία, όπου συνέχισα το σκαπανικό, μένοντας επί έξι μήνες σε ένα κάρο που το τραβούσαν άλογα. Από εκεί διανύαμε με το ποδήλατο απόσταση έξι χιλιομέτρων για την κοντινότερη μεγάλη εκκλησία, στο Πορτ Τόλμποτ.
Τότε οι άνθρωποι είχαν γίνει αρκετά εχθρικοί απέναντί μας, χρησιμοποιώντας ταπεινωτικά λόγια εναντίον μας. Αυτό έκανε δύσκολο για εμάς το να βρούμε κατάλυμα, αλλά ο Ιεχωβά φρόντιζε για εμάς όπως υποσχέθηκε.
Αργότερα, οχτώ από εμάς διοριστήκαμε ως ειδικοί σκαπανείς στο Σουόνσι, μια πόλη-λιμάνι στη Νότια Ουαλία. Όσο ο πόλεμος εντεινόταν, τόσο εντεινόταν και η προκατάληψη εναντίον μας. Οι λέξεις «αρουραίοι» και «δειλοί» γράφτηκαν πάνω στον τοίχο του σκαπανικού οίκου μας. Αυτή η εχθρότητα υποκινούνταν κατά κύριο λόγο από τις εκθέσεις εφημερίδων οι οποίες μας καταδίκαζαν για την ουδέτερη στάση μας. Τελικά ένας-ένας, εφτά από εμάς στάλθηκαν στη φυλακή. Πέρασα ένα μήνα στη φυλακή του Κάρντιφ το 1942, και αργότερα η αδελφή μου, η Μπέριλ, επίσης πέρασε λίγο καιρό εκεί. Μολονότι είχαμε λίγα από υλική άποψη και υπομέναμε χλευασμό και ονειδισμό, ήμασταν πλούσιοι από πνευματική άποψη.
Στο μεταξύ, η μητέρα και η Σόνια ήταν σκαπάνισσες στο Κερφίλι και είχαν παρόμοιες εμπειρίες. Η πρώτη Γραφική μελέτη που διεξήγαγε η Σόνια ήταν με μια κυρία την οποία διευθέτησε να επισκεφτεί κάποια Παρασκευή βράδυ. Η Σόνια ήταν σίγουρη ότι η μητέρα θα τη συνόδευε, αλλά η μητέρα εξήγησε: «Έχω κάποιο άλλο ραντεβού. Εσύ έχεις κάνει τη διευθέτηση, έτσι απλώς θα πρέπει να πας μόνη σου». Μολονότι η Σόνια ήταν μόνο 13 ετών, πήγε μόνη της, και η κυρία έκανε καλή πνευματική πρόοδο, και αργότερα έγινε αφιερωμένη Μάρτυρας.
Μεταπολεμική Δράση—Έπειτα Γαλαάδ
Όταν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε το 1945, εργαζόμουν σε κάποιον απομονωμένο τομέα στο Γουέιλι Μπριτζ, στο Ντέρμπισαϊρ. Το πρωί που ανακοινώθηκε η κατάπαυση του πυρός, επισκεφτήκαμε και παρηγορήσαμε τους ανθρώπους οι οποίοι είχαν πια κουραστεί εντελώς με τον πόλεμο—με τα ορφανά, τις χήρες και τα ακρωτηριασμένα σώματα που προέκυψαν από αυτόν.
Έπειτα από μερικούς μήνες, η Εταιρία ζήτησε εθελοντές για το κήρυγμα στην Ιρλανδία, το Σμαραγδένιο Νησί. Εκείνον τον καιρό υπήρχαν μόνο περίπου 140 Μάρτυρες του Ιεχωβά στο νησί, έτσι αυτό θεωρούνταν ιεραποστολικός τομέας. Μέσα σε λίγους μήνες, περίπου 40 ειδικοί σκαπανείς διορίστηκαν εκεί, και εγώ ήμουν ανάμεσα σε αυτούς.
