Με Προστάτεψε η Πίστη στον Θεό
ΗΤΑΝ Μάιος του 1945, και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε μόλις τελειώσει στην Ευρώπη. Εγώ είχα φτάσει σπίτι μου, στο Χοϊνίτσε της Πολωνίας, μόλις πριν από δυο μέρες. Το ταξίδι είχε διαρκέσει σχεδόν δυο μήνες, εφόσον έπρεπε να πάω με τα πόδια και είχα κάνει αρκετές στάσεις κατά μήκος της διαδρομής για να επισκεφτώ μερικούς ανθρώπους. Τα περασμένα δυο χρόνια της ζωής μου τα είχα περάσει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Στούτχοφ, που βρισκόταν κοντά στο Ντάνζιγκ (το σημερινό Γκντανσκ).
Η μητέρα, οι δύο αδελφές μου και εγώ καθόμασταν στο καθιστικό επειδή είχαμε μια επίσκεψη. Τότε ακούστηκε ένα χτύπημα στην μπροστινή πόρτα, και η Ελέιν, η μεγαλύτερη αδελφή μου, έφυγε για να πάει να ανοίξει. Δεν δώσαμε και μεγάλη προσοχή μέχρι που την ακούσαμε να βγάζει μια κραυγή. Αμέσως πετάχτηκα από την καρέκλα και έτρεξα στην πόρτα. Εκεί βρίσκονταν ο Βίλχελμ Σάιντερ και ο Μάνφρεντ Λιτσνιέρσκι, δύο συγχριστιανοί οι οποίοι νόμιζα πως είχαν πεθάνει λίγο μετά την τελευταία φορά που τους είδα.
Αφού τους κοίταζα επίμονα και δύσπιστα για λίγη ώρα έχοντας μείνει με ανοιχτό το στόμα, ο αδελφός Σάιντερ ρώτησε αν σκόπευα να τους καλέσω μέσα. Περάσαμε την υπόλοιπη μέρα μέχρι αργά το βράδυ ανανεώνοντας τη γνωριμία μας και αναλογιζόμενοι το πώς ο Ιεχωβά Θεός μάς είχε προστατέψει στη διάρκεια της φυλάκισής μας. Προτού σας αφηγηθώ μερικές από αυτές τις εμπειρίες, επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω πώς βρέθηκα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Η Πίστη μου Δοκιμάζεται σε Μικρή Ηλικία
Οι γονείς μου έγιναν Σπουδαστές της Γραφής (όπως λέγονταν τότε οι Μάρτυρες του Ιεχωβά) περίπου τον καιρό που γεννήθηκα, το 1923. Τα χρόνια που προηγήθηκαν του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου δεν ήταν εύκολα για τους Μάρτυρες. Η Καθολική θρησκεία διδασκόταν στο σχολείο, και τους Μάρτυρες τους μεταχειρίζονταν με σκληρότητα. Τα άλλα παιδιά με κορόιδευαν συνέχεια, και ο δάσκαλος έπαιρνε πάντοτε το μέρος των παιδιών σε βάρος μου. Το έργο κηρύγματος ήταν επίσης δύσκολο. Κάποτε ενώ κηρύτταμε στη γειτονική κωμόπολη Κάμιεν, τουλάχιστον εκατό από τους κατοίκους της κωμόπολης περικύκλωσαν περίπου 20 από εμάς τους Μάρτυρες. Πολωνοί στρατιώτες έφτασαν ακριβώς πάνω στην ώρα για να μας προστατέψουν από τον όχλο.
