Γνώρισα τη Βιβλική Αλήθεια στη Ρουμανία
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Η ΓΚΟΛΝΤΙ ΡΟΜΟΣΕΑΝ
Το 1970, επισκέφτηκα μέλη της οικογένειάς μου στη Ρουμανία για πρώτη φορά έπειτα από σχεδόν 50 χρόνια. Οι άνθρωποι ζούσαν υπό ένα καταπιεστικό κομμουνιστικό καθεστώς, και μου υπενθύμιζαν συνεχώς να προσέχω τι λέω. Αργότερα, ενώ βρισκόμουν στο κυβερνείο στο χωριό μας, ο αρμόδιος αξιωματούχος με παρότρυνε να φύγω αμέσως από τη χώρα. Προτού εξηγήσω το λόγο, επιτρέψτε μου να σας αφηγηθώ πώς γνώρισα τη Βιβλική αλήθεια στη Ρουμανία.
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ στις 3 Μαρτίου 1903, στο χωριό Ορτέλεκ, στη βορειοδυτική Ρουμανία, κοντά στην πόλη Ζαλάου. Ζούσαμε σε όμορφο περιβάλλον. Το νερό και ο αέρας ήταν καθαρά. Καλλιεργούσαμε μόνοι μας την τροφή μας και δεν μας έλειπε τίποτα από υλική άποψη. Στα πρώτα χρόνια της ζωής μου, η χώρα είχε ειρήνη.
Οι άνθρωποι ήταν πολύ θρησκευόμενοι. Στην πραγματικότητα, η οικογένειά μας ανήκε σε τρεις διαφορετικές θρησκείες. Η μία γιαγιά μου ήταν ορθόδοξη Καθολική, η άλλη Αντβεντίστρια και οι γονείς μου ήταν Βαπτιστές. Επειδή δεν συμφωνούσα με καμία από τις θρησκείες τους, η οικογένειά μου έλεγε ότι θα γινόμουν αθεΐστρια. ‘Αν υπάρχει ένας Θεός’, σκεφτόμουν, ‘τότε θα πρέπει να υπάρχει μία μόνο θρησκεία—όχι τρεις μέσα σε μία οικογένεια’.
Αυτά που έβλεπα στη θρησκεία με ενοχλούσαν. Για παράδειγμα, ο ιερέας πήγαινε στα σπίτια για να συλλέξει εισφορές για την εκκλησία. Αν οι άνθρωποι δεν είχαν να δώσουν χρήματα, τους έπαιρνε τις καλύτερες μάλλινες κουβέρτες τους. Στην Καθολική εκκλησία, έβλεπα τη γιαγιά να γονατίζει και να προσεύχεται μπροστά σε μια αναπαράσταση της Μαρίας. ‘Γιατί να προσεύχεται σε μια αναπαράσταση;’ σκεφτόμουν.
Ταραχώδεις Καιροί
Το 1912, ο πατέρας πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να βγάλει χρήματα προκειμένου να ξεπληρώσει ένα χρέος. Λίγο αργότερα ξέσπασε πόλεμος, και οι άντρες του χωριού μας έφυγαν για να πολεμήσουν—έμειναν μόνο οι γυναίκες, τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι άντρες. Για κάποιο διάστημα, το χωριό μας περιήλθε στην ουγγρική κυριαρχία, αλλά κατόπιν οι Ρουμάνοι στρατιώτες επέστρεψαν και ανακατέλαβαν το χωριό. Μας διέταξαν να φύγουμε αμέσως. Αλλά, μέσα στη βιασύνη και στη σύγχυση που επικρατούσαν καθώς οι μεγάλοι τακτοποιούσαν τα πράγματα και τα μικρά παιδιά πάνω στη βοϊδάμαξα, εμένα με ξέχασαν. Βλέπετε, ήμουν το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά.
