Τρόμος στη Θάλασσα
ΟΙ περισσότεροι από μας ήσαν τουρίσται από την Ιταλία και άλλες Ευρωπαϊκές χώρες που επέστρεφαν από διακοπές στην Ελλάδα. Αφήσαμε τον λιμένα της πόλεως των Πατρών την Παρασκευή το πρωί στις 27 Αυγούστου 1971 και κατευθυνθήκαμε βορειοδυτικά κατά μήκος του Ιουνίου και Αδριατικού Πελάγους προς την Αγκώνα της Ιταλίας. Όλη την Παρασκευή ο καιρός ήταν ήρεμος, αλλ’ η πορεία μας πολύ αργή. Μερικές φορές φαινόταν σαν να ήταν το πλοίο σταματημένο.
Ήμαστε στο Ελληνικό οχηματαγωγό Ελεάννα, ένα διασκευασμένο δεξαμενόπλοιο μήκους 561 ποδών. Παρά το τεράστιο μέγεθός του δεν ήταν δύσκολο να διακρίνη κανείς ότι το πλοίο ήταν παραφορτωμένο με πάνω από χίλιους επιβάτες που είχαν καταλάβει σχεδόν κάθε γωνιά του πλοίου μαζί με 200 περίπου αυτοκίνητα. Ήμουν μια από τους πολυάριθμους επιβάτες που δεν είχαν καμπίνα και είχαν βολευθή όπως όπως στο κατάστρωμα. Εδώ πάνω πολλοί απελάμβαναν τις θωπείες του θαλασσινού νερού στην πισίνα και προσπαθούσαν να κάμουν πιο σκούρο το ηλιοκαμμένο δέρμα τους.
Εκείνη τη νύχτα πολλοί από μας κοιμηθήκαμε στο κατάστρωμα χρησιμοποιώντας τις πολυθρόνες που ήσαν διαθέσιμες. Αυτό στην αρχή δεν ήταν δυσάρεστο, αλλά κατά τις δυο το πρωί ένας ελαφρός άνεμος άρχισε σιγά σιγά να δυναμώνη. Άρχισαν οι κρυάδες. Μερικοί μετακινήθηκαν στο εσωτερικό του πλοίου για να βρουν ένα πιο προφυλαγμένο μέρος από τον αέρα. Πήρα κι εγώ την πολυθρόνα μου από το κατάστρωμα και ακολούθησα. Στην τραπεζαρία πολλοί επιβάται κοιμούνταν ήδη· έτσι βρήκα ένα μέρος και συνέχισα την ανάπαυσί μου.
Η Φωτιά Ξεσπά
Στις 5.40 π.μ. ξύπνησα ξαφνικά. Οι άνθρωποι έτρεχαν εδώ κι εκεί, και είδα έναν ελαφρό καπνό έξω. Μερικοί είπαν ότι είχε πιάσει φωτιά. Έπειτα άκουσα ένα μέλος του πληρώματος να υβρίζη τον νυχτοφύλακα που δεν το αντελήφθη νωρίτερα. Εγώ νόμισα ότι κάποιος θα είχε ρίξει κάτω κανένα τσιγάρο αναμμένο και θα είχε πιάσει μια μικρή φωτιά. Οι εφημερίδες όμως αργότερα ανέφεραν ότι η φωτιά άρχισε στο μαγειρείο στο πίσω μέρος του πλοίου.
Επέστρεψα στο κατάστρωμα όπου βρίσκονταν οι αποσκευές μου. Οι άνθρωποι έτρεχαν προς κάθε κατεύθυνσι. Πολλοί φορούσαν ήδη τα σωσίβιά τους. Ο καπνός συνέχιζε ν’ αυξάνη. Μπορούσα να βλέπω φωτιές να υψώνωνται στον αέρα από την αριστερή πλευρά του πλοίου στο πίσω μέρος. Μερικοί από το πλήρωμα έτρεχαν προς το μέρος της φωτιάς με πυροσβεστικούς σωλήνες.
Όσο η φωτιά δυνάμωνε τόσο μεγάλωνε και ο πανικός. Οι γυναίκες λιποθυμούσαν, τα παιδιά έκλαιγαν και οι άνδρες διαμαρτύρονταν και απειλούσαν. Μερικοί νεαροί, για να έχουν αργότερα τεκμήρια του επεισοδίου, έπαιρναν φωτογραφίες ενώ φορούσαν ήδη τα σωσίβιά των.
