Πράξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στους Σύγχρονους Καιρούς στη Γερμανία
(Από το Βιβλίον του Έτους 1974—συνέχεια)
Η ΕΚΤΕΛΕΣΙΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΝΤΙΚΜΑΝ
ΕΝΑΣ από τους αξιωματικούς επλησίασε και ρώτησε αν ο φυλακισμένος έπρεπε μια φορά ακόμη να ερωτηθή αν είχε αλλάξει ιδέα και ήταν πρόθυμος να υπογράψη τα έγγραφα της στρατολογήσεως, αλλ’ ο «Φώρσκουερ» απήντησε: «Είναι ανωφελές.» Στραφείς στον Ντίκμαν, διέταξε: «Γύρισε πίσω, γουρούνι,» και κατόπιν έδωσε τη διαταγή να πυροβολήσουν. Ο Ντίκμαν πυροβολήθηκε εκ των όπισθεν από τρεις Ες Ες. Ένας βαθμούχος Ες Ες αρχηγός αργότερα τον επλησίασε και τον πυροβόλησε στο κεφάλι, κάνοντας αίμα να ρέη κάτω από το μάγουλο του. Αφού ένας κατώτερος αξιωματούχος Ες Ες του αφήρεσε τις χειροπέδες, τέσσερες αδελφοί πήραν οδηγίες να τον βάλουν σ’ ένα μαύρο κιβώτιο και να τον μεταφέρουν στον θάλαμο.
Μολονότι όλοι οι άλλοι κατάδικοι ήσαν ελεύθεροι να μεταβούν στους στρατώνες τους, οι μάρτυρες του Ιεχωβά έπρεπε να παραμείνουν. Τώρα ήταν καιρός για τον «Φώρσκουερ» να προβάλη την αξίωσί του. Με μεγάλη έμφασι ερώτησε ποιος τώρα ήταν έτοιμος να υπογράψη τη δήλωσι—όχι μόνο ν’ αποκηρύξη την πίστι του, αλλ’ επίσης να δείξη την προθυμία του να γίνη στρατιώτης. Κανείς δεν απήντησε. Τότε δυο προχώρησαν προς τα εμπρός! Αλλ’ όχι να υπογράψουν τη δήλωσι. Εζήτησαν να ακυρωθή η υπογραφή που κι δυο τους είχαν δώσει προ ενός περίπου έτους!
Αυτό ήταν πάρα πολύ για τον «Φώρσκουερ.» Μανιώδης, εγκατέλειψε την αυλή. Καθώς έπρεπε ν’ αναμένεται, οι αδελφοί έτυχαν κακής μεταχειρίσεως το βράδυ εκείνο και τις μετέπειτα λίγες μέρες. Αλλά διέμειναν σταθεροί.
Η εκτέλεσις του Ντίκμαν ανηγγέλθη αρκετές φορές μέσω του ραδιοφώνου τις επόμενες λίγες μέρες, προφανώς με την ελπίδα να εκφοβίσουν άλλους Μάρτυρας που ακόμη ήσαν ελεύθεροι.
Υστερ’ από τρεις μέρες ο αδελφός του Χάινριχ εκλήθη στο «πολιτικόν διαμέρισμα.» Δύο υψηλής θέσεως πράκτορες της Γκεστάπο είχαν έλθει από το Βερολίνο να μάθουν τι αποτέλεσμα είχε επάνω του η εκτέλεσις του αδελφού του. Σύμφωνα με την δική του έκθεσι, η επόμενη συζήτησις έλαβε χώραν:
«‘Είδες πώς τουφεκίσθηκε ο αδελφός σου;’ Η απάντησίς μου ήταν: ‘Ναι, είδα.’ ‘Τι έμαθες απ’ αυτό;’ Είμαι και θα διαμείνω ένας μάρτυς του Ιεχωβά.’ ‘Τότε θα είσαι ο επόμενος που θα τουφεκισθή.’ Μπόρεσα ν’ απαντήσω αρκετές ερωτήσεις επί της Γραφής, έως ότου τελικά ένας πράκτορας εκραύγασε: ‘Δεν θέλω να γνωρίζω τι είναι γεγραμμένον, θέλω να γνωρίσω τι σκέπτεσαι συ.’ Και καθ’ ον χρόνον προσπαθούσε να μου δείξη την αναγκαιότητα της υπερασπίσεως της πατρίδος, εξακολουθούσε να παρεμβάλη φράσεις όπως: ‘Είσαι ο επόμενος να τουφεκισθής. . . το επόμενο κεφάλι που θα κυλισθή . . . ο επόμενος που θα πέση.’ Ως ότου ο άλλος πράκτορας είπε: Είναι ανωφελές. Ιδού, τερμάτισε την έκθεσι.’»
