Παπούα-Νέα Γουινέα
ΣΤΗΝ αρχαιότητα—σε διάστημα πολλών ετών—διάφοροι πληθυσμοί μετανάστευσαν κατά κύματα προς το νότο της Ασίας, αναζητώντας νέα πατρίδα. Στο ανατολικό άκρο του Μαλαϊκού Αρχιπελάγους, βρήκαν στο δρόμο τους τη Νέα Γουινέα, ένα απόκρημνο τροπικό νησί—το δεύτερο σε μέγεθος στον κόσμο.a Εξερεύνησαν τα αποπνικτικά από την υγρασία παράλια και εγκαταστάθηκαν στα τεράστια έλη, στις πυκνές ζούγκλες και στα διάσπαρτα νησιά που βρίσκονταν μακρύτερα. Ορισμένοι ανέβηκαν στην ορεινή ραχοκοκαλιά του νησιού και κατοίκησαν σε υψίπεδα με εύκρατο κλίμα, προικισμένα με ευρύχωρες κοιλάδες και εύφορα εδάφη.
Οι κάτοικοι δεν συνιστούσαν μια ενιαία εθνότητα, αλλά ανήκαν σε χίλιες και πλέον μικρές, αλληλοσπαρασσόμενες φυλές. Είχαν ποικίλα έθιμα, φορούσαν ιδιαίτερες ενδυμασίες και μιλούσαν πάνω από 800 γλώσσες. Οι περισσότερες ομάδες ζούσαν σε θύλακες τους οποίους υπερασπίζονταν με πάθος, μη γνωρίζοντας τίποτα για τον έξω κόσμο. Πολλοί πίστευαν ότι πέρα από τον ορίζοντα υπήρχε ένα βασίλειο δαιμόνων και νεκρών προγόνων που τους επηρέαζε είτε προς το κακό είτε προς το καλό. Επίκεντρο της ζωής τους ήταν ο εξευμενισμός αυτών των πνευμάτων.
Οι κάτοικοι διέφεραν επίσης στην όψη—εκτός από ένα χαρακτηριστικό που ήταν πολύ κοινό. Παρατηρώντας αυτό το χαρακτηριστικό, ο Ζορζ ντε Μενέσες, ένας Πορτογάλος αξιωματούχος που επισκέφτηκε την περιοχή το 1526, ονόμασε το νησί Ίλιας ντος Παπούας, δηλαδή «Γη των Ανθρώπων με τα Φουντωτά Μαλλιά». Ο Ισπανός θαλασσοπόρος Ίνιγκο Ορτίζ δε Ρέτες, θεώρησε ότι αυτοί οι νησιώτες έμοιαζαν με τους κατοίκους της Γουινέας, στη Δυτική Αφρική, και έτσι έδωσε στο νησί την ονομασία Νουέβα Γκινέα—Νέα Γουινέα.
Το 19ο αιώνα, ευρωπαϊκές δυνάμεις χώρισαν το νησί σε τρία τμήματα. Οι Ολλανδοί, που ήρθαν πρώτοι, διεκδίκησαν το δυτικό ήμισυ του νησιού, το οποίο ανήκει σήμερα στην Ινδονησία. Οι Βρετανοί και οι Γερμανοί χώρισαν το ανατολικό ήμισυ στη Βρετανική Νέα Γουινέα, στο νότο (τη μετέπειτα Παπούα), και στη Γερμανική Νέα Γουινέα, στο βορρά (τη μετέπειτα Νέα Γουινέα). Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και οι δύο αυτές κτήσεις περιήλθαν υπό τον έλεγχο της Αυστραλίας. Τελικά, το 1975, η Παπούα και η Νέα Γουινέα σχημάτισαν από κοινού το ανεξάρτητο κράτος της Παπούας-Νέας Γουινέας.b
Στην εποχή μας, η Παπούα-Νέα Γουινέα προσπαθεί ακόμη να ενσωματωθεί στο σημερινό κόσμο. Μερικοί κάτοικοί της ζουν σε μοντέρνες πόλεις που προσφέρουν σύγχρονες ανέσεις. Εντούτοις, 4 στους 5 ζουν σε μικρά χωριά της υπαίθρου, όπου η ζωή έχει αλλάξει ελάχιστα τους τελευταίους αιώνες, χωριά στα οποία αυτός που έχει γουρούνια θεωρείται πλούσιος, το νυφικό τίμημα είναι κάτι συνηθισμένο, ο πνευματισμός βρίσκεται παντού και η αφοσίωση στη φυλετική ομάδα μπαίνει πάνω από όλα.
Ωστόσο, στις πρόσφατες δεκαετίες, αυτή η χώρα των αντιθέσεων έχει γνωρίσει μια πιο σημαντική μεταμόρφωση η οποία επηρεάζει ειλικρινή άτομα όλων των εθνοτήτων και βελτιώνει τη ζωή τους με αναρίθμητους τρόπους. Πρόκειται για μια πνευματική μεταμόρφωση που προκύπτει από τη μελέτη και την εφαρμογή των αληθειών του Λόγου του Θεού, της Αγίας Γραφής.—Ρωμ. 12:2.
ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΚΗΡΥΚΕΣ ΤΩΝ ΚΑΛΩΝ ΝΕΩΝ
Η Γραφική αλήθεια έφτασε στην Παπούα-Νέα Γουινέα το 1932, όταν ένας Βρετανός σκαπανέας ονόματι Πεκ έμεινε για λίγο εκεί, καθ’ οδόν προς τη Μαλάγια (τη σημερινή Μαλαισία). Ο Πεκ, που δεν άφηνε ευκαιρία να πάει χαμένη, κήρυξε επί αρκετές εβδομάδες στους ντόπιους. Προτού συνεχίσει για το διορισμό του, είχε διαθέσει εκατοντάδες Γραφικά έντυπα.
Ύστερα από τρία χρόνια, εφτά σκαπανείς που επέβαιναν στο μηχανοκίνητο ιστιοφόρο Φωτοδότης έδεσαν στο Πορτ Μόρεσμπι για να επισκευάσουν τον κινητήρα του σκάφους. Τον έναν μήνα που έμειναν εκεί, κήρυξαν με ζήλο σε όλο το Πορτ Μόρεσμπι και στα περίχωρά του. Ανάμεσά τους ήταν ο Φρανκ Ντιούαρ, ένας σκληραγωγημένος Νεοζηλανδός, ο οποίος κατευθύνθηκε με τα πόδια προς την ενδοχώρα, έχοντας μαζί του πολλά βιβλία, και διέθεσε Γραφικά έντυπα σε ανθρώπους που ζούσαν μέχρι και 50 χιλιόμετρα από την ακτή.
Κάποια από αυτά τα έντυπα έπεσαν στα χέρια του Χένι Χένι Νιόκι, ενός μάγου-γιατρού από τη φυλή Κοϊάρι. Στη συνέχεια, οι Γραφικές αλήθειες που έμαθε παρέμειναν ανενεργές στην καρδιά του, ωσότου οι Μάρτυρες του Ιεχωβά επέστρεψαν και πότισαν αυτό που είχε φυτευτεί.—1 Κορ. 3:6.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, ένας άλλος σκαπανέας έκανε μια εκτεταμένη περιοδεία κηρύγματος, στα πλαίσια της οποίας κάλυψε τις μεγαλύτερες πόλεις της Παπούας-Νέας Γουινέας, καθώς και τα νησιά Νέα Βρετανία, Νέα Ιρλανδία και Μπουγκενβίλ. Διέθεσε πολλά Γραφικά έντυπα, αλλά προτού προλάβουν άλλοι να συνεχίσουν το έργο του, η περιοχή βρέθηκε στη δίνη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
ΚΗΡΥΓΜΑ ΣΤΟ «ΜΕΓΑΛΟ ΧΩΡΙΟ»
Έπειτα από 12 χρόνια, στις 22 Σεπτεμβρίου 1951, ένας ψηλός Αυστραλός έφτασε στο Πορτ Μόρεσμπι και ένιωσε να τον πνίγει η κουφόβραση με το που βγήκε από το αεροπλάνο. Ο Τομ Κίτο—ένας 47χρονος Μάρτυρας—είχε ανταποκριθεί σε μια έκκληση για εθελοντές πρόθυμους να ξεκινήσουν το έργο της Βασιλείας στα νησιά του Ειρηνικού. Η σύζυγός του, η Ροουένα, ήρθε και αυτή ύστερα από έξι εβδομάδες. Τομέας τους ήταν όλη η Παπούα-Νέα Γουινέα.
Το ζεύγος Κίτο διαπίστωσε γρήγορα ότι οι περισσότεροι λευκοί στο Πορτ Μόρεσμπι δεν ενδιαφέρονταν για το άγγελμα της Βασιλείας. Αλλά μετά γνώρισαν τον Τζεφ Μπάκνελ, επίσης Αυστραλό, ο οποίος είχε απομακρυνθεί από την αλήθεια όταν ήταν νέος. Ο Τζεφ δέχτηκε να κάνει μελέτη και αργότερα έγινε πιστός Μάρτυρας. Το ίδιο συνέβη με τη σύζυγό του, την Αϊρίν.
Στη συνέχεια, ο Τομ και η Ροουένα πήγαν στο Χανουαμπάντα, όνομα που σημαίνει «Μεγάλο Χωριό» στη μότου, την τοπική γλώσσα. Αυτό το χωριό, που απλωνόταν πάνω από το λιμάνι του Πορτ Μόρεσμπι, αποτελούνταν από εκατοντάδες σπίτια στηριγμένα σε πασσάλους, τα οποία συνδέονταν μεταξύ τους με μακριούς ξύλινους διαδρόμους που ξεκινούσαν από την παραλία. «Ο κόσμος μαζευόταν γύρω μας για να ακούσει τα καλά νέα», γράφει η Ροουένα. «Υπήρχε τόσο ενδιαφέρον ώστε ξαναπηγαίναμε κάθε βράδυ για να διεξάγουμε Γραφικές μελέτες, με εξαίρεση μόνο δύο βράδια μέσα σε δύο μήνες». Ο Τομ προσθέτει: «Η ελπίδα της ανάστασης και της ζωής στην παραδεισένια γη συγκινούσε πολύ αυτούς τους ανθρώπους. Όταν κάποιοι ιεραπόστολοι του Χριστιανικού κόσμου και ένας τοπικός αστυνομικός τούς πίεσαν να πάψουν να μελετούν, όλοι τους παρέμειναν σταθεροί. Η αλήθεια είχε ριζώσει βαθιά στην καρδιά τους».
Μεταξύ αυτών που τάχθηκαν υπέρ της αλήθειας ήταν ο Ράχο και η Κόνιο Ρακατάνι, ο Όντα Σιόνι, η Γκέουα Νιόκι, καθώς και ο σύζυγός της, ο Χένι Χένι, ο οποίος είχε πάρει έντυπα από το πλήρωμα του Φωτοδότη 16 χρόνια νωρίτερα. Σύντομα, ένας όμιλος περίπου 30 ενδιαφερομένων συναθροιζόταν τακτικά στο σπίτι του Χένι Χένι. «Οι άντρες κάθονταν χωριστά από τις γυναίκες στο δωμάτιο», αφηγείται ο Όντα Σιόνι, μικρό παιδί τότε. «Οι γυναίκες φορούσαν χορταρένιες φούστες, ήταν γυμνές από τη μέση και πάνω και μετέφεραν τα μωρά τους σε πολύχρωμους σχοινένιους σάκους που κρεμούσαν από τα δοκάρια του δωματίου. Αφού τα θήλαζαν, τα έβαζαν στους σάκους και τα κουνούσαν απαλά για να κοιμηθούν».
Ο Τομ Κίτο διεξήγε εκείνες τις συναθροίσεις μέσω διερμηνέα. Εννοείται ότι τα πράγματα δεν εξελίσσονταν πάντοτε ομαλά. «Σε κάποια συνάθροιση, ο αδελφός του Χένι Χένι, ο Μπάντου Χένι, έκανε τη διερμηνεία», αναφέρει ο Ντον Φίλντερ, ο οποίος πήγε εκεί το 1953. «Στην αρχή όλα φαίνονταν φυσιολογικά—ο Μπάντου μετέφραζε ό,τι έλεγε ο Τομ, κάνοντας μάλιστα τις ίδιες χειρονομίες. Αργότερα, όμως, ο Μπάντου ομολόγησε ότι δεν καταλάβαινε λέξη. Απλώς επαναλάμβανε όσες αλήθειες ήξερε και έκανε τις ίδιες χειρονομίες με τον Τομ για να δίνει την εντύπωση ότι η ομιλία προχωρούσε καλά». Παρ’ όλες τις δυσκολίες, ο όμιλος αυξήθηκε γοργά, και σε λίγο σχηματίστηκε και δεύτερος στο σπίτι του Ράχο Ρακατάνι, επίσης στο χωριό Χανουαμπάντα.
“ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΔΙΔΑΞΕΤΕ ΤΟ ΛΑΟ ΜΟΥ”
Στις αρχές του 1952, ο Μπομπόγκι Ναϊόρι, ένας Κοϊάρι φύλαρχος και ευυπόληπτος μάγος-γιατρός, επισκέφτηκε τον Χένι Χένι—ο οποίος ήταν ουάντοκ του, δηλαδή ανήκε στην ίδια φυλή με αυτόν—και παρακολούθησε μια συνάθροιση στο σπίτι του. Ο Μπομπόγκι εντυπωσιάστηκε από όσα είδε και άκουσε, γι’ αυτό πλησίασε τον Τομ Κίτο και του είπε: «Σας παρακαλώ, ελάτε να διδάξετε την αλήθεια στο λαό μου!»
Λίγο αργότερα, ο Τομ και η Ροουένα διέσχιζαν με το παλιό τους φορτηγάκι βαλτώδεις χωματόδρομους προκειμένου να φτάσουν στο σπίτι του Μπομπόγκι στο Χάιμα, ένα χωριουδάκι περίπου 25 χιλιόμετρα βόρεια του Πορτ Μόρεσμπι. Ο Τομ έδωσε μαρτυρία στους χωρικούς που είχαν συγκεντρωθεί, ενώ ο Μπομπόγκι έκανε τη διερμηνεία. Ως αποτέλεσμα, άρχισαν να διεξάγονται γύρω στις 30 Γραφικές μελέτες.
Τον ίδιο μήνα, ο όμιλος στο Χάιμα κατασκεύασε μια μικρή αίθουσα για τις συναθροίσεις. «Η αίθουσα είχε απλό ξύλινο σκελετό, αχυροσκεπή, και τοίχους από πλεγμένο μπαμπού που έφταναν στο ύψος της μέσης», αφηγείται η Έλζι Χόρσμπουργκ, η οποία αργότερα συναθροιζόταν εκεί. «Η εσωτερική διακόσμηση ήταν όλη και όλη μερικά ξύλινα καθίσματα, μια λάμπα πετρελαίου και ένας μικρός μαυροπίνακας». Αυτή η λιτή κατασκευή αποτέλεσε την πρώτη Αίθουσα Βασιλείας στην Παπούα-Νέα Γουινέα.
Μετά, ο Μπομπόγκι θέλησε να ακούσουν τα καλά νέα και οι ουάντοκ του στα γύρω βουνά. Έτσι λοιπόν, μαζί με τον Τομ πήραν τον απότομο ορεινό δρόμο για το οροπέδιο Σογκέρι. Σε λίγο καιρό, μελετούσαν με 90 και πλέον άτομα σε τρία χωριά της περιοχής.
Αυτή η δραστηριότητα δεν πέρασε απαρατήρητη από τις αρχές. Στο Ιοαντάμπου, ένας κυβερνητικός αξιωματούχος εισέβαλε στο χώρο της συνάθροισης και απαίτησε να μάθει ποιος είχε δώσει στους Μάρτυρες του Ιεχωβά την άδεια να διδάσκουν τους ντόπιους χωρικούς. Η αστυνομία ανέκρινε επίσης αρκετούς ενδιαφερομένους σχετικά με το έργο μας. Ορισμένοι πάστορες στα χωριά, καθώς και ιδιοκτήτες φυτειών, απείλησαν μάλιστα τους αδελφούς ότι θα χρησιμοποιούσαν βία.
Λόγω αυτών των πιέσεων, μερικοί ενδιαφερόμενοι έκαναν πίσω. Ωστόσο, ένας πυρήνας παρέμεινε σταθερός. Το 1954, έλαβε χώρα το πρώτο βάφτισμα στην Παπούα-Νέα Γουινέα, και 13 άτομα που έκαναν Γραφική μελέτη βαφτίστηκαν στον ποταμό Λαλόκι στο Χάιμα. Ανάμεσά τους ήταν και ο Μπομπόγκι, ο οποίος δήλωσε: «Ακόμη και αν κάνουν πίσω όλοι οι Κοϊάρι, εγώ δεν πρόκειται να κάνω πίσω γιατί ξέρω ότι αυτή είναι η αλήθεια». Ο Μπομπόγκι κράτησε την υπόσχεσή του. Παρέμεινε ακέραιος και υπηρέτησε πιστά ως πρεσβύτερος στην εκκλησία του Χάιμα μέχρι το θάνατό του το 1974.
ΑΞΕΧΑΣΤΕΣ ΣΥΝΑΞΕΙΣ
Τον Ιούλιο του 1955, ο Τζον Κάτφορθ, Καναδός ιεραπόστολος που υπηρετούσε στην Αυστραλία, ήρθε στο Πορτ Μόρεσμπι ως ο πρώτος επίσκοπος περιοχής. Ο Τζον αγάπησε αμέσως αυτή την τροπική χώρα, τον τρόπο ζωής και τους απλούς κατοίκους της. Πού να ήξερε ότι θα υπηρετούσε στην Παπούα-Νέα Γουινέα επί 35 και πλέον χρόνια!
Ο Τζον έφερε μαζί του την ταινία Η Κοινωνία του Νέου Κόσμου εν Δράσει, ένα ντοκιμαντέρ με θέμα το οργανωτικό έργο και τις συνελεύσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Στις τρεις εβδομάδες της επίσκεψής του, την πρόβαλε 14 φορές σε ακροατήρια που κυμαίνονταν από μερικές εκατοντάδες ως σχεδόν 2.000 άτομα. Οι ντόπιοι, πολλοί από τους οποίους δεν είχαν ξαναδεί ταινία, εντυπωσιάστηκαν πολύ.
Η επίσκεψη του Τζον αποκορυφώθηκε με μια μονοήμερη συνέλευση περιοχής στο Χάιμα. «Όταν ζητήθηκε από τους υποψηφίους για βάφτισμα να σηκωθούν, . . . στάθηκαν όρθια 70 άτομα!» αφηγείται ο Τομ Κίτο. «Οι καρδιές μας κυριολεκτικά σκίρτησαν από ευγνωμοσύνη καθώς είδαμε σαράντα αδελφούς και τριάντα αδελφές να σχηματίζουν ουρά δίπλα στο ποτάμι, μέσα στη ζούγκλα, έτοιμοι να συμβολίσουν την αφιέρωσή τους στον Ιεχωβά».
Το επόμενο έτος, οι αδελφοί κανόνισαν να διεξαχθεί μια δεύτερη συνέλευση περιοχής στο Χάιμα. Ο Μπομπόγκι, ο αρχηγός του χωριού, είχε αναλάβει να κάνει τις απαραίτητες κατασκευές και να έχει έτοιμο φαγητό για όσους θα παρευρίσκονταν. Τρεις ημέρες πριν από τη συνέλευση, ο Τζον (Τεντ) Σέγουελ, ο καινούριος επίσκοπος περιοχής από την Αυστραλία, πήγε στον Μπομπόγκι για να μιλήσουν σχετικά με τις προετοιμασίες.
«Τι έχεις φτιάξει ως τώρα;» ρώτησε ο Τεντ, μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα.
«Τίποτα ακόμη», απάντησε ο Μπομπόγκι.
«Μα έχει πάει Πέμπτη, Μπομπόγκι, και η συνέλευση είναι την Κυριακή!» είπε έκπληκτος ο Τεντ.
«Μην ανησυχείς, αδελφέ», απάντησε εκείνος. «Θα τα ετοιμάσουμε όλα το Σάββατο».
Ο Τεντ έμεινε άναυδος και επέστρεψε στο Πορτ Μόρεσμπι πεπεισμένος ότι από οργανωτική άποψη η συνέλευση θα αποτύχαινε παταγωδώς.
