Αυστρία
Η ΜΟΥΣΙΚΗ αντηχεί παντού στις αυστριακές Άλπεις. Η Αυστρία, εκτός από το ότι είναι πασίγνωστη για τις υπέροχες μουσικές συνθέσεις του Χάυντν, του Μότσαρτ, του Σούμπερτ, του Στράους και άλλων, φημίζεται επίσης και για τη φυσική της ομορφιά. Πυκνά δάση, καθαρές λίμνες και πλατιές κοιλάδες χωρίζουν πολλές από τις χιονοσκέπαστες Άλπεις της, οι οποίες υψώνονται μεγαλόπρεπα προς τον ουρανό φτάνοντας σε ύψος 3.797 μέτρων. Τελικά, αυτές οι κορυφές καταλήγουν σε κυματοειδείς λόφους και σε χαμηλές εύφορες για τη γεωργία πεδιάδες στα ανατολικά. Η ωραιότητα αυτού του μεγαλειώδους περιβάλλοντος έχει αυξηθεί από την πνευματική ομορφιά της Βιβλικής αλήθειας που ξεπρόβαλε στην Αυστρία στις αρχές της δεκαετίας του 1900. Και από τότε, οι επιβλητικές κορυφές της Αυστρίας και οι πράσινες κοιλάδες της έχουν αντηχήσει με ωδές που ‘εξυμνούν τον Θεό’, τον Ιεχωβά.—Ψαλμ. 149:6.
Επί αιώνες η Αυστρία αποτελούσε μέρος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. Αργότερα, ενώθηκε με την Ουγγαρία στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Έτσι, δεν είναι απορίας άξιο το γεγονός ότι το 98 τοις εκατό του πληθυσμού μιλάει γερμανικά και ότι στις εθνικές ομάδες συμπεριλαμβάνονται Μαγυάροι (Ούγγροι), Κροάτες και Σλοβένοι. Όταν η Βιέννη ήταν η πρωτεύουσα της τεράστιας αυτοκρατορίας, καθώς επίσης και στις περιόδους που ακολούθησαν τους παγκόσμιους πολέμους, πλήθη ανθρώπων συγκεντρώθηκαν για να ζήσουν σ’ αυτή την πολύχρωμη πόλη που βρίσκεται στον Ποταμό Δούναβη. Έτσι, το 20 τοις εκατό και πλέον του πληθυσμού της Αυστρίας, που τον αποτελούν κάπου 7.575.700 άτομα, βρίσκεται τώρα στη Βιέννη.
Επί αιώνες η επίσημη θρησκεία της Αυστρίας ήταν ο Ρωμαιοκαθολικισμός, όπως τον επέβαλαν οι Αψβούργοι κυβερνήτες. Ακόμη και σήμερα, το 84 τοις εκατό του πληθυσμού ομολογούν ότι είναι Ρωμαιοκαθολικοί και υπάρχει ένα κονκορδάτο ανάμεσα στην Αυστρία και στο Βατικανό που εξασφαλίζει την από μέρους της κυβέρνησης οικονομική υποστήριξη της Καθολικής Εκκλησίας. Ένα 6 τοις εκατό είναι καταχωρημένοι ως Προτεστάντες. Ωστόσο, αυτοί οι αριθμοί δεν δείχνουν την πραγματική στάση των ανθρώπων απέναντι στη θρησκεία, επειδή η αφοσίωση στους θρησκευτικούς θεσμούς έχει εξασθενήσει πάρα πολύ. Πολλά απ’ αυτά τα άτομα διστάζουν να διασπάσουν ανοιχτά τους παραδοσιακούς θρησκευτικούς δεσμούς τους επειδή ο μέσος Αυστριακός ενδιαφέρεται για το ‘Τι θα πουν οι άνθρωποι’.
Απαιτήθηκε μεγάλη προσπάθεια και η ευλογία του πνεύματος του Ιεχωβά για να εντοπιστούν τα θεοφοβούμενα άτομα και να διδαχτούν τις οδούς του Ιεχωβά. Ως αποτέλεσμα, υπάρχουν σήμερα στην Αυστρία πάνω από 17.700 άτομα που έχουν δείξει ότι ενδιαφέρονται περισσότερο για το ‘Τι θα πει ο Θεός’. Αυτοί αποτελούν τις 246 εκκλησίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Πρώτες Προσπάθειες Μαρτυρίας
Στην αρχή του 20ού αιώνα, η θρησκευτική ζωή στην Αυστρία ακολουθούσε το ρυθμό που είχε πρωταρχικά επιβάλει η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Μολονότι οι Προτεστάντες κατείχαν ορισμένα δικαιώματα που είχαν παραχωρηθεί από το λεγόμενο Διάταγμα της Ανοχής του 1781, στους περισσότερους από τους υπόλοιπους ανθρώπους δεν επιτρεπόταν να ασκούν τη θρησκεία τους παρά μόνο ιδιωτικά. Παρ’ όλα αυτά, ο Κάρολος Τέιζ Ρώσσελ, ο πρώτος πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, αποφάσισε να πάει στη Βιέννη το 1911 για να κατευθύνει αρχικά την προσοχή του στον ιουδαϊκό πληθυσμό.
Ταξιδεύοντας με το τρένο, έφτασε στη Βιέννη, όπου είχε ενοικιαστεί η μεγάλη αίθουσα του Ξενοδοχείου Κοντινένταλ για τις 22 Μαρτίου. Η ομιλία του, που ήταν σχεδιασμένη να προσελκύσει τους ειλικρινείς Ιουδαίους, επρόκειτο να έχει το θέμα: «Ο Σιωνισμός στην Προφητεία». Ποια θα ήταν η αντίδραση αυτού του ιουδαϊκού πληθυσμού στις εξηγήσεις των Βιβλικών προφητειών που θα έδινε ο αδελφός Ρώσσελ; Κάποιος Ιουδαίος ραβίνος από τη Νέα Υόρκη, είχε στείλει ένα τηλεγράφημα με ένα μακρύ δυσφημιστικό μήνυμα προειδοποιώντας τους Ιουδαίους εναντίον των Σπουδαστών της Γραφής, όπως ήταν τότε γνωστοί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ως αποτέλεσμα, μολονότι η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη όταν ο αδελφός Ρώσσελ ανέβηκε στο βήμα, αυτός σύντομα συνειδητοποίησε ότι περίπου το ένα τρίτο του ακροατηρίου ήταν αποφασισμένοι να τον εμποδίσουν να μιλήσει.
Αργότερα, ο Ρώσσελ ανέφερε: «Αμέσως από την αρχή της ομιλίας μας, αυτοί φώναζαν και στρίγκλιζαν σ’ ολόκληρη την αίθουσα και μερικοί απ’ αυτούς έδιναν την εντύπωση ότι ήταν δαιμονισμένοι. . . . Προσπαθήσαμε να πούμε ένα-δυο λόγια για να καθησυχάσουμε τους φόβους τους, αλλά μάταια. . . . Φαίνεται ότι αρκετοί απ’ αυτούς ανυπομονούσαν να μας χτυπήσουν, αλλά μια ισχυρή αλυσίδα από τους πιο λογικούς σχημάτισε έναν προστατευτικό κλοιό γύρω μας. Εμείς δεν είχαμε φοβηθεί, αλλά εκείνοι που ήξεραν τους αντιπάλους μας καλύτερα, φαίνεται ότι είχαν φοβηθεί αρκετά για μας. Αφού διαπιστώσαμε ότι δεν θα πετυχαίναμε τίποτε, κουνήσαμε χαμογελαστά το χέρι, δείχνοντας ότι θα εγκαταλείπαμε την προσπάθεια, και φύγαμε από το βήμα. Οι ίδιοι Ιουδαίοι μάς άνοιξαν το δρόμο, κράτησαν μακριά τους αντιπάλους και μας οδήγησαν έξω από την αίθουσα . . . Την επόμενη μέρα ήρθαν γύρω στα δεκαπέντε άτομα και έκαναν επιπρόσθετες ερωτήσεις σχετικά με το θείο σχέδιο».
Για το όφελος των ειλικρινών εκζητητών της αλήθειας, έγιναν επίσης διευθετήσεις να δημοσιευτεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας του Ρώσσελ στη Neues Wiener Journal (Νέα Βιεννέζικη Εφημερίδα).
Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που ο αδελφός Ρώσσελ είχε επισκεφτεί τη Βιέννη. Είκοσι χρόνια νωρίτερα, το 1891, είχε κάνει ένα ταξίδι από τη Δρέσδη της Γερμανίας μέσω Βιέννης στο Κίσινεφ της Ρωσίας. Σχολιάζοντας την κατάσταση όπως την είχε κατανοήσει εκείνο τον καιρό, ο αδελφός Ρώσσελ δήλωσε στη Σκοπιά της Σιών του Νοεμβρίου του 1891, στην αγγλική: «Δεν είδαμε καμιά ευκαιρία για τη μετάδοση της αλήθειας ούτε προθυμία να τη δεχτούν στη Ρωσία, . . . τίποτε που να μας ενθαρρύνει να ελπίζουμε για κάποιο θερισμό στην Ιταλία, στην Τουρκία, στην Αυστρία ή στη Γερμανία».
Παρ’ όλα αυτά έγινε μια επιπρόσθετη προσπάθεια για να βοηθηθούν μερικοί τουλάχιστον από τους ανθρώπους που ζούσαν σ’ αυτά τα μέρη. Στις αρχές του 1914, ζητήθηκε από τον Μάξγουελ Γ. Φρεντ (που γεννήθηκε από Ιουδαίους γονείς και ήταν τότε γνωστός με το όνομα Φρέσελ), να πάει από τον Οίκο Μπέθελ της Γερμανίας στην Αυστροουγγαρία για να διαδώσει τα καλά νέα της Μεσσιανικής Βασιλείας ανάμεσα στους Ιουδαίους. Στη Βιέννη, μπόρεσε να αρχίσει μια τακτική οικιακή Γραφική μελέτη με δυο συνδρομητές της Σκοπιάς της Σιών. Αυτός ανέφερε τα εξής: «Οι Ιουδαίοι δύσκολα ανταπεκρίθησαν ποτέ στ’ αγαθά νέα, διότι μας συνέχεαν με τους ιεραποστόλους του ‘Χριστιανικού κόσμου’. Δεν αισθάνονται καμμιά αγάπη για τον ‘Χριστιανικό κόσμο’ εξαιτίας του ότι επί πολλούς αιώνες τους εδίωκε από μια χώρα στην άλλη και χωρίς έλεος τους εθανάτωνε δια πυρός και σιδήρου».
Μέσα σε λίγους μήνες ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Θα έθετε αυτός ο πόλεμος κάποιο τέλος σε όλες τις προσπάθειες που γίνονταν για τη διάδοση των καλών νέων στον αυστριακό λαό;
Έναρξη του Μεταπολεμικού Θερισμού
Παρ’ όλη τη φρίκη του παγκόσμιου πολέμου, υπήρχαν άτομα τα οποία σκέφτονταν και μιλούσαν για πνευματικά πράγματα. Ο Γιόχαν Μπρότσγκε, μολονότι νεαρός, ήταν πολύ θρησκευόμενο άτομο. Στο μέρος που δούλευε στην πόλη Ντόρνμπιρν, έκανε διανομή κάρβουνου σε κάποιον άντρα που λεγόταν Ντέγκενχαρτ, ο οποίος ήταν υπεύθυνος του κλίβανου. Στη διάρκεια μιας διανομής που έκανε στην αρχή του φθινόπωρου του 1917, ο Ντέγκενχαρτ άρχισε μια συζήτηση για τη Βασιλεία του Θεού. Σύντομα μετά από αυτό, ο νεαρός Γιόχαν κλήθηκε για στρατιωτική υπηρεσία. Θα ρίζωναν οι σπόροι της αλήθειας που είχε ακούσει;
Ο Γιόχαν, αφού δοκίμασε τη φρίκη του πολέμου, γύρισε σπίτι. Τα λόγια για τη Βασιλεία του Θεού τού είχαν κάνει βαθιά εντύπωση και εξακολουθούσαν να βρίσκονται στο μυαλό του. Άρχισε να ψάχνει για τον Ντέγκενχαρτ. Πόσο λυπηρό ήταν όμως που ο Ντέγκενχαρτ είχε πεθάνει στο μεταξύ. Ωστόσο, την άνοιξη του 1919, ο Γιόχαν Μπρότσγκε ήρθε σε επαφή με τον Όττο Μάτις και τον Ξάβερ Κλιν, ο οποίος ήταν πια Σπουδαστής της Γραφής. Από τον Όττο μπόρεσε να αποκτήσει τα πολυπόθητα Βιβλικά έντυπα. Αυτοί οι άντρες ήταν οι πρώτοι Σπουδαστές της Γραφής στη δυτική Αυστρία.
Γύρω στα 680 χιλιόμετρα από εκεί, στην ανατολική άκρη της χώρας, η αλήθεια ρίζωσε σε μια άλλη δεκτική καρδιά. Στη διάρκεια των ετών 1919 και 1920, ο νεαρός Γιοχάνες Εμ δούλευε ως καθηγητής της μουσικής στο χωριό Ντόιτς Βάγκραμ στην πεδιάδα Μάρχφελντ. Ένα παντρεμένο ζευγάρι που ήταν φίλοι του, δέχτηκε ως οικότροφο ένα μηχανικό από τη Γερμανία. Αυτό το ζευγάρι είπε στον Γιοχάνες ότι ο μηχανικός, κάποιος κ. Γκόλερ, μιλούσε για εντελώς καινούρια και παράξενα πράγματα. Έλεγε ότι το τέλος του κόσμου είναι κοντά, ότι δεν υπάρχει πύρινος άδης και ότι η πλειονότητα των πιστών δεν θα πήγαινε στον ουρανό, αλλά μάλλον, θα ζούσε κάποια μέρα πάνω στη γη. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ισχυριζόταν ότι μπορούσε να τα αποδείξει όλα αυτά από την Αγία Γραφή. «Θα ήθελες να παραβρεθείς σε μια τέτοια συζήτηση;» ρώτησε το ζευγάρι το νεαρό καθηγητή της μουσικής.
Σ’ εκείνη τη συζήτηση, ο Γιοχάνες είδε για πρώτη φορά στη ζωή του μια Αγία Γραφή. Αργότερα είπε: «Ο Γκόλερ ακτινοβολούσε γαλήνη και απαντούσε ήρεμα σ’ όλες τις ερωτήσεις μου—και δεν ήταν λίγες!» Σύντομα, ο Γιοχάνες παρήγγειλε τους έξι τόμους των Γραφικών Μελετών, που τους έγραψε ο Κ. Τ. Ρώσσελ, και με ζήλο άρχισε να τους μελετάει.
Στο μεταξύ, στο Κλάγκενφουρτ της νότιας Αυστρίας, κάποιος νεαρός λογιστής, ο Φραντς Γκάνστερ, γνωρίστηκε μέσω επιστολών με κάποιον άντρα από την Ελβετία, που λεγόταν Εγκ. Η αλληλογραφία τους περιλάμβανε κάτι παραπάνω από απλή συλλογή γραμματοσήμων και ανταλλαγή καρτών. Εφόσον ο Εγκ ήταν ήδη Σπουδαστής της Γραφής, αυτός ήταν εκείνος από τον οποίο ο νεαρός Αυστριακός λογιστής μας άκουσε το άγγελμα της Αγίας Γραφής. Ο Γκάνστερ παρήγγειλε όλα τα έντυπα της Σκοπιάς που ήταν τότε διαθέσιμα στην Ελβετία, τα οποία του τα παρέδωσε προσωπικά ένας βαρελοποιός που λεγόταν Λέοπολντ Κένιγκ, όταν επέστρεψε στην Αυστρία από την Ελβετία το 1921. Το αποτέλεσμα που είχε αυτό είναι κάτι που θα το δούμε αργότερα.
Την ίδια εποχή περίπου, κάποιος Σπουδαστής της Γραφής από τη Γερμανία διέθεσε ένα βιβλιάριο σ’ ένα παντρεμένο ζευγάρι που ζούσε στο Λιντς, στο βόρειο τμήμα της Αυστρίας. Αυτό το βιβλιάριο είχε τον τίτλο Εκατομμύρια Ζώντων Ήδη Ουδέποτε θα Αποθάνωσιν. Αφού το διάβασαν και το έδωσαν στο φίλο τους, κάποιον αγρότη που λεγόταν Σίμον Ρίντλερ, του είπαν: «Τα παραλέει αυτό έτσι όπως είναι γραμμένο». Γι’ αυτό, ο Σίμον Ρίντλερ του έριξε μια πρόχειρη ματιά με κάπως προκατειλημμένη διάθεση. ‘Μάλλον ανοησίες θα είναι’, σκέφτηκε.
Παρ’ όλα αυτά, το διάβασε για δεύτερη φορά και κατόπιν για τρίτη φορά. Θα εκτιμούσε τελικά τα πετράδια της αλήθειας που υπήρχαν σ’ αυτό το βιβλιάριο; Ναι, και μάλιστα μέχρι του σημείου να ντρέπεται για την αρχική του προδιάθεση.
Ο Σίμον, θέλοντας να ερευνήσει πληρέστερα το άγγελμα, έγραψε στη Βιέννη χρησιμοποιώντας τη διεύθυνση που δινόταν στο πίσω μέρος του βιβλιαρίου. Πόσο καιρό ήθελε να αποκτήσει μια Αγία Γραφή! Έτσι, ήρθε σε επαφή με τον Λέοπολντ Κένιγκ, το βαρελοποιό που είχε επιστρέψει από την Ελβετία και υπηρετούσε τώρα ως βιβλιοπώλης. Όταν ο αδελφός Κένιγκ έστειλε σ’ αυτόν τον αγρότη μια Αγία Γραφή του Λούθηρου μεγέθους τσέπης, πιθανόν να μη φανταζόταν ποτέ τη μεγάλη χαρά που θα του προκαλούσε. Επιτέλους, ο Σίμον Ρίντλερ είχε τη δική του Αγία Γραφή! Παράλληλα μ’ αυτή, διάβαζε τη Σκοπιά της Σιών και το βιβλιάριο Τροφή για Σκεπτομένους Χριστιανούς. Η οικογένειά του, οι συγγενείς και οι γείτονες τον περιγελούσαν. Αλλά ο Σίμον Ρίντλερ είχε βρει την αλήθεια· αυτό ήταν εκείνο που είχε σημασία. Όπως είπε αργότερα: «Η καρδιά μου ήταν γεμάτη και τα χείλη μου ξεχείλιζαν».
Ευήκοα Αυτιά σε μια Αξιομνημόνευτη Ομιλία
Στο τέλος του φθινόπωρου του 1921, μια ομιλία με το συγκλονιστικό θέμα «Εκατομμύρια Ζώντων Ήδη Ουδέποτε θα Αποθάνωσιν» εκφωνήθηκε στο ευρύχωρο Σοφίενσελε στη γραφική πόλη της Βιέννης. Η αντίδραση στο άγγελμα ήταν πολύ διαφορετική από αυτή που συνάντησε ο αδελφός Ρώσσελ δέκα χρόνια νωρίτερα.
Μια έκθεση σχετικά με τη συνέλευση λέει τα εξής: «Το άγγελμα είχε μεγάλη απήχηση. Η ανακοίνωση προκάλεσε μεγάλο σάλο και έδωσε αφορμή για πολλές συζητήσεις στους δρόμους πριν αρχίσει η συνέλευση. Η αίθουσα ήταν υπερπλήρης και οι πόρτες έκλεισαν αρκετή ώρα πριν να αρχίσει η ομιλία, ενώ εκατοντάδες έμειναν απέξω. Το άναυδο πλήθος άκουγε με προσοχή το θαυμάσιο άγγελμα για την εγκαθίδρυση της Βασιλείας του Θεού και την παρήγορη Βιβλική υπόσχεση ότι εκατομμύρια που τώρα ζουν δεν θα χρειαστεί να πεθάνουν». Εκείνο το βράδυ διατέθηκαν 2.100 αντίτυπα του βιβλιάριου Εκατομμύρια και συγκεντρώθηκαν 1.200 διευθύνσεις ώστε να μπορέσουν να γίνουν επανεπισκέψεις.
Ανάμεσα σ’ εκείνους που συγκινήθηκαν βαθιά από αυτή την ομιλία ήταν και ο Χανς Ρονόφσκι. Αυτός δεν ήταν παρών στο Σοφίενσελε. Αλλά λίγες εβδομάδες αργότερα καθώς έκανε περίπατο σ’ έναν από τους εμπορικούς δρόμους της Βιέννης, πρόσεξε μια αφίσα που διαφήμιζε την ίδια ομιλία, η οποία επρόκειτο να εκφωνηθεί στο Κοντσέρτχαους. Αυτός πήγε, όχι για να απολαύσει κάποιο βαλς του Στράους ούτε κάποιο κοντσέρτο του Μότσαρτ, αλλά για να ακούσει την απολαυστική μελωδία των Βιβλικών αληθειών. Αυτά που άκουσε αποδείχτηκε ότι ήταν σημείο στροφής στη ζωή του.
Δραστηριότητα στις Επαρχίες
Τώρα η προσοχή στράφηκε και στα άλλα αστικά κέντρα ολόκληρης της χώρας. Μια μέρα ο Φραντς Γκάνστερ έλαβε μια κάρτα από τη Βιέννη. Έπρεπε να νοικιάσει τη μεγαλύτερη αίθουσα που μπορούσε να βρει στο Κλάγκενφουρτ για να εκφωνήσει μια ομιλία ο αδελφός Έμιλ Βέτσελ, ο οποίος είχε σταλθεί από τη Δρέσδη της Γερμανίας να επιβλέψει το έργο που γινόταν στην Αυστρία. ‘Θα μπορούσε να είναι η αίθουσα του Ξενοδοχείου Σάντβιρτ’, σκέφτηκε ο Γκάνστερ, ξεκινώντας αμέσως να βρει τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου.
«Θα πρότεινα», είπε ο διευθυντής του ξενοδοχείου, «να τοποθετήσουμε τραπέζια και καρέκλες στην αίθουσα για να την κάνουμε να φαίνεται πιο γεμάτη, επειδή σίγουρα θα έρθουν μόνο λίγα άτομα».
Ο Γκάνστερ απάντησε αποφασιστικά: «Έχω εντολή να νοικιάσω την αίθουσα μόνο με τα καθίσματα».
Τώρα, ποιος θα μοίραζε τις πολλές προσκλήσεις για την ομιλία; Ο Γκάνστερ, που ήταν ο ίδιος εργαζόμενος άνθρωπος, είχε μια ιδέα. Προσέλαβε δυο άντρες και αυτοί μοίρασαν 3.000 διαφημιστικά έντυπα στην πόλη. Όπως έδειξε αργότερα ο αριθμός των παρόντων, αυτοί προφανώς έκαναν καλή δουλειά. Ο διευθυντής του ξενοδοχείου υπολόγισε ότι 2.000 άτομα παρακολούθησαν την ομιλία. Και όχι μόνο ήταν υπερπλήρης η κύρια αίθουσα, αλλά και ο εξώστης επίσης.
Ανάμεσα στους παρόντες ήταν κι ο Ρίχαρντ Χέιντε, ένας 20χρονος φοιτητής. Αφού είδε την αφίσα που διαφήμιζε την ομιλία «Εκατομμύρια Ζώντων Ήδη Ουδέποτε θα Αποθάνωσιν», είπε στον πατέρα του: «Μπαμπά, θα πάω να ακούσω αυτή την ομιλία οτιδήποτε κι αν πει κανείς. Θέλω να μάθω αν είναι απλώς κοροϊδία ή αν υπάρχει κάποια αλήθεια σ’ όλα αυτά!» Έτσι πήγε, και ο πατέρας του καθώς και η αδελφή του η Τερέζε αποφάσισαν να τον συνοδέψουν.
Μετά την ομιλία πολλοί από τους παρόντες άφησαν τη διεύθυνσή τους μαζί με μια αίτηση για έντυπα. Για να φροντίσει γι’ αυτές τις αιτήσεις, ο Φραντς Γκάνστερ παρήγγειλε ένα μεγάλο απόθεμα από τις Γραφικές Μελέτες. Έλαβε τόσα πολλά δέματα που η σπιτονοικοκυρά του απορούσε πού θα τα έβαζε όλα αυτά. Στο δωμάτιό του υπήρχαν στοιβαγμένα έντυπα από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι, σε σημείο που δεν είχε μείνει σχεδόν καθόλου χώρος για τον ίδιο τον Φραντς.
Ο κ. Χέιντε, που είχε συγκλονιστεί από την ομιλία, παρήγγειλε κι αυτός τους εφτά τόμους των Γραφικών Μελετών, τους οποίους διάβασε με ζήλο. Πριν περάσει πολύς καιρός, διεξάγονταν συναθροίσεις στο διαμέρισμά του. Συχνά, συνωστίζονταν πάνω από 30 άτομα στο σαλόνι του.
Στο Γκρατς, επίσης, διεξάγονταν συναθροίσεις ήδη από την άνοιξη του 1922. Επίσης, εκφωνούνταν ομιλίες και σε άλλες επαρχιακές πόλεις. Έτσι, η ένταση του έργου του Ιεχωβά αυξανόταν στις επαρχίες.
Πόσο ζηλωτές ήταν αυτοί οι ευαγγελιζόμενοι που αποτελούσαν το μικρό όμιλο του Κλάγκενφουρτ! Και μάλιστα, δεν ήταν καν βαφτισμένοι. Βάφτισμα έγινε πρώτη φορά στη Βιέννη στις 5 Ιουλίου 1922· κατόπιν, την επόμενη εβδομάδα διεξάχθηκε βάφτισμα στην επαρχία της Καρινθίας, όπου οι πρώτοι καρποί αυτής της περιοχής βαφτίστηκαν στα νερά της όμορφης Λίμνης Βέρτερ. Σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνονταν ο Φραντς Γκάνστερ, ο κ. και η κ. Χέιντε, τα δυο παιδιά τους Ρίχαρντ και Τερέζε και κάποιος κ. Κόπατς, ο οποίος αργότερα έγινε πολύ γνωστός για το ζήλο και την αφοβιά του.
Στο μεταξύ είχε συμβεί κάτι στη Βιέννη που έδωσε αφορμή για ζωηρές συζητήσεις όχι μόνο ανάμεσα στο λαό του Θεού, αλλά ανάμεσα και σε άλλους επίσης.
