ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
της Σκοπιάς
Ελληνική
  • ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
  • yb04 σ. 66-133
  • Μολδαβία

Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.

Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.

  • Μολδαβία
  • Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 2004
  • Υπότιτλοι
  • Το Ταραχώδες Παρελθόν της Μολδαβίας
  • «Αμπέλι Κρασιού που Βράζει!»
  • Ο Ρώσσελ Επιθεωρεί τον Αγρό
  • Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος Απογοητεύει Πολλούς
  • Βοήθεια από Ρουμάνους Μάρτυρες
  • Η Εναντίωση του Κλήρου Κλιμακώνεται
  • Προσπάθειες για Νομιμοποίηση του Έργου Κηρύγματος
  • Η Φωνή της Λογικής Δεν Εισακούεται
  • Αγριότητα από Αξιωματούχους
  • Η Ευρώπη στα Δεινά του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου
  • Το Καμίνι του Φασισμού
  • Έγκλημα η Μη Συμμόρφωση με την Ορθοδοξία!
  • Θαρραλέες Αδελφές Κρατούν Ακεραιότητα
  • Η Σοβιετική Τακτική του Εκτοπισμού
  • Πίστη Άξια Μίμησης
  • «Θέλεις να Καταλήξεις σαν τον Βασίλε;»
  • Η Προπαγάνδα των Κομμουνιστών Αποβαίνει σε Βάρος Τους
  • Το Τέχνασμα του «Διαίρει και Βασίλευε»
  • Δεν Υπολόγισαν το Πνεύμα του Θεού
  • Προσδιορίζεται ο Αληθινός Αγωγός
  • Παρενόχληση από Πρώην Αδελφούς
  • Διώκτης Δείχνει Εκτίμηση
  • Η Εναντίωση Κοπάζει και η Αύξηση Συνεχίζεται
  • Η Αληθινή Λατρεία Ακμάζει
  • Εκπαίδευση Περιοδευόντων Επισκόπων
  • Άμεση Ανάγκη για Αίθουσες Βασιλείας
  • Οικοδόμηση Αιθουσών Βασιλείας στα Νότια
  • Επιτέλους Νομική Αναγνώριση!
  • Επέκταση στο Μπέθελ
  • Εκπαίδευση Εργατών για το Θερισμό
  • Περίοδος Ραγδαίας Αύξησης
  • Από Αντιδήμαρχος, Σκαπανέας
  • Βοήθεια από Σκαπανείς
  • Ελευθερία μετ’ Εμποδίων
Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 2004
yb04 σ. 66-133

Μολδαβία

Η Μολδαβία, η οποία βρίσκεται στα ανατολικά του μεγάλου τόξου των Καρπαθίων Ορέων, είναι μια εύφορη χώρα με πεδιάδες, βαθιές κοιλάδες, χαράδρες και δασοσκεπείς πλαγιές. Αυτή η ποικιλόμορφη περιοχή των 34.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων φιλοξενεί πολλά ζώα—αλεπούδες, λύκους, λαγούς, ασβούς, ελάφια, ερμίνες, δενδρόβιες μουστέλες και αγριόχοιρους.

Το εύφορο μαυρόχωμα του εδάφους και το συνήθως ήπιο κλίμα συντελούν στην πληθώρα φρούτων, σιτηρών, λαχανικών και άλλων γεωργικών προϊόντων. Στην περιοχή υπάρχουν 2.200 φυσικές πηγές και 3.000 ποταμοί και χείμαρροι που δημιουργούν ένα αποτελεσματικό δίκτυο άρδευσης και απορροής των υδάτων, καταλήγοντας νότια στη Μαύρη Θάλασσα. Ο κυριότερος ποταμός είναι ο ορμητικός Δνείστερος, ο οποίος είναι πλωτός στο μεγαλύτερο τμήμα της χώρας. Μεγάλο μέρος του διατρέχει το σύνορο της Μολδαβίας με την Ουκρανία, μια χώρα η οποία βρίσκεται βόρεια, ανατολικά και νότια της Μολδαβίας, ή ρέει παράλληλα με αυτό. Ο ποταμός Προύθος, παραπόταμος του Δούναβη, αποτελεί το φυσικό σύνορο με τη Ρουμανία στα δυτικά.

Το Ταραχώδες Παρελθόν της Μολδαβίας

Η περιοχή ανάμεσα στον Δνείστερο και στον Προύθο—που επί αιώνες ήταν γνωστή ως Βεσσαραβία και Μολδαβία—βρίσκεται πάνω σε μια από τις κύριες χερσαίες οδούς που οδηγούν στην Ευρώπη. Την πρώτη χιλιετία Π.Κ.Χ. η περιοχή αυτή ήταν μέρος της Σκυθίας. Αργότερα βρέθηκε στη σφαίρα επιρροής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η ταραχώδης ιστορία της περιλαμβάνει επίσης κύματα εισβολών από άλλους λαούς, όπως οι Γότθοι, οι Ούννοι και οι Άβαροι. Το 13ο και το 14ο αιώνα η Μολδαβία ήταν υποτελής στους Τατάρους και το 16ο αιώνα έγινε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1812, οι Τούρκοι εκχώρησαν τον έλεγχο της Βεσσαραβίας και της μισής Μολδαβίας στη Ρωσία, και τότε όλη η περιοχή ονομάστηκε Βεσσαραβία.

Το 1918, η Βεσσαραβία προσαρτήθηκε στη Μεγάλη Ρουμανία. Ωστόσο, ανακτήθηκε προσωρινά από τη Ρωσία το 1940 και πάλι το 1944. Υπό το καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης, η περιοχή αυτή ήταν γνωστή ως Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (ΣΣΔ) της Μολδαβίας. Τέλος, με την κατάρρευση του σοβιετικού κομμουνισμού, η ΣΣΔ της Μολδαβίας έκοψε τους δεσμούς με τη Μόσχα και έγινε η ανεξάρτητη Δημοκρατία της Μολδαβίας στις 27 Αυγούστου 1991.a Το Κισινάου, πρώην Κισινιόφ, είναι η πρωτεύουσα.

Τη δεκαετία του 1960 σημειώθηκε ραγδαία αύξηση στον πληθυσμό της Μολδαβίας, αλλά αυτή η αύξηση επιβραδύνθηκε και σταθεροποιήθηκε από το 1970 και μετά. Ο πληθυσμός σήμερα ανέρχεται στα 4,3 εκατομμύρια περίπου. Πολλοί Μολδαβοί απασχολούνται στην κυριότερη βιομηχανία της χώρας, την οινοποιία, η οποία αποδίδει το 3 τοις εκατό της παγκόσμιας παραγωγής κρασιού. Τα κρασιά της Μολδαβίας είναι ιδιαιτέρως δημοφιλή στη Ρωσία και στην Ανατολική Ευρώπη. (Βλέπε το πλαίσιο στη σελίδα 71.) Ωστόσο, ένα ακόμη μεγαλύτερο αμπέλι έχει πλουτίσει τη Μολδαβία, το οποίο παράγει τον καλύτερο από όλους τους καρπούς—γλυκό αίνο για τον Ιεχωβά.

«Αμπέλι Κρασιού που Βράζει!»

Μέσω του προφήτη Ησαΐα, ο Ιεχωβά χαρακτήρισε τον πνευματικό Ισραήλ «αμπέλι κρασιού που βράζει». Όπως προειπώθηκε, αυτό το συμβολικό αμπέλι έχει γεμίσει «με προϊόντα την επιφάνεια της παραγωγικής γης», προϊόντα θρεπτικής πνευματικής τροφής. (Ησ. 27:2-6) Ως εκ τούτου, εκατομμύρια «άλλα πρόβατα» έχουν ενωθεί με τους χρισμένους Χριστιανούς.—Ιωάν. 10:16.

Ο λαός του Ιεχωβά στη Μολδαβία έχει συμμετάσχει με ενθουσιασμό στην εκπλήρωση αυτής της θαυμάσιας προφητείας. Χάρη στη συνεχή ροή των πνευματικών προϊόντων που διανέμονται από την οργάνωση του Ιεχωβά, η αναλογία των ευαγγελιζομένων στη Μολδαβία είναι τώρα 1 στους 229 κατοίκους. Μάλιστα, σε κάποιο χωριό ο ένας στους τέσσερις είναι Μάρτυρας του Ιεχωβά!

Ωστόσο, όπως θα δούμε, αυτή η αύξηση δεν επιτελέστηκε χωρίς πύρινες δοκιμασίες. Επί σχεδόν 70 χρόνια η ρουμανική μοναρχία, οι φασίστες και οι κομμουνιστές είχαν θέσει εκτός νόμου, δίωκαν και φυλάκιζαν το λαό του Θεού. Παρ’ όλα αυτά, ο Ιεχωβά έχει επαληθεύσει και στη Μολδαβία, όπως και αλλού, τα προφητικά του λόγια αναφορικά με το πνευματικό «αμπέλι κρασιού που βράζει». Μέσω του Ησαΐα είχε πει: «Εγώ, ο Ιεχωβά, την προφυλάσσω. Κάθε στιγμή θα την ποτίζω. Για να μην στρέψει κανείς την προσοχή του εναντίον της, θα την προφυλάσσω νύχτα και ημέρα». (Ησ. 27:2, 3) Καθώς θα συλλογίζεστε την ιστορία του λαού του Ιεχωβά στη Μολδαβία, είθε το παράδειγμα θάρρους και πίστης που έθεσαν αυτοί να ενισχύσει την απόφαση που έχετε πάρει να παράγετε συνεχώς πολύτιμους καρπούς προς αίνο του Ιεχωβά, ανεξάρτητα από τα εμπόδια που μπορεί να φέρει στο δρόμο σας ο αντίδικος Σατανάς.

Ο Ρώσσελ Επιθεωρεί τον Αγρό

Τα κλαδιά που φέρουν καρπούς σε ένα κατά γράμμα κλήμα είναι μικροσκοπικά όταν φυτρώνουν. Η πνευματική αύξηση στη Μολδαβία είχε παρόμοιο ξεκίνημα. Ας δούμε πώς ο Ιεχωβά έκανε αυτόν τον ευαίσθητο βλαστό να γίνει το δυνατό, καρποφόρο κλήμα που βλέπουμε στη Μολδαβία σήμερα. (1 Κορ. 3:6) Η έρευνά μας μάς πάει πίσω στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο Σπουδαστής της Γραφής Κάρολος Τέηζ Ρώσσελ επισκέφτηκε τη χώρα στη διάρκεια ενός ταξιδιού που έκανε στην Ευρώπη.

Στο τεύχος του Σεπτεμβρίου 1891 του περιοδικού Η Σκοπιά της Σιών και Κήρυξ της του Χριστού Παρουσίας, ο Ρώσσελ έγραψε ότι είχε επισκεφτεί το σπίτι ενός Εβραίου δικηγόρου, ονόματι Γιόζεφ Ραμπίνοβιτς, ο οποίος ήταν Χριστιανός. «Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες εμπειρίες που είχαμε μέχρι τώρα», είπε ο Ρώσσελ, «ήταν η επίσκεψή μας στο σπίτι του αδελφού Γιόζεφ Ραμπίνοβιτς, στο Κισινιόφ της Ρωσίας [σημερινό Κισινάου, στη Μολδαβία]. Μας καλωσόρισε θερμά, όπως και όλη η οικογένειά του, η οποία είναι όλη πιστή στον Κύριο Ιησού. . . . Διαπιστώσαμε ότι είναι καλά εξοικειωμένος με τις διδασκαλίες της ΧΑΡΑΥΓΗΣ [τη σειρά βιβλίων Χαραυγή της Χιλιετηρίδος] και συμφωνεί ειλικρινά με αυτές». Κατά τη διάρκεια των Γραφικών συζητήσεών τους, οι δυο άντρες συμφωνούσαν σε πολλά Γραφικά ζητήματα, όπως υποδηλώνεται από το γεγονός ότι ο Ρώσσελ αποκάλεσε το Μολδαβό φίλο του «αδελφό Ραμπίνοβιτς».

Ο Ραμπίνοβιτς και η οικογένειά του βοηθούσαν δραστήρια τους Εβραίους—εκ των οποίων 50.000 και πλέον κατοικούσαν στο Κισινάου—να δεχτούν τον Χριστό και τη Μεσσιανική ελπίδα. Δίπλα στο σπίτι και στο γραφείο του βρισκόταν «ένας καινούριος και πολύ εύτακτος οίκος λατρείας, ο οποίος μπορεί να φιλοξενήσει περίπου εκατόν είκοσι πέντε άτομα», εξηγούσε ο Ρώσσελ. Ο Ραμπίνοβιτς είχε επίσης ένα καινούριο, χειροκίνητο πιεστήριο, το οποίο χρησιμοποιούσε για να τυπώνει φυλλάδια ειδικά προσαρμοσμένα στην εβραϊκή νοοτροπία. Κάπου έξι χρόνια αργότερα, το 1897, ο Ραμπίνοβιτς έγραψε στον Ρώσσελ: «Πολυαγαπημένε μου αδελφέ Ρώσσελ: Καθώς τελειώνει το έτος αισθάνομαι την ανάγκη να σε ευχαριστήσω για την πνευματική απόλαυση που μου προσφέρεις μέσω του σεβαστού περιοδικού σου Η ΣΚΟΠΙΑ ΤΗΣ ΣΙΩΝ, το οποίο λαβαίνω τακτικά. Είναι για εμένα σαν τα πλοία των εμπόρων—που φέρνουν πνευματική τροφή από μακριά». Παρά την αγάπη και το ζήλο αυτού του Εβραίου για τη Γραφική αλήθεια, απαιτήθηκαν 30 χρόνια ωσότου ριζώσει σταθερά ο σπόρος της Βασιλείας στη Μολδαβία και αρχίσει να παράγει καρπό.—Ματθ. 13:1-8, 18-23.

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος Απογοητεύει Πολλούς

Οι συγκλονιστικές πολιτικές αλλαγές που έλαβαν χώρα στην Ευρώπη στη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου δημιούργησαν γόνιμο έδαφος για το σπόρο της Βασιλείας στη Μολδαβία. Όταν τελείωσε ο Μεγάλος Πόλεμος—όπως τον αποκαλούσαν τότε—η Μολδαβία έκοψε τους δεσμούς της με τη Ρωσία, όπου οι κομμουνιστές είχαν πάρει την εξουσία, και ενώθηκε με τη Ρουμανία. Πολλοί Μολδαβοί στρατιώτες, έχοντας δει τη φρίκη του πολέμου, επέστρεψαν στην πατρίδα τους απογοητευμένοι. Οι περισσότεροι είχαν ανατραφεί ως ένθερμοι υποστηρικτές της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά άρχιζαν τώρα να αμφισβητούν τις διδασκαλίες της.

Ένα τέτοιο άτομο ήταν ο Ιόν Αντρόνικ, ο οποίος επέστρεψε το 1919 στη γενέτειρά του, το χωριό Κορζεούτσι. Το ενδιαφέρον του για την Αγία Γραφή είχε εγερθεί από τις συζητήσεις που είχε κάνει με Αντβεντιστές και Βαπτιστές ενόσω ήταν αιχμάλωτος πολέμου. Έφερε στην πατρίδα του μια Γραφή από το στρατόπεδο και συζητούσε το άγγελμά της με την οικογένειά του και τους γείτονες, εγείροντας και το δικό τους ενδιαφέρον.

Ο Ιλίε Γκρόζα ήταν ένας από αυτούς τους γείτονες. Αυτός είχε πάει στις Ηνωμένες Πολιτείες τα χρόνια του πολέμου και, όταν γύρισε, έφερε μαζί του μια «Καινή Διαθήκη», που την είχε αποκτήσει σε κάποιο ταξίδι του. Λόγω των στενών σχέσεων που είχαν ως γείτονες, οι οικογένειες Αντρόνικ και Γκρόζα άρχισαν να εξετάζουν μαζί το Λόγο του Θεού. Βρήκαν επίσης έντυπα που εκδίδονταν από τους Σπουδαστές της Γραφής, όπως ήταν τότε γνωστοί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά.

Η κόρη του Ιλίε Γκρόζα, η Γιοάνα, θυμάται τα εξής: «Πρέπει να ήμουν μόλις έξι ετών όταν η οικογένειά μου βρήκε για πρώτη φορά έντυπα των Σπουδαστών της Γραφής. Δεν είμαι σίγουρη για το πώς βρήκαμε τα έντυπα, αλλά θυμάμαι ότι οι γονείς μου και τα μεγαλύτερα αδέλφια μου εξέταζαν με ενθουσιασμό τις σαφείς εξηγήσεις των Γραφών που υπήρχαν σε αυτά».

Ο Ιόν Αντρόνικ επέλεξε αργότερα να μην αφιερώσει τη ζωή του στον Ιεχωβά. Αλλά δεν συνέβη το ίδιο με την υπόλοιπη οικογένειά του και με τα περισσότερα μέλη της οικογένειας Γκρόζα. «Αρχικά οι συναθροίσεις μας ήταν οικογενειακή υπόθεση», θυμάται η Γιοάνα. «Οι γονείς μου είχαν τέσσερις κόρες και η οικογένεια Αντρόνικ είχε αρκετούς γιους και κόρες. Έτσι δεν άργησε να αναπτυχθεί ένα ειδύλλιο, που κατέληξε στο γάμο του Βασίλε Αντρόνικ με την αδελφή μου τη Φεοντολίνα.

»Σύντομα, στον όμιλο μελέτης της Αγίας Γραφής που είχαμε σχηματίσει προστέθηκε ο Τούντορ και η Νταρία Γκρόζα, ένα αντρόγυνο μακρινών συγγενών μας. Ο Τούντορ ήταν ενθουσιώδης σπουδαστής της Αγίας Γραφής. Μάλιστα πήγε μέχρι το γραφείο τμήματος στην Κλουζ-Ναπόκα της Ρουμανίας για να πάρει έντυπα και να βρει απαντήσεις σε πολλά Γραφικά ερωτήματα που είχε. Τα επόμενα χρόνια αποδείχτηκε μεγάλο πνευματικό στήριγμα για τη μικρή μας εκκλησία.

»Η οικογένεια Γιάκουμποϊ, που έμενε και αυτή στην περιοχή μας, άρχισε να συμμετέχει στις Βιβλικές συζητήσεις που γίνονταν στο σπίτι μας. Ο Πέτρου Γιάκουμποϊ, η κεφαλή της οικογένειας, είχε παλαιότερα φιλοξενήσει κάποιον που διένεμε Άγιες Γραφές. Αυτός ο επισκέπτης είχε υποκινήσει το ενδιαφέρον του Πέτρου για τις Γραφές. Ο Πέτρου εξέτασε για ένα διάστημα τις διδασκαλίες των Βαπτιστών προτού αποφασίσει πως η αλήθεια δεν βρισκόταν εκεί. Τότε συνδέθηκε με τον επεκτεινόμενο όμιλό μας των Σπουδαστών της Γραφής.

»Υποκινούμενοι από όσα μαθαίναμε, όλα τα μέλη του ομίλου μας μεταδίδαμε με ζήλο τα καλά νέα της Βασιλείας σε όλους τους φίλους και τους συγγενείς μας, πολλοί από τους οποίους ζούσαν στο χωριό μας και σε γειτονικά χωριά».

Τονίζοντας πόσο γρήγορα διαδιδόταν το άγγελμα της Βασιλείας στη Μολδαβία, μια έκθεση που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 15 Δεκεμβρίου 1921 της Σκοπιάς (στην αγγλική) ανέφερε: «Από τη Βεσσαραβία [όπως ήταν τότε γνωστή η Μολδαβία] ένας αδελφός, ο οποίος μέχρι πρότινος ήταν κήρυκας των Αντβεντιστών, γράφει: “Περίπου 200 άτομα εδώ έχουν δεχτεί την αλήθεια, εκτός από εκείνους που ζουν σε πολλά άλλα γειτονικά μέρη”».

Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, στο χωριό Σιραούτσι, ένα αφοσιωμένο μέλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο Ιλαριόν Μπουγκιάν, γνώρισε την αλήθεια. Υπηρέτησε πιστά τον Ιεχωβά μέχρι το θάνατό του. Ένας Σπουδαστής της Γραφής ονόματι Μόισε Τσιομπάνου επέστρεψε από τη Γερμανία στην πόλη Μπέλτσι. Είχε γνωρίσει την αλήθεια ενόσω ήταν φυλακισμένος στη Γερμανία στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Σε λίγο καιρό σχηματίστηκε ένας όμιλος που αργότερα έγινε η πρώτη εκκλησία στο Μπέλτσι.

Βοήθεια από Ρουμάνους Μάρτυρες

Για να καλλιεργηθεί ο αγρός και να ενισχυθούν τα καινούρια άτομα που συνταυτίζονταν με το λαό του Θεού, το γραφείο τμήματος της Ρουμανίας έστειλε στη Μολδαβία αδελφούς με τα κατάλληλα προσόντα στη διάρκεια της δεκαετίας του 1920. Ανάμεσα σε αυτούς τους πρώτους ευαγγελιστές ήταν και ο Βασίλε Τσιούκας από την Τρανσυλβανία, ο οποίος μιλούσε και τη ρουμανική και την ουγγρική. Όταν ο Βασίλε επισκεπτόταν τη νεοσύστατη εκκλησία στο Κορζεούτσι, έμενε πάντα στο σπίτι του Ιλίε Γκρόζα και της οικογένειάς του. Η Γιοάνα έχει ευχάριστες αναμνήσεις από εκείνες τις επισκέψεις. «Πρέπει να ήμουν οχτώ χρονών τότε», λέει, «αλλά ακόμη θυμάμαι τις επισκέψεις του αδελφού Τσιούκας. Ήταν ένας ιδιαίτερα καλοσυνάτος αδελφός, και πάντοτε έλεγε τόσο ενδιαφέρουσες ιστορίες ώστε κανείς δεν ήθελε να πάει για ύπνο! Η αδελφή μου και εγώ μαλώναμε για το ποια θα καθήσει δίπλα του».

