Μισός Αιώνας Κάτω από Ολοκληρωτική Τυραννία
Όπως το αφηγήθηκε ο Λέμπιτ Τομ
Το 1951 καταδικάστηκα σε δέκα χρόνια καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία. Μας μετέφεραν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, σε ένα στρατόπεδο που βρισκόταν πολύ πάνω από τον Αρκτικό Κύκλο. Η εργασία ήταν εξαντλητική, το κρύο αφόρητο και οι συνθήκες διαβίωσης άθλιες. Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω πώς βρέθηκα εκεί και γιατί τα παθήματά μας δεν ήταν μάταια.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ μου θεωρούνταν διανοούμενος στην Εσθονία, τη βαλτική χώρα στην οποία γεννήθηκα στις 10 Μαρτίου 1924. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια της ζωής του διηύθυνε το οικογενειακό μας αγρόκτημα στη Γιαρβαμάα της κεντρικής Εσθονίας. Ήμασταν μια μεγάλη Λουθηρανική οικογένεια με εννιά παιδιά, τρία από τα οποία πέθαναν όταν ήταν μικρά. Εγώ ήμουν το μικρότερο παιδί. Όταν έγινα 13 ετών, πέθανε ο πατέρας μου.
Το επόμενο έτος, τέλειωσα το δημοτικό. Το Σεπτέμβριο του 1939, όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, κάλεσαν τον αδελφό μου, τον Έριχ, να καταταχθεί στο στρατό, και έτσι εγώ δεν μπόρεσα να συνεχίσω το σχολείο. Κατόπιν, το 1940, η Εσθονία προσαρτήθηκε στη Σοβιετική Ένωση, και ένα χρόνο αργότερα οι Γερμανοί κατέλαβαν την Εσθονία. Οι ίδιοι φυλάκισαν τον Έριχ αλλά αργότερα τον απελευθέρωσαν, και έτσι επέστρεψε στην Εσθονία τον Αύγουστο του 1941. Το 1942, μπόρεσα να φοιτήσω σε κάποια γεωργική σχολή.
Όταν γύρισα για λίγο στο σπίτι μου από τη σχολή για τα Χριστούγεννα του 1943, η αδελφή μου, η Λέιντα, μου είπε ότι ο οικογενειακός μας γιατρός τής είχε μιλήσει για την Αγία Γραφή. Της είχε δώσει μερικά βιβλιάρια, που ήταν εκδόσεις της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά. Τα διάβασα και πήγα αμέσως να βρω τον Δρ Άρτουρ Ίντους, ο οποίος από τότε μου έκανε Γραφική μελέτη.
Αναγκάζομαι να Αποφασίσω
Στο μεταξύ, οι μάχες ανάμεσα στη Γερμανία και στη Σοβιετική Ένωση κλιμακώθηκαν. Το Φεβρουάριο του 1944, οι Ρώσοι είχαν φτάσει κοντά στα εσθονικά σύνορα. Οι Γερμανοί επιστράτευσαν τον Έριχ και έστειλαν και σε εμένα ειδοποίηση να καταταχθώ. Πίστευα ότι ο νόμος του Θεού απαγορεύει να σκοτώνουμε τους συνανθρώπους μας, και ο Δρ Ίντους είπε ότι θα με βοηθούσε να βρω ένα μέρος για να κρυφτώ μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος.
Κάποια μέρα, ένας χωροφύλακας και ο αρχηγός της τοπικής εθνοφυλακής ήρθαν στο αγρόκτημά μας. Είχαν εντολή να με συλλάβουν με την υποψία ότι προσπαθούσα να αποφύγω τη στρατιωτική υπηρεσία. Τότε κατάλαβα ότι έπρεπε να φύγω από το σπίτι μου, διαφορετικά θα κατέληγα σε κάποιο γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Βρήκα καταφύγιο στο αγρόκτημα ενός Μάρτυρα του Ιεχωβά. Ενώ κρυβόμουν, διάβαζα όσο περισσότερο μπορούσα την Αγία Γραφή και τα έντυπα της Εταιρίας Σκοπιά για να ενισχύσω την πίστη μου. Κάποιο βράδυ, γύρισα στο σπίτι χωρίς να το αντιληφθεί κανείς για να πάρω μερικά τρόφιμα. Το σπίτι ήταν γεμάτο Γερμανούς στρατιώτες, επειδή ο αδελφός μου ο Έριχ είχε επιστρέψει με μερικούς φίλους του για ολιγοήμερες διακοπές. Εκείνη τη νύχτα, μπόρεσα να μιλήσω κρυφά με τον Έριχ στο αλώνι. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδα.
