Ο Ιεχωβά Ποτέ Δεν μας Εγκατέλειψε
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Ο ΝΑΣΟ ΝΤΟΡΙ
Το Μπρέστιαν είναι ένα μικρό ορεινό χωριό στη νότια Αλβανία, κοντά στην Ελλάδα. Γεννήθηκα εκεί το 1907. Όταν ήμουν πέντε χρονών, άρχισα να πηγαίνω σε ελληνικό σχολείο, αλλά η εκπαίδευσή μου διακόπηκε όταν οι ιταλικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Αλβανία στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά τον πόλεμο, συνέχισα το σχολείο, αλλά στην αλβανική γλώσσα.
ΜΟΛΟΝΟΤΙ οι γονείς μου δεν ήταν πολύ θρησκευόμενοι, τηρούσαν τις παραδόσεις της Αλβανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο θείος μου ήταν ιερέας στο Μπρέστιαν, και έτσι έκανα διάφορες εργασίες στην εκκλησία και έβλεπα από κοντά τι συνέβαινε εκεί. Οι τελετουργίες φαίνονταν πολύ κενές, και η υποκρισία με ενοχλούσε.
Ακολουθώντας το τοπικό έθιμο, οι γονείς μου διάλεξαν μια κοπέλα για να την παντρευτώ. Η Αργυρώ ήταν από το γειτονικό χωριό Γκραμπόβα, και παντρευτήκαμε το 1928, όταν εκείνη ήταν 18 χρονών.
Μαθαίνω τη Γραφική Αλήθεια
Εκείνον τον καιρό περίπου εξέφρασα τα παράπονά μου για την Ορθόδοξη Εκκλησία σε έναν ξάδελφό μου που μας επισκέφτηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Στην Αμερική, κοντά στο σπίτι μου», απάντησε, «υπάρχει ένας όμιλος ανθρώπων που δεν έχουν εκκλησία, αλλά μελετούν την Αγία Γραφή». Η ιδέα τού να μελετώ την Αγία Γραφή χωρίς να ανήκω σε κάποια εκκλησία μού άρεσε. Έτσι, τον ρώτησα αν μπορούσε να μου στείλει μερικά Γραφικά έντυπα.
Είχα ξεχάσει εντελώς τη συζήτησή μας ωσότου έλαβα, έναν περίπου χρόνο αργότερα, κάποιο πακέτο από το Μιλγουόκι του Ουισκόνσιν. Μέσα υπήρχε το βιβλίο Η Κιθάρα του Θεού στην αλβανική και Η Σκοπιά στην ελληνική. Ξεφύλλισα το βιβλίο και παρατήρησα ότι ανέφερε κάτι για την αληθινή εκκλησία. Αυτό με αναστάτωσε. ‘Δεν θέλω τίποτα που να έχει σχέση με εκκλησία’, είπα μέσα μου. Έτσι, δεν διάβασα αναλυτικά το βιβλίο.
Το 1929, κατατάχτηκα στο στρατό και με έστειλαν στα Τίρανα, την πρωτεύουσα της Αλβανίας. Εκεί συνάντησα τον Στάθι Μούτσι, ο οποίος διάβαζε μια ελληνική Αγία Γραφή. «Πηγαίνεις στην εκκλησία;» ρώτησα. «Όχι», απάντησε. «Εγκατέλειψα την εκκλησία. Είμαι ένας από τους Διεθνείς Σπουδαστές της Γραφής». Κάποιος άλλος στρατιώτης και εγώ πήγαμε στη συνάθροιση μαζί με τον Στάθι την Κυριακή. Εκεί έμαθα ότι η αληθινή εκκλησία δεν είναι κτίριο ούτε θρησκεία, αλλά αποτελείται από τους χρισμένους υπηρέτες του Χριστού. Τότε κατάλαβα τι εννοούσε το βιβλίο Η Κιθάρα του Θεού.