Οι άνθρωποι έτρεχαν προς τις σωσίβιες λέμβους σε κάθε πλευρά του καταστρώματος. Μετέφερα τις βαλίτσες μου που ήσαν κοντά στη φωτιά σ’ ένα άλλο μέρος που φαινόταν ασφαλέστερο. Κράτησα μαζί μου μόνο μια τσάντα της χειρός η οποία περιείχε έγγραφα και άλλα πράγματα αξίας.
Πλησίασα μια από τις σωσίβιες λέμβους, την οποία μερικοί νεαροί του πληρώματος αγωνίζονταν σκληρά να την προετοιμάσουν για χρήσι. Φαινόταν όμως ότι δεν επρόκειτο να γίνη τίποτα. Ήταν αδύνατο η βάρκα να κατεβή, διότι τα χονδρά σχοινιά που την συγκρατούσαν είχαν σκεπασθή με παχύ στρώμα βαφής. Όταν λύθηκε αυτό το πρόβλημα, τότε φάνηκε ότι ο εργατοκύλινδρος δεν μπορούσε να εργασθή κατάλληλα ώστε να κατεβή η βάρκα.
Στιγμιαία Ανακούφισις· Μεγαλύτερος Πανικός
Εν τω μεταξύ φαινόταν ότι το πλήρωμα κάτι είχε κατορθώσει σχετικά με τον έλεγχο της φωτιάς με τις πυροσβεστικές αντλίες. Ο καθένας μπορούσε να δη τώρα ότι έβγαινε λίγος καπνός. Το αίσθημα της ανακουφίσεως ισχυροποιήθηκε από μια σύντομη ανακοίνωσι μέσω του μεγαφωνικού συστήματος ενημερώσεως του κοινού που ήταν και η μοναδική φορά που χρησιμοποιήθηκε: ΟΥΔΕΙΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ, ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΤΕ ΣΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΣΑΣ.
Αλλοίμονο όμως! Τα γεγονότα έδειχναν το αντίθετο. Ο ισχυρός άνεμος σύντομα αύξησε τις φλόγες και περίπου σε πέντε λεπτά μετά την αναγγελία τις είδαμε πάλι να υψώνωνται. Καθώς αναρριπίζονταν από τον άνεμο σύντομα προχώρησαν μανιωδώς. Το θέαμα ήταν τρομακτικό.
Τη φορά αυτή οι επιβάτες κατελήφθησαν από φόβο και κατευθύνθηκαν απεγνωσμένα προς τις σωσίβιες λέμβους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήσαν μισοντυμένοι και πολλοί φορούσαν μόνο τις πυτζάμες και τα νυχτικά τους εφ’ όσον είχαν κοιμηθή στις καμπίνες των. Μέσα σε λίγα λεπτά είχαν γεμίσει τις βάρκες. Είναι αλήθεια ότι δεν ήξεραν τι να κάμουν, διότι δεν είχαν λάβει καμμιά απολύτως οδηγία.
Το πλήρωμα βέβαια, προσπάθησε να τους πείση να βγουν από τις βάρκες εφ’ όσον αυτές δεν ήταν δυνατόν να κατεβούν. Έτσι προκλήθηκε μεγαλύτερος πανικός καθώς οι άνθρωποι άρχισαν να βγαίνουν έξω. Είδα μια κυρία με το ένα δάχτυλό της κυριολεκτικά πολτοποιημένο να τρέχη για γιατρό.
Δεν έβλεπα να έρχωνται άλλα πλοία για βοήθεια, και απορούσα μήπως δεν είχε σταλή ένα SOS [σήμα κινδύνου]. Δεν ήμασταν μακρυά από τις Ιταλικές ακτές, διότι νωρίτερα το πρωί είχαμε δει τα παράκτια φώτα τους. Αργότερα μάθαμε ότι απείχαμε μόνο δεκαπέντε μίλια από την Torre Canne στην νοτιοανατολική Ιταλία. Φαίνεται ότι SOS δεν είχε σταλή τουλάχιστον μέχρι τις 6.40, δηλαδή από μια ώρα αφότου είχαν αντιληφθή τη φωτιά.