Εκείνη την Κυριακή πήγε με το αυτοκίνητο στο Χάιμα, αγωνιώντας για το τι είχε γίνει. Τα πάντα είχαν μεταμορφωθεί! Κάτω από ένα τεράστιο δέντρο, υπήρχε μια γερή ξύλινη εξέδρα, και μπροστά της βρισκόταν μια μεγάλη έκταση καθαρισμένου εδάφους. Πιο πέρα υπήρχαν λάκκοι με καυτές πέτρες στους οποίους ψήνονταν γουρούνια, ουόλαμπι, ελάφια, περιστέρια, ψάρια και διαφόρων ειδών γλυκοπατάτες. Νερό έβραζε σε τσαγιέρες πάνω από τη φωτιά. Χαρούμενες παρέες στέκονταν μπροστά σε μια αυτοσχέδια καφετέρια. Και στη μέση της ομήγυρης, στεκόταν εντελώς ατάραχος ο Μπομπόγκι. Ο Τεντ τα έχασε!
«Μπομπόγκι, πού τα έμαθες όλα αυτά;» ρώτησε με απορία.
«Ε, να, από εκείνη την ταινία που μας έδειξε πέρσι ο Τζον Κάτφορθ», απάντησε αυτός.
Τετρακόσια και πλέον άτομα από οχτώ εθνότητες παρευρέθηκαν σε εκείνη τη συνέλευση, και 73 βαφτίστηκαν. Έμεινε στην ιστορία ως η συνέλευση του Μπομπόγκι.
ΚΗΡΥΓΜΑ ΜΕ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ
Το 1957, ο Τζον Κάτφορθ εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Παπούα-Νέα Γουινέα και ανέλαβε το έργο περιοδεύοντα επισκόπου. Μετά την πρώτη του επίσκεψη, τον είχε απασχολήσει έντονα ποια θα μπορούσε να είναι η καλύτερη μέθοδος κηρύγματος για τους ντόπιους, καθώς οι περισσότεροι ήταν αναλφάβητοι. Τώρα πλέον μπορούσε να εφαρμόσει τις ιδέες του.
Όταν ο Τζον επισκεπτόταν μια εκκλησία ή κάποιον απομονωμένο όμιλο, το πρώτο που έκανε ήταν να γράψει το όνομά του και το όνομα του διερμηνέα του σε έναν μαυροπίνακα. Μετά, δείχνοντας προς τον ουρανό, ρωτούσε το ακροατήριο: «Θεός, τι όνομα;» Έγραφε ψηλά στον πίνακα την απάντησή τους, «Ιεχωβά», καθώς και το εδάφιο «Ψαλμός 83:18». Έπειτα έγραφε από κάτω, στην αριστερή πλευρά, την επικεφαλίδα «Παλιός Κόσμος», σχεδίαζε σκιτσάκια που έδειχναν δύο ανθρώπους να μαλώνουν, κάποιον να κλαίει και έναν τάφο, ενώ στο τέλος έγραφε το εδάφιο «Ρωμαίους 5:12». Στη δεξιά πλευρά, έγραφε την επικεφαλίδα «Νέος Κόσμος», σχεδίαζε δύο ανθρώπους που έδιναν τα χέρια, ένα χαμογελαστό πρόσωπο και έναν διαγραμμένο τάφο, ενώ στο τέλος έγραφε το εδάφιο «Αποκάλυψη 21:4». Στη συνέχεια, εκφωνούσε μια ζωηρή ομιλία στην οποία εξηγούσε τα σχέδια. Κατόπιν, καλούσε κάποιους από το ακροατήριο να έρθουν μπροστά και να επαναλάβουν την παρουσίασή του. Όταν μπορούσαν να τη λένε με ευχέρεια, τους ζητούσε να αντιγράψουν τις ζωγραφιές σε ένα φύλλο χαρτί και να το χρησιμοποιούν στο κήρυγμά τους.
Η «Ομιλία με Ζωγραφιές Αρ. Ένα», όπως ονομάστηκε, έπαιξε καταλυτικό ρόλο όσον αφορά το κήρυγμα στην Παπούα-Νέα Γουινέα. Σύντομα ακολούθησαν και άλλες ομιλίες με ζωγραφιές. «Δαπανήσαμε αμέτρητες ώρες αντιγράφοντας σε σχολικά τετράδια αυτές τις ομιλίες που είχαν τη μορφή οπτικών αναπαραστάσεων. Κάθε σπουδαστής της Γραφής λάβαινε ένα αντίτυπο, το οποίο χρησιμοποιούσε για να κηρύττει σε άλλους», λέει η Λίνα Ντέιβισον, η οποία υπηρέτησε στη χώρα 47 χρόνια. Τα παιδιά έφτιαχναν τα δικά τους βιβλία με ζωγραφιές και τις χρωμάτιζαν με πολύ καμάρι.
Αυτή η μέθοδος διδασκαλίας προσαρμόστηκε ώστε να εφαρμόζεται και στις συναθροίσεις. «Τα σχέδια στο μαυροπίνακα χρησιμοποιούνταν πολύ στη Δημόσια Συνάθροιση και στη Μελέτη Σκοπιάς, και αποτελούσαν μεγάλο βοήθημα για όσους δεν ήξεραν να διαβάζουν», εξηγεί η Τζόις Γουίλις, Καναδή σκαπάνισσα που έζησε πάνω από 40 χρόνια στην Παπούα-Νέα Γουινέα. Ομιλίες με ζωγραφιές σε καμβά χρησιμοποιούνταν επίσης ως διδακτικά βοηθήματα στις συνελεύσεις. «Αυτές οι μεγάλες εικόνες άρεσαν πολύ και αποτύπωναν στη διάνοια του ακροατηρίου βασικά σημεία διδασκαλίας», λέει ο Μάικ Φίσερ, ο οποίος υπηρέτησε στο έργο περιοχής εκεί. «Πολλές τέτοιες ζωγραφιές κατέληγαν στα σπίτια απομονωμένων ευαγγελιζόμενων οι οποίοι τις χρησιμοποιούσαν με καμάρι για να δίνουν μαρτυρία στους επισκέπτες τους».
Ύστερα από δεκαετίες, όταν περισσότερα άτομα έμαθαν να διαβάζουν και να γράφουν, και τα εικονογραφημένα έντυπα έγιναν διαθέσιμα σε όλους, οι ομιλίες με ζωγραφιές σταμάτησαν.
Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΔΙΕΥΡΥΝΕΤΑΙ
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, αρκετοί ζηλωτές Αυστραλοί μετακόμιζαν με σταθερούς ρυθμούς στην Παπούα-Νέα Γουινέα, πρόθυμοι να κηρύξουν τα καλά νέα. Εκτός αυτού, πολλοί ντόπιοι οι οποίοι είχαν μάθει την αλήθεια στο Πορτ Μόρεσμπι επέστρεφαν στα χωριά τους με το άγγελμα της Βασιλείας. Ως αποτέλεσμα, τα καλά νέα διαδόθηκαν ταχύτατα σε όλη τη χώρα.
Το 1957, ο Ντέιβιντ Γουόκερ, ένας 26χρονος Αυστραλός αδελφός που ζούσε στο Πορτ Μόρεσμπι, άκουσε ότι κάποια άτομα στο γειτονικό χωριό Μάνου Μάνου και στην επαρχία Γκαμπάντι ενδιαφέρονταν για την αλήθεια. Ο Ντέιβιντ παραιτήθηκε από την εργασία του, έγινε ειδικός σκαπανέας και κήρυττε ολομόναχος σε εκείνη την περιοχή επί έναν χρόνο. Αργότερα, πήραν άλλοι τη σκυτάλη, και τώρα το Μάνου Μάνου έχει εκκλησία και Αίθουσα Βασιλείας.
Στο μεταξύ, ενόσω ο Ντον Φίλντερ κήρυττε στην αγορά Κόκι στο Πορτ Μόρεσμπι, γνώρισε αρκετούς ψαράδες που έδειξαν ενδιαφέρον για την αλήθεια. Οι άνθρωποι αυτοί κατάγονταν από τη Χούλα, ένα παράκτιο χωριό περίπου 100 χιλιόμετρα προς τα ανατολικά. Για να βοηθήσουν τους ίδιους και τις οικογένειές τους ακόμη περισσότερο, ο Ντον μαζί με τον Άθελ (Νταπ) Ρόμπσον και μερικούς από αυτούς τους ενδιαφερομένους έβαλαν πλώρη για τη Χούλα με το καινούριο κανό του Ντον, μήκους 8 μέτρων, το οποίο διέθετε διπλό κύτος. Έμειναν στη Χούλα τρεις ημέρες και σχημάτισαν έναν μικρό όμιλο μελέτης.
Σε λίγο καιρό, ο Ντον μετακόμισε στη Χούλα ως ειδικός σκαπανέας, μαζί με τη σύζυγό του, τη Σίρλεϊ, και τη δίχρονη κόρη τους, την Ντέμπι. «Φτιάξαμε μια μικρή καλύβα και αρχίσαμε να κηρύττουμε στα πέντε χωριά της περιοχής», αφηγείται ο Ντον. «Αυτό σήμαινε ότι κάθε μέρα έπρεπε να κάνουμε με τα πόδια έναν κύκλο περίπου 12 χιλιομέτρων. Ήταν εξαντλητικό από σωματική άποψη, αλλά αναζωογονητικό από πνευματική, δεδομένου ότι ξεκινήσαμε πολλές Γραφικές μελέτες και σύντομα συνεργάζονταν μαζί μας οχτώ καινούριοι ευαγγελιζόμενοι».
Το κήρυγμα του Ντον και της Σίρλεϊ εξόργισε τον τοπικό ιερέα της Ενωμένης Εκκλησίας, ο οποίος έβαλε τον ιδιοκτήτη του οικοπέδου όπου είχαν στήσει την καλύβα τους να τους διώξει. «Όταν το έμαθαν αυτό οι κάτοικοι ενός κοντινού χωριού, θύμωσαν πολύ επειδή δεν ήθελαν να φύγουμε», λέει ο Ντον. «Περίπου 20 από αυτούς μας βοήθησαν να μεταφέρουμε ολόκληρη την καλύβα μας—έτσι όπως ήταν—σε άλλη έκταση που ανήκε στο χωριό τους».
Ο εξοργισμένος κληρικός δεν το έβαλε κάτω. Πίεσε παρασκηνιακά τις αρχές του Πορτ Μόρεσμπι να απαγορεύσουν στο ζεύγος Φίλντερ να τοποθετήσει την καλύβα του οπουδήποτε σε εκείνη την επαρχία. «Εμείς δεν φύγαμε από το διορισμό μας», λέει ο Ντον. «Απλώς ζητήσαμε από τον Αλφ Γκριν, που ήταν καλός ξυλουργός, να φτιάξει με ξύλα από την καλύβα μας ένα μικρό δωμάτιο πάνω στο κανό μας. Μετά, αγκυροβολήσαμε το κανό σε ένα μαγκρόβιο έλος, δίπλα στις εκβολές ενός κοντινού ποταμού. Εκεί, ανάμεσα σε σμήνη κουνουπιών και κροκοδείλους που παραμόνευαν, ζήσαμε επί δυόμισι χρόνια, κάνοντας παράλληλα σκαπανικό». Όταν γεννήθηκε η δεύτερη κόρη τους, η Βίκι, η οικογένεια Φίλντερ επέστρεψε στο Πορτ Μόρεσμπι. Αργότερα, συμμετείχαν στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου, και ο Ντον υπηρέτησε στην Επιτροπή του Τμήματος.
ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΑΚΟΥΝ ΤΑ ΚΑΛΑ ΝΕΑ
Περίπου τότε, στο Πορτ Μόρεσμπι, ο Λανς και η Δάφνη Γκόσον άρχισαν να μελετούν με αρκετούς νεαρούς από την Κέρεμα, ένα παράκτιο χωριό περίπου 225 χιλιόμετρα δυτικά του Πορτ Μόρεσμπι. Όταν εκείνοι πήγαν στο χωριό τους για διακοπές, ο Λανς αποφάσισε να τους επισκεφτεί μαζί με τον Τζιμ Τσάμπλις για δύο εβδομάδες ώστε να φέρουν τα καλά νέα στην Κέρεμα.
«Όλο το χωριό μαζεύτηκε για να μας ακούσει», γράφει ο Λανς. «Ενώ εμείς παρουσιάζαμε το άγγελμα, όρμησε προς το μέρος μας ο τοπικός ιερέας της Ιεραποστολικής Εταιρίας του Λονδίνου και επιτέθηκε στο διερμηνέα μας γρονθοκοπώντας τον, προτού προλάβουν να μπουν στη μέση οι χωρικοί. Ο ιερέας επέμενε ότι οι ντόπιοι δεν μας ήθελαν και μας διέταξε να φύγουμε από την περιοχή “του”. Εμείς απαντήσαμε ότι όποιοι ήθελαν να μας ακούσουν μπορούσαν να έρθουν μαζί μας στην άλλη πλευρά του χωριού, ενώ οι υπόλοιποι να μείνουν μαζί του. Μας ακολούθησε όλο το χωριό.
»Την επομένη, ξεκινήσαμε να πάμε στον έπαρχο για να καταγγείλουμε το συμβάν. Καθ’ οδόν, συναντήσαμε μια πολύ άρρωστη γυναίκα. Προσφερθήκαμε να τη μεταφέρουμε στο τοπικό νοσοκομείο, αλλά εκείνη φοβόταν να πάει. Μόνο ύστερα από πολλές προσπάθειες την πείσαμε τελικά να έρθει μαζί μας. Αφού την αφήσαμε με το γιατρό του νοσοκομείου, πήγαμε να βρούμε τον έπαρχο, ο οποίος δυσανασχέτησε εμφανώς με την επίσκεψή μας. Μάλιστα, μας κατηγόρησε θυμωμένος ότι διδάσκαμε τους ανθρώπους να μη δέχονται ιατρική βοήθεια! Εκείνη τη στιγμή, όμως, μπήκε μέσα ο γιατρός του νοσοκομείου και άκουσε αυτή την κατηγορία. Είπε στον έπαρχο ότι μόλις είχαμε πείσει μια άρρωστη γυναίκα να πάει στο νοσοκομείο για περίθαλψη. Προς τιμήν του, ο έπαρχος ζήτησε αμέσως συγνώμη. Μας είπε ότι προηγουμένως τον είχε επισκεφτεί ο τοπικός Καθολικός ιερέας, ο οποίος είχε πει ψέματα για το τι πιστεύουμε. Στη συνέχεια, ο έπαρχος ανέθεσε σε δύο ένοπλους αστυνομικούς να μας προστατεύουν ώστε να μην έχουμε άλλες φασαρίες. Μας φαινόταν πολύ περίεργο που στις Γραφικές μας μελέτες ήταν παρόντες και δύο αστυνομικοί με τουφέκια!»
Λίγο αργότερα, δύο νεαροί Αυστραλοί, ο Τζιμ Σμιθ και ο Λάιονελ Ντινγκλ, διορίστηκαν στην Κέρεμα ως ειδικοί σκαπανείς. Άρχισαν αμέσως να μαθαίνουν την ταρούμα, την τοπική γλώσσα. «Λέγαμε κάθε λέξη στη μότου, και οι σπουδαστές μας μάς έλεγαν την αντίστοιχη λέξη στην ταρούμα, την οποία και γράφαμε», εξηγεί ο Τζιμ. «Έτσι καταφέραμε να μάθουμε μερικές λέξεις και να αποστηθίσουμε μια απλή Γραφική παρουσίαση. Οι ντόπιοι έμεναν έκπληκτοι όταν μας άκουγαν να μιλάμε τη γλώσσα τους, επειδή δεν την ήξερε κανένας άλλος λευκός σε εκείνη την επαρχία. Έπειτα από τρεις μήνες, διεξήγαμε στην ταρούμα εβδομαδιαίες συναθροίσεις και στις δύο πλευρές του Κόλπου Κέρεμα».
Μεταγενέστερα, ο Γκλεν Φίνλεϊ, ένας άλλος νεαρός Αυστραλός σκαπανέας, αντικατέστησε τον Τζιμ και τον Λάιονελ και κήρυττε μόνος του στην Κέρεμα επί 18 μήνες. «Ήταν δύσκολη περίοδος για εμένα», λέει ο Γκλεν, «και μερικές φορές αμφέβαλλα αν το έργο μου είχε αποτέλεσμα. Άλλαξα, όμως, γνώμη, χάρη σε μια εμπειρία που με δίδαξε να είμαι ταπεινός.
»Έκανα Γραφική μελέτη με τον Χεβόκο, έναν ηλικιωμένο φούρναρη του χωριού. Ήταν εντελώς αναλφάβητος, και ύστερα από μήνες είχε καταφέρει να μάθει ελάχιστες βασικές αλήθειες. Αναρωτιόμουν αν άξιζε τον κόπο να μελετώ μαζί του. Ένα πρωί, όμως, καθώς πλησίαζα στο σπίτι του, άκουσα μια φωνή και κοντοστάθηκα. Ήταν ο Χεβόκο που προσευχόταν μεγαλόφωνα στον Ιεχωβά, ευχαριστώντας Τον θερμά για το ότι τον δίδασκε την αλήθεια σχετικά με το όνομα και τη Βασιλεία Του. Η ειλικρινής προσευχή του μου υπενθύμισε ότι για τον Ιεχωβά έχει σημασία η καρδιά των ανθρώπων, όχι η αντίληψή τους. Γνωρίζει καλά όσους τον αγαπούν».—Ιωάν. 6:44.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΙ ΜΕ ΜΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ
Το 1960, δύο άλλοι Αυστραλοί ειδικοί σκαπανείς, ο Στίβεν Μπλάντι και ο Άλεν Χόσκινγκ, μετακόμισαν στο Σαβαϊβίρι, ένα χωριό γύρω στα 50 χιλιόμετρα ανατολικά της Κέρεμα. Αφού έμειναν τρεις μήνες σε σκηνή, εγκαταστάθηκαν σε ένα σπιτάκι που βρισκόταν μέσα σε μια φυτεία με κοκκοφοίνικες, στη μέση ενός τεράστιου έλους.
Το Σαβαϊβίρι ήταν φημισμένο προπύργιο μιας λατρείας εμπορευμάτων. Πώς ξεκίνησε αυτή η λατρεία; Στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ντόπιοι θαύμαζαν τον τεράστιο πλούτο, ή αλλιώς τα εμπορεύματα, που έφερναν μαζί τους οι ξένοι στρατιώτες. Μετά, ο πόλεμος τελείωσε, και οι στρατιώτες μάζεψαν τα πράγματά τους και έφυγαν. Ορισμένοι χωρικοί νόμισαν ότι, εφόσον τα εμπορεύματα είχαν έρθει πέρα από τον ορίζοντα—από τον κόσμο των πνευμάτων—πρέπει να τους τα έστελναν οι νεκροί πρόγονοί τους, αλλά τα έπαιρναν οι στρατιώτες. Για να κάνουν τα πνεύματα να αντιληφθούν τις ανάγκες τους, επιδίδονταν σε δήθεν στρατιωτικές ασκήσεις και έφτιαξαν γερές αποβάθρες ώστε να είναι έτοιμοι για τη λαμπρή ημέρα κατά την οποία θα έφταναν άφθονα καινούρια εμπορεύματα.
Προτού περάσει πολύς καιρός, ο Στίβεν και ο Άλεν έκαναν μελέτη με περίπου 250 οπαδούς αυτής της λατρείας, μεταξύ των οποίων ήταν ο αρχηγός τους και μερικοί από τους «δώδεκα αποστόλους» του. «Πολλοί από αυτούς γνώρισαν την αλήθεια», αφηγείται ο Στίβεν. «Μάλιστα, ο τοπικός αξιωματούχος που περιπολούσε στην περιοχή μάς είπε αργότερα ότι το κήρυγμά μας συνέβαλε αποφασιστικά στην εξάλειψη της λατρείας των εμπορευμάτων στο Σαβαϊβίρι».
ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΕΝΤΥΠΩΝ
Εκείνοι οι πρώτοι σκαπανείς αντιλήφθηκαν γρήγορα πόσο σημαντικό ήταν να μεταφραστούν Γραφικά έντυπα στις τοπικές γλώσσες. Αλλά πώς θα μπορούσαν να παράγουν έντυπα για 820 διαφορετικές γλωσσικές ομάδες;
Το 1954, ο Τομ Κίτο έκανε το πρώτο βήμα διευθετώντας να μεταφράσουν κάποιοι ντόπιοι αδελφοί ένα κεφάλαιο του βιβλίου «Έστω ο Θεός Αληθής»c στη μότου, την τοπική γλώσσα του Πορτ Μόρεσμπι. Περισσότερα από διακόσια αντίτυπα αυτού του πολυγραφημένου κεφαλαίου, με τον τίτλο «Η “Νέα Γη”», διανεμήθηκαν ως φυλλάδιο, προς μεγάλη χαρά πολλών ατόμων που μιλούσαν τη μότου.
Καθώς το έργο ξεκινούσε σε καινούριες περιοχές, οι σκαπανείς έκαναν μεγάλο αγώνα για να μεταφράσουν έντυπα και σε άλλες τοπικές γλώσσες. Ο Τζιμ Σμιθ αφηγείται: «Σημειώνοντας καινούριες λέξεις και εκφράσεις, συνέταξα με κόπο ένα λεξικό και μια γραμματική της ταρούμα, με βάση τα οποία μετέφραζα τα άρθρα μελέτης της Σκοπιάς. Πολλές φορές δακτυλογραφούσα μέχρι αργά τη νύχτα τα άρθρα και τα μοίραζα σε άτομα που παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις. Αργότερα, μετέφρασα στην ταρούμα ένα φυλλάδιο και ένα βιβλιάριο. Αυτά τα πρώτα έντυπα βοήθησαν πολλούς κατοίκους της Κέρεμα να γνωρίσουν την αλήθεια».
Άλλα έντυπα κυκλοφόρησαν στη χούλα και στην τοαρίπι. Εφόσον φαινόταν ανέφικτη η εκτύπωση εντύπων σε κάθε γλώσσα, οι αδελφοί επικέντρωσαν μεταγενέστερα τις προσπάθειές τους στις δύο γλώσσες του εμπορίου—τη χίρι μότου και την τοκ πίσιν. Η χίρι μότου, μια απλουστευμένη μορφή της μότου, χρησιμοποιούνταν από πολλούς στα παράκτια της Παπούας. «Αγωνιστήκαμε πολύ για να βελτιώσουμε τη γραπτή μορφή αυτής της γλώσσας», λέει ο Ντον Φίλντερ. «Μάλιστα, Η Σκοπιά και τα άλλα έντυπά μας στη χίρι μότου συνέβαλαν πολύ στο να εξελιχθεί η γλώσσα στην τωρινή ολοκληρωμένη της μορφή». Η τοκ πίσιν—μείγμα αγγλικής, γερμανικής, κουανούα και άλλων γλωσσών—χρησιμοποιείται ευρέως στα υψίπεδα, στα παράλια και στα νησιά της βόρειας Παπούας-Νέας Γουινέας. Πώς άρχισε το έργο κηρύγματος σε αυτόν τον πολυποίκιλο τομέα;
ΤΑ ΚΑΛΑ ΝΕΑ ΔΙΑΔΙΔΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΒΟΡΡΑ
Τον Ιούνιο του 1956, οι νιόπαντροι σκαπανείς Κεν και Ροζίνα Φρέιμ ήταν οι πρώτοι Μάρτυρες που μετακόμισαν στη Νέα Ιρλανδία, ένα νησί στο Αρχιπέλαγος Μπίσμαρκ, στα βορειοανατολικά της Παπούας-Νέας Γουινέας. Ο Κεν, λογιστής στο επάγγελμα, εργαζόταν σε κάποια μεγάλη εμπορική εταιρία στο Κάβινγκ, την κυριότερη πόλη του νησιού. «Προτού φύγουμε από το Σίντνεϊ», λέει ο Κεν, «μας συμβούλεψαν να γνωριστούμε πρώτα με τους ανθρώπους και μετά να αρχίσουμε να κηρύττουμε ανοιχτά. Η Ροζίνα ήταν καλή μοδίστρα και έτσι απέκτησε γρήγορα μεγάλη πελατεία. Τους δίναμε μαρτυρία ανεπίσημα, και σε λίγο ένας μικρός όμιλος ενδιαφερομένων συναθροιζόταν διακριτικά στο σπίτι μας μια φορά την εβδομάδα.
»Ύστερα από 18 μήνες μάς επισκέφτηκε ο Τζον Κάτφορθ, ο επίσκοπος περιοχής, και μας ρώτησε αν μπορούσε να προβάλει την ταινία Η Ευτυχία της Κοινωνίας του Νέου Κόσμου. Μίλησα στον ιδιοκτήτη του τοπικού κινηματογράφου, και εκείνος δέχτηκε να προβληθεί η ταινία μας δωρεάν. Οι υπάλληλοί του πρέπει να διέδωσαν τα νέα για την προβολή. Όταν φτάσαμε στον κινηματογράφο, ο κόσμος είχε φράξει την είσοδο, και χρειάστηκε η παρέμβαση της αστυνομίας για να καταφέρουμε να μπούμε. Περισσότερα από 230 άτομα παρακολούθησαν την προβολή, χωρίς να υπολογίσουμε όσους έβλεπαν από τα παράθυρα. Έπειτα από αυτό το γεγονός, κηρύτταμε πιο ανοιχτά».
Τον Ιούλιο του 1957, σχηματίστηκε μια εκκλησία στη Ραμπαούλ της Νέας Βρετανίας, ένα ωραίο λιμάνι ανάμεσα σε δύο ενεργά ηφαίστεια. Η εκκλησία της Ραμπαούλ συναθροιζόταν στην πίσω αυλή ενός σπιτιού που νοίκιαζαν ειδικοί σκαπανείς. «Πάνω από εκατό άτομα έρχονταν στο σπίτι κάθε βράδυ για Γραφική μελέτη», αναφέρει ο σκαπανέας Νορμ Σαρίν. «Τους χωρίσαμε σε ομάδες των 20 περίπου ατόμων και τους διδάσκαμε στο φως της λάμπας πετρελαίου κάτω από τα δέντρα».
Όταν η εκκλησία φιλοξένησε την πρώτη της συνέλευση περιοχής, βαφτίστηκαν εφτά άτομα σε μια κοντινή παραλία. Οι πέντε έγιναν σύντομα σκαπανείς. Αλλά ποιο ήταν το πιο ενδεδειγμένο μέρος για να υπηρετήσουν; Το γραφείο τμήματος της Αυστραλίας έδωσε την απάντηση—το Μαντάνγκ.
Στο Μαντάνγκ, μια πόλη στα βορειοανατολικά παράλια της Παπούας-Νέας Γουινέας, οι “αγροί” ήταν ώριμοι για θερισμό. (Ιωάν. 4:35) Μάλιστα, ο μικρός τοπικός όμιλος ευαγγελιζομένων δυσκολευόταν να ανταποκριθεί στο αυξημένο ενδιαφέρον που υπήρχε. Όταν έφτασε εκεί ο Καναδός σκαπανέας Μάθιου Πόουπ με την οικογένειά του, και αγόρασε ένα σπίτι με πολλά μικρά δωμάτια στην πίσω αυλή, άνοιξε ο δρόμος για να σταλούν περισσότεροι σκαπανείς.
Έφτασαν οχτώ σκαπανείς από τη Ραμπαούλ, οι οποίοι διασκορπίστηκαν στην επαρχία Μαντάνγκ. Ένας από αυτούς, ο Τάμοουλ Μάρουνγκ, αγόρασε ένα ποδήλατο και πήγαινε ακτοπλοϊκώς στο Μπάσκεν, το χωριό του, 48 χιλιόμετρα βόρεια του Μαντάνγκ. Αφού κήρυττε στο Μπάσκεν, επέστρεφε με το ποδήλατό του στο Μαντάνγκ, δίνοντας καθ’ οδόν μαρτυρία. Μεταγενέστερα, γύρισε στο Μπάσκεν, σχημάτισε μια εκκλησία και υπηρέτησε ως σκαπανέας άλλα 25 χρόνια. Σε αυτό το διάστημα, παντρεύτηκε και έκανε παιδιά. Η κόρη του και η ανιψιά του υπηρέτησαν αργότερα στο Μπέθελ.
Στο μεταξύ, στο Μαντάνγκ, ο Τζον και η Λίνα Ντέιβισον γνώρισαν τον Κάλιπ Κάναϊ, δάσκαλο από το Τάλιντιγκ, ένα χωριουδάκι ανάμεσα στο Μπάσκεν και στο Μαντάνγκ. Σύντομα, ο Τζον και η Λίνα άρχισαν να πηγαίνουν στο Τάλιντιγκ για να μελετήσουν με τον Κάλιπ και τους συγγενείς του. Αυτό εξαγρίωσε το σχολικό επιθεωρητή, έναν Καθολικό, ο οποίος διέταξε την αστυνομία να κάνει έξωση στον Κάλιπ και στους συγγενείς του από τα σπίτια τους. Απτόητος, αυτός ο όμιλος μετακόμισε στο Μπάγκιλντιγκ, ένα γειτονικό χωριό, και εξελίχθηκε σε ακμάζουσα εκκλησία. Αργότερα, έχτισαν μια μεγάλη Αίθουσα Βασιλείας που χρησιμοποιούνταν και για συνελεύσεις. Τώρα, υπάρχουν εφτά εκκλησίες και δύο όμιλοι στην επαρχία Μαντάνγκ.
Ενόσω διευρυνόταν ο τομέας στο Μαντάνγκ, ο Τζιμ Μπέιρντ, καθώς επίσης ο Τζον και η Μαγκνταλέν Έντορ τα πήγαιναν καλά στο Λάε, μια μεγάλη παραλιακή πόλη περίπου 210 χιλιόμετρα προς τα νοτιοανατολικά. «Μελετούσαμε με μεγάλες ομάδες ατόμων στο σπίτι μας σχεδόν κάθε βράδυ. Μέσα σε έξι μήνες, δέκα από τους σπουδαστές μας άρχισαν να βγαίνουν μαζί μας στο έργο», αφηγείται ο Τζον. Αργότερα, το ίδιο έτος, 1.200 και πλέον άτομα παρακολούθησαν την προβολή της ταινίας Η Κοινωνία του Νέου Κόσμου εν Δράσει στον κινηματογράφο του Λάε. Πολλοί στο ακροατήριο ήταν συμβασιούχοι εργάτες που μετέφεραν τα καλά νέα στα μακρινά ορεινά χωριά τους.
Πέρα από το Λάε, στην ενδοχώρα, κάποιοι αφοσιωμένοι ευαγγελιζόμενοι έκαναν επίσης καλό έργο. Στο Γουάου, ο Τζακ Αριφεάι, ένας μεγαλόσωμος, στρογγυλοπρόσωπος άντρας με πραγματικό ζήλο για την υπηρεσία του Ιεχωβά, είχε σχηματίσει μια ακμάζουσα εκκλησία στο σπίτι του. Περίπου 30 μέλη της φυλής Κουκουκούκου—άλλοτε κανιβάλων που σκόρπιζαν τον τρόμο—έκαναν επίσης Γραφική μελέτη και προόδευαν πνευματικά.
Ταυτόχρονα, στο γειτονικό Μπουλόλο, το κήρυγμα που έκαναν με ζήλο ο Γουάλι και η Τζόι Μπούσμπριτζ εξόργισε την Ιεραποστολή για τις Νέες Φυλές, η οποία θεωρούσε την περιοχή αποκλειστική της επικράτεια. Ο εργοδότης του Γουάλι υπέκυψε στις πιέσεις της ιεραποστολής και του έδωσε το εξής τελεσίγραφο: «Ή αφήνεις τη θρησκεία σου ή βρίσκεις άλλη δουλειά». Ο Γουάλι και η Τζόι μετακόμισαν στο Λάε και συνέχισαν να κηρύττουν. Αργότερα, ανέλαβαν την ολοχρόνια διακονία και υπηρέτησαν για χρόνια στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου.
Η Ποποντέτα, μια κωμόπολη στα νοτιοανατολικά του Λάε, έμαθε τα καλά νέα μέσω του Τζερόμ και της Λαβίνια Χοτότα, οι οποίοι επέστρεψαν από το Πορτ Μόρεσμπι στον τόπο καταγωγής τους. Ο Τζερόμ ήταν πολύ δραστήριος και χρησιμοποιούσε τη Γραφή πειστικά, ενώ η Λαβίνια ήταν καλοσυνάτη και εκδήλωνε πραγματικό προσωπικό ενδιαφέρον για τους άλλους. Όπως ήταν αναμενόμενο, λίγο αφότου οι δυο τους άρχισαν να δίνουν μαρτυρία, εμφανίστηκε στο σπίτι τους ο Αγγλικανός επίσκοπος με μια μεγάλη ομάδα οπαδών του, απαιτώντας να σταματήσουν το κήρυγμα. Αλλά ο Τζερόμ και η Λαβίνια δεν ενέδωσαν στο φόβο. Συνέχισαν να κηρύττουν και σχημάτισαν μια μικρή μεν αλλά πολύ δραστήρια εκκλησία.
Το 1963, τα καλά νέα είχαν φτάσει στο Γουέγουακ, μια πόλη στα μακρινά βόρεια παράλια της Παπούας-Νέας Γουινέας. Ο Καρλ Τέινορ και ο Ότο Έμπερχαρτ, Γερμανοί οικοδόμοι, δούλευαν τα πρωινά στο τοπικό νοσοκομείο, ενώ τα βράδια και τα σαββατοκύριακα έκαναν μελέτη με 100 και πλέον ενδιαφερόμενα άτομα. Το κήρυγμά τους προκάλεσε το μένος του τοπικού Καθολικού ιερέα, ο οποίος συγκέντρωσε έναν όχλο και έβαλε να πετάξουν τις μοτοσικλέτες του Καρλ και του Ότο στη θάλασσα. Κάποιος συνεργός του ιερέα, ο οποίος ήταν σημαίνον πρόσωπο του χωριού, είχε έναν γιο που έγινε αργότερα Μάρτυρας. Επειδή εντυπωσιάστηκε βλέποντας πόσο βελτιώθηκε η ζωή του γιου του, η στάση του μαλάκωσε και έδωσε στους Μάρτυρες την άδεια να κηρύττουν στα χωριά της δικαιοδοσίας του.
ΙΔΡΥΕΤΑΙ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΜΗΜΑΤΟΣ
Ενόσω ο κλήρος προσπαθούσε να διαχειριστεί το «πρόβλημα» των Μαρτύρων, οι αδελφοί έκαναν ενέργειες για να “εδραιώσουν νομικά τα καλά νέα” σε ανώτατο επίπεδο. (Φιλιπ. 1:7) Έτσι λοιπόν, στις 25 Μαΐου 1960, ο Διεθνής Σύλλογος Σπουδαστών της Γραφής, νομικό σωματείο που χρησιμοποιούν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά σε πολλές χώρες, καταχωρίστηκε επίσημα από την κυβέρνηση. Αυτό κατέστησε εφικτό το να αποκτούν οι αδελφοί εκτάσεις του δημοσίου στις οποίες να μπορούν να χτίζουν Αίθουσες Βασιλείας και άλλες απαραίτητες εγκαταστάσεις για την υποστήριξη του έργου της Βασιλείας.
Το ίδιο έτος, ιδρύθηκε επίσης στην Παπούα-Νέα Γουινέα γραφείο τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά. Ο Τζον Κάτφορθ διορίστηκε υπηρέτης τμήματος. Εντούτοις, εφόσον υπήρχε μεγάλη έλλειψη σε χώρους προς ενοικίαση, πού θα στεγαζόταν το γραφείο;
Την απάντηση έδωσε ένα αντρόγυνο νεοφερμένων—ο Τζιμ και η Φλόρενς Ντάμπινς. Ο Τζιμ είχε υπηρετήσει στο Ναυτικό των ΗΠΑ στην Παπούα-Νέα Γουινέα κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αργότερα, ο ίδιος και η Φλόρενς γνώρισαν την αλήθεια και έβαλαν στόχο να επεκτείνουν τη διακονία τους. «Το 1958, μας επισκέφτηκε στο Οχάιο, όπου μέναμε, ένας αδελφός από το Πορτ Μόρεσμπι και μας έδειξε μερικά σλάιντς από την Παπούα-Νέα Γουινέα», αναφέρει ο Τζιμ. «Λίγο μετά, βρήκαμε ένα από αυτά, που είχε παραπέσει, στο οποίο φαινόταν ένα από τα ωραιότερα τοπία που είχαμε δει ποτέ. “Να του το ταχυδρομήσουμε”, είπε η σύζυγός μου. Αλλά εγώ απάντησα: “Όχι, ας του το πάμε οι ίδιοι”».
Το επόμενο έτος, ο Τζιμ και η Φλόρενς, μαζί με τις κόρες τους, τη Σέρι και την Ντέμπορα, εγκαταστάθηκαν σε ένα μικρό τσιμεντένιο σπίτι στο Σιξ Μάιλ, προάστιο του Πορτ Μόρεσμπι. Ύστερα από λίγο, ο Τζιμ άρχισε να συζητάει με τον Τζον Κάτφορθ σχετικά με το χώρο που αναζητούσαν για το γραφείο τμήματος.
«Έψαξα σπιθαμή προς σπιθαμή το Πορτ Μόρεσμπι, αλλά στάθηκε αδύνατον να βρω χώρο για το γραφείο τμήματος», είπε στενοχωρημένος ο Τζον.
«Τι θα έλεγες τότε για το σπίτι μας;» απάντησε ο Τζιμ. «Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα τρία μπροστινά δωμάτια. Εμείς θα μένουμε στο πίσω μέρος».
Οι διευθετήσεις έγιναν γρήγορα, και την 1η Σεπτεμβρίου 1960 η οικία του ζεύγους Ντάμπινς καταχωρίστηκε επίσημα ως το πρώτο γραφείο τμήματος της Παπούας-Νέας Γουινέας.
“ΑΠΑΓΟΡΕΨΤΕ ΤΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ”
Όλη αυτή η πρόοδος δεν άρεσε καθόλου στους εναντίους μας. Από το 1960 και έπειτα, οι εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου, η Ένωση Παλαιών Πολεμιστών και Αποστράτων (RSL) της Αυστραλίας και τα τοπικά μέσα ενημέρωσης εξαπέλυσαν από κοινού μια ενορχηστρωμένη επίθεση που αποσκοπούσε στο διασυρμό και στην απαγόρευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Η κατάσταση κλιμακώθηκε όταν διανείμαμε σε επιλεγμένους γιατρούς, κληρικούς και κυβερνητικούς αξιωματούχους ένα φυλλάδιο που εξηγούσε τη θέση μας για τις μεταγγίσεις αίματος. Ως συνήθως, οι πρώτοι που αντέδρασαν ήταν ο κλήρος του Χριστιανικού κόσμου. Στις 30 Αυγούστου 1960, η εφημερίδα Σάουθ Πασίφικ Ποστ (South Pacific Post) κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Οργή των Εκκλησιών για το Ζήτημα του Αίματος». Στο σχετικό άρθρο, οι εκκλησιαστικοί ηγέτες κατήγγειλαν τους Μάρτυρες ως «αντίχριστους [και] εχθρούς της Εκκλησίας».
Κάποια επόμενα άρθρα ισχυρίστηκαν ψευδώς ότι η δράση των Μαρτύρων του Ιεχωβά ήταν ανατρεπτική και ότι με τις διδασκαλίες τους προωθούσαν το σκασιαρχείο από το σχολείο, τη φοροδιαφυγή, τις λατρείες των εμπορευμάτων, ακόμη δε και την κακή υγιεινή. Άλλα δημοσιεύματα τους κατηγόρησαν άδικα ότι εκμεταλλεύονταν μια επικείμενη έκλειψη ηλίου για να προκαλέσουν το φόβο και «να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τις διάνοιες των πρωτόγονων ιθαγενών». Μάλιστα, ένα κύριο άρθρο επιτιμούσε τους Μάρτυρες επειδή «ζουν, τρώνε και εργάζονται μαζί με τους χωρικούς». Η ίδια εφημερίδα τούς επέκρινε επειδή δίδασκαν ότι «όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι» και ισχυρίστηκε ότι οι Μάρτυρες συνιστούσαν «μεγαλύτερη απειλή από τον κομμουνισμό».
