Το Θάρρος να Βάζουμε τον Θεό Πρώτο
ΥΠΗΡΧΕ κάτι το ανατριχιαστικό στον ήχο του τηλεφώνου μας που χτύπησε στις τρεις το πρωί. Ήταν ένας συνάδελφος του μπαμπά, ο οποίος είχε μόλις παρακολουθήσει μια συγκέντρωση της Αμερικανικής Λεγεώνας. Ήταν σε έξαλλη κατάσταση. «Γουόλι», φώναξε στον πατέρα μου, «αν δεν τηλεφωνήσεις αμέσως στην εφημερίδα Φιλαντέλφια Ινκουάιρερ [Philadelphia Inquirer] προτού προλάβει να βγει το πρωινό φύλλο, και δεν τους πεις ότι θα χαιρετήσεις τη σημαία, ο κόσμος θα επιτεθεί σήμερα στο μπακάλικο και στην οικογένειά σου και εγώ δεν θα φέρω καμιά ευθύνη για ό,τι συμβεί!» Ο μπαμπάς και η μαμά είχαν ζήσει οχλοκρατικές ενέργειες στο παρελθόν. Τώρα, αφού είχαν ξυπνήσει για τα καλά, άρχισαν να προσεύχονται.
Τα χαράματα, ξύπνησαν εμάς τα έξι παιδιά. Ο μπαμπάς είπε στον αδελφό μου, τον Μπιλ, να πάει τα μικρότερα παιδιά στο σπίτι των παππούδων μας. Έπειτα, ο Μπιλ και εγώ αρχίσαμε να βοηθάμε στις δουλειές του σπιτιού και στο μαγαζί, όπως συνήθως. Ο μπαμπάς πήγε στο διοικητή της αστυνομίας του Μάινερσβιλ και του είπε για τις απειλές που είχαμε δεχτεί. Πολύ σύντομα έφτασε ένα αυτοκίνητο της Πολιτειακής Αστυνομίας της Πενσυλβανίας, πάρκαρε μπροστά στο μαγαζί μας και έμεινε εκεί όλη την ημέρα. Συνεχίσαμε τις δουλειές μας στο μαγαζί και εξυπηρετούσαμε τους πελάτες, αλλά τα μάτια μας ήταν καρφωμένα στο πεζοδρόμιο. Η καρδιά μας πήγαινε να σπάσει από την αγωνία κάθε φορά που μαζεύονταν μερικοί και κοντοστέκονταν. Αλλά ο όχλος δεν φάνηκε. Ίσως να είχαν ηρεμήσει με το φως της ημέρας—και στη θέα του αυτοκινήτου της αστυνομίας!
Βρίσκουμε την Αλήθεια
Αλλά τι είχε οδηγήσει σε αυτή την ασταθή κατάσταση; Είχε σχέση με τη θρησκεία μας. Βλέπετε, πριν από καιρό, το 1931, όταν εγώ ήμουν εφτά χρονών, ήρθαν να μείνουν μαζί μας για λίγο η γιαγιά και ο παππούς. Αυτοί ήταν Σπουδαστές της Γραφής, όπως ήταν τότε γνωστοί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Ο παππούς δεν έδωσε μαρτυρία στον μπαμπά, αλλά όταν ο παππούς και η γιαγιά έβγαιναν έξω, ο μπαμπάς πήγαινε στο δωμάτιό τους να δει τι έλεγαν αυτά τα έντυπα που διάβαζαν. Τα καταβρόχθιζε! Μπορώ ακόμη να ακούσω τη χαρούμενη φωνή του: «Κοίτα τι λέει η Αγία Γραφή!» Η αλήθεια τού έφερνε γνήσια ευχαρίστηση. Η μαμά, επίσης, διάβαζε τα έντυπα και το 1932 παραιτήθηκε από τη Μεθοδιστική Εκκλησία, και αρχίσαμε να κάνουμε οικιακή Γραφική μελέτη. Ενθουσιαζόμουν και εγώ όπως και εκείνοι όταν μάθαινα για τη θαυμάσια, παραδεισένια γη που επιφυλάσσει το μέλλον. Από την αρχή, έκανα την αλήθεια κτήμα μου.
