Ο Τυπογράφος που Άφησε το Αποτύπωμά Του
ΜΗΠΩΣ θελήσατε ποτέ να εντοπίσετε κάποια περικοπή στην Αγία Γραφή αλλά δεν μπορούσατε να θυμηθείτε πού βρίσκεται; Ωστόσο, αν θυμηθήκατε μία μόνο λέξη, μπορέσατε να τη βρείτε χρησιμοποιώντας κάποιο ταμείο της Αγίας Γραφής. Ή, ίσως να παρακολουθήσατε μια Χριστιανική συγκέντρωση όπου εκατοντάδες, ακόμη και χιλιάδες, άτομα στο ακροατήριο μπορούσαν να ανοίξουν την Αγία Γραφή τους και να διαβάσουν κάποια περικοπή λίγα μόνο δευτερόλεπτα αφότου αυτή είχε παρατεθεί.
Και στις δύο περιπτώσεις, οφείλετε κάτι σε έναν άνθρωπο τον οποίο ίσως να μη γνωρίζετε. Αυτός διευκόλυνε τη μελέτη σας γύρω από την Αγία Γραφή, και επίσης συνέβαλε στο να διασφαλιστεί η ακρίβεια των Αγίων Γραφών που έχουμε σήμερα. Μάλιστα επηρέασε και την εμφάνιση που έχουν πολλές Άγιες Γραφές.
Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Ρομπέρ Εστιέν.a Ήταν τυπογράφος, γιος τυπογράφου, στο Παρίσι της Γαλλίας, περίπου στις αρχές του 16ου αιώνα. Αυτή ήταν η εποχή της Αναγέννησης και της Μεταρρύθμισης. Το τυπογραφικό πιεστήριο έγινε μέσο διάδοσης και των δύο. Ο Ανρί Εστιέν, ο πατέρας του Ρομπέρ, ήταν φημισμένος τυπογράφος και είχε εκδώσει μερικά από τα καλύτερα βιβλία που τέθηκαν σε κυκλοφορία κατά την Αναγέννηση. Το έργο του περιλάμβανε ακαδημαϊκά και Βιβλικά συγγράμματα για το Πανεπιστήμιο του Παρισιού και τη θεολογική σχολή του—τη Σορβόνη.
Ας επικεντρώσουμε, όμως, την προσοχή μας στο γιο, τον Ρομπέρ Εστιέν. Λίγα πράγματα είναι γνωστά για την επίσημη εκπαίδευση που έλαβε. Ωστόσο, από νεαρή ηλικία κατείχε τη λατινική γλώσσα, και σύντομα έμαθε την ελληνική καθώς και την εβραϊκή. Από τον πατέρα του, ο Ρομπέρ έμαθε την τέχνη της τυπογραφίας. Όταν ανέλαβε το τυπογραφείο του Ανρί το 1526, ο Ρομπέρ Εστιέν ήταν ήδη γνωστός ως λόγιος με υψηλό γλωσσικό επίπεδο. Μολονότι εξέδωσε κριτικές εκδόσεις της λατινικής φιλολογίας καθώς και άλλα έργα λογίων, η πρώτη και αδιαμφισβήτητη αγάπη του ήταν η Αγία Γραφή. Ανυπόμονος να επιτελέσει για τη λατινική Αγία Γραφή αυτά που ήδη είχαν γίνει για τα λατινικά κλασικά έργα, ο Εστιέν προχώρησε για να αποκαταστήσει όσο το δυνατόν πιο πιστά το πρωτότυπο κείμενο της λατινικής Βουλγάτας του Ιερώνυμου, του πέμπτου αιώνα.
Μια Βελτιωμένη Βουλγάτα
Ο Ιερώνυμος είχε κάνει τη μετάφρασή του από το πρωτότυπο εβραϊκό και ελληνικό κείμενο της Αγίας Γραφής, αλλά την εποχή του Εστιέν η Βουλγάτα υπήρχε ήδη επί χίλια χρόνια. Είχαν παρεισφρήσει πολλά λάθη και αλλοιώσεις ως αποτέλεσμα του έργου αντιγραφής της Βουλγάτας που γινόταν επί γενιές. Επιπλέον, στη διάρκεια του Μεσαίωνα, τα θεόπνευστα λόγια της Αγίας Γραφής είχαν επισκιαστεί από ένα συνονθύλευμα μεσαιωνικών μύθων, παραφρασμένων περικοπών και νόθων παρεμβολών. Αυτά είχαν αναμειχτεί σε τέτοιο βαθμό με το κείμενο της Αγίας Γραφής ώστε άρχισαν να γίνονται αποδεκτά ως θεόπνευστα συγγράμματα.