Τελικά, στις 25 Μαρτίου 1962, η RSL ζήτησε από τις αποικιακές αρχές να θέσουν τους Μάρτυρες υπό απαγόρευση. Ωστόσο, η κυβέρνηση της Αυστραλίας απέρριψε δημόσια το αίτημα. «Αυτή η ανακοίνωση είχε θετικό αντίκτυπο σε ολόκληρη τη χώρα», λέει ο Ντον Φίλντερ. «Όσοι είχαν ανοιχτό μυαλό κατάλαβαν ότι οι ισχυρισμοί των εναντίων μας ήταν αβάσιμοι».
ΦΤΑΝΟΥΝ ΣΤΑ ΥΨΙΠΕΔΑ
Τον ίδιο εκείνον μήνα, ο Τομ και η Ροουένα Κίτο ξεκίνησαν από το Πορτ Μόρεσμπι για ένα κοπιαστικό ταξίδι αρκετών εβδομάδων. Μετέφεραν τα καλά νέα σε παρθένο τομέα—στα απόκρημνα υψίπεδα της Νέας Γουινέας.
Τριάντα χρόνια νωρίτερα, Αυστραλοί χρυσοθήρες που είχαν φτάσει στα υψίπεδα ανακάλυψαν τον πολιτισμό περίπου ενός εκατομμυρίου ανθρώπων οι οποίοι ζούσαν εντελώς απομονωμένοι από τον έξω κόσμο. Εμβρόντητοι, αυτοί οι ιθαγενείς νόμισαν ότι οι λευκοί ήταν πνεύματα των προγόνων τους που είχαν επιστρέψει από τους νεκρούς.
Τους χρυσοθήρες ακολούθησαν κατά πόδας οι ιεραπόστολοι του Χριστιανικού κόσμου. «Όταν οι ιεραπόστολοι έμαθαν ότι θα πηγαίναμε εκεί, διέταξαν τους χωρικούς να μη μας ακούν», αναφέρει η Ροουένα. «Αλλά η προειδοποίησή τους αποδείχτηκε καλή διαφήμιση. Οι ορεσίβιοι—εκ φύσεως περίεργοι—μας περίμεναν πώς και πώς».
Ο Τομ και η Ροουένα άνοιξαν ένα μικρό κατάστημα στο Γουάμπαγκ, 80 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της πόλης Μάουντ Χάγκεν. «Οι κληρικοί διέταξαν τα ποίμνιά τους να μην ψωνίζουν από εμάς, να μη μας πουλάνε τίποτα και να μη μας μιλάνε, τους πίεσαν δε ακόμη και να ζητήσουν την έξωσή μας από το χώρο που νοικιάζαμε», λέει ο Τομ. «Με τον καιρό, όμως, οι χωρικοί κατάλαβαν ότι ήμασταν διαφορετικοί από τους άλλους λευκούς που ήξεραν. Αυτό που τους προξενούσε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν ότι τους φερόμασταν με καλοσύνη. Μάλιστα, οι καλές μας πράξεις τούς έκαναν πολλές φορές να δακρύζουν, και είπαν ότι ήθελαν να μείνουμε!»
Η ΥΠΟΜΟΝΕΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΦΕΡΝΕΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Από το 1963 και έπειτα, πολλοί Μάρτυρες από το εξωτερικό εγκαταστάθηκαν στα υψίπεδα για να βοηθήσουν στην επέκταση του έργου κηρύγματος. Μετακινούμενοι σταδιακά από τα ανατολικά προς τα δυτικά, αυτοί οι αδελφοί και οι αδελφές κάλυψαν τελικά ολόκληρη την περιοχή, σχηματίζοντας ομίλους και εκκλησίες σε πολλές τοποθεσίες.
Στην Γκορόκα, που βρίσκεται στην επαρχία των Ανατολικών Υψιπέδων, μια μικρή εκκλησία συναθροιζόταν αρχικά σε κάποιο σπίτι. Αργότερα, κατασκεύασαν έναν λιτό χώρο συναθροίσεων από υλικά του δάσους. Κατόπιν, το 1967, οικοδόμησαν μια ωραία Αίθουσα Βασιλείας με 40 καθίσματα. «Αστειεύτηκα λέγοντας ότι, μέχρι να γεμίσουμε τα καθίσματα, θα ερχόταν ο Αρμαγεδδών», αφηγείται ο Τζορτζ Κάξεν, ο οποίος υπηρέτησε στα υψίπεδα δέκα χρόνια. «Πόσο έξω έπεσα! Μέσα σε 12 μήνες, παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις τόσα άτομα ώστε χρειάστηκε να σχηματιστεί και δεύτερη εκκλησία!»
Ακόμη πιο ανατολικά, κοντά στο Καϊναντού, ο Νορμ Σαρίν έκανε Γραφική μελέτη με 50 και πλέον χωρικούς που έρχονταν στην καλύβα του κάθε μέρα. Αργότερα, οι σκαπανείς Μπερντ και Έρνα Άντερσον φρόντισαν τον όμιλο επί δυόμισι χρόνια. «Οι άνθρωποι αυτοί πλένονταν σπανίως, φορούσαν ελάχιστα ρούχα, ήταν δε εντελώς αναλφάβητοι και βαθιά βουτηγμένοι στο δαιμονισμό», αναφέρει η Έρνα. «Και όμως, χάρη στην υπομονή και στην αγάπη μας, μερικοί κατάφεραν μέσα σε σύντομο διάστημα να παραθέτουν και να εξηγούν 150 εδάφια από μνήμης».
Ο Μπερντ και η Έρνα δέθηκαν πολύ με τον όμιλό τους. «Όταν πήραμε διορισμό για το Κάβινγκ, οι γυναίκες μαζεύτηκαν γύρω μου και έκλαιγαν σπαρακτικά!» λέει η Έρνα. «Η μία μετά την άλλη μου χτυπούσαν χαϊδευτικά τα μπράτσα και το πρόσωπο, ενώ τα δάκρυά τους έτρεχαν ποτάμι. Ξανά και ξανά, μπήκα στην καλύβα μου για να κλάψω, ενώ ο Μπερντ προσπαθούσε να τις ηρεμήσει, αλλά εκείνες ήταν απαρηγόρητες. Όταν τελικά ξεκινήσαμε να φύγουμε, πλήθος ανθρώπων κατέβηκε το βουνό τρέχοντας πίσω από το αυτοκίνητό μας, ενώ οι γυναίκες έβγαζαν γοερές κραυγές. Ακόμη και τώρα δυσκολεύομαι να περιγράψω τον πόνο της καρδιάς μου εκείνη τη μέρα. Πόσο λαχταράμε να δούμε αυτά τα αγαπημένα πρόσωπα στο νέο κόσμο!» Άλλοι σκαπανείς συνέχισαν το έργο του Μπερντ και της Έρνα, με αποτέλεσμα να σχηματιστεί στο Καϊναντού μια θαυμάσια εκκλησία.
ΟΙ ΣΠΟΡΟΙ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΚΑΡΠΟΦΟΡΟΥΝ
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, είχε σχηματιστεί ένας μικρός όμιλος Μαρτύρων στο Μάουντ Χάγκεν, περίπου 130 χιλιόμετρα δυτικά της Γκορόκα. Η πόλη αυτή φημιζόταν για το μεγάλο εβδομαδιαίο παζάρι της, στο οποίο συνέρρεαν χιλιάδες χωρικοί από πολλά χιλιόμετρα μακριά. «Διαθέταμε εκατοντάδες έντυπα σε αυτό το παζάρι», λέει η Ντόροθι Ράιτ, θαρραλέα σκαπάνισσα. Όταν οι χωρικοί επέστρεφαν στα σπίτια τους, πήγαινε μαζί τους και το άγγελμα της Βασιλείας, εισχωρώντας σε απομακρυσμένες περιοχές στις οποίες δεν μπορούσαν να φτάσουν τότε οι ευαγγελιζόμενοι.
Μεταγενέστερα, ο Τζιμ Ράιτ, γιος της Ντόροθι, και ο Κέρι Κέι-Σμιθ, ο συνεργάτης του στο σκαπανικό, διορίστηκαν στο Μπανζ, μια περιοχή όπου καλλιεργείται τσάι και καφές, στη γραφική κοιλάδα Γουάγκι, ανατολικά του Μάουντ Χάγκεν. Εδώ συνάντησαν μεγάλη εναντίωση από τις εκκλησιαστικές ιεραποστολές, που έβαζαν τα παιδιά να τους πετροβολούν και να τους διώχνουν από τα χωριά τους. Όταν ο Κέρι πήρε άλλον διορισμό, ο Τζιμ έμεινε στο Μπανζ και έκανε σκαπανικό μόνος του. Ο ίδιος αφηγείται: «Πολλές φορές ξαγρυπνούσα στη μικρή χορταρένια καλύβα μου και προσευχόμουν: “Ιεχωβά, γιατί βρίσκομαι εδώ;” Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να πάρω απάντηση σε αυτή την ερώτηση.
»Το 2007, πήγα από την Αυστραλία στο Μπανζ για να παρακολουθήσω μια συνέλευση περιφερείας», συνεχίζει ο Τζιμ. «Κοντά στο σημείο όπου βρισκόταν παλιά η χορταρένια καλύβα μου, υπήρχε μια θαυμάσια, καινούρια Αίθουσα Βασιλείας με δυνατότητα προσωρινής επέκτασης ώστε να σχηματίζεται μια Αίθουσα Συνελεύσεων 1.000 θέσεων. Την ώρα που έμπαινα στο χώρο της συνέλευσης, ένας αδελφός έτρεξε προς το μέρος μου, με άρπαξε και άρχισε να κλαίει πάνω στον ώμο μου. Όταν κατάφερε να συνέλθει, αυτός ο αδελφός, ο Πολ Τάι, μου εξήγησε ότι είχα κάνει μελέτη με τον πατέρα του πριν από 36 χρόνια. Αργότερα, ο Πολ διάβασε τα βιβλία του πατέρα του και γνώρισε την αλήθεια. Μου είπε ότι υπηρετούσε ως πρεσβύτερος.
»Στη διάρκεια του προγράμματος, έδωσα συνέντευξη περιγράφοντας το διωγμό που είχαμε υπομείνει τον πρώτο καιρό στο Μπανζ», λέει ο Τζιμ. «Δεν έμεινε σχεδόν κανείς που να μη δακρύσει. Μετά το πρόγραμμα, αρκετοί αδελφοί με πλησίασαν, με αγκάλιασαν και μου ζητούσαν συγνώμη κλαίγοντας. Όταν ήταν παιδιά, με είχαν κυνηγήσει από το χωριό τους με πέτρες και βρισιές. Μάλιστα, ένας από αυτούς, ο Μάνγκε Σάμγκαρ—τώρα πρεσβύτερος—ήταν ο πρώην Λουθηρανός πάστορας που τους είχε βάλει να με κυνηγούν! Χάρη σε αυτή τη συνέλευση ξαναβρεθήκαμε όλοι μαζί!»
ΒΛΑΣΤΑΝΟΥΝ ΣΠΟΡΟΙ ΣΕ ΑΠΟΜΑΚΡΥΣΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ
Αν και πολλοί στην Παπούα-Νέα Γουινέα γνώρισαν την αλήθεια απευθείας από τους Μάρτυρες, άλλοι τη γνώρισαν από σπόρους της αλήθειας που έφτασαν σε απομακρυσμένες περιοχές. (Εκκλ. 11:6) Για παράδειγμα, γύρω στο 1970, το γραφείο τμήματος άρχισε να λαβαίνει τακτικά εκθέσεις υπηρεσίας αγρού από κάποιο άγνωστο μέλος μιας ανύπαρκτης εκκλησίας σε ένα ανεξακρίβωτο χωριό του μακρινού ποταμού Σέπικ. Το γραφείο τμήματος ζήτησε από τον Μάικ Φίσερ, επίσκοπο περιοχής, να διερευνήσει το ζήτημα.
«Για να πάω σε εκείνο το χωριό, έκανα διαδρομή δέκα ωρών με μηχανοκίνητο κανό, ακολουθώντας στενά πλωτά περάσματα, μέσα στη ζούγκλα που έβριθε από κουνούπια», αναφέρει ο Μάικ. «Τελικά, έφτασα όταν κόντευε να σκοτεινιάσει, και συνάντησα το μυστηριώδη άνθρωπο που έστελνε τα γράμματα. Ήταν κάποιος που είχε αποκοπεί πριν από χρόνια σε άλλη περιοχή. Είχε γυρίσει στο χωριό του, είχε μετανοήσει για τις αμαρτίες του και είχε αρχίσει να κηρύττει σε άλλους. Περισσότεροι από 30 ενήλικοι σε εκείνο το χωριό αυτοαποκαλούνταν Μάρτυρες του Ιεχωβά, και μερικοί είχαν τα προσόντα να βαφτιστούν. Λίγο αργότερα, το μετανοημένο άτομο επανεντάχθηκε, και το γραφείο τμήματος αναγνώρισε επίσημα αυτόν τον όμιλο».
Το 1992, ένας άλλος επίσκοπος περιοχής, ο Ντάριλ Μπράιον, άκουσε ότι οι κάτοικοι κάποιου απομακρυσμένου χωριού της ενδοχώρας ενδιαφέρονταν για την αλήθεια. «Για να πάω σε εκείνο το χωριό, κάλυψα με το αυτοκίνητο 80 χιλιόμετρα προς την ενδοχώρα, περπάτησα μιάμιση ώρα μέσα στην πυκνή ζούγκλα και κατόπιν ανέβηκα με κανό το ποτάμι, κωπηλατώντας άλλη μια ώρα», εξηγεί ο Ντάριλ. «Έμεινα έκπληκτος όταν, στην όχθη του ποταμού, ανάμεσα σε πανύψηλα βουνά, είδα ένα ολοκαίνουριο κτίσμα με την επιγραφή “Αίθουσα Βασιλείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά”.
»Γύρω στα 25 ενδιαφερόμενα άτομα συναθροίζονταν σε εκείνη την αίθουσα κάθε Κυριακή για να μελετήσουν το βιβλίο Μπορείτε να Ζείτε για Πάντα στον Παράδεισο στη Γη. Εφόσον έλεγαν ότι είναι Μάρτυρες, τους ρώτησα αν μασούσαν καρύδα του βετέλ. “Όχι βέβαια”, απάντησαν. “Αυτό το σταματήσαμε πέρσι, όταν γνωρίσαμε την αλήθεια!” Εννοείται ότι χάρηκα πολύ όταν το γραφείο τμήματος πρόσθεσε αυτόν τον όμιλο στο δρομολόγιο της περιοχής μου».
ΑΘΡΟΑ ΠΡΟΣΕΛΕΥΣΗ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
Στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, το έργο στην Παπούα-Νέα Γουινέα πήρε μεγάλη ώθηση με την άφιξη δεκάδων ιεραποστόλων της Γαλαάδ, αποφοίτων της Σχολής Διακονικής Εκπαίδευσης και ειδικών σκαπανέων από την Αγγλία, την Αυστραλία, τη Γερμανία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ιαπωνία, τον Καναδά, τη Νέα Ζηλανδία, τη Σουηδία, τις Φιλιππίνες, τη Φινλανδία και άλλες χώρες. Σε αρκετές περιπτώσεις η ευλογία γινόταν διπλή, διότι μερικοί από αυτούς τους ευαγγελιστές αργότερα παντρεύονταν εξίσου ζηλωτές συντρόφους.
Όταν έφταναν στη χώρα, οι περισσότεροι νεοφερμένοι παρακολουθούσαν επί δύο ή τρεις μήνες μαθήματα στις γλώσσες τοκ πίσιν ή χίρι μότου. Το πρωί, οι σπουδαστές μελετούσαν τη γλώσσα, και το απόγευμα εφάρμοζαν στην υπηρεσία όσα είχαν μάθει. Μέσω αυτής της εκπαίδευσης, σε λίγους μήνες πολλοί κατάφερναν να διεξάγουν ουσιαστικές Γραφικές μελέτες και να εκφωνούν ομιλίες.
Χάρη στην εκμάθηση μιας καινούριας γλώσσας μπορούσαν επίσης να δείχνουν υπομονή και συμπόνια όταν δίδασκαν αναλφάβητους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, βοήθησαν δεκάδες ενδιαφερομένους να μάθουν τα στοιχειώδη ώστε να μπορούν να διαβάζουν το Λόγο του Θεού. (Ησ. 50:4) Ως αποτέλεσμα, οι ευαγγελιζόμενοι αυξήθηκαν από 2.000 το 1989 σε περίπου 3.000 το 1998—αύξηση 50 τοις εκατό μέσα σε εννιά μόλις χρόνια!
Μολονότι πολλοί από εκείνους τους ευαγγελιστές αναγκάστηκαν αργότερα να φύγουν από την Παπούα-Νέα Γουινέα εξαιτίας προβλημάτων υγείας ή για άλλους λόγους, άφησαν πίσω τους κληρονομιά που αντέχει στο χρόνο. Πράγματι, η πιστότητα και οι πράξεις αγάπης αυτών των προσφιλών ατόμων δεν έχουν ξεχαστεί.—Εβρ. 6:10.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗΣ ΣΥΝΤΕΛΕΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΟΔΟ
Παράλληλα με τον αριθμό των ευαγγελιζομένων της Βασιλείας, αύξανε και η ανάγκη για Αίθουσες Βασιλείας, Αίθουσες Συνελεύσεων και μεγαλύτερες εγκαταστάσεις τμήματος. Πώς καλύφτηκε αυτή η ανάγκη;
Πριν από το 1975, ένα αρμόδιο κυβερνητικό υπουργείο έκανε τακτικά διαθέσιμες καινούριες εκτάσεις γης για θρησκευτική χρήση. Κάθε εκκλησία που εκδήλωνε ενδιαφέρον υπέβαλλε αίτηση προκειμένου να κατοχυρωθεί ο χώρος σε αυτήν και παρουσίαζε τα επιχειρήματά της ενώπιον ενός συμβουλίου διορισμένου από την κυβέρνηση. Όποια κέρδιζε, λάβαινε την έκταση δωρεάν, αλλά ήταν υποχρεωμένη να οικοδομήσει σε αυτήν μέσα σε λογικό διάστημα.
Το 1963, παρά τη σκληρή εναντίωση από τον κλήρο του Χριστιανικού κόσμου, ο Διεθνής Σύλλογος Σπουδαστών της Γραφής εξασφάλισε ένα πρώτης τάξης οικόπεδο στο Πορτ Μόρεσμπι. Επρόκειτο για μια έκταση σε λόφο, με εκπληκτική θέα προς την αγορά Κόκι και τη σμαραγδένια Θάλασσα των Κοραλλίων. Σε αυτόν το χώρο χτίστηκε μετέπειτα διώροφο γραφείο τμήματος και Αίθουσα Βασιλείας. Και άλλα οικόπεδα στο Πορτ Μόρεσμπι που αποκτήθηκαν αργότερα με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιήθηκαν για την οικοδόμηση Αιθουσών Βασιλείας στη Σαμπάμα, στη Χοχόλα, στο Γκέρεχου και στο Γκόρντον.
Ο χώρος στο Γκόρντον, που βρισκόταν σε στρατηγικό σημείο κοντά στο κέντρο της πόλης, προοριζόταν αρχικά για την ανέγερση αγγλικανικού καθεδρικού ναού. «Εντούτοις, κατά τη δημόσια ακροαματική διαδικασία, ο πρόεδρος του συμβουλίου είπε στον Αγγλικανό ιερέα ότι το συμβούλιο ήταν δυσαρεστημένο επειδή η εκκλησία είχε συσσωρεύσει εκτάσεις γης τις οποίες συνήθως χρησιμοποιούσε καταχρηστικά για εμπορική εκμετάλλευση», εξηγεί ο Ρον Φιν, ο οποίος υπηρέτησε στην Παπούα-Νέα Γουινέα 25 χρόνια. «Ο πρόεδρος πρόσθεσε πως οι Αγγλικανοί δεν θα λάβαιναν άλλες εκτάσεις μέχρις ότου το συμβούλιο πειστεί ότι χρησιμοποιούσαν τις υπάρχουσες για το σκοπό για τον οποίο προορίζονταν.