Προς τα τέλη του 1932, η μαμά με ρώτησε αν ήμουν έτοιμη να βγω στο έργο κηρύγματος από πόρτα σε πόρτα. Εκείνες τις ημέρες, μικροί και μεγάλοι, πηγαίναμε μόνοι μας στις πόρτες. Και χρησιμοποιούσαμε μια κάρτα μαρτυρίας. Έλεγα απλώς τα εξής: «Καλημέρα, έχω ένα σπουδαίο άγγελμα. Θα θέλατε, παρακαλώ, να το διαβάσετε;» Στις αρχές, αν ο οικοδεσπότης ήταν έστω και ελάχιστα αρνητικός, δεν έκανα τίποτα άλλο από το να λέω: «Εντάξει, αντίο σας», όταν αυτός τέλειωνε το διάβασμα.
Σύντομα, άρχισε η εναντίωση. Την άνοιξη του 1935, δίναμε μαρτυρία στην πόλη της Νέας Φιλαδέλφειας. Θυμάμαι ότι στεκόμουν στο κατώφλι μιας πόρτας και μιλούσα με κάποιον άνθρωπο όταν ήρθε η αστυνομία για να συλλάβει εμένα και τους υπόλοιπους. Ο οικοδεσπότης είχε μείνει άναυδος για το γεγονός ότι θα συλλάμβαναν αυτό το 11χρονο κορίτσι. Μας πήγαν σε ένα διώροφο κτίριο της πυροσβεστικής υπηρεσίας. Έξω από το κτίριο, είχε μαζευτεί ένα τεράστιο πλήθος, χιλίων περίπου ανθρώπων οι οποίοι ούρλιαζαν εναντίον μας. Προφανώς, οι εκκλησίες είχαν σχολάσει νωρίς εκείνη την Κυριακή για να ενθαρρυνθούν όλοι αυτοί να συμμετάσχουν στην εναντίωση. Καθώς μας οδηγούσαν μέσα από το πλήθος, ένα κορίτσι μού έδωσε μια γροθιά στο μπράτσο. Ωστόσο, μπήκαμε μέσα σώοι, και ένοπλοι φρουροί εμπόδισαν το πλήθος να σπάσει την πόρτα.
Ήμασταν 44 άτομα, στριμωγμένα στο κτίριο της πυροσβεστικής, και αναγκαστήκαμε να καθήσουμε στα σκαλιά. Δεν ήμασταν όμως καθόλου κακόκεφοι· χαρήκαμε που συναντήσαμε μερικούς Μάρτυρες από την Εκκλησία Σεναντόα, οι οποίοι μας βοηθούσαν στο έργο κηρύγματος που κάναμε στην πόλη. Εκεί συνάντησα την Έλινορ Γουαλάιτις και γίναμε αχώριστες φίλες. Ύστερα από λίγες ώρες, η αστυνομία μάς άφησε να φύγουμε.
Το Ζήτημα του Χαιρετισμού της Σημαίας στο Προσκήνιο
Στην ιστορική συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ουάσινγκτον, D.C., το 1935, κάποιος ρώτησε τον αδελφό Ρόδερφορντ, τον πρόεδρο της Εταιρίας Σκοπιά, αν τα παιδιά που πήγαιναν στο σχολείο έπρεπε να χαιρετούν τη σημαία. Εκείνος απάντησε ότι ήταν απιστία προς τον Θεό το να αποδίδει κανείς τη σωτηρία του σε οτιδήποτε άλλο χαιρετώντας ένα επίγειο έμβλημα· είπε ότι ο ίδιος δεν θα το έκανε. Αυτό εντυπωσίασε τον Μπιλ και εμένα. Το συζητήσαμε με τους γονείς μας και διαβάσαμε τα εδάφια Έξοδος 20:4-6, 1 Ιωάννου 5:21 και Ματθαίος 22:21. Η μαμά και ο μπαμπάς ποτέ δεν μας πίεσαν ούτε μας έκαναν να αισθανόμαστε ένοχοι. Όταν άνοιξαν τα σχολεία το Σεπτέμβριο, ξέραμε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνουμε. Αλλά κάθε φορά που οι δάσκαλοι κοίταζαν προς το μέρος μας, εμείς, πειθήνια, σηκώναμε το χέρι μας και ψιθυρίζαμε με τα χείλη μας. Ένα από τα προβλήματά μου ήταν ότι φοβόμουν μήπως με απορρίψουν οι κοσμικές φίλες που είχα στο σχολείο, αν κρατούσα τη στάση μου.