Μια Ταραχώδης Συνέλευση στη Βιέννη
Όταν ο αδελφός Ρόδερφορντ, ο δεύτερος πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, έκανε μια περιήγηση στα διάφορα γραφεία τμήματος το 1922, συμπεριέλαβε μια επίσκεψη στη Βιέννη από τις 30 Μαΐου ως την 1η Ιουνίου. Είχαν γίνει σχέδια για την εκφώνηση μιας ομιλίας στο ευρύχωρο Καταρίνενχαλε. Θα υπήρχε πιο ευνοϊκή υποδοχή από αυτήν που έγινε στον αδελφό Ρώσσελ όταν προσπάθησε να μιλήσει στη Βιέννη 11 χρόνια νωρίτερα;
Όταν ο αδελφός Ρόδερφορντ και ο διερμηνέας του, ο αδελφός Κόνραντ Μπίνκελε (από την Ελβετία), ανέβηκαν στο βήμα, κάθε διαθέσιμος χώρος που υπήρχε στην αίθουσα, ακόμη και οι διάδρομοι, ήταν γεμάτος με κόσμο. Μερικοί μάλιστα κάθονταν και πάνω στο βήμα, πολύ κοντά στον ομιλητή. Και υπήρχαν κι άλλοι που προσπαθούσαν να μπουν μέσα. Ωστόσο, ανάμεσα στις χιλιάδες που ήταν παρόντες, υπήρχαν μερικές εκατοντάδες που δεν είχαν έρθει για να ακούσουν ήσυχα την ομιλία, αλλά μάλλον, για να τη διακόψουν. Οι εχθροί του αγγέλματος της Αγίας Γραφής είχαν σκορπίσει τους υποστηριχτές τους στο ακροατήριο και ιδιαίτερα στο πίσω μέρος της αίθουσας.
Στα πρώτα 40 περίπου λεπτά της ομιλίας όλα πήγαιναν καλά. Ωστόσο, ο αδελφός Ρόδερφορντ είχε προειδοποιηθεί ότι θα γινόταν κάποια προσπάθεια να σταματήσει η συνέλευση. Έτσι, κάλυψε πρώτα τα κύρια σημεία της ομιλίας του, με σκοπό να τα αναπτύξει λεπτομερώς αργότερα. Αλλά αφού κάλυψε τα κύρια σημεία, ξέσπασε αμέσως ταραχή. Κάπου 200 με 300 ταραχοποιοί άρχισαν να φωνάζουν δυνατά και να χτυπούν τα πόδια τους σαν κοπάδι από αγριεμένους ταύρους. Νεαροί άντρες και γυναίκες πήδηξαν πάνω στις καρέκλες και χειρονομούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Σαν με ένα ξαφνικό χτύπημα, αυτοί οι ταραχοποιοί σταμάτησαν απότομα την ομιλία.
Ο αδελφός Ρόδερφορντ προσπάθησε να κάνει έκκληση στο ακροατήριο να ηρεμήσει και να συμπεριφέρεται κατάλληλα, αλλά μάταια. Προσπάθησε και πάλι να μιλήσει προς το ακροατήριο μέσω του διερμηνέα του, λέγοντας: «Θέλω να γίνει ψηφοφορία στο ακροατήριο και να διαπιστώσουμε πόσοι επιθυμούν να ακούσουν αυτή την ομιλία μέχρι τέλους». Οι πιο πολλοί από το ακροατήριο σήκωσαν το χέρι τους καταφατικά. Αλλά οι αντιφρονούντες φώναζαν δυνατά δείχνοντας την αποδοκιμασία τους. Με σταθερή φωνή, ο αδελφός Ρόδερφορντ είπε τώρα τα εξής: «Εκείνοι που δεν επιθυμούν να ακούσουν, παρακαλώ να αποχωρήσουν αμέσως από την αίθουσα και ας ακούσουν τα άτομα που επιθυμούν να ακούσουν».
Στο άκουσμα αυτών των λόγων, ξέσπασε όλος ο θυμός των ταραχοποιών. Οι αρχηγοί της οχλαγωγίας άνοιξαν δρόμο μέσω των διαδρόμων. Όταν οι ταραχοποιοί έφτασαν σε απόσταση 5 μέτρων από το βήμα, άρχισαν να τραγουδούν το «Ιντερνατσιονάλε». Η αντίδρασή τους ήταν τόσο ξέφρενη που έδιναν την εντύπωση ότι ήταν δαιμονισμένοι.
Εκείνη τη στιγμή έφτασε ο διευθυντής της αίθουσας και απαίτησε από τον ομιλητή να εγκαταλείψει αμέσως το βήμα. Ο αδελφός Ρόδερφορντ έλπιζε ότι θα κόπαζε η αναταραχή και ότι η αστυνομία θα καθησύχαζε τον όχλο έτσι ώστε να μπορέσει να συνεχίσει την ομιλία. Αλλά δεν ήρθαν έτσι τα πράγματα. Ο διευθυντής έσβησε μερικά φώτα, αλλά οι ενάντιοι τα ξανάναψαν. Επειδή ο διευθυντής και δυο ή τρεις από τους βοηθούς του ανησύχησαν ακόμη περισσότερο, έτρεξαν προς το βάθρο του ομιλητή, άρπαξαν τον αδελφό Ρόδερφορντ από το μπράτσο και τον τράβηξαν στο πίσω μέρος όπου δεν μπορούσαν να τον δουν οι εχθροί.
Όταν ο όχλος έφτασε στο μπροστινό μέρος του βήματος, αυτοί τραγουδούσαν ακόμη και μερικοί απ’ αυτούς φώναζαν: «Πού είναι αυτός; Πού είναι αυτός; Η δική μας σημαία είναι κόκκινη!» Ο όχλος, μη μπορώντας να βρει τον αδελφό Ρόδερφορντ, τοποθέτησε φρουρούς στις εξόδους. Αλλά προφανώς παρέβλεψαν μια πόρτα που βρισκόταν στο πίσω μέρος του βήματος. Αυτή η πόρτα, που συνήθως ήταν κλειδωμένη και αμπαρωμένη, ανοίχτηκε αμέσως. Ο αδελφός Ρόδερφορντ και ο αδελφός Άρθουρ Γκουξ, ο οποίος είχε έρθει μαζί του από τη Νέα Υόρκη, βγήκαν βιαστικά από την πόρτα και αμέσως μετά αυτή έκλεισε και αμπαρώθηκε ξανά.
Η Neues Wiener Journal (Νέα Βιεννέζικη Εφημερίδα) ανέφερε: «Σκανδαλώδεις σκηνές σε Βιβλική ομιλία»—«Κομμουνιστές διαλύουν τη συγκέντρωση».
Ο Έμιλ Βέτσελ, ο οποίος ήταν τότε επίσκοπος του έργου της Εταιρίας στην Αυστρία, έγραψε αργότερα ότι στους πρώτους έξι μήνες που βρισκόταν σ’ αυτόν το διορισμό σχεδόν όλες οι δημόσιες συναθροίσεις μας διακόπτονταν. Από την άλλη πλευρά, υπήρχαν πολλοί παρευρισκόμενοι που πεινούσαν για την αλήθεια και έγιναν διευθετήσεις για να τους παρασχεθεί φροντίδα. Η Εταιρία, θέλοντας να προωθήσει αυτή τη φροντίδα, άνοιξε το 1923 το πρώτο της γραφείο στην Αυστρία, στην Πούτονγκασε 12, στη Βιέννη.
«Δεν Θέλω Σε Αφήσει»
Το 1924 διεξάχθηκε στη Βιέννη, για πρώτη φορά, μια γενική συνέλευση του Διεθνούς Συλλόγου των Σπουδαστών της Γραφής. Την επόμενη χρονιά, όταν διεξάχθηκε και πάλι μια συνέλευση στη Βιέννη, ο Γιοχάνες Σίντλερ από τη Δρέσδη ήταν ανάμεσα στους αντιπροσώπους. Αυτό αποτέλεσε σημείο στροφής στη ζωή του. Πώς συνέβηκε αυτό; Μια από τις ομιλίες κατέληξε με την πρόσκληση: «Ποιος θα ήθελε να υπηρετήσει ως βοηθητικός ιεραπόστολος στην Αυστρία;» (Σήμερα θα αναφερόμασταν σ’ ένα τέτοιο άτομο ως σκαπανέα.) Ανάμεσα στους έξι αδελφούς που ανταποκρίθηκαν αμέσως ήταν κι ο Γιοχάνες Σίντλερ.
Ο αδελφός Σίντλερ επέστρεψε πρώτα πίσω στη Δρέσδη για να ειδοποιήσει τον εργοδότη του ότι θα παραιτούνταν. Εκείνο τον καιρό δούλευε για λογαριασμό της φημισμένης Εταιρίας Έρνεμαν-Τσάις-Ίκον κατασκευάζοντας οπτικά μηχανήματα ακριβείας. Αλλά χωρίς αυτή τη δουλειά, πώς θα φρόντιζε ο αδελφός Σίντλερ για τις υλικές του ανάγκες; Θα του επιτρεπόταν να κρατάει για προσωπική χρήση ένα μέρος από τα χρήματα που συνεισφέρονταν για τα έντυπα. Ωστόσο, στην Αυστρία κανένα έντυπο δεν μπορούσε να πουληθεί από σπίτι σε σπίτι και σύμφωνα με την ερμηνεία αυτού του νόμου, αυτός εφαρμοζόταν στο έργο μας. Το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει ήταν να λέει ευγενικά στον οικοδεσπότη: «Αν θέλετε να συνεισφέρετε κάτι για την υποστήριξη αυτού του ιεραποστολικού έργου, μπορείτε να το κάνετε». Απαιτούνταν πλήρης εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά για να δεχτεί ένα άτομο αυτόν το διορισμό κάτω από αυτές τις περιστάσεις. Αλλά μήπως δεν είχε υποσχεθεί ο Ιεχωβά στους δούλους του: «Δεν θέλω σε αφήσει ουδέ σε εγκαταλείψει»;—Εβρ. 13:5.
Στα 24 του χρόνια, ο αδελφός Σίντλερ είχε ήδη αποκτήσει εμπειρία δυο χρόνων ως διαγγελέας των καλών νέων στην πατρίδα του τη Γερμανία. Τώρα, με 100 μάρκα του ράιχ στην τσέπη του, ήρθε στην Αυστρία στις 17 Οκτωβρίου 1925, για να αρχίσει το έργο του μέσα και γύρω από την πόλη Βελς.
Προσπάθησε να ζει όσο πιο οικονομικά μπορούσε. Ωστόσο, από τον πρώτο κιόλας μήνα έπρεπε να καταφύγει στα οικονομικά του αποθέματα. Όταν πέρασαν τρεις μήνες, τα χρήματά του εξαντλήθηκαν. Από τότε κι ύστερα, η πίστη του και η εμπιστοσύνη του στον Ιεχωβά θα θέτονταν πράγματι σε δοκιμασία. Και ο Ιεχωβά φρόντισε για τις ανάγκες του με το δικό Του τρόπο.
Για παράδειγμα, ένα σαββατόβραδο αφού ο αδελφός Σίντλερ χρησιμοποίησε τα τελευταία του χρήματα για να πληρώσει το νοίκι του δωματίου όπου θα διανυκτέρευε αυτός και ο σκαπανέας σύντροφός του, οι σκέψεις του ταξίδευαν στην επόμενη μέρα. Αυτός και ο σύντροφός του πλησίασαν με προσευχή τον ουράνιο Πατέρα τους. Το πρώτο πράγμα που έκανε ο αδελφός Σίντλερ την Κυριακή το πρωί, ήταν να πάει στο ταχυδρομείο, το οποίο άνοιγε μόνο για μια ώρα την Κυριακή, για να δει αν υπήρχε κάποια αλληλογραφία. Πόση έκπληξη πρέπει να ένιωσε όταν του παρέδωσαν ένα δέμα! Το περιεχόμενο; Ήταν 500 βιβλιάρια και ένα συνοδευτικό γράμμα που έλεγε ότι τα βιβλιάρια ήταν δωρεάν.
Μόλις είχε τελειώσει η λειτουργία στην τοπική εκκλησία και οι άντρες, όπως συνήθιζαν να κάνουν, συγκεντρώθηκαν στα πανδοχεία για να απολαύσουν τα κυριακάτικα ποτά τους και να παίξουν χαρτιά. Ο αδελφός Σίντλερ πλησίασε τον πανδοχέα, του πρόσφερε ένα βιβλιάριο και τον ρώτησε αν θα μπορούσε να μιλήσει και στους πελάτες επίσης που κάθονταν στα τραπέζια. Η αίτηση έγινε δεκτή.
Ο αδελφός Σίντλερ πλησίασε ένα τραπέζι και έβαλε ένα βιβλιάριο μπροστά σε κάθε άντρα που καθόταν γύρω από το τραπέζι λέγοντας: «Εκατομμύρια που ζουν τώρα δεν θα πεθάνουν ποτέ. Αυτή η προφητεία των Άγιων Γραφών θα εκπληρωθεί σύντομα. Δεν πουλάμε αυτά τα βιβλιάρια, αλλά αν κάποιος θέλει να συνεισφέρει κάτι για την ιεραποστολική μας δραστηριότητα, μπορεί να το κάνει». Μόλις ένας από τους άντρες άφησε μερικά ψιλά στο τραπέζι, οι άλλοι έβγαλαν το πορτοφόλι τους και έκαναν το ίδιο. Έτσι, ο αδελφός Σίντλερ προχώρησε άφοβα από τραπέζι σε τραπέζι μοιράζοντας τα βιβλιάρια.
Υπήρχαν κι άλλα πανδοχεία σ’ εκείνο το χωριό. Μέσα σε μιάμιση ώρα η τσάντα με τα έντυπα άδειασε. Για άλλη μια φορά ο αδελφός Σίντλερ και ο σύντροφός του είχαν τα απαραίτητα χρήματα για να αγοράσουν τρόφιμα και για να πληρώσουν το κατάλυμά τους. Με εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά, απέβλεπαν στην επόμενη μέρα.
Μέχρι που πέθανε στις 23 Δεκεμβρίου 1986, ο Γιοχάνες Σίντλερ συνέχισε να είναι στις τάξεις των σκαπανέων, αυτή τη φορά στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.
Οι Κηδείες Τραβούν την Προσοχή
Την ίδια χρονιά που ο αδελφός Σίντλερ άρχισε να κάνει σκαπανικό στην Αυστρία, στάλθηκε από τη Γερμανία στο γραφείο τμήματος της Βιέννης ο Γκέοργκ Γκερτζ. Αυτός έγινε πολύ γνωστός σ’ όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας ως έξοχος ομιλητής.
Όταν πέθανε ο αδελφός Χέιντε από το Κλάγκενφουρτ, ανατέθηκε στον αδελφό Γκερτζ να εκφωνήσει την ομιλία κηδείας. Ο αδελφός Χέιντε είχε γίνει πολύ γνωστός λόγω της γεμάτης ζήλο συμμετοχής του στο έργο κηρύγματος. Με τη βοήθεια ενός κατάλογου, είχε στείλει δείγματα περιοδικών και διάφορα φυλλάδια, όπως το Κατηγορητήριο και Η Πτώση της Βαβυλώνας, σε όλα τα μέρη της Καρινθίας. Αφού ταξινομούσε τους φακέλους ανάλογα με τον προορισμό τους, τα παιδιά του τον βοηθούσαν να μεταφέρει τα πακέτα στο ταχυδρομείο μέσα σ’ ένα καλάθι για άπλυτα. Επανειλημμένα ο αδελφός Χέιντε λάβαινε γράμματα από ενδιαφερόμενα άτομα που ζούσαν σε διάφορες πόλεις και χωριά της Καρινθίας και όταν τα κατάφερνε τους επισκεπτόταν προσωπικά.
Έτσι, όταν πέθανε ο αδελφός Χέιντε, δεν αποτέλεσε έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί έδειξαν ενδιαφέρον για τις διευθετήσεις της κηδείας. Οι κηδείες σημαίνουν πολλά για τον αγροτικό πληθυσμό της Αυστρίας. Από τη μια πλευρά, μπορεί να μιλούν με πολύ επαινετικά λόγια γι’ αυτές, αλλά από την άλλη μπορεί να τις αποδοκιμάζουν έντονα. Αυτή την κηδεία λοιπόν, που ήταν η πρώτη που έγινε στην Αυστρία για κάποιον Μάρτυρα του Ιεχωβά, την παρακολούθησαν περίπου 2.000 άτομα. Και επειδή στους Αυστριακούς αρέσει να μιλούν για κηδείες, οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να μιλούν γι’ αυτήν ακόμη και μετά από δέκα χρόνια.
Μικρή Αρχή, Επίμονη Προσπάθεια
Σήμερα υπάρχουν 16 εκκλησίες μέσα και γύρω από το Λιντς, στην Άνω Αυστρία. Αλλά η Βιβλική αλήθεια ρίζωσε εδώ πάρα πολύ αργά. Από θρησκευτικής άποψης, αυτό ήταν ένα προπύργιο της Καθολικής Εκκλησίας και δεν ήταν εύκολο να κηρύξει κανείς το άγγελμα της Βασιλείας σ’ αυτόν τον τομέα.
Ο Σίμον Ρίντλερ, αυτός ο ταπεινός αγρότης, μιλούσε με ενθουσιασμό και σε άλλους που ζούσαν σ’ αυτή την περιοχή για τις πολύτιμες Βιβλικές αλήθειες που είχε μάθει. Γύρω στο 1930, ήρθε για να τον βοηθήσει ο αδελφός Νασλ από το Μόναχο της Γερμανίας και βρήκαν πράγματι μερικά ενδιαφερόμενα άτομα. Ο αδελφός Ρίντλερ εκφωνούσε ομιλίες στον όμιλο ή διάβαζε σ’ αυτούς μέρη από τις εκδόσεις της Εταιρίας. Γενικά, σ’ αυτές τις συναθροίσεις συγκεντρώνονταν από 30 ως 35 άτομα. Εξαιτίας της πίεσης, όμως, το ενδιαφέρον εξασθένησε και οι εκθέσεις ακόμη και το 1940 έδειχναν ότι υπήρχε μόνο μια όσια αδελφή στο Λιντς.
Δυτικά, στην πόλη Φέλντκιρχ, που βρίσκεται κοντά στα σύνορα με το Λιχτενστάιν, ένας τελωνειακός υπάλληλος που λεγόταν Βίλχελμ Κόρετ έδινε μαρτυρία στους συναδέλφους του από το 1922. Η Αγκάτε Τάλερ και η μητέρα της, που εκείνη την εποχή ζούσαν στο χωριό Λάουτεραχ, άκουσαν τα καλά νέα. Διευθετήθηκε μια συζήτηση στο πατρικό σπίτι της Αγκάτε, στην οποία θα ήταν παρών κι ο τοπικός ιερέας. Κάπου 20 με 25 άτομα ήταν παρόντα. Ο ιερέας δεν μπόρεσε να αντικρούσει μέσα από την Αγία Γραφή κανένα από τα επιχειρήματα που παρουσιάστηκαν. Το αποτέλεσμα; Ολόκληρη η οικογένεια δέχτηκε την αλήθεια. Το 1925 η πόλη του Ντόρνμπιρν έγινε το κέντρο για τις συναθροίσεις και έρχονταν αδελφοί από τη γειτονική Ελβετία για να κάνουν ομιλίες. Ο Γιόχαν Μπρότσγκε, ο οποίος είχε πρωτοακούσει την αλήθεια το 1917, είχε προοδέψει επίσης μέχρι του σημείου να εκφωνεί ομιλίες.
Η πρόοδος που έγινε σ’ ολόκληρη τη χώρα αντικατοπτριζόταν στην παρακολούθηση της Ανάμνησης. Το 1926 η Βιέννη ανέφερε 312 παρόντες, το Γκρατς 43, το Κλάγκενφουρτ 26 και τα άλλα μέρη ένα σύνολο 52 ατόμων.
Την ίδια χρονιά, η επίβλεψη του έργου της Βασιλείας στην Αυστρία μεταβιβάστηκε στο γραφείο τμήματος της Γερμανίας. Στην Αυστρία στάλθηκε ένας ικανός αδελφός για να παρέχει την αναγκαία τοπική επίβλεψη.
Προχωρώντας Παρά τις Πιέσεις
Το έργο κηρύγματος γινόταν κάτω από δύσκολες συνθήκες εκείνες τις μέρες. Όποιος μετέδιδε τα καλά νέα της Βασιλείας του Θεού σε άλλους, ειδικά στις αγροτικές περιοχές, γνώριζε πολύ σύντομα τη χωροφυλακή.
Μια μέρα ένας όμιλος αδελφών είχε νοικιάσει ένα λεωφορείο για να επισκεφτεί μερικά χωριά του Βάλντβιρτελ, μια αγροτική περιοχή στα βόρεια της Βιέννης, με σκοπό να κάνουν εκεί έργο κηρύγματος. Όταν έφτασαν, τους περίμεναν ήδη. Στην είσοδο του χωριού, βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα εχθρικό πλήθος χωρικών που τους είχε ξεσηκώσει ο τοπικός ιερέας. Ανάμεσα στο πλήθος στέκονταν άντρες με ατσαλένια κράνη και τουφέκια· ανήκαν στη λεγόμενη Χάιμβερ, μια πολιτική εθνοφρουρά που την υποστήριζαν μερικοί χωροφύλακες. Μόλις οι αδελφοί κατέβηκαν από το λεωφορείο, το πλήθος τους επιτέθηκε και τους άρπαξε όλο το απόθεμα εντύπων που είχαν.
Είναι περιττό να λεχτεί ότι, μετά από αυτό το περιστατικό, όταν οι αδελφοί εργάζονταν σε αγροτικές περιοχές κατέβαιναν από το λεωφορείο έξω από τα χωριά και έπαιρναν τους παρακαμπτήριους δρόμους για να μπουν σ’ αυτά. Ωστόσο, οι εχθροί της αλήθειας προσαρμόστηκαν γρήγορα με τις καινούριες μεθόδους των αδελφών. Μερικές περιοχές βρίσκονταν κάτω από την πλήρη εξουσία του κλήρου και η χωροφυλακή ήταν πάρα πολύ πρόθυμη να συνεργαστεί με τον κλήρο στην ανάληψη δράσης εναντίον των αδελφών.
Η εχθρότητα που αντιμετώπιζαν οι αδελφοί άγγιζε κάθε πλευρά της ζωής και δεν σταματούσε ούτε και με το θάνατο ακόμη. Ο κ. και η κ. Γκάισμπεργκερ, οι οποίοι ζούσαν κοντά στη μικρή πόλη του Σέρντινγκ, δέχτηκαν την αλήθεια και αποχώρησαν από την Καθολική Εκκλησία το 1923. Λόγω αυτού του γεγονότος, δεν πέρασε πολύς καιρός και η αδελφή Γκάισμπεργκερ έχασε τη δουλειά της ως δασκάλα ραπτικής. Κατόπιν, όταν ο σύζυγός της πέθανε, ο ιερέας του χωριού προσπάθησε να εμποδίσει τη διεξαγωγή της κηδείας του αδελφού Γκάισμπεργκερ στο τοπικό νεκροταφείο. Βέβαια, από νομικής πλευράς, κανένας δεν μπορούσε να αρνηθεί την ταφή. Έτσι οι αδελφοί έφεραν το ζήτημα στο νομάρχη. Ποιες διευθετήσεις θα μπορούσαν να γίνουν για να ταφεί αυτός ο άντρας ο οποίος πίστευε στην Αγία Γραφή και προσπαθούσε να ζει σε αρμονία μ’ αυτή; Η ταφή θα έπρεπε γίνει στο μέρος του νεκροταφείου που προοριζόταν για τα άτομα που είχαν αυτοκτονήσει. Τουλάχιστον επιτράπηκε στον αδελφό Βέτσελ από τη Βιέννη να εκφωνήσει την ομιλία κηδείας.
Διώχτηκαν Επειδή Ήταν Χριστιανοί
Οι Γραφές δεν κρύβουν το γεγονός ότι το να γίνει κάποιος Χριστιανός σ’ αυτόν τον κόσμο, συνεπάγεται παθήματα. Ο Ιησούς Χριστός είπε στους ακολούθους του: «Ενθυμείσθε τον λόγον, τον οποίον εγώ είπον προς εσάς· Δεν είναι δούλος μεγαλήτερος του κυρίου αυτού. Εάν εμέ εδίωξαν, και σας θέλουσι διώξει· . . . Αλλά ταύτα πάντα θέλουσι κάμει εις εσάς δια το όνομά μου, διότι δεν εξεύρουσι τον πέμψαντά με». (Ιωάν. 15:20, 21) Αυτή ήταν η εμπειρία εκείνων που προσπάθησαν να περπατήσουν στα ίχνη του Ιησού Χριστού στη διάρκεια αυτής της περιόδου στην Αυστρία. Μερικές φορές, όπως προειδοποίησε ο Ιησούς, η εναντίωση προερχόταν από τα άμεσα μέλη της οικογένειας. (Ματθ. 10:32-39) Αλλά αυτό δεν αποθάρρυνε τους αδελφούς της Αυστρίας από το να πάρουν τη στάση τους στο πλευρό της Βασιλείας του Θεού.
Η Μπεατρίς Λόιντα ήταν εκπρόσωπος της Σοσιαλιστικής κίνησης και είχε θέσει υποψηφιότητα για να εκλεγεί στη Νατσιονάλρατ (Εθνικό Συμβούλιο, Κάτω Βουλή). Μια από τις φίλες της—που ονομαζόταν Μπρέτσναϊντερ—την οποία τη γνώριζε από τις πολιτικές της δραστηριότητες, είχε γίνει μάρτυρας του Ιεχωβά και φυσικά της μιλούσε για τη Βασιλεία του Θεού. Η Μπεατρίς προσκλήθηκε στο Ξενοδοχείο Κοντινένταλ της Βιέννης για να ακούσει μια ομιλία. Αυτό ήταν το ίδιο ξενοδοχείο όπου ο αδελφός Ρώσσελ είχε προσπαθήσει μάταια να εκφωνήσει μια ομιλία το 1911. Η Μπεατρίς δεν πίστευε στον Θεό και στην αρχή απέρριψε το όλο θέμα σχολιάζοντας: «Ο Θεός θα πρέπει πρώτα να ’ρθει να μου συστηθεί!» Αλλά δεν ήθελε να χαλάσει το χατίρι της φίλης της κι έτσι παρακολούθησε την ομιλία. Παρά τα αισθήματα που έτρεφε, ακόμη και στην ώρα της ομιλίας δεν μπορούσε να συγκρατηθεί και είπε αρκετές φορές στην αδελφή Μπρέτσναϊντερ: «Αυτή είναι η αλήθεια! Αυτή είναι η αλήθεια!»