»Αφού τα είπε αυτά, γύρισε προς το μέρος μου και με ρώτησε τι είδους οικόπεδο θέλαμε. Του είπα ότι πρώτη μας επιλογή ήταν το τετράγωνο “του καθεδρικού ναού” στο Γκόρντον. Ο Αγγλικανός ιερέας πετάχτηκε όρθιος για να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο πρόεδρος του είπε σε αυστηρό τόνο να καθήσει κάτω. Εγώ ολοκλήρωσα την παρουσίασή μου. Προς κατάπληξη όλων των παρόντων, η επιτροπή παραχώρησε την έκταση στην εκκλησία μας».
Στο χώρο αυτό οικοδομήθηκαν μια Αίθουσα Βασιλείας και το τετραώροφο γραφείο τμήματος. Η αφιέρωση των νέων εγκαταστάσεων τμήματος έγινε στις 12 Δεκεμβρίου 1987. Ο προηγούμενος χώρος στο Κόκι πουλήθηκε. Από το 2005 ως το 2010, προστέθηκαν στις εγκαταστάσεις του γραφείου τμήματος ένα τετραώροφο κτίριο κατοικιών, μια Αίθουσα Βασιλείας και ένα μεταφραστικό γραφείο. Η αφιέρωση αυτών των κτιρίων έγινε στις 29 Μαΐου 2010.
Σήμερα υπάρχουν σε όλη τη χώρα 89 Αίθουσες Βασιλείας και άλλοι χώροι συναθροίσεων. Σε πολλά μέρη της υπαίθρου, χρησιμοποιούνται ακόμη τοπικά υλικά του δάσους για την κατασκευή τέτοιων χώρων. Εντούτοις, σε μεγαλύτερες πόλεις χρησιμοποιούνται σύγχρονα οικοδομικά υλικά. Πολλές από τις πιο καινούριες αίθουσες έχουν χτιστεί στα πλαίσια του προγράμματος για χώρες με περιορισμένους πόρους, το οποίο είναι σε ισχύ στην Παπούα-Νέα Γουινέα από το 1999.
ΕΓΚΑΡΤΕΡΗΣΗ ΠΑΡΑ ΤΙΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ
Οι διάφορες θρησκείες που δραστηριοποιούνταν στην Παπούα-Νέα Γουινέα είχαν συνάψει μεταξύ τους «συμφωνία κυρίων» σχετικά με τα όρια δράσης της κάθε ιεραποστολής. Κάθε εκκλησιαστική ομάδα είχε τη δική της επικράτεια και ανέμενε από τις άλλες θρησκείες να κρατούν αποστάσεις. Φυσικά, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά μεταδίδουν τα καλά νέα σε όλους όσους θέλουν να τα ακούσουν, ανεξάρτητα από το πού ζουν. Αυτή η στάση, καθώς και η θετική ανταπόκριση πολλών που άκουγαν την αλήθεια, εξόργιζε τον κλήρο.
«Όταν μετακόμισα στο νησάκι Κούρμαλακ, στη δυτική Νέα Βρετανία, ένας από τους πρώτους επισκέπτες μου ήταν κάποιος Αγγλικανός ιερέας», θυμάται ο Νορμ Σαρίν. «“Δεν έχεις δικαίωμα να κηρύττεις στους ενορίτες μου”, είπε. “Είναι ήδη Χριστιανοί!”
»Αργότερα, είδα έναν από τους σπουδαστές μου να κατευθύνεται προς την ακτή με το μονόξυλο κανό του κωπηλατώντας αλλόφρων μέσα στην καταρρακτώδη βροχή και στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Στην ουσία, διακινδύνευε τη ζωή του με τέτοιον καιρό. Τράβηξε το κανό του στην παραλία και ασθμαίνοντας μου είπε ότι ερχόταν ένα πλοιάριο γεμάτο Καθολικούς, οργανωμένους από έναν κατηχητή, για να με ξυλοκοπήσουν. Δεν είχα πού να κρυφτώ, γι’ αυτό ζήτησα σοφία και δύναμη από τον Ιεχωβά.
»Όταν έφτασε το πλοιάριο, κατέβηκαν περίπου 15 άντρες με τα πρόσωπά τους βαμμένα κόκκινα—σαφής ένδειξη των κακών τους προθέσεων. Αντί να περιμένω να έρθουν εκείνοι κοντά μου, κατηφόρισα εγώ προς το μέρος τους. Πρωτύτερα είχα φοβηθεί, αλλά τώρα ο φόβος είχε εξαφανιστεί. Καθώς πλησίαζα, εκείνοι με έβριζαν ελπίζοντας ότι θα τους έδινα αφορμή για να με χτυπήσουν, αλλά εγώ παρέμεινα ήρεμος.
»Παρών στο επεισόδιο ήταν και ένας άλλος σπουδαστής μου, κάποιος ηλικιωμένος που ήταν μάλιστα ο ιδιοκτήτης του νησιού. Έχοντας τις καλύτερες προθέσεις, τους είπε: “Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν μάχονται. Ορίστε, χτυπήστε τον και θα δείτε!”
»“Τώρα, με τίνος το μέρος είναι αυτός;” είπα μέσα μου, ευχόμενος να σωπάσει.
»Αφού προσπάθησα αρκετά λεπτά να τους λογικέψω, τους πρότεινα να φύγουν και, ως χειρονομία καλής θέλησης, άπλωσα το δεξί μου χέρι προς τον αρχηγό τους. Εκείνος αντάλλαξε έκπληκτα βλέμματα με τους υπόλοιπους, αλλά κατόπιν μου έσφιξε το χέρι. Αυτή η κίνηση έδιωξε την ένταση, και όλοι δώσαμε τα χέρια. Προς μεγάλη μου ανακούφιση, αμέσως μετά έφυγαν! Αυτομάτως, θυμήθηκα τα λόγια του Παύλου προς τον Τιμόθεο: “Ο δούλος . . . του Κυρίου δεν χρειάζεται να μάχεται, αλλά χρειάζεται να είναι ήπιος προς όλους, . . . να συγκρατεί τον εαυτό του όταν συμβαίνει κάτι κακό”».—2 Τιμ. 2:24.
Ο Μπερντ Άντερσον θυμάται ότι, σε ένα χωριό των υψιπέδων, ο Λουθηρανός πάστορας και ένας όχλος 70 περίπου ατόμων από άλλο χωριό προσπάθησαν να διώξουν τους Μάρτυρες και να καταστρέψουν την Αίθουσα Βασιλείας τους. Ο Μπερντ αιφνιδίασε τον όχλο βγαίνοντας από το χωριό για να τους συναντήσει. Πλησίασε τον πάστορα και τον ρώτησε γιατί η ιεραποστολή των Λουθηρανών λέει ότι το όνομα του Θεού είναι Ανούτου, ένα τοπικό όνομα το οποίο είχαν υιοθετήσει κάποιοι ιεραπόστολοι του Χριστιανικού κόσμου. Ο πάστορας απάντησε ότι το όνομα αναφέρεται στη Γραφή, και ο Μπερντ ζήτησε να μάθει πού ακριβώς. Ο πάστορας άνοιξε τη Γραφή του και, όταν φάνηκε ότι δεν μπορούσε να βρει το συγκεκριμένο σημείο, ο Μπερντ τον παρακάλεσε να διαβάσει το εδάφιο Ψαλμός 83:18. Αφού ο πάστορας βρήκε το βιβλίο των Ψαλμών με τη βοήθεια του Μπερντ, άρχισε να διαβάζει μεγαλόφωνα. Όταν έφτασε στο όνομα Ιεχωβά, έκλεισε τη Γραφή και φώναξε: «Αυτά είναι ψέματα!» Κατόπιν εορτής, κατάλαβε ότι είχε μόλις καταδικάσει την ίδια του τη Γραφή. Έπειτα από αυτό το συμβάν, πολλοί από τους οπαδούς του άλλαξαν στάση απέναντι στους Μάρτυρες.
Κατά καιρούς, οι θρησκευτικοί εναντιούμενοι έκαιγαν τις Αίθουσες Βασιλείας που ήταν φτιαγμένες από υλικά του δάσους, όπως συνέβη στο χωριό Άγκι, στην επαρχία Μιλν Μπέι. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, ένας από τους εμπρηστές, ο οποίος ήταν μεθυσμένος όταν έγινε η επίθεση, μετάνιωσε πικρά για τις πράξεις του. Μάλιστα, πλησίασε αργότερα τους αδελφούς, δέχτηκε να κάνει Γραφική μελέτη και έγινε σκαπανέας. Επιπλέον, του έγινε πρόταση να μείνει στο σπίτι για τους σκαπανείς δίπλα στην ανοικοδομημένη αίθουσα. Τώρα, λοιπόν, κατέληξε να φροντίζει το χώρο όπου είχε διαπράξει το αδίκημα!
Σήμερα, ο θρησκευτικός διωγμός έχει σχεδόν εκλείψει. «Τα πράγματα έχουν ηρεμήσει πλέον», λέει ο Κρεγκ Σπιγκλ. «Αλλά έχει προκύψει ένα άλλο πρόβλημα—η βία, που συνήθως προκαλείται από κακοποιούς και κλέφτες, τους αποκαλούμενους ράσκολ. Γι’ αυτό, όταν οι αδελφοί κηρύττουν σε επικίνδυνες περιοχές εργάζονται ομαδικά και φροντίζουν να έχουν οπτική επαφή μεταξύ τους».
«Είναι καλό να σε ξέρουν ως Μάρτυρα», λένε ο Άντριαν και η Αντρία Ράιλι, που υπηρετούν ως ιεραπόστολοι. «Είτε ψωνίζεις είτε κηρύττεις, είναι σοφό να έχεις μαζί σου έντυπα», λέει ο Άντριαν. «Φυσικά, αυτό δεν εγγυάται την ασφάλειά σου, αλλά μπορεί να σε βοηθήσει επειδή σε προσδιορίζει ως διάκονο του Ιεχωβά. Σε κάποια περίπτωση, το αυτοκίνητό μου χάλασε σε μια επικίνδυνη περιοχή του Λάε. Ήμουν μόνος, και σύντομα μαζεύτηκε γύρω μου μια συμμορία νεαρών με άγρια όψη. Χάρη σε μια Γραφική συζήτηση που είχαμε κάνει πρόσφατα, δύο από αυτούς με αναγνώρισαν και με υπερασπίστηκαν. Προς μεγάλη μου έκπληξη και ανακούφιση, λοιπόν, αντί να με κλέψουν ή να μου κάνουν κακό, όλοι τους έσπρωξαν το χαλασμένο αυτοκίνητό μου σχεδόν μισό χιλιόμετρο μέχρι τον ιεραποστολικό οίκο».
Σε κάποια άλλη περίπτωση, ενώ μια αδελφή βρισκόταν στην αγορά, μερικοί ράσκολ οπλισμένοι με μαχαίρια τής ψιθύρισαν: «Δώσε μας την τσάντα σου». Τους την έδωσε αμέσως και εκείνοι έφυγαν τρέχοντας. Έπειτα από λίγο, επέστρεψαν, ζήτησαν συγνώμη και της έδωσαν την τσάντα με ό,τι είχε μέσα. Γιατί; Όταν την άνοιξαν, είδαν τη Γραφή της και το βιβλίο Συζητάτε και ένιωσαν ένοχοι για ό,τι είχαν κάνει.
ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ
«Κηρύτταμε στους ανθρώπους όπου τους βρίσκαμε», διηγήθηκε η Έλσι Θιου, η οποία υπηρέτησε στην Παπούα-Νέα Γουινέα με το σύζυγό της, τον Μπιλ, από το 1958 ως το 1966. «Τους μιλούσαμε στα χωριά τους, στα σπίτια τους, στους κήπους τους, στις αγορές, καθώς και στα μονοπάτια του δάσους. Μιλούσαμε σε ψαράδες στις παραλίες και στις όχθες των ποταμών. Τον πρώτο καιρό, είχαμε μαζί μας και έναν παγκόσμιο χάρτη για να δείχνουμε στους κατοίκους των πιο απομονωμένων περιοχών από πού είχαμε έρθει. Αυτό ήταν σημαντικό επειδή μερικές φορές φτάναμε εκεί αεροπορικώς, και οι χωρικοί, που δεν ήξεραν τίποτα για τον έξω κόσμο, πίστευαν ότι ήμασταν ουρανοκατέβατοι! Γι’ αυτό, τους δείχναμε ότι απλώς είχαμε έρθει από ένα άλλο μέρος του ίδιου κόσμου με το δικό τους».
Σε αρκετά από τα χωριά που είναι διάσπαρτα στην εκτενή ακτογραμμή της Παπούας-Νέας Γουινέας και στις πολλές όχθες των ποταμών μπορεί να φτάσει κανείς μόνο με πλοιάριο ή με κανό. Ο Στιβ Μπλάντι θυμάται: «Ο αδελφός Ντάιρα Γκούμπα, από το Χανουαμπάντα του Πορτ Μόρεσμπι, ήταν ένας ηλικιωμένος που διέθετε μεγάλη πείρα στα σκάφη. Μιας και είχε δύο κούφιους κορμούς κάτω από το σπίτι του, εγώ και ο συνεργάτης μου στο σκαπανικό τον βοηθήσαμε να βρει την υπόλοιπη ξυλεία που χρειαζόταν για να κατασκευάσει ένα πουαπούα, μια ντόπια εκδοχή του καταμαράν. Το ιστίο ήταν από καραβόπανο. Με καπετάνιο τον Ντάιρα και πλήρωμα δυο τρεις άλλους αδελφούς από το Χανουαμπάντα, κάναμε αρκετά ταξίδια σε παράκτια χωριά κοντά στο Πορτ Μόρεσμπι».
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο Μπερντ Άντερσον υπηρετούσε στη Νέα Ιρλανδία, ένα όμορφο νησί περίπου 650 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της ηπειρωτικής χώρας. Ο Μπερντ γράφει: «Έρχονταν άνθρωποι από τα κοντινά νησάκια, ζητώντας μας να τους επισκεφτούμε. Για να γίνει αυτό, όμως, χρειαζόμασταν πλοιάριο, πράγμα που έμοιαζε άπιαστο όνειρο λαβαίνοντας υπόψη το μικρό μας μηνιαίο βοήθημα. Είχαμε μερικές σανίδες φυλαγμένες σε κάποιο υπόστεγο, αλλά δεν επαρκούσαν για την κατασκευή του. Γι’ αυτό, θέσαμε το ζήτημα στον Ιεχωβά με προσευχή. Τότε, εντελώς αναπάντεχα, ένας αδελφός από το Λάε μάς έστειλε 200 δολάρια για να μας βοηθήσει να επισκεφτούμε τα πιο μακρινά νησιά. Έτσι λοιπόν, μπορέσαμε να κατασκευάσουμε ένα πλοιάριο, το οποίο ονομάσαμε Σκαπανέα. Του έλειπε, όμως, η μηχανή. Και πάλι, ο ίδιος αγαπητός αδελφός πρόσφερε τα χρήματα που χρειαζόμασταν για να αγοράσουμε αυτή τη φορά μια μικρή εξωλέμβια. Τώρα μπορούσαμε να ανταποκριθούμε στην πρόσκληση που μας είχε γίνει να επισκεφτούμε εκείνα τα ειδυλλιακά νησιά!»
Γύρω στο 1990, ένας επίσκοπος περιοχής, ο Τζιμ Ντέιβις, μαζί με τρεις άλλους αδελφούς, έκανε σχέδια να δοθεί μαρτυρία σε έναν καταυλισμό προσφύγων ψηλά στον ποταμό Φλάι, κοντά στα σύνορα με την Ινδονησία. Οι αδελφοί είχαν διευθετήσει να φιλοξενηθούν στο σπίτι μιας ενδιαφερομένης της οποίας ο σύζυγος ήταν ο δεύτερος τη τάξει στον καταυλισμό. «Το ταξίδι αντίθετα στο ρεύμα του ποταμού Φλάι κράτησε περίπου δύο ώρες με ένα μηχανοκίνητο μονόξυλο κανό», λέει ο Τζιμ. «Περίπου στις εννιά το πρωί, φτάσαμε σε κάποιο ξέφωτο στη ζούγκλα. Από εκεί ένας χωματόδρομος οδηγούσε στο μακρινό καταυλισμό. Καθήσαμε και περιμέναμε μήπως περάσει κάποιος να μας πάρει.
»Τελικά, στις πέντε το απόγευμα, εμφανίστηκε ένα όχημα. Φορτώσαμε τις προμήθειές μας, σκαρφαλώσαμε πάνω, αλλά μόλις μερικά μέτρα πιο κάτω χάλασε το σύστημα διεύθυνσης! Ατάραχος, ο οδηγός εντόπισε το πρόβλημα, βρήκε λίγο σύρμα, σύρθηκε κάτω από το αυτοκίνητο και έδεσε τα εξαρτήματα που είχαν αποσυνδεθεί. “Δεν θα πάμε και πολύ μακριά έτσι”, σκέφτηκα. Αλλά έκανα λάθος. Το σύρμα άντεξε σε όλη τη διαδρομή—πέντε ώρες, όλες με κίνηση στους τέσσερις τροχούς λόγω της κατάστασης του δρόμου. Πολλές φορές, μάλιστα, κολλήσαμε στη λάσπη και έπρεπε να σπρώξουμε. Φτάσαμε στις δέκα τη νύχτα, αποκαμωμένοι και γεμάτοι λάσπες.
»Κηρύξαμε τρεις μέρες στον καταυλισμό, ο οποίος εκτεινόταν σε μια μεγάλη περιοχή της ζούγκλας, και διαθέσαμε όλα τα έντυπά μας. Βρήκαμε επίσης έναν αποκομμένο ο οποίος εξέφρασε την επιθυμία να επιστρέψει στον Ιεχωβά. Αργότερα, μάθαμε με πολλή χαρά ότι όντως επέστρεψε. Επίσης, η σύζυγός του και κάποια από τα παιδιά του είναι τώρα στην αλήθεια. Το ίδιο ισχύει για την ενδιαφερόμενη και το σύζυγό της οι οποίοι μας φιλοξένησαν με καλοσύνη».
ΕΡΓΟ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΣΤΟΝ ΠΟΤΑΜΟ ΣΕΠΙΚ
Ο ποταμός Σέπικ, μήκους 1.100 και πλέον χιλιομέτρων, μοιάζει με μεγάλο καφέ φίδι που ελίσσεται από τα υψίπεδα ως τη θάλασσα. Σε μερικά σημεία είναι τόσο πλατύς ώστε δυσκολεύεται κανείς να δει την απέναντι όχθη. Ο ποταμός είναι μια μεγάλη «λεωφόρος», την οποία χρησιμοποιούν τακτικά οι αδελφοί, ανάμεσά τους οι περιοδεύοντες επίσκοποι με τις συζύγους τους. Ας ακολουθήσουμε έναν επίσκοπο περιοχής και τη σύζυγό του καθώς επισκέπτονται εκκλησίες κατά μήκος αυτής της επιβλητικής υδάτινης οδού.
Ο Γουόρεν Ρέινολντς γράφει: «Νωρίς το πρωί, εγώ και η σύζυγός μου, η Λιάν, ξεκινάμε από την πόλη Γουέγουακ έχοντας την αλουμινένια βάρκα μας, μήκους 3,5 μέτρων, δεμένη στη σχάρα του οχήματός μας. Έπειτα από διαδρομή τριών ωρών, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας γίνεται με κίνηση στους τέσσερις τροχούς, παρκάρουμε δίπλα στο ποτάμι. Για μερικές μέρες θα ταξιδεύουμε με τη βάρκα αντίθετα στο ρεύμα προκειμένου να επισκεφτούμε τους 30 περίπου ευαγγελιζομένους σε τέσσερα χωριά κατά μήκος των παραποτάμων του Σέπικ.