Ο Νάσο Ιντρίζι και ο Σπίρο Βρούχο είχαν επιστρέψει στην Αλβανία από τις Ηνωμένες Πολιτείες στα μέσα της δεκαετίας του 1920 και διέδιδαν τις Γραφικές αλήθειες που είχαν μάθει εκεί. Άρχισα να παρακολουθώ τις συναθροίσεις που γίνονταν στα Τίρανα μαζί με τη μικρή ομάδα των Σπουδαστών της Γραφής. Σύντομα κατάλαβα ότι είχα βρει την οργάνωση του Ιεχωβά. Έτσι, στις 4 Αυγούστου 1930, βαφτίστηκα σε ένα κοντινό ποτάμι.
Κατόπιν, επέστρεψα στο Μπρέστιαν για να ασχοληθώ με το επάγγελμα του υποδηματοποιού. Αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι άρχισα επίσης να μεταδίδω σε άλλους τις Γραφικές αλήθειες που είχα μάθει. Τους έλεγα: «Ο Ιησούς Χριστός δεν είναι σαν τις εικόνες στην εκκλησία. Είναι ζωντανός!»
Κήρυγμα Παρά την Εναντίωση
Ο Αχμέτ Μπέι Ζόγου κατέλαβε την εξουσία το 1925, αυτοανακηρύχτηκε Βασιλιάς Ζογ Α΄ το 1928 και κυβέρνησε μέχρι το 1939. Ο υπουργός του που ήταν αρμόδιος για τα ανθρώπινα δικαιώματα έδωσε την έγκρισή του για το Χριστιανικό μας έργο. Ωστόσο, είχαμε προβλήματα. Αυτό συνέβαινε επειδή ο Μούσα Γιούκα, ο υπουργός εσωτερικών, είχε στενές σχέσεις με τον πάπα της Ρώμης. Ο Γιούκα διέταξε να αναγνωριστούν μόνο τρεις θρησκείες—ο Ισλαμισμός, η Ορθοδοξία και ο Ρωμαιοκαθολικισμός. Η αστυνομία προσπάθησε να πάρει τα βιβλία μας και να σταματήσει το κήρυγμά μας, αλλά δεν τα κατάφερε.
Στη δεκαετία του 1930, πήγαινα συχνά στο Μπεράτι, μια μεγαλύτερη πόλη στην Αλβανία από όπου ο Μιχάλ Σβέτσι κατηύθυνε το έργο κηρύγματος που κάναμε. Οργανώναμε περιοδείες κηρύγματος σε όλη τη χώρα. Μια φορά, με έστειλαν στην πόλη Σκόδρα για δυο εβδομάδες, και μπόρεσα να δώσω πολλά έντυπα. Το 1935, μια ομάδα από εμάς νοικιάσαμε ένα λεωφορείο για να κηρύξουμε στην πόλη Κελτσίρε. Κατόπιν προγραμματίστηκε μια μεγαλύτερη περιοδεία στην Αλβανία που θα περιλάμβανε τις πόλεις Πρεμετή, Λεσκοβίκ, Ερσέκ, Κορυτσά, Πόγραδετς και Ελβασάν. Η περιοδεία μας ολοκληρώθηκε στα Τίρανα, ακριβώς τον καιρό που επρόκειτο να τηρήσουμε την Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού.
Η προμήθεια της πνευματικής τροφής μάς βοηθούσε να παραμένουμε πνευματικά ισχυροί, και γι’ αυτό ποτέ δεν νιώσαμε εγκαταλειμμένοι. Από το 1930 ως το 1939, λάβαινα την ελληνική Σκοπιά τακτικά. Στόχος μου ήταν επίσης να διαβάζω την Αγία Γραφή τουλάχιστον μία ώρα κάθε μέρα, πράγμα που έκανα επί 60 περίπου χρόνια προτού χάσω το φως μου. Μόλις πρόσφατα έγινε διαθέσιμη στην αλβανική γλώσσα ολόκληρη η Αγία Γραφή, και έτσι χαίρομαι που έμαθα ελληνικά όταν ήμουν παιδί. Εκείνη την παλιά εποχή, και άλλοι Αλβανοί Μάρτυρες επίσης έμαθαν να διαβάζουν ελληνικά ώστε να μπορούν και αυτοί να διαβάζουν ολόκληρη την Αγία Γραφή.