Οι Ρουμάνοι Μάρτυρες, μαζί με τους ενθουσιώδεις ντόπιους ευαγγελιζομένους, συνέχισαν να διαδίδουν τα καλά νέα στα γειτονικά χωριά. Στο χωριό Ταμπάνι, έντεκα χιλιόμετρα από το Κορζεούτσι, ο Καζιμίρ Τσισλίνσκι μετέδωσε σε άλλους τα καλά πράγματα που είχε μάθει από την Αγία Γραφή. Ο Καζιμίρ είχε ακούσει το άγγελμα της Βασιλείας ενώ υπηρετούσε στο στρατό στη Ρουμανία. Από τους πρώτους που ανταποκρίθηκαν στο κήρυγμα του Καζιμίρ στο Ταμπάνι ήταν ο Ντουμίτρου Γκορομπέτς, ένας ιδιαίτερα ενθουσιώδης μελετητής της Γραφής. Σήμερα, χάρη στο ζήλο του Ντουμίτρου και άλλων σαν και αυτόν, από τους 3.270 κατοίκους του Ταμπάνι οι 475 είναι Μάρτυρες.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, το άγγελμα της Βασιλείας έφτασε επίσης στο χωριό Καρακουσένι, κάπου τρία με τέσσερα χιλιόμετρα από το Κορζεούτσι. Ανάμεσα στους πρώτους που δέχτηκαν την αλήθεια στο Καρακουσένι ήταν ο Βλαντιμίρ Λούγκου, ο οποίος βαφτίστηκε το 1927. Ο Βλαντιμίρ υπέμεινε μεγάλο διωγμό για τις Χριστιανικές του πεποιθήσεις και πέθανε πιστός στον Ιεχωβά το 2002. Όσο ζούσε, είδε τόσο πολλούς συγχωριανούς του να δέχονται την αλήθεια ώστε τώρα στο Καρακουσένι, το οποίο έχει 4.200 κατοίκους, ο ένας στους τέσσερις είναι Μάρτυρας!

Ο Αλεξάντρου Μίκιτκοβ, ένας άλλος πιστός αδελφός, γνώρισε την αλήθεια το 1929 ενώ επισκεπτόταν τη ρουμανική πόλη Ιάσιο. Ο γιος του ο Ιβάν αναφέρει: «Όταν ο πατέρας μου επέστρεψε στο χωριό μας, το Τσάουλ, άρχισε αμέσως να κηρύττει τα καλά νέα, και πολύ σύντομα διεξάγονταν Χριστιανικές συναθροίσεις στο σπίτι μας».

Ο Ιβάν συνεχίζει: «Ο πατέρας μου επικοινωνούσε με το γραφείο τμήματος της Ρουμανίας, και κατά καιρούς μάς επισκέπτονταν ώριμοι αδελφοί από τη Ρουμανία. Δυστυχώς, το 1931, στη διάρκεια μιας από εκείνες τις επισκέψεις πέθανε το μωρό μας, η μικρή μου αδελφή. Επειδή η οικογένειά μας ήταν πολύ γνωστή, στην κηδεία παρευρέθηκαν πολλοί από τους κατοίκους του χωριού. Ο επισκέπτης μας από τη Ρουμανία, ο αδελφός Βενίκα, εκφώνησε την ομιλία της κηδείας. Έδωσε έξοχη μαρτυρία, διαψεύδοντας τη φήμη που είχε διαδώσει ο κλήρος ότι οι Σπουδαστές της Γραφής δεν κάνουν αξιοπρεπείς κηδείες. Μάλιστα η ομιλία του αδελφού Βενίκα, η οποία εξήγησε με σαφήνεια την ελπίδα της ανάστασης, έσπειρε τον καλό σπόρο στις καρδιές μερικών παρόντων. Λίγο καιρό αργότερα, θέλησαν και αυτοί επίσης να λάβουν σταθερή θέση υπέρ της Βιβλικής αλήθειας.

»Η πνευματική ενθάρρυνση που έδωσε ο αδελφός Βενίκα επηρέασε επίσης πάρα πολύ την οικογένειά μου. Για παράδειγμα, ο μεγαλύτερος αδελφός μου, ο Ντουμίτρου, αποφάσισε να γίνει βιβλιοπώλης ευαγγελιστής (ολοχρόνιος διάκονος). Πρόθυμος να βοηθήσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους, σύντομα έφυγε από το σπίτι για να κηρύξει σε ανέπαφες περιοχές της Μολδαβίας. Η οικογένεια στήριξε ολόκαρδα την απόφασή του. Αλλά πρέπει να παραδεχτώ ότι μου έλειπε υπερβολικά ο μεγάλος μου αδελφός. Πόσο χαιρόμασταν, όμως, όταν ερχόταν να μας επισκεφτεί έχοντας τόσο πολλές συναρπαστικές εμπειρίες από τον αγρό!»

Η Εναντίωση του Κλήρου Κλιμακώνεται

Από την αρχή οι Ορθόδοξοι κληρικοί εναντιώθηκαν στο κήρυγμα των καλών νέων. Γίνονταν όμως έξαλλοι όταν πρώην μέλη της εκκλησίας τους που είχαν γνωρίσει την αλήθεια της Γραφής αρνούνταν να κάνουν το σταυρό τους και να βαφτίζουν τα μωρά τους.

Όταν η Γιοάνα Γκρόζα ήταν περίπου δέκα χρονών, ο τοπικός Ορθόδοξος ιερέας την πίεσε να συμβιβάσει τις πεποιθήσεις της. Η ίδια θυμάται: «Ο πατέρας είχε εξηγήσει σε εμάς τα παιδιά ότι ήταν αντιγραφικό να κάνουμε το σημείο του σταυρού. Αλλά στο σχολείο ο ιερέας επέμενε να κάνουμε το σταυρό μας. Τον φοβόμουν αυτόν τον άνθρωπο—φοβόμουν, όμως, και να δυσαρεστήσω τον πατέρα μου. Έτσι λοιπόν, αντί να πηγαίνω στο σχολείο, κρυβόμουν σε έναν αχυρώνα. Έπειτα από μέρες, όμως, ο πατέρας μου έμαθε για τις απουσίες μου. Εντούτοις, δεν με μάλωσε αλλά ζήτησε με καλοσύνη μια εξήγηση. Όταν του είπα ότι φοβόμουν τον ιερέα, ο πατέρας μου με πήρε από το χέρι και πήγαμε κατευθείαν στο σπίτι του ιερέα.

»Με σταθερό τόνο ο πατέρας μου είπε στον ιερέα: “Αν εσύ ήσουν αυτός που προμήθευε τροφή, ρούχα και στέγη για την κόρη μου, ίσως να είχες το δικαίωμα να της υπαγορεύσεις πώς να ενεργεί στα θρησκευτικά ζητήματα. Εφόσον δεν είσαι εσύ αυτός, δεν θα επεμβαίνεις στο τι διδάσκω το παιδί μου”. Προς μεγάλη μου χαρά, ο ιερέας δεν μου δημιούργησε ξανά προβλήματα στα υπόλοιπα σχολικά μου χρόνια».

Συνήθως οι κληρικοί ήταν τα άτομα που ασκούσαν τη μεγαλύτερη επιρροή στην κοινότητα. Όπως οι θρησκευτικοί ηγέτες των ημερών του Ιησού, χρησιμοποιούσαν αυτή την επιρροή για να δυσφημήσουν το καλό όνομα των υπηρετών του Ιεχωβά, ώστε να κάνουν τους ενορίτες τους είτε να αποστρέφονται τους αδελφούς είτε να φοβούνται να τους μιλήσουν. Μια από τις προσφιλείς μεθόδους των κληρικών ήταν η εκμετάλλευση της πολιτικής αντιπαλότητας. Για παράδειγμα, εκείνη την εποχή υπήρχε ένα κλίμα φόβου και καχυποψίας απέναντι στην «απειλή» των μπολσεβίκων που πρόβαλλε μέσα από τα σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης. Οι Ορθόδοξοι ιερείς εκμεταλλεύτηκαν αυτόν το φόβο αποδίδοντας πολιτικά κίνητρα στην άρνηση των Σπουδαστών της Γραφής να κάνουν το σημείο του σταυρού, λέγοντας ότι ήταν κομμουνιστές.

Αυτό όμως δεν ήταν το μόνο που έκαναν εκείνοι οι ραδιούργοι κληρικοί. Καταχράστηκαν περαιτέρω την εξουσία τους με το να υποκινήσουν κυβερνητικούς αξιωματούχους να εναντιωθούν στο λαό του Θεού, όπως ακριβώς έκαναν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι των ημερών του Ιησού.—Ιωάν. 18:28-30· 19:4-6, 12-16.

Από το 1918 ως το 1940, η Μολδαβία βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Ρουμανίας, η οποία ήταν τότε βασίλειο με μοναρχικό καθεστώς. Η κυβέρνηση της Ρουμανίας διόρισε έναν υπουργό θρησκευμάτων αρμόδιο για τα θρησκευτικά ζητήματα. Αυτός ο άνθρωπος, υποχωρώντας στην πίεση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εναντιώθηκε στο έργο των Σπουδαστών της Γραφής και επιδίωξε να απαγορεύσει τόσο τη δράση τους όσο και τα βασισμένα στη Γραφή έντυπά τους. Η κατηγορία, όπως ίσως έχετε ήδη καταλάβει, ήταν πως οι αδελφοί συνεργάζονταν με τους μπολσεβίκους.

Αυτή η επίσημη απαξίωση για το λαό του Ιεχωβά είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση μιας κυβερνητικής εντολής από το γενικό επιθεωρητή της Μολδαβίας προς κάποιον αστυνομικό διοικητή, η οποία είχε ημερομηνία 25 Απριλίου 1925 και δήλωνε τα εξής: «Με βάση την υπ’ αριθμόν 17274/925 Εντολή της Αστυνομικής Ασφάλειας, λαμβάνουμε την τιμή να σας γνωστοποιήσουμε ότι το Υπουργείο Εσωτερικών αποφάσισε να απαγορεύσει και να τερματίσει την προπαγάνδα των διεθνών “Σπουδαστών της Γραφής”, και επιθυμούμε να λάβετε τα απαραίτητα μέτρα προς αυτόν το σκοπό».

Η επίδραση αυτής της επίσημης εναντίωσης στους αδελφούς φαίνεται από μια έκθεση που υπέβαλε το γραφείο τμήματος της Ρουμανίας στα παγκόσμια κεντρικά γραφεία στις 17 Οκτωβρίου 1927. Περιληπτικά, η έκθεση ανέφερε ότι οι συναθροίσεις είχαν σταματήσει και είχαν απαγορευτεί παντού και ότι “εκατοντάδες αδελφοί είχαν κληθεί ενώπιον στρατιωτικών και πολιτικών δικαστηρίων”. Έλεγε επίσης τα εξής: “Ελάχιστες συναθροίσεις μπόρεσαν να διεξαχθούν το καλοκαίρι, επειδή οι εκκλησίες παρακολουθούνταν και συνεχίζουν να παρακολουθούνται στενά από τις μυστικές υπηρεσίες και την αστυνομία, ιδιαίτερα στα χωριά, όπου βρίσκονται και οι περισσότερες εκκλησίες. Οι περισσότερες συναθροίσεις γίνονταν στα δάση, σε κρυφά μέρη”.

Η έκθεση συνέχιζε ως εξής: “Όσο για τον Μάρτιο, το έργο των περιοδευόντων επισκόπων περιορίστηκε επίσης. Εκείνον το μήνα ο υπουργός εσωτερικών έδωσε αυστηρές, εμπιστευτικές εντολές για την εξεύρεση των βιβλιοπωλών διακόνων και τη σύλληψη όλων αυτών των «προπαγανδιστών». Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, φυλακίστηκαν σχεδόν όλοι οι βιβλιοπώλες διάκονοι. Και μολονότι ούτε εμείς ούτε οι αδελφοί φοβούνται, εφόσον έχουμε αντιμετωπίσει εναντίωση από το ξεκίνημα του έργου σε αυτή τη χώρα, αυτή τη φορά ο μηχανισμός που έχει στηθεί για να μας αποδιοργανώσει λειτουργεί με τέτοια ακρίβεια ώστε δεν μπορούμε να κινηθούμε σχεδόν καθόλου”.

Καθώς τελείωνε η δεκαετία του 1920, θαρραλέα άτομα και οικογένειες συνέχιζαν να αποχωρίζονται από την Ορθόδοξη Εκκλησία και να τάσσονται σταθερά υπέρ της αλήθειας της Γραφής. Το γεγονός αυτό γίνεται φανερό από μια επιστολή που έγραψε ο ιερέας κάποιου χωριού στον ανώτερό του το έτος 1928. Η επιστολή αυτή, η οποία περιλάμβανε έναν κατάλογο με 43 ονόματα ενηλίκων και παιδιών της ενορίας του ιερέα στο Σιραούτσι, ανέφερε: «Λαμβάνουμε την τιμή να σας επισυνάψουμε κατάλογο με τα ονόματα των μελών της αίρεσης “Σπουδαστές της Γραφής”. Παρά τις προσπάθειές τους, δεν έχουν σημειώσει καμιά επιτυχία ούτε έχουν ευκτήριο οίκο. Αντιθέτως, συναθροίζονται σε ιδιωτικά σπίτια».

Στην πραγματικότητα, ο κατάλογος των ονομάτων που έδωσε ο ιερέας διέψευδε τον ισχυρισμό του ότι οι Σπουδαστές “δεν είχαν σημειώσει καμιά επιτυχία”, εφόσον τα περισσότερα από τα 43 άτομα που κατονομάζονταν ήταν πρώην μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ένα από τα παιδιά που αναφέρονταν ήταν και η Αγκριπίνα Μπαρμπούτσε, η οποία τώρα έχει περάσει τα 80 και εξακολουθεί να είναι δραστήρια στην υπηρεσία του Ιεχωβά.

Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν σχετικά με το δημόσιο κήρυγμα, οι αδελφοί συγκέντρωσαν τις προσπάθειές τους στην ανεπίσημη μαρτυρία, ειδικά στους συγγενείς. Εκείνη την εποχή οι συγγενείς έκαναν πολλή παρέα μεταξύ τους. Οι αδελφοί επωφελούνταν από αυτή τη συνήθεια για να μεταδίδουν τα καλά νέα. Φυσικά, καμιά νομοθεσία δεν μπορούσε να απαγορεύσει στα μέλη των οικογενειών να μιλούν μεταξύ τους.

Προσπάθειες για Νομιμοποίηση του Έργου Κηρύγματος

Μετά την απαγόρευση του έργου κηρύγματος το 1925, οι αδελφοί στο γραφείο τμήματος στην Κλουζ-Ναπόκα της Ρουμανίας υπέβαλαν μια 50σέλιδη δακτυλογραφημένη έκθεση στον υπουργό θρησκευμάτων. Μαζί με μια σύντομη περιγραφή των διδασκαλιών και των πεποιθήσεών μας, η έκθεση περιλάμβανε επίσημη έκκληση για άρση της απαγόρευσης. Τελικά, το Σεπτέμβριο του 1927 ένας αδελφός κλήθηκε τρεις φορές για προσωπική ακρόαση από τον υπουργό. Ο αδελφός έφυγε από την τελευταία συνάντηση με την ελπίδα ότι θα άλλαζε ο νόμος ώστε να ευνοηθεί η ελευθερία λατρείας. Δυστυχώς, όμως, η κυβέρνηση αγνόησε τις εκκλήσεις των αδελφών. Μάλιστα, οι αξιωματούχοι συνέχισαν να μηχανεύονται προβλήματα μέσω διατάγματος, καθιστώντας την κατάσταση για το λαό του Ιεχωβά χειρότερη και όχι καλύτερη. (Ψαλμ. 94:20· Δαν. 6:5-9) Σε αυτά τα πλαίσια, ένα επίσημο έγγραφο με ημερομηνία 29 Μαΐου 1932 δήλωνε πως «κάθε δραστηριότητα» των Διεθνών Σπουδαστών της Γραφής «απαγορεύεται αυστηρώς».

Ωστόσο, αυτή η επίθεση κατά του λαού του Θεού δεν είχε τα χαρακτηριστικά μιας ενοποιημένης, συντονισμένης εκστρατείας στη Ρουμανία και στη Μολδαβία. Μέχρις ενός σημείου, οι κατά τόπους ιθύνοντες και αξιωματούχοι αποφάσιζαν μόνοι τους για τους Σπουδαστές της Γραφής. Έτσι λοιπόν, οι αδελφοί προσέγγιζαν αυτούς τους αξιωματούχους προκειμένου να υπερασπιστούν και να εδραιώσουν νομικά τα καλά νέα, τουλάχιστον στη δική τους περιοχή.—Φιλιπ. 1:7.

Σε μερικά μέρη αυτές οι προσπάθειες τελεσφορούσαν. Αυτό έγινε στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας, έπειτα από τη μεταφορά του γραφείου τμήματος εκεί από την Κλουζ-Ναπόκα. Το 1933, ύστερα από παρατεταμένο αγώνα, το γραφείο τμήματος έλαβε τελικά νομική αναγνώριση για τη Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Βουκουρέστι.

Είναι ενδιαφέρον ότι ακόμη και κάποιοι υψηλόβαθμοι δικαστές διαφώνησαν ανοιχτά με τους περιορισμούς που είχαν επιβληθεί στο λαό του Θεού. Για παράδειγμα, στις 8 Μαΐου 1935, το Εφετείο της Κλουζ-Ναπόκα αποφάνθηκε ευθαρσώς ότι η απαγόρευση που είχε επιβληθεί στους Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν αντισυνταγματική. Η απόφαση προχωρούσε ακόμη περισσότερο αναφέροντας τα εξής: «Τα κατασχεμένα βιβλιάρια [έκδοσης Μαρτύρων του Ιεχωβά] προωθούν την αγάπη προς το συνάνθρωπο και την πίστη στον Θεό και στον Χριστό. Επομένως, είναι εσφαλμένη η δήλωση ότι αυτά τα βιβλιάρια έχουν ανατρεπτικό χαρακτήρα. Δεν αποτελούν κίνδυνο για την ασφάλεια του Κράτους».

Η Φωνή της Λογικής Δεν Εισακούεται

Ωστόσο, οι αρχές εν γένει συνέχισαν να εναντιώνονται στο έργο του λαού του Θεού. Για παράδειγμα, στις 28 Μαρτίου 1934, ο αρχηγός της Ασφάλειας της πόλης Σορόκα της Μολδαβίας έγραψε στον προϊστάμενό του, τον περιφερειακό επιθεωρητή της αστυνομίας στο Κισινάου, μια επιστολή στην οποία παραπονούνταν ότι «οι δύο μόνο οικογένειες που ακολουθούσαν αυτή την αίρεση» το 1927 σε κάποιο χωριό κοντά στη Σορόκα «έχουν προσηλυτίσει . . . άλλες 33 οικογένειες». Έγραψε επίσης ότι οι Μάρτυρες «απορρίπτουν την εκκλησία» και «τις θρησκευτικές παραδόσεις και τα έθιμά» της και ότι, «αντί να ζητούν τις υπηρεσίες του ιερέα, ακολουθούν τις δικές τους συνήθειες λατρείας». Ολοκλήρωνε την επιστολή του ως εξής: «[Οι Μάρτυρες] εξακολουθούν να κάνουν νέους οπαδούς και αυτό απειλεί την καθεστηκυία τάξη και την ασφάλεια του Κράτους».

Στις 6 Μαΐου 1937, οι αδελφοί σε αυτήν ακριβώς την περιοχή ζήτησαν γραπτώς από τον έπαρχο τη διαγραφή των Μαρτύρων του Ιεχωβά από τη λίστα των παράνομων αιρέσεων. Η επίσημη απάντηση έγινε σαφής σε μια επιστολή που έστειλε ο περιφερειάρχης της Σορόκα προς τον έπαρχο της ίδιας περιοχής. Η επιστολή αυτή που είχε ημερομηνία 15 Ιουνίου 1937 έλεγε τα εξής: «Η δραστηριότητα [των Μαρτύρων του Ιεχωβά] απαγορεύεται από . . . το Υπουργείο Θρησκευμάτων και Πολιτισμού. Ως εκ τούτου, δεν μπορούμε να ικανοποιήσουμε το αίτημά τους να διαγραφούν από τη λίστα των [παράνομων] αιρέσεων, εφόσον αυτοί εξακολουθούν να εργάζονται δραστήρια για τα συμφέροντα της συγκεκριμένης αίρεσης».

Επικυρώνοντας αυτή την εχθρική στάση, η εφημερίδα της κυβέρνησης Μονιτόρουλ Οφιτσιάλ (Monitorul Oficial) έγραψε στις 12 Ιουλίου 1939 ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και κάθε είδους νομικό πρόσωπο που ίσως χρησιμοποιούσαν «απαγορεύονται αυστηρώς». Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, η Μολδαβία βρισκόταν τότε υπό την κυριαρχία της Ρουμανίας, η οποία ανήκε στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία και είχε μοναρχικό καθεστώς. Δυστυχώς, η θρησκευτική μισαλλοδοξία υποκίνησε πολλούς αξιωματούχους να προχωρήσουν πιο πέρα από τις νομικές απαγορεύσεις όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίζονταν το λαό του Ιεχωβά.

Αγριότητα από Αξιωματούχους

Η εμπειρία του Ντουμίτρου Γκορομπέτς και του Καζιμίρ Τσισλίνσκι δείχνει ότι το λάδι στη φωτιά της εναντίωσης προς το έργο κηρύγματος το έριχνε συχνά το θρησκευτικό μίσος των φανατικών Ορθόδοξων αξιωματούχων. Ο Ντουμίτρου και ο Καζιμίρ γνώρισαν τη Γραφική αλήθεια στο χωριό Ταμπάνι. Λόγω των θαυμάσιων ιδιοτήτων τους και του ζήλου που εκδήλωναν για τη διακονία, έγιναν γρήγορα πολύ γνωστοί και αγαπητοί στους αδελφούς. Κατόπιν, το 1936, συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν σε ένα αστυνομικό τμήμα στην πόλη Χοτίν (που τώρα βρίσκεται στην Ουκρανία).