»Με τη βάρκα μας φορτωμένη προμήθειες, βάζουμε μπρος την εξωλέμβια μηχανή 25 ίππων και κατευθυνόμαστε αντίθετα στο ρεύμα. Μια ώρα μετά, μπαίνουμε στον Γιούατ, παραπόταμο του Σέπικ, και ταξιδεύουμε άλλες δύο ώρες μέχρι το χωριό Μπάιγουατ. Μας υποδέχονται θερμά οι αδελφοί και οι σπουδαστές τους, μερικοί από τους οποίους τραβούν τη βάρκα μας στη στεριά και την αποθηκεύουν σε ένα σπίτι. Αφού απολαμβάνουμε ένα γεύμα από πλαντάγο και γάλα καρύδας, ξεκινάμε όλοι μαζί μια δίωρη πεζοπορία μέσα στην ελώδη ζούγκλα. Οι ευαγγελιζόμενοι προπορεύονται και μας βοηθούν να μεταφέρουμε τις προμήθειές μας. Φτάνουμε σε ένα χωριουδάκι, το Ντιμίρι, όπου ξεδιψάμε με γάλα καρύδας, ενώ στήνουμε την κουνουπιέρα και το κρεβάτι μας σε ένα ξύλινο σπίτι στηριγμένο σε πασσάλους. Τελικά, έπειτα από ένα δείπνο με γλυκοπατάτες, πηγαίνουμε για ύπνο.
»Σε τρία χωριά αυτής της περιοχής ζουν 14 ευαγγελιζόμενοι. Τις επόμενες μέρες, δίνουμε μαρτυρία σε κάθε χωριό και βρίσκουμε πολλά ενδιαφερόμενα άτομα. Επίσης, χαιρόμαστε βλέποντας δύο σπουδαστές της Γραφής να νομιμοποιούν το γάμο τους και να αποκτούν τα προσόντα ώστε να υπηρετούν ως ευαγγελιζόμενοι της Βασιλείας. Οι άλλοι ευαγγελιζόμενοι ετοιμάζουν ένα λιτό γαμήλιο γεύμα με γλυκοπατάτες, σάγο, μερικά εδώδιμα φύλλα και δύο κοτόπουλα.
»Την Κυριακή, βλέπουμε με ενθουσιασμό 93 χωρικούς να παρακολουθούν τη δημόσια ομιλία! Μετά τη συνάθροιση, το καταμεσήμερο, ξεκινάμε με γεμάτους τους σάκους μας για το ταξίδι της επιστροφής στο Μπάιγουατ, όπου αφήνουμε τα πράγματά μας στο σπίτι ενός σπουδαστή και αρχίζουμε να δίνουμε μαρτυρία. Αρκετοί δέχονται έντυπα, και μερικοί ξεκινούν Γραφική μελέτη. Εκείνο το βράδυ, τρώμε στο σπίτι ενός σπουδαστή μαζεμένοι γύρω από τη φωτιά, ενώ ο καπνός κρατάει μακριά τα σμήνη των κουνουπιών.
»Νωρίς την επομένη, επιστρέφουμε στη βάρκα μας, την ξαναρίχνουμε στο ποτάμι και ξεκινάμε μέσα στην πρωινή ομίχλη συνεπαρμένοι από την ποικιλία των πουλιών γύρω μας και από τα ψάρια που τσαλαβουτούν στο νερό. Συναντούμε οικογένειες που ταξιδεύουν νωχελικά προς την αντίθετη κατεύθυνση, πάνω σε σχεδίες από μπαμπού, μεταφέροντας αγαθά για την τοπική αγορά.
»Όταν επιστρέφουμε στο όχημά μας, ανεφοδιαζόμαστε με καύσιμα, πόσιμο νερό και άλλες προμήθειες. Κατόπιν, ξεκινάμε ξανά το ταξίδι στο ποτάμι, για να επισκεφτούμε τους 14 ευαγγελιζομένους στο Κάμποτ. Φτάνουμε έπειτα από δύο ώρες, μουσκεμένοι μέχρι το κόκαλο λόγω μιας τροπικής νεροποντής. Από το Κάμποτ πλέουμε αντίθετα στο ρεύμα—αυτή τη φορά με τη βάρκα μας γεμάτη ευαγγελιζομένους—με προορισμό ένα μεγάλο χωριό που απλώνεται και στις δύο όχθες του ποταμού. Εκεί δίνουμε μαρτυρία μέχρι αργά το απόγευμα σε όσους ανταποκρίνονται. Στο γυρισμό, κηρύττουμε σε κάποιους που στέκονται στις πλωτές εξέδρες τους από μπαμπού. Το πρωί μάς είχαν δει να ανεβαίνουμε τον ποταμό και τώρα περιμένουν να επιστρέψουμε. Εφόσον τα χρήματα είναι σπάνια σε αυτή την απομακρυσμένη περιοχή, οι χωρικοί δείχνουν την ευγνωμοσύνη τους για την επίσκεψή μας και για τα φυλλάδια που τους δίνουμε προσφέροντας τρόφιμα—καρύδες, κολοκύθες, καπνιστά ψάρια και μπανάνες. Το δειλινό μάς βρίσκει πίσω στο Κάμποτ να μαγειρεύουμε αυτά τα τρόφιμα.
»Στο Κάμποτ, ο χώρος των συναθροίσεων είναι στηριγμένος σε πασσάλους, όπως και όλα τα σπίτια της περιοχής. Την περίοδο των βροχών, όταν πλημμυρίζουν τα πάντα, όλοι κωπηλατούν με τα κανό τους μέχρι τα σκαλιά του χώρου συναθροίσεων. Η επίσκεψή μας ολοκληρώνεται με 72 παρόντες στη δημόσια ομιλία, μεταξύ των οποίων είναι κάποιοι που έχουν περπατήσει πέντε ώρες για να έρθουν.
»Επιστρέφουμε στο όχημα που χρησιμοποιούμε για το έργο περιοχής και δένουμε τη βάρκα στη σχάρα. Η διαδρομή μέχρι το σπίτι κρατάει τρεις ώρες. Στο δρόμο, συλλογιζόμαστε τους αγαπητούς αδελφούς και αδελφές μας που ζουν στις όχθες του ποταμού Σέπικ. Σκεφτόμαστε επίσης πόσο τους αγαπάει ο Ιεχωβά, όπως φαίνεται από τις προσπάθειες που καταβάλλει η οργάνωσή του για να τρέφονται καλά από πνευματική άποψη. Είναι μεγάλο προνόμιο να αποτελούμε μέρος μιας τόσο θαυμάσιας οικογένειας!»
ΠΑΛΗ ΜΕ ΤΑ ΠΟΝΗΡΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ
Μολονότι μεγάλο ποσοστό των κατοίκων της Παπούας-Νέας Γουινέας ισχυρίζονται ότι είναι Χριστιανοί, πολλοί είναι προσκολλημένοι και σε παραδοσιακές πεποιθήσεις, όπως η προγονολατρία και ο φόβος για τα κακά πνεύματα. Μάλιστα τα πρόσφατα χρόνια, σύμφωνα με κάποιον ταξιδιωτικό οδηγό, «παρατηρείται έντονη αναβίωση της μαύρης μαγείας και της μαγγανείας». Ως εκ τούτου, οι αρρώστιες και οι θάνατοι αποδίδονται συνήθως στους μάγους-γιατρούς ή στα πνεύματα των προγόνων.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η Γραφική αλήθεια πράγματι απελευθερώνει. Ακόμη και μερικοί μάγοι-γιατροί έχουν αναγνωρίσει τη δύναμη του Λόγου του Θεού, έχουν εγκαταλείψει τις συνήθειές τους και έχουν ακολουθήσει την αληθινή λατρεία. Εξετάστε δύο παραδείγματα:
Ο Σοάρε Μάιγκα ζούσε σε ένα χωριό περίπου 50 χιλιόμετρα από το Πορτ Μόρεσμπι και ήταν ο φόβος και ο τρόμος λόγω των δυνάμεων που κατείχε. Ωστόσο, από περιέργεια για τις πεποιθήσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά, άρχισε να παρακολουθεί ομαδικές Γραφικές μελέτες. Σύντομα, αποδέχτηκε την αλήθεια και άφησε πίσω του τα παλιά. Αλλά όταν προσπάθησε να ξεφορτωθεί τα πνευματιστικά του αντικείμενα, με κάποιον μυστηριώδη τρόπο αυτά τα πράγματα επέστρεφαν! Εντούτοις, ο Σοάρε ήταν αποφασισμένος να “εναντιωθεί στον Διάβολο”, γι’ αυτό μια μέρα τα τοποθέτησε όλα σε μια σακούλα, έβαλε μέσα μια πέτρα για βάρος και την πέταξε στη θάλασσα στα ανοιχτά του Πορτ Μόρεσμπι. (Ιακ. 4:7) Εκείνη τη φορά τα αντικείμενα δεν επέστρεψαν. Έκτοτε, αυτό το θαρραλέο άτομο έγινε ζηλωτής Μάρτυρας του αληθινού Θεού, του Ιεχωβά.
Ο Κόρα Λέκε χρησιμοποιούσε μαγγανεία και βότανα για να θεραπεύει τους αρρώστους. Ωστόσο, όταν άρχισε να μελετάει τη Γραφή, έκανε αγώνα για να απελευθερωθεί από ένα πνεύμα το οποίο τον βοηθούσε στα μαγικά του. Όπως ο Σοάρε, έτσι και ο Κόρα ήταν αποφασισμένος να απαγκιστρωθεί από τους δαίμονες και, με τη βοήθεια του Ιεχωβά, τα κατάφερε. Αργότερα, υπηρέτησε ως τακτικός και ως ειδικός σκαπανέας. Ακόμη και σε μεγάλη ηλικία, όταν τα πόδια του δεν τον κρατούσαν πια, αυτός ο όσιος αδελφός συνέχισε να μεταδίδει τα καλά νέα στους συνανθρώπους του.
Πώς πήγαινε ο Κόρα στο σημείο όπου του άρεσε να κηρύττει; Οι αδελφοί τον μετέφεραν εκεί με ένα καρότσι κήπου, το πιο πρακτικό μέσο που ήταν διαθέσιμο. Αργότερα, ένας επινοητικός αδελφός που εργαζόταν στο γραφείο τμήματος είχε την καλοσύνη να του φτιάξει μια αναπηρική καρέκλα χρησιμοποιώντας το μεταλλικό σκελετό μιας κανονικής καρέκλας, ρόδες ποδηλάτου και ύφασμα για το κάθισμα. Το νέο μεταφορικό μέσο έδωσε στον Κόρα μεγαλύτερη ανεξαρτησία, και εκείνος το χρησιμοποιούσε στο πλήρες! Τέτοιοι ηλικιωμένοι αποτελούν πράγματι υποκινητικά παραδείγματα και ασφαλώς κάνουν την καρδιά του Ιεχωβά να χαίρεται!—Παρ. 27:11.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΓΡΑΦΗΣ
«Όλα όσα γράφτηκαν παλιότερα γράφτηκαν για τη διδασκαλία μας», αναφέρει το εδάφιο Ρωμαίους 15:4. Είναι σαφές ότι ο Θεός θέλει να είναι ο λαός του εγγράμματος. Γι’ αυτό, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Παπούα-Νέα Γουινέα έχουν κάνει μεγάλες προσπάθειες για να διδάξουν στους ανθρώπους ανάγνωση και γραφή.
Φυσικά, η εκμάθηση ανάγνωσης και γραφής μπορεί να είναι δύσκολη, ιδιαίτερα για τους ηλικιωμένους, αλλά αν κάποιος σπουδαστής έχει πρόθυμη καρδιά συνήθως τα καταφέρνει. Πράγματι, ο Λόγος του Θεού μπορεί να ασκήσει ισχυρή επιρροή ακόμη και στους πιο απλούς και αγράμματους ανθρώπους.
Εξετάστε το παράδειγμα του Σάβε Νάνπεν, ενός νεαρού πού ζούσε κοντά στις πηγές του Σέπικ. Όταν ο Σάβε μετακόμισε στο Λάε, έκανε ένα πολιτισμικό άλμα, καθώς ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με διάφορες πτυχές του Δυτικού κόσμου. Επίσης, γνώρισε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι του μίλησαν για την ελπίδα της Βασιλείας. Ο Σάβε επηρεάστηκε βαθιά, άρχισε να παρακολουθεί τις Χριστιανικές συναθροίσεις και σύντομα απέκτησε τα προσόντα να γίνει αβάφτιστος ευαγγελιζόμενος. Ωστόσο, δεν προχωρούσε στο επόμενο βήμα—το βάφτισμα. Γιατί; Είχε υποσχεθεί στον Ιεχωβά ότι δεν θα βαφτιζόταν αν δεν κατάφερνε πρώτα να διαβάσει μόνος του τη Γραφή. Γι’ αυτό, μελέτησε επισταμένα και πέτυχε τους πνευματικούς του στόχους.
Ο αναλφαβητισμός εξακολουθεί να είναι διαδεδομένος, αλλά το κράτος έχει ιδρύσει σχολεία σε πολλές περιοχές, και τα παιδιά των Μαρτύρων φοιτούν σε αυτά. Μάλιστα, οι νεαροί μας είναι συνήθως υποδειγματικοί μαθητές—σε μεγάλο βαθμό χάρη στη σωστή γονική φροντίδα και στην εκπαίδευση που λαβαίνουν στις συναθροίσεις, όπως είναι η Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας.
Η ΓΡΑΦΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΕΙ ΖΩΕΣ
Ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Τα όπλα του πολέμου μας δεν είναι σαρκικά, αλλά δυνατά από τον Θεό για ανατροπή ισχυρά οχυρωμένων πραγμάτων». (2 Κορ. 10:4) Μερικές φορές, ένα και μόνο εδάφιο μπορεί να επηρεάσει κάποιον βαθύτατα, όπως συνέβη με την Ελφρίντα. Όταν της έδειξαν το όνομα του Θεού στη Γραφή της, στη γλώσσα γουενταού, εκείνη συμβουλεύτηκε μια εγκυκλοπαίδεια η οποία επιβεβαίωνε όσα έλεγε αναφορικά με αυτό η Γραφή. “Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διδάσκουν την αλήθεια”, σκέφτηκε. Ωστόσο, ο σύζυγός της, ο Άρματιζ, δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με τους Μάρτυρες. Ήταν μέθυσος, μασούσε καρύδα του βετέλ, κάπνιζε και είχε ευέξαπτο χαρακτήρα.
Όταν πήρε σύνταξη, ο Άρματιζ μετακόμισε με την Ελφρίντα από το Λάε στο Αλοτάου, στην επαρχία Μιλν Μπέι, όπου δεν υπήρχαν Μάρτυρες. Στο μεταξύ, η Ελφρίντα έκανε συνδρομή στη Σκοπιά και στο Ξύπνα! και μελετούσε μέσω αλληλογραφίας με μια σκαπάνισσα, την Κέιλιν Νίλσεν. «Η Ελφρίντα μού έγραφε ανελλιπώς τις απαντήσεις της κάθε εβδομάδα», λέει η Κέιλιν.
Αργότερα, ο Τζόρντι και η Τζοάν Ράιλ, απόφοιτοι της Γαλαάδ, έλαβαν διορισμό για την επαρχία Μιλν Μπέι και επισκέφτηκαν την Ελφρίντα για να την ενθαρρύνουν και να εργαστούν μαζί της στη διακονία. «Ο Άρματιζ μου ζήτησε να μελετήσουμε μαζί τη Γραφή», θυμάται ο Τζόρντι. «Λόγω της φήμης του, αναρωτιόμουν ποιο ήταν το πραγματικό του κίνητρο. Αλλά αφού μελέτησα μαζί του έναν μήνα, κατάλαβα ότι ήταν ειλικρινής. Έπειτα από λίγο καιρό βαφτίστηκε και τελικά έγινε διακονικός υπηρέτης». Τώρα, τρεις γενιές της οικογένειάς του είναι στην αλήθεια, και ο εγγονός του, ο Κεγκαγουάλε Μπιγιάμα, ο οποίος αναφέρθηκε νωρίτερα, υπηρετεί στην Επιτροπή του Τμήματος στο Πορτ Μόρεσμπι.
Ενώ ο Ντον και η Σίρλεϊ Φίλντερ έκαναν σκαπανικό στη Χούλα, άρχισαν Γραφική μελέτη με τον Αλάγκι και τη Ρενάγκι Πάλα. «Ο Αλάγκι ήταν κλέφτης και συνεχώς καβγάδιζε», γράφει ο Ντον. «Λόγω μιας τροπικής ασθένειας, το δέρμα του είχε αποκρουστική όψη, ενώ μέρος του στόματός του ήταν καταφαγωμένο από ένα τροπικό έλκος. Τόσο εκείνος όσο και η σύζυγός του μασούσαν επίσης καρύδα του βετέλ, και τα κενά ανάμεσα στα μαυρισμένα δόντια τους ήταν συνήθως κατακόκκινα. Ο Αλάγκι ήταν το τελευταίο άτομο που θα περίμενε κανείς να ελκυστεί στην αλήθεια. Ωστόσο, αυτός και η σύζυγός του ενδιαφέρθηκαν για την αλήθεια και παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις μας, καθισμένοι αθόρυβα στα τελευταία καθίσματα.
»Μέσα σε έξι μήνες», θυμάται ο Ντον, «είδαμε τον Αλάγκι να μεταμορφώνεται εντελώς. Σταμάτησε να κλέβει, να καβγαδίζει και να τσακώνεται. Αυτός και η Ρενάγκι καθάρισαν τον εαυτό τους από σωματική άποψη και άρχισαν να συμμετέχουν στις συναθροίσεις. Επίσης μετέδιδαν τα καλά νέα σε άλλους. Μάλιστα, εκείνοι και μερικά ακόμη άτομα έγιναν οι πρώτοι ευαγγελιζόμενοι στην περιοχή της Χούλα».
Ο Έιμπελ Γουάρακ ζούσε στη Νέα Ιρλανδία και έπασχε από λέπρα. Ως αποτέλεσμα, δεν είχε αφή στα χέρια και στα πόδια του. Όταν ήρθε σε επαφή με την αλήθεια, περπατούσε μόλις και μετά βίας και είχε χάσει το ενδιαφέρον του για τη ζωή. Η αλήθεια, όμως, μεταμόρφωσε εντελώς τη νοοτροπία του και τις απόψεις του χαρίζοντάς του και πάλι χαρά και ζωντάνια. Έπειτα από καιρό, έγινε μάλιστα σκαπανέας. Για να έχει επαρκή τροφή, ο Έιμπελ ψάρευε, αλλά επειδή δεν είχε καμιά αίσθηση στα πόδια, δεν μπορούσε να περπατάει πια με ασφάλεια πάνω στον ύφαλο. Γι’ αυτό, οι αδελφοί τού αγόρασαν γαλότσες μέχρι το γόνατο. Επίσης έμαθε ποδήλατο, πράγμα που του έδωσε τη δυνατότητα να ταξιδεύει πιο μακριά για να μεταδίδει τα καλά νέα. Μάλιστα, μερικές φορές διένυε 100 χιλιόμετρα προκειμένου να πάει σε κάποια επανεπίσκεψη και, σε μια περίπτωση, ταξίδεψε με το ποδήλατο 145 χιλιόμετρα για να προσκαλέσει έναν ενδιαφερόμενο στην Ανάμνηση.
Μερικές φορές, η «γνώση του Ιεχωβά» έχει βοηθήσει ακόμη και άτομα με θηριώδη χαρακτηριστικά να κάνουν μεγάλες αλλαγές. (Ησ. 11:6, 9) Για παράδειγμα, το 1986, περίπου 60 άτομα από δύο χωριά κοντά στο Μπανζ εμφανίστηκαν σε μια συνέλευση περιφερείας στο Λάε και κάθησαν στις μπροστινές σειρές. Αυτοί οι κάτοικοι των υψιπέδων ήταν αιώνιοι εχθροί που συνήθως πολεμούσαν μεταξύ τους. Αλλά όταν έμαθαν τα καλά νέα από κάποιους ειδικούς σκαπανείς, αποφάσισαν να συμβιώσουν ειρηνικά. Τέτοιες εμπειρίες φέρνουν στο μυαλό τα λόγια του εδαφίου Ζαχαρίας 4:6: «“Όχι με στρατιωτική δύναμη ούτε με ισχύ, αλλά με το πνεύμα μου”, είπε ο Ιεχωβά των στρατευμάτων». Το ίδιο πνεύμα έχει επίσης παρακινήσει πολλούς ειλικρινείς ανθρώπους να συμμορφωθούν με τους ηθικούς κανόνες της Γραφής.