Έτρεξα σε κάποιο γείτονα, έναν ηλικιωμένο που είχε απομείνει εκεί, και εκείνος είπε: «Πήγαινε σπίτι. Κλείδωσε τις πόρτες σου και μην αφήσεις κανέναν να μπει μέσα». Αμέσως υπάκουσα. Έφαγα λίγη κοτόσουπα και λαχανοντολμάδες τα οποία είχαν ξεχάσει πάνω στη βιασύνη τους, γονάτισα στο κρεβάτι μου και προσευχήθηκα. Σε λίγο, με πήρε ο ύπνος για τα καλά.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου, είχε ξημερώσει, και είπα: «Σε ευχαριστώ, Θεέ! Είμαι ζωντανή!» Οι τοίχοι ήταν διάτρητοι από τις σφαίρες, καθώς έπεφταν πυροβολισμοί όλη τη νύχτα. Όταν η μητέρα αντιλήφθηκε ότι δεν ήμουν μαζί τους στο επόμενο χωριό, έστειλε τον νεαρό Ζουρζ Ρομόσεαν, ο οποίος με βρήκε και με πήγε σε αυτούς. Έπειτα από λίγο καιρό, μπορέσαμε να επιστρέψουμε στο χωριό μας και να συνεχίσουμε τη ζωή μας εκεί.
Επιθυμούσα να Γνωρίσω τη Βιβλική Αλήθεια
Η μητέρα μου ήθελε να βαφτιστώ ως Βαπτίστρια, αλλά εγώ δεν ήθελα επειδή δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ένας στοργικός Θεός θα έκαιγε αιώνια ανθρώπους στην κόλαση. Προσπαθώντας να μου δώσει κάποια εξήγηση, η μητέρα έλεγε: «Αν, όμως, είναι κακοί;» Αλλά εγώ απαντούσα: «Αν είναι κακοί, να τους σκοτώσεις, αλλά όχι να τους βασανίζεις. Εγώ δεν θα βασάνιζα ούτε ένα σκύλο ή μια γάτα».
Θυμάμαι ότι μια όμορφη ανοιξιάτικη ημέρα, όταν ήμουν 14 χρονών, η μητέρα μου με έστειλε να πάω τις αγελάδες στο λιβάδι. Καθώς ήμουν ξαπλωμένη στο γρασίδι δίπλα σε ένα ποτάμι, με ένα δάσος στο βάθος, κοίταξα τον ουρανό και είπα: «Θεέ, ξέρω ότι είσαι εκεί· αλλά δεν μου αρέσει καμία από αυτές τις θρησκείες. Πρέπει να έχεις κάποια που να είναι καλή».
Πιστεύω πραγματικά ότι ο Θεός άκουσε την προσευχή μου, επειδή το ίδιο εκείνο καλοκαίρι του 1917 ήρθαν στο χωριό μας δυο Σπουδαστές της Γραφής (όπως ονομάζονταν τότε οι Μάρτυρες του Ιεχωβά). Ήταν βιβλιοπώλες, ή αλλιώς ολοχρόνιοι διάκονοι, και ήρθαν στην εκκλησία των Βαπτιστών την ώρα της λειτουργίας.
Η Βιβλική Αλήθεια Εξαπλώνεται στη Ρουμανία
Πριν από λίγα χρόνια, το 1911, ο Κάρολ Σάμπο και ο Γιόζεφ Κις, οι οποίοι είχαν γίνει Σπουδαστές της Γραφής στις Ηνωμένες Πολιτείες, επέστρεψαν στη Ρουμανία για να μεταφέρουν εκεί τη Βιβλική αλήθεια. Εγκαταστάθηκαν στο Τίργκου Μούρες, το οποίο απείχε λιγότερο από εκατόν εξήντα χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του χωριού μας. Μέσα σε λίγα χρόνια, στην κυριολεξία εκατοντάδες άνθρωποι ανταποκρίθηκαν στο άγγελμα της Βασιλείας και ανέλαβαν τη Χριστιανική διακονία.—Ματθαίος 24:14.