Όταν, όμως, μας επισκέφτηκαν μερικοί σκαπανείς, τους είπα αυτό που κάναμε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τι μου είπε μια αδελφή: «Λίλιαν, ο Ιεχωβά μισεί τους υποκριτές». Τότε, στις 6 Οκτωβρίου, ο αδελφός Ρόδερφορντ παρουσίασε μια ραδιοφωνική εκπομπή που μεταδόθηκε σε όλη τη χώρα, με τίτλο «Ο Χαιρετισμός της Σημαίας». Εξήγησε ότι σεβόμαστε τη σημαία, αλλά το να συμμετέχει κανείς σε ιεροτελεστίες που γίνονται μπροστά σε κάποια εικόνα ή έμβλημα είναι στην ουσία ειδωλολατρία. Η σχέση που έχουμε με τον Ιεχωβά το απαγορεύει αυστηρά αυτό.
Στις 22 Οκτωβρίου, ο Μπιλ, που ήταν μόλις δέκα χρονών, γύρισε από το σχολείο περιχαρής. «Σταμάτησα να χαιρετάω τη σημαία!» είπε θριαμβευτικά. «Η δασκάλα προσπάθησε να σηκώσει το χέρι μου, αλλά εγώ το κράτησα μέσα στην τσέπη μου».
Το επόμενο πρωί, με μεγάλο χτυποκάρδι, πήγα στη δασκάλα μου πριν αρχίσει το μάθημα, ώστε να μη χάσω το θάρρος μου. «Δεσποινίς Σόφσταλ», ψέλλισα, «δεν μπορώ να χαιρετάω πια τη σημαία. Η Αγία Γραφή λέει στην Έξοδο, στο 20ό κεφάλαιο, ότι δεν μπορούμε να βάζουμε άλλους θεούς πάνω από τον Ιεχωβά Θεό». Προς έκπληξή μου, αυτή απλώς με αγκάλιασε και μου είπε τι καλό κοριτσάκι ήμουν. Όταν λοιπόν ήρθε η ώρα για την τελετή της σημαίας, δεν συμμετείχα στο χαιρετισμό.a Σύντομα, όλοι άρχισαν να με κοιτάζουν επίμονα. Αλλά εγώ ήμουν όλο χαρά. Ο Ιεχωβά μου είχε δώσει το θάρρος να μη χαιρετίσω!
Τα κορίτσια που συμπαθούσα τρομοκρατήθηκαν. Μία ή δύο με πλησίασαν να με ρωτήσουν το λόγο και κάναμε καλές συζητήσεις. Αλλά τα περισσότερα παιδιά άρχισαν να με περιφρονούν. Κάθε πρωί που πήγαινα στο σχολείο, μερικά αγόρια φώναζαν: «Να, έρχεται ο Ιεχωβά!» και με πετροβολούσαν. Οι αρμόδιοι του σχολείου παρακολουθούσαν την κατάσταση επί δύο εβδομάδες. Έπειτα, αποφάσισαν να δράσουν. Στις 6 Νοεμβρίου, η σχολική επιθεώρηση είχε μια συνάντηση με τον μπαμπά και τη μαμά και με τους γονείς ενός άλλου αγοριού που ήταν Μάρτυρας. Ο επιθεωρητής, καθηγητής Τσαρλς Ραούνταμπους, επέμεινε ότι η στάση μας ισοδυναμούσε με ανυπακοή· σύντομα, συμφώνησαν μαζί του και τα υπόλοιπα μέλη της επιθεώρησης. Μας απέβαλαν από το σχολείο.
Αρχίζει η Σχολική Εκπαίδευση στο Σπίτι
Μας επέτρεψαν να κρατήσουμε τα σχολικά μας βιβλία· έτσι, εγκαταστήσαμε ένα σχολείο στη σοφίτα του σπιτιού μας, το οποίο διηύθυνε ένα κορίτσι που βοηθούσε τη μαμά στις δουλειές του σπιτιού. Αλλά σύντομα έφτασε ένα γράμμα που έλεγε ότι, αν δεν είχαμε κάποιον επαγγελματία δάσκαλο, θα μας έστελναν σε αναμορφωτήριο.
Ο Πολ και η Βίρνα Τζόουνς, οι οποίοι είχαν ένα αγρόκτημα 50 χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μας, μας τηλεφώνησαν σε λίγες ημέρες. «Διαβάσαμε ότι απέβαλαν τα παιδιά σας από το σχολείο», είπε ο Πολ στον μπαμπά. Αυτοί είχαν γκρεμίσει έναν τοίχο που χώριζε το καθιστικό από την τραπεζαρία για να φτιάξουν μια σχολική αίθουσα. Μας προσκάλεσαν να πάμε. Μια νεαρή δασκάλα από το Αλεντάουν, η οποία ενδιαφερόταν για την αλήθεια, δέχτηκε πρόθυμα αυτή τη δουλειά, παρ’ όλο που αυτό σήμαινε ότι θα έπαιρνε πολύ λιγότερα χρήματα από αυτά που πρόσφεραν τα δημόσια σχολεία. Παρόμοια σχολεία Μαρτύρων άρχισαν να ξεφυτρώνουν σε όλη τη χώρα.