ΤΙΜΗ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΪΚΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Σε πολλές χώρες τα τοπικά έθιμα καθώς και οι εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου συνήθως έρχονται σε σύγκρουση με τη Γραφική άποψη για το γάμο. (Ματθ. 19:5· Ρωμ. 13:1) Κάτι τέτοιο ισχύει και στην Παπούα-Νέα Γουινέα. Έτσι λοιπόν, για να ευαρεστούν τον Ιεχωβά, πολλά ζευγάρια που συζούσαν ή διατηρούσαν πολυγαμική σχέση έχουν κάνει μεγάλες αλλαγές στη ζωή τους. Εξετάστε το παράδειγμα του Φράνσις και της συζύγου του, της Κριστίν.
Όταν ο Φράνσις παραιτήθηκε από το στρατό, ήρθε σε διάσταση με τη σύζυγό του. Η Κριστίν και τα δύο παιδιά τους γύρισαν στο χωριό της, στο νησί Γκούντιναφ, στην επαρχία Μιλν Μπέι, και εκείνος επέστρεψε στο Μάουντ Χάγκεν. Εκεί άρχισε τελικά να ζει με μια άλλη γυναίκα και με τα παιδιά της. Πήγαιναν στην Εκκλησία των Συνελεύσεων του Θεού. Έπειτα από λίγο καιρό, οι Μάρτυρες βρήκαν τη σύντροφο του Φράνσις και άρχισαν να μελετούν μαζί της τη Γραφή. Μετά έδειξε και εκείνος ενδιαφέρον και, σε σύντομο χρονικό διάστημα, παρακολουθούσαν και οι δύο τις Χριστιανικές συναθροίσεις.
Ο Φράνσις ήθελε να γίνει ευαγγελιζόμενος της Βασιλείας, αλλά πρώτα έπρεπε να τακτοποιήσει το θέμα του γάμου του. Αφού σκέφτηκε το ζήτημα με προσευχή, το συζήτησε με τη σύντροφό του. Τότε, εκείνη μετακόμισε με τα παιδιά της σε άλλο σπίτι, και ο Φράνσις πήγε να βρει την Κριστίν, με την οποία ήταν σε διάσταση έξι χρόνια. Όπως είναι κατανοητό, η Κριστίν και οι συγγενείς της έμειναν κατάπληκτοι βλέποντάς τον. Χρησιμοποιώντας τη Γραφή, ο Φράνσις εξήγησε με καλοσύνη σε όλους ότι επιθυμούσε να κάνει το σωστό στα μάτια του Ιεχωβά. Έπειτα ζήτησε από τη σύζυγό του να γυρίσει μαζί με τα παιδιά τους στο Μάουντ Χάγκεν και να ξαναφτιάξουν το σπιτικό τους. Όλοι τα έχασαν με αυτή την αλλαγή στάσης. Η Κριστίν δέχτηκε την πρόσκλησή του και εκείνος, με τη σειρά του, αποζημίωσε οικονομικά τους συγγενείς της για όλα όσα είχαν προσφέρει στην οικογένειά του τα προηγούμενα έξι χρόνια.
Όταν η Κριστίν επέστρεψε στο Μάουντ Χάγκεν, άρχισε και εκείνη να μελετάει τη Γραφή, πράγμα που σήμαινε ότι έμαθε και να διαβάζει. Στο μεταξύ, σταμάτησε να μασάει καρύδα του βετέλ και να καπνίζει. Αυτό το αντρόγυνο είναι τώρα αφιερωμένοι υπηρέτες του Ιεχωβά.
ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΤΙΜΟΥΝ ΤΟΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ ΤΟΥΣ
Πολλά παιδιά στην Παπούα-Νέα Γουινέα έχουν παραμείνει προσκολλημένα με θάρρος στη Γραφικά εκπαιδευμένη συνείδησή τους δίνοντας θαυμάσια μαρτυρία. Για παράδειγμα, στις αρχές του 1966 μια δασκάλα είπε σε εφτά παιδιά ντόπιων Μαρτύρων ότι έπρεπε να χαιρετήσουν τη σημαία σε κάποιες τελετές που θα γίνονταν την επόμενη εβδομάδα. Όταν έφτασε εκείνη η ώρα, παρουσία 300 περίπου συγκεντρωμένων μαθητών, και τα εφτά παιδιά αρνήθηκαν να απευθύνουν αυτόν το χαιρετισμό. Το αποτέλεσμα ήταν να αποβληθούν, μολονότι οι γονείς τους είχαν ζητήσει γραπτώς την εξαίρεση των παιδιών τους από τις τελετές. Ένας πρεσβύτερος από την τοπική εκκλησία προσέφυγε για αυτό το ζήτημα σε κυβερνητικούς αξιωματούχους, τόσο στην Παπούα-Νέα Γουινέα όσο και στην Αυστραλία.
Στις 23 Μαρτίου ο Αυστραλός Διοικητής της Παπούας-Νέας Γουινέας τηλεφώνησε στη διεύθυνση του σχολείου και έδωσε την εντολή να ξαναγίνουν αμέσως δεκτά τα παιδιά. Η αληθινή λατρεία είχε πετύχει μια μικρή νομική νίκη. Σήμερα η κυβέρνηση της Παπούας-Νέας Γουινέας εξακολουθεί να σέβεται το δικαίωμα που έχουν τα παιδιά να μη χαιρετούν τη σημαία για λόγους συνείδησης.
“Τα νήπια και τα βρέφη που θηλάζουν” μπορούν να αινούν τον Ιεχωβά και με άλλους τρόπους. (Ματθ. 21:16) Πάρτε για παράδειγμα τη Ναόμι από τα υψίπεδα, της οποίας οι γονείς, ο Τζο και η Έλεν, δεν ήταν στην αλήθεια. Σε ηλικία περίπου τριών χρονών, η Ναόμι έμεινε για έναν περίπου χρόνο στο Λάε με την αδελφή της Έλεν, μια ζηλώτρια Μάρτυρα του Ιεχωβά. Η θεία της την έπαιρνε τακτικά μαζί της όταν έδινε μαρτυρία, μεταφέροντάς την συνήθως σε έναν σάκο που είχε κρεμασμένο στον ώμο της. Έτσι λοιπόν, η Ναόμι έμαθε για την ελπίδα της Βασιλείας, ιδιαίτερα επειδή η θεία της χρησιμοποιούσε πολύ τις εικόνες από Το Βιβλίο μου με τις Βιβλικές Ιστορίες.
Όταν η Ναόμι επέστρεψε στους γονείς της, πήρε ένα έντυπο των Μαρτύρων, βγήκε από το σπίτι και χτύπησε δυνατά την πόρτα. «Εμπρός!» φώναξαν οι γονείς της. Το κοριτσάκι μπήκε στο σπίτι και είπε: «Γεια σας. Είμαι Μάρτυρας του Ιεχωβά και ήρθα να σας μιλήσω για την Αγία Γραφή». Καθώς ο Τζο και η Έλεν κοιτούσαν έκπληκτοι, η Ναόμι συνέχισε: «Η Γραφή λέει ότι αυτός ο τόπος θα γίνει Παράδεισος και ότι θα μας κυβερνάει ένας και μόνο Βασιλιάς, ο Ιησούς. Όλα όσα βλέπουμε γύρω μας τα έχει φτιάξει ο Ιεχωβά».
Ο Τζο και η Έλεν είχαν μείνει άφωνοι. «Τι θα πουν οι γείτονες!» φώναξε ο Τζο στη σύζυγό του. «Καλύτερα να την κλειδώσεις μέσα στο σπίτι αύριο».
Την επομένη, ενώ οι γονείς της κάθονταν έξω, η Ναόμι χτύπησε δυνατά τον τοίχο του δωματίου της. «Βγες έξω», είπε ο Τζο. Η Ναόμι εμφανίστηκε και άρχισε να κάνει μια άλλη παρουσίαση: «Γεια σας. Είμαι Μάρτυρας του Ιεχωβά και ήρθα να σας κηρύξω. Οι καλοί θα ζήσουν για πάντα στη γη. Αλλά όσοι νευριάζουν και κάνουν κακά πράγματα δεν θα είναι στον Παράδεισο». Η Έλεν και ο Τζο έμειναν εμβρόντητοι. Εκείνη ξέσπασε σε κλάματα, ενώ εκείνος πήγε αμέσως στο κρεβάτι του.
Το ίδιο βράδυ, ο Τζο ξεφύλλισε από περιέργεια την παλιά του Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου και βρήκε τυχαία το όνομα Ιεχωβά. Την άλλη μέρα, αντί να πάει για δουλειά, έγραψε ένα γράμμα στους Μάρτυρες και έπειτα ταξίδεψε οδικώς 40 χιλιόμετρα μέχρι το Μάουντ Χάγκεν για να το αφήσει στην Αίθουσα Βασιλείας.
Οι αδελφοί επισκέφτηκαν τον Τζο και την Έλεν και έκαναν διευθετήσεις για μια τακτική Γραφική μελέτη. Επίσης έμαθαν στην Έλεν να διαβάζει. Τελικά, τόσο ο Τζο όσο και η Έλεν βαφτίστηκαν, και η Έλεν μπόρεσε να βοηθήσει άλλους σπουδαστές της Γραφής να μάθουν να διαβάζουν—όλα αυτά επειδή η καρδιά ενός μικρού κοριτσιού ξεχείλιζε από αίνο για τον Ιεχωβά!
ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΣΥΝΑΞΕΩΝ
Σε κάποια μέρη του κόσμου, οι αδελφοί χρησιμοποιούν αυτοκινητοδρόμους με κυκλοφοριακή συμφόρηση και νέφος ή στριμώχνονται σε υπόγειους σιδηροδρόμους για να παρευρεθούν σε Χριστιανικές συναθροίσεις και συνελεύσεις. Αλλά στην Παπούα-Νέα Γουινέα, το πρόβλημα είναι συχνά η έλλειψη καλών δρόμων και μεταφορικών μέσων. Ως εκ τούτου, πολλές οικογένειες αναγκάζονται να καλύψουν τουλάχιστον μέρος της διαδρομής με τα πόδια, με κανό ή και με τους δύο τρόπους. Για παράδειγμα, κάποιοι ευαγγελιζόμενοι, μαζί με τα παιδιά τους, περπατούν τακτικά πάνω από 160 χιλιόμετρα σε ολισθηρά, απόκρημνα βουνά για να παρακολουθήσουν την ετήσια συνέλευση περιφερείας στο Πορτ Μόρεσμπι. Κατά τη διάρκεια της εξουθενωτικής οδοιπορίας τους, που κρατάει μία εβδομάδα, ακολουθούν το ξακουστό Μονοπάτι Κοκόντα, θέατρο πολλών σκληρών μαχών στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μεταφέρουν μαζί τους τρόφιμα, μαγειρικά σκεύη, ρούχα και άλλα πράγματα για τη συνέλευση.
Οι αδελφοί στην απομονωμένη ατόλλη Νουκουμάνου παρακολουθούν συνήθως τις ετήσιες συνελεύσεις στη Ραμπαούλ, 800 χιλιόμετρα προς τα δυτικά. «Για να είναι σίγουροι ότι θα φτάσουν εγκαίρως», λέει ο Τζιμ Ντέιβις, «μερικές φορές φεύγουν έξι εβδομάδες νωρίτερα επειδή τα δρομολόγια των πλοίων δεν είναι αξιόπιστα. Το ταξίδι της επιστροφής ενδέχεται επίσης να είναι πολύ απρόβλεπτο. Κάποια φορά, το μόνο πλοίο για τη Νουκουμάνου βρέθηκε στην Αυστραλία για επισκευές και έπειτα οι ιδιοκτήτες είχαν οικονομικά προβλήματα. Ως αποτέλεσμα, οι αδελφοί χρειάστηκαν πάνω από έξι μήνες για να γυρίσουν πίσω! Αυτή ήταν ομολογουμένως μια ακραία περίπτωση, αλλά δεν είναι ασυνήθιστο να υπάρχουν καθυστερήσεις εβδομάδων, πράγμα που αναγκάζει τους ευαγγελιζομένους που μένουν πίσω να φιλοξενούνται σε σπίτια ομοπίστων ή συγγενών».
ΤΟ ΕΞΑΙΡΕΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΩΝ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
Οι ιεραπόστολοι ίσως χρειάζεται να κάνουν σημαντικές προσαρμογές για να υπηρετήσουν σε ξένη χώρα με χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο από της πατρίδας τους. Ωστόσο, όπως έχουν αποδείξει πολλοί, αυτό δεν είναι κάτι το ακατόρθωτο και συνήθως εκτιμάται από τους ντόπιους. Κάποια γυναίκα στην Παπούα-Νέα Γουινέα είπε για τις δύο ιεραποστόλους που έκαναν μελέτη μαζί της: «Το δέρμα τους είναι λευκό, αλλά η καρδιά τους είναι σαν τη δική μας».
Μερικοί ιεραπόστολοι υπηρετούν στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου. Για να επισκέπτονται τις εκκλησίες ίσως χρειάζεται να ταξιδεύουν με οποιοδήποτε διαθέσιμο μέσο μεταφοράς. Έτσι συνέβαινε με τον Έντγκαρ Μανγκόμα. Οι περιοχές τις οποίες υπηρετούσε περιλάμβαναν τον ποταμό Φλάι και τη λίμνη Μάρι. «Όταν υπηρετούσα τις δύο εκκλησίες στη λίμνη, πήγαινα με κανό—άλλοτε μηχανοκίνητο και άλλοτε όχι. Στη δεύτερη περίπτωση, χρειαζόμουν μέχρι και οχτώ ώρες για να πάω από τη μια εκκλησία στην άλλη. Συνήθως, με συνόδευαν τρεις ή τέσσερις αδελφοί, ξέροντας ότι, αφού θα άφηναν εμένα, θα έπρεπε να κάνουν όλο το δρόμο της επιστροφής κωπηλατώντας. Τους εκτιμούσα πάρα πολύ!»
Το καλό παράδειγμα των ιεραποστόλων, όπως επίσης η ταπεινοφροσύνη τους και η αγάπη τους για τους ανθρώπους, έχει αποφέρει θαυμάσια μαρτυρία. «Οι χωρικοί με έβλεπαν έκπληκτοι να μένω στα σπίτια των ενδιαφερομένων και να τρώω μαζί τους», έγραψε ένας επίσκοπος περιοχής. «Μάλιστα, κάποιοι ντόπιοι μού είπαν: “Εσείς λατρεύετε τον Θεό με το σωστό τρόπο. Οι πάστορές μας δεν μας συναναστρέφονται όπως εσείς”».
Δυσκολεύονται άραγε οι αδελφές από το εξωτερικό να προσαρμοστούν στην Παπούα-Νέα Γουινέα; «Τους πρώτους λίγους μήνες, δυσκολευόμουν πολύ», θυμάται η Ρουθ Μπόλαντ, η οποία συνόδευε το σύζυγό της, τον Ντέιβιντ, στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου. «Πολλές φορές ήθελα να τα παρατήσω. Χαίρομαι, όμως, που δεν το έκανα, επειδή τελικά εκτίμησα και αγάπησα τους αδελφούς και τις αδελφές. Με το σύζυγό μου σκεφτόμασταν ολοένα και λιγότερο τον εαυτό μας αλλά ολοένα και περισσότερο τους άλλους. Πράγματι, η χαρά που αρχίσαμε να νιώθουμε ήταν ασύγκριτη. Από υλική άποψη δεν είχαμε τίποτα, αλλά από πνευματική ήμασταν πλούσιοι. Μάλιστα είδαμε το χέρι του Ιεχωβά σε πολλά ζητήματα—όχι μόνο σε σχέση με την πρόοδο των καλών νέων αλλά και στην ίδια μας τη ζωή. Όταν δεν έχεις τίποτα από υλική άποψη, τότε είναι που βασίζεσαι στ’ αλήθεια στον Ιεχωβά και βλέπεις την ευλογία του».
ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΣΤΟ ΜΠΟΥΓΚΕΝΒΙΛ
Το 1989, στο νησί Μπουγκενβίλ, οι εστίες ενός παλιού αποσχιστικού κινήματος αναζωπυρώθηκαν οδηγώντας τελικά σε εμφύλια σύρραξη. Κατά τη 12ετή σύγκρουση, περίπου 60.000 άνθρωποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και 15.000 έχασαν τη ζωή τους. Ανάμεσα σε αυτούς που έφυγαν υπήρχαν πολλοί ευαγγελιζόμενοι, οι περισσότεροι από τους οποίους εγκαταστάθηκαν σε άλλα μέρη της Παπούας-Νέας Γουινέας.
Λίγο πριν φύγει από το νησί, ο Νταν Έρνεστ, ένας σκαπανέας, συνελήφθη από στρατιώτες του Επαναστατικού Στρατού του Μπουγκενβίλ και μεταφέρθηκε σε μια μεγάλη αποθήκη. Ο Νταν θυμάται: «Μέσα βρισκόταν ένας στρατηγός τους που φορούσε μια στολή γεμάτη παράσημα και ήταν ζωσμένος με σπαθί.
»“Εσύ είσαι ο Νταν Έρνεστ;” ρώτησε.
»“Ναι”, απάντησα.
»“Άκουσα ότι είσαι κατάσκοπος του στρατού της Παπούας-Νέας Γουινέας”, είπε εκείνος.
»Άρχισα να του εξηγώ ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν αναμειγνύονται στις διαμάχες οποιασδήποτε χώρας, αλλά εκείνος με διέκοψε και είπε: “Το ξέρουμε! Σας παρακολουθούσαμε. Οι άλλες θρησκείες υποστήριζαν όποιον φαινόταν ότι νικούσε. Η δική σας θρησκεία είναι η μόνη που παρέμεινε εντελώς ουδέτερη”. Έπειτα πρόσθεσε: “Ο λαός μας υποφέρει σε αυτόν τον πόλεμο και χρειαζόμαστε το παρηγορητικό σας άγγελμα. Θα θέλαμε να μείνετε στο Μπουγκενβίλ και να συνεχίσετε να κηρύττετε. Αλλά αν πρέπει να φύγετε, θα φροντίσω να βγουν από το νησί όλα τα πράγματά σας με ασφάλεια”. Ύστερα από δύο εβδομάδες, όταν πήραμε με τη σύζυγό μου άλλον διορισμό ως σκαπανείς για το νησί Μάνους, ο στρατηγός τήρησε την υπόσχεσή του».
Το γραφείο τμήματος έκανε σκληρές προσπάθειες να διατηρήσει επαφή με τους ευαγγελιζομένους στην εμπόλεμη περιοχή και, παρά το θαλάσσιο αποκλεισμό, τους έστελνε τρόφιμα, φάρμακα και έντυπα. Ένας επισκέπτης επίσκοπος περιοχής ανέφερε: «Οι πληγές του πολέμου είναι εμφανείς παντού, αλλά οι αδελφοί και οι αδελφές εξακολουθούν να κηρύττουν και να συναθροίζονται. Διεξάγουν επίσης πολλές Γραφικές μελέτες».
Τελικά, το 2001, οι εμπόλεμες πλευρές κατέληξαν σε συνθήκη ειρήνης ανακηρύσσοντας το Μπουγκενβίλ και τα κοντινά νησιά αυτόνομη περιοχή. Επί του παρόντος, στο νησί Μπουγκενβίλ δεν κατοικούν Μάρτυρες, αλλά το γειτονικό νησί Μπούκα έχει μια θαυμάσια εκκλησία με 39 ευαγγελιζομένους.
ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΙ ΤΗ ΡΑΜΠΑΟΥΛ
Η πόλη Ραμπαούλ έχει ένα μεγάλο λιμάνι το οποίο στην ουσία είναι η καλντέρα ενός αρχαίου ηφαιστείου. Το Σεπτέμβριο του 1994, ηφαιστειακές εκρήξεις και στις δύο πλευρές του λιμανιού ισοπέδωσαν τη Ραμπαούλ και άλλαξαν τη ζωή στην ευρύτερη περιοχή. Η Αίθουσα Βασιλείας και ο διπλανός ιεραποστολικός οίκος καταστράφηκαν, αλλά κανένας αδελφός δεν σκοτώθηκε. Ένας καρδιοπαθής αδελφός, όμως, πέθανε καθώς προσπαθούσε να διαφύγει. Όλοι οι αδελφοί πήγαν σε προκαθορισμένα σημεία, χιλιόμετρα μακριά, ακολουθώντας ένα σχέδιο εκκένωσης το οποίο ήταν αναρτημένο επί μερικά χρόνια στον πίνακα ανακοινώσεων της Αίθουσας Βασιλείας.