Η δήλωσις ετέθη άλλη μια φορά μπροστά στον Αδ. Ντίκμαν να υπογράψη. Αρνήθηκε, λέγοντας: «Εάν θ’ ανεγνώριζα το κράτος και την κυβέρνησι με το να υπογράψω αυτήν θα εδήλωνα συμφωνία με την εκτέλεσι του αδελφού μου. Αυτό δεν μπορώ να το κάμω.» Η απάντησις: «Τότε μπορείς ν’ αρχίσης σκεπτόμενος επί πόσο καιρό θα είσαι ακόμη ζωντανός.»
Αλλά τι συνέβη στον «Φώρσκουερ,» ο οποίος εγελοιοποίησε και προκάλεσε τον Ιεχωβά όσον λίγοι άνθρωποι το είχαν πράξει ποτέ; Μόνο λίγες φορές τον είδαν στο στρατόπεδο ύστερ’ απ’ αυτό, και κατόπιν καθόλου. Οι κατάδικοι όμως ανεκάλυψαν ότι λίγο μετά την εκτέλεσι του Ντίκμαν τον Αύγουστο, κτυπήθηκε με μια τρομερή ασθένεια. Πέθανε ύστερ’ από πέντε μήνες χωρίς να έχη την ευκαιρία να γελοιοποίηση πάλι τον Ιεχωβά ή τους μάρτυρας του. «Ανέλαβα ένα πόλεμο με τον Ιεχωβά. Θα δούμε ποιος είναι ο δυνατώτερος, εγώ ή ο Ιεχωβά,» είχε πη ο «Φώρσκουερ» την 20η Μαρτίου του 1938, όταν έθεσε τους αδελφούς στον «απομονωτικό όμιλο.» Η μάχη είχε αποφασισθή. Ο «Φώρσκουερ» είχε χάσει. Και μολονότι οι αδελφοί μας απελύθησαν από τον «απομονωτικόν όμιλο» ύστερ’ από λίγους μήνας, και, σε μερικές περιπτώσεις, έλαβαν αρκετή ανακούφισι, η φήμη εξακολουθούσε να κυκλοφορή σ’ όλο το στρατόπεδο ότι ο «Φώρσκουερ» ήταν σοβαρά ασθενής και ότι όταν αξιωματικοί τον επισκέπτονταν εκλαυθμύριζε: «Οι Σπουδασταί των Γραφών προσεύχονται για τον θάνατό μου, γιατί άφησα τον άνθρωπό τους να τουφεκισθή!» Είναι επίσης γεγονός ότι όταν απέθανε, η θυγατέρα του, όταν την ρωτούσαν για τον θάνατο του πατέρα της, πάντοτε απαντούσε: «Οι Σπουδασταί των Γραφών προσευχήθηκαν για τον θάνατο του πατέρα μου.»