Ο διωγμός εντάθηκε όταν η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία το Σεπτέμβριο του 1939. Τελικά, το 1943, με συνέλαβε η Γκεστάπο επειδή αρνιόμουν να υπηρετήσω στο Γερμανικό Στρατό. Ενώ ήμουν υπό κράτηση, μέλη της Γκεστάπο με ανέκριναν προσπαθώντας να με κάνουν να τους δώσω τα ονόματα άλλων Μαρτύρων της περιοχής. Όταν αρνήθηκα, ο πράκτορας της Γκεστάπο μου είπε ότι πιθανότατα θα πέθαινα σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Στην αρχή, με έστειλαν στη φυλακή του Χοϊνίτσε, όπου δύο δεσμοφύλακες με έδειραν με ένα ραβδί από ελαστικό, στην προσπάθειά τους να με αναγκάσουν να συμβιβάσω την αποφασιστικότητά μου να παραμείνω όσιος στον Ιεχωβά. Αυτός ο ξυλοδαρμός συνεχίστηκε επί 15 ή 20 λεπτά, και σε όλη τη διάρκειά του προσευχόμουν ένθερμα. Προς το τέλος του ξυλοδαρμού, ένας από τους δεσμοφύλακες παραπονέθηκε ότι αυτός θα εξαντλούνταν πριν από εμένα.
Όσο παράξενο και αν φαίνεται, μετά τα πρώτα λίγα χτυπήματα, πραγματικά δεν αισθανόμουν πια τον πόνο. Αντίθετα, ήταν σαν να μπορούσα μόνο να τα ακούω, σαν το χτύπημα ενός τύμπανου που ακούγεται στο βάθος μακριά. Ο Ιεχωβά σαφώς με προστάτεψε και απάντησε στις προσευχές μου. Τα νέα για τον ξυλοδαρμό σύντομα έκαναν το γύρο της φυλακής, και μερικοί άρχισαν να με αποκαλούν «άνθρωπο του Θεού». Λίγο ύστερα από αυτό με έστειλαν στο αρχηγείο της Γκεστάπο στο Ντάνζιγκ. Ένα μήνα αργότερα, με μετέφεραν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Στούτχοφ.
Η Ζωή στο Στούτχοφ
Όταν φτάσαμε εκεί μας είπαν να παραταχτούμε μπροστά από τα παραπήγματα. Ένας κάπο (κάποιος φυλακισμένος στον οποίο είχαν αναθέσει την επιτήρηση άλλων φυλακισμένων) έδειξε προς τις τρεις τεράστιες καπνοδόχους του κρεματόριου και μας είπε ότι σε τρεις μέρες θα ήμασταν στον ουρανό μαζί με τον Θεό μας. Ήξερα ότι ο αδελφός Μπρούσκι, από την εκκλησία μας στο Χοϊνίτσε, είχε σταλεί στο Στούτχοφ, έτσι προσπάθησα να τον βρω. Ωστόσο, ένας άλλος φυλακισμένος με πληροφόρησε ότι είχε πεθάνει περίπου ένα μήνα νωρίτερα. Ήμουν τόσο συντριμμένος ώστε στην κυριολεξία σωριάστηκα στο έδαφος. Πίστευα ότι αν ο αδελφός Μπρούσκι, ένας σωματικά και πνευματικά ισχυρός Χριστιανός, είχε πεθάνει, τότε σίγουρα θα πέθαινα και εγώ.
Άλλοι φυλακισμένοι με βοήθησαν να επιστρέψω στα παραπήγματα, και εκεί ήταν που συνάντησα για πρώτη φορά τον αδελφό Σάιντερ. Αργότερα έμαθα ότι πριν από τον πόλεμο ήταν ο επίσκοπος τμήματος της Πολωνίας. Είχε μια μεγάλη συζήτηση μαζί μου, εξηγώντας μου ότι αν έχανα την πίστη μου στον Ιεχωβά, τότε θα πέθαινα! Ένιωσα ότι ο Ιεχωβά τον είχε στείλει για να με ενισχύσει. Πραγματικά, πόσο αληθινή είναι η παροιμία που λέει: ‘Υπάρχει αδελφός που γεννιέται για καιρό θλίψης’!—Παροιμίαι 17:17, ΜΝΚ.