Το ζεύγος Τζόουνς είχε τέσσερα δικά του παιδιά· ωστόσο, πήραν στο σπίτι τους τουλάχιστον άλλα δέκα. Κοιμόμασταν τρία παιδιά μαζί σε ένα κρεβάτι και αλλάζαμε πλευρό αυτομάτως όλα μαζί! Μια άλλη οικογένεια Μαρτύρων που έμενε εκεί κοντά πήρε στο σπίτι της περίπου άλλα τόσα παιδιά, και σύντομα έρχονταν στο σχολείο περισσότερα από 40 παιδιά. Κάναμε πολλά αστεία και γελούσαμε πολύ, αλλά είχαμε και δουλειές. Σηκωνόμασταν στις 6 το πρωί. Τα αγόρια βοηθούσαν στις εξωτερικές δουλειές και τα κορίτσια είχαν καθήκοντα στην κουζίνα. Οι γονείς μας έρχονταν την Παρασκευή μετά το σχολείο για να μας πάρουν στο σπίτι για το σαββατοκύριακο. Μια ημέρα ήρθαν τα παιδιά της οικογένειας Γουαλάιτις μαζί με τη φίλη μου την Έλινορ.
Τα σχολικά προβλήματα συνέχισαν να παρουσιάζονται. Ο αγαπητός αδελφός Τζόουνς πέθανε, και έτσι ο μπαμπάς έκανε το φορτηγάκι μας σχολικό λεωφορείο για να μας μεταφέρει στο σχολείο που απείχε 50 χιλιόμετρα. Έπειτα, μερικοί από εμάς φτάσαμε στην ηλικία που έπρεπε να πάμε στο γυμνάσιο και χρειαζόμασταν έναν επαγγελματία δάσκαλο για παιδιά αυτής της ηλικίας. Για κάθε εμπόδιο, φαινόταν ότι ο Ιεχωβά προμήθευε κάποια λύση.
Στο Δικαστήριο
Στο διάστημα που μεσολάβησε, η Εταιρία ήθελε να φέρει στα δικαστήρια την κακομεταχείριση που αντιμετωπίσαμε σε σχέση με το ζήτημα του χαιρετισμού της σημαίας. Εμείς, τα εκατοντάδες παιδιά που είχαμε κρατήσει τη στάση μας, είχαμε γίνει τώρα χιλιάδες. Η Εταιρία διάλεγε τη μια οικογένεια μετά την άλλη, αλλά τα πολιτειακά δικαστήρια αρνούνταν να δεχτούν την υπόθεσή τους για εκδίκαση. Κλήθηκε και η δική μας οικογένεια, και ο δικηγόρος της Εταιρίας μαζί με το δικηγόρο της Αμερικανικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Πολίτη υπέβαλαν αγωγή στο Ομοσπονδιακό Περιφερειακό Δικαστήριο της Φιλαδέλφειας, το Μάιο του 1937. Ορίστηκε ημερομηνία δίκης για το Φεβρουάριο του 1938.
Ο Μπιλ και εγώ θα έπρεπε να καταθέσουμε στο δικαστήριο. Ακόμα θυμάμαι τον κρύο ιδρώτα που με έλουζε καθώς το περίμενα αυτό! Ο δικηγόρος της Εταιρίας μάς προετοίμαζε συνέχεια με πιθανές ερωτήσεις. Στο δικαστήριο, κατέθεσε πρώτα ο Μπιλ. Τον ρώτησαν γιατί δεν χαιρετούσε τη σημαία, και αυτός απάντησε παραθέτοντας τα λόγια των εδαφίων Έξοδος 20:4-6. Μετά ήρθε η δική μου σειρά. Η ερώτηση ήταν η ίδια. Όταν απάντησα, «1 Ιωάννου 5:21», ο δικηγόρος του αντιδίκου φώναξε θυμωμένα: «Ένσταση!» Πίστευε ότι ένα εδάφιο ήταν αρκετό! Έπειτα κατέθεσε ο καθηγητής Ραούνταμπους, ισχυριζόμενος ότι μας έχουν κάνει κατήχηση και ότι διαδίδουμε και σε άλλους την «περιφρόνηση για . . . τη σημαία και τη χώρα». Αλλά ο δικαστής Άλμπερτ Μάιρις έβγαλε ευνοϊκή απόφαση για εμάς.