Πριν περάσει πολύς καιρός, η Μπεατρίς αποσύρθηκε από την πολιτική ζωή, σε αρμονία με τα εξής λόγια που είπε ο Ιησούς προς τους μαθητές του: «Δεν είσθε εκ του κόσμου». (Ιωάν. 15:19) Αμέσως, άρχισαν οι δυσκολίες. Ο σύζυγός της απείλησε να τη χωρίσει αν δεν ‘ερχόταν στα λογικά της’, όπως το έθεσε ο ίδιος. Αλλά αυτή παρέμεινε στερεή στην πίστη και συνέχισε να το κάνει αυτό μέχρι το θάνατό της.
Ο Φραντς Μονφρέντα από το Ζάλτσμπουργκ ήταν ζηλωτής Καθολικός, αλλά η αλήθεια άγγιξε την καρδιά του. Αφού εγκατέλειψε την Καθολική Εκκλησία στις 12 Μαρτίου 1927, αφιέρωσε τη ζωή του στον Ιεχωβά Θεό. Στην οικογένειά του δεν άρεσε καθόλου αυτή η ενέργειά του κι έτσι συσσωρεύτηκαν εναντίον του κατηγορίες και εχθρότητα. Το ζήτημα πήγε τόσο μακριά που έχασε το σπίτι του καθώς επίσης και την επιχείρησή του. Η πίστη του δοκιμάστηκε σκληρά γιατί του πήρε αρκετό χρόνο ώσπου να βρει άλλη δουλειά. Αλλά παρέμεινε πιστός στον Ιεχωβά. Τι έχει να πει για εκείνες τις μέρες; «Σήμερα είμαι ευτυχής που ξεπέρασα εκείνη την περίοδο και έμεινα προσκολλημένος στην αλήθεια. Το χέρι του Ιεχωβά ποτέ δεν σμικρύνθηκε».—Παράβαλε Ησαΐας 59:1.
Υπήρχε Μόνο Ένα Ποδήλατο
Οι αδελφοί που ζούσαν στην περιοχή του Ρίντλινγκσντορφ, στην επαρχία του Μπούργκενλαντ, έδειξαν ασυνήθιστο ζήλο στο έργο του Κυρίου. Ο τομέας τους ήταν εκτεταμένος και δεν υπήρχε σχεδόν κανένα μεταφορικό μέσο. Ήταν αδύνατον γι’ αυτούς να αποκτήσουν μια μοτοσικλέτα, πόσω μάλλον αυτοκίνητο. Πολλοί δεν είχαν ούτε ποδήλατο. Έτσι, μερικοί από τους αδελφούς χρησιμοποιούσαν την εξής μέθοδο για την υπηρεσία αγρού:
Ένας αδελφός ξεκινούσε περπατώντας και καθώς προχωρούσε έκανε επισκέψεις στα σπίτια για να κηρύξει. Ένας δεύτερος αδελφός πήγαινε μπροστά με το ποδήλατό του μέχρι ένα προκαθορισμένο σημείο και άφηνε εκεί το ποδήλατο. Κατόπιν, συνέχιζε το έργο του με τα πόδια. Όταν ο πρώτος αδελφός έφτανε στο σημείο όπου είχε αφεθεί το ποδήλατο, ανέβαινε σ’ αυτό και πήγαινε στο επόμενο μέρος που είχαν συμφωνήσει από πριν. Αν αυτό το ποδήλατο είχε οδόμετρο, χωρίς αμφιβολία θα είχε ένα εντυπωσιακό χιλιομετρικό ρεκόρ στο κήρυγμα της Βασιλείας!
Επειδή οι αδελφοί είχαν μόνο τις Κυριακές ελεύθερες για την υπηρεσία τους στον αγρό, έκαναν πλήρη χρήση του χρόνου. Μερικές φορές έφευγαν από το σπίτι τους στις 3:00 π.μ. και επέστρεφαν αργά το βράδυ. Τη διακονία τους τη χαρακτήριζε η ολοκάρδια προσπάθεια.
Αγώνας για Νομικά Δικαιώματα
Καθώς το έργο κηρύγματος επεκτεινόταν, δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο να καλούνται οι αδελφοί να εμφανιστούν μπροστά στις τοπικές αρχές λόγω της δραστηριότητάς τους στο κήρυγμα. Στο βαθμό που ήταν ικανοί να το κάνουν, υπεράσπιζαν τον εαυτό τους. Σε μερικές περιπτώσεις είχαν και νομική βοήθεια. Αλλά οι νομικές ενέργειες δεν κατέληγαν πάντοτε προς όφελός τους.
Ωστόσο, αποδείχτηκε πολύ πιο δύσκολη η νομική σύσταση του τοπικού τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά παρά η αποφυγή καταδικαστικών αποφάσεων. Η νομική αναγνώριση ως οργανωμένη θρησκεία απλώς δεν ήταν δυνατόν να γίνει ακόμη. Οι αδελφοί προσπάθησαν τουλάχιστον να συσταθούν νομικά ως σύλλογος, αλλά οι δημόσιες αρχές δεν το ενέκριναν αυτό προβάλλοντας το επιχείρημα: ‘Ο σκοπός σας είναι να σχηματίσετε μια θρησκευτική οργάνωση και μια οργάνωση αυτού του τύπου δεν μπορεί να συγκροτηθεί σύμφωνα με τον αυστριακό νόμο’.
Οι αδελφοί υπέβαλαν έφεση στο Συνταγματικό Δικαστήριο, διαμαρτυρόμενοι ότι δεν αναγνωριζόταν το νομικό δικαίωμα που είχαν να σχηματίσουν κάποιο σύλλογο. Η άμεση αντίδραση των μελών του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Αυστρίας ήταν να απορρίψουν την έφεση στις 7 Δεκεμβρίου 1929. Στη συνέχεια, οι αδελφοί προσπάθησαν να συστήσουν κάποιο σύλλογο για τη διανομή Άγιων Γραφών και Βιβλικών εντύπων, ο οποίος δεν θα είχε καμιά ανάμειξη σε θρησκευτικές λειτουργίες. Η αίτηση αυτή δεν απορρίφθηκε. Έτσι, στις 24 Μαΐου 1930, σχηματίστηκε ένας τοπικός σύλλογος για να χρησιμεύει στους αδελφούς ως νομικό όργανο.
Η νομική αναγνώριση της Wachtturm-Gesellschaft [Εταιρίας Σκοπιά] δεν τερμάτισε με κανέναν τρόπο τις δυσκολίες που έπρεπε να αντιμετωπιστούν. Αλλά οι δούλοι του Ιεχωβά έμειναν προσκολλημένοι στη Γραφική τους ευθύνη. Αναγνώρισαν το γεγονός ότι έπρεπε να δοθεί μαρτυρία και στους αξιωματούχους επίσης.—Μάρκ. 13:11.
Νέες Εκκλησίες, Αυξανόμενοι Παρόντες
Για να μην προκαλέσουν ακόμη περισσότερες διαμάχες, οι αδελφοί αποφάσισαν να αποφύγουν τη διεξαγωγή μεγάλων συνελεύσεων. Μόνο το Φωτόδραμα της Δημιουργίας, που είχε προβληθεί στη Βιέννη για πρώτη φορά το 1922, επρόκειτο να προβληθεί και σε μικρότερες επαρχιακές πόλεις.
Παρ’ όλα αυτά, σε μερικές περιοχές ο αριθμός παρευρισκομένων στις εκκλησιαστικές συναθροίσεις ήταν αξιοσημείωτος. Αυτό αλήθευε και για την πόλη Λέομπεν, όπου ο Έντουαρντ Πάγιερ ήταν στην ολοχρόνια υπηρεσία. Πριν την άφιξή του, κανείς δεν είχε ακούσει για τους Σπουδαστές της Γραφής. Αλλά αυτός κήρυττε με μεγάλο ζήλο και σύντομα γύρω στα 200 άτομα παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις. Από το 1932 άρχισε να υπηρετεί στο Γκρατς, την επαρχιακή πρωτεύουσα της Στυρίας. Κι εδώ επίσης, αρκετές εκατοντάδες παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις. Ανάμεσα στους παρόντες ήταν κι ένα πρώην μέλος της Γαλλικής Λεγεώνας των Ξένων, ο Λέοπολντ Πίτεροφ, τον οποίο αργότερα τον έκλεισαν σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου παρέμεινε πιστός. Ο αριθμός των οργανωμένων ομίλων για Γραφική μελέτη (ή τάξεις, όπως ονομάζονταν τότε), που υπήρχαν στην Αυστρία, είχε ήδη αυξηθεί σε 30.
Η Εναντίωση Αυξάνεται
Η αλλαγή που επήλθε κατόπιν στην πολιτική σκηνή, ήταν πολύ ευπρόσδεκτη για τους κληρικούς, οι οποίοι ήταν οι κύριοι εχθροί μας. Στις 20 Μαΐου 1932 ο Δρ Ένγκελμπερτ Ντόλφους, ένας Χριστιανοσοσιαλιστής, ανέλαβε εξουσία ως ομοσπονδιακός καγκελάριος και έλαβε ένα συγχαρητήριο τηλεγράφημα από τον Καρδινάλιο Πατσέλι, τον υπουργό εξωτερικών του πάπα. Στη διάρκεια της θητείας του Δρ Ντόλφους, σημειώθηκαν σημαντικοί περιορισμοί στις πολιτικές ελευθερίες. Επωφελούμενος έξυπνα από μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης το 1933, αυτός διέλυσε τη Βουλή. Κατόπιν, κρατώντας όλα τα πολιτικά νήματα στα χέρια του, ίδρυσε αυτό που ονόμασε «Η Πρώτη Υποδειγματική Καθολική Κυβέρνηση της Ευρώπης». Οι εκκλησιαστικοί κύκλοι περιέγραψαν τον Ντόλφους ως ιδανικό Καθολικό πολιτικό.
Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, μήπως θα αποτελούσε έκπληξη αν γίνονταν προσπάθειες να απαγορευτούν οι Χριστιανικές μας συναθροίσεις; Μια τέτοιου είδους απαγόρευση τέθηκε σύντομα σε ισχύ στο Γκρατς, όπου εκατοντάδες άτομα παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις μας. Οι αδελφοί δεν πτοήθηκαν. Υπέβαλαν αμέσως έφεση, η οποία έπρεπε να γίνει δεκτή επειδή δεν υπήρχε καμιά παράβαση του νόμου από την πλευρά των αδελφών μας. Ωστόσο, οι δημόσιες αρχές ανακάλεσαν τις άδειες διαμονής μερικών σκαπανέων και τους ανάγκασαν έτσι να εγκαταλείψουν την πόλη. Σχεδόν κάθε εβδομάδα υπήρχαν ψεύτικες κατηγορίες εναντίον των αδελφών. Μια Καθολική εφημερίδα ζήτησε από την κυβέρνηση να θέσει τέρμα στο Χριστιανικό μας έργο, αποκαλύπτοντας ξεκάθαρα ποιος βρισκόταν πίσω από αυτές τις ενέργειες.
Ακριβώς στον κατάλληλο καιρό η οργάνωση του Ιεχωβά προμήθευσε εποικοδομητική βοήθεια. Μολονότι ο αδελφός Ρόδερφορντ δεν μπόρεσε να έρθει το 1933 όπως είχε σχεδιάσει, έστειλε τους Ν. Ο. Νορ και Μ. Κ. Χάρμπεκ, οι οποίοι συναντήθηκαν με τους αδελφούς στο Βίμπεργκερς Εταμπλισμάντ της Βιέννης. Αυτή η συνέλευση συνέβαλε πολύ στην ενίσχυση των αδελφών.
Λογοκρισία και Κατάσχεση Εντύπων
Σε αρμονία με την προφητεία της Αγίας Γραφής η οποία λέει ότι η ανθρώπινη εξουσία πρόκειται να αντικατασταθεί από τη Βασιλεία του Θεού που βρίσκεται στους ουρανούς, τα έντυπά μας τόνιζαν ανοιχτά τα θλιβερά αποτελέσματα της ανθρώπινης διακυβέρνησης. (Δαν. 2:44· 7:13, 14, 27) Οι κυβερνητικές αρχές θίγονταν από τέτοιου είδους δηλώσεις πιστεύοντας ότι αυτές τους δυσφημούσαν. Ως αποτέλεσμα, υπήρξε μια σειρά από κατασχέσεις των εντύπων μας στις αρχές της δεκαετίας του 1930.
Στη διάρκεια του 1933 και του 1934 καλούσαν σχεδόν κάθε εβδομάδα τους αδελφούς μπροστά στις δημόσιες αρχές και τους υποχρέωναν να ακούσουν αντιρρήσεις κάθε είδους. Συχνά, οι αρχές απαιτούσαν να γίνουν δυσανάγνωστες ορισμένες παράγραφοι των εκδόσεων. Για να είναι απόλυτα σίγουροι ότι όλες οι αμφισβητούμενες παράγραφοι θα σβήνονταν πραγματικά, εγκαταστάθηκε ένας αστυνομικός μέσα στο γραφείο της Εταιρίας. Μερικές μέρες η δουλειά συνεχιζόταν για πολλή ώρα, ακόμη και μέχρι τα μεσάνυχτα. Και καθώς μερικές φορές κουραζόταν και το μάτι του νόμου επίσης, ορισμένες περικοπές των εκδόσεων παρέμεναν τελικά ευανάγνωστες.
Ο Πολιτικός Αναβρασμός Φέρνει Περιορισμούς
Οι διαφορές ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα κλιμακώθηκαν δραματικά. Η Σοσιαλδημοκρατική Σούτσμπουντ (ένοπλες δυνάμεις του Σοσιαλιστικού Κόμματος) πρόβαλε αντίσταση. Η αντίδραση της εργατικής τάξης συντρίφτηκε ανήλεα το Φεβρουάριο του 1934. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα τέθηκε εκτός νόμου. Επακολούθησαν επιπρόσθετοι περιορισμοί της προσωπικής ελευθερίας.
Σαν να επρόκειτο για επιβεβαίωση του γεγονότος ότι είχε αρχίσει μια νέα εποχή, η Αυστρία απέκτησε νέο σύνταγμα το Μάιο του 1934. Τα εισαγωγικά λόγια του έμοιαζαν περισσότερο με θρησκευτικό σύμβολο πίστης: «Στο όνομα του Θεού, του Παντοδύναμου, από τον οποίο προέρχονται όλοι οι νόμοι, ο αυστριακός λαός λαβαίνει τώρα αυτό το σύνταγμα για το μόνιμα Χριστιανικό Γερμανικό Ομοσπονδιακό Κράτος του». Αλλά στη γειτονική Γερμανία είχε ήδη εδραιωθεί στην εξουσία ο Χίτλερ, ένας άλλος Καθολικός, ο οποίος υιοθέτησε διαφορετική πολιτική ιδεολογία. Και τον Ιούλιο, ένας υποστηριχτής του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος του Χίτλερ δολοφόνησε τον Δρ Ντόλφους, τον καγκελάριο της Αυστρίας.
Οι μήνες που επακολούθησαν κάτω από την εξουσία της κυβέρνησης στην οποία ηγούνταν ο Καγκελάριος Κουρτ Σούσνιγκ, δεν έφεραν καμιά ανακούφιση σ’ εκείνους που επιδίωκαν πραγματικά να υπηρετούν τον ‘Θεό, τον Παντοδύναμο’. Εξακολουθούσαν να τους κατάσχουν Βιβλικά έντυπα και συνέχιζαν να τους σέρνουν μπροστά στα δικαστήρια. Σε πολλές περιπτώσεις απαγορεύτηκαν επίσης οι δημόσιες Βιβλικές συναθροίσεις.
Ο Τοπικός Σύλλογος Διαλύεται από τις Αρχές
Τελικά, με ένα διάταγμα που εκδόθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 1934, ο ομοσπονδιακός επίτροπος ασφάλειας της Βιέννης διέλυσε την Wachtturm-Gesellschaft [Εταιρία Σκοπιά], το νομικό σύλλογο που χρησιμοποιούσαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ωστόσο, όταν υποβλήθηκε έφεση από τους αδελφούς, αυτό το διάταγμα ακυρώθηκε από το Γραφείο του Ομοσπονδιακού Καγκελάριου, το οποίο είχε την ιδιότητα του εκτελεστικού γραφείου για τη δημόσια ασφάλεια.
Αλλά οι αρχές που ήταν ιδιαίτερα ανυπόμονες να συντρίψουν το έργο μας δεν επαναπαύτηκαν. Στις 17 Ιουνίου και στις 17 Ιουλίου 1935, δόθηκε και πάλι διαταγή, αυτή τη φορά από τον ομοσπονδιακό διοικητή ασφάλειας, που έλεγε ότι η “Wachtturm-Gesellschaft [Εταιρία Σκοπιά], Τμήμα της Watch Tower Bible and Tract Society, Brooklyn, N.Y.”, έπρεπε να διαλυθεί. Οι αδελφοί προσπάθησαν ξανά να εφεσιβάλουν αυτό το διάταγμα, αλλά, αυτή τη φορά, μάταια.
Θέτουν τη Βασιλεία στην Πρώτη Θέση Παρά τα Εμπόδια
Οι αδελφοί συνέχισαν να εργάζονται από πόρτα σε πόρτα, αν και το έκαναν τώρα προσεκτικά. Παρά την επαγρύπνησή τους, συχνά συλλαμβάνονταν και καταδικάζονταν είτε να πάνε στη φυλακή είτε να πληρώσουν πρόστιμο. Παρ’ όλο που η φυλακή μπορεί να σήμαινε αρκετές εβδομάδες κράτησης, προτιμούσαν να πάνε φυλακή παρά να πληρώσουν πρόστιμο, επειδή είχαν υπόψη τους τις ευκαιρίες που θα υπήρχαν εκεί για να δώσουν μαρτυρία.
Εκείνες τις μέρες του αναβρασμού και της οικονομικής αβεβαιότητας, ο Λέοπολντ Ένγκλαϊτνερ ανέλαβε την ολοχρόνια υπηρεσία. Τον Ιανουάριο του 1934 μετακόμισε στον τομέα που του είχε ανατεθεί στην Άνω Στυρία, όπου δεν είχε δοθεί σχεδόν καθόλου μαρτυρία μέχρι εκείνο τον καιρό.
Ο Εθνικοσοσιαλισμός ασκούσε ήδη ισχυρή επιρροή εκεί. Ως αποτέλεσμα, είχε κηρυχτεί σε μερικά μέρη στρατιωτικός νόμος. Αυτό αλήθευε και για το Σλάντμινγκ, το οποίο είχε καταληφθεί από την πολιτική εθνοφρουρά ως αποτέλεσμα των εξεγέρσεων από μέρους των Ναζί. Έχοντας υπόψη τη σοβαρότητα της κατάστασης, ο αδελφός Ένγκλαϊτνερ μετέφερε μόνο μια μικρή ποσότητα εντύπων στις τσέπες του σακακιού του για να μην τραβάει την προσοχή. Στην αρχή εργαζόταν στα περίχωρα μιας πόλης, προσφέροντας έντυπα μόνο σ’ εκείνους τους οποίους πίστευε ότι μπορούσε να τους εμπιστευτεί.
Μια μέρα τον συνέλαβαν και λόγω της πολιτικής κατάστασης που επικρατούσε τον ρώτησαν στο τμήμα της χωροφυλακής αν οπλοφορούσε. Ο αδελφός μας απάντησε ότι πράγματι οπλοφορούσε, έβαλε το χέρι στην τσέπη του και έβγαλε μια Αγία Γραφή και την άφησε μπροστά τους στο τραπέζι. (Εφεσ. 6:17) Όταν οι αξιωματικοί συνήλθαν από τα γέλια τους, τον άφησαν ελεύθερο.
Οι κληρικοί, όμως, ήταν αναστατωμένοι μ’ αυτόν το δούλο του Ιεχωβά. Κάθε φορά που άρχιζε το έργο του κηρύγματος σε ένα από τα μεγαλύτερα χωριά, οι κληρικοί φρόντιζαν να το πληροφορηθούν όλοι οι κάτοικοι καθώς και η χωροφυλακή. Οι συλλήψεις του αδελφού Ένγκλαϊτνερ διαδέχονταν η μια την άλλη. Σύντομα επακολουθούσαν ποινές φυλάκισης. Στην αρχή ήταν μόνο για 48 ώρες τη φορά, αλλά οι ποινές γίνονταν ολοένα και μεγαλύτερες. Τελικά, έπρεπε να συνεχίσει τη δραστηριότητά του σε κάποιον άλλο τόπο.
Στον καινούριο του τομέα, σε κάποια απόμερη κοιλάδα μιας ορεινής περιοχής, πρόσεχε να μην του διαφύγει κανένα σπίτι. Ακόμη κι όταν δεν ήταν κανείς στο σπίτι, τους άφηνε κάτι να διαβάσουν.
Σε μια περίπτωση ο πρώτος που γύρισε σπίτι ήταν ο εργάτης του αγροκτήματος. Αυτός παρατήρησε το φυλλάδιο, το διάβασε προσεκτικά, παρήγγειλε περισσότερα έντυπα και έγινε πιστός αδελφός. Τον αδελφό Ένγκλαϊτνερ τον συνάντησε απροσδόκητα σε μια συνέλευση περιφερείας μετά από 32 ολόκληρα χρόνια.
Γιατί Βρίσκονταν Εκεί;
Ένα επεισόδιο που συνέβηκε στο χωριό Ρίντλινγκσντορφ δίνει μια ξεκάθαρη εικόνα της έντασης που υπήρχε. Σ’ εκείνο το χωριό είχε προγραμματιστεί μια κηδεία και ο αδελφός Ρονόφσκι από τη Βιέννη θα εκφωνούσε την ομιλία. Εκείνο τον καιρό οι κηδείες παρείχαν τη μόνη ευκαιρία για να δοθεί μαρτυρία σ’ ένα μεγάλο όμιλο. Ωστόσο, όταν ο αδελφός μας προχώρησε προς τον τάφο, ένιωσε έκπληξη από το ασυνήθιστο σκηνικό. Απέναντί του βρίσκονταν 50 άντρες της χωροφυλακής και της πολιτικής εθνοφρουράς οι οποίοι, με τα ατσάλινα κράνη τους στο κεφάλι και με τα τουφέκια στα χέρια, φαίνονταν αποφασισμένοι για δράση. Ο συνολικός αριθμός των παρόντων υπολογίστηκε στα 100 περίπου άτομα, συμπεριλαμβανομένου και του τοπικού ιερέα. Ο αδελφός μας προσπάθησε να κάνει το καλύτερο που μπορούσε για να δώσει μαρτυρία για τον Ιεχωβά Θεό, τον Γιο του και την ελπίδα της ανάστασης. Αλλά γιατί βρίσκονταν εκεί οι οπλισμένοι άντρες;
Ο αδελφός Ρονόφσκι δεν έμαθε το λόγο γι’ αυτή την εκνευριστική συνάντηση παρά μόνο αργότερα. Οι αδελφοί που ζούσαν σ’ εκείνο το χωριό, του είπαν αργότερα ότι οι άντρες της χωροφυλακής και της πολιτικής εθνοφρουράς έμειναν έκπληκτοι με τις εξηγήσεις που έδωσε από την Αγία Γραφή επειδή ο τοπικός ιερέας είχε διαδώσει τη φήμη ότι οι Μάρτυρες ήταν κομμουνιστές, οι οποίοι είχαν σκοπό να ανατρέψουν την κυβέρνηση.
Περιορισμοί στις Συναθροίσεις
Από το 1935 και μετά, οι συναθροίσεις δεν μπορούσαν πια να διεξάγονται δημόσια. Όλες οι μελέτες Σκοπιάς είχαν απαγορευτεί, ακόμη και σε ιδιωτικά σπίτια. Κατά καιρούς, οι αρχές πρόβαλλαν το επιχείρημα ότι κινδύνευε η δημόσια ασφάλεια και άλλες φορές έλεγαν ότι σ’ αυτές τις συναθροίσεις θιγόταν ο Καθολικός πληθυσμός. Αλλά ο Λόγος του Θεού δίνει την εξής εντολή: ‘Μην αφήνετε το να συνέρχεστε μαζί’.—Εβρ. 10:25.
Οι αδελφοί συνέχισαν να συναθροίζονται, αλλά μόνο σε ιδιωτικά σπίτια και σε μικρούς ομίλους οχτώ ή δέκα ατόμων. Ο τόπος της συνάθροισης άλλαζε συνέχεια. Έτσι, δεν τραβούσαν αδικαιολόγητα την προσοχή. Στις συναθροίσεις τους εξέταζαν τις Γραφές με τη βοήθεια της Σκοπιάς και άλλων εντύπων, όπως Η Κιθάρα του Θεού, Δημιουργία, Προφητεία, Κυβέρνηση και Φως. Άκουγαν επίσης Γραφικές ομιλίες από δίσκους γραμμοφώνου, όταν τους είχαν στη διάθεσή τους. Παρά την κυβερνητική απαγόρευση, ο λαός του Θεού αύξανε σταθερά σε αριθμό.
Ακόμη κι όταν απαιτούνταν επίμονη προσπάθεια, οι αδελφοί προσπαθούσαν πάντα να συναναστρέφονται τακτικά με ομοπίστους. Επειδή η Βιέννη δεν βρίσκεται μακριά από την τσεχοσλοβάκικη πόλη Μπρατισλάβα ή Πρέσμπουργκ, οι αδελφοί νοίκιαζαν ένα λεωφορείο κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο ειδικά για να ταξιδεύουν από τη Βιέννη στην Μπρατισλάβα ώστε να διεξάγουν τη μελέτη Σκοπιάς. Στις 9 Ιουνίου 1935, οι αδελφοί της Αυστρίας παρακολούθησαν τη συνέλευση περιφερείας στο Μάριμπορ της Γιουγκοσλαβίας και το 1936 πήγαν στη συνέλευση της Λουκέρνης στην Ελβετία. Μέσα στην Αυστρία, όμως, η ένταση συνέχιζε να μεγαλώνει.
