Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Αν, σε προγενέστερα χρόνια, ένα άτομο έκαμε ευχή στον Θεό που τώρα κατανοεί ότι αυτό ήταν ασύνετο, μήπως πρέπει να εξακολουθήση να συμμορφώνεται με αυτήν;—Η.Π.Α.
Αυτό εξαρτάται από το είδος της ευχής και από τις περιστάσεις του ατόμου όταν έκαμε την ευχή. Εν τούτοις καλό είναι να εξετασθή πρώτα τι είναι «ευχή» με την έννοια της Αγίας Γραφής.
Στην Αγία Γραφή, οι ευχές ήσαν ιεροπρεπείς υποσχέσεις που εγίνοντο στον Θεό, όχι σε κανένα άνθρωπο ή όμιλο ανθρώπων. Διεκρίνοντο επίσης κατά το ότι, σε όλες τις περιπτώσεις που περιγράφονται, οι ευχές ήσαν πάντοτε υπό όρους. Δηλαδή, εκείνος που έκανε την ευχή, πραγματικά έλεγε στον Θεό: ‘Αν κάμης αυτό κι αυτό (ίσως σωτηρίαν από κάποιον σοβαρό κίνδυνο ή επιτυχίαν ή νίκην σε κάποια προσπάθεια), εγώ θα κάμω αυτό κι αυτό.’ Αν ο Θεός ενεργούσε υπέρ του ατόμου, εκείνος που έκαμε την ευχή ανελάμβανε την υποχρέωσι να εκτελέση εκείνο που είχε υποσχεθή. Συχνά η απόδοσις της ευχής περιελάμβανε την εκτέλεσι θυσιαστικής προσφοράς ενός ζώου ή την παραχώρησι κάποιας ιδιοκτησίας για την υπηρεσία του Θεού. (Λευιτ. 7:16· 22:21) Σε άλλες περιπτώσεις ετίθεντο όροι, διότι το άτομο ηύχετο ότι δεν θα έκανε κάτι ως τον καιρό που θα μπορούσε να επιτύχη ένα ωρισμένο σκοπό—με τη βοήθεια του Θεού.—Παράβαλε Γένεσις 28:20-22· Αριθμοί 21:2, 3· 30:2-4· Κριταί 11:30-39· 1 Σαμουήλ 1:11· Ψαλμός 132:1-5.
Πρέπει επίσης να σημειωθή ότι οι ευχές ήσαν κάτι αυθόρμητο, και επομένως αζήτητο, εκούσιο. Δεν ήσαν κάτι που ετίθετο σαν μια γενική απαίτησις για όλους εκείνους που θ’ απελάμβαναν ένα ωρισμένο προνόμιο ή θα εισήρχοντο σε μια ωρισμένη σχέσι. Γι’ αυτό, εκείνος που γίνεται μαθητής του Χριστού Ιησού και εκπληρώνει τις απαιτήσεις που τίθενται για όλους, περιλαμβανομένης της μετανοίας της μεταστροφής, της δημοσίας δηλώσεως της πίστεώς του και του βαπτίσματος, δεν περιλαμβάνουν μια ευχή από Γραφική έννοια.
Ούτε υπάρχουν Γραφικές ευχές που να παραβάλλωνται με τις λεγόμενες ‘μοναστικές ευχές’ που απητείτο να κάμουν άτομα σε μεταγενεστέρους αιώνας για να γίνουν δεκτά σε ωρισμένα θρησκευτικά τάγματα ή εκκλησιαστικές οργανώσεις. Εκείνες οι ευχές της ‘αγνότητος, πενίας και υπακοής’ έκαναν τους ευχομένους να είναι δεσμευμένοι στα θρησκευτικά τάγματα και χρησίμευαν σ’ εκείνα τα τάγματα ως μέσα για να εξουσιάζουν τους οπαδούς των. Οι ανώτεροι εκκλησιαστικοί λειτουργοί μπορούσαν να απαλλάσσουν άτομα από ωρισμένους τύπους ευχών, αλλά σε μερικές ευχές η απαλλαγή μπορούσε ν’ αποκτηθή μόνο μέσω του επιτίμου αρχηγού της εκκλησίας (τιτουλαρίου), όπως γίνεται στην παπική διάταξι. Αυτές, λοιπόν, δεν είναι Γραφικές ευχές, διότι οι Γραφικές ευχές ήσαν εντελώς αυθόρμητες και προσωπικές, μεταξύ του ατόμου και του Θεού. Επίσης, υπό τον Νόμον, μολονότι η ευχή μιας γυναίκας θα μπορούσε να απαγορευθή από τον σύζυγό της ή τον πατέρα της (μέσα σε ωρισμένο χρόνο από τότε που έγινε η ευχή), σε άλλες περιπτώσεις κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να απαλλάξη άλλον από μια Γραφική ευχή.—Αριθμ. 30:3-15.