‘Μη τυχόν προσπαθήσετε να γυρίσετε στο σχολείο!’ ήταν το μήνυμα που πήραμε από το σχολικό συμβούλιο. ‘Θα κάνουμε έφεση’. Ξανά, λοιπόν, στη Φιλαδέλφεια, αυτή τη φορά στο Εφετείο των Η.Π.Α. Το Νοέμβριο του 1939, το τριμελές δικαστήριο έβγαλε ευνοϊκή απόφαση. Το σχολικό συμβούλιο εξαγριώθηκε. Η υπόθεση έφτασε στο Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α.!
Το Ανώτατο Δικαστήριο
Κατενθουσιαστήκαμε όταν μάθαμε ότι ο ίδιος ο αδελφός Ρόδερφορντ θα υπεράσπιζε την υπόθεσή μας! Μια ομάδα από εμάς συναντήθηκε μαζί του στο Σταθμό Γιούνιον στην Ουάσινγκτον, D.C., το βράδυ πριν από τη δίκη. Τι υπέροχη στιγμή! Ήταν Απρίλιος του 1940 και έκανε ακόμη λίγη ψύχρα. Την επόμενη ημέρα η αίθουσα του δικαστηρίου ήταν ασφυκτικά γεμάτη από Μάρτυρες του Ιεχωβά. Τελικά, ήρθε η σειρά μας και ο αδελφός Ρόδερφορντ σηκώθηκε να μιλήσει. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πώς σύγκρινε εμάς τα παιδιά των Μαρτύρων με τον πιστό προφήτη Δανιήλ, τους τρεις Εβραίους συντρόφους του Δανιήλ και με άλλους Βιβλικούς χαρακτήρες. Η ομιλία του ήταν συναρπαστική και το ακροατήριο τον άκουγε με αμέριστη προσοχή.
Δεν μας πέρασε καν από το μυαλό ότι η απόφαση του δικαστηρίου θα μπορούσε να είναι δυσμενής. Στο κάτω-κάτω, είχαμε κερδίσει τις δυο προηγούμενες δίκες. Αλλά το πρωί της 3ης Ιουνίου 1940, έκανα με τη μαμά δουλειές στην κουζίνα, με το ραδιόφωνο να παίζει για συντροφιά. Ξαφνικά, άρχισε να μεταδίδεται ένα δελτίο ειδήσεων. Οι δικαστές είχαν αποφασίσει εναντίον μας—και μάλιστα όχι με μικρή διαφορά, αλλά με 8 ψήφους κατά και 1 υπέρ! Η μαμά και εγώ μαρμαρώσαμε, μη μπορώντας να πιστέψουμε τι είχαμε ακούσει. Ύστερα, τρέξαμε στο ισόγειο για να το πούμε στον μπαμπά και στον Μπιλ.
Αυτή η απόφαση έκανε να ξεσπάσει ένα σχεδόν αφάνταστο κύμα τρόμου. Σε όλη τη χώρα, μπορούσε κανείς να διώκει ανεμπόδιστα τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Οι άνθρωποι πίστευαν ότι με τις επιθέσεις που έκαναν εναντίον μας εκτελούσαν το καθήκον τους προς την πατρίδα. Μέσα σε λίγες ημέρες, πυρπολήθηκε η Αίθουσα Βασιλείας στο Κένεμπουνκ του Μέιν. Στο Ιλινόις, ένας όχλος επιτέθηκε σε 60 Μάρτυρες την ώρα που κήρυτταν, αναποδογύρισε τα αυτοκίνητά τους και κατέστρεψε τα έντυπά τους. Στην περιοχή Σεναντόα της Πενσυλβανίας, τα ανθρακωρυχεία, οι βιοτεχνίες ενδυμάτων και τα σχολεία, άρχισαν να κάνουν όλα, το ένα κατόπιν του άλλου, τελετές χαιρετισμού της σημαίας. Με αυτόν τον τρόπο, τα παιδιά των Μαρτύρων αποβλήθηκαν από τα σχολεία και οι γονείς τους έχασαν τις δουλειές τους μέσα σε μια ημέρα.