Αφού εργάστηκα για μια περίοδο στο Κόουλρεϊν και στο Κουκστάουν που είναι στα βόρεια, διορίστηκα μαζί με άλλα τρία άτομα στην Ντρόεντα, στην ανατολική ακτή. Μολονότι οι Ιρλανδοί από τη φύση τους είναι πολύ ζεστοί και φιλόξενοι, η θρησκευτική προκατάληψη ήταν μεγάλη. Έτσι, στη διάρκεια ενός ολόκληρου έτους, μπορέσαμε να δώσουμε στους ανθρώπους μόνο λίγα βοηθήματα Γραφικής μελέτης (στην πραγματικότητα μόνο ένα βιβλίο και μερικά βιβλιάρια).
Στη διάρκεια της παραμονής μας στην Ντρόεντα, πήγαινα με το ποδήλατο από ένα αγρόκτημα σε κάποιο άλλο όταν ένας νεαρός αγρότης ξαφνικά ξεπρόβαλε στο δρόμο μέσα από το φράχτη από θάμνους. Κοίταξε πάνω-κάτω το δρόμο, έπειτα ρώτησε με χαμηλή φωνή: «Είσαι Μάρτυρας του Ιεχωβά;» Όταν απάντησα ότι ήμουν, συνέχισε: «Χτες τη νύχτα είχα έναν άσχημο καβγά με την αρραβωνιαστικιά μου σχετικά με εσάς κορίτσια, και χωρίσαμε. Αυτή επέμενε ότι είστε κομμουνιστές, όπως λένε οι Καθολικοί ιερείς και οι εφημερίδες, αλλά εγώ υποστήριξα ότι δεν θα μπορούσε να είναι αλήθεια, αφού εσείς πηγαίνετε φανερά από σπίτι σε σπίτι».
Του έδωσα ένα βιβλιάριο να διαβάσει, το οποίο έκρυψε μέσα στην τσέπη του, και διευθετήσαμε να συναντηθούμε και να μιλήσουμε περισσότερο αφού σκοτεινιάσει, επειδή είπε: «Αν με δουν να μιλάω σε εσένα, θα χάσω τη δουλειά μου». Εκείνη τη νύχτα, δύο από εμάς τον συναντήσαμε και απαντήσαμε στις πολλές ερωτήσεις του. Φαινόταν ότι είχε πειστεί πως αυτή ήταν η αλήθεια και υποσχέθηκε να έρθει στο σπίτι μας κάποια άλλη νύχτα για να μάθει περισσότερα. Ουδέποτε ήρθε και έτσι νομίσαμε ότι μερικοί από τους ποδηλάτες που περνούσαν από εκεί πρέπει να τον αναγνώρισαν την πρώτη νύχτα, και πιθανώς να έχασε τη δουλειά του. Αναρωτιόμαστε συχνά αν έγινε ποτέ Μάρτυρας.
Αφού παρακολουθήσαμε τη συνέλευση περιφερείας στο Μπράιτον στη νότια ακτή της Αγγλίας το 1949, αρκετοί από εμάς λάβαμε προσκλήσεις για τη Βιβλική Σχολή Γαλαάδ της Σκοπιάς στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. Ένα σύνολο 26 ατόμων από τη Βρετανία παρακολούθησε τη 15η τάξη, η οποία αποφοίτησε στις 30 Ιουλίου 1950, στη διάρκεια της διεθνούς συνέλευσης στο Στάδιο Γιάνκι.