Αρχικά, οι αστυνομικοί έδειραν άγρια τον Ντουμίτρου και τον Καζιμίρ. Κατόπιν προσπάθησαν να τους αναγκάσουν να κάνουν το σημείο του σταυρού. Αλλά οι δυο άντρες παρέμειναν σταθεροί, παρότι τους έδερναν συνεχώς. Τελικά, η αστυνομία παραιτήθηκε από την προσπάθεια. Μάλιστα επέτρεψε στον Ντουμίτρου και στον Καζιμίρ να πάνε στα σπίτια τους. Αλλά οι δοκιμασίες αυτών των δύο πιστών αδελφών δεν επρόκειτο να τελειώσουν εδώ. Υπό το φασιστικό και υπό το κομμουνιστικό καθεστώς, υπέμειναν πολύ περισσότερες κακουχίες για χάρη των καλών νέων. Ο Ντουμίτρου πέθανε στις αρχές του 1976 στο Τομσκ της Ρωσίας. Ο Καζιμίρ πέθανε το Νοέμβριο του 1990 στη Μολδαβία.

Στη δεκαετία του 1930 η επίβλεψη του έργου στη Μολδαβία γινόταν από το γραφείο τμήματος της Ρουμανίας. Ο Μάρτιν Μαγιαρόσι, ο οποίος βαφτίστηκε το 1922, ήταν υπηρέτης τμήματος εκείνον τον καιρό. Υποκινούμενος από στοργικό ενδιαφέρον για τους αδελφούς και λαβαίνοντας υπόψη τις δοκιμασίες που περνούσαν, επισκέφτηκε μαζί με το γαμπρό του, τον Πάμφιλ Άλμπου, πολλές εκκλησίες στη βόρεια Μολδαβία για να ενισχύσει και να ενθαρρύνει το λαό του Θεού. Εκείνες οι επισκέψεις έγιναν πράγματι στον κατάλληλο καιρό! Γιατί; Επειδή η Ευρώπη επρόκειτο σύντομα να αποτελέσει το επίκεντρο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, και η Μολδαβία, μια επιπόθητη κτήση, θα γινόταν αντικείμενο διελκυστίνδας ανάμεσα στους ισχυρότερους, αντιμαχόμενους γείτονές της.

Η Ευρώπη στα Δεινά του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου

Στις 23 Αυγούστου 1939, η Σοβιετική Ένωση και η ναζιστική κυβέρνηση της Γερμανίας υπέγραψαν ένα σύμφωνο μη επίθεσης. Μια εβδομάδα αργότερα, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία πυροδοτώντας την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Κατόπιν, στις 26 Ιουνίου 1940, ο Σοβιετικός υπουργός εξωτερικών Βιατσεσλάφ Μόλοτοφ ζήτησε από τη ρουμανική κυβέρνηση να παραδώσει άνευ όρων στη Σοβιετική Ένωση την περιοχή που τότε ονομαζόταν Βεσσαραβία. Η Ρουμανία υποχώρησε σε αυτή την απαίτηση και στις 28 Ιουνίου 1940 τα σοβιετικά στρατεύματα προέλασαν στη Μολδαβία. Τον Αύγουστο του 1940, οι Σοβιετικοί σχημάτισαν τη ΣΣΔ της Μολδαβίας με πρωτεύουσα το Κισινάου.

Ωστόσο, η σοβιετική εξουσία στη Μολδαβία ήταν βραχύβια. Στις 22 Ιουνίου 1941, η Γερμανία παραβίασε το σύμφωνο μη επίθεσης του 1939 και εισέβαλε στη Ρωσία. Εκμεταλλευόμενη αυτή την τροπή των γεγονότων, η Ρουμανία συμπαρατάχθηκε με τη Γερμανία και επιχείρησε να αποσπάσει τη ΣΣΔ της Μολδαβίας από τους Σοβιετικούς.

Η απόπειρα ήταν επιτυχής, καθώς στις 26 Ιουλίου 1941 ο ρουμανικός στρατός ανάγκασε τους Ρώσους να οπισθοχωρήσουν ως τον ποταμό Δνείστερο. Έτσι λοιπόν, έπειτα από ένα διάστημα σοβιετικής κυριαρχίας που διήρκεσε λίγο πάνω από έναν χρόνο, η Μολδαβία περιήλθε ξανά υπό τον έλεγχο της Ρουμανίας. Αυτή τη φορά, όμως, η Ρουμανία είχε μια άκρως εθνικιστική φασιστική κυβέρνηση, αρχής γενομένης από το Σεπτέμβριο του 1940, με αρχηγό τον δικτάτορα στρατηγό Ιόν Αντονέσκου. Το καθεστώς του δεν ανεχόταν εκείνους που παρέμεναν πολιτικά ουδέτεροι επειδή υποστήριζαν όσια τη Βασιλεία του Θεού.

Το Καμίνι του Φασισμού

Σύντομα, η φασιστική κυβέρνηση του Αντονέσκου, σύμμαχη του Χίτλερ και των δυνάμεων του Άξονα, προσπάθησε να επιβάλει τη βούλησή της στους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ας δούμε την περίπτωση του Αντόν Πίντια, ο οποίος γεννήθηκε το 1919. Ο Αντόν γνώρισε την αλήθεια σε εφηβική ηλικία και ήταν ζηλωτής στη διακονία από σπίτι σε σπίτι. Αρκετές φορές κινδύνεψε η σωματική του ακεραιότητα, αλλά επειδή διεκδίκησε με θάρρος το νομικό δικαίωμα που είχε ως Ρουμάνος πολίτης να μιλάει για την πίστη του, κατάφερε να αποφύγει τη σωματική κακομεταχείριση για κάποιο διάστημα. Τελικά, όμως, η αστυνομία τον συνέλαβε. Φασίστες αξιωματούχοι τον πήγαν διά της βίας σε ένα αστυνομικό τμήμα, τον έδειραν όλη τη νύχτα και μετά, όλως παραδόξως, τον άφησαν ελεύθερο. Ο αδελφός Πίντια, 84 χρονών σήμερα, είναι ακόμη αποφασισμένος να παραμείνει πιστός στον Ιεχωβά.

Ένας άλλος τηρητής ακεραιότητας, ο Παρφίν Παλαμαρτσούκ, γνώρισε τη Γραφική αλήθεια στη Μολδαβία τη δεκαετία του 1920. Και αυτός επίσης έγινε ζηλωτής διαγγελέας των καλών νέων, μένοντας πολλές φορές μακριά από το σπίτι του ολόκληρες εβδομάδες προκειμένου να κηρύξει σε πόλεις και χωριά από το Τσερνιβτσί ως το Λβοφ της Ουκρανίας. Επειδή ο Παρφίν αρνήθηκε να πάρει όπλο, οι φασίστες τον συνέλαβαν το 1942 και τον πέρασαν από στρατοδικείο στο Τσερνιβτσί.

Ο γιος του Παρφίν, ο Νικολάε, αφηγείται τα εξής: «Συνολικά 100 αδελφοί καταδικάστηκαν σε θάνατο από αυτό το στρατοδικείο. Η ποινή επρόκειτο να εκτελεστεί αμέσως. Οι αξιωματικοί συγκέντρωσαν όλους τους αδελφούς και διάλεξαν τους πρώτους δέκα για τουφεκισμό. Πρώτα, όμως, αυτοί υποχρεώθηκαν να σκάψουν τους τάφους τους ενώ οι υπόλοιποι 90 παρακολουθούσαν. Ωστόσο, προτού τουφεκίσουν τους αδελφούς, οι αξιωματικοί τούς έδωσαν μια ακόμη ευκαιρία για να αποκηρύξουν την πίστη τους και να καταταχθούν στο στρατό. Δύο συμβιβάστηκαν, ενώ οι άλλοι οχτώ έπεσαν νεκροί από τους πυροβολισμούς. Στη συνέχεια κάλεσαν άλλους δέκα. Αλλά προτού τους τουφεκίσουν τους έβαλαν να θάψουν τους νεκρούς.

»Καθώς οι αδελφοί σκέπαζαν τους τάφους με χώμα, έφτασε ένας υψηλόβαθμος αξιωματικός. Ζήτησε να μάθει πόσοι Μάρτυρες είχαν αλλάξει γνώμη. Όταν έμαθε πως ήταν δύο μόνο, είπε ότι, αν έπρεπε να πεθάνουν 80 άτομα για να πάνε 20 στο στρατό, θα συνέφερε περισσότερο να σταλούν οι υπόλοιποι 92 σε στρατόπεδα εργασίας. Ως αποτέλεσμα, οι θανατικές ποινές μετατράπηκαν σε 25 χρόνια καταναγκαστικής εργασίας. Ωστόσο, πριν περάσουν τρία χρόνια οι προελαύνουσες σοβιετικές δυνάμεις απελευθέρωσαν τους Μάρτυρες από τα ρουμανικά στρατόπεδα. Ο πατέρας μου επέζησε από αυτή τη δοκιμασία και από πολλές άλλες. Πέθανε πιστός στον Ιεχωβά το 1984».

Έγκλημα η Μη Συμμόρφωση με την Ορθοδοξία!

Ο Βασίλε Γκέρμαν ήταν ένας παντρεμένος νεαρός. Η σύζυγός του είχε μόλις φέρει στον κόσμο ένα κοριτσάκι όταν οι φασίστες τον συνέλαβαν το Δεκέμβριο του 1942. Ο Βασίλε κατηγορήθηκε για δύο «εγκλήματα»—για την άρνησή του να υπηρετήσει στο στρατό και για την άρνησή του να βαφτίσει την κόρη του κατά τις επιταγές της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αφηγείται τι συνέβη: «Το Φεβρουάριο του 1943 επρόκειτο να εκδικαστεί η υπόθεσή μου, μαζί με τις υποθέσεις άλλων 69 πιστών αδελφών, σε ένα στρατοδικείο στο Τσερνιβτσί. Προτού μας ανακοινώσουν τις ποινές, οι αρχές μάς ανάγκασαν να παραστούμε στην εκτέλεση έξι εγκληματιών. Συνεπώς, πιστέψαμε ότι εμείς θα ήμασταν οι επόμενοι που θα καταδικάζονταν σε θάνατο.

»Συζητήσαμε την κατάσταση μεταξύ μας και αποφασίσαμε να παραμείνουμε ισχυροί στην πίστη και να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια για να διατηρήσουμε χαρούμενη διάθεση μέχρι το τέλος της δίκης. Με τη βοήθεια του Ιεχωβά τα καταφέραμε. Όταν, όπως ήταν αναμενόμενο, και οι 70 καταδικαστήκαμε σε θάνατο, πραγματικά νιώσαμε ότι υποφέραμε για χάρη της δικαιοσύνης. Κανείς μας δεν αισθανόταν αποθαρρυμένος, πράγμα που ενόχλησε πολύ τους εχθρούς μας. Και τότε ήρθε η έκπληξη. Αντί να μας τουφεκίσουν, οι αρχές μετέτρεψαν τις ποινές μας σε 25 χρόνια καταναγκαστικής εργασίας στο στρατόπεδο της Αγιούντ στη Ρουμανία. Αλλά ακόμη και αυτή η ποινή δεν εκτελέστηκε πλήρως, γιατί μόλις 18 μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1944, ο προελαύνων σοβιετικός στρατός απελευθέρωσε το στρατόπεδο».

Το 1942, οι φασίστες επιστράτευσαν περίπου 800 άντρες από το χωριό Σιραούτσι της Μολδαβίας για να υπηρετήσουν στο στρατό του στρατηγού Αντονέσκου. Ανάμεσά τους ήταν και αρκετοί Μάρτυρες, περιλαμβανομένου και του Νικολάε Ανικέβιτσι. «Στην αρχή της διαδικασίας», ανέφερε ο Νικολάε, «η αστυνομία μάς διέταξε να λάβουμε μέρος σε μια θρησκευτική τελετή. Εμείς οι Μάρτυρες αρνηθήκαμε. Επίσης αρνηθήκαμε να πάρουμε όπλο. Κατά συνέπεια, η αστυνομία μάς κατηγόρησε ότι είμαστε κομμουνιστές και μας συνέλαβε. Ωστόσο, προτού μας ρίξουν στη φυλακή, μας επέτρεψαν να εξηγήσουμε σε όλους τους παρόντες το λόγο για τον οποίο διακρατούσαμε ουδέτερη στάση.

»Την επομένη μάς μετέφεραν στο Μπριτσένι, το δικαστικό κέντρο της περιοχής. Εκεί μας έγδυσαν και μας έψαξαν εξονυχιστικά. Ένας υψηλόβαθμος στρατιωτικός ιερέας μάς ανέκρινε. Ήταν ευγενικός, έδειξε κατανόηση για τη στάση που διακρατούσαμε λόγω συνείδησης και φρόντισε να μας δώσουν φαγητό. Μάλιστα έγραψε ότι ο λόγος για τον οποίο αρνηθήκαμε να πάρουμε όπλο ήταν η πίστη μας στον Ιησού.

»Από το Μπριτσένι μάς πήγαν στο αστυνομικό τμήμα του Λιπκάνι. Εκεί η αστυνομία μάς έδειρε αλύπητα μέχρι που νύχτωσε. Στη συνέχεια μας έβαλαν σε ένα κελί με δυο άλλους αδελφούς και, προς έκπληξή μας, με μια γυναίκα η οποία τελικά αποδείχτηκε κατάσκοπος. Μας έδερναν καθημερινά επί αρκετές ημέρες. Τελικά, εμένα με έστειλαν στο Τσερνιβτσί για να δικαστώ από στρατοδικείο. Εκεί μου παραχώρησαν δικηγόρο, ο οποίος με βοήθησε πολύ. Παρ’ όλα αυτά, η υγεία μου είχε επιδεινωθεί τόσο πολύ από την κακομεταχείριση ώστε οι στρατιωτικές αρχές πίστευαν ότι θα πέθαινα. Στο τέλος αποφάσισαν να με στείλουν στο σπίτι μου χωρίς να με καταδικάσουν».

Θαρραλέες Αδελφές Κρατούν Ακεραιότητα

Και οι αδελφές επίσης ένιωσαν το μένος των φασιστών. Μια από αυτές ήταν η Μαρία Γκέρμαν (δεν σχετίζεται με τον Βασίλε Γκέρμαν, αλλά ήταν από την ίδια εκκλησία). Την συνέλαβαν το 1943 και την πήγαν στο αστυνομικό τμήμα του Μπαλασινέστι. Η ίδια θυμάται: «Η αστυνομία με συνέλαβε επειδή αρνήθηκα να πάω στην Ορθόδοξη εκκλησία. Αρχικά με μετέφεραν στο Λιπκάνι της Μολδαβίας και κατόπιν στο Τσερνιβτσί της Ουκρανίας όπου καταδικάστηκα.

»Ο δικαστής με ρώτησε γιατί είχα αρνηθεί να πάω στην εκκλησία. Του είπα ότι λατρεύω μόνο τον Ιεχωβά. Για αυτό το “έγκλημα” 20 ακόμη αδελφές και εγώ καταδικαστήκαμε σε 20ετή φυλάκιση. Στρίμωξαν μερικές από εμάς μέσα σε ένα μικρό κελί μαζί με άλλες 30 κρατούμενες. Την ημέρα, όμως, με έστελναν να κάνω δουλειές σε σπίτια πλουσίων. Αυτοί οι άνθρωποι, ομολογουμένως, μου συμπεριφέρθηκαν καλύτερα από τις αρχές της φυλακής—τουλάχιστον μου έδιναν αρκετό φαγητό!

»Με τον καιρό, ήρθαμε σε επαφή με τους αδελφούς, οι οποίοι ήταν σε άλλη πτέρυγα του συγκροτήματος των φυλακών. Αυτή η επαφή αποδείχτηκε ευλογία, επειδή καταφέρναμε να βοηθάμε τους αδελφούς να έχουν τόσο πνευματική όσο και κατά γράμμα τροφή».

Όπως και πολλοί άλλοι Μολδαβοί Μάρτυρες, αυτοί οι τηρητές ακεραιότητας έμειναν σταθεροί παρά την οργή των φασιστών, αλλά σε λίγο επρόκειτο να αντιμετωπίσουν μια ακόμη επίθεση κατά της πίστης τους. Αυτή η επίθεση εξαπολύθηκε από την επόμενη δύναμη που ανέλαβε τον έλεγχο της περιοχής, την κομμουνιστική Ρωσία.

Η Σοβιετική Τακτική του Εκτοπισμού

Το 1944, προς το τέλος του πολέμου, καθώς το ρεύμα είχε στραφεί εναντίον της Γερμανίας, στοιχεία μέσα από τη ρουμανική κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Βασιλιά Μιχαήλ ανέτρεψαν το καθεστώς του Αντονέσκου. Η Ρουμανία τότε έπαψε να συμπορεύεται με τις δυνάμεις του Άξονα και στράφηκε στη Ρωσία. Το ίδιο εκείνο έτος, ο προελαύνων σοβιετικός στρατός ανέκτησε τον έλεγχο της περιοχής, ενσωματώνοντας ξανά τη Μολδαβία στη Σοβιετική Ένωση ως ΣΣΔ της Μολδαβίας.

Στην αρχή οι κομμουνιστές κυβερνήτες της Μολδαβίας δεν ενοχλούσαν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αλλά αυτή η ανάπαυλα ήταν σύντομη. Η Χριστιανική ουδετερότητα, περιλαμβανομένης της άρνησης των Μαρτύρων να ψηφίσουν στις τοπικές κομματικές εκλογές, έγινε γρήγορα φλέγον θέμα και πάλι. Το σοβιετικό σύστημα δεν επέτρεπε την πολιτική ουδετερότητα. Έτσι λοιπόν, η κυβέρνηση σχεδίασε να λύσει το πρόβλημα εκτοπίζοντας τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και άλλους «ανεπιθύμητους», αρχής γενομένης από το 1949.

Ένα επίσημο έγγραφο ανέλυε «την απόφαση του πολιτικού γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος» σχετικά με εκείνους που επρόκειτο να εκτοπιστούν από τη ΣΣΔ της Μολδαβίας. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν «πρώην γαιοκτήμονες, μεγαλέμποροι, όσοι συνέπραξαν με τους Γερμανούς εισβολείς, άτομα που συνεργάζονταν με τις γερμανικές και τις ρουμανικές αστυνομικές αρχές, μέλη των προ-φασιστικών κομμάτων και οργανώσεων, μέλη της λευκοφρουράς, μέλη των παράνομων αιρέσεων, καθώς και οι οικογένειες αυτών που ανήκουν στις προαναφερθείσες κατηγορίες». Όλοι αυτοί επρόκειτο να σταλούν στη δυτική Σιβηρία «για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα».

Ένα δεύτερο κύμα εκτοπισμών άρχισε το 1951, αλλά αυτή τη φορά στόχος ήταν μόνο οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ο Στάλιν αυτοπροσώπως διέταξε αυτόν τον εκτοπισμό, ο οποίος ονομάστηκε «Επιχείρηση Βορράς». Πάνω από 720 οικογένειες Μαρτύρων—κάπου 2.600 άτομα—στάλθηκαν από τη Μολδαβία στο Τομσκ, περίπου 4.500 χιλιόμετρα μακριά, στη δυτική Σιβηρία.

Οι επίσημες εντολές όριζαν ότι έπρεπε να δοθεί αρκετός χρόνος στα άτομα για να μαζέψουν τα υπάρχοντά τους προτού τους πάνε στα τρένα που τους περίμεναν. Επιπλέον, τα βαγόνια έπρεπε να είναι «κατάλληλα για μεταφορά ανθρώπων». Η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική.

Μέσα στη νύχτα, ως και οχτώ στρατιώτες και αξιωματικοί πήγαιναν στο σπίτι καθεμιάς οικογένειας Μαρτύρων. Τους ξυπνούσαν και τους έδειχναν την εντολή εκτοπισμού. Κατόπιν, τους έδιναν λίγες μόνο ώρες για να μαζέψουν ό,τι μπορούσαν προτού τους πάνε στα τρένα που τους περίμεναν.

Τα βαγόνια αποδείχτηκε τελικά ότι δεν ήταν επιβατικά, αλλά φορτηγά. Μέχρι και 40 άτομα κάθε ηλικίας στριμώχνονταν σε κάθε βαγόνι για το δεκαπενθήμερο ταξίδι. Δεν υπήρχαν καθίσματα ούτε θερμομόνωση. Σε μια γωνιά του βαγονιού υπήρχε μια τρύπα για τουαλέτα. Προτού εκτοπίσουν τους αδελφούς, οι τοπικοί αξιωματούχοι υποτίθεται ότι θα κατέγραφαν τα υπάρχοντα του καθενός. Συχνά, όμως, κατέγραφαν μόνο τα πράγματα μικρής αξίας, ενώ τα πολύτιμα αντικείμενα απλώς «εξαφανίζονταν».

Παρ’ όλες αυτές τις αδικίες και τις κακουχίες, όμως, οι αδελφοί ποτέ δεν έχασαν τη Χριστιανική τους χαρά. Μάλιστα όταν τα τρένα που μετέφεραν τους Μάρτυρες συναντιούνταν σε σιδηροδρομικές διακλαδώσεις, ύμνοι της Βασιλείας αντηχούσαν από τα άλλα βαγόνια. Με αυτόν τον τρόπο, οι αδελφοί σε κάθε τρένο ήξεραν ότι δεν ήταν μόνοι τους, αλλά ότι εκτοπίζονταν μαζί με εκατοντάδες άλλους Μάρτυρες. Καθώς έβλεπαν και άκουγαν ο ένας τον άλλον να εκδηλώνει χαρωπό πνεύμα κάτω από τόσο αντίξοες συνθήκες, ανέβαινε το ηθικό όλων τους και ενισχυόταν η αποφασιστικότητά τους να παραμείνουν πιστοί στον Ιεχωβά, ό,τι και αν συνέβαινε.—Ιακ. 1:2.

Πίστη Άξια Μίμησης

Ανάμεσα στους Μολδαβούς που εκτοπίστηκαν στη Σιβηρία ήταν και ο Ιβάν Μίκιτκοβ. Ο Ιβάν συνελήφθη για πρώτη φορά στη Μολδαβία το 1951 μαζί με άλλους Μάρτυρες και εξορίστηκε στο Τομσκ. Του ανατέθηκε να κόβει δέντρα στην τάιγκα της Σιβηρίας. Αν και δεν τον έκλεισαν σε στρατόπεδο εργασίας, είχε περιορισμένη ελευθερία κινήσεων και η μυστική αστυνομία τον παρακολουθούσε στενά. Εντούτοις, αυτός και οι πνευματικοί αδελφοί του έδιναν μαρτυρία σε κάθε ευκαιρία.