Προετοιμασία για τον Αναμενόμενο Διωγμό
Οι εκθέσεις από τη Γερμανία έδωσαν μια ιδέα σχετικά με τα όσα υπέμεναν οι αδελφοί μας εκεί και αυτό έκανε τους ευαγγελιζομένους στην Αυστρία να τους πιάσει ρίγος. Προσευχήθηκαν στον Ιεχωβά να τους δώσει την απαραίτητη δύναμη ώστε να αντέξουν, αν χρειαζόταν, τέτοιου είδους θλίψη και παθήματα και να παραμείνουν πιστοί. Αλλά τα πράγματα δεν είχαν προχωρήσει τόσο πολύ ακόμη.
Το καλοκαίρι του 1937, δόθηκε η προτροπή, σε όλους όσους μπορούσαν, να παρακολουθήσουν μια συνέλευση που θα διεξαγόταν στην Πράγα της Τσεχοσλοβακίας. Για να εξυπηρετηθούν εκείνοι που δήλωσαν για το ταξίδι από τη Βιέννη στην Πράγα, χρειάζονταν τρία λεωφορεία. Θα ταξίδευαν μια ολόκληρη μέρα. Ωστόσο, δεν ήταν όλοι σε θέση να πάνε με το λεωφορείο. Ο αδελφός Ένγκλαϊτνερ και πέντε άλλοι από το Μπαντ Ισλ και τα περίχωρα έκαναν ένα ταξίδι 360 και πλέον χιλιομέτρων με ποδήλατο.
Όλοι εκείνοι που παρακολουθούσαν τη συνέλευση ένιωθαν ότι αυτή θα ήταν πιθανότατα η τελευταία μεγάλη σύναξη που απολάμβαναν ελεύθεροι. Τα θέματα των ομιλιών ταίριαζαν κατάλληλα με το σκοπό της προετοιμασίας των αδελφών για τους κρίσιμους καιρούς που βρίσκονταν μπροστά τους. Στη διάρκεια αυτής της συνέλευσης τονίστηκε επανειλημμένα ότι οι αδελφοί πλησίαζαν γρήγορα σ’ ένα καιρό σοβαρής δοκιμασίας. Ενισχύθηκαν από τις ειδικές οδηγίες που δόθηκαν σχετικά με τη διαγωγή κάτω από διωγμό. Για να μη θέσουν σε κίνδυνο και άλλους στην περίπτωση που γίνονταν έρευνες στα σπίτια, προειδοποιήθηκαν να μην έχουν καταλόγους με ονόματα συμμαρτύρων. (Ματθ. 10:16) Η ακλόνητη υπομονή των αδελφών της Γερμανίας υπογραμμίστηκε ως ένα θαυμάσιο παράδειγμα προς μίμηση. Σ’ εκείνους που παρακολούθησαν τη συνέλευση δόθηκε η προτροπή να υπομείνουν πιστά και υπάκουα, με πλήρη εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά, άσχετα με το τι μπορεί να συνέβαινε.—Παρ. 3:5, 6.
Κι έτσι η συνέλευση έφτασε στο τέλος της. Με βαριά καρδιά έψαλαν, «Ο Θεός να είναι μαζί σας μέχρι να ξανασυναντηθούμε» και αποχαιρέτησαν τους αδελφούς τους και τη φιλόξενη πόλη της Πράγας. Τη στιγμή του χωρισμού έτρεχαν πολλά δάκρυα καθώς οι αδελφοί μας συνειδητοποιούσαν τώρα το λόγο για τον οποίο τους είχε δοθεί η προτροπή να παρακολουθήσουν αυτή τη συνέλευση.
Τα Γερμανικά Στρατεύματα Περνούν τα Σύνορα
Όλα έδειχναν ότι σύντομα αναμενόταν να προελάσουν τα γερμανικά στρατεύματα στην Αυστρία. Μερικά άτομα περίμεναν ανυπόμονα ένα κύμα οικονομικής ευημερίας μόλις η Αυστρία γινόταν τμήμα της Γερμανίας. Αλλά εκείνοι που δεν συμφωνούσαν με την ιδεολογία του Χίτλερ ανησυχούσαν για τα αντίποινα. Όσο για τους αδελφούς, αυτοί γνώριζαν ότι θα έρχονταν αναπόφευκτες δοκιμασίες της οσιότητάς τους στον Ιεχωβά. Οι φόβοι επαληθεύτηκαν καθώς τα στρατεύματα του Χίτλερ κινητοποιήθηκαν και πέρασαν τα σύνορα της Αυστρίας στις 12 Μαρτίου 1938.
Περίπου μια εβδομάδα πριν από αυτό, ενόψει του τι θα συνέβαινε, πουλήθηκε η περιουσία της Εταιρίας στη Βιέννη και ο υπεύθυνος αδελφός, μαζί με τη σύζυγό του, εγκατέλειψαν την Αυστρία και πήγαν στην Ελβετία. Όταν το έμαθαν αυτό οι αδελφοί στην Αυστρία, αναρωτιούνταν: ‘Τι σημαίνουν όλα αυτά;’ ‘Πώς θα συνεχιστεί το έργο;’ ‘Από πού θα λαβαίνουμε πνευματική τροφή;’
Και στον αδελφό Άουγκουστ Κραφτ (που ήταν γνωστός και ως Κράφτσιγκ), ο οποίος είχε εργαστεί στο γραφείο της Εταιρίας, δόθηκε επίσης η δυνατότητα να εγκαταλείψει την Αυστρία. Αλλά αυτός δήλωσε: «Θέλω να μείνω μαζί με τα πρόβατα». Με στοργικό τρόπο ενθάρρυνε τους αδελφούς, τους ενίσχυε και φρόντιζε γι’ αυτούς. Πόσο ευγνώμονες ήταν οι αδελφοί γι’ αυτόν το θεοφοβούμενο αδελφό και ποιμένα που φρόντιζε γι’ αυτούς στοργικά, μολονότι το όνομά του ήταν ήδη στον κατάλογο εκείνων που καταζητούσε η γερμανική Γκεστάπο! Παρέμεινε δραστήριος, κάνοντας επισκέψεις στους αδελφούς που ζούσαν στο Ίνσμπρουκ, στο Κλάγκενφουρτ και σε άλλα μέρη της χώρας. Με μεγάλη προσοχή επισκεπτόταν τα σπίτια των αδελφών αργά το βράδυ και έφευγε πάλι νωρίς το επόμενο πρωί.
Απαιτήσεις των Νέων Κυβερνητικών Δυνάμεων
Η 10η Απριλίου ήταν μέρα γεμάτη ένταση. Ο λαός της Αυστρίας επρόκειτο να ψηφίσει για το αν συμφωνούσε με την προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία. Ωστόσο, στην πραγματικότητα αυτό είχε αποφασιστεί πολύ καιρό πριν. Κανείς δεν μπορούσε να παραβλέψει την πιεστική έκκληση προς το κοινό, η οποία εμφανιζόταν σε αφίσες που υπήρχαν παντού: «ΝΑΙ στον Χίτλερ».
Τι έκαναν οι αδελφοί; Άσχετα με το πώς θα ενεργούσαν οι αδελφοί μας, αυτοί ήξεραν ότι οι εφορευτικές επιτροπές είχαν τρόπους για να διαπιστώσουν ποια ήταν η απόφαση κάθε ξεχωριστού ψηφοφόρου. Τη μέρα των εκλογών ο Γιόχαν Βίρεκλ από τη Βιέννη πήγε στο δάσος νωρίς το πρωί και δεν γύρισε παρά μόνο όταν νύχτωσε και τον κάλυπτε το σκοτάδι. Σύμφωνα μ’ αυτά που είπαν στον Γιόχαν οι γείτονες αργότερα, τα μέλη της εφορευτικής επιτροπής είχαν έρθει πέντε φορές στην πόρτα του. Χωρίς προηγούμενη συνεννόηση, κι άλλοι αδελφοί έκαναν ακριβώς το ίδιο πράγμα που έκανε ο Γιόχαν προκειμένου να κρατήσουν την ουδετερότητά τους. Ένα πράγμα ήταν τώρα ξεκάθαρο στους αδελφούς: Τα μάτια των νέων κυβερνητών ήταν στραμμένα πάνω τους.
Οι άνθρωποι υποχρεώθηκαν να στολίσουν τα παράθυρά τους με τη σημαία που έφερε τη σβάστικα, για να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους στο νέο καθεστώς. Στη μικρή πόλη του Κνίτελφελντ, η αδελφή Άλτενμπουχνερ ζούσε σ’ ένα διαμέρισμα που έβλεπε στο δρόμο. Επανειλημμένα, την πλησίασαν οι τοπικοί εκπρόσωποι του καθεστώτος απαιτώντας να βάλει τη σημαία της σβάστικας στα παράθυρά της. Της γνωστοποίησαν ότι αν αρνούνταν να το κάνει, θα θέριζε την αντιπάθεια όλων των γειτόνων της. Προφανώς αντιμετώπισε ένα ενωμένο εχθρικό μέτωπο. Για λόγους συνείδησης, αποφάσισε να μην κρεμάσει τη σημαία. Ποιες ήταν οι συνέπειες; Της δόθηκε δικαστική εντολή να αδειάσει το διαμέρισμά της που έβλεπε στο δρόμο και να μετακομίσει σ’ ένα άλλο που της παραχωρήθηκε στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου δεν ήταν απαραίτητο να επιδεικνύεται σημαία—μια λύση που ποτέ της δεν την περίμενε.
Προμήθεια της Αναγκαίας Τροφής
Για ένα διάστημα μετά την κατάληψη της Αυστρίας από τον Χίτλερ, οι αδελφοί κατάφεραν να έχουν μικρές συναθροίσεις στη Βιέννη—αλλά με διακριτικότητα. Σε κάθε περιφέρεια της Βιέννης, υπήρχε ένας αδελφός που ήταν υπεύθυνος για την πνευματική φροντίδα των ομίλων μελέτης.
Στην αρχή ο αδελφός Κραφτ πήγαινε στο Φόραρλμπεργκ για να φέρνει αντίτυπα της Σκοπιάς που Ελβετοί αδελφοί τα περνούσαν λαθραία από τα σύνορα. Στη διαδρομή προς τη Βιέννη, έκανε μια ενδιάμεση στάση στο Ίνσμπρουκ για να έρθει σε επαφή με τους αδελφούς Ντέφνερ και Σετς, οι οποίοι έπαιρναν αντίτυπα για την περιοχή του Τιρόλου. Ο αδελφός Σετς φύλαγε αυτό το πολύτιμο υλικό κάτω από τα καυσόξυλα που ήταν στοιβαγμένα πίσω από το σπίτι του. Όλα αυτά φαίνονται πολύ εύκολα. Αλλά μην ξεχνάτε ότι η Γκεστάπο και οι πληροφοριοδότες της βρίσκονταν παντού.
Θαρραλέες Αδελφές Καλύπτουν μια Ζωτική Ανάγκη
Χωρίς καθυστέρηση, ο αδελφός Κραφτ έκανε διευθετήσεις έτσι ώστε να συνεχιζόταν η προμήθεια της πνευματικής τροφής στους αδελφούς και μετά τη σύλληψή του. Θαρραλέες αδελφές διέθεσαν με χαρά τον εαυτό τους για το έργο της πνευματικής διατροφής. Μια απ’ αυτές ήταν και η Τερέζε Σράιμπερ από τη Βιέννη. Ο αδελφός Κραφτ της έμαθε πώς να πολυγραφεί αντίγραφα της Σκοπιάς χρησιμοποιώντας ένα απλό μηχάνημα.
Αυτή η δραστηριότητα, κάτω από την επιφάνεια, απορροφούσε πολύ από το χρόνο της Τερέζε, αλλά βρήκε μια κοσμική εργασία μερικής απασχόλησης που της έδωσε τη δυνατότητα να εξασφαλίζει τα αναγκαία από οικονομικής πλευράς για τον εαυτό της και τη μητέρα της. Προσπαθούσε να είναι προσεκτική. Αρκετοί αδελφοί είχαν ήδη συλληφθεί. Και εφόσον η μητέρα της υπέφερε από σοβαρές καρδιακές παθήσεις, τι θα έκανε αν η κόρη της συλλαμβανόταν; Η Τερέζε παρηγορούσε τη μητέρα της, διαβεβαιώνοντάς την πάντοτε ότι ο Ιεχωβά ασφαλώς δεν θα την άφηνε αβοήθητη.
Κι άλλες θαρραλέες αδελφές προετοιμάστηκαν επίσης να υπηρετήσουν τα συμφέροντα του Ιεχωβά με οποιοδήποτε τρόπο ήταν απαραίτητο. Η αδελφή Στάτεγκερ από το Βελς προσφέρθηκε εθελοντικά να ταξιδεύει προς τα δυτικά για να παραδίδει ύλη μελέτης στους αδελφούς του Τιρόλου. Συνέχισε να το κάνει αυτό μέχρι που έπεσε στα χέρια της Γκεστάπο. Δίχως καμιά νομική διαδικασία, στάλθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράφενσμπρικ. Ποτέ δεν ξαναγύρισε. Λίγο καιρό αργότερα φυλακίστηκε κι ο σύζυγός της.
Αποδεικνυόταν ο Σατανάς Νικητής;
Αφού ο αδελφός Κραφτ επισκέφτηκε και πάλι τους αδελφούς για να τους ενισχύσει, το Μάιο του 1939, μπόρεσε να μείνει μόνο για λίγο στο ταπεινό του σπίτι στη Βιέννη πριν η Γκεστάπο χτυπήσει αλύπητα. Τον συνέλαβαν στις 25 Μαΐου. Οι πόρτες του μηχανισμού εξολόθρευσης του στρατόπεδου συγκέντρωσης Μάουτχαουζεν άνοιξαν, και εκεί έσβησε η ζωή του. Βαθιά θλίψη γέμισε τις καρδιές των αδελφών όταν άκουσαν για το θάνατό του. Τον θυμούνται στοργικά για την αξιοσημείωτη αγάπη που έδειξε για τον Ιεχωβά και για τους αδελφούς του.
Αποδείχτηκαν πραγματικά νικητές ο Σατανάς και οι υποστηριχτές του με το να συλλάβουν και να φυλακίσουν αυτούς τους δούλους του Θεού και να θανατώσουν μερικούς απ’ αυτούς; Αντίθετα! Όπως φαίνεται και από την περίπτωση του Ιώβ, ο ισχυρισμός του Σατανά είναι ότι ένα άτομο θα υπηρετεί τον Ιεχωβά μόνο όταν όλα φαίνονται να πηγαίνουν καλά γι’ αυτόν. Έτσι, κάθε Μάρτυρας που αποδείχτηκε πιστός κάτω από δοκιμασία πρόσθεσε στο βουνό των αποδείξεων που δείχνουν ότι ο Διάβολος είναι ένας χονδροειδής ψεύτης και ότι ο Ιεχωβά είναι ο αληθινός Θεός, τον οποίο αυτοί αγάπησαν με όλη τους την καρδιά. Ο Ιεχωβά θα ανταμείψει πλούσια όλα αυτά τα όσια άτομα.—Ιώβ 1:6-12· 2:1-5· Ιακ. 5:11.
Δυο Ειδών Σακούλες Τροφίμων
Ο αδελφός στον οποίο ανατέθηκε τώρα η ευθύνη για το έργο κηρύγματος δεν εργαζόταν στο γραφείο της Εταιρίας, αλλά είχε ένα μικρό μανάβικο για να εξασφαλίζει τα αναγκαία για τον ίδιο και τη σύζυγό του. Αυτός ήταν ο Πέτερ Γκέλες. «Χωρίς καθόλου οργανωτικές οδηγίες», όπως το έθεσε ο ίδιος, του ζητήθηκε να φροντίσει να συνεχιστεί η δραστηριότητα του λαού του Θεού όσο αυτό ήταν δυνατό κάτω από εκείνες τις καταπιεστικές περιστάσεις.
Αφού ο αδελφός Κραφτ δεν ήταν πια μαζί τους, ο αδελφός Γκέλες επέβλεπε την ανατύπωση και τη διανομή της ύλης για μελέτη της Γραφής σ’ ολόκληρη τη χώρα. Τη νύχτα εργαζόταν κρυφά σε παγωμένα κελάρια και τη μέρα βρισκόταν στο μαγαζί του. Δεν ήταν ασφαλές να χρησιμοποιείται το ταχυδρομείο, γι’ αυτό τα έντυπα μεταφέρονταν από αγγελιαφόρους. Τα έσοδα από τις συνεισφορές δεν ήταν αρκετά για να καλύψουν τα οδοιπορικά έξοδα, έτσι ο αδελφός Γκέλες χρησιμοποιούσε χρήματα από την τσέπη του. Επειδή οι πελάτες συχνά έπαιρναν τα λαχανικά τους και άλλα είδη τροφίμων σε χαρτοσακούλες, όταν επιλεγμένα άτομα έφευγαν από το μαγαζί με χαρτοσακούλες που είχαν κάπως διαφορετικό περιεχόμενο, αυτό δεν γινόταν αντιληπτό. Για αρκετό διάστημα, οι αγγελιαφόροι και οι αδελφοί της Βιέννης είχαν τη δυνατότητα να λαβαίνουν μ’ αυτόν τον τρόπο πνευματική τροφή από το μαγαζί του αδελφού Γκέλες.
Βοήθεια για τον Υπεύθυνο Αδελφό
Από το 1938 και μετά, γινόταν όλο και πιο δύσκολο να διατηρηθεί η επαφή με την Ελβετία και την Ολλανδία έτσι ώστε να μπαίνουν στη χώρα μερικά τουλάχιστον αντίτυπα της Σκοπιάς. Εξαιτίας των συλλήψεων διακόπηκαν πολλές επαφές, και μερικές φορές ήταν απαραίτητο να γίνονται ταξίδια με τρένο που κρατούσαν μια εβδομάδα και πλέον, για να αποκτηθεί πνευματική τροφή από ξένες χώρες. Ο αδελφός Γκέλες προσπάθησε να φέρει πνευματικές προμήθειες μέσω του Πρέσμπουργκ της Τσεχοσλοβακίας, απ’ όπου η αδελφή Κάτνερ μετέφερε ύλη μελέτης. Αλλά κι αυτό το δρομολόγιο, επίσης, διακόπηκε σύντομα.
Εκείνες τις μέρες εμφανίστηκε στη σκηνή ο Ερνστ Μποϊανόβσκι. Αυτός προερχόταν από τη Γερμανία, αλλά βρισκόταν ήδη σε επαφή με τους αδελφούς της Αυστρίας. Ο Μποϊανόβσκι πρόσφερε τις υπηρεσίες του στον αδελφό Γκέλες και συνεργαζόταν με την αδελφή Σράιμπερ στην πολυγράφηση της ύλης για μελέτη. Ο Μποϊανόβσκι έδωσε την εντύπωση ότι ήταν θαρραλέος άντρας με μεγάλη πρωτοβουλία. Επίσης ταξίδευε για να παραδίδει έντυπα. Σε τρεις περιπτώσεις μάλιστα βάφτισε νέους αδελφούς και αδελφές.
Μια άλλη βοήθεια ήταν ο πολύγραφος που ήταν εγκατεστημένος στο κελάρι του σπιτιού ενός κηπουρού στη Βιέννη. Η χρήση του απαιτούσε πολλή δουλειά επειδή έπρεπε να τον βγάζουν από τον κρυψώνα του κάθε φορά που θα τον χρησιμοποιούσαν. Παρ’ όλα αυτά, κανένας δεν παρατήρησε τι γινόταν, επειδή ο ιδιοκτήτης του ακίνητου είχε μεταναστεύσει και είχε μείνει μόνο ο κηπουρός, ένας αδελφός μας, για να φροντίζει το σπίτι.
Προς τα δυτικά, κοντά στα ιταλικά σύνορα, βοηθούσαν κι άλλοι Μάρτυρες. Η αδελφή Γκέλμι μεγέθυνε διαφάνειες άρθρων της Σκοπιάς που έφερνε ο Ναρκίσο Ριτ διασχίζοντας τα σύνορα της Ιταλίας. Κατόπιν, αυτή δακτυλογραφούσε τις μεμβράνες για την πολυγράφηση και τα τελειωμένα αντίγραφα τα πήγαιναν σ’ ένα μέρος που βρισκόταν ψηλά πάνω σ’ ένα βουνό. Από εκεί γινόταν η διανομή. Η αδελφή Τάμερλ από το Ίνσμπρουκ και οι αδελφές Ένταχερ (μητέρα και κόρη) από το Σβατς συμμετείχαν στη διανομή της ύλης για μελέτη σε ομοπίστους. Αυτές αντιλαμβάνονταν τι θα μπορούσε να τους συμβεί αν τις έπιαναν και ήταν προετοιμασμένες να το αντιμετωπίσουν αν χρειαζόταν.
Στα Χέρια του Εχθρού
Ξαφνικά ένα νέο κύμα συλλήψεων άρχισε, ιδιαίτερα το Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1939. Ανάμεσα στους Μάρτυρες κυκλοφόρησε η φήμη ότι ένας αδελφός είχε αποκαλύψει ονόματα στις αρχές. Στα αρχεία της Γκεστάπο που είναι τώρα διαθέσιμα για εξέταση, μπορείτε να διαβάσετε μόνοι σας αυτές τις λεπτομέρειες που έχουν ολοκάθαρα καταγραφτεί. Η αναφορά της Γκεστάπο για τη Βιέννη, με ημερομηνία 2 Νοεμβρίου 1939, λέει τα εξής:
«Ο Κουντέρνα, ο οποίος μνημονεύτηκε στην ημερήσια αναφορά της 31ης Οκτωβρίου 1939, έκανε δηλώσεις για την παράνομη δραστηριότητα του I.B.V. [Διεθνούς Συλλόγου Σπουδαστών της Γραφής] στην οποία συμμετείχε μέχρι πολύ πρόσφατα. Επιπλέον, αποκάλυψε τα ονόματα των υπεύθυνων αδελφών του I.B.V. που υπάρχουν σε όλες σχεδόν τις περιφέρειες της Βιέννης».
Ο Γιόχαν Κουντέρνα ήταν ομόπιστος από το 1924. Για λόγους που δεν είναι πια γνωστοί, φαίνεται ότι παρά τη θέλησή του έπαιξε το παιχνίδι του εχθρού.
Ένα επιπρόσθετο χτύπημα ήταν ότι έπεσε στα χέρια των αρχών ο μυστικός κώδικας που χρησιμοποιούσαν οι αδελφές στη διανομή των περιοδικών. Τώρα ήταν εύκολο γι’ αυτούς να καταλάβουν τι σήμαιναν τα λόγια «20 αντίγραφα για τη ‘Ρέζι’»· επειδή το μικρό όνομα της αδελφής Σράιμπερ ήταν Τερέζε, λεγόταν Ρέζι για συντομία. Η αδελφή Σράιμπερ συνελήφθηκε και χωρίς καμιά νομική διαδικασία την έκλεισαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράφενσμπρικ. Και τι έγινε η μητέρα της; Αυτή είχε πεθάνει δυο μήνες νωρίτερα.
Θαρραλέα Κατάθεση σε Δικαστήριο
Αφού πέρασε λίγος καιρός πήραν την αδελφή Σράιμπερ από το στρατόπεδο συγκέντρωσης και την έφεραν πίσω στη Βιέννη. Τι σκόπευαν να της κάνουν; Θα το διαπίστωνε σύντομα. Στη διάρκεια της νομικής διαδικασίας στο περιφερειακό δικαστήριο της Βιέννης, είδε πάνω στο γραφείο αρκετές Σκοπιές στις οποίες εμφανιζόταν το όνομα του Χίτλερ. Αυτές είχαν τυπωθεί κάτω από την επιφάνεια. Η αδελφή Σράιμπερ συμπέρανε ότι αυτοί γνώριζαν για τη συμμετοχή της τόσο στην ανατύπωση όσο και στη διανομή των περιοδικών.
«Εσύ έκανες αυτά τα αντίγραφα;» τη ρώτησε ο δικαστής εμφατικά. Η αδελφή Σράιμπερ ακόμη και πριν τη σύλληψή της είχε προσευχηθεί στον Ιεχωβά να της έβαζε λόγια στο στόμα της ώστε να μπορούσε να δώσει καλή μαρτυρία γι’ αυτόν. Με ένα σταθερό «Ναι, εγώ», ανέλαβε την ευθύνη.
Η αδελφή Σράιμπερ είχε ευχάριστο παρουσιαστικό και συμπεριφερόταν με αξιοσέβαστο τρόπο. Ο δικαστής, προφανώς εντυπωσιασμένος, ήθελε να την αθωώσει. Αλλά η Γκεστάπο συνέχισε να την έχει υπό κράτηση και την έστειλε πίσω στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αργότερα μια μετάθεση σ’ ένα στρατόπεδο εργασίας τής έσωσε τη ζωή, μολονότι έπρεπε να υπομείνει πεντέμισι χρόνια κράτησης.
Πολυγράφηση Εντύπων
Εκείνες ήταν δύσκολες μέρες για τον αδελφό Γκέλες καθώς οι όσιοι συνεργάτες του συλλαμβάνονταν ο ένας μετά τον άλλον. Προσπάθησε να κάνει το καλύτερο που μπορούσε για να συνεχίσει τη διανομή της πνευματικής τροφής. Αλλά ποιος θα βοηθούσε; Θυμήθηκε ότι μερικούς μήνες νωρίτερα τον είχε πλησιάσει μια αδελφή, λέγοντας: «Αδελφέ Γκέλες, θα ήθελα να κάνω κάτι για το έργο του Κυρίου». Ήταν η Χάνσι Χρον (τώρα Μπούχνερ), η οποία είχε βαφτιστεί το 1931. Αυτή είχε περάσει μερικά χρόνια σε ξένες χώρες. Τώρα, σ’ έναν κρίσιμο καιρό, είχε επιστρέψει στην Αυστρία. Και είχε προετοιμαστεί από καρδιάς να αναλάβει τη δύσκολη υπηρεσία του αγγελιαφόρου.
Ο Λούντβιγκ Τσίρανεκ πρόσφερε επίσης τη βοήθειά του. Αυτός είχε ήδη εκτίσει διετή φυλάκιση στη Γερμανία. Μόλις απελευθερώθηκε ανέλαβε και πάλι το έργο κάτω από την επιφάνεια και διέθεσε την πείρα του για να βοηθήσει τους αδελφούς της Βιέννης. Αυτός συμμετείχε στο επικίνδυνο έργο της ανατύπωσης της Σκοπιάς.