Γλιτώνω Παρά Τρίχα
Την ίδια εκείνη νύχτα, αφού επέστρεψα στο αγρόκτημα όπου κρυβόμουν, έγινε έφοδος. Ο τοπικός χωροφύλακας και μερικοί άντρες της εθνοφυλακής ενεργούσαν βάσει πληροφοριών ότι κάποιος κρυβόταν στο αγρόκτημα. Γλίστρησα στον κενό χώρο κάτω από το πάτωμα, και σε λίγο άκουσα θόρυβο από μπότες με καρφιά πάνω από το κεφάλι μου. Απειλώντας τον ιδιοκτήτη του αγροκτήματος με ένα τουφέκι, ο αξιωματικός ούρλιαξε: «Υπάρχει ένας άντρας κρυμμένος σε αυτό το σπίτι! Δείξε μας πώς μπορεί να μπει κανείς στον κενό χώρο κάτω από το πάτωμα». Μπορούσα να δω το φως από το φακό τους καθώς έψαχναν. Τραβήχτηκα λίγο πιο πίσω και έμεινα εκεί περιμένοντας. Αφού έφυγαν, έμεινα κάτω από το πάτωμα λίγο ακόμα μέχρι να βεβαιωθώ ότι ο κίνδυνος είχε περάσει.
Πριν ξημερώσει, εγκατέλειψα το σπίτι, ευγνωμονώντας τον Ιεχωβά για το ότι δεν με είχαν ανακαλύψει. Χριστιανοί αδελφοί με βοήθησαν να βρω μια άλλη κρυψώνα στην οποία έμεινα μέχρι το τέλος της γερμανικής κατοχής. Αργότερα έμαθα ότι ο χωροφύλακας και ο αρχηγός της τοπικής εθνοφυλακής είχαν σκοτωθεί, προφανώς από Ρώσους αντάρτες. Στις 19 Ιουνίου 1944, συμβόλισα την αφιέρωσή μου στον Θεό με το βάφτισμα· έγινε δε Μάρτυρας του Ιεχωβά και η αδελφή μου η Λέιντα.
Η ανακατάληψη της Εσθονίας από τους Σοβιετικούς άρχισε τον Ιούνιο του 1944, και δύο μήνες αργότερα ήμουν ελεύθερος να επιστρέψω στο σπίτι μου και να βοηθήσω στις δουλειές του αγροκτήματος. Αλλά το Νοέμβριο, λίγο μετά την επιστροφή μου, με διέταξαν να παρουσιαστώ στο ρωσικό στρατό. Γεμάτος θάρρος, έδωσα μαρτυρία με τόλμη στην επιτροπή στρατολογίας. Με ενημέρωσαν ότι το σοβιετικό σύστημα δεν ενδιαφερόταν για τις πεποιθήσεις μου και ότι όλοι έπρεπε να υπηρετήσουν στο στρατό. Ωστόσο, κατάφερα να παραμείνω ελεύθερος μέχρι το τέλος του πολέμου και δαπάνησα τις δυνάμεις μου βοηθώντας στην παροχή Γραφικών εντύπων σε άλλους Μάρτυρες.
Μεταπολεμική Δράση
Όταν τέλειωσε ο πόλεμος το Μάιο του 1945 και δόθηκε αμνηστία στους αντιρρησίες συνείδησης, επέστρεψα στη σχολή. Στις αρχές του 1946, συμπέρανα ότι δεν υπήρχε μέλλον για εμένα στον τομέα της αγροκαλλιέργειας στην Εσθονία, εφόσον το σοβιετικό σύστημα της κολεκτιβοποίησης είχε αντικαταστήσει τον ιδιωτικό τομέα. Έτσι, σταμάτησα τις σπουδές και άρχισα να συμμετέχω πληρέστερα στο έργο κηρύγματος της Βασιλείας.
Υπό τη σοβιετική κυριαρχία, δεν μπορούσαμε πλέον να επιτελούμε τη διακονία μας φανερά. Στην πραγματικότητα, η επικοινωνία με την Εταιρία Σκοπιά είχε διακοπεί πριν από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Γι’ αυτό, χρησιμοποιώντας έναν παλιό πολύγραφο βοηθούσα στην ανατύπωση των εντύπων που είχαμε περισώσει. Κάναμε επίσης το καλύτερο που μπορούσαμε για να διεξάγουμε συναθροίσεις.