Ο Ιβάν αναφέρει: «Οργανωθήκαμε σε εκκλησίες σε αυτό το δύσκολο, καινούριο περιβάλλον. Μάλιστα, αρχίσαμε να παράγουμε έντυπα μόνοι μας. Με τον καιρό, ορισμένοι από αυτούς στους οποίους κηρύτταμε δέχτηκαν την αλήθεια και βαφτίστηκαν. Ωστόσο, οι αρχές τελικά κατάλαβαν τη δράση μας και έστειλαν μερικούς από εμάς σε στρατόπεδα εργασίας.

»Εγώ και οι συγχριστιανοί μου Πάβελ Νταντάρα, Μινά Γκοράς και Βασίλε Σαρμπάν καταδικαστήκαμε σε 12 χρόνια καταναγκαστικά έργα υπό αυστηρή επιτήρηση. Οι αρχές έλπιζαν ότι αυτές οι σκληρές ποινές θα φόβιζαν τους άλλους ώστε να σταματήσουν να μιλάνε, αλλά αυτό δεν συνέβη. Οπουδήποτε και αν έστελναν τους αδελφούς μας, αυτοί συνέχιζαν να κηρύττουν. Το 1966, αφού εξέτισα την ποινή μου, αφέθηκα ελεύθερος. Γύρισα στο Τομσκ και έμεινα εκεί τρία χρόνια.

»Το 1969 μετακόμισα στη λεκάνη του ποταμού Ντονιέτς, όπου γνώρισα τη Μαρία, μια πιστή και ζηλώτρια αδελφή την οποία παντρεύτηκα. Το 1983 με συνέλαβαν και πάλι. Αυτή τη φορά η ποινή μου ήταν διπλή—πέντε χρόνια φυλακή και άλλα πέντε χρόνια εξορία. Όπως είναι ευνόητο, αυτή η ποινή ήταν πιο δύσκολη για εμένα από την προηγούμενη επειδή σήμαινε ότι θα αποχωριζόμουν τη σύζυγό μου και το παιδί μου, που θα ταλαιπωρούνταν και αυτοί επίσης. Ευτυχώς, όμως, δεν χρειάστηκε να εκτελέσω στο πλήρες την ποινή μου. Αφέθηκα ελεύθερος το 1987, όταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ έγινε γενικός γραμματέας του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Μου επέτρεψαν να επιστρέψω στην Ουκρανία και αργότερα στη Μολδαβία.

»Όταν επέστρεψα στο Μπέλτσι, τη δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Μολδαβίας, υπήρχαν εκεί 370 ευαγγελιζόμενοι και τρεις εκκλησίες. Σήμερα υπάρχουν πάνω από 1.700 ευαγγελιζόμενοι και 16 εκκλησίες!»

«Θέλεις να Καταλήξεις σαν τον Βασίλε;»

Οι διοικητές των στρατοπέδων και οι πράκτορες της Κα-Γκε-Μπε (Σοβιετικής Επιτροπής Κρατικής Ασφάλειας) επινόησαν κάποια σαδιστικά τεχνάσματα προσπαθώντας να εξασθενίσουν την ακεραιότητα των αδελφών. Ο Κονσταντίν Ιβανόβιτς Σόμπε διηγείται τι συνέβη στον παππού του, τον Κονσταντίν Σόμπε: «Το 1952, ο παππούς μου εξέτιε την ποινή του σε κάποιο στρατόπεδο εργασίας στην περιοχή Τσιτά, ανατολικά της λίμνης Βαϊκάλης στη Σιβηρία. Οι αξιωματούχοι του στρατοπέδου απείλησαν να τουφεκίσουν αυτόν και τους άλλους Μάρτυρες αν δεν αποκήρυτταν την πίστη τους.

»Επειδή οι αδελφοί αρνήθηκαν να συμβιβαστούν, οι αξιωματούχοι τούς συγκέντρωσαν έξω από το στρατόπεδο, στην άκρη ενός δάσους. Είχε αρχίσει να νυχτώνει όταν πήραν τον καλύτερο φίλο του παππού μου, τον Βασίλε, λίγο πιο μακριά μέσα στο δάσος ανακοινώνοντας ότι επρόκειτο να τον τουφεκίσουν. Οι αδελφοί περίμεναν με αγωνία. Σύντομα, δυο πυροβολισμοί τάραξαν την ήσυχη βραδιά.

»Οι φρουροί επέστρεψαν και πήραν τον επόμενο Μάρτυρα, τον παππού μου, μέσα στο δάσος. Αφού περπάτησαν λίγο, σταμάτησαν σε ένα ξέφωτο. Υπήρχαν αρκετοί σκαμμένοι τάφοι εκεί και ο ένας ήταν σκεπασμένος με χώμα. Δείχνοντας εκείνον τον τάφο ο διοικητής γύρισε στον παππού μου και του είπε: “Θέλεις να καταλήξεις σαν τον Βασίλε ή θέλεις να επιστρέψεις ελεύθερος στην οικογένειά σου; Έχεις δύο λεπτά να αποφασίσεις”. Ο παππούς δεν χρειάστηκε δύο λεπτά. Του απάντησε αμέσως: “Τον Βασίλε που τουφεκίσατε τον ξέρω πολλά χρόνια. Τώρα ανυπομονώ να τον ξαναβρώ στην ανάσταση στο νέο κόσμο. Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι εγώ θα είμαι στο νέο κόσμο, μαζί με τον Βασίλε. Εσείς, όμως, θα είστε εκεί;”

»Ο αξιωματικός δεν περίμενε αυτή την απάντηση. Πήγε τον παππού και τους άλλους πίσω στο στρατόπεδο. Όπως αποδείχτηκε, ο παππούς δεν θα χρειαζόταν να περιμένει μέχρι την ανάσταση για να δει τον Βασίλε. Όλα αυτά ήταν ένα απάνθρωπο κόλπο που το είχαν στήσει για να λυγίσουν τους αδελφούς».

Η Προπαγάνδα των Κομμουνιστών Αποβαίνει σε Βάρος Τους

Προκειμένου να σπείρουν μίσος και καχυποψία για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, οι κομμουνιστές παρήγαν βιβλία, φυλλάδια και ταινίες που συκοφαντούσαν το λαό του Θεού. Ένα φυλλάδιο είχε τον τίτλο Διπλός Πάτος (Двойное Дно)—όρος που αναφερόταν στις μυστικές θήκες που έφτιαχναν οι αδελφοί στον πάτο βαλιτσών και τσαντών για να βάζουν έντυπα. Ο Νικολάι Βολοσανόφσκι θυμάται πώς προσπάθησε ο διοικητής του στρατοπέδου να χρησιμοποιήσει αυτό το φυλλάδιο για να τον ταπεινώσει μπροστά στους άλλους κρατούμενους.

Ο Νικολάι αφηγείται: «Ο διοικητής του στρατοπέδου μάζεψε όλους τους τρόφιμους σε έναν στρατώνα. Κατόπιν άρχισε να παραθέτει αποσπάσματα από το φυλλάδιο Διπλός Πάτος, περιλαμβανομένων και κάποιων που περιείχαν συκοφαντικές δηλώσεις για εμένα προσωπικά. Όταν σταμάτησε να μιλάει, ζήτησα την άδεια να υποβάλω μερικές ερωτήσεις. Ο διοικητής πρέπει να σκέφτηκε ότι αυτό θα του έδινε την ευκαιρία να με γελοιοποιήσει, γι’ αυτό και ικανοποίησε το αίτημά μου.

»Απευθυνόμενος στο διοικητή του στρατοπέδου, τον ρώτησα αν θυμόταν την πρώτη φορά που με ανέκρινε κατά την προσαγωγή μου στο στρατόπεδο εργασίας. Θυμόταν αυτή την ανάκριση. Τότε τον ρώτησα αν θυμόταν τις ερωτήσεις που μου είχε υποβάλει σχετικά με τη χώρα της καταγωγής μου, την υπηκοότητά μου και ούτω καθεξής, την ώρα που συμπλήρωνε τα έγγραφα της προσαγωγής μου. Και πάλι απάντησε καταφατικά. Μάλιστα είπε στο ακροατήριο τι του είχα απαντήσει. Έπειτα του ζήτησα να πει τι ακριβώς είχε γράψει στα έγγραφα. Παραδέχτηκε ότι αυτά που είχε γράψει δεν συμφωνούσαν με τις απαντήσεις μου. Τότε γύρισα προς το ακροατήριο και είπα: “Όπως βλέπετε, κάπως έτσι γράφτηκε και αυτό το φυλλάδιο”. Οι κρατούμενοι χειροκρότησαν, και ο διοικητής αποχώρησε οργισμένος».

Το Τέχνασμα του «Διαίρει και Βασίλευε»

Στη δεκαετία του 1960, οι απηυδισμένες σοβιετικές αρχές έθεσαν σε εφαρμογή νέες μεθόδους στην προσπάθειά τους να διασπάσουν την ενότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Το βιβλίο Το Σπαθί και η Ασπίδα (The Sword and the Shield), που εκδόθηκε το 1999 και εξετάζει μερικές από τις άλλοτε μυστικές εκθέσεις της Κα-Γκε-Μπε, οι οποίες περιλαμβάνονταν στα κυβερνητικά αρχεία, αναφέρει: «Το Μάρτιο του 1959, σε ένα συνέδριο ανώτερων αξιωματικών της Κα-Γκε-Μπε οι οποίοι ηγούνταν “στον αγώνα κατά των Ιεχωβιτών [Μαρτύρων του Ιεχωβά]” αποφασίστηκε ότι η σωστή στρατηγική ήταν “η συνέχιση των μέτρων καταστολής εφαρμόζοντας τώρα μέτρα διάσπασης”. Η Κα-Γκε-Μπε αποφάσισε να διαιρέσει, να αποκαρδιώσει και να δυσφημίσει τους αιρετικούς, καθώς και να συλλάβει με κατασκευασμένες κατηγορίες τα ηγετικά στελέχη που ασκούσαν τη μεγαλύτερη επιρροή».

Τα «μέτρα διάσπασης» περιλάμβαναν μια ενορχηστρωμένη εκστρατεία σε όλη τη Σοβιετική Ένωση η οποία είχε σκοπό να κλονίσει την εμπιστοσύνη που υπήρχε μεταξύ των αδελφών. Γι’ αυτόν το σκοπό, η Κα-Γκε-Μπε άρχισε να διαδίδει κακοήθεις φήμες σύμφωνα με τις οποίες πολλοί υπεύθυνοι αδελφοί είχαν αρχίσει να συνεργάζονται με τις υπηρεσίες ασφαλείας του Κράτους. Η Κα-Γκε-Μπε συγκάλυψε τα ψέματά της τόσο έξυπνα ώστε πολλοί Μάρτυρες άρχισαν να αναρωτιούνται ποιον μπορούσαν να εμπιστευτούν.

Ένα άλλο τέχνασμα της Κα-Γκε-Μπε ήταν η εκπαίδευση ειδικών πρακτόρων που θα παρίσταναν τους «δραστήριους» Μάρτυρες του Ιεχωβά και οι οποίοι κατόπιν θα προσπαθούσαν να πάρουν υπεύθυνες θέσεις στην οργάνωση. Φυσικά, αυτοί οι κατάσκοποι θα ενημέρωναν λεπτομερώς την Κα-Γκε-Μπε. Επίσης, η Κα-Γκε-Μπε πλησίαζε μυστικά γνήσιους Μάρτυρες, προσπαθώντας να τους δωροδοκήσει με μεγάλα χρηματικά ποσά για να αποσπάσει τη συνεργασία τους.

Δυστυχώς, αυτές οι δόλιες μέθοδοι είχαν κάποια επιτυχία στη διάσπαση της ενότητας των αδελφών, περιλαμβανομένων και όσων βρίσκονταν στη Μολδαβία. Ως αποτέλεσμα, δημιουργήθηκε μια ατμόσφαιρα καχυποψίας. Μερικοί αδελφοί αποσκίρτησαν από την οργάνωση και σχημάτισαν μια αποσχιστική ομάδα, η οποία έγινε γνωστή ως αντιπολίτευση.

Πριν από αυτά τα γεγονότα, οι αδελφοί στη Σοβιετική Ένωση βασίζονταν στην οργάνωση του Ιεχωβά, στην πνευματική τροφή που παρήγε αυτή και στους υπεύθυνους αδελφούς που διόριζε ως αγωγό. Τώρα άρχισε να μεγαλώνει η σύγχυση και η αβεβαιότητα ως προς αυτόν τον αγωγό. Πώς κατάφεραν οι αδελφοί να διαλύσουν τη σύγχυση; Κατά περίεργο τρόπο, το έκαναν αυτό με τη βοήθεια του Σοβιετικού Κράτους. Ναι, οι ίδιοι οι δολοπλόκοι βοήθησαν στο να λυθούν αυτά ακριβώς τα προβλήματα που είχαν δημιουργήσει. Πώς έγινε αυτό;

Δεν Υπολόγισαν το Πνεύμα του Θεού

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι σοβιετικές αρχές έβαλαν μαζί πολλούς «ηγέτες» των Μαρτύρων από όλη τη Σοβιετική Ένωση σε ένα στρατόπεδο που απείχε περίπου 150 χιλιόμετρα από την πόλη Σαράνσκ της δημοκρατίας της Μορδοβίας, στη δυτική Ρωσία. Προηγουμένως, οι τεράστιες αποστάσεις χώριζαν τους αδελφούς, παρεμπόδιζαν την επικοινωνία και ευνοούσαν τις παρεξηγήσεις. Αλλά τώρα, τόσο εκείνοι που ανήκαν στην αποκαλούμενη αντιπολίτευση όσο και εκείνοι που δεν ανήκαν βρέθηκαν όλοι μαζί. Έτσι λοιπόν, μπορούσαν να μιλήσουν πρόσωπο με πρόσωπο και να διαχωρίσουν την αλήθεια από τα μυθεύματα. Γιατί οι αρχές έβαλαν όλους αυτούς τους αδελφούς μαζί; Προφανώς νόμιζαν ότι θα συγκρούονταν μεταξύ τους, προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερη διαίρεση. Αν και ήταν ευφυές, αυτό το τέχνασμα δεν υπολόγισε το ενοποιητικό πνεύμα του Ιεχωβά.—1 Κορ. 14:33.

Ένας από τους φυλακισμένους αδελφούς στη Μορδοβία ήταν ο Γκεόργκε Γκορομπέτς, ο οποίος θυμάται: «Λίγο μετά τη σύλληψη και τον εγκλεισμό μου στη φυλακή, ένας αδελφός που είχε συνταυτιστεί με την αντιπολίτευση φυλακίστηκε μαζί μας. Όταν είδε ότι οι υπεύθυνοι αδελφοί ήταν ακόμη στη φυλακή, έμεινε κατάπληκτος, γιατί του είχαν πει ότι ήμασταν όλοι “ελεύθερα πουλιά” και ζούσαμε πολυτελώς, χρηματοδοτούμενοι από την Κα-Γκε-Μπε!»

Ο αδελφός Γκορομπέτς συνεχίζει: «Τον πρώτο χρόνο της φυλάκισής μου, πάνω από 700 άτομα φυλακίστηκαν για θρησκευτικούς λόγους. Η πλειονότητα ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Δουλεύαμε όλοι μαζί σε ένα εργοστάσιο και είχαμε χρόνο να μιλάμε με εκείνους που είχαν συνταυτιστεί με την αποσχιστική ομάδα. Ως αποτέλεσμα, στη διάρκεια των ετών 1960 και 1961 διευκρινίστηκαν πολλά ζητήματα. Τελικά το 1962, η επιτροπή της χώρας η οποία φρόντιζε για τη Σοβιετική Ένωση έγραψε μια επιστολή μέσα από το στρατόπεδο εργασίας. Η επιστολή στάλθηκε σε όλες τις εκκλησίες της Σοβιετικής Ένωσης και άρχισε να επανορθώνει τη βλάβη που είχε επιφέρει η εκστρατεία των ψεμάτων της Κα-Γκε-Μπε».

Προσδιορίζεται ο Αληθινός Αγωγός

Ο αδελφός Γκορομπέτς αφέθηκε ελεύθερος από το στρατόπεδο εργασίας τον Ιούνιο του 1964 και επέστρεψε στη Μολδαβία αμέσως. Όταν έφτασε στο Ταμπάνι, διαπίστωσε ότι πολλοί ντόπιοι Μάρτυρες βρίσκονταν ακόμη σε σύγχυση αναφορικά με το ποιον χρησιμοποιούσε ο Ιεχωβά για να θρέψει και να κατευθύνει το λαό Του. Αρκετοί αδελφοί διάβαζαν μόνο την Αγία Γραφή.

Διορίστηκε μια επιτροπή από τρεις πνευματικά ώριμους αδελφούς οι οποίοι θα βοηθούσαν στο να ξεκαθαριστεί το ζήτημα. Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκαναν αυτοί οι αδελφοί ήταν να επισκεφτούν εκκλησίες στη βόρεια Μολδαβία, όπου ζούσαν οι περισσότεροι Μάρτυρες. Η συνεχιζόμενη πιστότητα αυτών και άλλων Χριστιανών επισκόπων, παρά το ότι είχαν υποστεί μεγάλο διωγμό, έπεισε πολλούς για το ότι ο Ιεχωβά εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί την ίδια οργάνωση η οποία τους είχε διδάξει την αλήθεια αρχικά.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, η Κα-Γκε-Μπε συνειδητοποίησε ότι το έργο κηρύγματος συνεχιζόταν παρά το διωγμό και άλλες μεθόδους. Περιγράφοντας την αντίδραση της Κα-Γκε-Μπε, το βιβλίο Το Σπαθί και η Ασπίδα δηλώνει: «Το Κέντρο [της Κα-Γκε-Μπε] θορυβήθηκε από εκθέσεις σύμφωνα με τις οποίες, ακόμη και μέσα στα στρατόπεδα εργασίας, “οι ηγέτες και οι ιθύνοντες των Ιεχωβιτών δεν απαρνούνταν τις εχθρικές τους πεποιθήσεις και σε συνθήκες στρατοπέδου συνέχιζαν να εκτελούν το ιεχωβιτικό τους έργο”. Το Νοέμβριο του 1967 έγινε στο [Κισινάου] ένα συνέδριο των αξιωματικών της Κα-Γκε-Μπε, οι οποίοι ασχολούνταν με τις επιχειρήσεις κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά, προκειμένου να εξεταστούν νέα μέτρα για “την παρεμπόδιση του εχθρικού έργου των αιρετικών” και της “ιδεολογικής υπονόμευσης” που επιτύγχαναν».

Παρενόχληση από Πρώην Αδελφούς

Είναι λυπηρό ότι ορισμένα άτομα εξαπατήθηκαν από αυτά τα «νέα μέτρα» και έγιναν πιόνια της Κα-Γκε-Μπε. Μερικοί από αυτούς είχαν ενδώσει στην απληστία ή στο φόβο του ανθρώπου ενώ άλλοι, που ήταν πρώην αδελφοί, έτρεφαν μίσος για τους Μάρτυρες. Οι αρχές άρχισαν να χρησιμοποιούν αυτά τα άτομα στην προσπάθεια που έκαναν να διαρρήξουν την ακεραιότητα των πιστών. Μάρτυρες που είχαν υπομείνει φυλάκιση και είχαν περάσει από στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων ανέφεραν ότι η παρενόχληση από πρώην αδελφούς, μερικοί από τους οποίους είχαν γίνει αποστάτες, ήταν μια από τις πιο βασανιστικές καταστάσεις που αντιμετώπισαν ποτέ.

Πολλοί αποστάτες προέρχονταν από την αντιπολίτευση που αναφέρθηκε παραπάνω. Στην αρχή, αυτή η ομάδα περιλάμβανε μερικούς οι οποίοι απλώς βρίσκονταν σε σύγχυση εξαιτίας της παραπληροφόρησης της Κα-Γκε-Μπε. Αλλά μεταξύ εκείνων που συνέχιζαν να μένουν προσκολλημένοι στην αντιπολίτευση στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ήταν και αρκετοί οι οποίοι εκδήλωναν το πονηρό πνεύμα της τάξης του κακού δούλου. Αψηφώντας την προειδοποίηση του Ιησού, άρχισαν να “χτυπούν τους συνδούλους τους”.—Ματθ. 24:48, 49.

Μολαταύτα, η δολοπλοκία του «διαίρει και βασίλευε» ανάμεσα στο λαό του Θεού απέτυχε, παρά την παρατεταμένη πίεση που ασκούσε η Κα-Γκε-Μπε και τα υποχείριά της. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν οι πιστοί αδελφοί άρχισαν το έργο επανένωσης της οργάνωσης στη Μολδαβία, οι περισσότεροι αδελφοί σε αυτή τη χώρα ήταν συνταυτισμένοι με την αντιπολίτευση. Αλλά μέχρι το 1972, η συντριπτική πλειονότητα επανήλθε και άρχισε να εργάζεται με οσιότητα στο πλευρό της οργάνωσης του Ιεχωβά.

Διώκτης Δείχνει Εκτίμηση

Οι πιστοί αδελφοί που παρέμειναν στη Μολδαβία κατά την κομμουνιστική περίοδο συνέχισαν το έργο κηρύγματος όσο καλύτερα μπορούσαν. Έδιναν ανεπίσημη μαρτυρία στα μέλη της οικογένειάς τους, σε φίλους, συμμαθητές και συνεργάτες. Αλλά ήταν προσεκτικοί, επειδή πολλοί αξιωματούχοι του κόμματος στη Μολδαβία ήταν φανατικά προσκολλημένοι στην κομμουνιστική ιδεολογία. Ωστόσο, δεν έτρεφαν όλοι οι κομμουνιστές περιφρόνηση για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά.

Ο Σιμεόν Βολοσανόφσκι θυμάται: «Η αστυνομία έψαξε το σπίτι μας και κατέσχεσε πολλά έντυπα, τα οποία κατέγραψε ο επικεφαλής αξιωματικός. Αργότερα αυτός επέστρεψε και μου ζήτησε να επαληθεύσω τη λίστα. Καθώς έλεγχα αυτά που είχε καταγράψει, παρατήρησα μια παράλειψη—δεν υπήρχε μια Σκοπιά η οποία μιλούσε για την οικογένεια και για το πώς μπορούσε η οικογενειακή ζωή να γίνει πιο ευτυχισμένη. Ρώτησα τον αξιωματικό για αυτήν. “Την πήρα σπίτι μου και τη διαβάζουμε οικογενειακώς”, μου απάντησε κάπως αμήχανα. “Λοιπόν, σας άρεσαν αυτά που διαβάσατε;” τον ρώτησα. “Ω, βέβαια! Μας άρεσαν πάρα πολύ!” είπε».