ΝΤΑΧΑΟΥ
Ο Αδ. Φρίντριχ Φρέυ από την Ροτ αναφέρει για την μεταχείρισι του «απομονωτικού ομίλου» στο Νταχάου: «Μόλις μπορεί κανείς να περιγράψη την πείνα, το κρύο, τα βασανιστήρια. Ένας αξιωματικός μια φορά μ’ εκλώτσισε στο στομάχι με τις μπότες του και μου προξένησε σοβαρή ασθένεια. Άλλη μια φορά η γέφυρα της μύτης μου τόσο πολύ παραμορφώθηκε από τα επανειλημμένα κτυπήματα ώστε μέχρι σήμερα έχω δυσκολία ν’ αναπνεύσω. Κάποτε ένας Ες Ες με συνέλαβε τρώγοντας δυο ξηροκόμματα ψωμιού την ώρα της εργασίας για να κατευνάσω την πείνα μου. Μ’ εκλώτσισε στο στομάχι με τη μπότα του και μ’ έρριξε κατά γης. Για επιπρόσθετη τιμωρία μ’ εκρέμασαν επάνω σ’ ένα πάσσαλο τριών μέτρων με τα χέρια αλυσοδεμένα πίσω μου. Αυτή η αφύσικη θέσις του σώματος και το βάρος του επροξένησαν έμφραξι της κυκλοφορίας του αίματος και οδυνηρό πόνο. Ένας Ες Ες άρπαξε τα δυο μου σκέλη και τα κουνούσε μπρος και πίσω, κραυγάζοντας, ‘Είσαι ακόμη ένας από τους μάρτυρας του Ιεχωβά;’ Αλλά δεν μπορούσα ν’ απαντήσω εξ αιτίας του ιδρώτος του θανάτου που ξέσπαζε πάνω στο μέτωπόν μου. Έχω ένα νευρικό σπασμό απ’ αυτό ακόμη και μέχρι σήμερα. Θυμήθηκα τις τελευταίες λίγες ώρες που ο Κύριος μας και Διδάσκαλος δαπάνησε έχοντας τα χέρια και πόδια του τρυπημένα με καρφιά.»
Στο Νταχάου, λίγο πριν από τα «Χριστούγεννα,» ένα μεγάλο Χριστουγεννιάτικο δένδρο υψώθηκε και στολίσθηκε με ηλεκτρικές λυχνίες και άλλες μορφές στολισμού. Οι 45.000 κατάδικοι του στρατοπέδου, περιλαμβανομένων και πάνω από εκατό μάρτυρες του Ιεχωβά, ήλπιζαν ότι θα μπορούσαν να απολαύσουν λίγες μέρες ειρήνης. Αλλά τι συνέβη; Στις 8:00 την Παραμονή των Χριστουγέννων όταν όλοι οι κατάδικοι ήσαν στους στρατώνες τους, οι σειρήνες αίφνης άρχισαν να ουρλιάζουν· όλοι οι κατάδικοι έπρεπε να βαδίσουν έξω στην αυλή όσο γρήγορα μπορούσαν. Μπορούσε ένας ν’ ακούση την ορχήστρα των Ες Ες παίζουσαν. Πέντε ομάδες πλήρως εξηρτισμένων Ες Ες εβάδιζαν. Ο διοικητής του στρατοπέδου, συνοδευόμενος από αξιωματικούς των Ες Ες, έδωσε μια βραχεία ομιλία λέγοντας στους κατάδικους ότι ήθελαν να εορτάσουν τα Χριστούγεννα μαζί τους το βράδυ αυτό κατά το δικό τους ιδιαίτερο τρόπο. Έβγαλε τότε ένα κατάλογο ονομάτων από την τσάντα του και επί μίαν σχεδόν ώραν εδιάβαζε τα ονόματα των καταδίκων που είχαν υποδειχθή για τιμωρία τις τελευταίες λίγες εβδομάδες. Η κολώνα φέρθηκε έξω και στήθηκε και ο πρώτος κατάδικος δέθηκε με λουριά πάνω σ’ αυτή. Ύστερα δυο Ες Ες άνδρες εξηρτισμένοι με ένα ατσαλένιο μαστίγιο πήραν τις θέσεις των προς τα δεξιά και αριστερά της κολώνας και άρχισαν να κτυπούν τον κατάδικο καθ’ ον χρόνον η ορχήστρα έπαιζε «Σιωπηλή Νύχτα»· όλοι οι κατάδικοι έπρεπε να ψάλλουν μαζί. Ταυτοχρόνως ο κατάδικος στον οποίον δίδονταν 25 κτυπήματα ήταν υποχρεωμένος να τα μετρά μεγαλοφώνως. Κάθε φορά που ένας νέος κατάδικος εδένετο στην κολώνα δυο νέοι Ες Ες άνδρες επρόβαιναν να δίνουν την τιμωρία. Αληθινά ένας αξιόλογος τρόπος για ένα «Χριστιανικό έθνος» να εορτάζη τα Χριστούγεννα.