Ο διωγμός των Μαρτύρων του Ιεχωβά από την Κα-Γκε-Μπε (τη Σοβιετική Επιτροπή Κρατικής Ασφάλειας) άρχισε τον Αύγουστο του 1948. Πέντε από τα άτομα που είχαν αναλάβει την ηγεσία στο έργο συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν, και σύντομα έγινε εμφανές ότι η Κα-Γκε-Μπε ήθελε να μας συλλάβει όλους. Τέσσερις από εμάς σχηματίσαμε μια επιτροπή με σκοπό να οργανώσουμε το έργο κηρύγματος, να ενθαρρύνουμε τους Χριστιανούς αδελφούς μας και να παράσχουμε βοήθεια σε εκείνους που ήταν στη φυλακή. Εφόσον είχα ακόμα σχετική ελευθερία κινήσεων χρησιμοποιήθηκα για να έρχομαι σε επαφή με άλλους Μάρτυρες.
Μια επίσημη γραπτή διαμαρτυρία με ημερομηνία 22 Σεπτεμβρίου 1948 στάλθηκε στους Σοβιετικούς αξιωματούχους στην Εσθονία. Αυτή περιέγραφε την οργάνωσή μας και το σκοπό του έργου μας, καθώς επίσης ζητούσε την απελευθέρωση των φυλακισμένων ομοπίστων μας. Ποια ήταν η απάντηση; Και άλλες συλλήψεις. Στις 16 Δεκεμβρίου 1948, στείλαμε άλλη μια διακήρυξη διαμαρτυρίας στο Συμβούλιο του Ανώτατου Δικαστηρίου της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Εσθονίας ζητώντας την αθώωση και την απελευθέρωση των αδελφών μας. Αντίγραφα αυτής καθώς και άλλων αιτήσεων βρίσκονται ακόμα στα αρχεία της πόλης Τάλιν.
Ήταν επικίνδυνο να ταξιδεύουμε, εφόσον δεν μπορούσαμε να πάρουμε τα απαραίτητα έγγραφα. Εντούτοις, επισκεφτήκαμε τις εκκλησίες που υπήρχαν στις περιοχές Άραβετε, Βόρου, Ότεπια, Τάλιν και Τάρτου χρησιμοποιώντας μια μεγάλη τετρακύλινδρη μοτοσικλέτα με καλάθι, την οποία είχαμε αγοράσει από ένα Ρώσο αξιωματικό. Την αποκαλούσαμε χαϊδευτικά «το Άρμα».
Η Διαμαρτυρία μας στον Στάλιν
Την 1η Ιουνίου 1949, ταχυδρομήσαμε άλλη μια αίτηση στο ανώτατο γραφείο της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Εσθονίας καθώς και στον Νικολάι Σβέρνικ, γραμματέα της Εκτελεστικής Επιτροπής του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ. Αυτό το έγγραφο, αντίγραφο του οποίου βρήκαμε και πήραμε από τα αρχεία του Τάλιν, φέρει τη σφραγίδα του Νικολάι Σβέρνικ, πράγμα που δείχνει ότι την έλαβε και έστειλε ένα αντίγραφό της στον Ιωσήφ Στάλιν, πρόεδρο της Σοβιετικής Ένωσης. Το τελευταίο μέρος της αίτησης λέει:
«Ζητούμε να ελευθερωθούν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά από τη φυλακή και να σταματήσει ο διωγμός εναντίον τους. Η οργάνωση του Ιεχωβά Θεού, μέσω της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά, θα πρέπει να είναι ελεύθερη να κηρύττει ανεμπόδιστα τα καλά νέα της Βασιλείας του Ιεχωβά σε όλους τους κατοίκους της Σοβιετικής Ένωσης· διαφορετικά, ο Ιεχωβά θα καταστρέψει πλήρως τη Σοβιετική Ένωση και το Κομμουνιστικό Κόμμα.
»Αυτό το ζητούμε στο όνομα του Ιεχωβά Θεού και του Βασιλιά της Βασιλείας του, του Ιησού Χριστού, καθώς και στο όνομα όλων των φυλακισμένων ομοπίστων μας.
»Υπογραφή: Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Εσθονία (1 Ιουνίου 1949)».
Ο Διωγμός Εντείνεται
Στις αρχές του 1950, λάβαμε τρία τεύχη του περιοδικού Σκοπιά από κάποιο άτομο που επέστρεψε από τη Γερμανία. Για να μπορέσουν όλοι οι Χριστιανοί αδελφοί μας να ωφεληθούν από αυτή την πνευματική τροφή, αποφασίστηκε να οργανώσουμε μια συνέλευση στις 24 Ιουλίου 1950, στον αχυρώνα ενός ατόμου που μελετούσε τη Γραφή, κοντά στο χωριό Ότεπια. Με κάποιον τρόπο, όμως, η Κα-Γκε-Μπε έμαθε για τα σχέδιά μας και ετοιμάστηκε να προβεί σε μαζικές συλλήψεις.
