Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Επανορθώνει μια Αδικία
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΤΗ ΤΟΥ ΞΥΠΝΑ! ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η ΣΤΡΑΤΕΥΣΗ είναι υποχρεωτική στην Ελλάδα. Κάθε δεδομένη στιγμή, γύρω στους 300 Μάρτυρες του Ιεχωβά βρίσκονται στη φυλακή επειδή αρνούνται να εκτελέσουν στρατιωτική υπηρεσία. Η Διεθνής Αμνηστία τους θεωρεί κρατούμενους συνείδησης και έχει επανειλημμένα προτρέψει την εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση να τους ελευθερώσει και να ψηφίσει νομοθεσία που θα τους επιτρέπει να εκτελούν κοινωνική υπηρεσία η οποία δεν θα έχει τιμωρητικό χαρακτήρα.
Το 1988, θεσπίστηκαν νέοι νόμοι που επηρέαζαν τη στράτευση. Μεταξύ άλλων αυτοί όριζαν ότι «απαλλάσσονται από την υποχρέωση στράτευσης . . . οι στρατεύσιμοι που είναι θρησκευτικοί λειτουργοί, μοναχοί ή δόκιμοι μοναχοί γνωστής θρησκείας, εφ’ όσον το επιθυμούν». Οι θρησκευτικοί λειτουργοί της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας απαλλάσσονται πάντοτε, απλά και εύκολα, χωρίς να αντιμετωπίζουν κανένα πρόβλημα και καμιά καταπάτηση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Θα εφαρμοζόταν το ίδιο και στους λειτουργούς κάποιας μειονοτικής θρησκείας; Μια δοκιμή σύντομα έδωσε την απάντηση.
Φυλακίζονται Παράνομα
Σε αρμονία με αυτόν το νόμο, στα τέλη του 1989 και στις αρχές του 1990, ο Δημήτριος Τσιρλής και ο Τιμόθεος Κουλούμπας, θρησκευτικοί λειτουργοί διορισμένοι από την Κεντρική Εκκλησία των Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά Ελλάδας, υπέβαλαν στα αντίστοιχα στρατολογικά τους γραφεία αίτηση για απαλλαγή από τη στράτευση. Μαζί με τις αιτήσεις τους, έστειλαν έγγραφα που αποδείκνυαν ότι ήταν θρησκευτικοί λειτουργοί εν ενεργεία. Όπως αναμενόταν, οι αιτήσεις απορρίφθηκαν με την εύσχημη δικαιολογία ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν είναι «γνωστή θρησκεία».
Οι αδελφοί Τσιρλής και Κουλούμπας παρουσιάστηκαν στα αντίστοιχα στρατόπεδα εκπαίδευσης όπου συνελήφθησαν, κατηγορήθηκαν για ανυπακοή και τέθηκαν υπό κράτηση. Στο μεταξύ, το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ) απέρριψε τις προσφυγές τους κατά των αποφάσεων των στρατολογικών γραφείων. Οι στρατιωτικές αρχές χρησιμοποίησαν το επιχείρημα ότι η Ιερά Σύνοδος της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας τούς είχε πληροφορήσει πως η πίστη των Μαρτύρων του Ιεχωβά δεν είναι αναγνωρισμένη θρησκεία! Αυτό ερχόταν σε αντίθεση με τις αποφάσεις αρκετών πολιτικών δικαστηρίων, σύμφωνα με τις οποίες οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι πράγματι γνωστή θρησκεία.
Τα στρατοδικεία με τη σειρά τους έκριναν τον Τσιρλή και τον Κουλούμπα ένοχους ανυπακοής και τους καταδίκασαν σε φυλάκιση τεσσάρων ετών. Οι δύο αδελφοί εφεσίβαλαν αυτές τις αποφάσεις στο Αναθεωρητικό Δικαστήριο, το οποίο ανέβαλε την εξέταση της έφεσης τρεις φορές για διάφορους λόγους. Ωστόσο, κάθε φορά αρνιόταν να διατάξει την προσωρινή αποφυλάκιση των εναγόντων, μολονότι στο ελληνικό δίκαιο υπάρχει τέτοια πρόβλεψη.
Στο μεταξύ, με μια άλλη σειρά διαδικασιών, το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε τις αποφάσεις του ΓΕΕΘΑ, με την αιτιολογία ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι πράγματι γνωστή θρησκεία.