Η πίστη μου εκείνον τον καιρό είχε εξασθενήσει, και ο αδελφός Σάιντερ έφερε στην προσοχή μου το εδάφιο Εβραίους 12:1. Εκεί λέγεται στους Χριστιανούς να προσέχουν από την αμαρτία που τους μπλέκει εύκολα, δηλαδή, την έλλειψη πίστης. Με βοήθησε να θυμηθώ πιστά άτομα για τα οποία γίνεται μνεία στην προς Εβραίους επιστολή κεφάλαιο 11 και να αναλύσω την πίστη μου σε σύγκριση με τη δική τους. Από τότε και έπειτα έμεινα όσο πιο κοντά μπορούσα στον αδελφό Σάιντερ, και μολονότι ήταν 20 χρόνια μεγαλύτερός μου, γίναμε πολύ στενοί φίλοι.
Κάποτε ένας μεγαλόσωμος άντρας που φορούσε πράσινο τρίγωνο (πράγμα που σήμαινε ότι ήταν εγκληματίας) μου είπε να ανεβώ σε ένα τραπέζι και να κηρύξω στους κρατουμένους για τον Ιεχωβά. Καθώς άρχισα να το κάνω αυτό, άλλοι κρατούμενοι άρχισαν να με περιγελούν. Αλλά ο μεγαλόσωμος άντρας πήγε και τους έκανε να σωπάσουν—όλοι τον φοβούνταν. Όταν συγκεντρωνόμασταν για να φάμε το μεσημέρι και το βράδυ, στη διάρκεια της υπόλοιπης εβδομάδας, αυτός ο μεγαλόσωμος άντρας με έβαζε να ανεβαίνω στο τραπέζι για να κηρύττω.
Την επόμενη εβδομάδα μετέφεραν μερικούς από τους κρατουμένους, μαζί και εμένα, σε διαφορετικά παραπήγματα. Ένας άλλος κρατούμενος με πράσινο τρίγωνο με πλησίασε και με ρώτησε γιατί ο Θεός μου με είχε στείλει σε αυτή την «κόλαση». Του απάντησα ότι το έκανε αυτό για να κηρύξω στους κρατουμένους, και το γεγονός ότι βρισκόμουν εδώ συντελούσε στο να δοκιμαστεί η πίστη μου. Ενώ βρισκόμουν με αυτούς τους κρατουμένους, μου επέτρεπαν να στέκομαι μπροστά τους και να κηρύττω κάθε βράδυ επί δύο εβδομάδες.
Μια μέρα κάποιος κάπο είπε σε ένα συγκρατούμενό μου να με δείρει. Εκείνος αρνήθηκε, διακινδυνεύοντας να δείρουν εκείνον. Όταν τον ρώτησα γιατί δεν με έδειρε, εκείνος είπε ότι σχεδίαζε να αυτοκτονήσει αλλά είχε ακούσει μια ομιλία μου και αυτή τον είχε βοηθήσει να αλλάξει γνώμη. Εκείνος συμπέρανε ότι του είχα σώσει τη ζωή και ότι δεν μπορούσε να δείρει κάποιον που το είχε κάνει αυτό.
Η Πίστη μου Δοκιμάζεται στο Έπακρο
Το χειμώνα του 1944, οι Ρώσοι πλησίαζαν στο Στούτχοφ. Οι Γερμανοί αξιωματικοί του στρατοπέδου αποφάσισαν να μεταφέρουν τους κρατουμένους προτού φτάσουν οι Ρώσοι. Οι Γερμανοί άρχισαν να το κάνουν αυτό αναγκάζοντας περίπου 1.900 από εμάς τους κρατουμένους να βαδίσουμε προς το Στουπσκ. Όταν φτάσαμε στη μέση της διαδρομής, είχαν απομείνει μόνο γύρω στους 800 από εμάς. Στη διάρκεια της πορείας είχαμε ακούσει πολλούς πυροβολισμούς, έτσι όπως φαίνεται οι υπόλοιποι είτε είχαν δολοφονηθεί είτε είχαν αποδράσει.
