Ανώτατο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Υποστηρίζει το Δικαίωμα για Κήρυγμα στην Ελλάδα
ΓΙΑΤΙ έπρεπε ένας άνθρωπος ο οποίος απολάμβανε την εκτίμηση των συνανθρώπων του να συλληφθεί 60 και πλέον φορές από το 1938 και έπειτα; Γιατί έπρεπε αυτός ο έντιμος καταστηματάρχης από την Κρήτη να φερθεί ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων 18 φορές και να εκτίσει περισσότερα από έξι χρόνια στη φυλακή; Ναι, γιατί έπρεπε να απομακρύνουν αυτόν το φιλόπονο οικογενειάρχη, τον Μίνωα Κοκκινάκη, από τη σύζυγο και τα πέντε παιδιά του και να τον εξορίσουν σε διάφορα νησιά που προορίζονταν για καταδίκους;
Σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνοι είναι κάποιοι νόμοι που ψηφίστηκαν τα έτη 1938 και 1939 και οι οποίοι απαγορεύουν τον προσηλυτισμό. Αυτοί οι νόμοι τέθηκαν σε ισχύ από τον Έλληνα δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά ο οποίος ενεργούσε υπό την επιρροή της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ως αποτέλεσμα αυτής της νομοθεσίας, από το 1938 μέχρι το 1992 έγιναν 19.147 συλλήψεις Μαρτύρων του Ιεχωβά και τα δικαστήρια επέβαλαν ποινές που έφτασαν συνολικά τα 753 χρόνια, 593 από τα οποία εκτίθηκαν πραγματικά. Όλα αυτά συνέβησαν επειδή οι Μάρτυρες στην Ελλάδα, όπως και αλλού, ακολουθούν τις οδηγίες του Ιησού Χριστού να ‘κάνουν μαθητές από όλα τα έθνη, . . . διδάσκοντάς τους να τηρούν όλα όσα’ εκείνος παρήγγειλε.—Ματθαίος 28:19, 20.
Ωστόσο, στις 25 Μαΐου 1993, κατακτήθηκε μια μεγάλη νίκη υπέρ της ελευθερίας λατρείας! Εκείνη τη μέρα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο εδρεύει στο Στρασβούργο της Γαλλίας, υποστήριξε το δικαίωμα ενός Έλληνα πολίτη να διδάσκει σε άλλους τις πεποιθήσεις του. Με αυτή του την απόφαση, αυτό το Ανώτατο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δημιούργησε ένα πλέγμα ευρείας προστασίας για τη θρησκευτική ελευθερία το οποίο μπορεί να έχει βαθιά επίδραση στη ζωή των ανθρώπων παντού.
Ας ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά στις εξελίξεις που οδήγησαν σε αυτή τη βαρυσήμαντη δικαστική απόφαση, και οι οποίες περιλαμβάνουν τις ταπεινώσεις που υπέστη ένας Έλληνας πολίτης.
Αρχικό Ιστορικό
Το 1938, αυτός ο πολίτης, ο Μίνως Κοκκινάκης, έγινε ο πρώτος Μάρτυρας του Ιεχωβά που καταδικάστηκε σύμφωνα με το νόμο ο οποίος καθιστά τον προσηλυτισμό ποινικό αδίκημα. Χωρίς να έχει το πλεονέκτημα μιας δίκης, στάλθηκε να εκτίσει εξορία 13 μηνών στο νησί Αμοργός του Αιγαίου Πελάγους. Το 1939, καταδικάστηκε δυο φορές και φυλακίστηκε δυόμισι μήνες την κάθε φορά.
Το 1940, ο Κοκκινάκης εξορίστηκε έξι μήνες στη Μήλο. Τον επόμενο χρόνο, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, κρατήθηκε στις στρατιωτικές φυλακές Αθήνας επί 18 και πλέον μήνες. Αναφορικά με αυτή την περίοδο θυμάται:
«Η πείνα στη φυλακή επιδεινώνετο κάθε μέρα ώστε αδυνατίσαμε τόσο πολύ που δεν μπορούσαμε να βαδίσωμε από την εξάντληση, θα πεθαίναμε δε, εάν εκ των υστερημάτων των, . . . οι αδελφοί της Αθήνας και του Πειραιά, δεν μας προσέφεραν φαγητό». Αργότερα, το 1947, καταδικάστηκε πάλι και εξέτισε άλλους τεσσερισήμισι μήνες στη φυλακή.