Το 1938 βαφτίστηκε η Αργυρώ. Μέχρι το 1939 είχαν γεννηθεί τα εφτά από τα δέκα παιδιά μας. Δυστυχώς, τα τρία από τα πρώτα εφτά παιδιά μας πέθαναν σε μικρή ηλικία.
Δυσκολίες στη Διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου
Τον Απρίλιο του 1939, ακριβώς πριν από την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, τα ιταλικά φασιστικά στρατεύματα επιτέθηκαν στην Αλβανία. Λίγο αργότερα το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά απαγορεύτηκε, αλλά η μικρή μας ομάδα των σχεδόν 50 διαγγελέων της Βασιλείας συνέχισε να κηρύττει. Περίπου 15.000 από τα βιβλία και τα βιβλιάριά μας κατασχέθηκαν και καταστράφηκαν στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Ο Γιάνι Κομίνο είχε μια μεγάλη αποθήκη για έντυπα η οποία επικοινωνούσε με το σπίτι του. Όταν οι ιταλικές δυνάμεις έμαθαν ότι τα βιβλία είχαν τυπωθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, θορυβήθηκαν. «Είστε προπαγανδιστές! Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι εναντίον της Ιταλίας!» έλεγαν. Οι γεμάτοι ζήλο νεαροί αδελφοί Θωμάι και Βασίλι Τσάμα συνελήφθησαν, και όταν μαθεύτηκε ότι τα βιβλία που διένεμαν προέρχονταν από τον Κομίνο, συνελήφθη και αυτός. Σε λίγο, με κάλεσε η αστυνομία για ανάκριση.
«Γνωρίζεις αυτούς τους άντρες;» ρώτησαν.
«Ναι», απάντησα.
«Συνεργάζεσαι με αυτούς;»
«Ναι», αποκρίθηκα. «Είμαστε Μάρτυρες του Ιεχωβά. Δεν εναντιωνόμαστε στις κυβερνήσεις. Είμαστε ουδέτεροι».
«Μοιράζεις εσύ αυτά τα έντυπα;»
Όταν απάντησα καταφατικά, μου πέρασαν χειροπέδες και με έβαλαν στη φυλακή στις 6 Ιουλίου 1940. Εκεί ενώθηκα με πέντε συγχωριανούς μου—τον Γιοσίφ Κάτσι, τον Λουκάν Μπάρκου, τον Γιάνι Κομίνο και τους αδελφούς Τσάμα. Ενόσω ήμασταν στη φυλακή, συναντήσαμε τρεις ακόμη Μάρτυρες—τον Γκόρι Νάτσι, τον Νικοδίμ Σίτι και τον Λεωνίδας Πόπε. Ήμασταν στριμωγμένοι και οι εννιά σε ένα κελί με διαστάσεις 1,8 επί 3,7 μέτρα!
Έπειτα από λίγες μέρες, μας αλυσόδεσαν μαζί και μας μετέφεραν στην πόλη Πρεμετή. Τρεις μήνες αργότερα, μας μετέφεραν στη φυλακή των Τιράνων και μας κράτησαν οχτώ ακόμη μήνες χωρίς να έχουμε δικαστεί.
Τελικά, εμφανιστήκαμε ενώπιον κάποιου στρατοδικείου. Ο αδελφός Σίτι και εγώ καταδικαστήκαμε σε 27 μήνες, ο αδελφός Κομίνο σε 24 μήνες και οι άλλοι αφέθηκαν ελεύθεροι έπειτα από 10 μήνες. Μας μετέφεραν στη φυλακή του Αργυροκάστρου, από όπου απελευθερωθήκαμε με τη βοήθεια του αδελφού Γκόλε Φλόκο το 1943. Κατόπιν, η οικογένειά μας εγκαταστάθηκε στην πόλη Πρεμετή, όπου έγινα επίσκοπος στη μικρή εκκλησία.