Αντιμετώπιση του Διωγμού
Τότε ήταν που η οικογένειά μου δέχτηκε την απειλή των οχλοκρατικών ενεργειών που ανέφερα στην αρχή. Λίγο έπειτα από αυτή την αποτυχημένη απόπειρα, μια εκκλησία του Χριστιανικού κόσμου στο Μάινερσβιλ ανακοίνωσε ότι θα μποϊκοτάριζε το μαγαζί μας. Η δουλειά λιγόστεψε δραστικά. Ήταν το μόνο μέσο που είχαμε για να συντηρηθούμε και τώρα πια υπήρχαν έξι παιδιά στην οικογένεια. Ο μπαμπάς ήταν αναγκασμένος να δανείζεται για να τα καταφέρουμε. Αλλά με τον καιρό το μποϊκοτάζ ξεχάστηκε· ο κόσμος άρχισε να ξανάρχεται. Μερικοί μάλιστα δυσανασχετούσαν λέγοντας ότι «πήγαινε πολύ» να τους λέει ο ιερέας από ποιο μπακάλικο να ψωνίζουν. Παρ’ όλα αυτά, πολλές οικογένειες Μαρτύρων έχασαν τις δουλειές και τα σπίτια τους εκείνα τα χρόνια.
Ένα βράδυ, οδηγούσα το αυτοκίνητο καθώς γυρίζαμε σπίτι από μερικές Γραφικές μελέτες. Μόλις που πρόλαβαν να μπουν μέσα η μαμά και ο μπαμπάς, εμφανίστηκε μια συμμορία νεαρών οι οποίοι κρύβονταν εκεί γύρω και περικύκλωσαν το αυτοκίνητο. Άρχισαν να βγάζουν τον αέρα από τα λάστιχα. Ξαφνικά, είδα ότι μπροστά μας υπήρχε ένα κενό. Πάτησα γκάζι, και εξαφανιστήκαμε! «Λίλιαν, μην το ξανακάνεις αυτό», με συμβούλεψε ο μπαμπάς. «Θα μπορούσες να είχες χτυπήσει κανέναν». Ωστόσο, τα καταφέραμε να φτάσουμε στο σπίτι σώοι και αβλαβείς.
Μέσα σε όλη αυτή τη φανατική βία, ο τύπος ήταν εξαιρετικά ευμενής απέναντί μας. Τουλάχιστον 171 μεγάλες εφημερίδες επέκριναν την απόφαση του 1940 για το χαιρετισμό της σημαίας. Μόνο λίγες την επιδοκίμασαν. Η Έλινορ Ρούζβελτ, η σύζυγος του προέδρου, γράφοντας στη στήλη «Η Ημέρα Μου» σε κάποια εφημερίδα, υπεράσπισε την υπόθεσή μας. Δεν φαινόταν όμως στον ορίζοντα καμιά βελτίωση.
Επιτέλους, Τα Πράγματα Αλλάζουν
Το 1942, όμως, ορισμένοι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου, πίστευαν ότι είχαν βγάλει λάθος απόφαση για την υπόθεσή μας. Έτσι, η Εταιρία προώθησε την υπόθεση Μπαρνέτ, Σταλ και Μακ Κλιούρ, μιας ομάδας παιδιών τα οποία ήταν Μάρτυρες και είχαν αποβληθεί από το σχολείο στη Δυτική Βιρτζίνια. Το Περιφερειακό Δικαστήριο των Η.Π.Α. στη Δυτική Βιρτζίνια αποφάσισε ομόφωνα υπέρ των Μαρτύρων του Ιεχωβά! Τώρα, κατόπιν έφεσης από τη Σχολική Επιθεώρηση της Πολιτείας, η υπόθεση πήγε στο Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. Η οικογένειά μας βρισκόταν εκεί, στην Ουάσινγκτον, D.C., όταν ο δικηγόρος της Εταιρίας, Χάιντεν Κ. Κάβινγκτον, αγόρευσε δυναμικά μπροστά στο Ανώτατο Δικαστήριο. Την Ημέρα της Σημαίας, στις 14 Ιουνίου 1943, βγήκε η απόφαση. Με έξι ψήφους υπέρ και τρεις κατά οι δικαστές είχαν αποφασίσει υπέρ των Μαρτύρων του Ιεχωβά!
Σε όλη τη χώρα, η κατάσταση άρχισε να ηρεμεί μετά από αυτή την απόφαση. Βέβαια, υπήρχαν μερικοί φανατικοί που εξακολουθούσαν να βρίσκουν τρόπους για να κάνουν δύσκολη τη ζωή στις μικρότερες αδελφές μας όταν αυτές επέστρεψαν στο σχολείο, αλλά ο Μπιλ και εγώ είχαμε πια περάσει τη σχολική ηλικία. Είχαν περάσει οχτώ χρόνια από τότε που κρατήσαμε τη στάση μας.