Δύο φορτηγά γεμάτα στρατιώτες πήραν θέση στο σιδηροδρομικό σταθμό του Πάλουπερα, όπου θα αποβιβάζονταν οι αδελφοί. Επιπλέον, ένας στρατιώτης με ραδιοπομπό καιροφυλακτούσε στο δρόμο Ότεπια/Πάλουπερα, σε μικρή απόσταση από το χώρο της συνέλευσης. Όταν μερικοί αδελφοί που περιμέναμε να φτάσουν νωρίς δεν εμφανίστηκαν στη συμφωνημένη ώρα, υποψιαστήκαμε ότι τα σχέδιά μας είχαν αποκαλυφτεί.
Πήρα μαζί μου την αδελφή Έλα Κίκας και πήγαμε γρήγορα με τη μοτοσικλέτα στο σιδηροδρομικό σταθμό δύο στάσεις πριν από το Πάλουπερα. Το τρένο είχε μόλις φτάσει, έτσι η Έλα και εγώ ανεβήκαμε από τις δύο ακριανές πόρτες και πηγαίνοντας προς το κέντρο περνούσαμε από όλα τα βαγόνια φωνάζοντας να κατέβουν όλοι κάτω. Όταν κατέβηκαν οι Μάρτυρες, κάναμε διευθετήσεις για να διεξαγάγουμε τη συνέλευσή μας σε έναν άλλον αχυρώνα την επόμενη μέρα. Έτσι το σχέδιο της Κα-Γκε-Μπε για μαζικές συλλήψεις των Μαρτύρων ματαιώθηκε.
Εντούτοις, δύο μήνες μετά τη συνέλευση, άρχισαν εκτεταμένες συλλήψεις. Με πήραν για ανάκριση στις 22 Σεπτεμβρίου 1950, και το ίδιο έκαναν και με τα άλλα τρία μέλη της επιτροπής που επέβλεπε το έργο κηρύγματος στην Εσθονία. Μας κράτησαν οχτώ μήνες στη φυλακή της Κα-Γκε-Μπε στο Τάλιν, στην οδό Πάγκαρι. Κατόπιν, μας μετέφεραν στην πολιτική φυλακή που βρισκόταν στην οδό Κάλντα, την οποία αποκαλούσαν «Βασανιστήριο». Μας κράτησαν εκεί τρεις μήνες. Σε σύγκριση με τη φυλακή της Κα-Γκε-Μπε όπου μας είχαν κλεισμένους σε ένα υπόγειο, αυτή η φυλακή στη Βαλτική Θάλασσα έμοιαζε με θέρετρο.
Δύσκολη Ζωή στη Σιβηρία
Λίγο καιρό ύστερα από αυτό, με καταδίκασαν σε δέκα χρόνια φυλάκιση σε ένα στρατόπεδο στο μακρινό Νορίλσκ της Σιβηρίας, μαζί με τον Χάρι Ένικα, τον Αλεξάντερ Χερμ, τον Άλμπερτ Κόζε και τον Λέοναρντ Κρίμπαϊ. Εκεί ο ήλιος δεν δύει επί δύο μήνες το καλοκαίρι, και το χειμώνα δεν ανατέλλει επί δύο μήνες.
Τον Αύγουστο του 1951, ξεκινήσαμε για το πρώτο τμήμα του ταξιδιού μας από το Τάλιν στο Νορίλσκ με τρένο. Ταξιδέψαμε περίπου 6.000 χιλιόμετρα περνώντας από το Πσκοφ, την Αγία Πετρούπολη (πρώην Λένινγκραντ), την Περμ, το Αικατερίνμπουργκ (πρώην Σβερντλόφσκ), το Νοβοσιμπίρσκ και το Κρασνογιάρσκ, στον ποταμό Γενισέι. Τελικά, στις αρχές Οκτωβρίου, επιβιβαστήκαμε σε μια μαούνα στο Κρασνογιάρσκ και κατευθυνθήκαμε βόρεια καλύπτοντας απόσταση μεγαλύτερη από 1.600 χιλιόμετρα. Δύο εβδομάδες αργότερα φτάσαμε στην κωμόπολη Ντουντίνκα, πολύ πάνω από τον Αρκτικό Κύκλο. Στην Ντουντίνκα επιβιβαστήκαμε ξανά σε τρένο για τα επόμενα 120 χιλιόμετρα του ταξιδιού μέχρι το Νορίλσκ. Από το σταθμό του Νορίλσκ, καλύψαμε περπατώντας τα τελευταία 15 χιλιόμετρα μέχρι το στρατόπεδο εργασίας που βρισκόταν έξω από την κωμόπολη μέσα σε βαρύ χιονιά.