Αλλά μήπως είχε προδοθεί επίσης και το μέρος που βρισκόταν ο πολύγραφος; Μη γνωρίζοντας την απάντηση, οι αδελφοί μετακίνησαν το μηχάνημα στην αρχή σ’ ένα μέρος και κατόπιν σ’ ένα άλλο. Ενώ ο αδελφός Τσίρανεκ έγραφε τις μεμβράνες, ο αδελφός Γιόζεφ Σεν από την Πράγα και η αδελφή Άννα Φολ από τη Βιέννη του υπαγόρευαν το κείμενο και ο Ερνστ Μποϊανόβσκι, μαζί με κάποιον άλλο αδελφό, έκαναν την πολυγράφηση. Και από ένα διαφορετικό τόπο, η Χάνσι Χρον παραλάμβανε τα αντίγραφα για να τα παραδώσει στους αδελφούς.
Ο πολύγραφος έπρεπε και πάλι να μεταφερθεί και ο αδελφός Σεν του βρήκε έναν κρυψώνα σε κάποιο εξοχικό. Εκεί, αυτός κι ένας άλλος αδελφός έκαναν την πολυγράφηση. Όταν ολοκληρωνόταν αυτή η θεοκρατική εργασία, ο αδελφός Σεν παρέδιδε την ύλη μελέτης στους αδελφούς. Μια μέρα, σε κάποια στάση για παράδοση, του ζητήθηκε να μείνει για παρέα. Αυτό ήταν λάθος. Τον συνέλαβαν σύντομα.
Η αδελφή Χρον διδάχτηκε απ’ αυτή τη λυπηρή εμπειρία. Έκανε γρήγορα τις παραδόσεις της και κατόπιν συνέχιζε και πάλι το δρόμο της. Μετά από έξι περίπου μήνες, τη συνέλαβαν κι αυτήν επίσης. Αλλά είχε εκπληρώσει την ειλικρινή της επιθυμία ‘να κάνει κάτι για τον Κύριο’.
Καθώς περνούσε ο καιρός, οι αδελφοί γίνονταν πιο επιδέξιοι στο να κρύβουν τόσο τα έντυπα όσο και το μέρος όπου οι όμιλοι διεξήγαν τη μελέτη τους. Έτσι, όταν η αστυνομία έκανε ξαφνικές εφόδους στα σπίτια δεν έβρισκε κανένα έντυπο. Και για τις συναθροίσεις τους, οι αδελφοί σε μερικές περιοχές πήγαιναν στα βουνά ή στα δάση για να μελετήσουν. Όταν το καλαμπόκι μεγάλωνε αρκετά, οι μικροί όμιλοι συναθροίζονταν ανάμεσα στις σειρές του καλαμποκιού στη μέση του χωραφιού, όπου δεν μπορούσαν να τους δουν από το δρόμο. Πόσο κατάλληλα ήταν επίσης τα άρθρα μελέτης της Σκοπιάς! Ανάμεσα σ’ αυτά συμπεριλαμβάνονταν άρθρα όπως τα εξής: «Πιστό Έθνος» και «Εγκαρτέρηση στην Αλήθεια». Ήταν πράγματι ‘τροφή στον κατάλληλο καιρό’.—Ματθ. 24:45, ΜΝΚ.
Ο Εχθρός Ψάχνει για τον Πολύγραφο
Οι δημόσιες αρχές προετοίμασαν ένα καινούριο χτύπημα. Ήθελαν να συλλάβουν όσους περισσότερους Μάρτυρες του Ιεχωβά μπορούσαν, αλλά προσπαθούσαν επίσης απεγνωσμένα να βρουν και τον εξοπλισμό ανατύπωσης που χρησιμοποιούσαν οι αδελφοί για την ανατύπωση της Σκοπιάς.
Τα αρχεία της Γκεστάπο, που είναι διαθέσιμα για εξέταση, περιέχουν ένα διάταγμα που εκδόθηκε στις 8 Ιουνίου 1940 και το οποίο αναφέρει τα εξής: «Με εντολή του RSHA [κύριου γραφείου ασφάλειας του Γερμανικού Κράτους] του Βερολίνου, στις 12 Ιουνίου 1940 πρόκειται να συλληφθούν όλα τα μέλη του I.B.V. καθώς επίσης και όλα τα άτομα τα οποία εργάζονται γι’ αυτή την κίνηση και όλα τα άτομα που είναι γνωστά ως Σπουδαστές της Γραφής. . . . Ανάμεσα στα άτομα που υπόκεινται σε φυλάκιση περιλαμβάνονται και γυναίκες επίσης. . . . Αυτή η ενέργεια της κρατικής αστυνομίας τίθεται σε ισχύ σε όλη την επικράτεια του γερμανικού κράτους και θα εκτελεστεί εντελώς ξαφνικά στις 12 Ιουνίου 1940. Θα γίνουν έρευνες σε σπίτια ταυτόχρονα με τις συλλήψεις και θα κατασχεθεί οτιδήποτε υλικό βρεθεί που ανήκει στην κίνηση των Σπουδαστών της Γραφής».
Τόσο αιφνιδιαστική ήταν αυτή η επίθεση του εχθρού που είναι αδύνατον να αναπλάσουμε τις λεπτομέρειες. Αλλά αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι με μια σαρωτική κίνηση συνελήφθηκαν 44 αδελφοί και αδελφές, περιλαμβανομένης και της αγγελιαφόρου μας, της Χάνσι Χρον.
Ωστόσο, οι αποδείξεις δείχνουν ότι ο σκοπός του εχθρού δεν ήταν να συλλάβει μόνο ανθρώπους. Αυτό γίνεται φανερό σε μια καταδικαστική απόφαση κάποιου δικαστηρίου της Βιέννης με ημερομηνία 28 Ιανουαρίου 1941. Η απόφαση αναφέρει τα εξής: «Μόνο μετά από λεπτομερείς έρευνες μπόρεσε να βρεθεί το μέρος όπου γινόταν παραγωγή του τυπωμένου υλικού· ανακαλύφτηκε ο κρυψώνας και κατασχέθηκε το μηχάνημα ανατύπωσης μαζί με τη γραφομηχανή και άλλα υλικά». Αυτά τα λόγια αντανακλούν ξεκάθαρα τη χαιρεκακία των εχθρών του λαού του Ιεχωβά.
Συμβιβάστηκε;
Αργότερα, όταν ανακρινόταν η αδελφή Χρον, ο αξιωματικός διέκοψε τις ερωτήσεις και βγήκε από το δωμάτιο. Ενώ απουσίαζε, τα μάτια της αδελφής Χρον έπεσαν σ’ ένα πρωτόκολλο ή έκθεση της ανάκρισης του Ερνστ Μποϊανόβσκι. Αυτά που διάβασε τη σοκάρισαν. Αυτό περιείχε τόσα ονόματα αδελφών και τόσες άλλες λεπτομέρειες που δεν μπορούσε παρά να υποθέσει ότι ο Μποϊανόβσκι είχε συνεργαστεί με τις αρχές.
Μήπως ο αξιωματικός άφησε σκόπιμα εκείνα τα χαρτιά εκεί, επιδιώκοντας να σπάσει το ηθικό της και να την κάνει να αποκαλύψει επιπρόσθετες πληροφορίες; Το πρωτόκολλο της ανάκρισης του Μποϊανόβσκι διαφυλάχτηκε στη διάρκεια του πολέμου. Μέρη από αυτό διαβάζονται σαν να είναι η ιστορία του έργου των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Αυστρία από το 1938 μέχρι και τον Ιανουάριο του 1940. Δεν είναι άξιο απορίας που διαδόθηκε ανάμεσα στους αδελφούς η φήμη: «Προδοθήκαμε!»
Ο Μποϊανόβσκι είχε πάει το Δεκέμβριο του 1939 στη Γερμανία για να συμμετάσχει σε ορισμένες πνευματικές δραστηριότητες κάτω από την επιφάνεια. Τόσο αυτόν όσο και την Άννα Φολ τους συνέλαβαν στη Δρέσδη. Ένα άρθρο στο επίσημο όργανο του ναζιστικού καθεστώτος, το Völkischer Beobachter (Φέλκισερ Μπέομπαχτερ), στις 21 Μαρτίου 1941, συμπληρώνει την εικόνα. Εκεί διαβάζουμε:
«Δρέσδη, 20 Μαρτίου. Το Ειδικό Δικαστήριο της Δρέσδης καταδίκασε σε θάνατο . . . τον Λούντβιγκ Τσίρανεκ . . . με βάση την κατηγορία ότι ασκούσε αρνητική επίδραση στο ηθικό των στρατιωτικών δυνάμεων σε συνάρτηση με τη συμμετοχή σ’ ένα σύλλογο που αντιτίθεται στη στρατιωτική υπηρεσία και την παραβίαση της απαγόρευσης του Διεθνούς Συλλόγου των Ειλικρινών Σπουδαστών της Γραφής . . . Για τις ίδιες παραβάσεις καταδικάστηκε και ο Ερνστ Μποϊανόβσκι από το Βερολίνο σε 12 χρόνια κάθειρξη σε σωφρονιστήριο και σε απώλεια της τιμής για δέκα χρόνια».
Ο Λούντβιγκ Τσίρανεκ, που αναφέρεται παραπάνω, ήταν ο πιστός εκείνος αδελφός ο οποίος είχε διαθέσει τον εαυτό του άφοβα για επιπρόσθετο έργο κάτω από την επιφάνεια ύστερα από τη διετή φυλάκιση που είχε ήδη εκτίσει. Και ο Μποϊανόβσκι; Μήπως είχε ξυλοκοπηθεί άγρια; Μήπως το υπερβολικό του ενδιαφέρον για τη δική του ασφάλεια έγινε αιτία να αποκαλύψει πληροφορίες σχετικά με τους αδελφούς του; Μήπως το πρωτόκολλο ήταν εν μέρει πλαστό; Δεν γνωρίζουμε, αλλά σύμφωνα με τους αδελφούς της Γερμανίας, ο Μποϊανόβσκι έμεινε στη φυλακή για λίγο μόνο διάστημα.
Νεαρές Αλλά Όσιες
Τα επίσημα έγγραφα που διαφυλάχτηκαν από την εποχή των Ναζί δεν αποκαλύπτουν τα πάντα. Μιλούν όμως για πολλούς που κράτησαν αδιάρρηκτη την ακεραιότητά τους προς τον Ιεχωβά. Η Αουγκούστε Χίρσμαν (τώρα Μπέντερ), της οποίας οι γονείς ήταν επίσης στην αλήθεια, ήταν ένα κορίτσι 17 χρονών όταν την ανέκρινε η Γκεστάπο. Η σταθερότητά της αντανακλάται στην εξής έκθεση του Οκτωβρίου του 1941:
«Αυτή εκπαιδεύτηκε στις δοξασίες του I.B.V. από τους γονείς της και ισχυρίζεται μέχρι σήμερα ότι είναι Μάρτυρας του Ιεχωβά. Το εν λόγω άτομο μελέτησε επανειλημμένα την Αγία Γραφή με τους γονείς της γιατί, όπως ομολογεί η ίδια, ‘θα μπορούσε μ’ αυτόν τον τρόπο να ενισχύσει την πίστη της και την οσιότητά της’ και να γίνει αρκετά ισχυρή ώστε να παραμείνει προσκολλημένη στις δοξασίες που εκπροσωπεί ο I.B.V. . . . Η Χίρσμαν αρνιέται να δώσει οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με άτομα της ίδιας πίστης. Αυτή πρέπει να χαρακτηριστεί ως ανεπίδεκτη μάθησης».
Η Ελίζαμπετ Χόλετς, αν και ήταν ένα λεπτεπίλεπτο, ασθενικό 18χρονο κορίτσι, ήταν κι αυτή σταθερή και αποφασισμένη στη στάση της υπέρ της αλήθειας. Το μόνο που μπορούσαν να πουν οι αξιωματικοί, στο πρωτόκολλό τους με ημερομηνία 17 Δεκεμβρίου 1941, ήταν το εξής: «Η Ελίζαμπετ Χόλετς εξακολουθεί να εμμένει στις ιδέες του I.B.V. και ομολογεί ότι έχει συναθροιστεί με ομοϊδεάτες της. Ωστόσο, αρνιέται να δώσει οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με άλλους Σπουδαστές της Γραφής και δηλώνει ότι αυτό θα ήταν προδοσία, κάτι που δεν συνηθίζεται στην ‘Οργάνωση’». Την πήγαν μαζί με τη μητέρα της στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράφενσμπρικ, όπου πέθανε.
Αλλά τώρα επανερχόμαστε στο 1939, τη χρονιά μετά την κατάληψη της Αυστρίας από τα στρατεύματα του Χίτλερ.
Συλλήψεις τη Νύχτα της Ανάμνησης
Η Ανάμνηση στις 4 Απριλίου 1939, αποδείχτηκε μια μέρα σοβαρής δοκιμασίας για πολλούς αδελφούς. Αυτοί έκαναν τις προετοιμασίες τους, επανέλαβαν τα κύρια σημεία της ομιλίας για μια φορά ακόμη και ετοίμασαν τα εμβλήματα. Αλλά υπήρχαν κι άλλοι επίσης που έκαναν προετοιμασίες.
Στο Μπαντ Ισλ πέντε άτομα συναθροίστηκαν στο διαμέρισμα του Φραντς Ρόταουερ για να γιορτάσουν την Ανάμνηση. Συγκεντρώθηκαν για να φέρουν στο νου τους τη σημασία που είχε ο θάνατος του Ιησού Χριστού στην επεξεργασία του σκοπού του Θεού. Γνώριζαν καλά ότι ο Ιησούς είχε υποφέρει σοβαρές δοκιμασίες που κατέληξαν στο θάνατό του, αλλά ότι αυτός είχε επιδείξει αδιάρρηκτη ακεραιότητα.
Ο αδελφός Ένγκλαϊτνερ ήταν καλά προετοιμασμένος για να εκφωνήσει την ομιλία στο μικρό όμιλο, αλλά δεν είχε γραπτές σημειώσεις μαζί του. Ωστόσο, μόλις είχε αρχίσει να μιλάει όταν ακούστηκαν βίαια χτυπήματα στο παράθυρο. Ο οικοδεσπότης άνοιξε την πόρτα και πέντε άντρες όρμησαν μέσα στο δωμάτιο όπου βρίσκονταν οι αδελφοί. Δυο από τους απρόσκλητους επισκέπτες ήταν μέλη της φοβερής Γκεστάπο και τρεις ήταν από τα Ες-Ες (μάχιμη ομάδα του Ναζιστικού Κόμματος). Διέταξαν τους αδελφούς να σηκώσουν τα χέρια τους και να παραμείνουν σ’ αυτή τη θέση μέχρι να τους ψάξουν. Οι άντρες έκαναν άνω-κάτω τα πάντα στο διαμέρισμα και ήταν έξω φρενών επειδή δεν βρήκαν κανένα έντυπο της Σκοπιάς.
Πρότειναν στους αδελφούς να δηλώσουν ότι είναι μέλη ενός θρησκευτικού δόγματος που θα υποτάσσονταν πρόθυμα στις διαταγές του Φύρερ (του Αδόλφου Χίτλερ) και ότι δεν θα ήθελαν να έχουν καμιά σχέση με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ασφαλώς, κανένας από τους αδελφούς δεν ήταν πρόθυμος να το κάνει αυτό. Συνεπώς, όλοι τους συνελήφθηκαν. Ο αδελφός Ένγκλαϊτνερ ήταν ο μόνος που άφησαν να γυρίσει σπίτι και αυτόν τον συνέλαβαν αργότερα. Οι άλλοι αδελφοί οδηγήθηκαν αμέσως στη φυλακή της επαρχιακής πρωτεύουσας Λιντς. Εκεί συνάντησαν πολλούς άλλους Μάρτυρες οι οποίοι είχαν συλληφθεί εκείνη τη νύχτα. Λίγο αργότερα, οι αδελφοί μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου, ενώ οι αδελφές στάλθηκαν στο Ράφενσμπρικ.
Παρόμοιες εμπειρίες εκείνη τη νύχτα είχαν και ο Άλοϊς Μόζερ, ο Γιόζεφ Μπούχνερ και άλλοι αδελφοί στο Μπράουναου και στα περίχωρα. Κι αυτοί επίσης συνελήφθηκαν στη διάρκεια του εορτασμού της Ανάμνησης. Χρόνια αργότερα ο αδελφός Μπούχνερ εξακολουθούσε να θυμάται την ομιλία του Γκρίνεβαλντ, διοικητή του στρατόπεδου, όταν οι αδελφοί έφτασαν στο Νταχάου: «Και τώρα, σεις οι Σπουδαστές της Γραφής, θα παραμείνετε η ‘ζωντανή απογραφή’ του Νταχάου. Και εδώ, σ’ αυτό ακριβώς το στρατόπεδο, θα σαπίσετε. Δεν πρόκειται να βγείτε από εδώ· η έξοδός σας θα είναι από την καπνοδόχο». Μ’ αυτό εννοούσε ότι τα πτώματά τους θα αποτεφρώνονταν στο κρεματόριο.
Ναι, αυτοί καλούνταν να αντιμετωπίσουν το θάνατο στα χέρια των εχθρών της αληθινής λατρείας, όπως ακριβώς είχε συμβεί και μ’ εκείνον του οποίου το θάνατο είχαν συγκεντρωθεί να ξαναφέρουν στη μνήμη. Υπέμειναν παθήματα για έξι χρόνια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης πριν τελικά απελευθερωθούν.
Στάση υπέρ της Χριστιανικής Ουδετερότητας
Πριν από πολύ καιρό ο προφήτης Ησαΐας είχε γράψει τα εξής: ‘Εν ταις εσχάταις ημέραις . . . πολλοί λαοί θέλουσιν υπάγει και ειπεί, Έλθετε και ας αναβώμεν εις το όρος του Ιεχωβά, εις τον οίκον του Θεού του Ιακώβ· . . . Και θέλει κρίνει αναμέσον των εθνών και θέλει ελέγξει πολλούς λαούς· και θέλουσι σφυρηλατήσει τας μαχαίρας αυτών δια υνία και τας λόγχας αυτών δια δρέπανα· δεν θέλει σηκώσει μάχαιραν έθνος εναντίον έθνους, ουδέ θέλουσι μάθει πλέον τον πόλεμον’. (Ησ. 2:2-4) Σε αντίθεση μ’ αυτό, το ναζιστικό καθεστώς απαιτούσε από όλους τους ικανούς άντρες να εκπαιδευτούν στην τέχνη του πολέμου. Τι έκαναν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Αυστρία;
Λίγο καιρό μετά την κατάληψη της Αυστρίας από τους Ναζί, εκδόθηκε ένα κυβερνητικό διάταγμα που απαιτούσε από όλους εκείνους που είχαν προσφέρει στρατιωτική υπηρεσία στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου να συμμετάσχουν σε τριήμερες στρατιωτικές ασκήσεις. Κατά συνέπεια, ο Γιόχαν Ράινερ ειδοποιήθηκε να παρουσιαστεί στους στρατώνες του Ίνσμπρουκ.
Τι θέαμα! Οχτακόσιοι άντρες στέκονταν προσοχή για να δώσουν στρατιωτικό όρκο. Μπροστά σε όλους αυτούς, ο αδελφός Ράινερ αρνήθηκε. Χωρίς πολλά λόγια, τον οδήγησαν σ’ ένα δωμάτιο για ανάκριση. Φεύγοντας από το δωμάτιο, είδε τον στρατιωτικό ιερέα, που ονομαζόταν Κλοτς, με τη στρατιωτική του στολή, μ’ ένα μεγάλο σταυρό να κρέμεται γύρω από το λαιμό του και με το στήθος του στολισμένο με πολλά μετάλλια τα οποία του απονεμήθηκαν στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ο ιερέας, μ’ ένα χαιρετισμό «Χάιλ Χίτλερ!» πλησίασε τον αξιωματικό για να του δώσει τη γνώμη του σχετικά με τον αδελφό Ράινερ.
Λίγο αργότερα έφεραν και πάλι τον αδελφό Ράινερ μπροστά σε αρκετούς αξιωματικούς για επιπρόσθετες ερωτήσεις. Ένας από τους αξιωματικούς είπε πως αυτά που τους είπε ο ιερέας δεν συμφωνούσαν με όσα έλεγε ο αδελφός Ράινερ. Ο αδελφός Ράινερ απάντησε ότι μπορούσαν να διαβάσουν στο βιβλίο του Ματθαίου κεφάλαιο 23 αυτά που είπε ο Ιησούς σχετικά με τέτοιου είδους θρησκευτικούς ηγέτες, δηλαδή, ότι είναι υποκριτές. Ένας άλλος αξιωματικός εκφράστηκε λέγοντας: «Αυτός ο άνθρωπος έχει δίκιο!» Παρ’ όλα αυτά, ο αδελφός Ράινερ κρατήθηκε και η υπόθεσή του παραπέμφθηκε στο περιφερειακό δικαστήριο. Στο σημείο αυτό, η ιδιοκτήτρια του παντοπωλείου χονδρικής πώλησης στο οποίο εργαζόταν ο αδελφός ήρθε σε επαφή με τον αρχηγό της αστυνομίας, ισχυριζόμενη ότι δεν είχε κανέναν να κάνει τη δουλειά του αδελφού Ράινερ. Έτσι, τον άφησαν να γυρίσει στην οικογένειά του και στην εργασία του.
Σε περισσότερες από μια περιπτώσεις, συγγενείς ή εργοδότες που δεν ήταν Μάρτυρες και είχαν ισχυρή επιρροή μεσολάβησαν για χάρη των αδελφών, συχνά επειδή εκτιμούσαν πάρα πολύ την εντιμότητα και την επιμελή εργασία των αδελφών. Αλλά δεν τα πήγαν όλοι τόσο καλά.
Μάταιες Προσπάθειες των Αξιωματικών των Ναζί
Περίπου ένα χρόνο μετά την προέλαση των στρατευμάτων του Χίτλερ στην Αυστρία, ο Χούμπερτ Μάτισεκ συνέχιζε ακόμη το έργο κηρύγματος χωρίς διακοπή. Αλλά το Μάρτιο του 1939, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε κοντά στο σπίτι του και βγήκαν δυο αξιωματικοί της Γκεστάπο. Ο αδελφός Μάτισεκ δεν χρειαζόταν να μαντέψει ποιον ήθελαν να επισκεφτούν. Ήταν ψύχραιμος και ατάραχος.
«Πρέπει να ψάξουμε το σπίτι για παράνομα έντυπα», είπε ένας απ’ αυτούς. Από προνοητικότητα, ο αδελφός Μάτισεκ είχε ήδη μοιράσει το μεγαλύτερο μέρος των εντύπων και τα υπόλοιπα τα είχε αποθηκεύσει με ασφάλεια έξω από το σπίτι. Έτσι η έρευνα αποδείχτηκε απογοητευτική για τους αξιωματικούς.
«Τι θα κάνεις όταν θα σε καλέσουν σύντομα για τη στρατιωτική σου υπηρεσία;» ρώτησε ένας απ’ αυτούς.
Ο αδελφός Μάτισεκ χωρίς να διστάσει καθόλου απάντησε: «Θα αρνηθώ να δώσω όρκο ή να κάνω οτιδήποτε άλλο που σχετίζεται με τον πόλεμο».
Στο σημείο αυτό ο δεύτερος αξιωματικός ρώτησε: «Ξέρεις ποιες θα είναι οι συνέπειες;»
Ο αδελφός μας απάντησε, «Τις γνωρίζω πλήρως εδώ και πολύ καιρό», και τον συνέλαβαν επιτόπου.
Μερικές εβδομάδες αργότερα ο αδελφός Μάτισεκ βρέθηκε, μαζί με άλλους αδελφούς, σε μια βοϊδάμαξα με προορισμό το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου. Συνολικά, ο αδελφός Μάτισεκ χρειάστηκε να υπομείνει την παραμονή σε τρία διαφορετικά στρατόπεδα συγκέντρωσης πριν ανοίξουν διάπλατα γι’ αυτόν οι πόρτες της ελευθερίας.
Όταν οι αδελφοί έφτασαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μάουτχαουζεν, ο περιβόητος διοικητής της μονάδας, ο Σπάτσενεγκερ τους υποδέχτηκε με τα λόγια: «Κανένας Τσιγγάνος και κανένας Σπουδαστής της Γραφής δεν θα βγει ζωντανός από εδώ». Πράγματι, πολλοί πέθαναν εκεί.
Στους αδελφούς γίνονταν πολυάριθμες προσφορές που τους έδιναν την ευκαιρία να αποφύγουν αυτόν το μηχανισμό του θανάτου. Για παράδειγμα, νωρίς ένα πρωινό στην περίοδο που ο Χούμπερτ Μάτισεκ και ο αδελφός του ο Βίλλι βρίσκονταν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μάουτχαουζεν τους είπαν να παρουσιαστούν στην πύλη του στρατόπεδου. Καθώς περπατούσαν προς την πύλη, αισθάνονταν, δικαιολογημένα, κάποιον εκνευρισμό. Τους οδήγησαν στο διοικητή του στρατόπεδου, τον Τσίραϊς, ο οποίος περιστοιχιζόταν από μια ομάδα ανώτερων ηγετικών στελεχών του κόμματος και μερικούς άντρες των Ες-Ες. Επίσης, ήταν παρών και ο Γκάουλαϊτερ (τίτλος του τοπικού ηγετικού στελέχους του κόμματος) της Άνω Αυστρίας, ο Άουγκουστ Άιγκρουμπερ.
Ο Τσίραϊς αυτοδιορίστηκε εκπρόσωπός τους, στράφηκε προς τα δυο αδέλφια και είπε: ‘Ο Γκάουλαϊτερ από εδώ θα πάει εσάς τα δυο αδέλφια αμέσως στο σπίτι σας. Το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να υπογράψετε ένα κομμάτι χαρτί, ειδικά συνταγμένο για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, και αυτό θα μπορούσε να σας γλιτώσει από χρόνια ταλαιπωρίας’.
Υπήρξε σύντομη σιγή και αμηχανία ανάμεσα στους αξιωματικούς όταν άκουσαν τους αδελφούς να απαντούν σταθερά: «Δεν θέλουμε να φανούμε άπιστοι στον Ιεχωβά Θεό και στο πιστεύω μας».