Παντού όπου και αν κοιτούσα έβλεπα πρόσωπα γεμάτα απελπισία και τρόμο. Κοντά μου ήταν μια Ιταλίδα έτοιμη να λιποθυμήση που την περιποιούνταν και την ενεθάρρυναν οι κόρες της. Λίγο πιο πέρα μια θαρραλέα Γαλλίδα μητέρα έδινε οδηγίες στις νεαρές κόρες της. Πιο μακρυά ένα ζεύγος έδενε συστηματικά τα σωσίβια στα μικρά τους παιδιά και πρόσεχαν ώστε όλα να είναι εν τάξει. Ακόμα και τα πρόσωπα μερικών ανδρών του πληρώματος ήσαν ωχρά σαν το πανί.
Εκείνη περίπου τη στιγμή φάνηκαν στο βάθος του ορίζοντος δυο πλοία να μας πλησιάζουν, ήσαν όμως πολύ μακρυά ακόμα. Αυτό βέβαια μας έδωσε κάποιο αίσθημα ανακουφίσεως. Πολλοί πίστευαν ότι τα πλοία θα έστελναν τις σωσίβιες λέμβους των για να μας πάρουν. Είναι αλήθεια ότι η πληροφορία αυτή ξεκίνησε από μια άγνωστη πηγή, ότι δηλαδή θα έπρεπε να κατεβούμε κάτω στην αίθουσα υποδοχής και να είμεθα έτοιμοι να κατεβούμε στις βάρκες όταν θα έφθαναν. Ακολούθησα αυτή την υπόδειξι και κατέβηκα κάτω.
Αναμένοντας Κάτω
Η αίθουσα υποδοχής ήταν ήδη γεμάτη από ανθρώπους που κοιτούσαν προς τις δυο θύρες της εξόδου. Ευτυχώς ο άνεμος που φυσούσε μπορούσε εύκολα να μπη απ’ αυτές τις δυο πόρτες και να δώση λίγο αέρα για αναπνοή.
Οι άνθρωποι εδώ ήσαν πιο ήρεμοι αν και μερικοί λιποθυμούσαν. Όλοι προσπαθούσαν να δίνουν κουράγιο ο ένας στον άλλον. Ο καθένας κοίταζε προς την ανοιχτή θάλασσα με την ελπίδα να ιδή καμμιά σωσίβια βάρκα να πλησιάζη. Αναμέναμε καμμιά ανακοίνωσι μέσω του μεγαφωνικού συστήματος ενημερώσεως του κοινού αλλά τίποτα.
Πέρασε πάνω από μισή ώρα και αν ο καπνός άρχιζε να έρχεται κάτω από τις σκάλες θα ήταν δυνατόν να πιαστούμε σαν τα ποντίκια και να καούμε ζωντανοί. Εγώ ήμουν κοντά στη σκάλα και καθώς είδα τον καπνό ώρμησα στο κατάστρωμα. Πήγα στο εμπρός μέρος του πλοίου μακρυά από τη φωτιά. Ήσαν και άλλοι εκεί. Πυκνός καπνός έβγαινε από το πίσω μέρος του καταστρώματος του κυβερνήτου.
Απελπιστική Κατάστασις
Ως εκείνη τη στιγμή ήμουν μάλλον αισιόδοξη ελπίζοντας πως, έστω και αν επρόκειτο να χάσωμε τα αυτοκίνητα και τας αποσκευάς μας, τουλάχιστον θα γλυτώναμε τη ζωή μας. Τώρα όμως με τη φωτιά στα πόδια μας δεν υπήρχε περιθώριο για αισιοδοξία. Βέβαια παρ’ όλο τον κίνδυνο παρέμεινα ψύχραιμη.
Είδα ανθρώπους να σκύβουν από τα κάγκελα και νόμισα ότι είχαν κατεβή οι σκάλες ώστε να μπουν οι άνθρωποι στις βάρκες. Όταν όμως κοίταξα κι εγώ, είδα τη θάλασσα γεμάτη από ανθρώπους! Αντί για σκάλα είχαν χρησιμοποιηθή χονδρά σχοινιά δεμένα στα κάγκελα και με τη βοήθειά τους οι άνθρωποι βουτούσαν στο νερό. Το κατάστρωμα απείχε περίπου πενήντα πόδια από την επιφάνεια της θάλασσας και μόνον η ιδέα να κρεμαστώ σ’ αυτό το ύψος και ν’ αφήσω τον εαυτό μου να πέση κάτω χωρίς να γνωρίζω αν το πλοίο είχε σταματήσει ή όχι, αυτό έκαμε το αίμα μου να παγώση. Δεν φορούσα σωσίβιο και δεν ήξερα πού τα βρήκαν οι άλλοι τα δικά τους.