Στη διάρκεια των 15 μηνών που ο Τσιρλής και ο Κουλούμπας αναγκάστηκαν να μείνουν στις Στρατιωτικές Φυλακές Αυλώνας, αντιμετώπισαν μαζί με άλλους φυλακισμένους Μάρτυρες ιδιαίτερα απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Μια έκθεση από εκείνη την περίοδο έκανε λόγο για «τις άθλιες συνθήκες κράτησης [των φυλακισμένων Μαρτύρων του Ιεχωβά], μιλώντας για σάπια κρέατα και ουρές ποντικιών που συχνά σερβίρονται με το φαγητό, για περικοπές του επισκεπτηρίου . . . όποτε η διοίκηση επιθυμεί, για έλλειψη χώρου από το στοίβαγμα των κρατουμένων στα κελιά και για τη σημαντικά αυστηρότερη μεταχείριση των κρατουμένων αντιρρησιών συνείδησης».
Τελικά, το Αναθεωρητικό Δικαστήριο αθώωσε τους αδελφούς Τσιρλή και Κουλούμπα αλλά ταυτόχρονα αποφάνθηκε ότι το Κράτος δεν ήταν υποχρεωμένο να τους αποζημιώσει για τη φυλάκισή τους επειδή «οι ίδιοι εγένοντο παραίτιοι αυτής από βαριά τους αμέλεια». Αυτό δημιούργησε λογικά ερωτηματικά στους νομικούς κύκλους: Ποιος ήταν υπεύθυνος για βαριά αμέλεια; Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ή τα στρατοδικεία;
Οι αδελφοί αποφυλακίστηκαν αμέσως και τελικά απαλλάχτηκαν από τη στράτευση ως θρησκευτικοί λειτουργοί. Όταν αποφυλακίστηκαν, η Διεθνής Αμνηστία ανακοίνωσε ότι επικροτούσε την αποφυλάκιση του Δημήτριου Τσιρλή και του Τιμόθεου Κουλούμπα και εξέφραζε την ελπίδα ότι στο μέλλον οι λειτουργοί των Μαρτύρων του Ιεχωβά θα εξαιρούνταν από τη στράτευση σε αρμονία με τις διατάξεις του ελληνικού νόμου. Σύντομα, όμως, αυτή η ελπίδα επρόκειτο να διαψευστεί.
Επανειλημμένες Φυλακίσεις
Άλλος ένας διορισμένος θρησκευτικός λειτουργός των Μαρτύρων του Ιεχωβά αναγκάστηκε να υποστεί μια κάπως διαφορετική δοκιμασία για τον ίδιο λόγο. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1991, ο Αναστάσιος Γεωργιάδης υπέβαλε αίτηση για απαλλαγή από τη στράτευση με τον ίδιο τρόπο. Έξι ημέρες αργότερα το στρατολογικό γραφείο τον πληροφόρησε ότι η αίτησή του είχε απορριφθεί, και πάλι επειδή η Ιερά Σύνοδος της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν δέχεται ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι γνωστή θρησκεία. Και αυτό παρά τις ρητές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας στις περιπτώσεις του Τσιρλή και του Κουλούμπα!
Η γραπτή απάντηση από το ΓΕΕΘΑ δήλωνε: «Η Διοίκηση απεφάνθη αρνητικά επί του αιτήματός του [του Γεωργιάδη] στηριχθείσα στη γνωμοδότηση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία δεν θεωρεί τους Μάρτυρες του Ιεχωβά γνωστή θρησκεία».—Τα πλάγια γράμματα δικά μας.
Ο Γεωργιάδης πήγε στο Στρατόπεδο Εκπαίδευσης του Ναυπλίου στις 20 Ιανουαρίου όπου τον έκλεισαν αμέσως στο πειθαρχείο του στρατοπέδου. Αργότερα μεταφέρθηκε στις Στρατιωτικές Φυλακές Αυλώνας.