Η Εναντίωση Κοπάζει και η Αύξηση Συνεχίζεται

Στη δεκαετία του 1970, οι κομμουνιστικές αρχές εγκατέλειψαν την τακτική των συλλήψεων και της εξορίας του λαού του Ιεχωβά. Μεμονωμένοι, όμως, αδελφοί εξακολουθούσαν να συλλαμβάνονται και να δικάζονται επειδή έδιναν μαρτυρία ή παρακολουθούσαν τις Χριστιανικές συναθροίσεις. Οι ποινές, ωστόσο, ήταν πιο ελαφριές.

Το 1972 ξεκίνησε η διευθέτηση των πρεσβυτέρων στη Μολδαβία, όπως και αλλού. Ο Γκεόργκε Γκορομπέτς θυμάται: «Η αδελφότητα δέχτηκε την καινούρια διευθέτηση με πολλή χαρά, θεωρώντας την επιπρόσθετη απόδειξη της επενέργειας του πνεύματος του Ιεχωβά. Επιπλέον, η αύξηση των διορισμένων ατόμων βοήθησε τις εκκλησίες στη Μολδαβία να αναπτυχθούν τόσο από πνευματική όσο και από αριθμητική άποψη».

Μέχρι τότε, φυσικά, οι αδελφοί είχαν αποκτήσει σημαντική πείρα στην οργάνωση του έργου κηρύγματος και στην εκτύπωση Γραφικών εντύπων με διακριτικό τρόπο. Όταν άρχισε η καταπίεση από τους κομμουνιστές, τα έντυπα ετοιμάζονταν σε δύο τοποθεσίες στη Μολδαβία και οι εργασίες γίνονταν μόνο τη νύχτα στη διάρκεια των δεκαετιών του έντονου διωγμού. Έτσι λοιπόν, όσοι εργάζονταν εκεί έπρεπε να κάνουν δύο δουλειές—μία την ημέρα, καθώς ασχολούνταν με τις συνήθεις δραστηριότητές τους όπως και οι άλλοι πολίτες, και μία τη νύχτα, όταν εργάζονταν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες παράγοντας έντυπα για τις εκκλησίες.

Ωστόσο, αυτή η κατάσταση άλλαξε όταν κόπασε η εναντίωση και χαλάρωσε η επιτήρηση. Οι αδελφοί μπορούσαν τώρα να χρησιμοποιούν τα μυστικά τυπογραφεία πιο αποτελεσματικά και να διορίσουν και άλλους εθελοντές που θα φρόντιζαν για την εργασία. Ως αποτέλεσμα, η παραγωγή αυξήθηκε.

Οι αδελφοί βελτίωσαν, επίσης, τις τεχνικές εκτύπωσης. Για παράδειγμα, χρησιμοποιούσαν ειδικά πρότυπα τα οποία μπορούσαν να ετοιμαστούν σε γραφομηχανή. Τροποποίησαν, επίσης, τα πιεστήρια ούτως ώστε να τυπώνουν και στις δυο πλευρές της σελίδας ταυτόχρονα. Όλες αυτές οι βελτιώσεις έδωσαν περαιτέρω ώθηση στην παραγωγή. Οι μέρες που τα βοηθήματα μελέτης της Αγίας Γραφής γράφονταν με το χέρι φαινόταν πως ανήκαν πια στο παρελθόν!

Το γεγονός ότι υπήρχαν περισσότερα έντυπα σήμαινε, όπως ήταν επόμενο, πως οι αδελφοί μπορούσαν να κάνουν περισσότερη προσωπική μελέτη της Αγίας Γραφής. Αυτό, σε συνδυασμό με τα πολύ βελτιωμένα μέσα επικοινωνίας, βοήθησε να διαλυθούν οποιαδήποτε ίχνη σύγχυσης είχαν απομείνει από παλιά. Αυτές οι βελτιώσεις, όμως, ήταν απλώς μια πρόγευση των καλύτερων πραγμάτων που θα έφερνε το μέλλον για το λαό του Ιεχωβά στη Μολδαβία.

Η Αληθινή Λατρεία Ακμάζει

Αν και το σοβιετικό κομμουνιστικό σύστημα αποτελούσε στις ημέρες της ακμής του έναν πολιτικό και στρατιωτικό Γολιάθ, απέτυχε να εκριζώσει την αληθινή λατρεία. Μάλιστα, μέσω του προγράμματος εκτόπισης που εφάρμοσαν, οι Σοβιετικοί βοήθησαν άθελά τους στη διάδοση των καλών νέων σε μερικά από “τα πιο απομακρυσμένα μέρη της γης”. (Πράξ. 1:8) Ο Ιεχωβά υποσχέθηκε μέσω του Ησαΐα: «Οποιοδήποτε όπλο κατασκευαστεί εναντίον σου δεν θα έχει επιτυχία . . . Αυτή είναι η κληρονομική ιδιοκτησία των υπηρετών του Ιεχωβά, και η δικαιοσύνη τους είναι από εμένα». (Ησ. 54:17) Πόσο αληθινά έχουν αποδειχτεί αυτά τα λόγια!

Μια αλλαγή στην κυβέρνηση το 1985 έκανε τη ζωή πολύ πιο εύκολη για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Σοβιετική Ένωση. Δεν παρακολουθούνταν πια από τη μυστική αστυνομία και δεν πλήρωναν πρόστιμα επειδή παρευρίσκονταν σε θρησκευτικές συγκεντρώσεις. Μολονότι οι αδελφοί στη Μολδαβία συνέχιζαν να διεξάγουν τις τακτικές τους συναθροίσεις σε μικρούς ομίλους των δέκα ή και λιγότερων ατόμων, είχαν αρχίσει να επωφελούνται από ειδικές περιστάσεις, όπως γάμους και κηδείες, για να διεξάγουν μικρές συνελεύσεις περιοχής.

Κατόπιν, το καλοκαίρι του 1989, δόθηκε ώθηση στο έργο κηρύγματος όταν έγιναν τρεις διεθνείς συνελεύσεις στην Πολωνία, στις πόλεις Τσορζούφ (κοντά στο Κατοβίτσε), Πόζναν και Βαρσοβία. Παρευρέθηκαν εκατοντάδες εκπρόσωποι από τη Μολδαβία. Τι συγκινητική εμπειρία ήταν αυτή για εκείνους τους πιστούς αδελφούς, οι οποίοι είχαν συνηθίσει να συναθροίζονται κρυφά και σε μικρούς αριθμούς, να βρίσκονται τώρα ανάμεσα σε πλήθη χαρούμενων Μαρτύρων από πολλές χώρες—και να λατρεύουν τον Ιεχωβά όλοι μαζί!

Οι αδελφοί στη Μολδαβία δοκίμασαν και άλλη μία πνευματική ευλογία όταν το 1991 κατάφεραν να διεξαγάγουν συνελεύσεις περιοχής ελεύθερα για πρώτη φορά στην ιστορία του έργου σε αυτή τη χώρα. Το έτος 1992 σημειώθηκε ένα ακόμη ορόσημο—μια διεθνής συνέλευση στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας. Σε αυτή τη συνέλευση παρευρέθηκαν πολύ περισσότεροι Μολδαβοί από ό,τι και στις τρεις μαζί συνελεύσεις της Πολωνίας που είχαν γίνει το 1989. Ναι, ο Ιεχωβά είχε ανοίξει τις πύλες των υδάτων του ουρανού και είχε αρχίσει να εκχέει κρουνηδόν τις ευλογίες πάνω στους όσιους, γεμάτους εκτίμηση υπηρέτες του.

Εκπαίδευση Περιοδευόντων Επισκόπων

Η μεγαλύτερη ελευθερία σήμαινε και στενότερη επαφή ανάμεσα στην επιτροπή της χώρας που φρόντιζε για τη Σοβιετική Ένωση και στους περιοδεύοντες επισκόπους. Το Δεκέμβριο του 1989 αυτοί οι πνευματικά ώριμοι αδελφοί, 60 τότε τον αριθμό, συγκεντρώθηκαν για εκπαίδευση στο Λβοφ της Ουκρανίας. Δεδομένου ότι όλοι οι παρόντες είχαν υπομείνει φυλακίσεις, εγκλεισμό σε στρατόπεδα εργασίας και άλλες μορφές διωγμού, τι χαρωπή, ενισχυτική περίσταση αποτέλεσε η διεξαγωγή αυτών των μαθημάτων! Μάλιστα πολλοί είχαν ήδη δημιουργήσει στενές φιλίες στη διάρκεια των προηγούμενων δύσκολων καιρών.

Τέσσερις από τους περιοδεύοντες επισκόπους σε εκείνα τα μαθήματα ήταν από τη Μολδαβία. Επιστρέφοντας, μετέφεραν στις εκκλησίες τις σοφές συμβουλές που είχαν λάβει στο Λβοφ, ειδικά σε σχέση με το έργο κηρύγματος. Για παράδειγμα, παρότρυναν τους αδελφούς να συνεχίσουν να κηρύττουν το Λόγο του Θεού με διακριτικότητα, παρά τις νεοαποκτηθείσες ελευθερίες. (Ματθ. 10:16) Γιατί υπήρχε ακόμη ανάγκη να είναι προσεκτικοί; Επειδή τυπικά το έργο εξακολουθούσε να είναι υπό απαγόρευση.

Άμεση Ανάγκη για Αίθουσες Βασιλείας

Από τον καιρό που πρωτοξεκίνησε το έργο στη Μολδαβία, οι αδελφοί γνώριζαν ότι ήταν αναγκαίο να έχουν δικές τους αίθουσες συναθροίσεων. Μάλιστα το 1922, οι Σπουδαστές της Γραφής στο χωριό Κορζεούτσι έχτισαν μια αίθουσα με δικούς τους πόρους. Η αίθουσα αυτή που ονομάστηκε οίκος συναθροίσεων εξυπηρέτησε τις ανάγκες τους πολλά χρόνια.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν η επίσημη εναντίωση είχε αρχίσει να κοπάζει σημαντικά, πολλές πόλεις και χωριά είχαν εκκλησίες με αρκετές εκατοντάδες ευαγγελιζομένους. Αυτοί συναθροίζονταν λίγοι λίγοι σε σπίτια. Είχε έρθει άραγε η ώρα να προχωρήσουν στην οικοδόμηση Αιθουσών Βασιλείας; Για να το εξακριβώσουν αυτό, οι αδελφοί ήρθαν σε επαφή με διάφορους κοινοτάρχες.

Ορισμένοι από αυτούς τους αξιωματούχους αποδείχτηκαν πολύ συνεργάσιμοι. Αυτό έγινε στο Φετέστι, μια κωμόπολη 3.150 κατοίκων στη βόρεια Μολδαβία. Τον Ιανουάριο του 1990, οι ντόπιοι αδελφοί συναντήθηκαν με το δήμαρχο, ο οποίος τους πληροφόρησε ότι στη δική του κωμόπολη θα έπρεπε να θεωρούν το έργο τους ελεύθερο από τους επίσημους περιορισμούς. Οι αδελφοί, όντας ακόμη επιφυλακτικοί, δυσκολεύτηκαν να πιστέψουν αυτή την προσφορά. Γι’ αυτό, του ζήτησαν άδεια να τροποποιήσουν το σπίτι ενός αδελφού, ώστε η εκκλησία να μπορεί να το χρησιμοποιεί ως μικρή Αίθουσα Βασιλείας—αν και η εκκλησία είχε 185 ευαγγελιζομένους!

Ο δήμαρχος ενέκρινε το έργο, και οι αδελφοί άρχισαν τη δουλειά. Ωστόσο, σύντομα αντιμετώπισαν ένα τεράστιο πρόβλημα. Αν έριχναν έναν συγκεκριμένο τοίχο για να προχωρήσει το έργο, το σπίτι κατά πάσα πιθανότητα θα κατέρρεε! Οι εργασίες είχαν, λοιπόν, άδοξο τέλος. Τι θα έκαναν; Οι αδελφοί αποφάσισαν να πλησιάσουν και πάλι το δήμαρχο και να του εξηγήσουν το πρόβλημα. Πόσο ενθουσιάστηκαν όταν τους έδωσε την άδεια να οικοδομήσουν μια ολοκαίνουρια Αίθουσα Βασιλείας! Έτσι λοιπόν, η εκκλησία εργάστηκε πυρετωδώς και ολοκλήρωσε το έργο μέσα σε 27 μόλις ημέρες.

Για να χωρέσουν όλοι στην καινούρια Αίθουσα Βασιλείας, η Εκκλησία Φετέστι χωρίστηκε στα δύο. Πολλοί καινούριοι ευαγγελιζόμενοι, όμως, δεν είχαν ακόμη βαφτιστεί. Γιατί, λοιπόν, να μην περιλάμβαναν και το βάφτισμα στο πρόγραμμα της αφιέρωσης; Οι αδελφοί έθεσαν σε εφαρμογή αυτή την ιδέα. Γι’ αυτό, μετά την ομιλία βαφτίσματος, πήγαν όλοι σε ένα ποτάμι εκεί κοντά όπου 80 άτομα συμβόλισαν την αφιέρωσή τους στον Ιεχωβά.

Φυσικά πολλές ακόμη εκκλησίες χρειάζονταν επειγόντως Αίθουσα Βασιλείας. Έχοντας δει φωτογραφίες Αιθουσών Βασιλείας στα έντυπα, μερικές εκκλησίες αποφάσισαν ότι μπορούσαν να οικοδομήσουν κάτι παρόμοιο. Γι’ αυτό, συγκέντρωσαν όσους πόρους είχαν διαθέσιμους, πήραν πάρα πολλές πρωτοβουλίες και άρχισαν τη δουλειά. Αυτές δεν ήταν απλώς μεμονωμένες περιπτώσεις. Μεταξύ του 1990 και του 1995, οι αδελφοί οικοδόμησαν περισσότερες από 30 Αίθουσες Βασιλείας—όλες με εργασία από ντόπιους αδελφούς και με δική τους δαπάνη.

Επιλεγμένες Αίθουσες Βασιλείας χρησιμοποιήθηκαν επίσης για συνελεύσεις περιοχής. Ωστόσο, το ποσοστό παρακολούθησης ήταν τόσο υψηλό ώστε πολλά άτομα αναγκάζονταν να ακούν το πρόγραμμα έξω από την αίθουσα. Γι’ αυτό, οι αδελφοί άρχισαν να σκέφτονται την οικοδόμηση μιας Αίθουσας Συνελεύσεων. Και πάλι δεν χρονοτρίβησαν. Το 1992, σε διάστημα μόλις τριών μηνών, οικοδομήθηκε η πρώτη Αίθουσα Συνελεύσεων στη Μολδαβία—ένα κτίριο 800 θέσεων στο Κορζεούτσι. Τον επόμενο χρόνο, και πάλι με δική τους εργασία και πόρους, οι Μάρτυρες οικοδόμησαν μια Αίθουσα Συνελεύσεων 1.500 θέσεων στο Φετέστι.

Ο χρόνος για αυτή την οικοδομική δραστηριότητα αποδείχτηκε ευνοϊκός, επειδή στα μέσα της δεκαετίας του 1990 οι πολιτικές αλλαγές και μια οικονομική ύφεση συνέβαλαν στην απότομη υποτίμηση του μολδαβικού νομίσματος. Ως αποτέλεσμα, τα χρήματα που χρειάζονταν για την οικοδόμηση μιας ολόκληρης Αίθουσας Βασιλείας στις αρχές της δεκαετίας του 1990 δεν έφταναν μερικά χρόνια αργότερα ούτε για τις καρέκλες!

Οικοδόμηση Αιθουσών Βασιλείας στα Νότια

Ανόμοια με τις εκκλησίες στη βόρεια Μολδαβία, εκείνες που βρίσκονταν στα νότια είχαν λιγότερες Αίθουσες Βασιλείας. Έτσι λοιπόν, καθώς το έργο επεκτεινόταν γοργά στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, πολλές νεοσύστατες εκκλησίες στα νότια δυσκολεύονταν να βρουν κατάλληλους χώρους για να συναθροίζονται. Είχαν χρησιμοποιήσει δημόσια σχολεία, αλλά αυτά δεν ήταν πλέον εύκολο να τα νοικιάζουν.

Και πάλι ο Ιεχωβά μέσω της οργάνωσής του βοήθησε τους αδελφούς. Ακριβώς την κατάλληλη στιγμή, το Κυβερνών Σώμα, με τη διευθέτηση του Λογαριασμού για Αίθουσες Βασιλείας, διέθεσε τα κεφάλαια για την οικοδόμηση Αιθουσών Βασιλείας σε χώρες όπως η Μολδαβία, όπου οι εκκλησίες είχαν περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες.

Οι αδελφοί έχουν χρησιμοποιήσει αυτή την προμήθεια με καλά αποτελέσματα. Το Κισινάου αποτελεί θαυμάσιο παράδειγμα. Το 1999 δεν υπήρχε ούτε μία Αίθουσα Βασιλείας στην πρωτεύουσα. Αλλά μέχρι τον Ιούλιο του 2002 δέκα αίθουσες εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των 30 από τις 37 εκκλησίες της πόλης, και άλλες τρεις βρίσκονταν υπό κατασκευή.

Επιτέλους Νομική Αναγνώριση!

Στις 27 Αυγούστου 1991, η Μολδαβία έγινε ανεξάρτητη δημοκρατία. Επειδή η απαγόρευση του έργου των Μαρτύρων του Ιεχωβά είχε επιβληθεί από το σοβιετικό καθεστώς, δεν ίσχυε πλέον. Παρ’ όλα αυτά, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά που τότε ανέρχονταν στους 4.000 δεν είχαν ακόμη καταχωριστεί νομικά ως θρησκευτική οργάνωση.

Αφού έλαβε χρήσιμη κατεύθυνση από το Κυβερνών Σώμα, το γραφείο στη Μολδαβία πλησίασε αμέσως τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες ζητώντας τη νομική αναγνώριση των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Η νέα κυβέρνηση αποδείχτηκε ευνοϊκά διακείμενη ως προς αυτό το αίτημα. Απαιτήθηκε κάποιος χρόνος για να ετοιμαστούν τα απαραίτητα έγγραφα, αλλά τελικά, στις 27 Ιουλίου 1994, το γραφείο έλαβε το επίσημο πιστοποιητικό καταχώρισης.

Τι αξιομνημόνευτη ημέρα ήταν αυτή για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Μολδαβία! Έχοντας υπομείνει σχεδόν έξι δεκαετίες απαγορεύσεων, διωγμού και φυλακίσεων, τώρα μπορούσαν να λατρεύουν τον Ιεχωβά και να κηρύττουν τα καλά νέα ελεύθερα. Μπορούσαν επίσης να αρχίσουν να διεξάγουν συνελεύσεις περιφερείας. Πράγματι, τον Αύγουστο του 1994, έναν μήνα μετά τη νομική αναγνώριση, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά συγκεντρώθηκαν στο μεγαλύτερο στάδιο του Κισινάου για να διεξαγάγουν την πρώτη συνέλευση περιφερείας στη Μολδαβία. Πόσο συναρπαστική ήταν αυτή η περίσταση!

Επέκταση στο Μπέθελ

Μέχρι το 1995 ο αριθμός των ευαγγελιζομένων της Βασιλείας είχε ξεπεράσει τους 10.000. Ένα μικρό γραφείο στο Κισινάου φρόντιζε για κάποιες πτυχές του έργου στη Μολδαβία, αλλά τη γενική επίβλεψη την είχε το γραφείο τμήματος της Ρωσίας το οποίο βρισκόταν περίπου 2.000 χιλιόμετρα μακριά. Ωστόσο, το γραφείο τμήματος της Ρουμανίας απείχε μόλις 500 χιλιόμετρα, και οι περισσότεροι Μολδαβοί μιλούσαν τη ρουμανική γλώσσα. Μάλιστα η ρουμανική είχε γίνει η επίσημη γλώσσα της χώρας. Αφού, λοιπόν, εξέτασε όλους τους παράγοντες, το Κυβερνών Σώμα συνέστησε να γίνεται από το γραφείο τμήματος της Ρουμανίας η επίβλεψη του έργου στη Μολδαβία.

Στο μεταξύ, η συνεχιζόμενη αύξηση άρχισε να δημιουργεί σοβαρές δυσκολίες στο γραφείο στο Κισινάου, το οποίο ήταν απλώς ένα μικρό διαμέρισμα. Σαφώς είχε έρθει η ώρα να δημιουργηθεί μια οικογένεια Μπέθελ. Ανάμεσα στα πρώτα μέλη ήταν ο Ιόν και η Ιουλία Ρούσου. Ο αδελφός Ρούσου είχε υπηρετήσει ως αναπληρωτής επίσκοπος περιοχής από το 1991 ως το 1994. Ένα άλλο μέλος της οικογένειας Μπέθελ ήταν ο Γκεόργκε Γκορομπέτς, ο οποίος υπηρετούσε ως επίσκοπος περιφερείας προτού μεταφερθεί σε αυτόν τον καινούριο διορισμό. Έμενε εκτός Μπέθελ και πηγαινοερχόταν καθημερινά. Ο Γκουέντερ και η Ροζάρια Ματζούρα, απόφοιτοι της 67ης τάξης της Γαλαάδ, ήρθαν την 1η Μαΐου 1996 αφού είχαν υπηρετήσει αρκετά χρόνια στη Ρουμανία.