Η Διακονία μας στη Βραζιλία
Το επόμενο έτος διορίστηκα στο Σάο Πάουλο, στη Βραζιλία, μια από τις πλέον γοργά αναπτυσσόμενες πόλεις στον κόσμο. Εκείνον τον καιρό είχε μόλις πέντε εκκλησίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά, αλλά τώρα υπάρχουν σχεδόν 600 εκκλησίες! Τι αντίθεση που υπήρχε από το έργο στην Ιρλανδία! Πολλά από τα σπίτια του τομέα μας στο Σάο Πάουλο ήταν αρχοντικά, περιφραγμένα από ψηλούς σιδερένιους φράχτες με καλλιτεχνικά σφυρηλατημένες καγκελόπορτες. Καλούσαμε τον ιδιοκτήτη του σπιτιού ή την οικιακή βοηθό χτυπώντας παλαμάκια.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, υπήρχαν νέοι διορισμοί. Είχα το προνόμιο να βοηθήσω στο σχηματισμό νέων εκκλησιών σε διάφορα μέρη στο εσωτερικό της πολιτείας του Σάο Πάουλο, περιλαμβανομένης μιας εκκλησίας στο Ζουντιέ το 1955 και άλλης μιας στο Πιρασικάμπα το 1958. Αργότερα, το 1960, η αδελφή μου η Σόνια έγινε η σύντροφός μου στο ιεραποστολικό έργο, και διοριστήκαμε στο Πόρτο Αλέγκρε, την πρωτεύουσα της πολιτείας Ρίο Γκράντε ντου Σουλ. Ίσως αναρωτιέστε, πώς έφτασε εκείνη στη Βραζιλία;
Η Σόνια και η μητέρα συνέχισαν να κάνουν σκαπανικό μαζί στην Αγγλία μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η μητέρα έκανε εγχείρηση για καρκίνο, πράγμα το οποίο την έκανε πολύ αδύναμη για να πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι, αν και μπορούσε να διεξάγει Γραφικές μελέτες και να γράφει γράμματα. Η Σόνια συνέχιζε στο έργο σκαπανέα, και ταυτόχρονα βοηθούσε στη φροντίδα της μητέρας. Το 1959, η Σόνια είχε το προνόμιο να παρακολουθήσει την 33η τάξη της Γαλαάδ και διορίστηκε στη Βραζιλία. Στο μεταξύ, η Μπέριλ φρόντιζε για τη μητέρα μέχρι το θάνατό της το 1962. Η Μπέριλ μέχρι τότε είχε παντρευτεί, και αυτή και η οικογένειά της υπηρετούν πιστά τον Ιεχωβά.
Στη Βραζιλία, η Σόνια και εγώ βοηθήσαμε αρκετούς ανθρώπους να φτάσουν στην αφιέρωση και στο βάφτισμα. Ωστόσο, ένα από τα προβλήματα τα οποία αρκετοί Βραζιλιάνοι είχαν ήταν σχετικά με τη νομιμοποίηση του γάμου τους. Εξαιτίας της δυσκολίας που υπήρχε στο να πάρει κάποιος διαζύγιο στη Βραζιλία, δεν ήταν ασυνήθιστο για ζευγάρια απλώς να ζουν μαζί χωρίς τα οφέλη του γάμου. Αυτό αλήθευε ιδιαίτερα στην περίπτωση κατά την οποία ο ένας από τους συντρόφους ήταν χωρισμένος από τον προηγούμενο νόμιμο γαμήλιο σύντροφο.
Κάποια κυρία με το όνομα Εύα ήταν σε αυτή την κατάσταση όταν την επισκέφτηκα. Ο νόμιμος σύντροφός της είχε εξαφανιστεί, και έτσι, για να τον βρει, κάναμε ανακοίνωση από το ραδιόφωνο. Όταν ο σύζυγός της βρέθηκε, τη συνόδευσα σε μια άλλη πόλη για να πάρει την υπογραφή του σε ένα έγγραφο το οποίο θα την καθιστούσε ελεύθερη ώστε να μπορεί να νομιμοποιήσει το δεσμό που είχε με τον ανύπαντρο άντρα με τον οποίο συζούσε. Στην ακρόαση ενώπιον του δικαστή, αυτός ζήτησε και από την Εύα και από εμένα να εξηγήσουμε γιατί ήθελε να τακτοποιήσει τη γαμήλια κατάστασή της. Ο δικαστής εξέφρασε έκπληξη και επίσης ικανοποίηση όταν του το εξηγήσαμε.