Όταν ήρθαν, λοιπόν, οι δυο νεαροί Σπουδαστές της Γραφής στη Βαπτιστική εκκλησία στο χωριό μας, στο Ορτέλεκ, ο Ζουρζ Ρομόσεαν, αν και μόλις 18 χρονών, διεξήγε τη λειτουργία και προσπαθούσε να εξηγήσει τη σημασία του εδαφίου Ρωμαίους 12:1. Τελικά, ένας από τους νεαρούς ολοχρόνιους διακόνους σηκώθηκε και είπε: «Αδελφοί, φίλοι, τι θέλει να μας πει εδώ ο απόστολος Παύλος;»
Όταν το άκουσα αυτό, κατενθουσιάστηκα! Σκέφτηκα: ‘Αυτοί οι άντρες πρέπει να ξέρουν να εξηγούν τη Γραφή’. Αλλά οι περισσότεροι από τους παρόντες φώναξαν: «Ψευδοπροφήτες! Ξέρουμε ποιοι είστε!» Ακολούθησε φασαρία. Αλλά κατόπιν, ο πατέρας του Ζουρζ σηκώθηκε και είπε: «Σταματήστε όλοι σας! Τι είδους συμπεριφορά είναι αυτή—μεθυσμένοι είστε; Αν αυτοί οι άντρες έχουν κάτι να μας πουν και εσείς δεν θέλετε να ακούσετε, τους προσκαλώ στο σπίτι μου. Όποιος θέλει να έρθει είναι ευπρόσδεκτος».
Γεμάτη ενθουσιασμό, έτρεξα στο σπίτι και είπα τα νέα στη μητέρα. Ήμουν ένα από τα άτομα που δέχτηκαν την πρόσκληση να πάνε στο σπίτι του Ρομόσεαν. Πόσο συγκινήθηκα εκείνη τη βραδιά όταν έμαθα από τη Γραφή ότι δεν υπάρχει πύρινη κόλαση και όταν είδα στη δική μου Αγία Γραφή, στη ρουμανική γλώσσα, το όνομα του Θεού, Ιεχωβά! Οι ολοχρόνιοι διάκονοι διευθέτησαν να έρχεται κάθε Κυριακή στο σπιτικό των Ρομόσεαν ένας Σπουδαστής της Γραφής για να μας διδάσκει. Το επόμενο καλοκαίρι, σε ηλικία 15 χρονών, βαφτίστηκα συμβολίζοντας την αφιέρωσή μου στον Ιεχωβά.
Σιγά σιγά, σχεδόν όλη η οικογένεια Πρόνταν και η οικογένεια Ρομόσεαν δέχτηκαν τη Βιβλική αλήθεια και αφιέρωσαν τη ζωή τους στον Ιεχωβά. Το ίδιο έκαναν και πολλοί άλλοι συγχωριανοί μας, περιλαμβανομένου και του νεαρού αντρογύνου των οποίων το σπίτι χρησίμευε παλιότερα ως εκκλησία των Βαπτιστών. Αργότερα το μετέτρεψαν σε τόπο συναθροίσεων, όπου μελετούσαν οι Σπουδαστές της Γραφής. Η Γραφική αλήθεια εξαπλώθηκε ταχύτατα στα διπλανά χωριά, και το 1920 υπήρχαν στη Ρουμανία περίπου 1.800 ευαγγελιζόμενοι της Βασιλείας!
Στις Ηνωμένες Πολιτείες
Λαχταρούσαμε να μοιραστούμε με τον πατέρα μου, τον Πέιτερ Πρόνταν, αυτά που είχαμε μάθει. Αλλά εκπλαγήκαμε όταν, πριν μπορέσουμε να του γράψουμε, λάβαμε ένα δικό του γράμμα στο οποίο μας έλεγε ότι είχε γίνει βαφτισμένος υπηρέτης του Ιεχωβά. Είχε κάνει μελέτη με τους Σπουδαστές της Γραφής στο Άκρον του Οχάιο, και ήθελε να πάμε όλοι κοντά του, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, η μητέρα δεν δέχτηκε να φύγει από τη Ρουμανία. Έτσι, το 1921, με τα χρήματα που μου είχε στείλει ο πατέρας μου, πήγα κοντά του στο Άκρον. Ο Ζουρζ Ρομόσεαν και ο αδελφός του είχαν ήδη μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες το προηγούμενο έτος.