Καθώς ο αριθμός των ευαγγελιζομένων συνέχιζε να αυξάνει, το ίδιο συνέβαινε και με την ανάγκη για περισσότερους εθελοντές στο Μπέθελ. Ο χώρος, όμως, ήταν περιορισμένος. Επιπλέον, το 1998 ο οίκος Μπέθελ της Μολδαβίας ήταν ήδη μοιρασμένος σε πέντε διαφορετικά διαμερίσματα μέσα στην πόλη! Έτσι λοιπόν, άρχισε η αναζήτηση κατάλληλου οικοπέδου για την οικοδόμηση ενιαίου κτιρίου που θα στέγαζε τον οίκο Μπέθελ. Οι κρατικές αρχές στο Κισινάου πρόσφεραν ευγενώς στους αδελφούς μια έκταση 3 στρεμμάτων στην καρδιά της πόλης, την οποία οι αδελφοί δέχτηκαν με ευγνωμοσύνη. Αναμένοντας ακόμη μεγαλύτερη επέκταση, οι αδελφοί αγόρασαν επίσης ένα διπλανό οικόπεδο.

Χρησιμοποιήθηκε μια τοπική εταιρία για να φτιάξει το σκελετό του κτιρίου. Διεθνείς εθελοντές μαζί με ντόπιους αδελφούς και αδελφές έκαναν τις υπόλοιπες εργασίες. Η οικοδόμηση άρχισε το Σεπτέμβριο του 1998 και, μέσα σε 14 μήνες μόνο, τα μέλη της οικογένειας Μπέθελ μετακόμισαν με ενθουσιασμό στο καινούριο τους σπίτι, χαρούμενοι που επιτέλους θα έμεναν όλοι μαζί.

Το πρόγραμμα της αφιέρωσης του καινούριου Μπέθελ διεξάχθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 2000. Το παρακολούθησαν προσκεκλημένοι από 11 χώρες. Την επομένη, ο Γκέριτ Λος από το Κυβερνών Σώμα μίλησε σε ένα ακροατήριο 10.000 και πλέον ατόμων στο τοπικό στάδιο. Όλοι οι παρόντες ένιωσαν τον ένθερμο δεσμό της αγάπης που ενώνει το λαό του Ιεχωβά παγκόσμια.

Προς το παρόν, η οικογένεια Μπέθελ της Μολδαβίας αποτελείται από 26 άτομα. Μερικοί, όπως ο Νταβίντ και η Μιριάμ Γκροζέσκου, ήρθαν από το εξωτερικό για να υπηρετήσουν ως Μπεθελίτες σε αυτή τη χώρα. Άλλοι, όπως ο Ίνο Σλέντσιγκ, παρακολούθησαν τη Σχολή Διακονικής Εκπαίδευσης στην πατρίδα τους και στη συνέχεια δέχτηκαν να διοριστούν σε μια ξένη χώρα, στη Μολδαβία. Έτσι λοιπόν, ό,τι στερείται η οικογένεια Μπέθελ από πλευράς μεγέθους το αναπληρώνει με το παραπάνω η ποικιλία των εθνικοτήτων.

Εκπαίδευση Εργατών για το Θερισμό

Κατά τις δεκαετίες των απαγορεύσεων και του διωγμού, ο λαός του Ιεχωβά στη Μολδαβία μετέδιδε τα καλά νέα με διακριτικότητα και, φυσικά, ανεπίσημα. Αλλά τώρα ήταν ώρα να συμμετάσχουν φανερά στο έργο από σπίτι σε σπίτι και στο έργο δρόμου. Οι αδελφοί ασχολήθηκαν υπάκουα με αυτές τις μορφές διακονίας, δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση στο έργο δρόμου. Ωστόσο, καθώς ο αριθμός των ευαγγελιζομένων αύξανε, χρειαζόταν ισορροπία. Συνεπώς, οι εκκλησίες παροτρύνθηκαν να επικεντρωθούν στο έργο από σπίτι σε σπίτι, πράγμα το οποίο εφάρμοσαν πιστά.

Τώρα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, οι ευαγγελιζόμενοι άρχισαν να αντιλαμβάνονται πόσο πεινασμένοι ήταν οι γείτονές τους για γνήσια πνευματική τροφή. Προκειμένου να βοηθήσει στην κάλυψη αυτής της ανάγκης, η οργάνωση του Ιεχωβά προμήθευε στις εκκλησίες τη Σκοπιά, το Ξύπνα! και άλλα βοηθήματα για μελέτη της Γραφής τόσο στη ρουμανική όσο και στη ρωσική γλώσσα. Ταυτόχρονα, οι ευαγγελιζόμενοι εργάζονταν σκληρά για να βελτιώσουν την ποιότητα της διακονίας τους εφαρμόζοντας τις παρουσιάσεις που προτείνονταν από τη Διακονία Μας της Βασιλείας. Χρησιμοποίησαν επίσης επωφελώς την προοδευτική εκπαίδευση που παρέχεται μέσω της Σχολής Θεοκρατικής Διακονίας.

Περαιτέρω βοήθεια, ειδικά σε οργανωτικό επίπεδο, δόθηκε από ώριμους, έμπειρους αδελφούς που ήρθαν από άλλες χώρες. Σαν τις κρεβατίνες που στηρίζουν τις καρποφόρες κληματαριές, αυτοί οι ικανοί και πρόθυμοι διεθνείς βοηθοί έχουν αποτελέσει στήριγμα αλλά και σταθεροποιητικό παράγοντα για τις εκκλησίες.

Περίοδος Ραγδαίας Αύξησης

Η ραγδαία αύξηση η οποία σημειώνεται στον αριθμό των μαθητών στη Μολδαβία είναι εμφανής στην πρωτεύουσα, το Κισινάου, που έχει 662.000 κατοίκους. Τον Ιανουάριο του 1991, προτού δοθεί νομική αναγνώριση στους Μάρτυρες του Ιεχωβά, το Κισινάου είχε μόνο δύο εκκλησίες με 350 ευαγγελιζομένους περίπου. Αλλά τον Ιανουάριο του 2003 αυτός ο αριθμός είχε ανέλθει στις 37 εκκλησίες με 3.870 ευαγγελιζομένους και πλέον! Σε μια εκκλησία, 101 άτομα που έκαναν Γραφική μελέτη έγιναν ευαγγελιζόμενοι μέσα σε εννέα μόνο μήνες! Με τέτοια ραγδαία αύξηση, δεν είναι ασυνήθιστο να χωρίζονται οι εκκλησίες της πόλης μέσα σε δύο μόνο χρόνια περίπου.

Τον Αύγουστο του 1993, η Μολδαβία είχε συνολικά 6.551 ευαγγελιζομένους. Αλλά το Μάρτιο του 2002 αυτός ο αριθμός είχε ήδη ανέλθει στους 18.425—αύξηση 280 τοις εκατό μέσα σε εννέα χρόνια! Την ίδια εκείνη περίοδο, ο αριθμός των τακτικών σκαπανέων αυξήθηκε από 28 σε 1.232.

Από Αντιδήμαρχος, Σκαπανέας

Ανάμεσα σε αυτούς που γνώρισαν τον Ιεχωβά υπάρχουν και πολλοί πρώην κομμουνιστές, μερικοί από τους οποίους μάλιστα είχαν πολιτικά αξιώματα. Ένα τέτοιο άτομο ήταν και ο Βαλέριου Μίρζα, πρώην αντιδήμαρχος της Σορόκα, μιας πόλης με 39.000 κατοίκους περίπου. Σε ειδικές περιστάσεις κατά τις οποίες γίνονταν παρελάσεις, ο Βαλέριου ήταν στην εξέδρα των επισήμων τους οποίους χαιρετούσαν όσοι παρήλαυναν. Γι’ αυτό ήταν πασίγνωστος στην πόλη.

Τελικά, όμως, ο Βαλέριου άρχισε να μελετάει τη Γραφή και βαφτίστηκε. Πώς αντιδρούσαν οι άνθρωποι όταν τους έδινε μαρτυρία; «Σχεδόν όλοι με καλούσαν να περάσω μέσα», λέει ο αδελφός Μίρζα. «Είχα θαυμάσιες ευκαιρίες για να κηρύξω, και διαπιστώσαμε τόσο εγώ όσο και η σύζυγός μου ότι η πόλη μας ήταν πολύ παραγωγικός τομέας!» Σύντομα ο αδελφός Μίρζα διορίστηκε ειδικός σκαπανέας. Αυτός και η σύζυγός του υπηρέτησαν επίσης στο Μπέθελ έναν χρόνο. Τώρα έχουν το προνόμιο να συμμετέχουν στο έργο περιοχής.

Βοήθεια από Σκαπανείς

Η αναλογία των ευαγγελιζομένων ως προς τον πληθυσμό της Μολδαβίας είναι τώρα από τις καλύτερες στην Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά, πολλά χωριά και κωμοπόλεις δεν έχουν ακόμη Μάρτυρες. Εξαιτίας των δύσκολων οικονομικών συνθηκών, οι περισσότεροι ευαγγελιζόμενοι και σκαπανείς δεν μπορούν να υπηρετήσουν εκεί που η ανάγκη είναι μεγαλύτερη. Για να διασφαλιστεί το γεγονός ότι τα καλά νέα θα φτάσουν στους ανθρώπους σε ολόκληρο τον τομέα, το γραφείο τμήματος της Ρουμανίας διόρισε στη Μολδαβία σχεδόν 50 ειδικούς σκαπανείς. Είκοσι και πλέον από αυτούς έχουν ωφεληθεί επίσης από την εκπαίδευση που παρέχει η Σχολή Διακονικής Εκπαίδευσης, η οποία έχει διεξαχθεί στη Ρουμανία, στη Ρωσία και στην Ουκρανία.

Αυτοί οι σκληρά εργαζόμενοι ευαγγελιστές έχουν έξοχα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, όταν ένα ζεύγος ειδικών σκαπανέων, ο Σεργκέι και η Οξάνα Ζιγκέλ, διορίστηκαν στο Καουσένι το 1995, η πόλη είχε μόνο έναν όμιλο με 15 ευαγγελιζομένους. Το ζεύγος Ζιγκέλ βοήθησε τους ντόπιους αδελφούς να ξεκινήσουν πολλές καινούριες Γραφικές μελέτες. Εκδήλωσαν επίσης χαρωπό σκαπανικό πνεύμα, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να ενωθούν και πολλοί άλλοι μαζί τους στην ολοχρόνια υπηρεσία. Τώρα το Καουσένι έχει δύο εκκλησίες με 155 ευαγγελιζομένους περίπου—δεκαπλάσια αύξηση σε εφτά μόνο χρόνια! Στο μεταξύ, το ζεύγος Ζιγκέλ έχει αναλάβει το έργο περιοχής το οποίο τους δίνει τη δυνατότητα να βοηθούν πολύ περισσότερες εκκλησίες.

Ελευθερία μετ’ Εμποδίων

Η ανθρώπινη διακυβέρνηση, ανεξάρτητα από τη μορφή που παίρνει, συνοδεύεται από προβλήματα. Υπό τη ρουμανική μοναρχία, τη φασιστική δικτατορία και την κομμουνιστική διακυβέρνηση, ο λαός του Ιεχωβά στη Μολδαβία έπρεπε να αγωνίζεται να αντεπεξέλθει στην εναντίωση από τον κλήρο, στις απαγορεύσεις, στο διωγμό και στον εκτοπισμό. Σήμερα, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, όπως και οι γείτονές τους, χρειάζεται να αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες—οι οποίες συχνά αναγκάζουν και τους δύο γονείς να εργάζονται. Κάποιοι άλλοι δυσκολεύονται να βρουν εργασία.

Ταυτόχρονα, το έγκλημα και η διαφθορά αυξάνουν καθώς οι άνθρωποι διαβρώνονται από τον υλισμό και την ηθική κατάπτωση. Μπορεί ο λαός του Ιεχωβά να αποδειχτεί νικητής παρά τις ύπουλες αυτές απειλές κατά της πνευματικότητάς του; Και βέβαια μπορεί! Έχει μάθει εκ πείρας ότι ο Ιεχωβά δεν εγκαταλείπει ποτέ τους οσίους του, οι οποίοι αποβλέπουν σε αυτόν για βοήθεια όταν συναντούν στο δρόμο τους δοκιμασίες και πειρασμούς.—2 Τιμ. 3:1-5· Ιακ. 1:2-4.

Η παρούσα κατάσταση μας φέρνει στο νου το 14ο κεφάλαιο της Αποκάλυψης, το οποίο μιλάει για δύο συμβολικούς θερισμούς. Ο ένας είναι ο θερισμός «του κλήματος της γης»—μια κακή σοδειά η οποία, όπως έχει προφητευτεί, αφθονεί στη διάρκεια αυτών των τελευταίων ημερών. (Αποκ. 14:17-20· Ψαλμ. 92:7) Σύντομα, αυτό το «κλήμα» μαζί με όλους τους σάπιους καρπούς του θα εκριζωθεί και θα ριχτεί «στο μεγάλο πατητήρι του θυμού του Θεού». Πώς λαχταρούν οι υπηρέτες του Ιεχωβά να έρθει αυτός ο καιρός!

Στο μεταξύ, οι χρισμένοι Χριστιανοί και οι σύντροφοί τους χαίρονται με την πνευματική τους ευημερία. Ναι, το «αμπέλι κρασιού που βράζει» το οποίο ανήκει στον Ιεχωβά θα συνεχίσει να παράγει αφθονία θρεπτικής πνευματικής τροφής, ελκύοντας τα προβατοειδή άτομα σε αυτή την πλούσια καρποφορία. Γιατί μπορεί ο λαός του Θεού να είναι πεπεισμένος για αυτό; Επειδή ο ίδιος ο Ιεχωβά προστατεύει το πολύτιμο αμπέλι του. (Ησ. 27:2-4) Πόσο φανερό έχει γίνει πράγματι αυτό στη Μολδαβία! Ομολογουμένως, οι δολοπλοκίες του Σατανά—είτε ο διωγμός είτε ο εκτοπισμός είτε η συκοφαντική προπαγάνδα είτε οι ψευδάδελφοι—έχουν ταλαιπωρήσει το λαό του Θεού, αλλά ποτέ δεν τον κατέβαλαν πνευματικά.—Ησ. 54:17.

Ναι, «ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που υπομένει δοκιμασία, επειδή, όταν γίνει επιδοκιμασμένος, θα λάβει το στεφάνι της ζωής, το οποίο υποσχέθηκε [ο Ιεχωβά] σε εκείνους που τον αγαπούν». (Ιακ. 1:12) Έχοντας αυτά τα πολύτιμα λόγια υπόψη, είθε η ιστορία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Μολδαβία να σας υποκινήσει ώστε να συνεχίσετε να “αγαπάτε” τον Ιεχωβά, να εξακολουθήσετε να “υπομένετε δοκιμασία” και να «κάνετε πολύ καρπό».—Ιωάν. 15:8.

[Υποσημείωση]

a Το όνομα Μολδαβία θα χρησιμοποιηθεί στο κείμενο ως αντίστοιχο της Βεσσαραβίας και της παλιάς Μολδαβίας, εκτός και αν τα συμφραζόμενα ορίζουν κάτι διαφορετικό. Ωστόσο, ας ληφθεί υπόψη ότι τα σημερινά σύνορα της Δημοκρατίας της Μολδαβίας δεν συμπίπτουν με τα σύνορα της παλιάς Βεσσαραβίας και της παλιάς Μολδαβίας. Μέρος της Βεσσαραβίας, για παράδειγμα, βρίσκεται τώρα στην Ουκρανία και ένα τμήμα της παλιάς Μολδαβίας βρίσκεται στη Ρουμανία.

[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 71]

Κελάρι Κρασιού για τη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη

Τα μεγάλα καλοκαίρια και τα εύφορα εδάφη της Μολδαβίας την καθιστούν ιδεώδη τόπο για την παραγωγή κρασιού​—μια βιομηχανία που έχει ιστορία χιλιάδων ετών. Στα τέλη του τρίτου αιώνα Π.Κ.Χ. η παραγωγή κρασιού αυξήθηκε αισθητά όταν ο τοπικός πληθυσμός δημιούργησε διασυνδέσεις με τους Έλληνες και αργότερα, το δεύτερο αιώνα Κ.Χ., με τους Ρωμαίους.

Σήμερα, η παραγωγή κρασιού αποτελεί σημαντικό μέρος της γεωργικής παραγωγής και απασχολεί σχεδόν 130 οινοποιεία, τα οποία παράγουν ως και 140 εκατομμύρια λίτρα το χρόνο. Περίπου το 90 τοις εκατό του κρασιού εξάγεται, κυρίως στη Ρωσία και στην Ουκρανία οι οποίες εισάγουν περίπου το 80 και το 7 τοις εκατό αντίστοιχα.

[Πλαίσιο στη σελίδα 72]

Συνοπτική Εικόνα της Μολδαβίας

Η χώρα: Η κεντρική και η βόρεια Μολδαβία αποτελούνται από δασώδεις περιοχές που περιλαμβάνουν υψίπεδα με πλούσια βλάστηση και λιβαδοστέπες. Ο νότος είναι κυρίως καλλιεργούμενη στέπα.

Οι κάτοικοι: Η εθνότητα των Μολδαβών αποτελεί τα δύο τρίτα περίπου του πληθυσμού. Ο υπόλοιπος πληθυσμός περιλαμβάνει κατά σειρά ποσοστού Ρώσους, Ουκρανούς, Γκαγκαούζους, Βούλγαρους και Εβραίους. Οι περισσότεροι Μολδαβοί ανήκουν στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία.

Η γλώσσα: Επίσημη γλώσσα είναι η ρουμανική. Πολλοί μιλούν επίσης τη ρωσική, ειδικά στις πόλεις, και έτσι συνήθως χρησιμοποιούνται και οι δυο γλώσσες.

Οι πόροι διαβίωσης: Η γεωργία και η κατεργασία τροφίμων αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας. Η βιομηχανία βρίσκεται υπό ανάπτυξη.

Η τροφή: Οι σοδειές περιλαμβάνουν σταφύλια, σιτάρι, καλαμπόκι, ζαχαρότευτλα και ηλίανθους. Τα κτηνοτροφικά ζώα είναι κυρίως βοοειδή, αγελάδες για γαλακτοκομικά προϊόντα και χοίροι.

Το κλίμα: Οι θερμοκρασίες κυμαίνονται περίπου μεταξύ -4ο C τον Ιανουάριο και 21ο C τον Ιούλιο. Σε γενικές γραμμές το κλίμα είναι θερμό με συγκριτικά ήπιους χειμώνες. Το μέσο ύψος της ετήσιας βροχόπτωσης φτάνει περίπου τα 50 εκατοστά.

[Πλαίσιο στη σελίδα 83-85]

Εξέχοντα Παραδείγματα Χριστιανικής Ουδετερότητας

Ζουρζ Βακαρτσούκ: Ο αδελφός Βακαρτσούκ ανατράφηκε ως Μάρτυρας του Ιεχωβά. Το Δεκέμβριο του 1942, οι φασίστες τον κάλεσαν για στρατιωτική υπηρεσία. Αρνήθηκε να πάρει όπλο και τον έκλεισαν 16 ημέρες σε ένα κατασκότεινο κελί με ελάχιστο φαγητό. Οι αρχές τον ξανακάλεσαν και του υποσχέθηκαν να ακυρώσουν την ποινή του—η οποία δεν του είχε ακόμη γνωστοποιηθεί—αν έκανε ό,τι του είχαν πει προηγουμένως. Εκείνος αρνήθηκε και πάλι.

Ως αποτέλεσμα, καταδικάστηκε σε 25ετή φυλάκιση. Αλλά η φυλάκισή του διακόπηκε όταν ήρθαν οι σοβιετικές δυνάμεις στις 25 Σεπτεμβρίου 1944. Ωστόσο, λιγότερο από δυο μήνες αργότερα, προσπάθησαν να τον επιστρατεύσουν οι Σοβιετικοί. Επειδή αρνήθηκε να παραβιάσει τη Γραφικά εκπαιδευμένη συνείδησή του, καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια καταναγκαστικής εργασίας σε διάφορα στρατόπεδα. Επί 12 μήνες η οικογένειά του δεν ήξερε πού βρισκόταν ο Ζουρζ. Αφού εξέτισε ποινή πέντε ετών, ο αδελφός Βακαρτσούκ αφέθηκε ελεύθερος στις 5 Δεκεμβρίου 1949. Επέστρεψε στο σπίτι του στο Κορζεούτσι και παρέμεινε πιστός μέχρι το θάνατό του στις 12 Μαρτίου 1980.

Παρφίν Γκοριατσόκ: Ο αδελφός Γκοριατσόκ γεννήθηκε το 1900 και γνώρισε την αλήθεια της Γραφής στο χωριό Χλίνα μεταξύ των ετών 1925 και 1927. Αυτός και τα αδέλφια του, ο Νικολάε και ο Ιόν, γνώρισαν την αλήθεια από τον Νταμιάν και τον Αλεξάντρου Ρόσου, τους πρώτους Σπουδαστές της Γραφής στο χωριό.

Το 1933, ο Παρφίν, μαζί με άλλους Μάρτυρες, συνελήφθη και μεταφέρθηκε στην πόλη Χοτίν, όπου τον ανέκριναν και κατόπιν του επέβαλαν πρόστιμο επειδή κήρυττε. Το 1939, κατόπιν παρότρυνσης του ιερέα του χωριού, έφεραν τον Παρφίν στο αστυνομικό τμήμα του γειτονικού χωριού Γκιλαβέτς. Εκεί οι αστυνομικοί τον έδεσαν μπρούμυτα στις τάβλες ενός κρεβατιού και τον χτυπούσαν στα πέλματα.

Όταν ήρθαν στην εξουσία οι φασίστες, ο Παρφίν συνελήφθη ξανά και στάλθηκε στη φυλακή. Τον ίδιο χρόνο, ωστόσο, οι Σοβιετικοί τον απελευθέρωσαν, αλλά τον συνέλαβαν αμέσως επειδή αρνήθηκε τη στρατιωτική υπηρεσία. Τον κράτησαν στη φυλακή στο Κισινάου αρκετούς μήνες και μετά τον άφησαν ελεύθερο.

Το 1947 οι Σοβιετικοί συνέλαβαν και πάλι τον Παρφίν, και αυτή τη φορά τον καταδίκασαν σε οχταετή εξορία επειδή κήρυττε τη Βασιλεία του Θεού. Το 1951 τα παιδιά του εκτοπίστηκαν στη Σιβηρία. Ωστόσο, δεν στάλθηκαν εκεί που βρισκόταν ο πατέρας τους. Στην πραγματικότητα, δεν τον ξαναείδαν ποτέ. Ο Παρφίν αρρώστησε σοβαρά ενόσω βρισκόταν στην εξορία και πέθανε το 1953, πιστός μέχρι το τέλος.