Μολονότι το έργο μας ήταν απαγορευμένο και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν στις γύρω χώρες, συνεχίζαμε να κάνουμε ό,τι μπορούσαμε για να εκπληρώσουμε την αποστολή που έχουμε να κηρύξουμε το άγγελμα της Βασιλείας. (Ματθαίος 24:14) Το 1944, συνολικά 15 Μάρτυρες βρίσκονταν στη φυλακή. Εντούτοις, σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια, ποτέ δεν νιώσαμε ότι ο Ιεχωβά μάς είχε εγκαταλείψει.
Δοκιμασία στο Ζήτημα της Ουδετερότητας
Μολονότι ο πόλεμος τελείωσε το 1945, οι δυσκολίες μας συνεχίστηκαν και μάλιστα εντάθηκαν. Στις εκλογές της 2ας Δεκεμβρίου 1946 επιβλήθηκε υποχρεωτική ψηφοφορία. Οποιοσδήποτε τολμούσε να απέχει θεωρούνταν εχθρός του κράτους. Τα μέλη της εκκλησίας μας στην Πρεμετή άρχισαν να ρωτάνε: «Τι πρέπει να κάνουμε;»
«Αν εμπιστεύεστε στον Ιεχωβά», απάντησα, «δεν χρειάζεται να ρωτάτε εμένα τι να κάνετε. Γνωρίζετε ήδη ότι ο λαός του Ιεχωβά είναι ουδέτερος. Δεν είναι μέρος του κόσμου».—Ιωάννης 17:16.
Η μέρα των εκλογών έφτασε, και κάποιοι εκπρόσωποι της κυβέρνησης ήρθαν στο σπίτι μας. Άρχισαν ήρεμα: «Ας κουβεντιάσουμε πίνοντας τον καφέ μας. Ξέρεις τι είναι σήμερα;»
«Ναι, σήμερα γίνονται εκλογές», απάντησα.
«Καλύτερα να βιαστείς, γιατί αλλιώς δεν θα προλάβεις», είπε κάποιος αξιωματούχος.
«Όχι, δεν σκοπεύω να πάω. Η ψήφος μας ανήκει στον Ιεχωβά», αποκρίθηκα.
«Καλά, τότε έλα και ψήφισε την αντίθετη παράταξη».
Εξήγησα ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι εντελώς ουδέτεροι. Όταν έγινε γνωστή η θέση μας, ασκήθηκε μεγαλύτερη πίεση πάνω μας. Μας διέταξαν να σταματήσουμε τις συναθροίσεις μας, και έτσι αρχίσαμε να συναθροιζόμαστε κρυφά.
Επιστροφή στο Χωριό Μας
Το 1947 επέστρεψα μαζί με την οικογένειά μου στο Μπρέστιαν. Λίγο αργότερα, ένα κρύο απόγευμα του Δεκεμβρίου, με κάλεσαν στο γραφείο της Σιγκουρίμι (μυστική αστυνομία). «Ξέρεις γιατί σε κάλεσα;» ρώτησε ο αστυνομικός.
«Φαντάζομαι επειδή άκουσες κατηγορίες για εμένα», απάντησα. «Η Αγία Γραφή λέει, όμως, ότι ο κόσμος θα μας μισούσε, και έτσι δεν με εκπλήσσουν οι κατηγορίες».—Ιωάννης 15:18, 19.
«Μη μου μιλάς εμένα για την Αγία Γραφή», φώναξε. «Θα σε μαυρίσω στο ξύλο».
Ο αστυνομικός και οι άντρες του έφυγαν, αλλά με διέταξαν να σταθώ έξω στο κρύο. Έπειτα από λίγο, με φώναξε πάλι στο γραφείο του και με πρόσταξε να σταματήσω να διεξάγω συναθροίσεις στο σπίτι μου. «Πόσοι μένουν στο χωριό σου;» ρώτησε.
«Εκατόν είκοσι», είπα.
«Ποια είναι η θρησκεία τους;»
«Αλβανοί Ορθόδοξοι».
«Και εσύ;»
«Εγώ είμαι Μάρτυρας του Ιεχωβά».