Όταν έφτασα με το πλοίο στο Έλις Άιλαντ της Νέας Υόρκης, ο υπάλληλος της υπηρεσίας μετανάστευσης δεν ήξερε πώς να μεταφράσει στην αγγλική το όνομά μου που ήταν Αουρέλια· έτσι είπε: «Θα σε λένε Γκόλντι». Από τότε, αυτό είναι το όνομά μου. Λίγο αργότερα, την 1η Μαΐου 1921, παντρεύτηκα τον Ζουρζ Ρομόσεαν. Έπειτα από ένα χρόνο περίπου, ο πατέρας επέστρεψε στη Ρουμανία και, το 1925, έφερε στο Άκρον τη μικρότερη αδελφή μου, τη Μαίρη. Κατόπιν, ο πατέρας επέστρεψε στη Ρουμανία για να είναι κοντά στη μητέρα και στην υπόλοιπη οικογένεια.
Η Διακονία μας στις Ηνωμένες Πολιτείες Εκείνα τα Χρόνια
Ο Ζουρζ ήταν πολύ όσιος και αφοσιωμένος υπηρέτης του Ιεχωβά. Από το 1922 ως το 1932, ευλογηθήκαμε με τέσσερις αξιαγάπητες κόρες—την Έστερ, την Αν, την Γκόλντι Ελίζαμπεθ και την Αϊρίν. Στο Άκρον ιδρύθηκε ρουμανική εκκλησία, και αρχικά οι συναθροίσεις διεξάγονταν στο σπίτι μας. Αργότερα, κάθε εξάμηνο κάποιος εκπρόσωπος από τα κεντρικά γραφεία των Σπουδαστών της Γραφής στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης επισκεπτόταν την εκκλησία μας και έμενε στο σπίτι μας.
Πολλές Κυριακές αφιερώναμε ολόκληρη την ημέρα στο έργο κηρύγματος. Ετοιμάζαμε τις τσάντες μας, καθώς και λίγο φαγητό, βάζαμε τα κορίτσια στο αυτοκίνητό μας, ένα Φορντ Τ, και κηρύτταμε όλη την ημέρα σε αγροτικό τομέα. Κατόπιν, το βράδυ, παρακολουθούσαμε τη Μελέτη Σκοπιάς. Τα κορίτσια μας ανέπτυξαν αγάπη για το έργο κηρύγματος. Το 1931 ήμουν παρούσα στο Κολόμπους του Οχάιο, όταν οι Σπουδαστές της Γραφής υιοθέτησαν το ξεχωριστό όνομά τους, Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Χρειάστηκα Διόρθωση
Έπειτα από λίγα χρόνια, θύμωσα με τον Ιωσήφ Φ. Ρόδερφορντ, τον τότε πρόεδρο της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά. Κάποιος καινούριος Μάρτυρας νόμιζε ότι ο αδελφός Ρόδερφορντ του φέρθηκε άδικα, επειδή δεν τον άκουσε με προσοχή. Πίστευα ότι δεν είχε δίκιο ο αδελφός Ρόδερφορντ. Κάποια Κυριακή, λοιπόν, ήρθε να μας επισκεφτεί η αδελφή μου, η Μαίρη, με το σύζυγό της, τον Νταν Πεστρουί. Μετά το φαγητό, ο Νταν είπε: «Ας ετοιμαστούμε να πάμε στη συνάθροιση».
«Δεν πηγαίνουμε πια στις συναθροίσεις», είπα. «Είμαστε έξω φρενών με τον αδελφό Ρόδερφορντ».