Το 1949, ο Μίνως Κοκκινάκης εξορίστηκε στη Μακρόνησο, ένα νησί του οποίου το όνομα φέρνει εικόνες φρίκης στο μυαλό των Ελλήνων εξαιτίας της φυλακής η οποία υπήρχε εκεί. Ανάμεσα στους περίπου 14.000 έγκλειστους που κρατούνταν τότε στη Μακρόνησο, σχεδόν 40 ήταν Μάρτυρες. Η ελληνική εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα παρατηρεί: «Η εφαρμογή σκληρών βασανιστηρίων . . . , οι απαράδεκτες για πολιτισμένο κράτος συνθήκες διαβίωσης, η εξευτελιστική για τους κρατουμένους συμπεριφορά των ‘φυλάκων’ . . . αποτελούν στίγμα στην . . . ιστορία της Ελλάδας».
Ο Κοκκινάκης, ο οποίος πέρασε ένα χρόνο στις φυλακές της Μακρονήσου, περιέγραψε τις συνθήκες που επικρατούσαν εκεί ως εξής: «Από το πρωί μέχρι αργά την νύχτα οι στρατιώτες . . . εξήταζαν ένα έκαστον εκ των κρατουμένων σαν Ιεροεξετασταί . . . δεν υπάρχουν κατάλληλα λόγια να περιγραφούν τα μαρτύρια που υπέστησαν . . . , πολλοί ετρελάθηκαν, πολλοί εθανατώθησαν και πολλοί έμειναν ανάπηροι σωματικώς, . . . ακούγαμε τα βογγητά και τα κλάματα, οι προσευχές μας ήταν ομαδικές εκείνες τις φοβερές νύχτες».
Αφού επέζησε από τις κακουχίες της Μακρονήσου, ο Κοκκινάκης συνελήφθη άλλες έξι φορές στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, και εξέτισε ποινή φυλάκισης δέκα μηνών. Στη δεκαετία του 1960 συνελήφθη τέσσερις φορές ακόμη και καταδικάστηκε σε οχτάμηνη φυλάκιση. Όμως, θυμηθείτε, ο Μίνως Κοκκινάκης ήταν μόνο ένας ανάμεσα στους εκατοντάδες Μάρτυρες του Ιεχωβά που συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο διάβα των ετών επειδή μιλούσαν σε άλλους για την πίστη τους!
Πώς συνέβη ώστε οι τρομακτικές αδικίες που έχουν διαπραχτεί σε βάρος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ελλάδα να φτάσουν τελικά ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου;
Η Αντιπροσωπευτική και Καθοριστική Υπόθεση
Η αρχή της υπόθεσης ανάγεται στις 2 Μαρτίου 1986. Εκείνη τη μέρα, ο Μίνως Κοκκινάκης, ο οποίος ήταν τότε ένας 77χρονος συνταξιούχος επιχειρηματίας, επισκέφτηκε μαζί με τη σύζυγό του το σπίτι της κ. Γ. Κ., στη Σητεία της Κρήτης. Ο σύζυγος της κ. Κ., ο οποίος ήταν ο ιεροψάλτης σε κάποια τοπική Ορθόδοξη εκκλησία, ειδοποίησε την αστυνομία. Η αστυνομία έφτασε και συνέλαβε τον κ. και την κ. Κοκκινάκη και κατόπιν τους πήγε στο τοπικό αστυνομικό τμήμα. Τους εξανάγκασαν να περάσουν τη νύχτα εκεί.
Ποια ήταν η κατηγορία που τους βάρυνε; Η ίδια κατηγορία που απαγγέλθηκε εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά χιλιάδες φορές στη διάρκεια των περασμένων 50 ετών, δηλαδή, ότι έκαναν προσηλυτισμό. Το Σύνταγμα της Ελλάδας (1975) δηλώνει στο Άρθρο 13: «Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται». Λάβετε επίσης υπόψη σας το άρθρο 4 του Νόμου 1363/1938 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του Νόμου 1672/1939 σύμφωνα με το οποίο ο προσηλυτισμός καθίσταται ποινικό αδίκημα. Αυτό αναφέρει:
«Προσηλυτισμός ιδία είναι η δια πάσης φύσεως παροχών ή δι’ υποσχέσεως τοιούτων ή άλλης ηθικής ή υλικής περιθάλψεως, δια μέσων απατηλών, δια καταχρήσεως της απειρίας ή εμπιστοσύνης ή δι’ εκμεταλλεύσεως της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας ή κουφότητος άμεσος ή έμμεσος προσπάθεια προς διείσδυσιν εις την θρησκευτικήν συνείδησιν ετεροδόξων επί σκοπώ μεταβολής του περιεχομένου αυτής».