Μια Σταδιοδρομία στην Υπηρεσία του Ιεχωβά
Αλλά αυτά τα γεγονότα ήταν μόνο η αρχή της σταδιοδρομίας μας στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Ο Μπιλ έγινε σκαπανέας στα 16 του. Η Έλινορ Γουαλάιτις (τώρα Μίλερ) έγινε συνεργάτριά μου στο σκαπανικό και υπηρετήσαμε στο Μπρονξ, στην Πόλη της Νέας Υόρκης. Ύστερα από ένα χρόνο, κατενθουσιάστηκα όταν άρχισα να υπηρετώ στο Μπέθελ του Μπρούκλιν, στα παγκόσμια κεντρικά γραφεία της Εταιρίας Σκοπιά. Και εκεί, επίσης, έκανα φιλίες που έχουν κρατήσει μια ολόκληρη ζωή.
Το καλοκαίρι του 1951, ήμουν στις συνελεύσεις της Ευρώπης όταν συνάντησα τον Έρβιν Κλόζε. Σε μια συντροφιά στη Γερμανία, αυτός και μερικοί άλλοι Γερμανοί αδελφοί έψαλλαν πολύ όμορφα για να μας διασκεδάσουν. Του είπα με ενθουσιασμό ότι είχε ωραία φωνή. Αυτός μου έγνεψε ευγενικά, και εγώ συνέχισα να μιλάω. Δεν κατάλαβε ούτε λέξη από όσα είπα! Μερικούς μήνες αργότερα, είδα τον Έρβιν στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, στο Μπέθελ, εφόσον αυτός είχε γραφτεί στη Βιβλική Σχολή Γαλαάδ της Σκοπιάς για να εκπαιδευτεί στο ιεραποστολικό έργο. Του ξαναμίλησα επί αρκετή ώρα, καλωσορίζοντάς τον στο Μπρούκλιν, και εκείνος πάλι μου χαμογέλασε ευγενικά. Ακόμη δυσκολευόταν λιγάκι να με καταλάβει! Τελικά, όμως, αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον. Προτού περάσει πολύς καιρός αρραβωνιαστήκαμε.
Έγινα ιεραπόστολος και συνόδεψα τον Έρβιν στο έργο του στην Αυστρία. Αλλά η υγεία του Έρβιν χειροτέρεψε εξαιτίας της βάρβαρης μεταχείρισης που είχε υποστεί στα χέρια των ναζί επειδή ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά. Όταν εγώ είχα αποβληθεί από το σχολείο, εκείνος βρισκόταν σε φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης.b Γυρίσαμε στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη του 1954.
Από τότε είχαμε τη χαρά να υπηρετήσουμε εκεί που υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη και να αναθρέψουμε δύο θαυμάσια παιδιά στις οδούς του Ιεχωβά. Καθώς τα παιδιά μας πήγαιναν σχολείο, έβλεπα ότι η κατάσταση δεν είχε αλλάξει εντελώς. Τόσο η Τζούντιθ όσο και ο Στίβεν δέχτηκαν επιθέσεις για το πιστεύω τους, και εγώ με τον Έρβιν νιώθαμε τις καρδιές μας να πλημμυρίζουν από χαρά και καμάρι επειδή είχαν και αυτά το θάρρος να κρατήσουν τη στάση τους για αυτό που είναι σωστό. Και πάντοτε διαπίστωνα ότι μέχρι να τελειώσει η σχολική χρονιά οι δάσκαλοί τους είχαν αντιληφτεί πως οι Μάρτυρες δεν είναι κάποια ομάδα φανατικών, και δημιουργούσαμε πολύ εγκάρδιες σχέσεις.
Αναπολώντας τα χρόνια που πέρασαν, μπορώ τώρα να διακρίνω σίγουρα ότι ο Ιεχωβά έχει ευλογήσει την οικογένειά μας. Προς το παρόν, η οικογένειά μας απαρτίζεται από 52, συνολικά, άτομα τα οποία υπηρετούν τον Ιεχωβά. Οχτώ έχουν λάβει την ουράνια αμοιβή τους ή περιμένουν την επίγεια ανάσταση, περιλαμβανομένων των αγαπημένων μου γονέων, οι οποίοι μας άφησαν αυτή την υπέροχη κληρονομιά τού να βάζουμε τον Ιεχωβά πρώτο στη ζωή μας. Τα τελευταία χρόνια, έχουμε σκεφτεί πολύ αυτό το παράδειγμα. Έπειτα από μια τόσο δραστήρια και παραγωγική ζωή, ο Έρβιν παλεύει με μια νευρομυϊκή διαταραχή που τον περιορίζει σε μεγάλο βαθμό.