Κοιτώντας προς το κατάστρωμα του κυβερνήτου είδα ένα μέλος του πληρώματος να φορά ένα σωσίβιο και τον παρεκάλεσα να μου το δώση. Το έβγαλε από πάνω του και ήταν έτοιμος να μου το ρίξη κάτω. Διαπιστώσαμε όμως τότε ότι ο δυνατός άνεμος που φυσούσε θα μπορούσε να το παρασύρη μακρυά αφήνοντας και τους δυο μας χωρίς σωσίβιο. Τότε τον ευχαρίστησα και κοίταζα ολόγυρά μου μήπως υπήρχε κάποιο άλλο μέσο για βοήθεια. Τότε είδα μια σωσίβια κουλούρα λίγο πέρα στο κατάστρωμα. Κάποιος μου είπε ότι η κουλούρα ήταν πιο καλή από το φορετό σωσίβιο κι έτσι την πήρα.
Μόλις την πήρα στα χέρια μου, με πλησίασε ένας νέος άνδρας χωρίς σωσίβιο και μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά του λέγοντάς μου: «Σας παρακαλώ πολύ δώστε την σ’ εμάς. Είμεθα τέσσερα άτομα χωρίς ούτε ένα σωσίβιο.» Δίπλα του στεκόταν η σύζυγός του με άλλο ένα μωρό στην αγκαλιά της. Του την έδωσα αμέσως.
Ένοιωσα οίκτο για την αθλία κατάστασι αυτής της νεαρής οικογένειας. Πώς θα μπορούσαν να τα καταφέρουν με δυο παιδιά; Ακριβώς μπροστά τους ήταν ένας νεαρός άνδρας που ετοιμαζόταν να κατεβή με το σχοινί. Απελπισμένα ο πατέρας τον παρεκάλεσε να πάρη μαζί του ένα από τα παιδιά. Ο άνθρωπος γενναιόψυχα δέχθηκε να το πάρη και με σπάνια επιδεξιότητα και προσοχή άρχισε να κατεβαίνη μεταφέροντας μαζί του το μωρό. Το θέαμα ήταν σπαρακτικό και ήμουν πολύ ευτυχής όταν αργότερα έμαθα ότι και οι τέσσερες αυτής της οικογένειας σώθηκαν.
Στη Θάλασσα
Τώρα έπρεπε να κάμω κάτι μόνη μου. Δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο. Ο καπνός γινόταν πιο πυκνός και ο αέρας πιο δυνατός. Δεν μπορούσα να κάμω διαφορετικά· έπρεπε να πέσω στη θάλασσα με ένα από τα χονδρά σχοινιά! Συγκέντρωσα όλο μου το θάρρος, έβγαλα το αδιάβροχο, την τσάντα μου και τα παπούτσια μου και πήδησα στα κάγκελα. Κρατήθηκα σφιχτά στο σχοινί· το βάρος του σώματός μου με έφερε γρήγορα κάτω. Εξ αιτίας της ταχείας καθόδου μου βούλιαξα βαθιά μέσα στο νερό. Με γρήγορες κινήσεις αγωνίσθηκα ν’ ανεβώ στην επιφάνεια. Πήρα μια βαθειά αναπνοή και προσπάθησα ν’ απομακρυνθώ από τα σχοινιά που επέπλεαν ολόγυρα στο πλοίο.
Τότε είναι που διεπίστωσα ότι είχα βαθειές πληγές σε μερικά από τα δάχτυλά μου και την παλάμη του αριστερού μου χεριού, δεν ένοιωθα όμως κανένα πόνο. Η θάλασσα ήταν γεμάτη ανθρώπους και ο ένας μετά τον άλλον έπεφταν κάτω από ψηλά. Πάνω από μια φορά έπεσαν επάνω μου άνθρωποι σπρώχνοντάς με κάτω από το νερό.