Προκειμένου να απομακρύνει οτιδήποτε δεν ήταν αυθεντικό, ο Εστιέν εφάρμοσε τις μεθόδους κριτικής κειμένου οι οποίες χρησιμοποιούνταν για τη μελέτη της κλασικής φιλολογίας. Έψαξε και βρήκε τα παλαιότερα και καλύτερα χειρόγραφα που ήταν διαθέσιμα. Στις βιβλιοθήκες που υπήρχαν στο Παρίσι και στα περίχωρά του και σε μέρη όπως το Εβρέ και το Σουασόν, ανακάλυψε πολλά αρχαία χειρόγραφα, ένα από τα οποία προφανώς χρονολογείται από τον έκτο αιώνα. Ο Εστιέν αντιπαρέβαλε προσεκτικά τα διάφορα λατινικά κείμενα περικοπή προς περικοπή, και επέλεξε μόνο τις περικοπές που φαίνονταν ως οι πιο αξιόπιστες. Το έργο που προέκυψε, η Αγία Γραφή του Εστιέν, εκδόθηκε αρχικά το 1528 και αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός για τη βελτίωση της ακρίβειας του κειμένου της Αγίας Γραφής. Ο Εστιέν προχώρησε και σε άλλες βελτιωμένες εκδόσεις. Άλλοι πριν από αυτόν είχαν προσπαθήσει να διορθώσουν τη Βουλγάτα, αλλά αυτή ήταν η πρώτη έκδοση που παρείχε αποτελεσματικά μέσα κριτικής κειμένου. Στα περιθώρια, ο Εστιέν υποδείκνυε τα σημεία στα οποία είχε παραλείψει ορισμένες αμφίβολες περικοπές ή στα οποία μπορούσαν να υπάρξουν περισσότερες από μία αποδόσεις. Επίσης ανέφερε τις πηγές των χειρογράφων οι οποίες παρείχαν το δικαίωμα για να γίνουν αυτές οι διορθώσεις.
Ο Εστιέν εισήγαγε πολλά άλλα χαρακτηριστικά τα οποία ήταν εντελώς πρωτοποριακά για το 16ο αιώνα. Έκανε ένα διαχωρισμό ανάμεσα στα Απόκρυφα βιβλία και στο Λόγο του Θεού. Κατέταξε το βιβλίο των Πράξεων μετά τα Ευαγγέλια και πριν από τις επιστολές του Παύλου. Στο πάνω μέρος κάθε σελίδας, πρόσθεσε μερικές βασικές λέξεις που θα βοηθούσαν τους αναγνώστες να εντοπίσουν συγκεκριμένες περικοπές. Αυτό είναι το παλαιότερο δείγμα αυτού που σήμερα συνηθίζουμε να ονομάζουμε επικεφαλίδα. Αντί να χρησιμοποιήσει τους πολύ παχείς γοτθικούς χαρακτήρες, ή αλλιώς μαύρα γράμματα, οι οποίοι προέρχονται από τη Γερμανία, ο Εστιέν ήταν από τους πρώτους που τύπωσαν ολόκληρη την Αγία Γραφή με τους πιο λεπτούς και ευανάγνωστους ρωμαϊκούς χαρακτήρες που χρησιμοποιούνται τώρα ευρέως. Επίσης πρόσθεσε πολλές διασταυρούμενες παραπομπές και φιλολογικές σημειώσεις που θα βοηθούσαν στην αποσαφήνιση ορισμένων περικοπών.
Πολλοί ευγενείς και ανώτεροι κληρικοί έτρεφαν εκτίμηση για την Αγία Γραφή του Εστιέν, επειδή ήταν καλύτερη από κάθε άλλη τυπωμένη έκδοση της Βουλγάτας. Χάρη στην ομορφιά, στη δεξιοτεχνία και στη χρησιμότητά της, η έκδοσή του καθιερώθηκε και σύντομα αποτέλεσε αντικείμενο μίμησης σε όλη την Ευρώπη.