Το ποινικό δικαστήριο του Λασιθίου στην Κρήτη εκδίκασε την υπόθεση στις 20 Μαρτίου 1986 και αποφάνθηκε ότι ο κ. και η κ. Κοκκινάκη ήταν ένοχοι προσηλυτισμού. Καταδικάστηκαν και οι δυο και τους επιβλήθηκε από τέσσερις μήνες φυλάκιση. Απαγγέλλοντας την καταδικαστική απόφαση, το δικαστήριο δήλωσε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν προσπαθήσει να διεισδύσουν «εις την θρησκευτικήν συνείδησιν Ορθοδόξων Χριστιανών, . . . δια καταχρήσεως της απειρίας, της πνευματικής αδυναμίας και της κουφότητας αυτών». Οι κατηγορούμενοι κατηγορήθηκαν επιπλέον ότι παρότρυναν «[την κ. Κ.] δια των καταλλήλων και εντέχνων αυτών επεξηγήσεων . . . να μεταβάλει . . . το περιεχόμενο της θρησκευτικής συνειδήσεώς της».
Έγινε έφεση κατά της απόφασης στο Εφετείο Κρήτης. Στις 17 Μαρτίου 1987, αυτό το δικαστήριο της Κρήτης αθώωσε την κ. Κοκκινάκη αλλά επικύρωσε την καταδίκη του συζύγου της, μολονότι μείωσε σε τρεις μήνες την ποινή που του είχε επιβληθεί. Η απόφαση διατύπωνε τον ισχυρισμό ότι ο κ. Κοκκινάκης είχε ‘καταχραστεί την απειρία και την πνευματική αδυναμία και κουφότητα της κ. Κ.’. Ανέφερε ότι εκείνος «διάβαζε . . . περικοπές σχετικώς με την Αγία Γραφή, τις οποίες ανέλυε εντέχνως και με τρόπο που η παραπάνω Χριστιανή δεν είχε πλήρη εποπτεία, . . . καθόσον μάλιστα αυτή δεν έχει ειδική κατάρτηση στα δογματικά».
Εκφράζοντας διαφορετική άποψη, ένας από τους εφέτες έγραψε ότι «έπρεπε να αθωωθεί και ο [κ. Κοκκινάκης], καθόσον από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι η Γ. Κ. . . . , διακρινόταν από απειρία στο ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, όντας σύζυγος Ιεροψάλτου ή άλλως από πνευματική αδυναμία ή κουφότητα, ώστε με την κατάχρηση αυτών από μέρος του κατηγορουμένου, να γίνει κατορθωτό σ’ αυτόν (κατηγορούμενο) να την προσηλυτίσει στην αίρεση των μαρτύρων του Ιεχωβά».
Ο κ. Κοκκινάκης άσκησε αναίρεση για την υπόθεση αυτή στον Άρειο Πάγο. Όμως, αυτό το δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση στις 22 Απριλίου 1988. Έτσι, στις 22 Αυγούστου 1988, ο κ. Κοκκινάκης προσέφυγε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Τελικά, η προσφυγή του έγινε δεκτή στις 21 Φεβρουαρίου 1992, και παραπέμφθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Ζητήματα που Περιλαμβάνονταν στην Υπόθεση
Εφόσον η Ελλάδα αποτελεί κράτος-μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, είναι υποχρεωμένη να συμμορφώνεται με τα Άρθρα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Το Άρθρο 9 της Σύμβασης αναφέρει: «Παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας· το δικαίωμα τούτο επάγεται την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως ή συλλογικώς, δημοσία ή κατ’ ιδίαν, δια της λατρείας, της παιδείας, και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών».
Έτσι, η Ελληνική κυβέρνηση φέρθηκε ως κατηγορουμένη ενώπιον ενός Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Κατηγορήθηκε για απροκάλυπτη παραβίαση του βασικού ανθρώπινου δικαιώματος ενός Έλληνα πολίτη να ασκεί τα της θρησκείας του σε αρμονία με την εντολή του Ιησού Χριστού, δηλαδή, ‘να διδάσκει και να κάνει μαθητές’. (Ματθαίος 28:19, 20) Επιπλέον, ο απόστολος Πέτρος είπε: «[Ο Ιησούς] μας πρόσταξε να κηρύξουμε στο λαό και να δώσουμε πλήρη μαρτυρία».—Πράξεις 10:42.