Προσπαθούσα ν’ απομακρυνθώ από το πλοίο, αλλ’ αυτό δεν ήταν εύκολο, επειδή μεγάλα κύματα μ’ εμπόδιζαν να το κάμω αυτό. Είχα την εντύπωσι ότι ήμουν στη μέση μιας γιγαντιαίας ρουφήχτρας που με τραβούσε να με φέρη κάτω από το πλοίο που στεκόταν σαν ένα τεράστιο και τρομερό βουνό πάνω από τα κεφάλια μας. Ήταν τρομερό! Έβλεπα καθαρά τον κίνδυνο να πνιγώ κάθε στιγμή.
Κάτι που έκανε τα πράγματα χειρότερα ήταν μια σωσίβια βάρκα που κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια μας. Κανείς δεν ήξερε αν αυτή θα κατέβαινε ή θα έμενε εκεί στη μέση. Έπειτα, καθώς η φωτιά προχωρούσε στο πλοίο, καιόμενα κομμάτια από τη βάρκα άρχισαν να πέφτουν γύρω μας.
Καθώς μεγάλωνε ο κίνδυνος, έκαμα μια ιδιαίτερη προσπάθεια και πλησίασα την έλικα του πλοίου. Ευτυχώς που το πλοίο είχε σταματήσει. Έφθασα την έλικα και κρατήθηκα επάνω της για λίγα λεπτά για να πάρω την αναπνοή μου και να ξεκουρασθώ λιγάκι. Έπειτα άρχισα να κολυμπώ προς την ανοιχτή θάλασσα.
Αγώνας για Επιβίωσι
Δίπλα μου ήταν μια γυναίκα που επέπλεε φορώντας ένα σωσίβιο. Την άκουσα να φωνάζη «Aiuto, Aiuto» (Βοήθεια, Βοήθεια), με μια ξεψυχισμένη φωνή. Ήταν μια μεσήλικη γυναίκα και πιθανόν να μη είχε ιδέα από θάλασσα. Μια και ήμασταν κοντά στο πλοίο τής είπα να προσπαθήση ν’ απομακρυθή απ’ αυτό ώστε ν’ αποφύγη να χτυπηθή από τα καιόμενα τεμάχια που έπεφταν. Την έπιασα από το χέρι και κολυμπούσα με το άλλο προσπαθώντας ν’ απομακρυνθούμε μαζί.
Τα κύματα ήσαν μεγάλα, μερικά είχαν ύψος πέντε ως οκτώ πόδια και το κολύμπι δεν ήταν εύκολο. Εν τούτοις εξακολουθούσα να κρατώ το χέρι της γυναίκας. Γύρισα να δω πώς ήταν, αλλά το πρόσωπό της φαινόταν άψυχο. Όταν τη φώναξα, δεν πήρα καμμιά απάντησι. Τα μάτια της ήσαν μισοανοιχτά και είχε μια ήρεμη έκφρασι στο πρόσωπό της. Δεν ήξερα όμως αν είχε λιποθυμήσει ή ήταν νεκρή.
Η θάλασσα αγρίευε καθιστώντας πιο κρίσιμη τη θέσι μου, ειδικά επειδή δεν φορούσα σωσίβιο. Επίσης τα ρούχα μου μ’ έκαναν να είμαι πιο βαρειά χωρίς να μπορώ ν’ απαλλαγώ απ’ αυτά. Όχι πολύ μακρυά είδα να επιπλέη ένα μισοκαμένο κομμάτι από τη σκάλα. Προσπάθησα να το πιάσω μια και αυτό θα μπορούσε να με βοηθήση να κρατηθώ στην επιφάνεια, όμως δεν μπορούσα να το φθάσω.
Έβλεπα ότι δεν μπορούσα να κάμω τίποτα άλλο από το να κολυμπώ προς την κατεύθυνσι των δύο πλοίων που είχα δει προτού πέσω στη θάλασσα. Τώρα έβλεπα κι ένα τρίτο πλοίο. Κρατούσα με το ένα χέρι το σωσίβιο της κυρίας ενώ κολυμπούσα αντιμετωπίζοντας πελώρια κύματα. Ήμουν μόνη, σαν ένα καρυδότσουφλο στη μέση της απέραντης θάλασσας μαζί με μια γυναίκα δίπλα μου προφανώς νεκρή.
