Πράξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στους Συγχρόνους Καιρούς στη Γερμανία
(Συνεχίζεται η αφήγησις του Αδ. Κ. Φράνκε)
ΕΠΕΣΤΡΕΨΑ στο σπίτι κουρασμένος το βράδυ της 6ης Οκτωβρίου και η γυναίκα μου μού ενεχείρισε μια επιστολή την οποία παρέδωσαν το βράδυ όχι τον τακτικό καιρό παραδόσεως επιστολών του ταχυδρομείου, και αυτό παρά το γεγονός ότι αυτή ήταν μια κανονική επιστολή και όχι ασφαλισμένη την οποία η ταχυδρομική υπηρεσία θα είχε παραδόσει την ώρα εκείνη. Την άνοιξα και ανεκάλυψα ότι ήταν η επιστολή του Αδ. Ρόδερφορδ. Ο Αδ. Μερκ μού την έστειλε πιθανόν επειδή ήταν αδύνατον να μου την παραδώση προσωπικώς εν καιρώ.
«Αλλά ο τρόπος της παραδόσεως σ’ εμένα ήταν απόδειξις ότι η επιστολή πρώτα είχε πάει στη Γκεστάπο—καθώς αυτό αλήθευε για όλη την προσωπική μου αλληλογραφία—γι’ αυτό αυτοί την παρέδωσαν, προφανώς νομίζοντας ότι ακόμη δεν εγνώριζα τίποτε για την εκστρατεία. Σκέπτονταν ότι εγώ θα έκαμνα τις αναγκαίες διευθετήσεις σε αρμονία με τα περιεχόμενα της επιστολής κάποιο καιρό τη νύχτα, έτσι ώστε αυτοί θα μπορούσαν να μας βρουν όλους μαζί και να μας συλλάβουν χωρίς καμμιά ειδική προσπάθεια εκ μέρους των το επόμενο πρωί. Πράγματι, υπήρχε αρκετός καιρός να ειδοποιήσουν τους επισήμους σε όλη τη Γερμανία. Θα ήταν ένα απλό ζήτημα να συλλάβουν όλους τους μάρτυρας του Ιεχωβά που θα είχαν συναθροισθή στις διάφορες πόλεις το άλλο πρωί.
«Τι έπρεπε να κάμω; Το διαμέρισμά μου, που ήταν σ’ ένα κτίριο που εστέγαζε επίσης μια ταβέρνα, ήταν κάθε άλλο παρά ασφαλές. Όλοι που διέμεναν στο σπίτι, εξαιρέσει της αδελφής που ήταν η ιδιοκτήτρια του κτιρίου και της οποίας ο κοιτώνας συνώρευε με το διαμέρισμά μας, ήσαν άσπονδοι εχθροί. Εκ του άλλου, δεν υπήρχαν άλλες δυνατότητες ως προς το πού να συναθροισθούμε. Εμπιστευόμενος στη βοήθεια του Ιεχωβά, απεφάσισα να μη κάμω πια άλλες αλλαγές ούτε να ταράττω άδικα τους αδελφούς και αδελφές, οι οποίοι, ως επί το πλείστον, ζούσαν σε διηρημένες οικογένειες και δεν είχαν τη παρά μικρά ιδέα ποιος ήταν ο σκοπός της συναθροίσεως. Όσον αφορά τον εαυτό μου, ήμουν προετοιμασμένος να συλληφθώ πάλι.
«Στις 7:00 το πρωί Οκτωβρίου 7, οι πρώτοι αδελφοί είχαν σχεδόν φθάσει, και οι διευθετήσεις είχαν γίνει ο καθένας να έρχεται χωριστά σε μια περίοδο δυο ωρών για να μη γίνωνται αντιληπτοί. Οι αδελφοί έρχονταν ένας ένας, περιμένοντας να μάθουν τα νέα, μολονότι σύμφωνα με τις οδηγίες δεν είχαν πληροφορηθή για τον πραγματικό σκοπό της συναθροίσεως. Αλλά δεν ήταν κανείς μεταξύ τους που δεν αισθανόταν ότι αυτή θα ήταν μια πολύ βαρυσήμαντος ημέρα. Όλοι, περιλαμβανομένων και των θηλέων αδελφών οι σύζυγοι των οποίων στις πλείστες περιπτώσεις ήσαν ενάντιοι και οι περισσότερες από τις οποίες είχαν μικρά παιδιά, μου έκαμαν εντύπωσι γιατί ήσαν αποφασισμένοι και πρόθυμοι να κάμουν ο,τιδήποτε θα τους εζητείτο να κάμουν χάριν της διεκδικήσεως του ονόματος του Ιεχωβά.
«Στις 8:50 όλοι είχαν συναθροισθή στο ένα δωμάτιο του διαμερίσματός μας. Εγώ περίμενα να δω τη Γκεστάπο να έρχεται οδηγώντας ένα μεγάλο αυτοκίνητο κάθε λεπτό και να μας συλλάβη όλους. Γι’ αυτό αισθάνθηκα την υποχρέωσι να εξηγήσω την κατάστασι στους αδελφούς και να τους δώσω ευκαιρία ν’ αποσυρθούν από του να συμμετάσχουν στη συνάθροισι αν φοβώνταν τις συνέπειες. Τους είπα: ‘Η κατάστασις είναι τέτοια που είναι δυνατόν όλοι μας να συλληφθούμε σε δέκα λεπτά. Δεν θέλω κανείς σας να με κατηγορήση αργότερα ότι σας έφερα στην κατάστασι αυτή χωρίς να σας είχα προειδοποιήσει για τη σοβαρότητα της. Γι’ αυτό σας παρακαλώ ν’ ανοίξετε τις Γραφές σας στο 20ό του Δευτερονομίου. Εδιάβασα το 8ο εδάφιο: ‘Τις άνθρωπος είναι δειλός και άκαρδος; ας αναχωρήση και ας επιστρέψη εις την οικίαν αυτού, δια να μη δειλιάση η καρδία των αδελφών αυτού, ως η καρδία αυτού.’ Αφού εδιάβασα αυτό στους παρόντας, είπα: ‘ Όποιος αισθάνεται ότι η κατάστασις είναι πολύ επικίνδυνη τώρα έχει την ευκαιρία ν’ αποσυρθή από το να συμμετάσχη στη συνάθροισι.’