Στην αρχή του ταξιδιού, είχαν δώσει στον καθένα μας περίπου μισό κιλό ψωμί και 200 γραμμάρια μαργαρίνη. Πολλοί έφαγαν αμέσως όλα όσα τους είχαν δώσει. Ωστόσο, εγώ χώρισα τα δικά μου σε μερίδες όσο καλύτερα μπορούσα, γνωρίζοντας ότι το ταξίδι θα μπορούσε να διαρκέσει περίπου δύο εβδομάδες. Υπήρχαν μόνο γύρω στους δέκα Μάρτυρες ανάμεσα στους κρατουμένους, και ο αδελφός Σάιντερ και εγώ μείναμε μαζί.
Τη δεύτερη μέρα τους ταξιδιού μας, ο αδελφός Σάιντερ αρρώστησε. Από εκεί και έπειτα, εγώ στην πραγματικότητα έπρεπε να τον μεταφέρω, εφόσον αν σταματούσαμε θα μας πυροβολούσαν. Ο αδελφός Σάιντερ μου είπε ότι ο Ιεχωβά είχε απαντήσει στις προσευχές του έχοντάς με εκεί για να τον βοηθάω. Την πέμπτη μέρα, ήμουν τόσο κουρασμένος και πεινασμένος ώστε ένιωθα ότι δεν μπορούσα να κάνω βήμα, πόσο μάλλον να μεταφέρω τον αδελφό Σάιντερ. Εκείνος επίσης γινόταν όλο και πιο αδύναμος εξαιτίας της έλλειψης τροφής.
Νωρίς το απόγευμα, ο αδελφός Σάιντερ μου είπε ότι έπρεπε να ουρήσει, έτσι τον μετέφερα σε κάποιο δέντρο. Κοίταζα προσεκτικά γύρω μου για να βεβαιωθώ ότι δεν μας είχαν αντιληφτεί οι Γερμανοί φρουροί. Έπειτα από ένα λεπτό περίπου, ο αδελφός Σάιντερ επέστρεψε με ένα καρβέλι ψωμί στα χέρια του. «Πού το βρήκες αυτό;» τον ρώτησα. «Μήπως κρεμόταν από το δέντρο ή κάτι τέτοιο;»
Μου είπε ότι ενώ είχα γυρισμένη την πλάτη μου, τον πλησίασε ένας άντρας και του έδωσε το καρβέλι. Αυτό μου φάνηκε παράξενο, εφόσον εγώ δεν είδα κανέναν. Εκείνη τη στιγμή ήμασταν τόσο πεινασμένοι που δεν καθήσαμε να διερωτηθούμε πώς έφτασε μέχρι εμάς. Αλλά πρέπει να πω ότι έπειτα από αυτό, απέκτησε πολύ μεγαλύτερη σημασία για εμένα το γεγονός ότι ο Ιησούς μάς δίδαξε να προσευχόμαστε για το ψωμί που χρειαζόμαστε κάθε μέρα. (Ματθαίος 6:11) Δεν θα είχαμε ζήσει άλλη μια μέρα χωρίς εκείνο το ψωμί. Επίσης σκέφτηκα τα λόγια του ψαλμωδού: «Δεν είδον δίκαιον εγκαταλελειμμένον ουδέ το σπέρμα αυτού ζητούν άρτον».—Ψαλμός 37:25.