Στις 16 Μαρτίου 1992, το Στρατοδικείο της Αθήνας απάλλαξε τον Γεωργιάδη. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένα στρατοδικείο στην Ελλάδα αναγνώριζε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι πράγματι γνωστή θρησκεία. Ο διευθυντής των Στρατιωτικών Φυλακών Αυλώνας τον αποφυλάκισε αμέσως, αλλά τον διέταξε να παρουσιαστεί ξανά για κατάταξη στις 4 Απριλίου στο κέντρο κατάταξης στο Ναύπλιο. Εκείνη την ημέρα, ο Γεωργιάδης αρνήθηκε και πάλι να καταταγεί και κατηγορήθηκε ξανά για ανυπακοή, κρατήθηκε στο πειθαρχείο για δεύτερη φορά και παραπέμφθηκε σε δίκη.
Κατά την εκδίκαση της νέας ποινικής του υπόθεσης, στις 8 Μαΐου 1992, το Στρατοδικείο της Αθήνας τον απάλλαξε αλλά αποφάσισε να μην του δοθεί αποζημίωση για την κράτησή του. Ο Γεωργιάδης αποφυλακίστηκε αμέσως από τις Στρατιωτικές Φυλακές Αυλώνας αλλά τον διέταξαν να παρουσιαστεί τρίτη φορά για κατάταξη στο κέντρο κατάταξης του Ναυπλίου, στις 22 Μαΐου 1992! Αρνήθηκε ξανά να καταταγεί και για τρίτη φορά κατηγορήθηκε για ανυπακοή και φυλακίστηκε.
Στις 7 Ιουλίου 1992, το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε την απόφαση του Σεπτεμβρίου του 1991, με την αιτιολογία ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι πράγματι γνωστή θρησκεία. Στις 27 Ιουλίου 1992, ο Γεωργιάδης τελικά αποφυλακίστηκε από τις Στρατιωτικές Φυλακές Σίνδου. Στις 10 Σεπτεμβρίου 1992, το Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης τον αθώωσε αλλά και πάλι θεώρησε ότι ο Γεωργιάδης δεν δικαιούνταν αποζημίωση επειδή η κράτησή του “οφειλόταν σε βαριά του αμέλεια”.
Εκτεταμένη Αντίδραση
Σχολιάζοντας την υπόθεση του Γεωργιάδη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δήλωσε: «Η κατάσταση αυτή ενέχει διακριτική μεταχείριση της οποίας είναι θύματα οι θρησκευτικοί λειτουργοί Μάρτυρες του Ιεχωβά σε σχέση με την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου και όσον αφορά την απόλαυση του δικαιώματός τους για ισότητα μεταχειρίσεως».
Το Φεβρουάριο του 1992, η Διεθνής Αμνηστία δήλωσε πως «πιστεύει ότι [ο Αναστάσιος Γεωργιάδης] έχει φυλακιστεί μόνο και μόνο εξαιτίας μιας μεροληπτικής μεταχείρισης από μέρους των στρατιωτικών αρχών σε βάρος των λειτουργών των Μαρτύρων του Ιεχωβά και απαιτεί την άμεση και χωρίς όρους αποφυλάκισή του ως κρατουμένου συνείδησης».
Ακόμα και ο επίτροπος του Στρατοδικείου σε μια από τις δίκες του Γεωργιάδη αναγκάστηκε να δηλώσει: «Ο βαθμός πολιτιστικής ανάπτυξης μιας κοινωνίας φαίνεται από το πώς ενεργεί σε ορισμένες καταστάσεις που αφορούν τους πολίτες της. Αν εδώ στην Ελλάδα επιθυμούμε να έχουμε μια πολιτιστική ανάπτυξη σε αρμονία με τα όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη, αν επιθυμούμε να προοδεύσουμε, τότε πρέπει να συμμορφωθούμε με τους διεθνείς κανόνες. Και να αφήσουμε κατά μέρος τις προκαταλήψεις. Ο τομέας, στον οποίο φαίνεται καλύτερα αυτό, είναι ο σεβασμός των ατομικών δικαιωμάτων του πολίτη. Ωστόσο, η πραγματικότητα και η πρακτική, που ακολουθείται από τη διοίκηση, δείχνουν καθαρά την προκατάληψη και τη μισαλλοδοξία που κυριαρχεί όσον αφορά τις θρησκευτικές μειονότητες. Εδώ πρόκειται για κάτι το εξωφρενικό».