Παρ’ όλες αυτές τις δοκιμασίες, αποβλέπουμε στο μέλλον με πραγματική χαρά και εμπιστοσύνη. Ούτε μια φορά δεν έχουμε μετανιώσει και οι δυο μας για την απόφαση που πήραμε να λατρεύουμε αποκλειστικά και μόνο τον Ιεχωβά Θεό.—Όπως το αφηγήθηκε η Λίλιαν Γκομπάιτας Κλόζε.
[Υποσημειώσεις]
a Κατά κανόνα, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι πρόθυμοι να δείχνουν σεβασμό για τους όρκους και τον εθνικό ύμνο των χωρών τους με τρόπους που δεν υποδηλώνουν συμμετοχή σε πράξεις θρησκευτικής λατρείας.
[Πλαίσιο στη σελίδα 17]
Γιατί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά Δεν Χαιρετούν τη Σημαία;
ΥΠΑΡΧΕΙ κάποια αρχή σχετικά με τη λατρεία, την οποία οι Μάρτυρες του Ιεχωβά τονίζουν περισσότερο από ό,τι άλλες θρησκευτικές ομάδες: η αποκλειστικότητα. Ο Ιησούς ανέφερε αυτή την αρχή στο εδάφιο Λουκάς 4:8: ‘Θέλεις προσκυνήσει Ιεχωβά τον Θεόν σου και αυτόν μόνον θέλεις λατρεύσει’. Επομένως, οι Μάρτυρες αποφασίζουν να μην απευθύνουν λατρεία σε κανέναν άλλον ή σε τίποτα άλλο στο σύμπαν εκτός από τον Ιεχωβά. Η συμμετοχή στο χαιρετισμό της σημαίας οποιουδήποτε έθνους αποτελεί για αυτούς μια πράξη λατρείας που παρεμβαίνει και παραβιάζει την αποκλειστική λατρεία που προσφέρουν προς τον Ιεχωβά.
Τόσο οι Ισραηλίτες όσο και οι πρώτοι Χριστιανοί είχαν προειδοποιηθεί επανειλημμένα να μη λατρεύουν κανένα ανθρωποποίητο αντικείμενο. Αυτή η πράξη καταδικαζόταν ως ειδωλολατρία. (Έξοδος 20:4-6· Ματθαίος 22:21· 1 Ιωάννου 5:21) Μπορεί πραγματικά η σημαία να θεωρηθεί είδωλο; Λίγοι θα ισχυρίζονταν σοβαρά ότι είναι ένα απλό πανί. Οι άνθρωποι στην πλειονότητά τους την αντιμετωπίζουν ως ιερό σύμβολο και κάτι παραπάνω. Ο Καθολικός ιστορικός Κάρλτον Χάις το έθεσε ως εξής: «Το κύριο σύμβολο πίστης στον εθνικισμό και το κεντρικό αντικείμενο της λατρείας του είναι η σημαία».
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά περιφρονούν τη σημαία ή εκείνους που τη χαιρετούν. Συνήθως, στέκονται με σεβασμό όρθιοι σε αυτές τις τελετές όταν δεν απαιτείται από αυτούς να συμμετάσχουν. Πιστεύουν ότι δείχνει κανείς αληθινό σεβασμό για τη σημαία υπακούοντας στους νόμους της χώρας που αυτή αντιπροσωπεύει.
Οι περισσότεροι άνθρωποι θα συμφωνήσουν ότι ο χαιρετισμός της σημαίας δεν εγγυάται σεβασμό για αυτήν. Το κατά πόσο αληθεύει αυτό φάνηκε από κάποιο περιστατικό που συνέβη στον Καναδά. Ένας δάσκαλος μαζί με το διευθυντή του σχολείου διέταξαν ένα μικρό κορίτσι που χαιρετούσε τη σημαία να τη φτύσει· αυτή υπάκουσε. Έπειτα διέταξαν ένα κορίτσι της τάξης, το οποίο ήταν Μάρτυρας, να κάνει το ίδιο, αλλά αυτή αρνήθηκε σταθερά. Για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, ο σεβασμός για τη σημαία είναι ζήτημα αρχής η οποία είναι βαθιά ριζωμένη μέσα τους. Τη λατρεία τους, όμως, την αποδίδουν μόνο στον Ιεχωβά.
[Εικόνα στη σελίδα 16]
Ο Έρβιν και η Λίλιαν στη Βιέννη της Αυστρίας, το 1954
[Εικόνα στη σελίδα 17]
Η Λίλιαν σήμερα
[Ευχαριστίες]
Dennis Marsico