Ο Τσίραϊς, ο διοικητής, στράφηκε στους άντρες που ήταν παρόντες και είπε: «Δεν σας το είπα προηγουμένως;» Προφανώς, αυτοί είχαν συζητήσει νωρίτερα για την ακλόνητη στάση των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Εκπαίδευση για Εθνική Υπηρεσία Εργασίας
Ο Φραντς Βόλφαρτ επιστρατεύτηκε στην Εθνική Υπηρεσία Εργασίας του (γερμανικού) Ράιχ. Αλλά όταν έφτασε στο στρατόπεδο της εκπαίδευσης, συνειδητοποίησε ότι αυτός ο θεσμός στόχευε επίσης σε προστρατιωτική εκπαίδευση. Αρνήθηκε να φορέσει τη στολή και τη ζώνη. Κατόπιν, μια μέρα, 300 νεαροί και γύρω στα 100 ηγετικά στελέχη κατώτερου και ανώτερου βαθμού παρατάχθηκαν στην αυλή που γινόταν το προσκλητήριο και δόθηκε διαταγή στον Φραντς Βόλφαρτ να παρελάσει με το χέρι του σηκωμένο σε χαιρετισμό του Χίτλερ, αποδίδοντας ταυτόχρονα φόρο τιμής στη σημαία της σβάστικα. Αντί να το κάνει αυτό, έφερε στο νου του τι είχαν κάνει οι τρεις νεαροί Εβραίοι όταν τους διέταξαν να προσκυνήσουν την εικόνα που είχε στήσει ο Ναβουχοδονόσορ στην αρχαία Βαβυλώνα. (Δαν. 3:1-30) Τι δύναμη του έδωσε αυτό! Ακολούθησε το πιστό τους παράδειγμα.
Δεν πέρασαν πολλές μέρες και ο Δρ Αλμεντίνγκερ, ένας ανώτερος αξιωματικός από το Βερολίνο, προσπάθησε προσωπικά να κάνει το νεαρό αδελφό μας να αλλάξει γνώμη. «Δεν ξέρεις τι σε περιμένει», τόνισε ο Δρ Αλμεντίνγκερ στη διάρκεια της συνομιλίας.
«Πώς δεν ξέρω», απάντησε ο 20χρονος αδελφός μας. «Ο πατέρας μου αποκεφαλίστηκε για τον ίδιο λόγο μόλις πριν μερικές εβδομάδες!» Ο Δρ Αλμεντίνγκερ εγκατέλειψε τις προσπάθειες. Τελικά, ο Φραντς καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκισης στο Στρατόπεδο Ρόλβαλντ της Γερμανίας.
Εκτελέστηκαν για Χριστιανική Ουδετερότητα
Μια μέρα του Σεπτεμβρίου του 1939, μια ανησυχητική φήμη διαδόθηκε σ’ ολόκληρο το Ζάλτσμπουργκ, μια πόλη που βρίσκεται στους πρόποδες των βουνών. Η φήμη έκανε πολλούς ανθρώπους να ταραχτούν—ακόμη κι εκείνους που περίμεναν μεγάλα οφέλη από τη διακυβέρνηση του Χίτλερ. Τι ήταν αυτό που ψιθύριζε ο ένας στα αφτιά του άλλου; Λεγόταν ότι δυο άντρες είχαν τουφεκιστεί στο στρατιωτικό σκοπευτήριο του Γκλάνεγκ κοντά στο Ζάλτσμπουργκ.
Αυτό που στην αρχή φαινόταν να είναι φήμη ήταν η πικρή αλήθεια. Οι άντρες, ο Γιόχαν Πίχλερ και ο Γιόζεφ Βεγκσάιντερ, δυο αδελφοί μας, είχαν εκτελεστεί από ένα στρατιωτικό απόσπασμα επειδή αρνήθηκαν τη στρατιωτική υπηρεσία. Αλλά η εκτέλεση δεν έγινε τόσο ομαλά όσο περίμεναν οι διοικητές. Οι δυο αδελφοί είχαν δηλώσει ότι δεν ήταν απαραίτητο να τους δέσουν τα μάτια, αν και αυτό έγινε έτσι κι αλλιώς. Κατόπιν, όταν δόθηκε η διαταγή, οι στρατιώτες αρνήθηκαν να πυροβολήσουν. Μόνο όταν τους τονίστηκε έντονα ότι θα αντιμετώπιζαν πειθαρχικά μέτρα οι ίδιοι αν δεν υπάκουαν και μόνο όταν η διαταγή δόθηκε για δεύτερη φορά, οι στρατιώτες πυροβόλησαν εκείνους τους αθώους άντρες. Αλλά περιλαμβάνονταν ακόμη περισσότερα.
Στη διάρκεια της δίκης στο Ζάλτσμπουργκ, ο δικαστής και οι συνεργάτες του προσπάθησαν να κάνουν τους κατηγορούμενους να αλλάξουν γνώμη. Ο δικαστής κάλεσε τις συζύγους των αντρών να παρουσιαστούν στην αίθουσα του δικαστηρίου, ελπίζοντας ότι η εμφάνισή τους θα επηρέαζε τους άντρες κάνοντάς τους να ενδώσουν. Αντίθετα, μια από τις γυναίκες τούς είπε ενθαρρυντικά λόγια, λέγοντας: «Η ζωή σας βρίσκεται στο χέρι του Θεού». Αυτό έκανε τόσο βαθιά εντύπωση στο δικαστή που χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι με μεγάλη ταραχή και φώναξε: «Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι εγκληματίες ή προδότες, αλλά μάλλον, μια ομάδα πιστών της οποίας ο αριθμός δεν περιορίζεται σε δυο ή τρεις, αλλά αριθμεί εκατοντάδες ακόμη και χιλιάδες!» Παρ’ όλα αυτά, ο νόμος απαιτούσε την ποινή του θανάτου.
Την προηγούμενη της εκτέλεσης, επισκέφτηκαν τους αδελφούς Πίχλερ και Βεγκσάιντερ στο κελί τους και έγινε μια νέα προσπάθεια να τους κάνουν να αλλάξουν γνώμη. Όταν τους ρώτησαν αν είχαν κάποια τελευταία επιθυμία, αυτοί εξέφρασαν την επιθυμία να τους δοθεί μια Αγία Γραφή. Την έφερε σ’ αυτούς ο ίδιος ο δικαστής. Αυτός τους παρατήρησε στο κελί τους μέχρι τα μεσάνυχτα και κατόπιν έφυγε σχολιάζοντας τα εξής: «Και οι δυο άντρες στην τελευταία τους ώρα ήταν ενωμένοι με τον Θεό τους· είναι πράγματι άγιοι άνθρωποι!»
Όταν τελείωσε η εκτέλεση, τα δυο φέρετρα παραδόθηκαν για ιδιωτική ταφή. Την κηδεία την παρακολούθησαν περίπου 300 άτομα, κάτω από αυστηρή αστυνομική επιτήρηση, ασφαλώς. Η υμνολογία είχε απαγορευτεί και η προσευχή τελικά διακόπηκε από τα απότομα λόγια ενός αξιωματικού της Γκεστάπο επειδή τη θεώρησε πολύ μεγάλη. Η Γκεστάπο είχε απαγορέψει επίσης τη χρήση του ονόματος του Ιεχωβά. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε έναν αδελφό να φωνάξει όταν κατέβαζαν τα φέρετρα: «Μέχρι να ξανασυναντηθούμε στη Βασιλεία του Ιεχωβά!»
Από τη στιγμή που τα περιστατικά τα οποία σχετίζονταν μ’ αυτή την εκτέλεση έγιναν γνωστά στο Ζάλτσμπουργκ, όλες οι περαιτέρω περιπτώσεις εκτέλεσης μεταφέρθηκαν στο Πλέτσενσε του Βερολίνου της Γερμανίας.
Λόγια Πίστης Από ένα Κελί Μελλοθανάτων
Από τη φυλακή του Πλέτσενσε στο Βερολίνο, ο 36χρονος Φραντς Ράιτερ έγραψε στις 6 Ιανουαρίου 1940 στη μητέρα του: «Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι ενεργώ σωστά. Ενώ βρίσκομαι εδώ, θα μπορούσα ακόμη να αλλάξω γνώμη, αλλά αυτό θα ήταν έλλειψη οσιότητας απέναντι στον Θεό. Όλοι μας εδώ θέλουμε να φανούμε πιστοί στον Θεό, για δική του τιμή».
Είπε «όλοι μας» επειδή υπήρχαν πέντε ακόμη αδελφοί που κατάγονταν από τα περίχωρα της γενέτειράς του, οι οποίοι, όπως κι αυτός, αντιμετώπιζαν το θάνατο με λαιμητόμο. Το γράμμα του συνέχιζε:
«Σύμφωνα μ’ αυτά που γνωρίζω, αν έδινα το [στρατιωτικό] όρκο, θα διέπραττα μια αμαρτία που θα με έκανε άξιο θανάτου. Αυτό θα μου έκανε κακό. Δεν θα είχα ανάσταση. Αλλά εμμένω σ’ αυτό που είπε ο Χριστός: ‘Όποιος θα σώσει τη ζωή του θα τη χάσει· αλλά όποιος θα χάσει τη ζωή του για χάρη μου, θα τη λάβει’. Και τώρα, αγαπητή μου Μητέρα, αδελφοί μου και αδελφές, σήμερα μου είπαν την ποινή μου, και μην τρομάζετε, είναι θάνατος και πρόκειται να εκτελεστώ αύριο το πρωί. Αντλώ δύναμη από τον Θεό, όπως συνέβαινε ανέκαθεν με όλους τους αληθινούς Χριστιανούς στο παρελθόν. Οι απόστολοι έγραψαν: ‘Όποιος γεννιέται από τον Θεό δεν μπορεί να αμαρτήσει’. Το ίδιο ισχύει και για μένα. Αυτό σου το απέδειξα και συ μπορούσες να το δεις. Αγαπητή μου, μην έχεις βαριά καρδιά. Θα είναι καλό για όλους σας να γνωρίσετε ακόμη καλύτερα τις Άγιες Γραφές. Αν θα μείνετε σταθεροί μέχρι το θάνατο, θα ξανασυναντηθούμε στην ανάσταση. . . .
»Ο Φραντς σου
»Μέχρι να ξανασυναντηθούμε».
Μερικοί οι οποίοι έλαβαν τέτοια γράμματα ήταν γαμήλιοι σύντροφοι. Η αδελφή Έντστρασερ από το Γκρατς ήταν ακόμη νεαρή σύζυγος όταν ο ταχυδρόμος τής παρέδωσε ένα γράμμα με ημερομηνία 15 Δεκεμβρίου 1939. Προσπαθήστε απλώς να φανταστείτε τα αισθήματά της καθώς διάβαζε τα εξής:
«Αγαπητή Έρνα,
»Συνέβηκε όπως ακριβώς το είχα αποφασίσει . . . Μην κλαις, γιατί έχουμε γίνει θέατρο στον κόσμο, και στους αγγέλους και στους ανθρώπους. (1 Κορ. 4:9) Σου στέλνω και πάλι χαιρετισμούς και φιλιά εν πνεύματι.
»Ο Ντάτι σου.
»Θα σε ξαναδώ στη Βασιλεία».
Τέτοια γράμματα, που έδειχναν μεγάλη πίστη, ενθάρρυναν εκείνους που απολάμβαναν ακόμη την ελευθερία να δείξουν πιστότητα. Αυτοί, από την άλλη πλευρά, προσπαθούσαν να ενθαρρύνουν τους φυλακισμένους αδελφούς τους, παρά τον οποιονδήποτε κίνδυνο που θα μπορούσε αυτό να σημάνει για τους ίδιους.
Για παράδειγμα, ένα γράμμα που έλαβε ο Φραντς Τσάινερ όταν ήταν φυλακισμένος στο Βερολίνο συμπεριλάμβανε την προτροπή: «Να είσαι δυνατός στην πίστη επειδή ο Ιησούς Χριστός θα μας βοηθήσει, το ίδιο θα κάνει κι ο μεγάλος ουράνιος Πατέρας μας . . . » Όπως αναμενόταν, αυτό το γράμμα διαβάστηκε από το λογοκριτή. Ο Φραντς Τσάινερ εκτελέστηκε στις 20 Ιουλίου 1940. Αλλά τι συνέβηκε στον Βίλχελμ Μπλάσεκ, ο οποίος έγραψε αυτό το γράμμα ενθαρρύνοντας τον Φραντς να είναι δυνατός στην πίστη; Τον βρήκαν, τον συνέλαβαν και τον καταδίκασαν στις 11 Αυγούστου 1941 σε τέσσερα χρόνια καταναγκαστικά έργα σ’ ένα σωφρονιστήριο με την κατηγορία ότι ‘ασκούσε αρνητική επίδραση στο ηθικό του στρατεύματος’.
Αποχωρισμός Από τα Παιδιά Τους
Άλλοι αντιμετώπισαν δοκιμασίες που περιλάμβαναν τα παιδιά τους. Λόγω του ότι ο Ρίχαρντ Χέιντε και ο Γιόχαν Όμπβεγκερ δίδασκαν στα παιδιά τους τις βασισμένες στην Αγία Γραφή δοξασίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά, τους κάλεσαν να εμφανιστούν μπροστά στον πρόεδρο του Περιφερειακού Δικαστηρίου Σανκτ Φάιτ/Γκλαν.
Έπειτα, στάλθηκε στον αδελφό Χέιντε μια δικαστική απόφαση που έλεγε ότι θα του έπαιρναν το παιδί του. Η απόφαση πρόβαλε το επιχείρημα: «Είναι επικίνδυνο να τον αφήσουμε [το γιο, τον Γκέρχαρντ] στη φροντίδα του πατέρα του, αφού αυτός είναι Σπουδαστής της Γραφής και απαγορεύει στο γιο του να αποδίδει χαιρετισμό στον Χίτλερ και να ψέλνει τον εθνικό ύμνο».
Τη φροντίδα του Γκέρχαρντ την ανέθεσαν σε κάποιον άλλον και στον πατέρα του επέτρεψαν να τον βλέπει μόνο κάπου-κάπου. Αργότερα, αυτόν και όλη την τάξη του σχολείου του τους έστειλαν σ’ ένα στρατόπεδο για παιδιά στο Λίεντς του Ανατολικού Τιρόλου, όπου παρέμεινε ως το τέλος του πολέμου το 1945. Αλλά ο Γκέρχαρντ δεν ξέχασε αυτά που του είχαν διδάξει οι γονείς του. Είναι σκαπανέας για πάνω από 38 χρόνια!
Νεαρή αλλά Πιστή
Και τι θα λεχτεί για την κόρη του Γιόχαν Όμπβεγκερ; Η Χερμίνε ήταν μόλις 11 χρονών όταν την πήραν από τους γονείς της και την έβαλαν σε αναμορφωτήριο. Αλλά οι γονείς της είχαν χρησιμοποιήσει καλά τις ευκαιρίες που είχαν για να ενσταλάξουν την αλήθεια στην κόρη τους.
Οι εχθροί της αλήθειας δεν μπόρεσαν να διαρρήξουν την οσιότητα που έδειχνε η Χερμίνε στον Ιεχωβά. Οι σθεναρές τους προσπάθειες να την κάνουν να τραγουδήσει κάποιο πατριωτικό τραγούδι ή να χρησιμοποιήσει το χαιρετισμό «Χάιλ Χίτλερ!», δεν είχαν καμιά επιτυχία. Αυτή αρνήθηκε αποφασιστικά να κάνει οποιονδήποτε συμβιβασμό. Μια μέρα ένας δάσκαλος προσπάθησε να την αναγκάσει να φορέσει το σακάκι της στολής της Ένωσης Κοριτσιών της Γερμανίας. Αλλά άσχετα με το πόσο σκληρά προσπάθησαν να της το φορέσουν, δεν κατάφεραν να της το φορέσουν παρά μόνο μέχρι τους αγκώνες της κι έτσι εγκατέλειψαν τις προσπάθειες.
Παρά την αποδοκιμασία των σχολικών αρχών, επιτρεπόταν ακόμη στους γονείς να επισκέπτονται την κόρη τους. Φυσικά, αυτοί χρησιμοποιούσαν τις ευκαιρίες αυτές για να την ενθαρρύνουν να παραμείνει στερεή στην πίστη. Η Χερμίνε ενθαρρύνθηκε επίσης από την οσιότητα του αδελφού της, του Χανς. Γνώριζε ότι αυτός βρισκόταν στη φυλακή και κατόπιν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης επειδή αρνήθηκε στρατιωτική υπηρεσία. Γνώριζε επίσης ότι αυτός υπέμενε πιστά. Ωστόσο, ένας από τους αδελφούς της κατατάχθηκε στο στρατό. Και οι διευθυντές του σχολείου το χρησιμοποίησαν αυτό έξυπνα ως επιχείρημα στην προσπάθεια που κατέβαλαν για να διαρρήξουν την οσιότητά της. Αλλά δεν είχαν υπολογίσει την αποφασιστικότητα της Χερμίνε. Η ακλόνητη απάντησή της ήταν: «Δεν είμαι ακόλουθος του αδελφού μου. Είμαι ακόλουθος του Χριστού Ιησού!»
Λόγω της απροθυμίας της να συμβιβαστεί και επειδή οι αρχές ήθελαν να θέσουν τέλος στις επισκέψεις των γονέων της, την έστειλαν σ’ ένα μοναστήρι στο Μόναχο της Γερμανίας. Ωστόσο, το Μάιο του 1944 της επέτρεψαν να πάει σπίτι για λίγες μέρες. Αυτό προκάλεσε μεγάλη έκπληξη στους γονείς της. Αλλά οι αρχές ποτέ δεν περίμεναν αυτό που συνέβηκε τότε. Στο διάστημα που η Χερμίνε βρισκόταν εκεί βαφτίστηκε και ο αδελφός Γκάνστερ, ο οποίος εξακολουθούσε να είναι ελεύθερος και να υπηρετεί τους αδελφούς του, έκανε την ομιλία βαφτίσματος. Το γεγονός αυτό μετέδωσε στην Χερμίνε αυξημένη δύναμη ώστε να παραμείνει όσια στον Ιεχωβά στη διάρκεια του υπόλοιπου καιρού μέχρι την τελική πτώση του ναζιστικού καθεστώτος.
Προσοχή! Κατάσκοποι και Πληροφοριοδότες
Εξαιτίας της συνεχιζόμενης κατασκοπείας που διενεργούσαν πληροφοριοδότες σε κάθε πόλη και χωριό—πάνω απ’ όλα, της κατασκοπείας από αυτούς που επέβλεπαν το κάθε τετράγωνο και από άλλους που εργάζονταν για τη Γκεστάπο—η πνευματική δραστηριότητα των αδελφών γινόταν ολοένα και δυσκολότερη. Μια μέρα ο Γιόχαν Βίρεκλ ήθελε να επισκεφτεί τον Πέτερ Γκέλες, ο οποίος ήταν τότε υπεύθυνος για την επίβλεψη του έργου κηρύγματος στην Αυστρία. Ο αδελφός Βίρεκλ, αντί να πάει κατευθείαν στο μαγαζί του αδελφού Γκέλες, σταμάτησε σ’ ένα διπλανό σπίτι για να ζητήσει πληροφορίες από μια επιχειρηματία η οποία είχε δώσει την εντύπωση ότι ενδιαφερόταν για την αλήθεια και η οποία γνώριζε τον αδελφό Γκέλες. Ρώτησε πώς ήταν ο Πέτερ Γκέλες και αν είχε συλληφθεί. Ωστόσο, αυτή δεν του έδινε καμιά πληροφορία. Αντίθετα, του είπε να πάει απέναντι σ’ έναν ανθοπώλη. Εκεί, του είπε, θα μπορούσε να λάβει τις πληροφορίες που ζητούσε.
Αυτό προκάλεσε τις υποψίες του αδελφού Βίρεκλ, έτσι αντί να πάει εκεί γύρισε σπίτι. Σύντομα μετά από αυτό έμαθε ότι στου ανθοπώλη περίμενε η Γκεστάπο για να σταματήσει και να συλλάβει οποιονδήποτε θα ήθελε να δει τον αδελφό Γκέλες. Πριν περάσει πολύς καιρός, το μαγαζί έκλεισε, γιατί ο αδελφός Γκέλες και η σύζυγός του προφυλακίστηκαν στις 12 Ιουνίου 1940.
Μια Ασυνήθιστη Δίκη
Ο αδελφός Γκέλες κατηγορήθηκε ότι κατηύθυνε το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Αυστρία. Μετά από μήνες φυλάκισης, φέρθηκε μπροστά σ’ ένα δικαστή ο οποίος ήταν περιβόητος για τις θανατικές ποινές που εξέδιδε και ο οποίος θυμωμένα αποκαλούσε τους Σπουδαστές της Γραφής απόστημα του γερμανικού λαού. Ο δημόσιος κατήγορος πρότεινε την ποινή του θανάτου. Αφού ο αδελφός Γκέλες απάντησε Γραφικά στις κατηγορίες και αφού αγόρευσε ο συνήγορός του, διακόπηκε η συνεδρίαση του δικαστηρίου. Πριν ξαναρχίσει η δίκη, τα πράγματα πήραν μια καταπληκτική στροφή.
Νωρίς το πρωί ο αδελφός Γκέλες άκουσε το κλειδί στην πόρτα του κελιού του να γυρίζει. Ένας δεσμοφύλακας του έκανε νόημα να βγει γρήγορα και τον πήρε σ’ ένα αμπαρωμένο δωμάτιο. Ποιος τον περίμενε εκεί; Ο δικαστής, μόνος του.
«Θέλω να σου τονίσω», άρχισε ο δικαστής, «ότι παραβιάζω σε σοβαρό βαθμό τον υπηρεσιακό μου όρκο μιλώντας ιδιωτικά μ’ έναν κατηγορούμενο, αλλά το κάνω αυτό επειδή δεν μπόρεσα να βρω ούτε ησυχία ούτε ύπνο από τότε που έγινε η δίκη. Θα θεωρούσα τον εαυτό μου δολοφόνο αν ανήγγειλλα την ποινή του θανάτου για σένα».
Στο δωμάτιο απλώθηκε απόλυτη ησυχία. Τελικά μίλησε ο αδελφός Γκέλες. «Ο Σατανάς είναι εκείνος που προξενεί τέτοιες καταστάσεις», είπε. «Αυτός είναι ο πραγματικός δολοφόνος. Κι εσείς, εσείς είστε απλώς ο άνθρωπος που αναγγέλλει κάποια ποινή με βάση τα γεγονότα της δικαστικής υπόθεσης». Η τεταμένη ατμόσφαιρα ησύχασε.
«Θα προσπαθήσω να κάνω ελιγμούς στις διαδικασίες με τέτοιον τρόπο ώστε να μη χάσεις τη ζωή σου», υποσχέθηκε ο δικαστής. Στη συνέχεια πρόσθεσε κάτι που θα μπορούσε να καταλήξει σε σοβαρές συνέπειες για τον ίδιο: «Στην πραγματικότητα δεν επιθυμώ να παρουσιαστώ ως μηνυτής υπέρ του Κράτους, αλλά μάλλον, θέλω να σε βοηθήσω να γλιτώσεις από τα πλοκάμια του θανάτου». Κατόπιν, ο δικαστής ακούμπησε το ένα του χέρι στον ώμο του αδελφού μας και με το άλλο έσφιξε το χέρι του αδελφού.
Η δίκη πήρε πιο αμερόληπτη πορεία όταν ξανάρχισε, ενώ ο δικαστής έτρεμε συνέχεια. Το δικαστήριο δεν δέχτηκε την πρόταση του δημόσιου κατήγορου για θανατική καταδίκη, αλλά αντίθετα, καταδίκασε τελεσίδικα τον Πέτερ Γκέλες σε δέκα χρόνια φυλάκιση σε σωφρονιστήριο. Αυτός πέρασε τα επόμενα τρεισήμισι χρόνια σε απομόνωση στο σωφρονιστήριο του Στάιν της Κάτω Αυστρίας.
Ένας Ταπεινός Δούλος
Οι δημόσιες αρχές αναγνώρισαν πόσο σπουδαίο ρόλο έπαιξε ο Πέτερ Γκέλες, αυτός ο απλός άντρας ο οποίος ήταν πλήρως αφοσιωμένος στον Ιεχωβά, στο έργο που γινόταν κάτω από την επιφάνεια. Πρωτόκολλα που διαφυλάχτηκαν ανάμεσα στα αρχεία της Γκεστάπο το δείχνουν αυτό ξεκάθαρα. Από την περιγραφή που κάνουν κάποιος θα μπορούσε να φανταστεί έναν ισχυρό, δυναμικό ηγέτη. Αλλά ούτε κατά διάνοια δεν θύμιζε κάτι τέτοιο! Αυτός ήταν ένας ταπεινός άνθρωπος ο οποίος ποτέ δεν ήθελε να είναι στο φως της δημοσιότητας. Μετά το τέλος του ναζιστικού καθεστώτος το 1945, συμμετείχε στην παλινόρθωση της οργάνωσης στην Αυστρία και αργότερα πέρασε και πάλι στην αφάνεια. Για αρκετά χρόνια βοήθησε στο Μπέθελ της Βιέννης στην προετοιμασία δεμάτων που περιείχαν έντυπα για αποστολή. Με την ευγενική και φιλική του διάθεση, αυτός και η ακούραστη σύζυγός του, η Χελένε, η οποία στάθηκε στο πλευρό του όλο αυτόν τον καιρό, ήταν πηγή ενθάρρυνσης για τους αδελφούς, όχι μόνο κάτω από διωγμό, αλλά και αργότερα στα μεταπολεμικά χρόνια.
Υπηρέτησε πιστά μέχρι το θάνατό του στις 2 Σεπτεμβρίου 1975. Δεν ισχυριζόταν ότι ανήκε στο υπόλοιπο των συγκληρονόμων του Χριστού, αλλά έδειξε βαθιά εκτίμηση για τον ‘πιστό και φρόνιμο δούλο’ και συνεργάστηκε μαζί του φροντίζοντας το έργο στην Αυστρία στη διάρκεια πολύ δύσκολων εποχών.—Ματθ. 24:45.