Ο Ίαν Γουάιτ, Ευρωβουλευτής από το Μπρίστολ της Αγγλίας, έγραψε: «Η άποψη ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν είναι “γνωστή θρησκεία” θα έκανε πολλούς να μειδιάσουν σε αυτή τη χώρα. Ασφαλώς, αν και λίγοι στον αριθμό, οι Μάρτυρες είναι πασίγνωστοι σε αυτή τη χώρα και συχνά κάνουν επισκέψεις από πόρτα σε πόρτα». Εφόσον στην Ελλάδα κηρύττουν πάνω από 26.000 Μάρτυρες, δεν είναι δυνατόν να είναι “άγνωστη θρησκεία”!
Μια ομάδα δέκα Ευρωβουλευτών έγραψε για να εκφράσει την αγανάκτησή της αναφορικά με την περίπτωση Γεωργιάδη, λέγοντας ότι “εκπλήσσονταν υπερβολικά και λυπούνταν” για αυτές τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα.
Προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Αφού αθωώθηκαν και κατόπιν αποφυλακίστηκαν, και τα τρία θύματα αυτής της θρησκευτικής μεροληψίας ένιωσαν την ηθική υποχρέωση να προσφύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Βάση της προσφυγής τους αποτέλεσε η παράνομη κράτησή τους, η οποία όπως αποδείχτηκε ήταν άδικη αυτή καθαυτή, η ψυχική και φυσική κακομεταχείριση την οποία υπέστησαν, καθώς και οι τεράστιες ηθικές και κοινωνικές συνέπειες που επέφερε η επανειλημμένη στέρηση της ελευθερίας τους επί τόσο μακρό χρονικό διάστημα. Για αυτούς τους λόγους επιδίωξαν μια ικανοποιητική και κατάλληλη αποζημίωση.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου αποφάσισε ομόφωνα ότι στις περιπτώσεις του Τσιρλή και του Κουλούμπα, υπήρξε παραβίαση του δικαιώματός τους στην ελευθερία και στην ασφάλεια, η κράτησή τους ήταν παράνομη, είχαν δικαίωμα αποζημίωσης και δεν είχαν μια δίκαιη δίκη. Παρόμοιο ήταν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή στην περίπτωση του Γεωργιάδη.
Η Επανόρθωση της Αδικίας
Η ακροαματική διαδικασία ορίστηκε για τις 21 Ιανουαρίου 1997. Υπήρχαν πολλά άτομα στην αίθουσα του δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων φοιτητές από το τοπικό πανεπιστήμιο, δημοσιογράφοι και αρκετοί Μάρτυρες του Ιεχωβά από την Ελλάδα, τη Γερμανία, το Βέλγιο και τη Γαλλία.
Ο κ. Πάνος Μπιτσαξής, ο δικηγόρος των Μαρτύρων, μίλησε για την «άκαμπτη και πείσμονα στάση των ελληνικών αρχών, οι οποίες εξακολουθούν να μην αναγνωρίζουν την ύπαρξη μιας θρησκευτικής μειονότητας», συγκεκριμένα των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Αυτός επέκρινε την πρακτική των ελληνικών αρχών να στηρίζουν την επίσημη άποψή τους για τους Μάρτυρες στη γνώμη που έχουν οι κυριότεροι πολέμιοι των Μαρτύρων—η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία! Ο ίδιος συνέχισε: «Πού θα φτάσει αυτό; . . . Και μέχρι πότε θα συνεχίζεται;» Αναφέρθηκε στην «άρνηση της αναγνώρισης μιας συγκεκριμένης θρησκευτικής κοινότητας, μια άρνηση η οποία φαίνεται παράλογη αν σκεφτεί κανείς ότι αντίκειται ανοιχτά, κατάφωρα και χωρίς καμιά λογική, στη νομιμότητα και στις δεκάδες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας».
Ο εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης επιβεβαίωσε τη μεροληπτική στάση των ελληνικών αρχών ισχυριζόμενος τα εξής: «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ουσιαστικά ολόκληρος ο πληθυσμός της Ελλάδας ανήκει εδώ και αιώνες στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Φυσικό αποτέλεσμα τούτου είναι ότι η οργάνωση αυτής της Εκκλησίας και η νομική υπόσταση των λειτουργών της, καθώς και ο ρόλος τους στην Εκκλησία, είναι απόλυτα σαφείς. . . . Η νομική υπόσταση των λειτουργών της Εκκλησίας των Μαρτύρων του Ιεχωβά δεν είναι τόσο σαφής». Τι σκανδαλώδης παραδοχή της προκατειλημμένης μεταχείρισης των θρησκευτικών μειονοτήτων στην Ελλάδα!