«Εκατόν είκοσι άνθρωποι πάνε στον ίδιο δρόμο, και εσύ πας σε άλλον;» Κατόπιν με διέταξε να ανάψω κεριά στην εκκλησία. Όταν είπα ότι δεν θα το έκανα αυτό, άρχισε να με χτυπάει με ένα ραβδί. Η ώρα ήταν περίπου μία το πρωί όταν τελικά με άφησαν ελεύθερο.
Διακόπτεται η Προμήθεια Εντύπων
Όταν τελείωσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, αρχίσαμε και πάλι να λαβαίνουμε ταχυδρομικά τη Σκοπιά, αλλά κάποτε έπαψαν να έρχονται τα περιοδικά. Κατόπιν, κάποια νύχτα στις δέκα η ώρα, με κάλεσαν στη μυστική αστυνομία. «Έχει έρθει ένα περιοδικό στα ελληνικά», μου είπαν, «και θα θέλαμε να μας εξηγήσεις περί τίνος πρόκειται».
«Δεν ξέρω πολύ καλά τα ελληνικά», είπα. «Ο γείτονάς μου ξέρει καλύτερα. Ίσως αυτός μπορεί να σας βοηθήσει».
«Όχι, εμείς θέλουμε να μας εξηγήσεις εσύ», είπε κάποιος αστυνομικός καθώς έβγαζε μερικά αντίτυπα της Σκοπιάς στην ελληνική.
«Αυτές είναι δικές μου!» αναφώνησα. «Ασφαλώς, αυτό μπορώ να το εξηγήσω. Βλέπετε, αυτά τα περιοδικά έρχονται από το Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Εκεί βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Εγώ είμαι Μάρτυρας του Ιεχωβά. Αλλά φαίνεται πως έκαναν κάποιο λάθος στη διεύθυνση. Αυτά τα περιοδικά έπρεπε να στέλνονται σε εμένα, όχι σε εσάς».
Δεν μου έδωσαν τα περιοδικά, και από τότε μέχρι το 1991, 40 και πλέον χρόνια αργότερα, δεν λαβαίναμε κανένα Γραφικό έντυπο στην Αλβανία. Όλα εκείνα τα χρόνια, συνεχίζαμε να κηρύττουμε, χρησιμοποιώντας μόνο την Αγία Γραφή μας. Περίπου 20 Μάρτυρες βρίσκονταν στη φυλακή το 1949· μερικοί είχαν πενταετείς ποινές.
Μεγαλώνουν οι Δυσκολίες
Στη δεκαετία του 1950, δόθηκε στους κατοίκους η διαταγή να έχουν μαζί τους κάποια έγγραφα που έδειχναν ότι υποστήριζαν το στρατό. Αλλά οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αρνήθηκαν να έχουν τέτοια έγγραφα. Εξαιτίας αυτού, ο αδελφός Κομίνο και εγώ μείναμε άλλους δύο μήνες στη φυλακή.
Όσο διάστημα επέτρεπε το κράτος την ύπαρξη ορισμένων θρησκειών, είχαμε κάποια ελευθερία. Ωστόσο, το 1967 τέθηκαν υπό απαγόρευση όλες οι θρησκείες, πράγμα που κατέστησε επίσημα την Αλβανία εντελώς αθεϊστική χώρα. Οι Μάρτυρες συνέχισαν να προσπαθούν να διεξάγουν συναθροίσεις, αλλά ήταν πολύ δύσκολο. Μερικοί από εμάς ράβαμε μια ειδική τσέπη στη φόδρα του σακακιού μας ώστε να μπορούμε να κρύβουμε εκεί μια μικρή Αγία Γραφή. Κατόπιν, πηγαίναμε κάπου στο ύπαιθρο για να τη διαβάσουμε.
Στα Τίρανα έπιασαν κάποιους Μάρτυρες, και τρεις καταδικάστηκαν να εκτίσουν πέντε χρόνια σε απομακρυσμένα στρατόπεδα εργασίας. Ως αποτέλεσμα, οι οικογένειές τους υπέφεραν. Εμάς που μέναμε σε μικρά, απομονωμένα χωριά δεν μας έστειλαν μακριά επειδή δεν μας θεωρούσαν σοβαρή απειλή. Αλλά η ουδετερότητά μας είχε ως αποτέλεσμα να διαγράψουν τα ονόματά μας από τους καταλόγους του συσσιτίου. Έτσι, η ζωή ήταν πολύ δύσκολη. Επιπλέον, δύο ακόμη παιδιά μας πέθαναν. Εντούτοις, ποτέ δεν νιώσαμε ότι ο Ιεχωβά μάς είχε εγκαταλείψει.