Ένα ειδικό τεύχος του ευρωπαϊκού περιοδικού Ανθρώπινα Δικαιώματα Χωρίς Σύνορα (Human Rights Without Frontiers) έφερε στο εξώφυλλό του τον τίτλο: «Ελλάδα—Συνειδητές Παραβιάσεις των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων». Το περιοδικό εξηγούσε στη σελίδα 2: «Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και στην Ευρώπη η οποία έχει ποινική νομοθεσία που προβλέπει την επιβολή προστίμων και ποινών φυλάκισης για όποιον υποκινεί κάποιον άλλον να αλλάξει τη θρησκεία του».
Έτσι, η αγωνία μέσα και έξω από τους νομικούς κύκλους είχε φτάσει τώρα στο κατακόρυφο. Τι θα αποφασιζόταν σε σχέση με τον ελληνικό νόμο που απαγορεύει σε κάποιον να διδάσκει τις πεποιθήσεις του σε άλλους;
Η Ακροαματική Διαδικασία στο Στρασβούργο
Τελικά, έφτασε η μέρα για την ακροαματική διαδικασία—25 Νοεμβρίου 1992. Τα σύννεφα πάνω από το Στρασβούργο ήταν βαριά και το κρύο τσουχτερό, αλλά μέσα στο Δικαστήριο οι δικηγόροι ζέσταναν την ατμόσφαιρα με τα επιχειρήματά τους. Επί δυο ώρες παρουσιάζονταν αποδείξεις. Ο καθηγητής κ. Φαίδων Βεγλερής, συνήγορος του Κοκκινάκη, άγγιξε την καρδιά του ζητήματος διερωτώμενος: ‘Θα πρέπει να εξακολουθήσει να υφίσταται και να εφαρμόζεται αυτός ο περιοριστικός νόμος, ο οποίος σχεδιάστηκε για να προφυλάξει τα μέλη της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας από το να μεταστραφούν σε άλλες θρησκευτικές πεποιθήσεις;’
Καταφανώς προβληματισμένος, ο καθηγητής κ. Βεγλερής ρώτησε: «Διερωτώμαι γιατί αυτός ο νόμος [του προσηλυτισμού] θέλει πάντα να υποθέτει ότι ο ορθόδοξος είναι αφελής ή ηλίθιος. Αυτό διερωτώμαι πάντα. Γιατί να προστατεύεται μέσα στην ηλιθιότητά του ή στην πνευματική του αδυναμία . . . Αυτό είναι κάτι που με σοκάρει και με ενοχλεί». Είναι σημαντικό το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης δεν μπόρεσαν να αναφέρουν ούτε μια περίπτωση εφαρμογής αυτού του νόμου σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Ο δεύτερος συνήγορος του Κοκκινάκη, ο κ. Παναγιώτης Μπιτσαξής, έδειξε πόσο παράλογος είναι ο νόμος του προσηλυτισμού. Είπε: «Ο διάλογος ανάμεσα σε ενήλικα άτομα προϋποθέτει την αποδοχή της αμοιβαίας επιρροής. Διαφορετικά, θα ανήκουμε σε μια παράξενη κοινωνία σιωπηλών θηρίων τα οποία θα σκέπτονται αλλά δεν θα μπορούν να εκφραστούν, θα μιλούν αλλά δεν θα μπορούν να επικοινωνούν, θα υπάρχουν αλλά δεν θα μπορούν να συνυπάρχουν».
Ο κ. Μπιτσαξής υποστήριξε επίσης ότι ο «κ. Κοκκινάκης καταδικάστηκε όχι ‘για κάτι που έκανε’, αλλά [για] ‘αυτό που είναι’». Επομένως, έδειξε ο κ. Μπιτσαξής, οι αρχές της θρησκευτικής ελευθερίας είχαν όχι μόνο παραβιαστεί, αλλά ολοκληρωτικά κονιορτοποιηθεί.
Οι εκπρόσωποι της Ελληνικής κυβέρνησης προσπάθησαν να παρουσιάσουν μια εικόνα διαφορετική από την πραγματική, ισχυριζόμενοι ότι η Ελλάδα αποτελεί ‘παράδεισο για τα ανθρώπινα δικαιώματα’.