Ο Νταν έδεσε τα χέρια πίσω από την πλάτη του, άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω και στη συνέχεια είπε: «Γνώριζες τον αδελφό Ρόδερφορντ όταν βαφτίστηκες;»
«Όχι βέβαια», απάντησα. «Ξέρεις ότι βαφτίστηκα στη Ρουμανία».
«Γιατί βαφτίστηκες;» ρώτησε.
«Επειδή έμαθα ότι ο Ιεχωβά είναι ο αληθινός Θεός και ήθελα να αφιερώσω τη ζωή μου στην υπηρεσία του», απάντησα.
«Ποτέ μην το ξεχνάς αυτό!» αποκρίθηκε. «Τι θα γινόταν αν ο αδελφός Ρόδερφορντ εγκατέλειπε την αλήθεια, θα την εγκατέλειπες και εσύ;»
«Ποτέ, ποτέ!» είπα. Αυτό με έκανε να συνέλθω, και είπα: «Ετοιμαστείτε όλοι για τη συνάθροιση». Από τότε δεν έχουμε σταματήσει. Πόσο ευγνώμων ήμουν στον Ιεχωβά για τη στοργική διόρθωση που έλαβα από το γαμπρό μου!
Στη Διάρκεια της Οικονομικής Κρίσης
Στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, τη δεκαετία του 1930, οι καιροί ήταν δύσκολοι. Μια ημέρα, ο Ζουρζ γύρισε στο σπίτι από την εργασία του πολύ στενοχωρημένος, λέγοντάς μου ότι τον είχαν απολύσει από το εργοστάσιο κατεργασίας καουτσούκ όπου εργαζόταν. «Μην ανησυχείς», είπα, «έχουμε πλούσιο Πατέρα στον ουρανό, και δεν θα μας αφήσει».
Την ίδια εκείνη ημέρα, ο Ζουρζ συνάντησε κάποιο φίλο ο οποίος είχε ένα μεγάλο καλάθι με μανιτάρια. Όταν έμαθε ο Ζουρζ από πού τα μάζεψε ο φίλος του, ήρθε στο σπίτι κουβαλώντας μια τεράστια ποσότητα μανιτάρια. Έπειτα, έδωσε τα τελευταία τρία δολάρια που είχαμε για να αγοράσει μικρά καλάθια. «Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό», ρώτησα, «όταν έχουμε μικρά κορίτσια που χρειάζονται γάλα;»
«Μην ανησυχείς», απάντησε, «απλώς κάνε ό,τι σου λέω». Τις επόμενες λίγες εβδομάδες, στο σπίτι μας υπήρχε ένα μικρό εργοστάσιο, στο οποίο καθαρίζαμε και συσκευάζαμε μανιτάρια. Τα πουλούσαμε στα καλύτερα εστιατόρια και κερδίζαμε 30 ως 40 δολάρια (περ. 7.000 ως 9.000 δρχ.) καθημερινά, μια ολόκληρη περιουσία για εμάς τότε. Ο κτηματίας που μας έδωσε την άδεια να μαζεύουμε μανιτάρια από τα χωράφια του είπε ότι ζούσε εκεί 25 χρόνια και ποτέ δεν είχε δει τόσο πολλά μανιτάρια. Έπειτα από λίγο καιρό, το εργοστάσιο κατεργασίας καουτσούκ προσέλαβε ξανά τον Ζουρζ.
Διατηρήσαμε την Πίστη Μας
Το 1943 μετακομίσαμε στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνιας, και έπειτα από τέσσερα χρόνια εγκατασταθήκαμε στο Έλσινορ. Ανοίξαμε ένα μανάβικο, και όλη η οικογένεια δούλευε σε αυτό εναλλάξ. Εκείνη την εποχή, το Έλσινορ δεν ήταν παρά μια μικρή πόλη 2.000 κατοίκων περίπου, και για να παρακολουθήσουμε τις Χριστιανικές συναθροίσεις μας έπρεπε να πάμε σε μια άλλη πόλη που απείχε 30 χιλιόμετρα περίπου. Πόσο χάρηκα όταν είδα να ιδρύεται μια μικρή εκκλησία στο Έλσινορ το 1950! Τώρα υπάρχουν στην ίδια περιοχή 13 εκκλησίες.