Ο φόβος κυριαρχούσε στην Αλβανία. Όλοι ήταν υπό παρακολούθηση, και η μυστική αστυνομία συνέτασσε εκθέσεις για οποιονδήποτε τολμούσε να εκφράσει άποψη διαφορετική από εκείνη που είχε το κυβερνών κόμμα. Έτσι, ήμασταν πολύ προσεκτικοί όσον αφορά τη σύνταξη γραπτών εκθέσεων που σχετίζονταν με το έργο μας. Δεν μπορούσαμε να συναθροιστούμε για πνευματική ενθάρρυνση σε ομάδες μεγαλύτερες των δύο ή τριών ατόμων. Ωστόσο, ποτέ δεν σταματήσαμε να κηρύττουμε.
Σε μια προσπάθεια να προξενήσει σύγχυση ανάμεσα στους αδελφούς, η μυστική αστυνομία διέδωσε τη φήμη ότι ένας εξέχων Μάρτυρας στα Τίρανα ήταν κατάσκοπος. Αυτό έκανε μερικούς να χάσουν την εμπιστοσύνη τους και διατάραξε κάπως την ενότητά μας. Επειδή δεν είχαμε κανένα πρόσφατο Γραφικό έντυπο και καμία επαφή με την ορατή οργάνωση του Ιεχωβά, μερικά άτομα υπέκυψαν στο φόβο.
Επιπλέον, οι αρχές διέδωσαν τη φήμη ότι ο Σπίρο Βρούχο, ένας ευυπόληπτος Χριστιανός πρεσβύτερος στην Αλβανία, αυτοκτόνησε. «Βλέπετε», είπαν, «ακόμη και ο Βρούχο απελπίστηκε». Αργότερα έγινε φανερό ότι στην πραγματικότητα ο αδελφός Βρούχο είχε δολοφονηθεί.
Το 1975, η Αργυρώ και εγώ μείναμε για λίγους μήνες μαζί με το γιο μας στα Τίρανα. Στην περίοδο των εκλογών, οι αρχές της πόλης μάς πίεζαν απειλώντας μας: «Αν δεν ψηφίσετε, θα διώξουμε το γιο σας από την εργασία του».
«Ο γιος μου κάνει αυτή την εργασία 25 χρόνια», απάντησα. «Έχετε αναλυτικά προσωπικά αρχεία για αυτόν και για την οικογένειά του. Εγώ έχω να ψηφίσω πάνω από 40 χρόνια. Αυτή η πληροφορία κανονικά πρέπει να υπάρχει στα αρχεία προσωπικού. Αν δεν υπάρχει, τότε τα αρχεία σας δεν τηρούνται σωστά. Αν υπάρχει στα αρχεία σας, τότε δεν είσαστε όσιοι στο κόμμα εφόσον του επιτρέπατε να εργάζεται τόσα χρόνια». Όταν το άκουσαν αυτό, οι αρχές είπαν ότι αν επιστρέφαμε στο Μπρέστιαν δεν θα έδιναν συνέχεια στο ζήτημα.
Συγκλονιστικές Αλλαγές
Το 1983 μετακομίσαμε από το Μπρέστιαν στην πόλη Λατς. Έπειτα από λίγο, το 1985, ο δικτάτορας πέθανε. Κυβερνούσε από τον καιρό που έγιναν εκείνες οι πρώτες υποχρεωτικές εκλογές το 1946. Τελικά, γκρέμισαν και το δικό του άγαλμα, το οποίο δέσποζε στην κεντρική πλατεία των Τιράνων, και το άγαλμα του Στάλιν.