Βέβαια αυτό δεν ήταν ενθαρρυντικό, αλλά δεν αισθανόμουν μόνη και χαμένη. Από την αρχή της τραγωδίας είχα κατευθύνει τις σκέψεις μου στο Δημιουργό μας και ταπεινά είχα ζητήσει τη βοήθειά του και την καθοδήγησί του στη δύσκολη αυτή στιγμή της ζωής μου. Δεν θεωρούσα ως δεδομένο ότι αυτός έπρεπε να με σώση, αλλ’ εγνώριζα ότι θα μπορούσε να το κάμη αν αυτό ήταν το θέλημά του. Τον παρακαλούσα συνεχώς με το άγιο όνομά του Ιεχωβά και αυτό μου έδινε δύναμι. Δεν μπορούσα παρά να θυμηθώ εκείνο που είχα διαβάσει στη Γραφή στο 27 κεφάλαιο των Πράξεων για ένα ναυάγιο που είχε συμβή στον απόστολο Παύλο ενώ πήγαινε κι αυτός στην Ιταλία.
Οι ώρες περνούσαν και δεν φαινόταν από πουθενά βοήθεια. Τα κύματα γίνονταν μεγαλύτερα και πιο άγρια. Προσπαθούσα να μένω στη ράχη των κυμάτων καθώς αυτά με χτυπούσαν δυνατά. Το ότι κρατούσα το σωσίβιο της νεκρής συντρόφου μου ήταν για μένα μια βοήθεια. Η συνεχής όμως πάλη να κρατηθώ στην επιφάνεια με είχε πολύ κουράσει· οι δυνάμεις μου με εγκατέλειπαν.
Ένα ελικόπτερο πέρασε από πάνω μου αρκετές φορές προσπαθώντας προφανώς να εντοπίση τους ναυαγούς. Έπειτα ήλθε κι ένα άλλο. Το είδα μακρυά πίσω μου να περισυλλέγη ανθρώπους. Όταν το ελικόπτερο πλησίασε προς το μέρος μου κούνησα το χέρι μου για να με δουν.
Εκείνη όμως τη στιγμή είχα πλησιάσει σ’ ένα από τα πλοία προς τα οποία κολυμπούσα, αλλ’ ο άνεμος μ’ έσπρωχνε μακρυά προς τα δεξιά. Καθώς όλη μου η προσοχή ήταν εστραμμένη στο ελικόπτερο, δεν είχα προσέξει ότι με πλησίαζε ήδη μια βενζινάκατος. Ω, τι ανακούφισις! Τι χαρά!
Διάσωσις
Όταν με επλησίασαν μου έρριξαν ένα χοντρό σχοινί ώστε να πιαστώ και ν’ ανεβώ στη βάρκα. Δεν μπορούσα όμως να τα καταφέρω. Ήμουν τελείως εξαντλημένη και είχε μουδιάσει το δεξί μου πόδι. Έτσι δυο από τους ναύτες έσκυψαν από το ένα πλευρό και με σήκωσαν με τα δυνατά τους χέρια. Αμέσως με σκέπασαν με μια κουβέρτα και μου έδωσαν ένα ποτό σαν κονιάκ που μ’ έκαμε να εμέσω το θαλασσινό νερό που είχα καταπιή.
Είχα μείνει εντελώς χωρίς δυνάμεις. Τι αίσθημα ευχαριστήσεως ήταν όμως αυτό να κάθωμαι στη βάρκα απελευθερωμένη από την αγκαλιά της αγριεμένης θάλασσας ύστερα από ένα αγώνα πάνω από τρεις ώρες!
Λυπήθηκα για τη νεκρή σύντροφό μου. Οι ναύτες ήσαν υποχρεωμένοι να την αφήσουν στη θάλασσα επειδή βιάζονταν να περισυλλέξουν όσους έβρισκαν ζωντανούς. Όμως, αν δεν υπήρχε κι αυτή να μου δώση έστω και εν αγνοία της βοήθεια, δεν ξέρω αν θα ζούσα.
Μέσα στη βάρκα ήσαν μαζί μου πολλοί άλλοι που είχαν σωθή και τους είχαν ήδη περιμαζέψει. Ήσαν όλοι τυλιγμένοι με κουβέρτες και η κούρασι ήταν καταφανής στα πρόσωπά τους. Η βενζινάκατος έψαξε βιαστικά και για άλλους που ζούσαν και όταν γέμισε επέστρεψε στη βάσι της σ’ ένα Γιουγκοσλαβικό πλοίο με το όνομα Σβόμποντα, που σημαίνει «Ελευθερία.»