Βασίλε Πεντουρέτς: Ο αδελφός Πεντουρέτς, ο οποίος γεννήθηκε το 1920 στο Κορζεούτσι, γνώρισε την αλήθεια το 1941 στη διάρκεια της φασιστικής περιόδου. Έτσι λοιπόν, υπέφερε και αυτός τόσο από τους φασίστες όσο και από τους Σοβιετικούς. Στους Σοβιετικούς είπε θαρραλέα: «Δεν πυροβόλησα μπολσεβίκους και δεν πρόκειται να σκοτώσω φασίστες».

Για αυτή τη στάση του που βασιζόταν στην Αγία Γραφή και στη συνείδησή του, ο Βασίλε καταδικάστηκε σε δεκαετή εγκλεισμό σε σοβιετικό στρατόπεδο εργασίας. Ωστόσο, η ποινή του μειώθηκε στα πέντε χρόνια και επέστρεψε στο σπίτι του στις 5 Αυγούστου 1949. Όταν συνελήφθη τρίτη φορά, είχε ξεκινήσει η «Επιχείρηση Βορράς». Έτσι λοιπόν, την 1η Απριλίου 1951, ο Βασίλε και η οικογένειά του επιβιβάστηκαν σε ένα φορτηγό βαγόνι με προορισμό τη Σιβηρία. Αφού έμειναν περίπου πέντε χρόνια εκεί, τους επέτρεψαν να γυρίσουν στο Κορζεούτσι, στη Μολδαβία. Ο Βασίλε πέθανε πιστός στον Ιεχωβά στις 6 Ιουλίου 2002, ενόσω ετοιμαζόταν αυτή η έκθεση.

[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 89, 90]

“Δεν θα Αντάλλασσα με Τίποτα τη Ζωή που Έζησα Υπηρετώντας”

Ιόν Σάβα Ουρσόι

Έτος γέννησης: 1920

Έτος βαφτίσματος: 1943

Ιστορικό: Υπηρέτησε ως επίσκοπος περιοχής κατά την κομμουνιστική περίοδο.

Γεννήθηκα στο Καρακουσένι της Μολδαβίας και γνώρισα την αλήθεια πριν ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η σύζυγός μου πέθανε το 1942. Στην κηδεία της ένας όχλος με κυνήγησε και με έδιωξε από το νεκροταφείο. Γιατί; Επειδή είχα αλλάξει τη θρησκεία μου. Αργότερα, τον ίδιο χρόνο, η φασιστική κυβέρνηση με κάλεσε να υπηρετήσω στο στρατό. Επειδή επιθυμούσα να παραμείνω πολιτικά ουδέτερος, αρνήθηκα να υπηρετήσω στο στρατό. Καταδικάστηκα σε θάνατο, αλλά αργότερα η ποινή μου μειώθηκε σε 25ετή φυλάκιση. Με πήγαιναν από στρατόπεδο σε στρατόπεδο. Ενόσω ήμουν φυλακισμένος στην Κραϊόβα της Ρουμανίας, ήρθε ο σοβιετικός στρατός και μας ελευθέρωσε.

Δεν πρόλαβα καλά καλά να νιώσω ελεύθερος και οι κομμουνιστές με έστειλαν ξανά στη φυλακή στο Καλίνιν της Ρωσίας. Δυο χρόνια μετά, το 1946, με άφησαν να γυρίσω στο χωριό μου, όπου βοήθησα στην αναδιοργάνωση του έργου κηρύγματος. Στη συνέχεια, το 1951, οι Σοβιετικοί με συνέλαβαν και πάλι. Αυτή τη φορά με εκτόπισαν στη Σιβηρία μαζί με πολλούς άλλους Μάρτυρες. Στο σπίτι μου επέστρεψα το 1969.

Αναπολώντας τη ζωή μου, θυμάμαι πολλές καταστάσεις στις οποίες ο Ιεχωβά μού έδωσε τη δύναμη να διακρατήσω την ακεραιότητά μου. Δεν θα αντάλλασσα με τίποτα στον κόσμο τη ζωή που έζησα υπηρετώντας τον Δημιουργό μου. Τώρα παλεύω με τους περιορισμούς της προχωρημένης ηλικίας και τη φθίνουσα υγεία μου. Αλλά η βέβαιη ελπίδα για ζωή στο νέο κόσμο, τότε που το σώμα μου θα ανακτήσει το νεανικό του σφρίγος, ενδυναμώνει την απόφαση που έχω πάρει να μην “παραιτούμαι από το να κάνω το καλό”.—Γαλ. 6:9.

[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 100-102]

Έχω Πολλούς Λόγους για να Ψάλλω

Αλεξάντρα Κορντόν

Έτος Γέννησης: 1929

Έτος Βαφτίσματος: 1957

Ιστορικό: Πέρασε κακουχίες υπό το σοβιετικό καθεστώς και τώρα υπηρετεί ως ευαγγελιζόμενη.

Η αγάπη μου για το τραγούδι με βοήθησε να βρω την αλήθεια και αργότερα να μείνω πνευματικά δυνατή όταν η πίστη μου δοκιμάστηκε. Η ιστορία μου αρχίζει τη δεκαετία του 1940, όταν ως έφηβη ήρθα σε επαφή με μια ομάδα νεαρών ατόμων στο Κορζεούτσι, στους οποίους άρεσε πολύ να ψάλλουν ύμνους της Βασιλείας και να συζητούν Γραφικά θέματα στον ελεύθερο χρόνο τους. Οι πνευματικές αλήθειες που έμαθα από εκείνες τις συζητήσεις και τους ύμνους μού έκαναν πολύ μεγάλη εντύπωση.

Σύντομα έγινα διαγγελέας των καλών νέων. Αυτό στάθηκε αιτία να με συλλάβουν το 1953 μαζί με δέκα άλλους Μάρτυρες. Μέχρι να γίνει η δίκη, με φυλάκισαν στο Κισινάου. Διατήρησα την πνευματική μου δύναμη ψάλλοντας ύμνους της Βασιλείας, οι οποίοι προφανώς εξαγρίωσαν έναν από τους φρουρούς. «Βρίσκεσαι στη φυλακή», μου είπε. «Δεν είναι τόπος αυτός για να τραγουδάς!»

Του απάντησα: «Όλη μου τη ζωή τραγουδάω. Γιατί να σταματήσω τώρα; Μπορείς να με κλειδώσεις, αλλά το στόμα μου δεν μπορείς να το κλειδώσεις. Η καρδιά μου είναι ελεύθερη και αγαπώ τον Ιεχωβά. Άρα, έχω πολλούς λόγους για να ψάλλω».

Η ποινή που μου απαγγέλθηκε ήταν 25 χρόνια σε στρατόπεδο εργασίας στην Ίντα, κοντά στον Αρκτικό Κύκλο. Στη διάρκεια των σύντομων καλοκαιρινών μηνών, δούλευα με τους άλλους Μάρτυρες στα γύρω δάση. Και πάλι οι ύμνοι της Βασιλείας, πολλούς από τους οποίους τους ξέραμε απέξω, μας βοήθησαν να παραμείνουμε πνευματικά δυνατοί και να νιώθουμε μέσα μας ελεύθεροι. Μάλιστα οι φρουροί μας, ανόμοια με το φρουρό στο Κισινάου, μας παρότρυναν να ψάλλουμε.

Έμεινα στο στρατόπεδο της Ίντα τρία χρόνια, τρεις μήνες και τρεις ημέρες. Μετά, επειδή δόθηκε αμνηστία, αφέθηκα ελεύθερη. Επειδή δεν μου επέτρεπαν ακόμα να γυρίσω στο σπίτι μου στη Μολδαβία, πήγα στο Τομσκ της Ρωσίας. Εκεί έσμιξα με το σύζυγό μου, ο οποίος είχε επίσης μείνει κάποιο διάστημα στη φυλακή. Ήμασταν χωριστά τέσσερα χρόνια.

Εξαιτίας της σύλληψής μου, δεν είχα προλάβει να συμβολίσω την αφιέρωσή μου στον Ιεχωβά με βάφτισμα στο νερό. Μίλησα λοιπόν για αυτό το ζήτημα στους αδελφούς στο Τομσκ. Εφόσον και αρκετοί άλλοι ήθελαν να βαφτιστούν, οι αδελφοί διευθέτησαν αμέσως να γίνει βάφτισμα. Ωστόσο, λόγω της απαγόρευσης, αποφάσισαν να γίνει νύχτα το βάφτισμα σε μια λίμνη στο κοντινό δάσος.

Την καθορισμένη ώρα, βγήκαμε από το Τομσκ και μπήκαμε στο δάσος ανά δύο, για να μην κινήσουμε υποψίες. Το κάθε ζευγάρι θα ακολουθούσε το ζευγάρι που προπορευόταν μέχρι να φτάσουμε όλοι ασφαλείς στη λίμνη. Τουλάχιστον έτσι είχαμε σχεδιάσει. Δυστυχώς, οι δύο ηλικιωμένες αδελφές που πήγαιναν μπροστά από εμένα και την αδελφή που με συνόδευε ξέφυγαν από την πορεία τους. Εμείς τις ακολουθήσαμε, και εκείνοι που ήταν πίσω από εμάς μας ακολούθησαν και αυτοί πιστά. Σε λίγο βρεθήκαμε, περίπου δέκα άτομα, να περιπλανιόμαστε στο σκοτάδι, μουσκεμένοι ως το κόκαλο από την υγρή βλάστηση και τρέμοντας από το κρύο. Αρχίσαμε να φανταζόμαστε αρκούδες και λύκους, που γνωρίζαμε ότι τριγύριζαν στην περιοχή. Τα νεύρα μας ήταν τόσο τεντωμένα ώστε κάθε περίεργος θόρυβος μας έκανε να τιναζόμαστε.

Συνειδητοποιώντας πόσο σημαντικό ήταν να μην πανικοβληθούμε και να μη χάσουμε το κουράγιο μας, πρότεινα να σταθούμε ήσυχα και να σφυρίξουμε το σκοπό από έναν ύμνο της Βασιλείας, ελπίζοντας να μας ακούσουν οι υπόλοιποι. Επίσης προσευχηθήκαμε ένθερμα. Φανταστείτε τη χαρά μας όταν ακούσαμε τον ίδιο σκοπό να έρχεται σαν απάντηση μέσα στο σκοτάδι! Όντως, οι αδελφοί μας μάς είχαν ακούσει! Άναψαν γρήγορα έναν φακό για να μπορέσουμε να τους βρούμε. Λίγο αργότερα βαφτιστήκαμε στο παγωμένο νερό, αλλά από τη χαρά μας ούτε που καταλάβαμε το κρύο.

Τώρα είμαι 74 ετών και είμαι πίσω στο Κορζεούτσι, εκεί που πρωτοβρήκα την αλήθεια. Παρά την προχωρημένη ηλικία μου, έχω ακόμη πολλούς λόγους για να ψάλλω, ένας δε από τους βασικότερους είναι το να αινώ τον ουράνιο Πατέρα μας.

[Πλαίσιο/Εικόνες στη σελίδα 104-106]

Προσπάθησα να Ακολουθήσω το Παράδειγμα των Γονέων Μου

Βασίλε Ούρσου

Έτος Γέννησης: 1927

Έτος Βαφτίσματος: 1941

Ιστορικό: Υπηρέτησε ως υπηρέτης εκκλησίας και εργάστηκε στην παραγωγή εντύπων υπό την επιφάνεια.

Οι γονείς μου, ο Σιμεόν και η Μαρία Ούρσου, βαφτίστηκαν το 1929. Ήμουν το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά τους. Στη διάρκεια της φασιστικής περιόδου, ο πατέρας μου και η μητέρα μου συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε 25 χρόνια καταναγκαστικής εργασίας λόγω της ουδέτερης στάσης τους. Πνευματικοί αδελφοί και αδελφές από την εκκλησία του γειτονικού Κορζεούτσι φρόντιζαν εμάς τα παιδιά και το αγρόκτημά μας. Έτσι λοιπόν, δεν μας έλειψε ποτέ το φαγητό. Η ηλικιωμένη γιαγιά μας, που δεν ήταν στην αλήθεια, βοηθούσε και αυτή στη φροντίδα μας. Εγώ ήμουν 14 ετών τότε.

Χάρη στο καλό παράδειγμα των γονέων μου, προσπάθησα πολύ σκληρά να φροντίσω τα αδέλφια μου από πνευματική άποψη. Για να το πετύχω αυτό, τα ξυπνούσα νωρίς κάθε μέρα για να εξετάσουμε όλοι μαζί ένα μέρος από τα Γραφικά έντυπά μας. Δεν είχαν πάντα όρεξη να σηκωθούν από το κρεβάτι, αλλά δεν τους άφηνα περιθώρια επιλογής. Ήξερα πόσο σημαντικό ήταν να έχουμε καλές συνήθειες μελέτης. Ως αποτέλεσμα, όταν οι γονείς μας απελευθερώθηκαν έπειτα από λίγα χρόνια και γύρισαν στο σπίτι το 1944, ευχαριστήθηκαν πολύ που είδαν ότι ήμασταν πολύ καλά στην πνευματική μας υγεία. Πόση χαρά νιώσαμε όταν ξανασμίξαμε! Η ευτυχία μας, όμως, δεν κράτησε πολύ.

Το επόμενο έτος, οι Σοβιετικοί συνέλαβαν τον πατέρα και τον φυλάκισαν στο Νόριλσκ της Σιβηρίας, πάνω από τον Αρκτικό Κύκλο. Τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκα την Εμίλια, μια αδελφή γεμάτη ζωντάνια και πνευματικό φρόνημα. Στην ουσία είχαμε μεγαλώσει μαζί, και έτσι τη γνώριζα καλά. Ωστόσο, μόλις έναν χρόνο μετά το γάμο μας με συνέλαβαν, μαζί με τη μητέρα μου. Μας έστειλαν στο Κισινάου, όπου μας καταδίκασαν σε 25 χρόνια καταναγκαστικά έργα. Η Εμίλια φρόντιζε στοργικά τα αδέλφια μου, που τώρα είχαν στερηθεί και τους γονείς τους και το μεγάλο τους αδελφό.

Τελικά, με έστειλαν στα ανθρακωρυχεία του Βορκούτα, ένα διαβόητο στρατόπεδο εργασίας βόρεια του Αρκτικού Κύκλου. Δυο χρόνια αργότερα, το 1951, η Εμίλια και τα τέσσερα αδέλφια μου—τρία αγόρια και ένα κορίτσι—εξορίστηκαν στο Τομσκ, στη δυτική Σιβηρία. Το 1955, η Εμίλια ζήτησε να μεταφερθεί στο Βορκούτα για να είναι μαζί μου. Εκεί γέννησε το πρώτο από τα τρία παιδιά μας, ένα κορίτσι που το ονομάσαμε Ταμάρα.

Το Σεπτέμβριο του 1957 δόθηκε αμνηστία και αφεθήκαμε ελεύθεροι. Αλλά έναν μήνα μετά, με συνέλαβαν και πάλι. Η ποινή μου αυτή τη φορά ήταν εφτά χρόνια σε στρατόπεδο εργασίας στη Μορδοβία, κοντά στο Σαράνσκ της Ρωσίας. Και άλλοι πολλοί αδελφοί στάλθηκαν εκεί, και επρόκειτο να έρθουν περισσότεροι. Όταν έρχονταν οι γυναίκες μας να μας επισκεφτούν, κατάφερναν να περνούν κρυφά μια τακτική ποσότητα εντύπων, πράγμα που εκτιμούσαμε πάρα πολύ. Το Δεκέμβριο του 1957, η Εμίλια μετακόμισε στο Κουργκάν της δυτικής Σιβηρίας για να φροντίζει την κόρη μας την Ταμάρα η οποία έμενε με τους γονείς της Εμίλια. Το αποτέλεσμα ήταν να χωριστούμε, η Εμίλια και εγώ, για εφτά χρόνια. Ωστόσο, αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να μη στείλουν την Ταμάρα σε κρατικό ίδρυμα.

Το 1964 με άφησαν ελεύθερο αλλά δεν μου επέτρεψαν να γυρίσω στο σπίτι μου στη Μολδαβία. Αν και οι κινήσεις μου ήταν ακόμη περιορισμένες επισήμως, κατάφερα να σμίξω με τη σύζυγό μου και την κόρη μου στο Κουργκάν, όπου υπηρέτησα στην εκκλησία ως οδηγός μελέτης βιβλίου. Το 1969 μετακομίσαμε στο Κρασνοντάρ, στον Καύκασο. Αφού υπηρετήσαμε εκεί οχτώ χρόνια, μετακομίσαμε στο Τσιρτσίκ, στο Ουζμπεκιστάν. Εκεί εργάστηκα στο τυπογραφείο που λειτουργούσε υπό την επιφάνεια. Τελικά, το 1984 μας επέτρεψαν να γυρίσουμε στη Μολδαβία. Εγκατασταθήκαμε στην Τιγκίνα, μια πόλη 160.000 κατοίκων που είχε μόνο 18 ευαγγελιζομένους. Καθώς περνούσε ο καιρός, αυτός ο μικρός όμιλος αυξήθηκε και τώρα υπάρχουν εννέα εκκλησίες αποτελούμενες από σχεδόν 1.000 ευαγγελιζομένους και σκαπανείς.

Μήπως μετάνιωσα για τα πολλά χρόνια που πέρασα σε στρατόπεδα εργασίας και σε φυλακές για χάρη του Κυρίου; Ούτε στο ελάχιστο! Για εμένα τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα, ακόμη και όταν ήμουν 14 ετών και είχα μόλις βαφτιστεί: Ή αγαπάς τον Θεό ή αγαπάς τον κόσμο! Εφόσον είχα αποφασίσει να υπηρετώ τον Ιεχωβά, δεν μου πέρασε καθόλου από το μυαλό να συμβιβαστώ.—Ιακ. 4:4.

[Εικόνες]

Αριστερά: Βασίλε Ούρσου

Πάνω αριστερά: Ο Βασίλε με τη σύζυγό του Εμίλια και την κόρη τους Ταμάρα

[Πλαίσιο/Εικόνες στη σελίδα 108-110]

Ένα Αγοράκι με ένα Λουλούδι Συγκίνησε την Καρδιά Μου

Βαλεντίνα Κοζοκάρου

Έτος Γέννησης: 1952

Έτος Βαφτίσματος: 1997

Ιστορικό: Ήταν δασκάλα υπό το σοβιετικό καθεστώς και είχε συμπεριλάβει τον αθεϊσμό στα μαθήματά της.

Το 1978 ήμουν νηπιαγωγός στο Φετέστι της Μολδαβίας. Ήμουν επίσης άθεη. Σε μια συνάντηση του προσωπικού, μας υπέδειξαν να κάνουμε επισταμένες προσπάθειες για να διδάξουμε τον αθεϊσμό στα παιδιά των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Το θεώρησα καλή ιδέα. Έτσι λοιπόν, προσπάθησα να επινοήσω τρόπους για να φτάσω στην καρδιά των μαθητών μου που ήταν Μάρτυρες. Σκέφτηκα κάτι που πίστευα ότι ήταν καλή ιδέα.

Ζήτησα από την τάξη να ετοιμάσει δύο παρτέρια. Στο ένα τα παιδιά έπρεπε να φυτέψουν λουλούδια, τα οποία θα πότιζαν και θα καθάριζαν από τα αγριόχορτα. Αλλά το άλλο δεν έπρεπε να το πειράξουν. Ανήκε στον Θεό, όπως τους είπα. Θα το φρόντιζε εκείνος. Η τάξη δέχτηκε την εργασία με ενθουσιασμό. Φυσικά, καθώς περνούσε ο καιρός και τα παιδιά πότιζαν και καθάριζαν το παρτέρι που είχαν φυτέψει, «ο κηπάκος του Θεού» είχε γεμίσει αγριόχορτα.

Τότε, λοιπόν, μια φωτεινή και ηλιόλουστη ημέρα, μάζεψα την τάξη μπροστά από τα δύο παρτέρια. Επαίνεσα τα παιδιά για τις εξαιρετικές τους προσπάθειες, και μετά άρχισα να λέω τα όσα είχα ετοιμάσει προσεκτικά εκ των προτέρων. «Προσέξατε ότι ο Θεός δεν έκανε τίποτα στο παρτέρι του;» ρώτησα. «Βλέπετε πόσο φανερό είναι ότι αυτό το παρτέρι δεν ανήκει σε κανέναν;»

Τα παιδιά συμφώνησαν ότι σίγουρα έτσι έδειχναν τα πράγματα. Τότε έφτασα στο σημείο που ήθελα να καταλήξω: «Όπως καταλαβαίνετε, παιδιά, αυτό το παρτέρι είναι έτσι επειδή ο Θεός υπάρχει μόνο στη φαντασία των ανθρώπων. Άρα, αν ο Θεός δεν υπάρχει πραγματικά, πώς μπορεί να φροντίσει τα λουλούδια ή οτιδήποτε άλλο;»

Ενώ μιλούσα, παρατηρούσα τα παιδιά για να βλέπω τις αντιδράσεις τους. Πρόσεξα ένα αγοράκι, του οποίου οι γονείς ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά, να ενοχλείται όλο και πιο πολύ. Τελικά, δεν άντεξε άλλο. Έτρεξε σε ένα χωράφι εκεί κοντά, έκοψε μια ανθισμένη πικραλίδα και μου την έφερε λέγοντας: «Αν ο Θεός δεν υπάρχει, τότε πώς μεγάλωσε αυτό το λουλούδι; Κανένας από εμάς δεν το φρόντισε». Η λογική του παιδιού ήταν καταπέλτης για εμένα. Συνειδητοποίησα μέσα μου ότι το παιδί είχε φέρει ένα ισχυρό επιχείρημα.

Επειδή είχα μεγαλώσει ως κομμουνίστρια, χρειάστηκε να περάσουν χρόνια μέχρι να κάνω το επόμενο βήμα—να εξετάσω την Αγία Γραφή. Ωστόσο, το 1995 πλησίασα τους ντόπιους Μάρτυρες και ζήτησα μελέτη. Φανταστείτε τη χαρά μου όταν έμαθα ότι κάποιος πρώην μαθητής μου θα ήταν τώρα ένας από τους δασκάλους μου!