Είχα μόνο ένα καλοκαιρινό πανωφόρι, ένα καπέλο και πέδιλα επειδή μου είχαν κλέψει τα χειμωνιάτικα ρούχα μου όταν ήμουν στη μαούνα. Είχαμε εξασθενήσει εξαιτίας των πολλών εβδομάδων που διήρκεσε το ταξίδι από το Τάλιν, και δεν μας έδιναν το λιγοστό ημερήσιο συσσίτιο που μας αναλογούσε. Γι’ αυτό μερικοί κρατούμενοι λιποθυμούσαν. Τους βοηθούσαμε να συνεχίσουν μέχρι που μας έφεραν άλογα, και κατόπιν τους βάλαμε πάνω σε ιππήλατα έλκηθρα.
Μόλις φτάσαμε στο στρατόπεδο, μας κατέγραψαν, κάναμε μπάνιο και μας δόθηκε το συσσίτιο για εκείνη τη μέρα. Τα παραπήγματα ήταν ζεστά, και σύντομα έπεσα σε βαθύ ύπνο. Ωστόσο, στη μέση της νύχτας, ξύπνησα με φοβερούς πόνους εξαιτίας κάποιας φλεγμονής στα αφτιά μου. Το επόμενο πρωί με εξέτασε ο γιατρός και με απάλλαξε από την εργασία. Αλλά οι αξιωματούχοι της φυλακής θύμωσαν επειδή δεν μπορούσα να δουλέψω και με ξυλοκόπησαν. Με έβαλαν στην απομόνωση για ένα μήνα, επειδή, όπως έλεγαν, «διατάρασσα την ειρήνη του στρατοπέδου». Ευτυχώς, μου παρείχαν φαρμακευτική αγωγή από το ιατρείο, και το διάστημα που έμεινα στην απομόνωση μου έδωσε την ευκαιρία να αναρρώσω.
Ο πρώτος χειμώνας στο στρατόπεδο ήταν ο πιο σκληρός. Η εργασία, κυρίως στο υπαίθριο ορυχείο νικελίου, ήταν εξαντλητική, και το λιγοστό φαγητό που μας έδιναν ήταν κακής ποιότητας. Όταν πολλά άτομα έπαθαν σκορβούτο, μας έκαναν ενέσεις βιταμίνης C για να θεραπευτούμε. Το καλό, όμως, ήταν ότι συναντήσαμε πολλούς άλλους Μάρτυρες στο στρατόπεδο, οι οποίοι προέρχονταν από τη Μολδαβία, την Ουκρανία και την Πολωνία.
Αλλαγές στη Ζωή της Φυλακής
Την άνοιξη του 1952, οι κρατούμενοι άρχισαν να λαβαίνουν ένα μικρό επίδομα, το οποίο μας επέτρεπε να αγοράζουμε τρόφιμα για να εμπλουτίζουμε τη διατροφή μας. Επίσης, μερικοί Μάρτυρες άρχισαν να λαβαίνουν τρόφιμα σε κουτιά με διπλό πάτο, μέσα στα οποία υπήρχαν κρυμμένα Βιβλικά έντυπα. Ένας Μάρτυρας από τη Μολδαβία έλαβε κάποτε έναν τενεκέ λαρδί. Όταν καταναλώσαμε το λαρδί, φάνηκε ένα χοιρινό στομάχι. Μέσα υπήρχαν τρία τεύχη του περιοδικού Σκοπιά!
Όταν πέθανε ο Στάλιν στις 5 Μαρτίου 1953, η ζωή στη φυλακή πήρε δραματική τροπή. Αρχικά, σημειώθηκαν απεργίες και εξεγέρσεις καθώς οι κρατούμενοι απαιτούσαν απελευθέρωση. Στάλθηκαν στρατιωτικές δυνάμεις για να καταστείλουν τις ταραχές. Στο Νορίλσκ, σκοτώθηκαν 120 κρατούμενοι σε μια εξέγερση· αλλά οι Μάρτυρες δεν αναμείχθηκαν, και κανένας τους δεν σκοτώθηκε ούτε τραυματίστηκε. Το καλοκαίρι του 1953, οι εργασίες στο ορυχείο νικελίου σταμάτησαν για δύο εβδομάδες. Έπειτα από αυτό, η ζωή στη φυλακή έγινε πιο εύκολη. Μερικοί κρατούμενοι απελευθερώθηκαν, ενώ η ποινή άλλων μειώθηκε.