Ο Βασιλικός Τυπογράφος
«Είδες άνθρωπον επιτήδειον εις τα έργα αυτού; αυτός θέλει παρασταθή ενώπιον βασιλέων», αναφέρει το εδάφιο Παροιμίαι 22:29. Η ευρηματική δεξιοτεχνία και η γλωσσική ικανότητα του Εστιέν δεν πέρασαν απαρατήρητες από τον Φραγκίσκο Α΄, το βασιλιά της Γαλλίας. Ο Εστιέν έγινε ο τυπογράφος του βασιλιά για τη λατινική, την εβραϊκή και την ελληνική γλώσσα. Με αυτή την ιδιότητα, ο Εστιέν παρήγαγε μερικά από τα έργα που εξακολουθούν να αποτελούν αριστουργήματα της γαλλικής τυπογραφίας. Το 1539 άρχισε να παράγει την πρώτη και την καλύτερη ολοκληρωμένη Αγία Γραφή στην εβραϊκή που τυπώθηκε στη Γαλλία. Το 1540 εισήγαγε εικόνες στη λατινική Αγία Γραφή του. Όμως, αντί για τις συνηθισμένες φανταστικές απεικονίσεις Βιβλικών γεγονότων, που ήταν κοινές κατά το Μεσαίωνα, ο Εστιέν χρησιμοποίησε διδακτικά σχέδια βασισμένα σε αρχαιολογικά αποδεικτικά στοιχεία ή στις μετρήσεις και στις περιγραφές που υπάρχουν στην ίδια την Αγία Γραφή. Αυτές οι τυπωμένες ξυλογραφίες απεικόνιζαν με λεπτομέρειες αντικείμενα όπως είναι η κιβωτός της διαθήκης, τα ενδύματα του αρχιερέα, η σκηνή του μαρτυρίου και ο ναός του Σολομώντα.
Χρησιμοποιώντας την ειδική οικογένεια ελληνικών χαρακτήρων, την οποία είχε παραγγείλει για την εκτύπωση της συλλογής χειρογράφων του βασιλιά, ο Εστιέν προχώρησε για να τυπώσει την πρώτη κριτική έκδοση των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Μολονότι οι πρώτες δύο εκδόσεις του ελληνικού κειμένου του Εστιέν ήταν λίγο μόνο καλύτερες από το έργο του Ντεζιντέριους Έρασμου, στην τρίτη έκδοση του 1550 ο Εστιέν πρόσθεσε τις αντιπαραβολές και τις παραπομπές από 15 περίπου χειρόγραφα, στα οποία περιλαμβάνονταν ο Κώδικας του Βέζα, του πέμπτου αιώνα Κ.Χ., και η Βίβλος των Εβδομήκοντα. Αυτή η έκδοση του Εστιέν έγινε τόσο ευρέως αποδεκτή ώστε αργότερα αποτέλεσε τη βάση για το αποκαλούμενο Τέξτους Ρεσέπτους (Textus Receptus), ή αλλιώς Παραδεδεγμένο Κείμενο, στο οποίο βασίστηκαν πολλές μεταγενέστερες μεταφράσεις, περιλαμβανομένης και της Μετάφρασης Βασιλέως Ιακώβου, του 1611.
Η Σορβόνη Εναντίον της Μεταρρύθμισης
Καθώς οι απόψεις του Λούθηρου και άλλων Μεταρρυθμιστών εξαπλώνονταν σε όλη την Ευρώπη, η Καθολική Εκκλησία επιζητούσε να ελέγχει τη σκέψη των ανθρώπων καθορίζοντας το τι θα διάβαζαν. Στις 15 Ιουνίου 1520, ο Πάπας Λέων Ι΄ είχε εκδώσει μια βούλα με την οποία διέταζε να μην τυπώνονται, πουλιούνται ή διαβάζονται σε οποιαδήποτε Καθολική χώρα βιβλία που περιείχαν «αιρετικές ιδέες», και απαιτούσε να επιβάλουν οι κοσμικές εξουσίες τη βούλα στο χώρο της επικράτειάς τους. Στην Αγγλία, ο Βασιλιάς Ερρίκος Η΄ ανέθεσε το έργο της λογοκρισίας στον Καθολικό επίσκοπο Κάθμπερτ Τένσταλ. Ωστόσο, στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, η αδιαμφισβήτητη αυθεντία σε δογματικά ζητήματα, δεύτερη μετά τον πάπα, ήταν η σχολή των θεολόγων στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού—η Σορβόνη.