Ο Χειρισμός της Λιγοστής «Τροφής»
Στα τελευταία χρόνια του πολέμου, το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά είχε σχεδόν παραλύσει στο μεγαλύτερο μέρος της Αυστρίας. Οι αδελφοί που ζούσαν στις διάφορες πόλεις και χωριά μπορούσαν να συναθροίζονται μόνο περιστασιακά. Απαιτούνταν μεγάλη προσοχή.
Στο Κλάγκενφουρτ, ωστόσο, η θεοκρατική δραστηριότητα συνεχιζόταν, προφανώς καλύτερα από οπουδήποτε αλλού. Ο αδελφός Γκάνστερ έδινε τα έντυπα που λάβαινε στον Πέτερ Βάιβοντα, ο οποίος αντέγραφε κάθε τεύχος της Σκοπιάς. Μια φορά, ο αδελφός Γκάνστερ πήρε μερικά τεύχη της Σκοπιάς, καλά κρυμμένα στο σώμα του, και περπατούσε από το Κλάγκενφουρτ στο Κρούμπεντορφ (γύρω στα 7 χιλιόμετρα) για να επισκεφτεί την οικογένεια Πλάτσερ και την αδελφή Βάντερερ. Και ποιος έτυχε να περπατάει προς την ίδια κατεύθυνση; Ένας αξιωματικός της Γκεστάπο, αυτός που συνήθως ανέκρινε τον αδελφό. Αλλά ο αξιωματικός δεν υποπτεύθηκε τίποτε κι έτσι περπάτησαν μαζί. Χωρίς αμφιβολία, όμως, αυτό δεν ήταν εύκολο για τον αδελφό Γκάνστερ.
Στη Βιέννη η τοπική ανατύπωση της Σκοπιάς σταμάτησε όταν συνελήφθηκε ο αδελφός Γκέλες. Αλλά οι αδελφοί λάβαιναν πνευματική τροφή πού και πού μέσω ενός αδελφού από την Ελβετία, του οποίου η κοσμική εργασία απαιτούσε από αυτόν να ταξιδεύει στη Βιέννη. Αυτός, παίρνοντας τις ανάλογες προφυλάξεις, έφερνε μαζί του αντίτυπα της Σκοπιάς. Όταν κάποιος αδελφός λάβαινε ένα από αυτά τα περιοδικά, δεν επιτρεπόταν να το κρατήσει για τον εαυτό του. Εφόσον δεν υπήρχαν άλλα αντίτυπα για τους άλλους αδελφούς, το διάβαζε αμέσως και στη συνέχεια το έδινε στον επόμενο αξιόπιστο αδελφό, όχι προσωπικά, αλλά κρυμμένο σ’ ένα καλάθι για ψώνια ή σε κάτι άλλο. Έτσι, εκείνα τα πολύτιμα έντυπα συνέχιζαν να περνούν από χέρι σε χέρι. Αυτή η πνευματική τροφή ήταν πολύ σπουδαία για τους αδελφούς κάτω από τις αντίξοες περιστάσεις που περνούσαν.
Μερικοί Στράφηκαν προς τα Πίσω
Η Γκεστάπο, για να διασπάσει την αντίσταση των αδελφών και να τους επηρεάσει να υπογράψουν μια δήλωση που αποκήρυττε κάθε σχέση με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, ισχυρίστηκε ότι πολλοί αδελφοί είχαν ήδη υπογράψει και είχαν απελευθερωθεί. Αυτό ήταν μια χονδροειδής υπερβολή.
Η Γκεστάπο υποσχέθηκε ότι ο καθένας που υπέγραφε θα αφηνόταν ελεύθερος και θα γλίτωνε έτσι χρόνια με παθήματα. Αυτό που σήμαινε στην πραγματικότητα ήταν ότι θα αντάλλαζε τα σωματικά παθήματα με χρόνια γεμάτα τύψεις συνείδησης. Το ζήτημα ήταν ξεκάθαρα θέμα οσιότητας στον Ιεχωβά και στην οργάνωσή του. Η μεγάλη πλειονότητα των αδελφών έμειναν ακλόνητοι στην ακεραιότητά τους. Ωστόσο, υπήρχαν μερικοί οι οποίοι υπέγραψαν. Αλλά δεν αφέθηκαν πράγματι ελεύθεροι όλοι εκείνοι οι οποίοι υπέγραψαν· συνήθως παρέμεναν κάτω από συνεχή επιτήρηση.
Μια μέρα η Άγκνες Χετσλ συνάντησε στη Βιέννη ένα ζευγάρι που ήταν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης λόγω της αλήθειας. Ωστόσο, αυτή δεν γνώριζε τις περιστάσεις της απελευθέρωσής τους. Γεμάτη χαρά, τους χαιρέτησε. Χωρίς να πουν λέξη, την προσπέρασαν σαν να ήταν εντελώς ξένη. Τότε κατάλαβε τι είχε συμβεί. Σε μια άλλη περίπτωση η αδελφή ήταν κοντά στην είσοδο ενός εργοστασίου που βρισκόταν δίπλα στο σπίτι της. Δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια της: Στο στήθος ενός που νόμιζε ότι ήταν αδελφός, υπήρχε μια σβάστικα! Κι αυτός, επίσης, την προσπέρασε, ενεργώντας φοβισμένα σαν να μην την ήξερε. Αυτά ήταν σκληρά χτυπήματα για τους πιστούς, αλλά δεν έσβησαν την όσια αγάπη τους για τον Ιεχωβά και για τους υπόλοιπους όσιους αδελφούς τους.
Εγκαρτέρηση στα Βασανιστήρια των Στρατόπεδων Συγκέντρωσης
Το 1939 ο Άλοϊς Μόζερ από το Μπράουναου και ο Γιόζεφ Μπούχνερ από το Ρανσχόφεν, μαζί με 142 άλλους αδελφούς, μεταφέρθηκαν από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου στο στρατόπεδο του Μάουτχαουζεν στην Άνω Αυστρία. Όταν έφτασαν στο Μάουτχαουζεν γύρω στα μεσάνυχτα και κατέβηκαν από τα βαγόνια που ήταν για τη μεταφορά ζώων, τους είπαν: «Το Μάουτχαουζεν δεν είναι σανατόριο σαν το Νταχάου. Θα σας αποτελειώσουμε όλους σας». Σύμφωνα με υπολογισμούς, από τον Αύγουστο του 1938 μέχρι και το Μάιο του 1945, φυλακίστηκαν εκεί ένα σύνολο από 206.000 άτομα και σύμφωνα με την έκθεση 35.270 πέθαναν.
Τα πρώτα τρία χρόνια, όλοι οι αδελφοί μας, χωρίς εξαίρεση, υποχρεώθηκαν να κάνουν σκληρή σωματική εργασία στο λατομείο. Το χειμώνα ο καιρός ήταν υπερβολικά ψυχρός. Εκατοντάδες φυλακισμένοι στην πραγματικότητα πέθαναν από το κρύο στο λατομείο. Όταν οι φυλακισμένοι επέστρεφαν στο στρατόπεδο τη νύχτα έπρεπε να μεταφέρει ο καθένας από μια μεγάλη πέτρα καθώς ανέβαινε τα 186 σκαλοπάτια της «σκάλας του θανάτου» στο στρατόπεδο. Ο διοικητής της μονάδας, ο Σπάτσενεγκερ, αποφάσισε ότι οι πέτρες που ήταν λιγότερο από 10 κιλά ήταν πολύ ελαφριές. Αυτός έβαζε τους φυλακισμένους, πολλοί από τους οποίους λιποθυμούσαν από πλήρη εξάντληση, να μεταφέρουν πέτρες 40 ή και περισσότερων κιλών. Συχνά, εκείνους που λιποθυμούσαν τους σκότωναν επιτόπου.
Τελικά οι αδελφοί Μόζερ και Μπούχνερ διορίστηκαν να σέρνουν το έλκηθρο στο οποίο τοποθετούνταν τα γυμνά νεκρά σώματα από τα διάφορα τμήματα του στρατόπεδου. Κάθε πτώμα αναγνωριζόταν από μια ετικέτα που ήταν δεμένη στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού, στην οποία ήταν γραμμένο το όνομα και ο αριθμός του κρατούμενου. Ο διορισμός αυτός τους έφερε στους στρατώνες όπου στεγάζονταν κυρίως οι φυλακισμένοι που υπέφεραν από διάρροια. Προς μεγάλη τους λύπη, αυτό ήταν το μέρος στο οποίο βρήκαν τον Άουγκουστ Κραφτ. Όλη αυτή η δυστυχία και η αξιοθρήνητη κατάσταση στην οποία βρέθηκαν έκανε τους δυο αδελφούς να ξεσπάσουν σε δάκρυα. Αλλά ο αδελφός Κραφτ σκεφτόταν μάλλον τις ευλογίες που είχε απολαύσει από το χέρι του Ιεχωβά και είπε: «Ευχαριστώ τον Ιεχωβά για όλα!» Την επόμενη μέρα, κι ο αδελφός Κραφτ, ήταν πάνω στο έλκηθρο, έχοντας εμμείνει μέχρι τέλους στην επιδίωξη του στόχου ‘του βραβείου της άνω κλήσης’.—Φιλιπ. 3:14.
Οι αδελφοί πρόσεχαν στοργικά ο ένας την ευημερία του άλλου. Όταν ορισμένοι ήταν ιδιαίτερα αδύναμοι, οι άλλοι τους έδιναν μερικές κουταλιές επιπλέον από το δικό τους λιγοστό φαγητό για να τους βοηθήσουν να ανακτήσουν την απαιτούμενη δύναμη.
Θεοκρατική Δραστηριότητα Μέσα στα Στρατόπεδα
Μέσα στα ίδια τα στρατόπεδα, η θεοκρατική δραστηριότητα συνεχιζόταν, αλλά με πολύ μεγάλη περίσκεψη. Δινόταν μαρτυρία, διεξάγονταν Γραφικές μελέτες, γίνονταν μερικές συναθροίσεις και μερικά άτομα βαφτίστηκαν.
Ο Φραντς Ντες μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Γκούζεν που δεν ήταν πολύ μακριά από το Μάουτχαουζεν. Εκεί του δόθηκε η ευκαιρία να μελετήσει την Αγία Γραφή με έναν αξιωματικό των Ες-Ες. Πόση πρόοδος σημειώθηκε; Φανταστείτε τη μεγάλη χαρά που ένιωσαν και οι δυο τους όταν, χρόνια αργότερα, συναντήθηκαν ως αδελφοί σε μια συνέλευση!
Καινούριοι φυλακισμένοι έφταναν από πολλές διαφορετικές χώρες. Οι αδελφοί, για να τους μεταδώσουν την αλήθεια της Βασιλείας, χρησιμοποιούσαν κάρτες μαρτυρίας που ήταν γραμμένες σ’ εκείνες τις γλώσσες. Επειδή επιτρεπόταν στους φυλακισμένους να λαβαίνουν αλληλογραφία, οι φρουροί των Ες-Ες, οι οποίοι έμπαιναν ανυποψίαστοι στους στρατώνες, δεν συνειδητοποιούσαν ότι δεν ήταν η αλληλογραφία αυτό που διάβαζαν οι άντρες.
Στο στρατόπεδο του Γκούζεν, ο αδελφός Καρλ Κράουσε διηύθυνε ένα εργαστήριο για κλειδαριές. Και τι μοναδικό εργαστήριο ήταν αυτό! Εκεί δεν κατασκευάζονταν και επισκευάζονταν μόνο κλειδαριές, αλλά επίσης βαφτίστηκαν και πέντε Πολωνοί σε μια ξύλινη σκάφη φτιαγμένη ειδικά γι’ αυτόν το σκοπό.
Οι αδελφοί, για να παραμείνουν πνευματικά ισχυροί, συναθροίζονταν τη νύχτα σε μικρές ομάδες για να εξετάσουν Γραφικά εδάφια. Κατά καιρούς μάλιστα έφτανε στα χέρια τους κάποιο αντίτυπο της Αγίας Γραφής. Αυτό το διαιρούσαν κατόπιν σε τμήματα, τα οποία τα έδιναν ο ένας στον άλλον. Ξαπλωμένοι κάτω από τα κρεβάτια τους, περνούσαν το λίγο ελεύθερο χρόνο που είχαν διαβάζοντας.
Οι αδελφοί γιόρτασαν με επιτυχία ακόμη και το Δείπνο του Κυρίου. Αφού κατόρθωσαν να αποκτήσουν τα εμβλήματα, συγκεντρώθηκαν την ώρα που όλοι οι άλλοι κοιμούνταν. Στο Γκούζεν, τα λουτρά και οι τουαλέτες βρίσκονταν ανάμεσα στους στρατώνες, σε απόσταση 6 μέτρων περίπου. Σ’ ένα τέτοιο λουτρό, με το φως ενός κεριού, γιόρτασαν την Ανάμνηση. Κάτω από τη στοργική προστασία του Ιεχωβά, όλα πήγαν καλά.
Ένα Υπόμνημα Πιστότητας
Ως παραδείγματα της πιστότητας των αδελφών μας στη διάρκεια της ναζιστικής διακυβέρνησης στην Αυστρία, θα μπορούσαμε να αφηγηθούμε πάρα πολλές εμπειρίες. Εκείνες που αναφέρονται εδώ εκθέτονται μόνο ως παραδείγματα των δυσκολιών που υπέμειναν οι αδελφοί και της αδιάρρηκτης οσιότητας που επέδειξαν.
Πριν να μπουν στην Αυστρία τα στρατεύματα του Χίτλερ, υπήρχαν 549 ευαγγελιζόμενοι σ’ αυτή τη χώρα. Συνολικά, 445 φυλακίστηκαν έπειτα για διάφορες περιόδους. Μεταξύ του 1938 και του 1945, 48 από αυτούς, αδελφοί και αδελφές μας, εκτελέστηκαν. Δεκατρείς δάρθηκαν μέχρι θανάτου, θανατώθηκαν με τοξικά αέρια ή έπεσαν θύματα διεστραμμένων ιατρικών πειραμάτων. Τουλάχιστον άλλοι 81 πέθαναν σε φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης λόγω αρρώστιας ή εξάντλησης.
Όταν μιλάμε για τα θύματα εκείνης της οδυνηρής εποχής, αναγκαζόμαστε να χρησιμοποιήσουμε στατιστικά στοιχεία. Αλλά αυτά δεν είναι απλώς ψυχροί αριθμοί. Ο καθένας απ’ αυτούς ήταν κάποιος Χριστιανός αδελφός ή αδελφή, καθώς επίσης και σύζυγος ή η σύζυγός του, πατέρας ή μητέρα, γιος ή κόρη. Στο υπόμνημα που συντάχτηκε από πιστούς μάρτυρες του Ιεχωβά στο πέρασμα χιλιάδων ετών, πρόσθεσαν κι αυτοί τη δική τους μαρτυρία ότι η αγάπη για τον Ιεχωβά υποκινεί τους πιστούς του δούλους να καταθέσουν ακόμη και τη ζωή τους, αν χρειαστεί, για να αποδείξουν την οσιότητά τους σ’ αυτόν ως τον Θεό και τον Κυρίαρχό τους.
Τι Θα Κάνουμε Πρώτα;
Ο πόλεμος και η κατάληψη της Αυστρίας από τους Ναζί έληξαν την άνοιξη του 1945. Σύντομα οι αδελφοί και οι αδελφές μας άρχισαν να επιστρέφουν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το πρώτο πράγμα που είχαν στο νου τους ήταν να έρθουν σε επαφή με τους άλλους αδελφούς. Μολονότι απαιτήθηκε μεγάλη προσπάθεια για να γίνουν και πάλι διευθετήσεις για τις συναθροίσεις, στις 21 Ιουλίου 1945 υπήρχαν 27 παρόντες στην πρώτη οργανωμένη μεταπολεμική συνάθροιση στο Κλάγκενφουρτ. Από το φθινόπωρο, συναθροίσεις διεξάγονταν και στη Βιέννη επίσης.
Πιστοί αδελφοί άρχισαν να αναδιοργανώνουν το έργο. Στο Φόραρλμπεργκ, τη δυτικότερη επαρχία της Αυστρίας, αρκετοί αδελφοί συναντήθηκαν με τους Φραντς Τσίρχερ, Γκέοργκ Γκερτζ και Ντάβιντ Βίντενμαν, οι οποίοι ήταν όλοι τους από το γραφείο της Βέρνης της Ελβετίας, και εξέτασαν τα μέτρα που ήταν απαραίτητο να ληφθούν για να αρχίσουν και πάλι οι εκκλησιαστικές συναθροίσεις και το έργο κηρύγματος. Από την Αυστρία ήταν παρόντες οι Πέτερ Γκέλες, Φέλιξ Ντέφνερ, Λέοπολντ Πίτεροφ και Φραντς Γκάνστερ. Παρά τις σκληρές εμπειρίες από τα χρόνια του πολέμου, η καρποφορία της Βασιλείας άρχισε να γίνεται φανερή. Οι 549 ευαγγελιζόμενοι που ήταν δραστήριοι το 1937 αυξήθηκαν σε 730 διαγγελείς της Βασιλείας στο τέλος του υπηρεσιακού έτους 1946.
Μετά την επιστροφή του από τη φυλακή, ο Πέτερ Γκέλες έγινε ο πρώτος μεταπολεμικός επίσκοπος τμήματος της Αυστρίας. Το διαμέρισμά του στη Βιέννη, στη Φλοριάνιγκασε 58, ήταν το γραφείο τμήματος. Κατόπιν, από τον Απρίλιο του 1947 και μετά, η εργασία του γραφείου γινόταν σ’ ένα σχολικό κτίριο, το οποίο είχε υποστεί σοβαρές ζημιές από τις βόμβες. Εκεί οι αδελφοί πολυγραφούσαν τη Σκοπιά και πολυγράφησαν επίσης κάπου 4.000 βιβλιάρια. Η Τερέζε Σράιμπερ, η οποία είχε φυλακιστεί για το ρόλο που έπαιξε στην πολυγράφηση Βιβλικών εντύπων, βρισκόταν και πάλι πίσω στη δουλειά, συμμετέχοντας στην εργασία ανατύπωσης. Στο Κλάγκενφουρτ οι αδελφοί πολυγράφησαν μάλιστα ολόκληρο το βιβλίο Τέκνα και το έφτιαξαν με σκληρόδετο εξώφυλλο. Το χαρτί και η μελάνη ήταν σπάνια και δυσεύρετα, αλλά με τη βοήθεια του Ιεχωβά, οι αδελφοί κατόρθωσαν να αποκτήσουν ό,τι ήταν απαραίτητο.
Το έτος 1947 έδωσε στους αδελφούς την ευκαιρία να απολαύσουν την πρώτη τους μεταπολεμική συνέλευση. Κράτησε τέσσερις μέρες. Το ακροατήριο των 1.700 ατόμων μπορεί να φαίνεται μικρό όταν συγκριθεί με τις συνελεύσεις που διεξάγονται τώρα, αλλά για τους αδελφούς της Αυστρίας τότε ήταν ένα μεγάλο πλήθος και παρείχε αποδείξεις ότι υπήρχαν δυνατότητες για μεγάλη αύξηση.
Αργότερα τον ίδιο εκείνο μήνα, το Σάββατο 21 Ιουνίου, έγινε ένα άλλο σημαντικό βήμα σε σχέση με την αναδιοργάνωση. Εφτά αδελφοί συναντήθηκαν σ’ ένα σχολείο για να αναδιοργανώσουν τον τοπικό σύλλογο της “Wachtturm-Gesellschaft [Εταιρίας Σκοπιά], Τμήμα της Watch Tower Bible & Tract Society, Brooklyn, N.Y.” Έτσι, ήταν και πάλι διαθέσιμο ένα νομικό όργανο για την έκδοση των εντύπων.
Και Ύστερα—Σιβηρία!
Μέχρι το Μάιο του 1955, την Αυστρία την κατείχαν τα στρατεύματα των Συμμάχων (Η.Π.Α., Γαλλία, Βρετανία και Ε.Σ.Σ.Δ.) και την είχαν διαιρέσει σε τέσσερις ζώνες κατοχής. Το χωριό Ντόιτς Βάγκραμ βρισκόταν στη Σοβιετική ζώνη. Εκεί ζούσε ο αδελφός Φραντς Μαλίνα. Αυτός ήξερε ρωσικά και έδινε μαρτυρία μ’ έναν πολύ ευθύ τρόπο στα στρατεύματα κατοχής, διεξάγοντας μάλιστα και Γραφικές μελέτες με μερικούς από τους άντρες. Επίσης, απέκτησε Βιβλικά έντυπα στη ρωσική και τα μοίρασε στους στρατιώτες.
Οι δραστηριότητές του δεν πέρασαν απαρατήρητες. Στις αρχές του 1948 δυο άντρες που ήταν ευνοϊκά διακείμενοι προς αυτόν τον προειδοποίησαν: «Φραντς, φύγε από εδώ· αυτοί θέλουν να σε συλλάβουν. Βρέθηκαν δικά σας έντυπα ανάμεσα στους Ρώσους». Αλλά ο αδελφός Μαλίνα δεν τράπηκε σε φυγή. Αποφάσισε να μείνει μαζί με την άρρωστη γυναίκα του και τα παιδιά του. Ωστόσο, δεν πέρασε πολύς καιρός μέχρι να τον συλλάβουν. Τον κράτησαν για οχτώ μέρες στο γραφείο του τοπικού σοβιετικού διοικητή και τελικά τον μετέφεραν στο κέντρο του σοβιετικού επιτελείου στρατού. Στη διάρκεια των έξι εβδομάδων που τον ανάγκασαν να περάσει εκεί, αυτός κήρυττε ανοιχτά τόσο σε στρατιώτες όσο και σε αξιωματικούς, λέγοντάς τους για τη Βασιλεία του Ιεχωβά. Στο τέλος τον καταδίκασαν σε δέκα χρόνια καταναγκαστικά έργα με τη γνωστή πλέον κατηγορία ότι ‘ασκούσε αρνητική επίδραση στο ηθικό του στρατεύματος’ και τον οδήγησαν στη μακρινή Σιβηρία.
Τελικά έφτασε στην αχανή περιοχή που βρίσκεται πίσω από τα Ουράλια Όρη. Εκεί πήγαινε από το ένα στρατόπεδο στο άλλο, κυρίως με τα πόδια. Η διαφυγή ήταν αδύνατη. Σε όλα σχεδόν τα στρατόπεδα συνάντησε αδελφούς από διάφορα μέρη της Σοβιετικής Ένωσης. Όταν έφτανε σ’ ένα καινούριο στρατόπεδο, φυσιολογικά έπρεπε να ψάξει να τους βρει. Και όταν έβρισκε αδελφούς, αυτοί τον δοκίμαζαν για να διαπιστώσουν αν πράγματι ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά. Το έκαναν αυτό με ερωτήσεις όπως: «Πώς είναι η οικογένεια του Ιωναδάβ;» και «Ποιος είναι ο πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά;»
Μόλις πείθονταν ότι πράγματι ήταν αδελφός, τον βοηθούσαν στοργικά να υπομείνει τη σκληρή, ασυνήθιστη ζωή στα στρατόπεδα. Λόγω της ηλικίας του τον αποκαλούσαν Μπαμπά. Στη διάρκεια πέντε χρόνων, γνώρισε 30 στρατόπεδα. Κατόπιν, το 1953, του δόθηκε χάρη και γύρισε σπίτι. Στο μεταξύ η σύζυγός του είχε πεθάνει και η μεγαλύτερη κόρη του είχε αναλάβει το ρόλο της μητέρας. Μήπως αποθαρρύνθηκε τώρα ο αδελφός Μαλίνα ή μήπως κατέρρευσε; Αντίθετα, μέσα στις επόμενες λίγες μέρες πήρε και πάλι το δρόμο του κηρύττοντας τα καλά νέα από σπίτι σε σπίτι. Συνέχισε να το κάνει αυτό μέχρι το θάνατό του το 1964.
Σκαπανείς Συμμετέχουν στο Θερισμό
Στη διάρκεια των ετών από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, συνέβηκε μεγάλη επέκταση στο έργο του λαού του Ιεχωβά στην Αυστρία. Στην αύξηση αυτή συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό ζηλωτές σκαπανείς, ειδικοί σκαπανείς και ιεραπόστολοι.
Ανάμεσα σ’ εκείνους τους ζηλωτές εργάτες ήταν και ο Χανς Ρότενσταϊνερ και η σύζυγός του. Μέσα σ’ ένα χρόνο από τότε που ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με την αλήθεια, άρχισαν το σκαπανικό. Το 1955 διορίστηκαν ως ειδικοί σκαπανείς. Ένας από τους διορισμούς τους ήταν ο τομέας γύρω από το Καπρούν σε μια αλπική περιοχή. Ο Χανς αφηγείται την ακόλουθη εμπειρία που είχαν εκεί:
«Με καρδιά γεμάτη εκτίμηση αρχίσαμε το έργο της ανεύρεσης των προβάτων του Κυρίου. Κι έτσι, βρήκαμε μια οικογένεια στο Βάλχεν η οποία είχε ήδη λάβει μερικά έντυπα. Αμέσως αρχίσαμε μια μελέτη με ολόκληρη την οικογένεια· αυτοί προσκάλεσαν επίσης και μερικούς φίλους να έρθουν στη μελέτη. Μερικές φορές πάνω από 12 άτομα ήταν παρόντες. Η μελέτη προόδευσε πολύ καλά—τόσο καλά που σύντομα οι οικογένειες αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την εκκλησία. Ωστόσο, για να το κάνουν αυτό, χρειάζονταν τα πιστοποιητικά βάφτισής τους. Έτσι η Λόις, ένα από εκείνα τα καλόκαρδα άτομα, πήγε στο σπίτι του ιερέα για να πάρει τα πιστοποιητικά για όλους τους. Επειδή υπήρχαν πολλά παιδιά σ’ αυτές τις οικογένειες, χρειάζονταν συνολικά 17 πιστοποιητικά». Η συνομιλία που είχε η Λόις με τον τοπικό ιερέα έμοιαζε κάπως έτσι:
Λόις: Καλημέρα. Χρειάζομαι μερικά πιστοποιητικά βάφτισης.
Ιερέας: Τι εννοείς «μερικά», και τι τα χρειάζεσαι;
Λόις: Επειδή θέλουμε να εγκαταλείψουμε την εκκλησία.
Ιερέας: Ώστε έτσι ε; Και πόσα πιστοποιητικά θέλεις;
Λόις: Έχω κάνει μια σημείωση σχετικά μ’ αυτό. Ω, να τη, εδώ είναι· χρειάζομαι ακριβώς 17.