Ασφαλώς, το κομμουνιστικό σύστημα μου έδωσε καλή κοσμική εκπαίδευση. Αλλά δεν με δίδαξε τα πιο σπουδαία μαθήματα στη ζωή. Σήμερα, χάρη στον Ιεχωβά και σε ένα θαρραλέο αγοράκι, μπορώ να χρησιμοποιώ τόσο την πνευματική όσο και την κοσμική μου εκπαίδευση για να βοηθάω άλλους να κατανοήσουν ότι υπάρχει πράγματι ένας Θεός που ενδιαφέρεται πάρα πολύ για τα ανθρώπινα πλάσματά του.

[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 113-115]

Γεννήθηκα στην Εξορία

Λίντια Σεβαστιάν

Έτος Γέννησης: 1954

Έτος Βαφτίσματος: 1995

Ιστορικό: Αφού ανατράφηκε από μητέρα Μάρτυρα του Ιεχωβά και μη ομόπιστο πατέρα, έχασε την επαφή της με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά επί πολλά χρόνια.

Η μητέρα μου και η γιαγιά μου έγιναν Μάρτυρες του Ιεχωβά στις αρχές της δεκαετίας του 1940. Ο πατέρας μου, αν και ήταν καλός άνθρωπος, δεν δέχτηκε την αλήθεια της Αγίας Γραφής εκείνον τον καιρό. Το 1951 η μητέρα μου είχε ήδη δύο παιδιά και ήταν έγκυος περιμένοντας δίδυμα. Τον Απρίλιο εκείνου του έτους, οι αρχές προσπάθησαν να διαλύσουν την οικογένειά μας. Ενώ ο πατέρας μου ήταν στη δουλειά, έβαλαν τη μητέρα μου—που ήταν ετοιμόγεννη—και τα μεγαλύτερα αδέλφια μου σε ένα τρένο με κατεύθυνση τη Σιβηρία. Πριν φύγουν, όμως, η μητέρα κατάφερε να ειδοποιήσει τον πατέρα μου, ο οποίος έτρεξε στο σπίτι. Αν και δεν ήταν Μάρτυρας, ανέβηκε και αυτός στο τρένο και πήγε στην εξορία μαζί με την οικογένειά του.

Καθώς ταξίδευαν για τη Σιβηρία, επιτράπηκε στη μητέρα μου να μείνει για λίγο στην πόλη Άσινο ώστε να γεννήσει τα δίδυμα. Η υπόλοιπη οικογένεια έπρεπε να συνεχίσει ως το Τομσκ, όπου ο πατέρας μου βρήκε κατάλυμα. Τον έβαλαν να δουλεύει μαζί με αδελφούς. Λίγες εβδομάδες αργότερα, πήγε και η μητέρα μου με τα νεογέννητα δίδυμα. Δυστυχώς, τα μωρά πέθαναν εξαιτίας των απάνθρωπων συνθηκών μέσα στις οποίες έπρεπε να ζήσει η οικογένεια.

Παρ’ όλα αυτά, άλλα τέσσερα παιδιά γεννήθηκαν στην εξορία, περιλαμβανομένου του εαυτού μου και του δίδυμου αδελφού μου. Ο πατέρας μου μας φρόντιζε όλους με αφοσίωση. Τελικά, το 1957, μας επέτρεψαν να επιστρέψουμε στο χωριό μας. Η μητέρα μου συνέχισε να ενσταλάζει στην καρδιά μας τις αρχές της Γραφής, παρά το γεγονός ότι η μυστική αστυνομία είχε γίνει σκιά της.

Ο πατέρας μου, από την άλλη πλευρά, ενδιαφερόταν πρωτίστως να λάβουν τα παιδιά του καλή κοσμική εκπαίδευση. Έτσι λοιπόν, σε ηλικία 16 ετών πήγα στο Κισινάου για να σπουδάσω στο πανεπιστήμιο. Αργότερα παντρεύτηκα και πήγα στο Καζακστάν, όπου απομονώθηκα όχι μόνο από τους γονείς μου αλλά και από την οργάνωση του Ιεχωβά. Επέστρεψα στο Κισινάου το 1982 και άρχισα αμέσως να ψάχνω για εκκλησία του λαού του Ιεχωβά, αλλά μάταια. Επί οχτώ χρόνια νόμιζα πως ήμουν η μόνη στην πόλη που ήθελε να λατρεύει τον Ιεχωβά.

Κάποια ημέρα, καθώς στεκόμουν σε μια στάση λεωφορείου, άκουσα δυο γυναίκες να μιλάνε για τον Ιεχωβά. Πήγα πιο κοντά για να ακούσω καλύτερα. Νομίζοντας ότι ήμουν πράκτορας της Κα-Γκε-Μπε, οι γυναίκες άλλαξαν συζήτηση. Όταν ξεκίνησαν να φύγουν, τις ακολούθησα, πράγμα που προφανώς τις αναστάτωσε. Γι’ αυτό, τις πλησίασα γρήγορα και, έπειτα από κάποια συζήτηση, τις έπεισα για την ειλικρίνειά μου. Επιτέλους είχε εκπληρωθεί το όνειρό μου να συνδεθώ με την οργάνωση του Ιεχωβά! Δυστυχώς, όμως, ο σύζυγός μου εναντιώθηκε.

Είχαμε ήδη δύο παιδιά. Το 1992 έκανα μια εγχείρηση στη σπονδυλική μου στήλη και χρειάστηκε να μείνω έξι μήνες ακίνητη στο κρεβάτι στο νοσοκομείο. Σε αυτή την καταθλιπτική περίοδο της ζωής μου, συνέβη κάτι υπέροχο: Ο γιος μου ο Πάβελ έλαβε θέση υπέρ του Ιεχωβά και βαφτίστηκε το 1993 στη διεθνή συνέλευση στο Κίεβο. Με τον καιρό ανέρρωσα αρκετά και μπόρεσα να ξαναπερπατήσω. Το 1995, λοιπόν, συμβόλισα και εγώ την αφιέρωσή μου στον Ιεχωβά.

Σήμερα, πολλά μέλη της οικογένειάς μου είναι Μάρτυρες, γεγονός για το οποίο ευχαριστώ τον Ιεχωβά και τη μητέρα μου, της οποίας το σταθερό παράδειγμα πάντα με ενέπνεε. Όσο για τον πατέρα μου, ο οποίος μας φρόντισε δείχνοντας εξαιρετική αφοσίωση, με πολλή χαρά αναφέρω ότι προτού πεθάνει έγινε και αυτός υπηρέτης του Ιεχωβά.

[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 117, 118]

Οι Θυσίες μας Ωχριούν σε Σύγκριση με Αυτές του Ιεχωβά

Μιχάι Ουρσόι

Έτος Γέννησης: 1927

Έτος Βαφτίσματος: 1945

Ιστορικό: Υπέστη διωγμό και από τους φασίστες και από τους κομμουνιστές.

Έγινα ευαγγελιζόμενος των καλών νέων το 1941. Το 1942, σε ηλικία 15 ετών, έπρεπε να λάβω στρατιωτική εκπαίδευση στο τοπικό σχολείο. Στην αίθουσα διδασκαλίας υπήρχαν κρεμασμένες φωτογραφίες του Βασιλιά Μιχαήλ της Ρουμανίας και του στρατηγού Αντονέσκου, καθώς και εικόνες της Παρθένου Μαρίας. Όταν η τάξη μας θα έμπαινε στην αίθουσα, θα έπρεπε να τις προσκυνήσουμε και να κάνουμε το σημείο του σταυρού. Τρεις από εμάς αρνήθηκαν να το κάνουν αυτό.

Γι’ αυτόν το λόγο, η τοπική αστυνομία μάς έδειρε αλύπητα. Περάσαμε τη νύχτα στο σχολείο. Το πρωί μας έστειλαν στο Κορζεούτσι, όπου μας έδειραν και πάλι. Από το Κορζεούτσι μάς οδήγησαν σε κάποια άλλα μέρη και ύστερα μας πήραν πεζούς 100 περίπου χιλιόμετρα μακριά, εκεί που θα περνούσαμε στρατοδικείο. Τα πόδια μου είχαν ματώσει από το περπάτημα. Τελικά με έστειλαν στο σπίτι μου χωρίς να καταδικαστώ, πιθανώς λόγω της ηλικίας μου.

Όταν ήμουν 18 ετών, με επιστράτευσαν οι σοβιετικές αρχές. Και πάλι αρνήθηκα να συμβιβάσω την ουδετερότητά μου και με έδειραν βάναυσα, όπως και το φίλο μου τον Γκεόργκε Νιμένκο. Μάλιστα αυτός υπέκυψε στα τραύματά του έπειτα από έξι εβδομάδες. Και πάλι με έστειλαν στο σπίτι μου, λόγω της ηλικίας μου υποθέτω. Οι Σοβιετικοί με ξανασυνέλαβαν το 1947, απειλώντας με αυτή τη φορά ότι θα με τουφέκιζαν αν αρνιόμουν τη στρατιωτική υπηρεσία. Αντί για αυτό, όμως, με έβαλαν στην απομόνωση για δυο μήνες και μετά με έστειλαν σε καταναγκαστικά έργα στη διώρυγα Βόλγα-Ντον. Η εργασία αποδείχτηκε εξαιρετικά επικίνδυνη και πολλοί σκοτώθηκαν. Γλίτωσα παρά τρίχα τον τραυματισμό σε κάποιο πολύνεκρο δυστύχημα, και με έστειλαν πίσω στη Μολδαβία.

Εκεί παντρεύτηκα. Το 1951, μαζί με τη σύζυγό μου τη Βέρα η οποία τότε ήταν έγκυος, πήγα εξορία—ταξιδεύοντας πρώτα με τρένο και μετά με πλοίο—στην τάιγκα της Σιβηρίας, μια τεράστια έκταση με υποαρκτικά δάση, όπου με έβαλαν να κόβω ξύλα. Η Βέρα και εγώ μέναμε σε μια παράγκα με άλλες 16 οικογένειες. Ευτυχώς, το 1959 μας επέτρεψαν να επιστρέψουμε στο σπίτι μας στη Μολδαβία.

Πολλά πράγματα με ενίσχυσαν στη διάρκεια εκείνων των δύσκολων ετών και με ενισχύουν μέχρι σήμερα. Ένα από αυτά ήταν το παράδειγμα πίστης του αδελφού μου του Ιόν. (Βλέπε σελίδα 89.) Καταδικάστηκε σε θάνατο, και μολονότι δεν ήξερε ότι η ποινή του θα άλλαζε, αρνήθηκε να συμβιβαστεί. Ενισχύομαι επίσης όταν αναλογίζομαι πώς ο Ιεχωβά φρόντιζε πάντοτε για εμένα και, αργότερα, για τη σύζυγό μου στη διάρκεια των δοκιμασιών που υπομείναμε λόγω του ονόματός του. Ωστόσο, οι δικές μας θυσίες ωχριούν σε σύγκριση με ό,τι έκανε ο Ιεχωβά για χάρη μας στέλνοντας τον Γιο του να πεθάνει ως λύτρο για εμάς. Ο στοχασμός γύρω από αυτή τη θαυμάσια προμήθεια με βοηθάει να αντιμετωπίζω την κάθε ημέρα με χαρά.

[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 121-123]

Ένιωσα την Τρυφερή Φροντίδα του Ιεχωβά

Μιχαϊλίνα Γκεοργκίτσα

Έτος Γέννησης: 1930

Έτος Βαφτίσματος: 1947

Ιστορικό: Σύνδεσμος και μεταφράστρια στη διάρκεια των ετών της απαγόρευσης.

Γνώρισα την αλήθεια το 1945 και χαιρόμουν να μεταδίδω τα καλά νέα στους συγχωριανούς μου στο Γκλοντένι, καθώς και στο γειτονικό χωριό Πετρούνια. Επειδή έδινα μαρτυρία στο σχολείο, οι σχολικές αρχές αρνήθηκαν να μου δώσουν απολυτήριο. Έστω και έτσι, όμως, είχα τη μεγάλη χαρά να χρησιμοποιώ τις γνώσεις μου για να βοηθώ στη μετάφραση των Γραφικών εντύπων από τη ρουμανική και την ουκρανική γλώσσα στη ρωσική.

Λίγο μετά το βάφτισμά μου, με έπιασαν να μεταφράζω και με καταδίκασαν σε 25 χρόνια καταναγκαστικά έργα στο Βορκούτα, βόρεια του Αρκτικού Κύκλου, όπου βρίσκονταν και πολλές άλλες αδελφές. Παρά τις αντίξοες συνθήκες, όλες μας συνεχίσαμε να κηρύττουμε. Επίσης καταφέρναμε να βρίσκουμε έντυπα. Μάλιστα αντιγράψαμε μερικά για δική μας χρήση μέσα στο ίδιο το στρατόπεδο.

Μια μέρα συνάντησα μια νεαρή γυναίκα η οποία είχε συλληφθεί επειδή οι αρχές νόμισαν εσφαλμένα ότι ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά. Της πρότεινα να μελετήσει το Λόγο του Θεού, εφόσον ο Ιεχωβά έχει τη δύναμη να απελευθερώνει το λαό του αν αυτός είναι ο σκοπός του. Τελικά, συμφώνησε να κάνει Γραφική μελέτη και έγινε αδελφή μας. Λίγο αργότερα, αφέθηκε ελεύθερη.

Ύστερα, με μετέφεραν στην Καραγκαντά, στο Καζακστάν. Τελικά, στις 5 Ιουλίου 1956 με άφησαν και εμένα ελεύθερη. Μετακόμισα στο Τομσκ, όπου γνώρισα και παντρεύτηκα τον Αλεξάντρου Γκεοργκίτσα, ο οποίος είχε μείνει έξι χρόνια στη φυλακή λόγω της πίστης του. Και οι δυο μας συνεχίσαμε να κηρύττουμε στον αχανή τομέα της Σιβηρίας, γνωρίζοντας ότι η μυστική αστυνομία μάς παρακολουθούσε ακόμη. Κατόπιν μετακομίσαμε στο Ιρκούτσκ, το οποίο βρίσκεται κοντά στη λίμνη Βαϊκάλη, προς τα δυτικά. Εκεί συνεχίσαμε να παράγουμε έντυπα κρυφά. Αργότερα υπηρετήσαμε επίσης στο Μπισκέκ του Κιργιζιστάν. Μολονότι ο Αλεξάντρου πρόσεχε όταν έδινε μαρτυρία, τον έπιασαν και τον καταδίκασαν σε δεκαετή φυλάκιση.

Ο εισαγγελέας είπε ότι μπορούσα να επισκέπτομαι τον Αλεξάντρου ενόσω ήταν υπόδικος στη φυλακή. Δεδομένου ότι αυτό δεν επιτρεπόταν συνήθως, τον ρώτησα γιατί μου έδειχνε τέτοια καλοσύνη. «Είστε νεαρό ζευγάρι», είπε, «και έχετε παιδί. Ίσως ξανασκεφτείτε την απόφασή σας». Είπα στον εισαγγελέα ότι ο Αλεξάντρου και εγώ είχαμε πάρει προ πολλού την απόφασή μας να υπηρετούμε τον Ιεχωβά και είχαμε σκοπό να παραμείνουμε πιστοί. Αυτός απάντησε: «Ακόμη και η Γραφή σας λέει ότι ένας ζωντανός σκύλος είναι σε καλύτερη θέση από ένα ψόφιο λιοντάρι». (Εκκλ. 9:4) «Αυτό είναι αλήθεια», είπα, «αλλά ο ζωντανός σκύλος που περιγράφετε δεν θα κληρονομήσει το νέο κόσμο του Θεού».

Ο Αλεξάντρου εξέτισε τα δέκα χρόνια της φυλάκισής του και έμεινε έναν ακόμη χρόνο σε κατ’ οίκον περιορισμό. Μετά την απελευθέρωσή του, μετακομίσαμε στο Καζακστάν και έπειτα στο Ουζμπεκιστάν για να βοηθήσουμε στο έργο. Τέλος, το 1983 επιστρέψαμε στη Μολδαβία, νιώθοντας μεγάλη χαρά που μας είχε δοθεί το ασύγκριτο προνόμιο να βοηθήσουμε άτομα με ειλικρινή καρδιά σε πολλά διαφορετικά μέρη να μάθουν για τον Ιεχωβά.

Αναλογιζόμενη το παρελθόν, παραδέχομαι ασφαλώς ότι η ζωή μου δεν υπήρξε πάντοτε εύκολη. Αλλά το ίδιο ισχύει και για τους γείτονές μου οι οποίοι δεν είναι Μάρτυρες. Και αυτοί επίσης αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα. Η διαφορά είναι, όμως, ότι εμείς υποφέραμε για χάρη των καλών νέων. Ως εκ τούτου, νιώσαμε την τρυφερή φροντίδα και την προστασία του Ιεχωβά. Επιπλέον, υπάρχει προοπτική πέρα από τις δοκιμασίες μας, ένα ένδοξο και αιώνιο μέλλον.

[Πίνακας/Γράφημα στη σελίδα 80, 81]

ΜΟΛΔΑΒΙΑ—ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ

1891: Ο Κ. Τ. Ρώσσελ επισκέπτεται το Κισινιόφ, στη Βεσσαραβία (τώρα Κισινάου, στη Μολδαβία)

1895

1921: Η ετήσια έκθεση αναφέρει ότι 200 και πλέον άτομα έχουν δεχτεί την αλήθεια της Αγίας Γραφής.

1922: Οικοδομείται ο πρώτος «οίκος συναθροίσεων» στο Κορζεούτσι.

1925: Το έργο των Σπουδαστών της Γραφής τίθεται υπό απαγόρευση.

1930

1940: Η Βεσσαραβία εκχωρείται από τη Ρουμανία στην ΕΣΣΔ και μετονομάζεται σε ΣΣΔ της Μολδαβίας.

1941: Η Ρουμανία παίρνει πίσω τη Μολδαβία. Ο φασισμός και η υστερία του πολέμου επιφέρουν διωγμό στους Μάρτυρες.

1944: Η ΕΣΣΔ ανακαταλαμβάνει τη Μολδαβία. Ο διωγμός συνεχίζεται.

1949: Οι Σοβιετικοί αρχίζουν τον εκτοπισμό των Μαρτύρων του Ιεχωβά και άλλων.

1951: Ο Στάλιν ξεκινάει την «Επιχείρηση Βορράς».

Δεκαετία του 1960: Η Κα-Γκε-Μπε προσπαθεί να προκαλέσει διάσπαση και διαίρεση ανάμεσα στο λαό του Θεού.

1965

1989: Οι Μάρτυρες απολαμβάνουν μεγαλύτερη θρησκευτική ελευθερία. Μολδαβοί εκπρόσωποι παρακολουθούν συνελεύσεις περιφερείας στην Πολωνία.

1991: Η ΣΣΔ της Μολδαβίας μετονομάζεται σε Δημοκρατία της Μολδαβίας. Διεξάγονται οι πρώτες συνελεύσεις περιοχής. Γίνεται η πρώτη επίσκεψη ζώνης από εκπρόσωπο των κεντρικών γραφείων.

1994: Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά λαβαίνουν νομική καταχώριση. Διεξάγεται η πρώτη συνέλευση περιφερείας στο Κισινάου.

2000

2000: Γίνεται η αφιέρωση του νέου οίκου Μπέθελ στο Κισινάου.

2003: 18.473 ευαγγελιζόμενοι είναι δραστήριοι στη Μολδαβία.

[Γράφημα]

(Βλέπε έντυπο)

Σύνολο Ευαγγελιζομένων

Σύνολο Σκαπανέων

20.000

10.000

1895 1930 1965 2000

[Χάρτες στη σελίδα 73]

(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)

ΟΥΚΡΑΝΙΑ

ΜΟΛΔΑΒΙΑ

Μπριτσένι

Ταμπάνι

Λιπκάνι

Σιραούτσι

Κορζεούτσι

Τσάουλ

Φετέστι

Σορόκα

Μπέλτσι

Πετρούνια

ΚΙΣΙΝΑΟΥ

Καουσένι

Ποταμός Δνείστερος

Ποταμός Προύθος

ΡΟΥΜΑΝΙΑ

Ιάσιο

[Ολοσέλιδη εικόνα στη σελίδα 66]

[Εικόνα στη σελίδα 74]

Ο Ιλίε Γκρόζα, ένας από τους πρώτους Μάρτυρες στη Μολδαβία

[Εικόνα στη σελίδα 75]

Τούντορ Γκρόζα

[Εικόνα στη σελίδα 78]

Γιοάνα Γκρόζα

[Εικόνες στη σελίδα 92]

Ο Παρφίν Παλαμαρτσούκ και ο γιος του Νικολάε

[Εικόνα στη σελίδα 93]

Βασίλε Γκέρμαν

[Εικόνα στη σελίδα 94]

Νικολάε Ανικέβιτσι

[Εικόνα στη σελίδα 95]

Μαρία Γκέρμαν

[Εικόνες στη σελίδα 96]

Φορτηγά βαγόνια που χρησιμοποιήθηκαν για τον εκτοπισμό των Μαρτύρων στη Σιβηρία

[Εικόνα στη σελίδα 98]

Ιβάν Μίκιτκοβ

[Εικόνα στη σελίδα 99]

Κονσταντίν Σόμπε

[Εικόνες στη σελίδα 107]

Ο Νικολάι Βολοσανόφσκι με το βιβλιάριο «Διπλός Πάτος»

[Εικόνα στη σελίδα 111]

Γκεόργκε Γκορομπέτς

[Εικόνα στη σελίδα 126]

Η Αίθουσα Συνελεύσεων στο Φετέστι

[Εικόνα στη σελίδα 131]

Η επιτροπή χώρας στη Μολδαβία, από αριστερά προς τα δεξιά: Νταβίντ Γκροζέσκου, Ανατόλι Γκραβτσούκ και Τιμπέριου Κοβάκς

    Ελληνικές Εκδόσεις (1950–2025)
    Αποσύνδεση
    Σύνδεση
    • Ελληνική
    • Κοινή Χρήση
    • Προτιμήσεις
    • Copyright © 2025 Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania
    • Όροι Χρήσης
    • Πολιτική Απορρήτου
    • Ρυθμίσεις Απορρήτου
    • JW.ORG
    • Σύνδεση
    Κοινή Χρήση