Στις δεκαετίες κατά τις οποίες το έργο μας ήταν απαγορευμένο, πολλοί Μάρτυρες υπέστησαν κτηνώδη μεταχείριση και μερικοί θανατώθηκαν. Κάποιος άντρας είπε σε μερικούς Μάρτυρες που συνάντησε στο δρόμο: «Στην περίοδο των κομμουνιστών, όλοι μας είχαμε ξεχάσει τον Θεό. Μόνο οι Μάρτυρες του Ιεχωβά παρέμειναν πιστοί σε αυτόν παρά τις δοκιμασίες και τις δυσκολίες».
Καθώς δινόταν μεγαλύτερη ελευθερία, εννιά άτομα έδωσαν έκθεση έργου για τη Χριστιανική διακονία τον Ιούνιο του 1991. Τον Ιούνιο του 1992, ένα μήνα μετά την άρση της απαγόρευσης, 56 άτομα συμμετείχαν στο έργο κηρύγματος. Νωρίτερα, το ίδιο έτος, χαρήκαμε πολύ για τα 325 άτομα που παρακολούθησαν την Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού. Από τότε, ο αριθμός εκείνων που κηρύττουν αυξήθηκε σε πάνω από 600, και συνολικά 3.491 άτομα παρακολούθησαν την Ανάμνηση στις 14 Απριλίου 1995! Τα τελευταία χρόνια νιώθω απερίγραπτη χαρά καθώς βλέπω τόσο πολλά νεαρά άτομα να προστίθενται στις εκκλησίες μας.
Η Αργυρώ έχει παραμείνει πιστή στον Ιεχωβά και υπήρξε όσια σε εμένα στη διάρκεια όλων αυτών των ετών. Όταν ήμουν στη φυλακή ή όταν ταξίδευα για το έργο κηρύγματος, αυτή φρόντιζε υπομονετικά και αγόγγυστα για τις ανάγκες της οικογένειάς μας. Ένας από τους γιους μας και η σύζυγός του βαφτίστηκαν το 1993. Αυτό μας έδωσε μεγάλη χαρά.
Μόνο Υπέρ της Βασιλείας του Θεού
Χαίρομαι πολύ καθώς βλέπω την οργάνωση του Ιεχωβά στην Αλβανία να είναι τόσο ενωμένη και να απολαμβάνει πνευματική ευημερία. Νιώθω όπως ο ηλικιωμένος Συμεών στην Ιερουσαλήμ, ο οποίος, προτού πεθάνει, είχε το πολύτιμο προνόμιο να δει τον προ πολλού υποσχεμένο Μεσσία. (Λουκάς 2:30, 31) Τώρα, όταν με ρωτάνε ποιο είδος κυβέρνησης προτιμώ, λέω: «Δεν προτιμώ ούτε τον κομμουνισμό ούτε τον καπιταλισμό. Το αν είναι ιδιοκτήτης της γης ο λαός ή το κράτος δεν έχει σημασία. Οι κυβερνήσεις φτιάχνουν δρόμους, φέρνουν ηλεκτρισμό στα μακρινά χωριά και φροντίζουν να υπάρχει κάποια τάξη. Ωστόσο, η κυβέρνηση του Ιεχωβά, η ουράνια Βασιλεία του, είναι η μόνη λύση για τα δύσκολα προβλήματα που αντιμετωπίζει τόσο η Αλβανία όσο και ο υπόλοιπος κόσμος».
Τα όσα επιτελούν οι υπηρέτες του Θεού σε όλη τη γη καθώς κηρύττουν σχετικά με τη Βασιλεία του Θεού δεν είναι έργο κάποιου ανθρώπου. Είναι έργο του Θεού. Εμείς είμαστε υπηρέτες του. Μολονότι περάσαμε πολλές δυσκολίες στην Αλβανία και για πολύ καιρό δεν είχαμε επικοινωνία με την ορατή οργάνωση του Ιεχωβά, εκείνος ποτέ δεν μας εγκατέλειψε. Το πνεύμα του ήταν πάντοτε εδώ. Μας οδηγούσε στο κάθε μας βήμα. Το έχω δει αυτό σε όλη τη ζωή μου.