Η Σορβόνη ήταν η φωνή της Καθολικής ορθοδοξίας. Επί αιώνες, θεωρούνταν το προπύργιο της Καθολικής πίστης. Οι λογοκριτές της Σορβόνης αντιτίθονταν σε κάθε κριτική έκδοση και σε κάθε μετάφραση της Βουλγάτας στην καθομιλουμένη, θεωρώντας τες όχι μόνο «άχρηστες για την εκκλησία αλλά και επιβλαβείς». Αυτό δεν ήταν παράξενο σε μια εποχή κατά την οποία οι Μεταρρυθμιστές έθεταν υπό αμφισβήτηση τα εκκλησιαστικά δόγματα, τις τελετές και τις παραδόσεις που δεν βασίζονταν στην αυθεντία των Γραφών. Όμως, πολλοί θεολόγοι στη Σορβόνη θεωρούσαν τα λατρευτικά δόγματα της εκκλησίας σπουδαιότερα από μια ακριβή απόδοση της ίδιας της Αγίας Γραφής. Κάποιος θεολόγος είπε: «Από τη στιγμή που εδραιώνονται τα δόγματα, οι Γραφές μοιάζουν με τη σκαλωσιά που απομακρύνεται μόλις χτιστεί ο τοίχος». Τα περισσότερα μέλη της σχολής είχαν άγνοια της εβραϊκής και της ελληνικής γλώσσας· ωστόσο, περιφρονούσαν τις μελέτες του Εστιέν και άλλων λογίων της Αναγέννησης οι οποίοι διερευνούσαν τις αρχικές έννοιες των λέξεων που χρησιμοποιούνται στην Αγία Γραφή. Κάποιος καθηγητής της Σορβόνης αποτόλμησε μάλιστα να πει ότι «η διάδοση της γνώσης της ελληνικής και της εβραϊκής γλώσσας θα μπορούσε να καταλήξει στην καταστροφή όλων των θρησκειών».
Η Σορβόνη Επιτίθεται
Μολονότι οι πρώτες εκδόσεις της Βουλγάτας του Εστιέν εγκρίθηκαν από τους λογοκριτές της σχολής, αυτό δεν έγινε χωρίς αντιδράσεις. Παλαιότερα, το 13ο αιώνα, η Βουλγάτα είχε ανακηρυχτεί η επίσημη Αγία Γραφή του πανεπιστημίου, και για πολλούς ανθρώπους το κείμενό της ήταν αλάθητο. Η σχολή μάλιστα είχε κατηγορήσει τον σεβαστό λόγιο Έρασμο για το έργο του σχετικά με τη Βουλγάτα. Το γεγονός ότι κάποιος ντόπιος τυπογράφος, ο οποίος ήταν λαϊκός, θα είχε την τόλμη να διορθώσει το επίσημο κείμενο ήταν ανησυχητικό για μερικούς.
Ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, οι περιθωριακές σημειώσεις του Εστιέν ήταν εκείνες που ανησυχούσαν τους θεολόγους. Οι σημειώσεις γεννούσαν αμφιβολίες για τη γνησιότητα του κειμένου της Βουλγάτας. Η επιθυμία του Εστιέν να αποσαφηνίσει ορισμένες περικοπές κατέληξε στο να κατηγορηθεί ότι παρενέβαινε σε θεολογικά ζητήματα. Αυτός αρνήθηκε την κατηγορία, ισχυριζόμενος ότι οι σημειώσεις του ήταν απλώς σύντομες περιλήψεις ή είχαν φιλολογικό χαρακτήρα. Λόγου χάρη, η σημείωσή του στο εδάφιο Γένεσις 37:35 εξηγούσε ότι η λέξη «κόλαση» [infernum, στη λατινική] δεν θα μπορούσε εκεί να εννοηθεί ότι είναι ένας τόπος στον οποίο τιμωρούνται οι πονηροί. Η σχολή τον κατηγόρησε ότι αρνιόταν την αθανασία της ψυχής και τη μεσολαβητική εξουσία των «αγίων».