Έπειτα από μια εβδομάδα περίπου, όταν είχαμε διασχίσει σχεδόν το μισό δρόμο για το Στουπσκ, σταματήσαμε σε μια κατασκήνωση της Νεολαίας του Χίτλερ. Εκεί επρόκειτο να συναντηθούμε με κρατουμένους από άλλα στρατόπεδα. Ο αδελφός Λιτσνιέρσκι προσβλήθηκε από τυφοειδή πυρετό και τον έβαλαν σε ένα ειδικό παράπηγμα με άλλους άρρωστους κρατουμένους. Κάθε βράδυ, έβγαινα κρυφά από το παράπηγμα στο οποίο βρισκόμουν και πήγαινα στον αδελφό Λιτσνιέρσκι. Αν με αντιλαμβάνονταν, θα με πυροβολούσαν, αλλά εκείνο που είχε σημασία για εμένα ήταν να κάνω ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να ρίξω τον πυρετό του. Έβρεχα ένα κουρέλι, καθόμουν δίπλα του και του σκούπιζα το μέτωπο. Στη συνέχεια έβγαινα κρυφά και τρύπωνα ξανά στο δικό μου παράπηγμα. Ο αδελφός Σάιντερ επίσης προσβλήθηκε από τυφοειδή πυρετό και τον έβαλαν στο παράπηγμα μαζί με τον αδελφό Λιτσνιέρσκι.
Μας είπαν ότι οι Γερμανοί σχεδίαζαν να μας πάνε στη Βαλτική Θάλασσα, να μας φορτώσουν σε ένα πλοίο και να μας μεταφέρουν στη Δανία. Ωστόσο, οι Ρώσοι συνέχιζαν να πλησιάζουν. Καθώς ο φόβος των Γερμανών μεγάλωνε και αυτοί άρχισαν να το βάζουν στα πόδια, οι κρατούμενοι άρπαξαν την ευκαιρία να δραπετεύσουν. Οι Γερμανοί με διέταξαν να φύγω, αλλά εφόσον ο αδελφός Σάιντερ και ο αδελφός Λιτσνιέρσκι ήταν πολύ άρρωστοι για να ταξιδέψουν και εγώ δεν μπορούσα να τους μεταφέρω, δεν ήξερα τι να κάνω. Έτσι έφυγα, προσευχόμενος να αναλάβει ο Ιεχωβά τη φροντίδα αυτών των αγαπητών συντρόφων.
Μια ώρα μετά την αναχώρησή μου, οι Ρώσοι μπήκαν στην κατασκήνωση. Ένας στρατιώτης βρήκε τον αδελφό Σάιντερ και τον αδελφό Λιτσνιέρσκι και διέταξε μια Γερμανίδα που ζούσε σε ένα γειτονικό αγρόκτημα να τους ταΐζει κοτόσουπα κάθε μέρα μέχρι να αναρρώσουν. Η γυναίκα είπε στο στρατιώτη ότι οι Γερμανοί είχαν πάρει όλα της τα κοτόπουλα. Κατόπιν εκείνος της είπε ότι αν δεν τάιζε εκείνους τους άντρες θα τη σκότωνε. Είναι περιττό να πούμε ότι βρήκε αμέσως μερικά κοτόπουλα, και οι αγαπητοί μου αδελφοί άρχισαν να αναρρώνουν!
Συνεχής Εκλέπτυνση της Πίστης
Καθώς βρισκόμασταν στο καθιστικό της μητέρας μου, μιλήσαμε για αυτές και για άλλες εμπειρίες μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Οι αδελφοί έμειναν δύο μέρες και κατόπιν συνέχισαν το δρόμο για τα σπίτια τους. Ο Ιεχωβά χρησιμοποίησε τον αδελφό Σάιντερ με δυναμικό τρόπο για να οργανώσει ξανά το έργο κηρύγματος στην Πολωνία, αναλαμβάνοντας πολλές από τις προηγούμενες ευθύνες του. Εντούτοις, εξαιτίας της ανάληψης της εξουσίας από τους κομμουνιστές, το έργο κηρύγματος έγινε πολύ δύσκολο.