«Αλλά κανένας, ούτε ακόμη και οι αδελφές με εναντιουμένους συζύγους και μικρά παιδιά, δεν θέλησαν ν’ αποσυρθούν. Τι τώρα επηκολούθησε είναι κάτι που λόγοι δεν μπορούν να το εκφράσουν. Στα λίγα λεπτά που παρέμειναν μέχρι της 9ης έγινε μια εορταστική σιωπή στο δωμάτιο. Ήταν προφανές ότι όλοι οι παρευρισκόμενοι είχαν εμπιστευθή το ζήτημα με σιωπηλή προσευχή στην προστατευτική χείρα του Ιεχωβά. Η 9η ώρα έφθασε. Και καθ’ ον χρόνον η σκέψις προσπαθούσε να εισχωρήση στη διάνοιά μου ότι η Γκεστάπο θα ερχόταν με αυτοκίνητο στην αυλή σ’ οποιαδήποτε στιγμή· άρχισα τη συνάθροισι με προσευχή. Αίφνης όλοι μας αισθανθήκαμε ότι ένας προστατευτικός, ισχυρός δακτύλιος τέθηκε γύρω μας, περικλείοντας όχι μόνο τους κινδυνεύοντας αδελφούς στη Γερμανία αλλά τους αδελφούς σ’ όλον τον κόσμο οι οποίοι, σύμφωνα με τις οδηγίες, είχαν συναθροισθή σε πολλές χώρες την ίδια ώρα και οι οποίοι φυσικά άρχισαν επίσης τις συναθροίσεις των με προσευχή, και όλον αυτό για να διαμαρτυρηθούν στον Χίτλερ εναντίον της απάνθρωπου κακομεταχειρίσεως των αδελφών των στη Γερμανία.
«Ύστερα έδωσα μια ομιλία στους αδελφούς επαναλαμβάνοντας τις κύριες σκέψεις της αξιοσημείωτου διαλέξεως του Αδ. Ρόδερφορδ στη Βασιλεία για την ενθάρρυνσι των Γερμανών αδελφών. Αυτή παρουσίαζε Βιβλικές αποδείξεις ότι, παρά τις αλλαγείσες συνθήκες, έχομε την ευθύνη ενώπιον του Ιεχωβά να συνερχώμεθα τακτικά να μελετούμε τον Λόγο του και να τον αινούμε, να τον υπηρετούμε ως μάρτυρές του και να γνωστοποιούμε τη Βασιλεία.»
Σε αρμονία με την ενέργεια που έλαβαν όλοι οι μάρτυρες του Ιεχωβά σ’ όλη τη Γερμανία, όλοι ενθουσιωδώς συμφώνησαν ν’ αποσταλή η εξής συστημένη επιστολή στην κυβέρνησι την ημέρα εκείνη:
«ΣΤΟΥΣ ΕΠΙΣΗΜΟΥΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ:
«Ο Λόγος του Ιεχωβά Θεού, ως εκτίθεται εις την Αγίαν Γραφήν, είναι ο ανώτατος νόμος, και σ’ εμάς είναι ο μόνος οδηγός γιατί εχομε αφοσιωθή στον Θεό και είμεθα αληθινοί και ειλικρινείς ακόλουθοι του Χριστού Ιησού.
«Το παρελθόν έτος, και ενάντια στον νόμον του Θεού και εις παραβίασι των δικαιωμάτων μας, μάς απαγορεύσατε ως μάρτυρας του Ιεχωβά να συναθροιζώμεθα και να μελετούμε τον Λόγον του Θεού, να λατρεύωμε και να υπηρετούμε αυτόν. Στον Λόγον του μας παραγγέλλει ότι δεν θα λησμονήσωμε του να συνερχώμεθα. (Εβρ. 10:25) Σ’ εμάς ο Ιεχωβά παραγγέλλει: ‘Σεις είσθε μάρτυρές μου ότι εγώ είμαι ο Θεός. Πηγαίνετε και πήτε στον λαό το άγγελμά μου.’ (Ησ. 43:10, 12· 6:9· Ματθ. 24:14) Υπάρχει άμεσος σύγκρουσις μεταξύ του νόμου σας και του νόμου του Θεού, και, ακολουθούντες την ηγεσίαν των πιστών αποστόλων, ‘πρέπει να πειθαρχώμεν εις τον Θεόν μάλλον παρά εις τους ανθρώπους,’ και αυτό θα το πράξωμεν. (Πράξ. 5:29) Έτσι σας πληροφορούμεν ότι πάση θυσία θα υπακούσωμε στας εντολάς του Θεού, θα συναθροιζώμεθα για τη μελέτη του Λόγου του, και θα λατρεύωμε και θα υπηρετούμεν αυτόν καθώς παρήγγειλε. Εάν η κυβέρνησίς σας ή αστυνομικοί βιαιοπραγήσουν εναντίον μας γιατί υπακούομεν εις τον Θεόν, το αίμα μας θα είναι επάνω σας και θα έχετε να δώσετε λόγον στον Παντοκράτορα Θεόν.