Απ’ αυτό καταφαίνεται ότι πολλές λεγόμενες «ευχές» σήμερα δεν είναι πραγματικά ευχές με τη Γραφική έννοια. Είναι επίσης φανερό ότι καμμιά ευχή δεν θα μπορούσε να είναι δεσμευτική αν θ’ απαιτούσε από ένα άτομο να κάμη κάτι που δεν εναρμονίζεται με το θέλημα του Θεού, όπως λόγου χάριν μια ευχή να κάμη κανείς κάποια κακή χρήσι αίματος ή μια ευχή που θα συνέδεε με κάποιον τρόπο την ανηθικότητα με την αληθινή λατρεία.—Παράβαλε Δευτερονόμιο 23:18· Πράξεις 15:19, 20.
Τι θα λεχθή, λοιπόν, για τις ευχές που προσαρμόζονται στη Γραφική περιγραφή και δεν είναι σε αντίθεσι με το θέλημα του Θεού; Ο Νόμος, εκφράζοντας τη θεία άποψι περί ευχών που εγίνοντο στον Ισραήλ, έλεγε. «Όταν ευχηθής ευχήν προς Ιεχωβά τον Θεόν σου, δεν θέλεις βραδύνει ν’ αποδώσης αυτήν· διότι Ιεχωβά ο Θεός σου θέλει εξάπαντος εκζητήσει αυτήν παρά σου, και θέλει είσθαι αμαρτία εις σε. Εάν όμως δεν θέλης να ευχηθής, δεν θέλει είσθαι αμαρτία εις σε.» (Δευτ. 23:21, 22) Επίσης ο Εκκλησιαστής 5:4-6 προειδοποιεί: «Όταν ευχηθής ευχήν εις τον Θεόν, μη βραδύνης να αποδώσης αυτήν· διότι δεν ευαρεστείται εις τους άφρονας· απόδος ό,τι ευχήθης. Κάλλιον να μη ευχηθής, παρά ευχηθείς να μη αποδώσης. Μη συγχωρήσης εις το στόμα σου να φέρη επί σε αμαρτίαν.» (Παράβαλε Παροιμίαι 20:25.) Επειδή ο Ιεχωβά Θεός είναι αναλλοίωτος στους κανόνας του, οι αρχές που διατυπώνονται εφαρμόζονται στον παρόντα καιρόν.
Επειδή (εκτός από την ευχή μιας γυναίκας που θα μπορούσε ν’ απαγορευθή από τον πατέρα ή τον σύζυγό της) κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να δώση απαλλαγή από μια ευχή, μπορούμε να διακρίνωμε την ανάγκη να σκεπτώμεθα σοβαρά όταν κάνωμε μια ευχή. Ένας Χριστιανός πρέπει να έχη ένα πολύ σοβαρό λόγο για να το κάμη αυτό και δεν πρέπει να έχη αμφιβολία ως προς την ικανότητά του ν’ αποδώση οτιδήποτε υπόσχεται στην ευχή του. Αλλιώς, θα ήταν πολύ καλύτερο να μη κάμη την ευχή.
Τι θα γίνη αν το άτομο κατανοήση αργότερα ότι η ευχή του είχε γίνει απερίσκεπτα, χωρίς σκέψι και κρίσι; Δεν πρέπει να χειρισθή το ζήτημα ελαφρά, αλλά να προσπαθήση να εκπληρώση την ευχή. Το γεγονός ότι αυτό θα του ήταν δύσκολο δεν θα τον δικαιολογούσε. Δεν ήταν βέβαια εύκολο για τον Ιεφθάε να εκπληρώση την ευχή που είχε κάμει στον Θεό, αλλ’ αυτός ευσυνείδητα την εξεπλήρωσε. (Κριτ. 11:30-39) Υπό την διαθήκη του νόμου, η παράλειψις εκπληρώσεως ενός όρκου, ακόμη και αν δεν ήταν εσκεμμένη, αποτελούσε αμάρτημα. Δεν επέφερε ποινήν θανάτου, αλλ’ απαιτούσε να γίνη μια προσφορά περί αμαρτίας στον Θεό. (Λευιτ. 5:4-6· παράβαλε Ματθαίον 5:33.) Και ο Θεός προειδοποίησε ότι, μολονότι θα μπορούσε να δώση επιτυχία σ’ εκείνον που έκαμε την ευχή, η παράλειψις της εκπληρώσεως της ευχής κατόπιν θα μπορούσε να κάμη τον Θεό να «οργισθή» και να «αφανίση» ό,τι είχε επιτύχει το άτομο. (Εκκλ. 5:6) Έτσι, μπορούσε ο Θεός να αποσύρη, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, την εύνοιά του.