Επανειλημμένα συλλαμβάνονταν Μάρτυρες επειδή κήρυτταν για τη Βασιλεία του Θεού. Συχνά ήμουν ανάμεσα σε αυτούς που συλλαμβάνονταν και με ανέκριναν τα ίδια εκείνα άτομα που με είχαν ελευθερώσει από τους Ναζί. Ύστερα καταλάβαμε γιατί οι αρχές ήταν τόσο εξοικειωμένες με τις δραστηριότητές μας. Οι κομμουνιστές είχαν τοποθετήσει κατασκόπους μέσα στην οργάνωση για να μας παρακολουθούν. Η διείσδυση ήταν τόσο επιτυχημένη ώστε, μέσα σε μια νύχτα το 1950, συνελήφθησαν χιλιάδες Μάρτυρες.
Τελικά, η σύζυγός μου, η Χελένα, και η αυξανόμενη οικογένειά μας αποφασίσαμε να μεταναστεύσουμε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Φτάσαμε εκεί το 1966. Ενώ επισκεπτόμασταν το Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, μπόρεσα να δώσω στους υπευθύνους που βρίσκονταν στα κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά πληροφορίες που τους βοήθησαν να καθορίσουν ποιοι ήταν εκείνοι που είχαν τοποθετηθεί μέσα στην οργάνωση από τους κομμουνιστές.—Παράβαλε Πράξεις 20:29.
Τώρα είμαι 70 ετών και ζω στην πολιτεία του Κολοράντο, όπου υπηρετώ ως πρεσβύτερος σε μια τοπική εκκλησία. Εξαιτίας της κακής υγείας μου, δεν μπορώ πια να κάνω τα πράγματα όπως μπορούσα να τα κάνω κάποτε. Ωστόσο, απολαμβάνω ακόμα πάρα πολύ να μιλάω στους ανθρώπους για τη Βασιλεία του Ιεχωβά. Επίσης, όταν εργάζομαι στη διακονία με νεότερα άτομα, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία να τα βοηθήσω να καταλάβουν ότι, άσχετα με το ποια αντιξοότητα μπορεί να αντιμετωπίσουν, ο Ιεχωβά είναι πάντοτε έτοιμος να χρησιμοποιήσει τη δύναμή του για χάρη εκείνων που έχουν πλήρη πίστη σε αυτόν.
Καθώς ανασκοπώ τη ζωή μου, εκτιμώ το ότι ο Ιεχωβά ελευθέρωσε εμένα και τους φίλους μου από επικίνδυνες καταστάσεις. Αυτά τα γεγονότα έχουν κάνει την πίστη μου στην προστατευτική του φροντίδα αναμφίβολα ισχυρότερη. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία στη διάνοιά μου για το ότι αυτό το σύστημα πραγμάτων θα τελειώσει σύντομα στη «μεγάλη θλίψη» που πλησιάζει γοργά και ότι οι επιζώντες θα έχουν τη μεγαλειώδη προοπτική να αποκαταστήσουν αυτή τη γη σε παγγήινο παράδεισο.—Αποκάλυψη 7:14· 21:3, 4· Ιωάννης 3:16· 2 Πέτρου 3:13.
Αποβλέπω στον καιρό που θα έχω συμμετοχή σε αυτή τη μεγαλειώδη αποκατάσταση της γης σε παραδεισιακές συνθήκες, και το ίδιο μπορείτε να κάνετε και εσείς αν εκτελείτε το θέλημα του Ιεχωβά όσο καλύτερα μπορείτε σύμφωνα με τις ικανότητές σας και εμπιστεύεστε στην υπόσχεσή του να προστατέψει εκείνους που ασκούν πίστη σε αυτόν.—Όπως το αφηγήθηκε ο Φέλιξ Μπόρις.
[Εικόνα στη σελίδα 20]
Ένα χρόνο μετά την απελευθέρωσή μου από το στρατόπεδο συγκέντρωσης
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Με τη σύζυγό μου Χελένα