Το πλήρωμα ήταν εξαιρετικά περιποιητικό. Έθεσαν ότι είχαν στη διάθεσί μας. Πάνω από εκατό από αυτούς που είχαν διασωθή ήσαν ήδη στο Σβόμποντα περιλαμβανομένου και του καπετάνιου του Ελεάννα, της συζύγου του και μερικών άλλων μελών του πληρώματος.
Ανάμικτα Συναισθήματα
Η εικόνα των διασωθέντων ήταν παθητική. Είναι αλήθεια ότι μπορούσα να διακρίνω χαρά και ικανοποίησι στα κουρασμένα πρόσωπα και ευγνωμοσύνη διότι είχαν επιζήσει. Εν τούτοις, υπήρχαν μερικοί πολύ ασθενείς, μερικοί με εγκαύματα ή σπασμένα μέλη. Οι περισσότεροι, όπως εγώ, είχαν πληγές στα χέρια από το πέσιμο στη θάλασσα με τα σχοινιά. Πολλοί ήσαν ανήσυχοι διότι δεν ήξεραν τι είχε συμβή στα άλλα μέλη της οικογενείας των.
Πολύ συγκινητική ήταν η σκηνή ενός νέου που βρήκε την αδελφή του. Έπεσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου ξεφωνίζοντας, διότι δεν ήξεραν τι είχε απογίνει η μητέρα τους. Ο νέος είχε προσπαθήσει να την βοηθήση, αλλ’ οι δυνάμεις του τον είχαν εγκαταλείψει. Υπήρχε μια κυρία που ταξίδευε με τα τέσσερα παιδιά της. Τα δύο ήσαν μαζί της, έλειπαν όμως τα δύο μικρότερα. Άφωνη καθόταν σε μια γωνία μια νεαρή Ιταλίδα που είχε δη τον πατέρα της να πνίγεται μπροστά στα μάτια της. Έτσι σε πολλούς υπήρχε μια ατμόσφαιρα βαθειάς λύπης.
Καθώς το Σβόμποντα ξεκίνησε με κατεύθυνσι το Μπάρι της Ιταλίας, όπου φθάσαμε τρεις ώρες αργότερα, εμείς προσπαθούσαμε να στεγνώσουμε τα ρούχα μας στο ζεστό ήλιο και να ξεκουρασθούμε λίγο. Όλοι σκεπτόμεθα το τι θα μπορούσε να είχε συμβή αν η φωτιά έπιανε τη νύχτα ή αν ήμαστε πιο μακρυά από τις ακτές. Θα μπορούσε να μη είχε ζήσει κανένας. Έτσι όμως που συνέβησαν τα πράγματα πάνω από χίλιοι είχαν σωθή και μόνο περίπου είκοσι τέσσερα άτομα χάθηκαν.
Αστυνομικές αρχές, δημοσιογράφοι, νοσοκόμες και αυτοκίνητα πρώτων βοηθειών ήσαν έτοιμα για μας στην παραλία. Όσοι από μας είχαν ανάγκη ιατρικής περιθάλψεως εισαχθήκαμε αμέσως σε νοσοκομεία, όπου μας προσέφεραν προσεκτική και φιλάγαθη περιποίησι. Έγινε ό,τι ήταν δυνατό για να μας ανακουφίσουν και για όλ’ αυτά είμαι ευγνώμων. Επίσης πάντοτε θα ενθυμούμαι με ευγνωμοσύνη τους φίλους μου οι οποίοι με επεσκέφθησαν και εντυπωσίασαν όλους που ήσαν γύρω μου με τις άφθονες και αυθόρμητες εκφράσεις γνήσιας Χριστιανικής αγάπης.
Δεν είχα πια ενοχλήσεις από τα τραύματα που υπέφερα. Και ενώ οι υλικές μου απώλειες ήσαν σημαντικές, εν τούτοις υπάρχει αυτή η παρηγοριά: Εξακολουθώ να έχω αυτό που είναι ανεκτίμητο, τη ζωή μου.—Από Συνεργάτην.