Υποστηρίζεται η Θρησκευτική Ελευθερία
Η απόφαση ανακοινώθηκε στις 29 Μαΐου. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, ο κ. Ρολφ Ρίσνταλ, διάβασε δυνατά την απόφαση. Το Δικαστήριο, το οποίο αποτελείται από εννέα δικαστές, αποφάσισε ομόφωνα ότι η Ελλάδα παραβίασε τα Άρθρα 5 και 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Επίσης επιδίκασε στους προσφεύγοντες ως αποζημίωση, καθώς και για τα δικαστικά έξοδα, το ποσό των 18 εκατομμυρίων δραχμών περίπου. Το πιο σημαντικό είναι ότι η απόφαση περιλαμβάνει πολλά αξιοσημείωτα επιχειρήματα υπέρ της θρησκευτικής ελευθερίας.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι «οι στρατιωτικές αρχές αγνόησαν με κραυγαλέο τρόπο» το γεγονός ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αναγνωρίζονται ως «γνωστή θρησκεία» στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σχολίασε περαιτέρω: «Το γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές επέμειναν στην άρνησή τους να αναγνωρίσουν ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά αποτελούν μια “γνωστή θρησκεία”, και η συνέπεια του γεγονότος αυτού παραβίαση του δικαιώματος των προσφευγόντων στην ελευθερία, έχουν χαρακτήρα διάκρισης όταν συγκρίνεται η κατάσταση αυτή με τον τρόπο με τον οποίο οι κληρικοί της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας επιτυγχάνουν την απαλλαγή».
Η υπόθεση έλαβε μεγάλη δημοσιότητα από τα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα. Η εφημερίδα Άθενς Νιουζ (Athens News) δήλωσε: “Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επιπλήττει την Ελλάδα για προσφυγή Μαρτύρων του Ιεχωβά”. Η απόφαση στην υπόθεση Τσιρλής και Κουλούμπας και Γεωργιάδης κατά Ελλάδας αναπτερώνει τις ελπίδες ότι το Ελληνικό Κράτος θα εναρμονίσει τη νομοθεσία του με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, έτσι ώστε οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ελλάδα να μπορούν να απολαμβάνουν θρησκευτική ελευθερία, χωρίς διοικητικές, στρατιωτικές ή εκκλησιαστικές παρεμβάσεις. Επιπλέον, αυτή είναι άλλη μια καταδικαστική απόφαση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εναντίον του τρόπου απονομής της ελληνικής δικαιοσύνης σε θέματα που αφορούν τη θρησκευτική ελευθερία.a
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θεωρούν πολύτιμη την ελευθερία τους και προσπαθούν να τη χρησιμοποιούν για να υπηρετούν τον Θεό και να βοηθούν τον πλησίον τους. Οι τρεις Μάρτυρες θρησκευτικοί λειτουργοί πήγαν την υπόθεσή τους στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όχι για υλικό όφελος, αλλά καθαρά για ηθικούς και δεοντολογικούς λόγους. Γι’ αυτό και οι τρεις αποφάσισαν να χρησιμοποιηθεί η αποζημίωση που τους επιδικάστηκε αποκλειστικά για την επέκταση του εκπαιδευτικού έργου των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
[Υποσημειώσεις]
a Η πρώτη απόφαση, που εκδόθηκε το 1993, ήταν η υπόθεση Κοκκινάκης κατά Ελλάδας· η δεύτερη, που εκδόθηκε το 1996, ήταν η υπόθεση Μανουσάκης και Άλλοι κατά Ελλάδας.—Βλέπε τη Σκοπιά 1 Σεπτεμβρίου 1993, σελίδες 27-31· και το Ξύπνα! 22 Μαρτίου 1997, σελίδες 14-16.
[Εικόνα στη σελίδα 20]
Εσθήρ και Δημήτριος Τσιρλής
[Εικόνα στη σελίδα 21]
Τιμόθεος και Ναυσικά Κουλούμπα
[Εικόνα στη σελίδα 22]
Αναστάσιος και Κούλα Γεωργιάδη