Εντούτοις, ο Εστιέν είχε την εύνοια και την προστασία του βασιλιά. Ο Φραγκίσκος Α΄ εκδήλωνε μεγάλο ενδιαφέρον για τις μελέτες της Αναγέννησης, ιδιαίτερα για το έργο του βασιλικού του τυπογράφου. Λέγεται ότι ο Φραγκίσκος Α΄ επισκεπτόταν μάλιστα τον Εστιέν, και σε κάποια περίπτωση περίμενε υπομονετικά ενόσω ο Εστιέν έκανε μερικές τελικές διορθώσεις σε ένα κείμενο. Με την υποστήριξη του βασιλιά, ο Εστιέν αντέκρουσε τη Σορβόνη.
Οι Θεολόγοι Θέτουν υπό Απαγόρευση τις Άγιες Γραφές Του
Ωστόσο, το 1545 διάφορα γεγονότα έγιναν αιτία να επικεντρωθεί στον Εστιέν όλη η οργή της σχολής της Σορβόνης. Έχοντας διακρίνει τα οφέλη της παρουσίασης ενός κοινού μετώπου ενάντια στους Μεταρρυθμιστές, τα Καθολικά πανεπιστήμια της Κολωνίας (Γερμανία), της Λουβέν (Βέλγιο) και του Παρισιού είχαν συμφωνήσει παλαιότερα να συνεργαστούν στο ζήτημα της λογοκρισίας των ανορθόδοξων διδασκαλιών. Όταν οι θεολόγοι του Πανεπιστημίου της Λουβέν έγραψαν στη Σορβόνη εκφράζοντας την έκπληξή τους για το γεγονός ότι οι Άγιες Γραφές του Εστιέν δεν εμφανίζονταν στον κατάλογο του Παρισιού που περιείχε τα καταδικασμένα βιβλία, η Σορβόνη απάντησε αναληθώς ότι θα τις είχαν όντως καταδικάσει αν τις είχαν δει. Οι εχθροί του Εστιέν που ήταν μέλη της σχολής ένιωθαν πλέον πεπεισμένοι ότι η συνδυασμένη επιρροή των σχολών της Λουβέν και του Παρισιού θα επαρκούσε για να πειστεί ο Φραγκίσκος Α΄ σχετικά με τα λάθη του τυπογράφου του.
Εν τω μεταξύ, ο Εστιέν, ο οποίος είχε προειδοποιηθεί για τις προθέσεις των εχθρών του, πήγε πρώτος στο βασιλιά. Ο Εστιέν εισηγήθηκε ότι, αν οι θεολόγοι ετοίμαζαν έναν κατάλογο των λαθών που είχαν βρει, εκείνος ήταν πλήρως διατεθειμένος να τον τυπώσει μαζί με τις διορθώσεις των θεολόγων και να τα συμπεριλάβει σε κάθε Αγία Γραφή που θα πουλιόταν. Αυτή η λύση κέρδισε την εύνοια του βασιλιά. Αυτός ανέθεσε στον Πιερ ντι Σαστέλ, το βασιλικό του αναγνώστη, να φροντίσει για το ζήτημα. Τον Οκτώβριο του 1546 η σχολή έγραψε στον Ντι Σαστέλ καταγγέλλοντας ότι οι Άγιες Γραφές του Εστιέν αποτελούσαν «τροφή για εκείνους που αρνούνται την Πίστη μας και υποστηρίζουν τις υπάρχουσες . . . αιρέσεις», και ότι ήταν γεμάτες με τόσα λάθη ώστε άξιζε να «εκλείψουν και να εξαλειφτούν στο σύνολό» τους. Αμετάπειστος, ο βασιλιάς διέταξε τώρα προσωπικά τη σχολή να διατυπώσει τις κατηγορίες ώστε να τυπωθούν μαζί με τις Άγιες Γραφές του Εστιέν. Υποσχέθηκαν ότι θα το κάνουν, αλλά στην πραγματικότητα έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αποφύγουν να ετοιμάσουν το λεπτομερή κατάλογο με τα υποτιθέμενα λάθη.