Το 1950 η κόρη μας, η Γκόλντι Ελίζαμπεθ (η οποία τώρα είναι πιο γνωστή ως Μπεθ), αποφοίτησε από τη Βιβλική Σχολή Γαλαάδ της Σκοπιάς στο Σάουθ Λάνσινγκ της Νέας Υόρκης και διορίστηκε στη Βενεζουέλα ως ιεραπόστολος. Το 1955, η μικρότερη κόρη μας, η Αϊρίν, χάρηκε όταν ο σύζυγός της προσκλήθηκε να υπηρετήσει ως περιοδεύων διάκονος στο έργο περιοχής. Κατόπιν, το 1961, αφού παρακολούθησαν τη Σχολή Διακονίας της Βασιλείας στο Σάουθ Λάνσινγκ της Νέας Υόρκης, στάλθηκαν στην Ταϋλάνδη. Μερικές φορές μού έλειπαν τόσο πολύ οι κόρες μου ώστε έκλαιγα, αλλά κατόπιν σκεφτόμουν: ‘Αυτό είναι εκείνο που ήθελα να κάνουν’. Έτσι, άρπαζα την τσάντα μου με τα βιβλία και έβγαινα στο έργο κηρύγματος. Πάντοτε επέστρεφα στο σπίτι χαρούμενη.
Το 1966 ο αγαπημένος μου σύζυγος, ο Ζουρζ, έπαθε εγκεφαλικό. Η Μπεθ, η οποία είχε επιστρέψει από τη Βενεζουέλα λόγω προβλημάτων υγείας, βοήθησε στη φροντίδα του. Ο Ζουρζ πέθανε την επόμενη χρονιά, και αυτό που με παρηγορούσε ήταν το γεγονός ότι είχε μείνει πιστός στον Ιεχωβά και είχε λάβει την ουράνια ανταμοιβή του. Κατόπιν, η Μπεθ πήγε στην Ισπανία για να υπηρετήσει εκεί όπου η ανάγκη για κήρυκες της Βασιλείας ήταν μεγαλύτερη. Η μεγάλη μου κόρη, η Έστερ, αρρώστησε από καρκίνο και πέθανε το 1977, και το 1984 η Αν πέθανε από λευχαιμία. Και οι δυο τους υπηρέτησαν πιστά τον Ιεχωβά σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους.
Όταν πέθανε η Αν, η Μπεθ και η Αϊρίν είχαν ήδη επιστρέψει από το εξωτερικό όπου είχαν διοριστεί να κηρύττουν. Είχαν φροντίσει τις αδελφές τους, και όλες νιώθαμε βαθιά θλίψη. Ύστερα από κάποιο διάστημα, είπα στις κόρες μου: «Αρκετά! Έχουμε παρηγορήσει άλλους ανθρώπους με τις πολύτιμες Βιβλικές υποσχέσεις. Τώρα πρέπει να παρηγορηθούμε και εμείς. Ο Σατανάς θέλει να μας στερήσει τη χαρά τού να υπηρετούμε τον Ιεχωβά, αλλά εμείς δεν πρέπει να τον αφήσουμε».
Η Πιστή Οικογένειά μας στη Ρουμανία
Μαζί με την αδελφή μου, τη Μαίρη, κάναμε αυτό το αξέχαστο ταξίδι για να επισκεφτούμε την οικογένειά μας στη Ρουμανία το 1970. Μία από τις αδελφές μας είχε πεθάνει, αλλά μπορέσαμε να επισκεφτούμε τον αδελφό μας, τον Γιον, και την αδελφή μας, τη Λοντοουβίκα, οι οποίοι ζούσαν ακόμη στο χωριό Ορτέλεκ. Όταν τους επισκεφτήκαμε, ο πατέρας και η μητέρα είχαν πεθάνει πιστοί στον Ιεχωβά. Πολλοί μας είπαν ότι ο πατέρας υπήρξε στύλος για την εκκλησία. Μερικά μάλιστα από τα δισέγγονά του στη Ρουμανία είναι τώρα Μάρτυρες. Επισκεφτήκαμε επίσης πολλούς συγγενείς του συζύγου μου οι οποίοι είχαν παραμείνει σταθεροί στη Βιβλική αλήθεια.