Εκείνοι σήμερα οι οποίοι ενδιαφέρονται γι’ αυτό το ζήτημα πρέπει επομένως να ρωτήσουν πρώτα τον εαυτό τους αν πράγματι έχουν κάμει μια ευχή με τη Γραφική έννοια ή όχι. Ήταν υπόσχεσις που έγινε προσωπικά στον Θεό υπό όρους, ήταν, υπόσχεσις ιδιωτική, αυθόρμητη, αζήτητη και όχι εκτός αρμονίας με το εκπεφρασμένο θέλημα του Θεού; Τότε πρέπει να καταβληθή κάθε προσπάθεια να την εκπληρώσουν. Αν το άτομο παρέλειψε να την εκπληρώση, πρέπει να δεχθή τις συνέπειες και να επιζητήση ν’ ανακτήση την εύνοια του Θεού. Πιθανόν να βρεθή σ’ ένα δίλημμα κατά το οποίον η ευχή του (όπως είναι η ευχή αγαμίας) τον θέτει σε μια κατάστασι στην οποία νομίζει ότι η εκπλήρωσις της ευχής τον φέρει κοντά στο σημείο να παραβή κάποιον θείο κανόνα διαγωγής, ίσως έναν κανόνα σχετικόν με την ηθικότητα. Μπορεί να νομίζη ότι ο μόνος τρόπος για να προστατεύση τον εαυτό του από του να γίνη ένοχος ανηθικότητος είναι να μην εκπληρώση την ευχή του, αφήνοντας τον εαυτό του στο έλεος και τη συγχώρησι του Θεού. Αυτός ο ίδιος πρέπει ν’ αποφασίση και κανένας άλλος δεν μπορεί να τον απαλλάξη ούτε μπορεί ν’ αναλάβη καμμιά από τις προσωπικές του ευθύνες. Πρέπει να ζη με τη δική του συνείδησι.
Η εξέτασις αποδεικνύει συχνά ότι εκείνα που εθεωρούντο ως ευχές δεν ήσαν πραγματικά ευχές με την έννοια της Γραφής. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι κάθε ευθύνη κατ’ ανάγκην τερματίζεται εκεί. Ένας Χριστιανός πρέπει να ενδιαφέρεται όχι απλώς για την εκπλήρωσι των ευχών του στον Θεό, αλλά και για ν’ αποδειχθή αξιόπιστος σε όλους τους λόγους του, κάνοντας το «Ναι» του να είναι «Ναι» και το «Όχι» του να είναι «Όχι.» (Ματθ. 5:33-37) Πρέπει πάντοτε με ειλικρίνεια να προσπαθή να τηρή τις υποσχέσεις του που έδωσε και τις συμφωνίες του που έκαμε με τον Θεό και τους ανθρώπους. Μερικές φορές μπορεί να κάμη μια συμφωνία μ’ ένα άλλο άτομο και αργότερα να διαπιστώση ότι με αυτή τη συμφωνία έφερε τον εαυτό του σε μια σοβαρή δυσχέρεια. Μπορεί ν’ ακολουθήση την αρχή που παρατίθεται στις Παροιμίες 6:1-5 σχετικά με τον άνθρωπο που εγγυάται για τον άλλο, δηλαδή, «ύπαγε μη αποκάμης και βίαζε τον φίλον σου. . . . Σώζου.»
Εν σχέσει με τις ευχές και με όλα τα άλλα, ένας Χριστιανός πρέπει πάντοτε να έχη υπ’ όψιν τη σπουδαιότητα της διατηρήσεως καλών σχέσεων με τον Ιεχωβά Θεό.