Ο Φραγκίσκος Α΄ πέθανε το Μάρτιο του 1547, και μαζί του χάθηκε ο πιο ισχυρός σύμμαχος του Εστιέν ενάντια στην εξουσία της Σορβόνης. Όταν ο Ερρίκος Β΄ ανέβηκε στο θρόνο, εξέδωσε εκ νέου την εντολή του πατέρα του να διατυπώσει η σχολή τις κατηγορίες της. Ωστόσο, παρατηρώντας τον τρόπο με τον οποίο οι Γερμανοί πρίγκιπες χρησιμοποιούσαν τη Μεταρρύθμιση για πολιτικούς σκοπούς, ο Ερρίκος Β΄ δεν ενδιαφερόταν τόσο για τα υποτιθέμενα πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα των Αγίων Γραφών του βασιλικού τυπογράφου όσο για να διατηρήσει τη Γαλλία Καθολική χώρα και ενωμένη υπό το νέο της βασιλιά. Στις 10 Δεκεμβρίου 1547, το Συμβούλιο του Βασιλιά αποφάσισε ότι οι πωλήσεις των Αγίων Γραφών του Εστιέν έπρεπε να τεθούν υπό απαγόρευση μέχρις ότου ετοιμάσουν οι θεολόγοι τον κατάλογο με τις κατηγορίες τους.
Κατηγορείται ότι Είναι Αιρετικός
Η σχολή έψαχνε τώρα να βρει τρόπους για να παραπέμψει την υπόθεση του Εστιέν στο ειδικό δικαστήριο το οποίο είχε πρόσφατα συσταθεί για να εκδικάζει υποθέσεις που αφορούσαν αιρέσεις. Δεν χρειαζόταν να υπενθυμίσει κάποιος στον Εστιέν τον κίνδυνο που διέτρεχε. Στη διάρκεια των δύο ετών που μεσολάβησαν από τη συγκρότησή του, το δικαστήριο έγινε γνωστό ως έκτακτο δικαστήριο (chambre ardente), ή αλλιώς «δωμάτιο που καίει». Έστειλε περίπου 60 θύματα στον πάσσαλο, μερικά από τα οποία ήταν τυπογράφοι και πωλητές βιβλίων που κάηκαν ζωντανοί στην Πλας Μομπέρ, μόλις λίγα βήματα από την πόρτα του Εστιέν. Επανειλημμένα ερεύνησαν το σπίτι του Εστιέν για να βρουν κάποιο ίχνος στοιχείων εναντίον του. Εξετάστηκαν 80 και πλέον μάρτυρες. Στους καταδότες υποσχέθηκαν το ένα τέταρτο της περιουσίας του αν μπορούσαν να τον ενοχοποιήσουν ως αιρετικό. Παρ’ όλα αυτά, το μόνο στοιχείο τους ήταν ότι ο Εστιέν εξέδιδε φανερά τις Άγιες Γραφές του.
Ο βασιλιάς διέταξε ξανά να δοθεί στο Συμβούλιό του ο κατάλογος με τις κατηγορίες της σχολής. Πεισματικά, η σχολή απάντησε ότι ‘οι θεολόγοι δεν συνηθίζουν να διατυπώνουν γραπτά τους λόγους για τους οποίους καταδικάζουν κάτι ως αιρετικό, αλλά απαντούν μόνο μέσω του προφορικού λόγου, τον οποίο πρέπει να πιστέψετε· ειδάλλως, τα γραφόμενα δεν θα έχουν τελειωμό’. Ο Ερρίκος ενέδωσε. Η τελική απαγόρευση επιβλήθηκε. Σχεδόν όλα τα Βιβλικά έργα που τύπωσε ο Εστιέν καταδικάστηκαν. Μολονότι γλίτωσε από τις φλόγες της Πλας Μομπέρ, αποφάσισε να φύγει από τη Γαλλία ενόψει της ολοκληρωτικής απαγόρευσης στην οποία τέθηκαν οι Άγιες Γραφές του και της πιθανότητας να υποστεί μεγαλύτερη ταλαιπωρία.