Το 1970, η Ρουμανία βρισκόταν υπό το αμείλικτο κομμουνιστικό καθεστώς του Νικολάε Τσαουσέσκου, και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διώκονταν βάναυσα. Ο γιος του αδελφού μου του Γιον, ο Φλορί, καθώς και άλλοι συγγενείς μου πέρασαν πολλά χρόνια σε στρατόπεδα συγκέντρωσης λόγω της Χριστιανικής πίστης τους, και το ίδιο συνέβη με τον πρώτο εξάδελφο του συζύγου μου, τον Γκάμπορ Ρομόσεαν. Δεν ήταν παράξενο που οι Ρουμάνοι αδελφοί μας, όταν μας εμπιστεύτηκαν κάποιες επιστολές για να τις μεταφέρουμε στα παγκόσμια κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Νέα Υόρκη, είπαν ότι δεν θα ησύχαζαν παρά μόνο όταν άκουγαν πως είχαμε φύγει με ασφάλεια από τη χώρα!
Όταν καταλάβαμε ότι είχαν λήξει οι βίζες μας, πήγαμε στο κυβερνείο στο Ορτέλεκ. Ήταν Παρασκευή απόγευμα, και υπήρχε μόνο ένας αρμόδιος αξιωματούχος. Μόλις έμαθε ποιους είχαμε επισκεφτεί, και ότι ο ανιψιός μας είχε κρατηθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, είπε: «Κυρίες, φύγετε από εδώ!»
«Μα, σήμερα δεν φεύγει κανένα τρένο», απάντησε η αδελφή μου.
«Δεν έχει σημασία», είπε αναστατωμένος. «Πάρτε λεωφορείο. Πάρτε τρένο. Πάρτε ταξί. Περπατήστε. Μόνο φύγετε από εδώ το γρηγορότερο δυνατό!»
Καθώς φεύγαμε, μας φώναξαν πίσω και μας πληροφόρησαν ότι θα περνούσε εκτάκτως ένα στρατιωτικό τρένο στις 6:00 μ.μ. Τι προμήθεια αποδείχτηκε αυτή από τον Θεό! Αν φεύγαμε με κανονικό τρένο, θα έλεγχαν επανειλημμένα τα χαρτιά μας· αλλά εφόσον το τρένο μετέφερε στρατιώτες, και εμείς οι δύο ήμασταν οι μόνοι επιβάτες που ήταν πολίτες, κανένας δεν ζήτησε να δει τα διαβατήριά μας. Ίσως υπέθεσαν πως ήμασταν οι γιαγιάδες κάποιων αξιωματικών.
Φτάσαμε στην Τιμισοάρα το επόμενο πρωινό, και με τη βοήθεια ενός φίλου κάποιου συγγενή, καταφέραμε να πάρουμε βίζα. Την επομένη είχαμε φύγει από τη χώρα. Μαζί μας πήραμε αγαπημένες και αξέχαστες αναμνήσεις από τους όσιους Χριστιανούς αδελφούς και αδελφές μας στη Ρουμανία.
Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά την επίσκεψή μας στη Ρουμανία, οι πληροφορίες που ακούγαμε σχετικά με το έργο κηρύγματος το οποίο διεξαγόταν πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα ήταν ελάχιστες. Είχαμε, όμως, την πεποίθηση ότι οι Χριστιανοί αδελφοί και αδελφές μας θα παρέμεναν όσιοι στον Θεό μας—ό,τι και αν γινόταν. Και ασφαλώς παρέμειναν! Πόσο χάρηκα όταν έμαθα ότι τον Απρίλιο του 1990 οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έλαβαν νομική αναγνώριση ως θρησκευτική οργάνωση στη Ρουμανία! Το επόμενο καλοκαίρι μάς χαροποίησαν οι εκθέσεις σχετικά με τις συνελεύσεις που διεξάχθηκαν στη Ρουμανία. Παρευρέθηκαν πάνω από 34.000 άτομα σε οχτώ πόλεις και βαφτίστηκαν 2.260 άτομα! Τώρα υπάρχουν 35.000 και πλέον ευαγγελιζόμενοι που συμμετέχουν στο έργο κηρύγματος στη Ρουμανία, και πέρσι 86.034 άτομα παρακολούθησαν την Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού.
Εξακολουθώ να Θεωρώ Πολύτιμη την Αλήθεια
Για λίγα χρόνια, σταμάτησα να παίρνω από τα εμβλήματα στην Ανάμνηση. Παρατηρούσα ορισμένους αδελφούς με πολύ καλά προσόντα οι οποίοι δεν έπαιρναν, και σκεφτόμουν: ‘Γιατί να δώσει ο Ιεχωβά σε εμένα το προνόμιο να είμαι συγκληρονόμος με τον Γιο του στον ουρανό όταν άλλοι είναι τόσο καλοί ομιλητές;’ Την περίοδο, όμως, κατά την οποία δεν έπαιρνα από τα εμβλήματα, αισθανόμουν πολύ αναστατωμένη. Ένιωθα σαν να απέρριπτα κάτι. Έπειτα από πολλή μελέτη, προσευχές και δεήσεις, άρχισα και πάλι να παίρνω. Η ειρήνη και η χαρά μου αποκαταστάθηκαν και, έκτοτε, δεν με εγκατέλειψαν ποτέ.
Μολονότι δεν βλέπω πια να διαβάσω, ακούω καθημερινά τις κασέτες της Γραφής και των περιοδικών Σκοπιά και Ξύπνα! Εξακολουθώ επίσης να συμμετέχω στο έργο κηρύγματος. Συνήθως δίνω από 60 ως 100 περιοδικά το μήνα, αλλά όταν είχαμε την ειδική εκστρατεία με το περιοδικό Ξύπνα! τον περασμένο Απρίλιο, έδωσα 323 τεύχη. Με τη βοήθεια που μου προσφέρουν οι κόρες μου, μπορώ επίσης να αναλαμβάνω μέρη στη Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας. Χαίρομαι που είμαι ακόμη σε θέση να ενθαρρύνω άλλους. Στην Αίθουσα Βασιλείας σχεδόν όλοι με φωνάζουν γιαγιά.
Αναπολώντας τα σχεδόν 79 χρόνια αφιερωμένης υπηρεσίας στον Ιεχωβά, τον ευχαριστώ καθημερινά που μου επέτρεψε να γνωρίσω την πολύτιμη αλήθεια του και να χρησιμοποιήσω τη ζωή μου στην υπηρεσία του. Είμαι πολύ ευγνώμων για το γεγονός ότι έχω ζήσει για να δω την εκπλήρωση των θαυμάσιων Βιβλικών υποσχέσεων οι οποίες προείπαν τη σύναξη των προβατοειδών ατόμων του Θεού σε αυτές τις τελευταίες ημέρες.—Ησαΐας 60:22· Ζαχαρίας 8:23.
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Η αδελφή μου η Μαίρη και ο πατέρας μου όρθιοι, καθώς και εγώ, ο Ζουρζ και οι κόρες μας Έστερ και Αν
[Εικόνα στη σελίδα 24]
Με τις κόρες μου Μπεθ και Αϊρίν, καθώς και με το σύζυγο της Αϊρίν και τα δυο αγόρια τους· όλοι υπηρετούν πιστά τον Ιεχωβά