Η Απόφαση
Η επί πολύ καιρό αναμενόμενη μέρα για την έκδοση της απόφασης έφτασε—25 Μαΐου 1993. Με έξι ψήφους υπέρ και τρεις κατά, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Ελληνική κυβέρνηση είχε παραβιάσει τη θρησκευτική ελευθερία του 84χρονου Μίνωα Κοκκινάκη. Εκτός από το ότι δικαίωσε την πορεία της ζωής του, μια πορεία δημόσιας διακονίας, του επιδίκασε και αποζημίωση 3.189.500 δραχμών. Το Δικαστήριο απέρριψε έτσι το επιχείρημα της Ελληνικής κυβέρνησης ότι ο Κοκκινάκης και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά χρησιμοποιούν φορτικές μεθόδους όταν συζητούν με άλλους για τις πεποιθήσεις τους.
Μολονότι το Σύνταγμα της Ελλάδας και ένας απαρχαιωμένος νόμος μπορεί να απαγορεύουν τον προσηλυτισμό, αυτό το Ανώτατο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το να χρησιμοποιείται αυτός ο νόμος για να διώκονται οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι εσφαλμένο. Δεν βρίσκεται σε αρμονία με το Άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Η απόφαση του Δικαστηρίου εξήγησε: «Η θρησκεία αποτελούσε μέρος τής ‘ροής της ανθρώπινης σκέψης που ανανεώνεται συνεχώς’ και ήταν αδύνατο να συλλάβει κανείς την ουσία της αποκλείοντας το δημόσιο διάλογο».
Η σύμφωνη γνώμη ενός από τους εννέα δικαστές ανέφερε: «Ο προσηλυτισμός, ο οποίος ορίζεται ως ‘ζήλος στη διάδοση της πίστης’, δεν μπορεί ως τέτοιος να είναι αξιόποινος· είναι ένας τρόπος—απόλυτα νόμιμος από τη φύση του—για ‘να εκδηλώνει κάποιος τη θρησκεία του’.
»Στην παρούσα υπόθεση, ο αιτών [κ. Κοκκινάκης] καταδικάστηκε μόνο επειδή επέδειξε τέτοιο ζήλο, χωρίς να υπάρξει κάποια ανάρμοστη συμπεριφορά από μέρους του».
Συνέπειες της Απόφασης
Η σαφής κατεύθυνση που δόθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι ότι οι αξιωματούχοι της Ελληνικής κυβέρνησης θα πρέπει να σταματήσουν να κάνουν κακή χρήση του νόμου που απαγορεύει τον προσηλυτισμό. Ευελπιστούμε ότι η Ελλάδα θα συμμορφωθεί με την κατεύθυνση που δόθηκε από το Δικαστήριο και θα σταματήσει να διώκει τους Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Δεν είναι σκοπός των Μαρτύρων του Ιεχωβά να εισαγάγουν κοινωνικές αλλαγές ή να αναμορφώσουν το νομικό σύστημα. Το πρώτιστο ενδιαφέρον τους είναι να κηρύττουν τα καλά νέα της Βασιλείας του Θεού υπακούοντας στην εντολή του Ιησού Χριστού. Προς το σκοπό αυτό, ωστόσο, χαίρονται να ‘υπερασπίζουν και να εδραιώνουν νομικά τα καλά νέα’, όπως έκανε ο απόστολος Παύλος τον πρώτο αιώνα.—Φιλιππησίους 1:7.
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι νομοταγείς πολίτες σε όλες τις χώρες στις οποίες κατοικούν. Πάνω από όλα, όμως, είναι υποχρεωμένοι να υπακούν στο θεϊκό νόμο όπως αυτός είναι καταγραμμένος στην Αγία Γραφή. Επομένως, αν ο νόμος οποιασδήποτε χώρας τούς απαγορεύει να μιλάνε σε άλλους για τις βασισμένες στην Αγία Γραφή πεποιθήσεις τους, εκείνοι αναγκάζονται να ενεργούν σε αρμονία με τη στάση των αποστόλων: «Πρέπει να υπακούμε στον Θεό ως άρχοντα μάλλον παρά στους ανθρώπους».—Πράξεις 5:29.
[Πλαίσιο στη σελίδα 28]
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΣ ΔΙΩΓΜΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ
Ο κλήρος στην Ελλάδα καταβάλλει επί δεκαετίες προσπάθειες προκειμένου να ‘δημιουργεί προβλήματα μέσω του νόμου’. (Ψαλμός 94:20, ΜΝΚ) Μια άλλη περίπτωση που συνέβη στην Κρήτη διευθετήθηκε πρόσφατα. Το 1987 ένας τοπικός μητροπολίτης και 13 ιερείς είχαν κατηγορήσει για προσηλυτισμό εννέα Μάρτυρες. Τελικά, στις 24 Ιανουαρίου 1992, η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο.