Ιερέας: Τι; Τι συνέβηκε πια και θέλετε να εγκαταλείψετε τόσοι άνθρωποι την εκκλησία;
Λόις: Να, μελετήσαμε την Αγία Γραφή. Αυτό είναι όλο. Βλέπεις, εσύ μας δίδασκες πολλά που δεν είναι καθόλου αληθινά, πράγματα που ούτε ο Ιησούς ούτε η Αγία Γραφή ανέφεραν ποτέ!
Αυτή η συνομιλία συνεχίστηκε για λίγο και η Λόις έφυγε χωρίς τα πιστοποιητικά. Ωστόσο, αργότερα, έγινε μια συζήτηση με τον κληρικό, στην οποία ήταν παρών κι ο Χανς. Στο τέλος της συζήτησης, η Λόις είπε στον ιερέα: «Τώρα, δεν υπήρχε απολύτως τίποτε που να μπορέσεις να αποδείξεις γι’ αυτό δώσε μας τα πιστοποιητικά βάφτισης, αλλά λίγο γρήγορα, παρακαλώ». Ο κληρικός δεν είχε άλλη εκλογή και υποχρεώθηκε να το κάνει.
Τώρα υπάρχει μια εκκλησία 90 ευαγγελιζομένων σ’ αυτό το αλπικό χωριό.
Το 1978, υπήρχαν 626 άτομα που απολάμβαναν τις ευλογίες της υπηρεσίας σκαπανέα, συμπεριλαμβανομένων και 278 βοηθητικών σκαπανέων. Αλλά τον Απρίλιο του 1988, ο αριθμός εκείνων που ανέφεραν υπηρεσία αυτής της μορφής είχε ανέλθει στους 1.925, συμπεριλαμβανομένων και 1.102 βοηθητικών σκαπανέων.
Διευθετήσεις στο Τμήμα
Την 1η Αυγούστου 1965, οι ευθύνες του επισκόπου τμήματος ανατέθηκαν στον Λόουελ Λ. Τέρνερ, ο οποίος είχε πρόσφατα αποφοιτήσει από την ειδική δεκάμηνη σειρά μαθημάτων οργανωτικής εκπαίδευσης της Σχολής Γαλαάδ. Ο αδελφός Τέρνερ, μετά από δέκα σχεδόν χρόνια στο διορισμό του επίβλεψης, άφησε την Αυστρία τον Ιούλιο του 1975 για ένα νέο διορισμό στο Λουξεμβούργο. Από τον Ιανουάριο του 1976, για το τμήμα της Αυστρίας φροντίζει μια επιτροπή που αποτελείται από αρκετούς αδελφούς.
Επεκτάσεις στις Εγκαταστάσεις του Τμήματος
Τα γραφεία τμήματος της Εταιρίας σ’ ολόκληρο τον κόσμο έχουν επεκτείνει τις εγκαταστάσεις τους για να φροντίσουν τις ανάγκες τού συνεχώς αυξανόμενου αριθμού των υμνητών του Ιεχωβά. Μήπως η Αυστρία θα αποτελούσε εξαίρεση; Ασφαλώς όχι.
Με τον καιρό, το κτίριο που αγοράστηκε το 1957, το οποίο βρισκόταν σε μια από τις περιοχές της Βιέννης όπου υπάρχουν πάρκα, έγινε πάρα πολύ μικρό για γραφείο τμήματος. Έτσι στη διάρκεια των ετών 1970 και 1971, επεκτάθηκε για να προσφέρει περισσότερο χώρο για το Τμήμα Αποστολής και για μια Αίθουσα Βασιλείας. Αλλά σε λίγα χρόνια, έγινε ολοφάνερη η ανάγκη για επιπρόσθετη επέκταση. Νιώσαμε το χέρι του Ιεχωβά στο ζήτημα όταν ένας από τους γείτονες προσφέρθηκε να πουλήσει το οικόπεδο που είχε. Το 1983, ενώ είχε αρχίσει η οικοδόμηση των καινούριων κτιρίων, ένα άλλο γειτονικό οικόπεδο προσφέρθηκε επίσης για να το αγοράσει το τμήμα. Με την αφιέρωση των νέων εγκαταστάσεων το καλοκαίρι του 1987, έγιναν διαθέσιμα 5.000 τετραγωνικά μέτρα επιπρόσθετου χώρου, ο οποίος είναι τετραπλάσιος και πλέον από αυτόν που υπήρχε προηγουμένως. Ήταν όλα αυτά πράγματι απαραίτητα; Οι Μάρτυρες που εξυπηρετούνταν από αυτό το γραφείο είχαν ήδη τριπλασιαστεί από τότε που αγοράστηκε το προηγούμενο κτίριο και οι αδελφοί στο γραφείο εργάζονταν σε πολύ στριμωγμένους χώρους.
Πριν ολοκληρωθεί το έργο, απαιτήθηκαν πολλές τροποποιήσεις στα σχέδια των εγκαταστάσεων για να ικανοποιηθούν οι αντιρρήσεις των γειτόνων. Αυτό απαίτησε αρκετή επιπρόσθετη εργασία. Ωστόσο, το γραφείο τμήματος αναγνωρίζει τα εξής: «Στο τέλος, όλες σχεδόν οι απαραίτητες αλλαγές αποδείχτηκαν προς όφελός μας. Σε πολλές περιπτώσεις, οι αδελφοί χρειάστηκε να ομολογήσουν: ‘Τώρα είναι καλύτερο από αυτό που σκοπεύαμε να κάνουμε προηγουμένως’».
Πολυγλωσσικός Τομέας
Όλοι όσοι ζουν στην Αυστρία δεν είναι στην πραγματικότητα Αυστριακοί. Και ούτε όλοι όσοι ζουν εδώ μπορούν να μιλήσουν με ευχέρεια τη γερμανική, που είναι η κύρια γλώσσα της Αυστρίας. Υπάρχουν εδώ πολλοί φιλοξενούμενοι εργάτες από τη Γιουγκοσλαβία και από την Τουρκία. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, το τμήμα έχει κάνει διευθετήσεις για να πλησιάσει αυτούς τους φιλοξενούμενους εργάτες με το άγγελμα της Αγίας Γραφής. Ο σπόρος έπεσε σε γόνιμο έδαφος και σύντομα μπόρεσαν να σχηματιστούν όμιλοι μελέτης.
Τώρα υπάρχουν εννιά εκκλησίες που διεξάγουν τις συναθροίσεις τους αποκλειστικά στην σερβοκροατική (μια από τις κύριες γλώσσες που μιλιούνται στη Γιουγκοσλαβία). Επίσης, υπάρχουν όμιλοι μελέτης στην τουρκική, ισπανική, πολωνική, ιαπωνική, αγγλική και αραβική. Ο αδελφός Λετόνια, ο οποίος υπηρετεί μαζί με τη σύζυγό του στο Μπέθελ της Βιέννης και του οποίου η θεοκρατική σταδιοδρομία ξεκίνησε πριν από 50 και πλέον χρόνια, μας λέει κάτι σχετικά με το έργο ανάμεσα στους φιλοξενούμενους εργάτες:
«Το 1971 διορίστηκα να συνεργαστώ μ’ εκείνους τους πέντε αδελφούς οι οποίοι κήρυτταν τα καλά νέα σε Γιουγκοσλάβους φιλοξενούμενους εργάτες. Για το σκοπό αυτό έμαθα να μιλάω τη σερβοκροατική γλώσσα. Σήμερα, το 1988, υπάρχουν πάνω από 320 ευαγγελιζόμενοι στη Βιέννη και στα περίχωρά της οι οποίοι ανήκουν στη σερβοκροατική γλωσσική ομάδα. Είναι πολύ ευχάριστο να συνεργάζεσαι μ’ αυτούς τους αδελφούς. Έχουν πολύ οικογενειακό πνεύμα. Ο ζήλος τους για την αλήθεια είναι μεταδοτικός και ενθαρρύνουν ο ένας τον άλλον. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που παραμένουν στην υπηρεσία ολόκληρη τη μέρα μέχρι τις τελευταίες βραδινές ώρες. Παρά τις δύσκολες συνθήκες εργασίας που υπάρχουν για τους φιλοξενούμενους εργάτες, αρκετοί από αυτούς συμμετέχουν τακτικά στην υπηρεσία βοηθητικού σκαπανέα. Οι ενθουσιώδεις συνομιλίες τους περιστρέφονται κυρίως γύρω από την αλήθεια.
»Υπάρχει επίσης ανάμεσά τους ένας μεγάλος αριθμός από Τσιγγάνους για τους οποίους η εκκλησία είναι ένας τόπος σαν το σπίτι τους. Από μια οικογένεια Τσιγγάνων τουλάχιστον 25 μέλη έχουν ήδη βαφτιστεί και πάνω από 19 άλλοι συγγενείς ενδιαφέρονται για την αλήθεια. Αποτελεί πράγματι ευλογία να συνεργάζεσαι μ’ αυτούς τους αδελφούς».
Φιλοξενία στις Συνελεύσεις
Σε δύσκολους καιρούς στο παρελθόν, όσοι ζούσαμε στην Αυστρία συχνά διασχίζαμε τα σύνορα για να παρακολουθήσουμε εκκλησιαστικές συναθροίσεις και μεγαλύτερες συνελεύσεις. Θυμούμαστε καλά τη στοργική φιλοξενία που μας πρόσφεραν οι αδελφοί των περιοχών στις οποίες πηγαίναμε. Τώρα όσοι ζουν στην Αυστρία έχουν την ευκαιρία να δείξουν οι ίδιοι φιλοξενία.
Στην πραγματικότητα αυτό άρχισε το 1965, όταν 1.200 αδελφοί από την Ελλάδα ήρθαν στη συνέλευση περιφερείας της Βιέννης. Είχαν γίνει διευθετήσεις γι’ αυτούς ώστε να απολαύσουν ολόκληρο το πρόγραμμα στην ελληνική σε μια ξεχωριστή πτέρυγα του κτιρίου που χρησιμοποιήθηκε για τη συνέλευση.
Κατόπιν το 1967 ήρθαν 889 αδελφοί από τη Γιουγκοσλαβία και παρακολούθησαν μια συνέλευση περιφερείας στο Κλάγκενφουρτ, στο νότιο τμήμα της Αυστρίας. Κι αυτοί, επίσης, μπόρεσαν να απολαύσουν το πρόγραμμα στη δική τους γλώσσα. Ο αριθμός εκείνων που έρχονταν από τη Γιουγκοσλαβία αυξήθηκε. Το 1968 οι παρόντες στο πρόγραμμα που διευθετήθηκε γι’ αυτούς στο Φίλαχ ήταν 2.319.
Στις συνελεύσεις μας περιφερείας του 1978, είχαμε το προνόμιο να κάνουμε διευθετήσεις έτσι ώστε το πρόγραμμα να παρουσιαστεί και στην ουγγρική επίσης. Επειδή στην Αυστρία ζουν μερικοί πρεσβύτεροι των οποίων η μητρική γλώσσα είναι η ουγγρική, δεν ήταν πολύ δύσκολο να γίνουν διευθετήσεις για τα μέρη του προγράμματος. Ωστόσο, εβδομάδες πριν τη συνέλευση, οι αδελφοί που ήταν υπεύθυνοι για οργανωτικά ζητήματα αναρωτιούνταν: ‘Θα μπορέσουν οι αδελφοί από την Ουγγαρία να διασχίσουν τα σύνορα για να παρακολουθήσουν τη συνέλευση;’ Πόσο συγκινητικό ήταν όταν οι παρόντες στο ουγγρικό πρόγραμμα ξεπέρασαν τους 400! Από τότε, οι συνελεύσεις μας περιφερείας που διεξάγονται στην περιοχή της Βιέννης περιλαμβάνουν σχεδόν πάντοτε κάποιο πρόγραμμα στην ουγγρική. Το 1986, προς μεγάλη χαρά όλων, ο αριθμός των παρόντων σ’ αυτό το πρόγραμμα ανήλθε στους 1.781. Μήπως υπήρχαν κι άλλοι ακόμη στους οποίους θα μπορούσαμε να προσφέρουμε φιλοξενία;
Τι θα Λεχτεί για τους Αδελφούς Από την Πολωνία;
Το θέμα της συνέλευσης του 1980 ήταν «Θεία Αγάπη». Τι θα μπορούσε να το τονίσει αυτό καλύτερα από την παρουσία των 1.883 αδελφών από την Πολωνία που άκουγαν το πρόγραμμα στη Βιέννη στη δική τους γλώσσα; Μια μεγάλη σκηνή στέγασε τον πολωνικό όμιλο, ενώ για τα προγράμματα που έγιναν στην ουγγρική και στην κροατική κρατήθηκε από μια αίθουσα αντίστοιχα. Για το πρόγραμμα που έγινε στη γερμανική, νοικιάστηκε ένα στάδιο στην ίδια τοποθεσία.
Ο βοηθός του εισηγητή της συνέλευσης έκανε την εξής πρόταση: «Πώς θα σας φαινόταν αν, την Κυριακή, έρχονταν στο στάδιο και οι αδελφοί των άλλων γλωσσικών ομάδων για τον τελικό ύμνο;» Το γραφείο συνέλευσης συμφώνησε με ενθουσιασμό.
Φανταστείτε απλώς με το μυαλό σας το εξής θέαμα στο τέλος της συνέλευσης: Στη μια πλευρά του σταδίου ήταν οι 5.000 Αυστριακοί αντιπρόσωποι—μπροστά τους ο καταπράσινος χορτοτάπητας του αγωνιστικού χώρου. Έγινε μια ανακοίνωση και κατόπιν οι κερκίδες από την αντίθετη πλευρά του σταδίου άρχισαν να γεμίζουν. Οι αδελφοί, ταξινομημένοι κατά γλωσσικές ομάδες, μπήκαν και στάθηκαν όρθιοι—Γιουγκοσλάβοι, Ούγγροι, Πολωνοί. Και έπειτα, αφού δόθηκε το σύνθημα σε τέσσερις γλώσσες, σχεδόν 8.000 φωνές ενώθηκαν σ’ έναν ύμνο αίνου: «Σε Ευχαριστούμε, Ιεχωβά».
Ο αδελφός που έκανε τα τελικά σχόλια απευθύνθηκε κατόπιν στους αδελφούς από την Πολωνία: «Αν, την επόμενη φορά, εσείς είστε περισσότεροι από όσοι είμαστε εμείς στο γερμανικό πρόγραμμα, τότε θα σας παραχωρήσουμε το στάδιο!» Μετά το τέλος του προγράμματος, οι αδελφοί δεν ήθελαν για αρκετή ώρα να χωρίσουν ο ένας από τον άλλον. Αυτή ήταν μια πολύ συγκινητική συνέλευση και έδωσε στους αδελφούς που ζούσαν και στις δυο πλευρές των συνόρων πολλούς λόγους για να μιλούν σχετικά μ’ αυτή. Το τμήμα, πλημμυρισμένο από ευτυχία, έγραψε κατόπιν στο Κυβερνών Σώμα τα ακόλουθα:
«Ήταν κάτι που θα έπρεπε να το νιώσετε. Τι δυναμική επίδειξη της ενοποιητικής δύναμης του πνεύματος του Ιεχωβά και της ‘Θείας Αγάπης’ του. Για πολλή ώρα μετά το τέλος του ύμνου, οι αδελφοί χαιρετούσαν ο ένας τον άλλον. Κανείς δεν ήθελε να φύγει. Ένας αδελφός εξέφρασε τα αισθήματα πολλών αδελφών όταν είπε: ‘Αυτή ήταν η δέκατη συνέλευση περιφερείας για μένα· ωστόσο, ποτέ δεν έχω νιώσει κάτι σαν κι αυτό, τέτοια θέρμη, ειλικρίνεια και τρυφερή στοργή με τέτοιους δεσμούς ενότητας. Θα ήθελα να απλώσω τα χέρια μου και να τους αγκαλιάσω όλους. Με μια πνευματική έννοια το έχω κάνει’».
Την επόμενη ακριβώς χρονιά, το 1981, καθώς οι προετοιμασίες για τη Συνέλευση Περιφερείας «Πιστότητα στη Βασιλεία» έφταναν στο τελικό τους στάδιο, ένα πράγμα ήταν ξεκάθαρο—αυτή τη φορά, θα παραχωρούσαμε το στάδιο στους 5.000 και πλέον αδελφούς από την Πολωνία. Και για μια ακόμη φορά οι αδελφοί της Βιέννης και της γύρω περιοχής αποδείχτηκαν ανοιχτόκαρδοι οικοδεσπότες.
Επιπλέον, υπήρχε και κάτι άλλο που πλούτισε τη συνέλευση· οι αδελφοί Θεοντόρ Τζάρας και Ντάνιελ Σίντλικ από το Κυβερνών Σώμα είχαν έρθει στη Βιέννη. Τι θαυμάσια ευκαιρία ήταν γι’ αυτούς να συναναστραφούν με αδελφούς από την Ουγγαρία και την Πολωνία! Οι ενθαρρυντικές ομιλίες τους και η φιλική, θερμή προσωπική επαφή που είχαν με τους αδελφούς όλων των γλωσσικών ομάδων εκτιμήθηκε πάρα πολύ. Ο αδελφός Σίντλικ, στο μέρος που είχε στο πρόγραμμα, μίλησε για τον Χριστιανό μαθητή Βαρνάβα. Οι αδελφοί κρέμονταν από τα χείλη του. Μετά από μερικές λέξεις, ο ομιλητής και το ακροατήριο έγιναν «μια καρδιά και μια ψυχή», όπως λέει η παροιμία στην Αυστρία.
Από το 1982, οι αδελφοί μας στην Πολωνία έχουν τη δυνατότητα να διεξάγουν τις δικές τους συνελεύσεις, αλλά οι αδελφοί στην Αυστρία συνεχίζουν να απολαμβάνουν το γεγονός ότι φιλοξενούν τους αδελφούς τους από την Ουγγαρία.
Πορεία Προς το Μέλλον
Στην Αυστρία τα πράγματα ακολουθούν γενικά το δρόμο τους «άνετα», όπως λέγεται. Αλλά αυτό δεν ισχύει για τη διακήρυξη των καλών νέων της Βασιλείας του Θεού. Δεν υπήρξε συγκλονιστική αύξηση, αλλά ο αριθμός των υμνητών του Ιεχωβά έχει αυξηθεί σταθερά. Πίσω στη δεκαετία του 1950, ένας επίσκοπος περιφερείας ενθάρρυνε τους αδελφούς, λέγοντας: «Δεν θα πρέπει να μας προκαλέσει έκπληξη αν κάποια μέρα υπάρχουν στην Αυστρία 10.000 ευαγγελιζόμενοι». Αυτό ακούστηκε όμορφα. Αλλά η Αυστρία είναι μικρό κράτος κι έχει μόνο 7,5 εκατομμύρια κατοίκους. Και εκείνο τον καιρό δεν υπήρχαν περισσότεροι από 5.000 ευαγγελιζόμενοι σ’ ολόκληρη τη χώρα. Ωστόσο, το 1971 ξεπεράσαμε τον αριθμό των 10.000 και τώρα το πλήθος των υμνητών του Ιεχωβά σ’ αυτή τη χώρα έχει φτάσει πάνω από 17.000.
Η Αυστρία είναι πασίγνωστη σαν μια χώρα βουνών και μουσικής. Ωστόσο, στη ζωή ενός συνεχώς αυξανόμενου πλήθους, ‘το όρος του οίκου του Ιεχωβά’, η εξυψωμένη θέση της αληθινής λατρείας, είναι αυτό που έχει την πιο μεγάλη σπουδαιότητα γι’ αυτούς. Και η πιο γλυκιά μελωδία που μπορεί να ακουστεί σ’ αυτή τη χώρα προέρχεται από τους 17.705 ευαγγελιζομένους οι οποίοι συμμετέχουν στην υμνολογία του ‘νέου άσματος’, ενός άσματος που εξυψώνει τη Βασιλεία του Ιεχωβά.—Ησ. 2:2· Ψαλμ. 98:1, 4-6.
[Χάρτης/Πλαίσιο στις σελίδες 72, 73]
Στοιχεία Σχετικά με την Αυστρία
Πρωτεύουσα: Βιέννη
Επίσημη Γλώσσα: Γερμανική
Κύρια Θρησκεία: Ρωμαιοκαθολικισμός
Πληθυσμός: 7.575.700
Ευαγγελιζόμενοι: 17.705
Σκαπανείς: 1.398
Εκκλησίες: 246
Παρόντες στην Ανάμνηση: 30.216
Γραφείο Τμήματος: Βιέννη
[Χάρτης]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
ΑΥΣΤΡΙΑ
Λίμνη Κωνσταντίας
Ντόρνμπιρν
ΦΟΡΑΡΛΜΠΕΡΓΚ
Ίνσμπρουκ
ΤΙΡΟΛΟ
Ανατολικές Άλπεις
ΖΑΛΤΣΜΠΟΥΡΓΚ
Μπαντ Ισλ
Ζάλτσμπουργκ
ΑΝΩ ΑΥΣΤΡΙΑ
Λιντς
Μάουτχαουζεν
Δούναβης Ποταμός
Βιέννη
ΚΑΤΩ ΑΥΣΤΡΙΑ
Λίμνη Νούζηντλερ
ΜΠΟΥΡΓΚΕΝΛΑΝΤ
ΣΤΥΡΙΑ
Κνίτελφελντ
Γκρατς
ΚΑΡΙΝΘΙΑ
Κλάγκενφουρτ
ΕΛΒΕΤΙΑ
ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
ΤΣΕΧΟΣΛΟΒΑΚΙΑ
ΟΥΓΓΑΡΙΑ
ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ
ΙΤΑΛΙΑ
[Ολοσέλιδη εικόνα στη σελίδα 66]
[Εικόνες στη σελίδα 69]
Το Ξενοδοχείο Κοντινένταλ της Βιέννης, όπου ο Κ. Τ. Ρώσσελ προσπάθησε να μιλήσει στις 22 Μαρτίου 1911
[Ευχαριστίες]
From the Pictorial Archive of the Austrian National Library
[Εικόνες στη σελίδα 74]
Ο Σίμον Ρίντλερ, αριστερά, και ο Φραντς Γκάνστερ πρωτοάκουσαν για την αλήθεια το 1921
[Εικόνες στη σελίδα 79]
Ο Ι. Φ. Ρόδερφορντ μίλησε στο Καταρίνενχαλε της Βιέννης το 1922
[Ευχαριστίες]
From the Pictorial Archive of the Austrian National Library
[Εικόνες στη σελίδα 81]
Πρόγραμμα της πρώτης συνέλευσης των Σπουδαστών της Γραφής που έγινε στη Βιέννη το 1924. Η επόμενη συνέλευση αποτέλεσε σημείο στροφής για τον Γιοχάνες Σίντλερ
[Εικόνα στη σελίδα 83]
Η οικογένεια Χέιντε το 1924, από τους πρώτους Μάρτυρες στην Αυστρία
[Εικόνα στη σελίδα 87]
Ο Έμιλ Βέτσελ είχε την επίβλεψη του έργου στην Αυστρία από το 1922 ως το 1926
[Εικόνα στη σελίδα 95]
Ο Λέοπολντ Ένγκλαϊτνερ, φυλακίστησε το 1934 επειδή κήρυττε
[Εικόνα στη σελίδα 99]
Ο Άουγκουστ Κραφτ, συνελήφθηκε από τους Ναζί στις 25 Μαΐου 1939. Τελικό σχόλιο του αρχείου της Γκεστάπο σχετικά με τον Κραφτ
[Ευχαριστίες]
DÖW, Vienna, Austria
[Εικόνες στη σελίδα 108]
Η Τερέζε Σράιμπερ, αριστερά, πολυγραφούσε έντυπα και η Χάνσι Χρον (Μπούχνερ) ήταν αγγελιαφόρος. Και οι δυο συνελήφθηκαν
[Εικόνα στη σελίδα 109]
Τα έγγραφα της Γκεστάπο αποκαλύπτουν εκτεταμένη γνώση σχετικά με το δίκτυο της πολυγράφησης που λειτουργούσε κάτω από την επιφάνεια
[Ευχαριστίες]
DÖW, Vienna, Austria
[Εικόνες στη σελίδα 115]
Ο Άλοϊς Μόζερ, αριστερά, ήταν σε εφτά φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης· ο Γιόχαν Ράινερ αρνήθηκε να δώσει στρατιωτικό όρκο· ο Φραντς Βόλφαρτ διακράτησε την ακεραιότητά του παρά το γεγονός ότι ο πατέρας του και ο αδελφός του εκτελέστηκαν
[Εικόνες στη σελίδα 117]
Η είσοδος του στρατόπεδου συγκέντρωσης στο Γκούζεν. Μάρτυρες που επέζησαν από το Μάουτχαουζεν/Γκούζεν, το 1945
[Ευχαριστίες]
DÖW, Vienna, Austria
[Εικόνες στη σελίδα 120]
Ο Γιόζεφ Βεγκσάιντερ, αριστερά, και ο Γιόχαν Πίχλερ τουφεκίστηκαν στις 26 Σεπτεμβρίου 1939 κοντά στο Ζάλτσμπουργκ
[Εικόνες στη σελίδα 124]
Η Χερμίνε Όμπβεγκερ, αριστερά, που την πήραν από τους γονείς της στην ηλικία των 11 χρόνων. Η Αουγκούστε Χίρσμαν (τώρα Μπέντερ) έλαβε θέση μπροστά στη Γκεστάπο στην ηλικία των 17 χρόνων
[Εικόνες στη σελίδα 126]
Ο Πέτερ Γκέλες συνελήφθηκε στις 12 Ιουνίου 1940. Καταδικάστηκε σ’ αυτό το δικαστήριο και φυλακίστηκε σ’ αυτή τη σειρά κελιών
[Εικόνα στη σελίδα 137]
Ο Φραντς Μαλίνα, φυλακίστηκε για πέντε χρόνια σε στρατόπεδα εργασίας στη Σιβηρία
[Εικόνα στη σελίδα 140]
Ο Λόουελ Λ. Τέρνερ, επίσκοπος τμήματος από το 1965 ως το 1975, και η σύζυγός του, Μάργκο
[Εικόνα στη σελίδα 141]
Το γραφείο τμήματος και ο Οίκος Μπέθελ το 1957
[Εικόνα στη σελίδα 142]
Το τμήμα όπως επεκτάθηκε το 1987