Ένας Πιστός Μάρτυρας
Έπειτα από αυτή την περίοδο αναταραχής στο στρατόπεδο, με μετέφεραν σε κάποιο άλλο στρατόπεδο που βρισκόταν νότια, κοντά στο Τάισετ της επαρχίας Ιρκούτσκ. Εκεί συνάντησα τον Άρτουρ Ίντους, ο οποίος είχε μελετήσει αρχικά την Αγία Γραφή μαζί μου. Είχε αρνηθεί να εργαστεί στο στρατόπεδο ως γιατρός, και προτίμησε να δεχτεί πιο βαριά χειρωνακτική εργασία. Ο ίδιος εξήγησε: «Η συνείδησή μου δεν μου επέτρεπε να παρέχω άδεια ασθενείας σε υγιείς κρατουμένους στους οποίους είχαν δοθεί θέσεις ευθύνης, ενώ άλλοι πραγματικά άρρωστοι κρατούμενοι ήταν αναγκασμένοι να δουλεύουν».
Ο αδελφός Ίντους ήταν ήδη αποστεωμένος και άρρωστος, επειδή στο παρελθόν δεν είχε ασχοληθεί και πολύ με βαριές χειρωνακτικές εργασίες. Εντούτοις, μου έλεγε πως ένιωθε ότι τα παθήματά του είχαν εξαγνίσει την καρδιά του με πνευματικό τρόπο. Ήμασταν μαζί σχεδόν τρεις μήνες. Κατόπιν τον πήγαν στο νοσοκομείο του στρατοπέδου, όπου πέθανε τον Ιανουάριο του 1954. Κάπου μέσα στο αχανές υποαρκτικό δάσος βρίσκεται ο ανώνυμος τάφος του. Πέθανε ως πιστός Χριστιανός και περιμένει την ανάσταση.
Η Απελευθέρωση και το Ταξίδι της Επιστροφής
Το 1956, στάλθηκε στο στρατόπεδό μας μια Ανώτατη Επιτροπή της Σοβιετικής Ένωσης για να επανεξετάσει τους φακέλους των κρατουμένων. Όταν εμφανίστηκα ενώπιον της επιτροπής, ο στρατηγός που ήταν υπεύθυνος ρώτησε: «Τι θα κάνεις μετά την απελευθέρωσή σου;»
«Θα δούμε όταν έρθει εκείνη η ώρα», απάντησα.
Μου ζήτησαν να βγω από το δωμάτιο, και όταν με κάλεσαν πίσω, ο στρατηγός είπε: «Είσαι ο χειρότερος εχθρός της Σοβιετικής Ένωσης—είσαι ιδεολογικός εχθρός». Εντούτοις πρόσθεσε: «Θα σε αφήσουμε ελεύθερο, αλλά θα σε παρακολουθούμε». Αφέθηκα ελεύθερος στις 26 Ιουλίου 1956.
Επί δύο μέρες επισκεπτόμουν Ουκρανούς Μάρτυρες στη Σουγιετίκα, ένα χωριό κοντά στο Τάισετ, στο οποίο είχαν εξοριστεί το 1951. Στη συνέχεια, σταμάτησα για τέσσερις μέρες στην περιφέρεια Τομσκ, κοντά στην περιοχή όπου είχε εξοριστεί η μητέρα μου. Από το σταθμό του τρένου, περπάτησα 20 χιλιόμετρα μέχρι το χωριό Γκριγκόριεφκα. Οι συνθήκες που είδα εκεί ήταν ακόμα χειρότερες από εκείνες τις οποίες πολλοί από εμάς είχαμε ζήσει στα στρατόπεδα! Η αδελφή μου, η Λέιντα, είχε απελευθερωθεί από μια φυλακή που βρισκόταν στο Καζακστάν και είχε έρθει στην περιοχή μερικούς μήνες νωρίτερα για να είναι μαζί με τη μητέρα. Αλλά επειδή είχαν κατασχέσει το διαβατήριό της, δεν είχε μπορέσει ακόμα να επιστρέψει στην Εσθονία.
Πιέσεις στην Εσθονία
Με τον καιρό, επέστρεψα στην Εσθονία και πήγα απευθείας στο αγρόκτημα των γονέων μου. Διαπίστωσα ότι, όπως έλεγαν και οι φήμες που είχαν φτάσει στη Σιβηρία, η κυβέρνηση είχε καταστρέψει όλα μας τα κτίρια! Λίγες μέρες αργότερα, προσβλήθηκα από πολιομυελίτιδα. Έμεινα στο νοσοκομείο πολύ καιρό και συνέχισα τη θεραπεία και μετά τη νοσηλεία μου. Μέχρι σήμερα, περπατάω κουτσαίνοντας.