Η αίθουσα του δικαστηρίου ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Περίπου 35 ιερείς βρίσκονταν εκεί για να υποστηρίξουν το κατηγορητήριο. Ωστόσο, τα περισσότερα από τα καθίσματα ήταν ήδη κατειλημμένα από Μάρτυρες που είχαν έρθει για να ενθαρρύνουν τους Χριστιανούς αδελφούς τους. Ακόμη και προτού αρχίσει η ακροαματική διαδικασία, ο συνήγορος των κατηγορουμένων έφερε στην επιφάνεια σοβαρά νομικά λάθη που είχε κάνει ο εισαγγελέας.
Το αποτέλεσμα ήταν να αποσυρθούν οι δικαστές για κατ’ ιδίαν σύσκεψη. Ύστερα από συμβούλιο που διήρκεσε δυόμισι ώρες, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ανακοίνωσε ότι ο δικηγόρος των κατηγορουμένων είχε δίκιο. Έτσι, οι κατηγορίες εναντίον των εννέα Μαρτύρων αποσύρθηκαν! Ο Πρόεδρος αποφάνθηκε ότι οι ανακρίσεις θα έπρεπε να ξεκινήσουν πάλι από την αρχή ώστε να αποδειχτεί αν οι κατηγορούμενοι ήταν ένοχοι προσηλυτισμού.
Μόλις έγινε η ανακοίνωση της απόφασης ξέσπασε πανδαιμόνιο στην αίθουσα του δικαστηρίου. Οι ιερείς άρχισαν να ξεφωνίζουν απειλώντας και βρίζοντας. Κάποιος ιερέας επιτέθηκε με ένα σταυρό στο δικηγόρο των Μαρτύρων του Ιεχωβά προσπαθώντας να τον αναγκάσει να λατρέψει το σταυρό. Χρειάστηκε να επέμβει η αστυνομία, και οι Μάρτυρες μπόρεσαν τελικά να φύγουν ήσυχα.
Ύστερα από την ακύρωση της δίκης, ο εισαγγελέας ετοίμασε ένα καινούριο κατηγορητήριο εναντίον των εννέα Μαρτύρων. Η δίκη ορίστηκε για τις 30 Απριλίου 1993, τρεις μόνο εβδομάδες προτού το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εκδώσει την απόφασή του στην υπόθεση Κοκκινάκη. Ακόμη μια φορά υπήρχαν πολλοί ιερείς στο ακροατήριο.
Οι δικηγόροι των εννέα κατηγορουμένων υπέβαλαν την ένσταση ότι οι μάρτυρες κατηγορίας των Μαρτύρων δεν ήταν παρόντες στο δικαστήριο. Ο εισαγγελέας, πάνω στη βιασύνη του να ετοιμάσει το καινούριο κατηγορητήριο, είχε κάνει το σοβαρό λάθος να μη στείλει κλήσεις στους μάρτυρες κατηγορίας. Γι’ αυτό, οι δικηγόροι των Μαρτύρων ζήτησαν από το δικαστήριο την ακύρωση της δίκης με βάση αυτό το σοβαρό σφάλμα.
Έτσι, οι δικαστές αποσύρθηκαν από την αίθουσα του δικαστηρίου και συσκέφτηκαν επί μια ώρα σχεδόν. Όταν επέστρεψαν, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, με σκυμμένο κεφάλι, κήρυξε και τους εννέα Μάρτυρες αθώους από τις κατηγορίες που τους βάρυναν.
Οι Μάρτυρες στην Ελλάδα είναι ευγνώμονες για την έκβαση αυτής της υπόθεσης, καθώς και για την απόφαση που εξέδωσε στις 25 Μαΐου αυτού του έτους το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση Κοκκινάκη. Προσεύχονται ώστε αυτές οι νομικές νίκες να οδηγήσουν στο να ζουν τη Χριστιανική τους ζωή ‘ήρεμα, ήσυχα και με πλήρη θεοσεβή αφοσίωση και σοβαρότητα’.—1 Τιμόθεο 2:1, 2.
[Εικόνα στη σελίδα 31]
Ο Μίνως Κοκκινάκης με τη σύζυγό του