Ο Εξόριστος Τυπογράφος
Το Νοέμβριο του 1550, ο Εστιέν μετακόμισε στη Γενεύη της Ελβετίας. Η σχολή είχε ανακηρύξει παράνομη στη Γαλλία την έκδοση οποιασδήποτε Αγίας Γραφής εκτός από τη Βουλγάτα. Ελεύθερος πλέον να εκδίδει αυτό που επιθυμούσε, ο Εστιέν ανατύπωσε την ελληνική «Καινή Διαθήκη» του το 1551, μαζί με δύο λατινικές μεταφράσεις (τη Βουλγάτα και τη μετάφραση του Έρασμου) σε παράλληλες στήλες. Στη συνέχεια, το 1552, εξέδωσε μια γαλλική μετάφραση των Ελληνικών Γραφών σε παράλληλες στήλες με το λατινικό κείμενο του Έρασμου. Σε αυτές τις δύο εκδόσεις, ο Εστιέν εισήγαγε το σύστημά του σχετικά με τη διαίρεση του Βιβλικού κειμένου σε αριθμημένα εδάφια—το ίδιο σύστημα που χρησιμοποιείται παγκόσμια σήμερα. Μολονότι άλλοι στο παρελθόν είχαν δοκιμάσει διάφορους τρόπους για τη διαίρεση των εδαφίων, αποδεκτή έγινε η μέθοδος του Εστιέν. Η Αγία Γραφή που εξέδωσε στη γαλλική το 1553 ήταν η πρώτη ολοκληρωμένη Αγία Γραφή στην οποία εφαρμοζόταν η μέθοδός του για τη διαίρεση των εδαφίων.
Η Αγία Γραφή του Εστιέν στη λατινική με τις δύο μεταφράσεις, που εκδόθηκε το 1557, είναι επίσης αξιομνημόνευτη επειδή σε αυτήν χρησιμοποιεί το προσωπικό όνομα του Θεού, Ιεχωβά, σε ολόκληρο το τμήμα των Εβραϊκών Γραφών. Στο περιθώριο του δεύτερου ψαλμού, ανέφερε ότι η αντικατάσταση του εβραϊκού Τετραγράμματου (יהוה) με τη λέξη Αδωνάι βασιζόταν αποκλειστικά και μόνο σε μια Ιουδαϊκή δεισιδαιμονία και έπρεπε να απορριφτεί. Σε αυτή την έκδοση, ο Εστιέν χρησιμοποίησε πλάγια γράμματα για να υποδείξει τις λατινικές λέξεις που είχαν προστεθεί για να ολοκληρώσουν το νόημα του Εβραϊκού κειμένου. Αυτή η συνήθεια αργότερα υιοθετήθηκε σε άλλες Άγιες Γραφές, μια κληρονομιά που πολλές φορές προκαλεί τη σύγχυση των σημερινών αναγνωστών οι οποίοι έχουν συνηθίσει στη σύγχρονη χρήση των πλάγιων γραμμάτων για να δίνεται έμφαση.
Αποφασισμένος να θέσει τις γνώσεις του στη διάθεση των άλλων, ο Εστιέν αφοσίωσε τη ζωή του στην έκδοση των Αγίων Γραφών. Σήμερα, εκείνοι που εκτιμούν το Λόγο του Θεού μπορούν να είναι ευγνώμονες για τις προσπάθειές του και για το μόχθο άλλων οι οποίοι αγωνίστηκαν επίπονα για να φέρουν στο φως τις λέξεις της Αγίας Γραφής όπως γράφτηκαν αρχικά. Η προσπάθεια που ξεκίνησαν συνεχίζεται καθώς εμείς αποκτούμε ακριβέστερη γνώση των αρχαίων γλωσσών και ανακαλύπτουμε παλαιότερα και πιο αξιόπιστα χειρόγραφα του Λόγου του Θεού. Λίγο πριν από το θάνατό του (1559), ο Εστιέν ετοίμαζε μια καινούρια μετάφραση των Ελληνικών Γραφών. Τον ρώτησαν: «Ποιος θα την αγοράσει; Ποιος θα τη διαβάσει;» Εκείνος απάντησε με πεποίθηση: ‘Όλοι οι πολυμαθείς άνθρωποι θεοσεβούς αφοσίωσης’.
[Υποσημειώσεις]
a Στην ελληνική είναι επίσης γνωστός με το όνομα Στέφανος.
[Εικόνα στη σελίδα 10]
Οι προσπάθειες του Ρομπέρ Εστιέν έχουν βοηθήσει γενιές μελετητών της Αγίας Γραφής
[Ευχαριστίες]
Bibliothèque Nationale, Paris
[Εικόνα στη σελίδα 12]
Οι διδακτικές εικόνες του Εστιέν έγιναν αντικείμενο μίμησης επί γενιές
[Ευχαριστίες]
Bibliothèque Nationale, Paris