Σε μια άλλη περίπτωση, συνόδευσα κάποια γυναίκα με την οποία έκανα Γραφική μελέτη προκειμένου να διευθετήσω ώστε να αναλάβει ένας δικηγόρος την υπόθεσή της. Δόθηκε και πάλι καλή μαρτυρία σχετικά με το γάμο και τους ηθικούς κανόνες του Θεού. Σε αυτή την περίπτωση το κόστος του διαζυγίου ήταν τόσο υψηλό ώστε και οι δύο σύντροφοι έπρεπε να εργαστούν για να πληρώσουν τα έξοδα. Αλλά αυτοί οι καινούριοι σπουδαστές της Αγίας Γραφής θεωρούσαν ότι άξιζε την προσπάθεια. Η Σόνια και εγώ είχαμε το προνόμιο να είμαστε μάρτυρες στο γάμο τους, και έπειτα, μαζί με τα τρία έφηβα παιδιά τους, ακούσαμε μια σύντομη Γραφική ομιλία στο σπίτι τους.
Μια Πλούσια, Ανταμειφτική Ζωή
Όταν η Σόνια και εγώ αφιερώσαμε τη ζωή μας στον Ιεχωβά και γίναμε σκαπάνισσες, είχαμε σκοπό, αν ήταν δυνατόν, να αποτελέσει η ολοχρόνια υπηρεσία τη σταδιοδρομία της ζωής μας. Ποτέ δεν μας απασχολούσε πολύ η σκέψη τού τι θα συνέβαινε στα μετέπειτα χρόνια ή στην περίπτωση ασθένειας ή οικονομικών δυσκολιών. Ωστόσο, ακριβώς όπως ο Ιεχωβά υποσχέθηκε, ποτέ δεν εγκαταλειφτήκαμε.—Εβραίους 13:6.
Ναι, η έλλειψη χρημάτων υπήρξε μερικές φορές πρόβλημα. Κάποτε, η σύντροφός μου και εγώ τρώγαμε σάντουιτς με μαϊντανό για γεύμα επί έναν ολόκληρο χρόνο, αλλά ποτέ δεν πεινάσαμε ούτε μας έλειψαν τα αναγκαία.
Καθώς τα χρόνια περνούν, η ενεργητικότητά μας έχει μειωθεί ανάλογα. Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1980, και οι δυο μας κάναμε σοβαρές εγχειρήσεις οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα μια οδυνηρή δοκιμασία για εμάς, αφού οι δραστηριότητές μας στο κήρυγμα μειώθηκαν πολύ. Τον Ιανουάριο του 1987, προσκληθήκαμε να γίνουμε μέλη του προσωπικού στα κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Βραζιλία.
Η μεγάλη οικογένειά μας που αποτελείται από χίλιους και πλέον διακόνους βρίσκεται περίπου 140 χιλιόμετρα έξω από το Σάο Πάουλο σε ένα όμορφο οικοδομικό συγκρότημα, όπου τυπώνουμε Γραφικά έντυπα για τη Βραζιλία και για άλλα μέρη της Νότιας Αμερικής. Εδώ λαβαίνουμε στοργική φροντίδα από αφοσιωμένους δούλους του Θεού. Όταν ήρθα αρχικά στη Βραζιλία το 1951, υπήρχαν 4.000 περίπου κήρυκες του αγγέλματος της Βασιλείας, αλλά τώρα υπάρχουν πάνω από 366.000! Ο σπλαχνικός ουράνιος Πατέρας μας έχει πραγματικά προσθέσει σε εμάς ‘όλα τα άλλα πράγματα’ επειδή έχουμε επιζητήσει πρώτα τη Βασιλεία του.—Ματθαίος 6:33.
[Εικόνα στη σελίδα 22]
Η Όλιβ με τη Μίλντρεντ Γουίλετ πλάι σε ένα καρότσι που χρησιμοποιούνταν για διαφήμιση, το 1939
[Εικόνα στη σελίδα 25]
Η Όλιβ και η Σόνια Σπρινγκέιτ