Σύντομα, έπιασα δουλειά στην εταιρία στην οποία εργαζόμουν το καλοκαίρι του 1943, στην Εταιρία Τύρφης του Λέιτζε. Αυτοί μου έδωσαν ένα διαμέρισμα, και όταν η μητέρα και η Λέιντα επέστρεψαν από την εξορία το Δεκέμβριο του 1956, ήρθαν να ζήσουν μαζί μου στο Λέιτζε.
Το Νοέμβριο του 1957 παντρεύτηκα την Έλα Κίκας, η οποία είχε επίσης επιστρέψει πρόσφατα από μια φυλακή στη Σιβηρία. Δύο μήνες αργότερα, μετακομίσαμε στο Τάρτου, όπου βρήκαμε ένα μικρό διαμέρισμα σε κάποιο ιδιωτικό οίκημα. Τελικά μπόρεσα να πιάσω δουλειά ως οδηγός στον Περιφερειακό Καταναλωτικό Συνεταιρισμό του Τάρτου.
Ενώ βρισκόμουν στη Σιβηρία, μετέφρασα δέκα άρθρα μελέτης του περιοδικού Σκοπιά, από τη ρωσική στην εσθονική γλώσσα, και τα πήρα μαζί μου στην Εσθονία. Αργότερα, λάβαμε το βιβλίο Από τον Απολεσθέντα Παράδεισο στον Αποκαταστημένο Παράδεισο, και το μεταφράσαμε και αυτό στην εσθονική. Κατόπιν φτιάξαμε δακτυλογραφημένα αντίτυπα του βιβλίου. Στο μεταξύ, η Κα-Γκε-Μπε συνέχιζε τη στενή επιτήρηση. Εφόσον είχαμε εξοικειωθεί με τις μεθόδους παρακολούθησης που χρησιμοποιούσαν, ήμασταν πάντοτε άγρυπνοι και προσεκτικοί, σαν κυνηγημένα ζώα.
Στόχοι της Κα-Γκε-Μπε
Κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1960, η Κα-Γκε-Μπε εξαπέλυσε μια συκοφαντική εκστρατεία εναντίον των Μαρτύρων. Η σύζυγός μου και εγώ ήμασταν οι κύριοι στόχοι. Οι εφημερίδες άρχισαν να δημοσιεύουν συκοφαντικά άρθρα, και μας επέκριναν στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση. Η Κα-Γκε-Μπε έκανε δύο δημόσιες συγκεντρώσεις στο χώρο της εργασίας μου. Επίσης, μια σατιρική κωμωδία που είχε ως θέμα της εμένα ανέβηκε από επαγγελματίες ηθοποιούς στο Θέατρο «Εσθονία» στο Τάλιν. Η κατάσταση μου θύμιζε τα λόγια του Δαβίδ: «Εκείνοι που κάθονταν στην πύλη άρχισαν να ασχολούνται με εμένα, και κατάντησα το αντικείμενο των τραγουδιών εκείνων που πίνουν μεθυστικό ποτό».—Ψαλμός 69:12.
Αυτές οι απόπειρες που έκαναν για να μας εξευτελίσουν συνεχίστηκαν μέχρι το 1965, όταν έλαβε χώρα η τελευταία συγκέντρωση στο Κτίριο Δημόσιας Υγείας των Εργατών στο Τάρτου. Η Έλα και εγώ ήμασταν παρόντες, καθώς επίσης πράκτορες της Κα-Γκε-Μπε και τόσος κόσμος ώστε ο χώρος ήταν ασφυκτικά γεμάτος. Όταν υπέβαλλαν ερωτήσεις στην Έλα, το ακροατήριο ξεσπούσε κάθε τόσο σε χειροκροτήματα. Φαινόταν καθαρά ότι το ακροατήριο ήταν μαζί μας. Οι πράκτορες της Κα-Γκε-Μπε απογοητεύτηκαν και θύμωσαν με το αποτέλεσμα.
Ικανοποιείται η Πνευματική μας Πείνα
Μολονότι οι κομμουνιστές προσπάθησαν να σταματήσουν τη διάδοση των εντύπων μας, μετά το 1965 περίπου μπορούσαμε να παρέχουμε στους Χριστιανούς αδελφούς μας μια σχετικά επαρκή ποσότητα εντύπων. Ωστόσο, η κρυφή εργασία της μετάφρασης και κατόπιν της εκτύπωσης σε μυστικές τοποθεσίες απαιτούσε πολύ χρόνο και δυνάμεις. Κάποιος πράκτορας της Κα-Γκε-Μπε μού είπε κάποτε, αναφερόμενος στη μυστική δράση μου και στη μέθοδο με την οποία μετέφερα τα έντυπα: «Εσύ, Τομ, μοιάζεις με βαλίτσα που έχει διπλό πάτο».
Βέβαια, έπρεπε να διεξάγουμε τις συναθροίσεις μας κρυφά και σε μικρές ομάδες. Και το κήρυγμά μας γινόταν ανεπίσημα. Ανά πάσα στιγμή μπορούσε να γίνει έρευνα στα σπίτια των αδελφών και γι’ αυτό εκείνοι έπρεπε να είναι προετοιμασμένοι. Έπρεπε να έχουν τα έντυπα της Εταιρίας Σκοπιά κρυμμένα καλά. Εντούτοις, ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες, βρέθηκαν πολλά άτομα που αγαπούσαν τη Γραφική αλήθεια και πήραν τη στάση τους υπέρ της Βασιλείας.
Όταν ο Σοβιετικός πρόεδρος Μιχαήλ Γκορμπατσόφ άρχισε τις μεταρρυθμίσεις του τη δεκαετία του 1980, αποκτήσαμε περισσότερη ελευθερία για να υπηρετούμε τον Θεό. Τελικά, το 1991, η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε, και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έλαβαν νομική αναγνώριση. Τώρα έχουμε τέσσερις εκκλησίες στο Τάρτου, και περιμένουμε με ανυπομονησία την ολοκλήρωση της οικοδόμησης του δικού μας συγκροτήματος Αιθουσών Βασιλείας. Σήμερα υπάρχουν πάνω από 3.800 Μάρτυρες οι οποίοι συμμετέχουν στη διακονία στην Εσθονία, σε σύγκριση με τους 40, ίσως, ή 50 που υπήρχαν όταν εγώ άρχισα να κηρύττω πριν από μισό και πλέον αιώνα.
Μια Ικανοποιητική Χριστιανική Ζωή
Ποτέ δεν αμφέβαλα για το αν ήταν σωστή η απόφαση που πήρα να υπηρετώ τον Ιεχωβά. Αναπολώ το παρελθόν με καρδιά γεμάτη βαθιά ικανοποίηση, νιώθοντας ευτυχισμένος καθώς βλέπω την οργάνωση του Ιεχωβά να συνεχίζει να προχωράει δυναμικά και να υπάρχουν ολοένα και περισσότερα άτομα που θέλουν να υπηρετούν τον Ιεχωβά.
Είμαι πολύ ευγνώμων στον Ιεχωβά για το ότι η αγάπη του και η προστασία του στήριξαν τη σύζυγό μου και εμένα όλα αυτά τα χρόνια. Το να έχουμε στο νου ότι το δίκαιο σύστημα του Ιεχωβά είναι πολύ κοντά μάς δίνει πνευματική δύναμη. Ασφαλώς, καθώς αναλογιζόμαστε τη θαυμαστή αύξηση στον αριθμό εκείνων που λατρεύουν τον Ιεχωβά, είμαστε πεπεισμένοι ότι τα παθήματα τα οποία έχουμε υποστεί δεν ήταν μάταια.—Εβραίους 6:10· 2 Πέτρου 3:11, 12.
[Χάρτης στη σελίδα 12, 13]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Ένας χάρτης που δείχνει το δίμηνο ταξίδι από το Τάλιν μέχρι το διαβόητο στρατόπεδο στο Νορίλσκ
Τάλιν
Πσκοφ
Αγία Πετρούπολη
Περμ
Αικατερίνμπουργκ
Νοβοσιμπίρσκ
Ντουντίνκα
Νορίλσκ
Κρασνογιάρσκ
ΑΡΚΤΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ
[Ευχαριστίες]
Mountain High Maps® Copyright © 1997 Digital Wisdom, Inc.
[Εικόνα στη σελίδα 14]
Ο Άρτουρ Ίντους, ένας πιστός Χριστιανός μάρτυρας
[Εικόνα στη σελίδα 14]
Κρατούμενοι στη Σιβηρία, το 1956. Είμαι ο τέταρτος από αριστερά στην πίσω σειρά
[Εικόνα στη σελίδα 15]
Με τη σύζυγό μου, μπροστά στα πρώην κεντρικά γραφεία της Κα-Γκε-Μπε όπου μας ανέκριναν πολλές φορές