Αμέσως, το γραφείο τμήματος έκανε ενέργειες για να βοηθήσει τους πληγέντες και να οργανώσει την παροχή βοήθειας. Μοιράστηκαν διάφορες προσφορές, όπως ρούχα, κουνουπιέρες, φάρμακα, βενζίνη, πετρέλαιο και άλλα, καθώς επίσης ρύζι και τάρο από μια κοντινή εκκλησία. Πράγματι, η επιχείρηση παροχής βοήθειας είχε τόση επιτυχία ώστε ντόπιοι αξιωματούχοι και άλλοι έκαναν πολλά θετικά σχόλια.
Τελικά, η εκκλησία της Ραμπαούλ έπαψε να υπάρχει. Δύο μέρες μετά τις εκρήξεις, περίπου 70 ευαγγελιζόμενοι και τα παιδιά τους συγκεντρώθηκαν σε μια εγκαταλειμμένη επαγγελματική σχολή. Όταν έφτασαν οι πρεσβύτεροι, οι ευαγγελιζόμενοι ρώτησαν: «Τι ώρα έχουμε τη μελέτη βιβλίου;» Ναι, παρά τις κακουχίες, δεν παραμέλησαν ποτέ την παρακολούθηση των συναθροίσεων και το έργο κηρύγματος. (Εβρ. 10:24, 25) Οι περισσότεροι αδελφοί μετακόμισαν σε κοντινούς ομίλους, και ως επακόλουθο ένας από αυτούς έγινε εκκλησία.
Οι τοπικές αρχές υποσχέθηκαν σε όλες τις θρησκείες που είχαν χάσει την περιουσία τους ότι θα τους παραχωρούσαν γη στην πόλη Κόκοπο, γύρω στα 25 χιλιόμετρα από τη Ραμπαούλ. Ωστόσο, μολονότι σε άλλες θρησκείες δόθηκε γη, στους Μάρτυρες δεν δόθηκε. Περίπου εφτά χρόνια μετά την έκρηξη, ένας αδελφός από την Αφρική άρχισε να εργάζεται στην πολεοδομία. Διαπιστώνοντας την άδικη μεταχείριση που είχαν υποστεί οι Μάρτυρες, εντόπισε αμέσως ένα κατάλληλο τμήμα γης στο Κόκοπο και βοήθησε τους αδελφούς να υποβάλουν τη σχετική αίτηση, η οποία εγκρίθηκε. Μια ομάδα εθελοντών βοήθησε στην κατασκευή Αίθουσας Βασιλείας και ιεραποστολικού οίκου. Μάλιστα, η αρχική αδικία αποδείχτηκε τελικά ευλογία. Με ποια έννοια; Η έκταση που είχε παραχωρηθεί στις εκκλησίες είναι πάνω σε έναν απότομο λόφο. Αλλά το οικόπεδο που δόθηκε στους αδελφούς είναι σε ιδανική τοποθεσία, στο κέντρο της πόλης.
ΠΡΟΟΔΟΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
«Σε μια χώρα με 800 και πλέον γλώσσες, είναι απαραίτητο να υπάρχει τουλάχιστον μία κοινή γλώσσα ώστε να μπορούν οι άνθρωποι να συνεννοούνται», λέει ο Τίμο Ρατζαλέτο, μέλος της Επιτροπής του Τμήματος και επίσκοπος του Μεταφραστικού Τμήματος. «Απλές γλώσσες του εμπορίου, όπως η τοκ πίσιν και η χίρι μότου, είναι ιδανικές γι’ αυτόν το σκοπό. Τις μαθαίνει κανείς σχετικά εύκολα ως δεύτερη γλώσσα, και αποδεικνύονται αποτελεσματικό μέσο συνεννόησης για τα καθημερινά ζητήματα. Αλλά δεν είναι ιδανικές για τη μετάδοση περίπλοκων εννοιών. Ως αποτέλεσμα, οι μεταφραστές μας πολλές φορές δυσκολεύονται να αποδώσουν συγκεκριμένους όρους.
»Για παράδειγμα, ανακαλύψαμε ότι καμία λέξη της τοκ πίσιν δεν απέδιδε επαρκώς τη λέξη “αρχή”, όσον αφορά τον ηθικό τομέα. Γι’ αυτό, οι μεταφραστές μας ένωσαν δύο λέξεις της τοκ πίσιν, που σημαίνουν “καθοδηγώ” και “μιλώ”, δημιουργώντας μία λέξη η οποία περιγράφει το πώς “καθοδηγούν” οι αρχές τους ανθρώπους στη σωστή κατεύθυνση. Η έκφραση έγινε αποδεκτή από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και τώρα χρησιμοποιείται από πολλούς που μιλούν την τοκ πίσιν».
Η Σκοπιά άρχισε να εκδίδεται στη μότου το 1958, και στην τοκ πίσιν το 1960. Τα άρθρα μελέτης τυπώνονταν στο Σίντνεϊ της Αυστραλίας, σε ξεχωριστά φύλλα χαρτί τα οποία συρράπτονταν και έπειτα στέλνονταν στο Πορτ Μόρεσμπι. Το 1970, οι σελίδες του περιοδικού αυξήθηκαν σε 24, και η κυκλοφορία του ξεπέρασε τα 3.500 αντίτυπα. Μια 24σέλιδη έκδοση του Ξύπνα! κυκλοφόρησε πρώτη φορά στην τοκ πίσιν τον Ιανουάριο του 1972. Τώρα, το γραφείο τμήματος ετοιμάζει μια δεκαπενθήμερη έκδοση της Σκοπιάς και μια τριμηνιαία έκδοση του Ξύπνα! στην τοκ πίσιν, καθώς και μια μηνιαία έκδοση μελέτης της Σκοπιάς και μια τριμηνιαία έκδοση για το κοινό στη χίρι μότου.
«Πρόσφατα, μεταφράσαμε κάποια φυλλάδια σε αρκετές νέες γλώσσες, όπως η ένγκα, η κουανούα, η μέλπα, η οροκαΐβα και η τζιγουάκα», λέει ο Τίμο Ρατζαλέτο. «Γιατί έγινε αυτό, εφόσον εκείνοι που μιλούν αυτές τις γλώσσες μιλούν επίσης την τοκ πίσιν ή την αγγλική ή και τις δύο; Θέλαμε να δούμε πώς θα ανταποκρίνονταν οι άνθρωποι όταν θα έβλεπαν το άγγελμα της Βασιλείας στη μητρική τους γλώσσα. Θα έλκυε το ενδιαφέρον τους για την αλήθεια και θα δημιουργούσε θετικά αισθήματα απέναντι στους Μάρτυρες;
»Η απάντηση είναι ένα ηχηρό Ναι! Πράγματι, έχουν γίνει πολλά θετικά σχόλια από το κοινό. Έχουν ξεκινήσει Γραφικές μελέτες, ενώ ακόμη και μερικοί πρώην ενάντιοι έχουν αλλάξει στάση απέναντι στους Μάρτυρες. Όταν οι άνθρωποι παίρνουν κάποιο έντυπο στη μητρική τους γλώσσα, επηρεάζονται βαθιά».
Επί του παρόντος, στο Μεταφραστικό Τμήμα υπηρετούν 31 άτομα, μεταξύ των οποίων τα μέλη των μεταφραστικών ομάδων της χίρι μότου και της τοκ πίσιν. Το Δεκέμβριο του 2009, μετακόμισαν όλοι με μεγάλη χαρά σε καινούρια γραφεία.
Η ΣΧΟΛΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΣΚΑΠΑΝΕΑ ΩΦΕΛΕΙ ΠΟΛΛΟΥΣ
Η Σχολή Υπηρεσίας Σκαπανέα αποτελεί ορόσημο στη ζωή πολλών υπηρετών του Ιεχωβά. Η σχολή, όχι μόνο βοηθάει τους σκαπανείς να αναπτυχθούν πνευματικά, αλλά και τους εξαρτίζει να γίνουν καλύτεροι. Εξετάστε τι είπαν μερικοί αφού την παρακολούθησαν.
Λούσι Κόιμ: «Η σχολή με βοήθησε να αντιληφθώ ότι ένα από τα καλύτερα πράγματα που μπορώ να κάνω στη ζωή μου είναι να συμμετέχω στην ολοχρόνια υπηρεσία».
Μάικλ Κάραπ: «Πριν από τη σχολή, είχα πολλές επανεπισκέψεις και καμία Γραφική μελέτη. Τώρα έχω πολλές μελέτες!»
Μπεν Κούνα: «Η σχολή με δίδαξε να σκέφτομαι περισσότερο όπως ο Ιεχωβά».
Σάιφον Πόπο: «Πρώτη φορά στη ζωή μου μελέτησα τόσο πολύ! Και έμαθα να μη μελετάω βιαστικά».
Τζούλι Κάινε: «Η σχολή με δίδαξε να έχω τη σωστή άποψη για τα υλικά πράγματα. Δεν χρειαζόμαστε στ’ αλήθεια όσα λένε οι άλλοι ότι χρειαζόμαστε».
Ο Νταν Μπερκς, μέλος της Επιτροπής του Τμήματος, παρατήρησε: «Όταν οι σκαπανείς γίνονται πιο παραγωγικοί, γίνονται επίσης πιο χαρούμενοι και πιο ζηλωτές. Είμαστε πεπεισμένοι ότι η Σχολή Υπηρεσίας Σκαπανέα θα συνεχίσει να ωφελεί εκατοντάδες σκαπανείς σε αυτή τη χώρα. Φυσικά, αυτά τα οφέλη θα μεταφερθούν επίσης στους ευαγγελιζομένους και στους ενδιαφερομένους στον τομέα».
ΑΥΞΑΝΟΥΜΕ ΜΑΖΙ ΣΕ ΑΓΑΠΗ
Ο Ιησούς Χριστός είπε: «Θα γνωρίσουν όλοι ότι είστε μαθητές μου, αν έχετε αγάπη μεταξύ σας». (Ιωάν. 13:35) Στην Παπούα-Νέα Γουινέα, η Χριστιανική αγάπη έχει γεφυρώσει κάθε χάσμα: γλωσσικές διαφορές, φυλετική ανομοιογένεια, πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, καθώς και οικονομικές ανισότητες. Όταν άτομα με ειλικρινή καρδιά βλέπουν αυτή την αγάπη, υποκινούνται να πουν: «Ο Θεός είναι με εσάς».
Έτσι ένιωσε και ο Μάνγκε Σάμγκαρ, ιδιοκτήτης πούλμαν και πρώην Λουθηρανός πάστορας από το Μπανζ, ο οποίος αναφέρθηκε παραπάνω. Τι τον οδήγησε σε αυτό το συμπέρασμα; Η τοπική εκκλησία νοίκιασε ένα πούλμαν του Μάνγκε προκειμένου να παρακολουθήσει μια συνέλευση περιφερείας στο Λάε. «Από περιέργεια, ήρθε και εκείνος μαζί», είπαν ο Στιβ και η Κάθριν Ντάγουαλ, οι οποίοι βρίσκονταν στο χώρο της συνέλευσης όταν έφτασε το πούλμαν. «Ο Μάνγκε εντυπωσιάστηκε πολύ από την οργάνωση και από τη φυλετική ενότητα ανάμεσα στο λαό του Ιεχωβά. Όταν επέστρεψε μαζί με τους Μάρτυρες που βρίσκονταν στο πούλμαν, ήταν πεπεισμένος ότι είχε βρει την αλήθεια. Αργότερα, αυτός και ο γιος του έγιναν Χριστιανοί πρεσβύτεροι».
Η αδελφή Χοέλα Φορόβα, μια νεαρή χήρα και τακτική σκαπάνισσα που φρόντιζε τη χήρα μητέρα της, χρειαζόταν απεγνωσμένα καινούριο σπίτι. Σε δύο περιπτώσεις είχε εξοικονομήσει με μεγάλο κόπο μερικά χρήματα, τα είχε δώσει σε έναν συγγενή για να αγοράσει ξυλεία και έκτοτε δεν τα είχε ξαναδεί. Οι ντόπιοι Μάρτυρες, που ήξεραν το πρόβλημά της, ξανάχτισαν το σπίτι της μέσα σε ένα τριήμερο. Και τις τρεις μέρες η Χοέλα έβαζε κάθε τόσο τα κλάματα, κατασυγκινημένη από την αγάπη των αδελφών. Η εργασία που έγινε έδωσε επίσης εξαιρετική μαρτυρία. Ένας ιερέας της τοπικής εκκλησίας είπε έκπληκτος: «Μου κάνει εντύπωση πώς άνθρωποι που δεν ζητούν χρήματα και απλώς περιφέρονται με βιβλία στις τσάντες τους χτίζουν ένα σπίτι μέσα σε τρεις μέρες!»
Ο απόστολος Ιωάννης έγραψε: «Παιδάκια μου, ας αγαπάμε, όχι με λόγια ούτε με τη γλώσσα, αλλά με έργα και αλήθεια». (1 Ιωάν. 3:18) Ως αποτέλεσμα αυτής της αγάπης, η οποία εκφράζεται με πολλούς τρόπους, το έργο στην Παπούα-Νέα Γουινέα συνεχίζει να προοδεύει. Πράγματι, οι 3.672 ευαγγελιζόμενοι διεξάγουν 4.908 Γραφικές μελέτες, ενώ 25.875 άτομα παρακολούθησαν την Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού το 2010—ισχυρή απόδειξη της συνεχούς ευλογίας του Ιεχωβά!—1 Κορ. 3:6.
Πριν από 70 περίπου χρόνια, μια χούφτα θαρραλέοι αδελφοί και αδελφές αποτόλμησαν να μπουν σε αυτή την εντυπωσιακή και μυστηριώδη χώρα, φέρνοντας μαζί τους την αλήθεια που ελευθερώνει ανθρώπους. (Ιωάν. 8:32) Τις επόμενες δεκαετίες τούς ακολούθησαν πολλοί άλλοι Μάρτυρες—ξένοι και ντόπιοι. Μπροστά τους απλώνονταν φαινομενικά ανυπέρβλητα εμπόδια: πυκνές ζούγκλες, βάλτοι όπου καραδοκούσε η ελονοσία, κακοί ή ανύπαρκτοι δρόμοι, καθώς και φτώχεια, φυλετική βία, διαδεδομένος πνευματισμός και μερικές φορές βίαιη εναντίωση από τους κληρικούς του Χριστιανικού κόσμου και τους υποστηρικτές τους. Οι αδελφοί έπρεπε επίσης να αντιμετωπίσουν τον αναλφαβητισμό και την πρόκληση του να κηρύξουν σε χιλιάδες φυλετικές κοινότητες που μιλούν πάνω από 800 γλώσσες! Η ανιδιοτελής τους συμβολή στο έργο κηρύγματος της Βασιλείας εκτιμάται πολύ από όσους τους διαδέχτηκαν και οικοδόμησαν πάνω στο θεμέλιο που έθεσαν εκείνοι.
Οι υπηρέτες του Ιεχωβά στην Παπούα-Νέα Γουινέα, όμως, αντιμετωπίζουν και τώρα πολλές από αυτές τις δυσκολίες. Αλλά για τον Θεό τα πάντα είναι δυνατά. (Μάρκ. 10:27) Έτσι λοιπόν, με πλήρη εμπιστοσύνη σε εκείνον, οι αδελφοί και οι αδελφές σε αυτή την πολυποίκιλη χώρα είναι πεπεισμένοι ότι ο Ιεχωβά “θα αλλάξει τη γλώσσα” πολύ περισσότερων ανθρώπων με δίκαιη διάθεση “και θα την κάνει καθαρή, για να επικαλούνται όλοι το όνομα του Ιεχωβά, για να τον υπηρετούν ώμο προς ώμο”.—Σοφ. 3:9.
[Υποσημειώσεις]
a Το μεγαλύτερο νησί στον κόσμο είναι η Γροιλανδία. Η Αυστραλία θεωρείται ήπειρος, όχι νησί.
b Σε όλη αυτή την αφήγηση, θα χρησιμοποιούμε το σημερινό όνομα Παπούα-Νέα Γουινέα και όχι τις παλιότερες ονομασίες.
c Είναι έκδοση των Μαρτύρων του Ιεχωβά, αλλά δεν τυπώνεται πλέον.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 88]
«Μπομπόγκι, πού τα έμαθες όλα αυτά;»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 100]
«Δέχτηκε να προβληθεί η ταινία μας δωρεάν»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 104]
«Ή αφήνεις τη θρησκεία σου ή βρίσκεις άλλη δουλειά»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 124]
Όταν είδαν τι περιείχε η τσάντα της, ένιωσαν ένοχοι για ό,τι είχαν κάνει
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 149]
«Το δέρμα τους είναι λευκό, αλλά η καρδιά τους είναι σαν τη δική μας»
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 80]
Συνοπτική Εικόνα της Παπούας-Νέας Γουινέας
Χώρα
Η Παπούα-Νέα Γουινέα καταλαμβάνει το ανατολικό ήμισυ του νησιού της Νέας Γουινέας. Η χώρα συμπεριλαμβάνει 151 μικρότερα νησιά και είναι 3,5 φορές μεγαλύτερη από την Ελλάδα. Στο εσωτερικό δεσπόζουν τα απόκρημνα βουνά, ενώ στα παράλια επικρατούν τα πυκνά βροχερά δάση και τα έλη.
Κάτοικοι
Από τα 6,7 εκατομμύρια, το 99 τοις εκατό είναι Παπούα και Μελανήσιοι. Οι υπόλοιποι είναι Πολυνήσιοι, Κινέζοι και λευκοί. Οι περισσότεροι είναι καθ’ ομολογία Χριστιανοί.
Γλώσσα
Η Παπούα-Νέα Γουινέα είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη γλωσσική ποικιλία στον κόσμο, καθώς στην επικράτειά της μιλιούνται 820 γλώσσες—το 12 τοις εκατό όλων των γλωσσών παγκοσμίως. Εκτός από τις δικές τους γλώσσες, οι περισσότεροι αυτόχθονες μιλούν επίσης την τοκ πίσιν, τη χίρι μότου ή την αγγλική.
Πόροι διαβίωσης
Σε ποσοστό περίπου 85 τοις εκατό οι κάτοικοι ζουν παραδοσιακά, φροντίζοντας μικρούς λαχανόκηπους σε χωριουδάκια. Στα υψίπεδα καλλιεργούνται ως εμπορικά γεωργικά προϊόντα ο καφές και το τσάι. Η οικονομία βασίζεται επίσης στα ορυκτά, στο φυσικό αέριο και στο πετρέλαιο, καθώς και στη δασοπονία.
Τροφή
Μερικά βασικά είδη διατροφής είναι οι γλυκοπατάτες, το τάρο, η κασσάβα, το σάγο και οι μπανάνες, τις οποίες τρώνε είτε ωμές είτε μαγειρεμένες. Καταναλώνουν επίσης πολύ τα λαχανικά, τα τροπικά φρούτα και το κονσερβοποιημένο κρέας ή ψάρι. Σε ιδιαίτερες περιστάσεις τρώνε χοιρινό.
Κλίμα
Υπάρχουν δύο εποχές—η βροχερή και η λιγότερο βροχερή. Επειδή η Παπούα-Νέα Γουινέα βρίσκεται κοντά στον ισημερινό, το κλίμα της είναι τροπικό στα παράλια, αλλά πιο δροσερό στα υψίπεδα.
[Πλαίσιο/Εικόνες στις σελίδες 83, 84]
“Ξεπέρασα την Ντροπαλότητά Μου”
ΟΝΤΑ ΣΙΟΝΙ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ 1939
ΒΑΦΤΙΣΤΗΚΕ 1956
ΙΣΤΟΡΙΚΟ Ο πρώτος ντόπιος σκαπανέας στην Παπούα-Νέα Γουινέα. Τώρα υπηρετεί ως ειδικός σκαπανέας στη μότου εκκλησία της Χοχόλα, στο Πορτ Μόρεσμπι.
◼ ΟΤΑΝ η μεγαλύτερη αδελφή μου είδε τον Τομ και τη Ροουένα Κίτο να κηρύττουν πάνω στους ξύλινους διαδρόμους του χωριού Χανουαμπάντα, μου ζήτησε να πάω στις συναθροίσεις τους για να μάθουμε τι ήταν αυτή η «καινούρια θρησκεία». Εκείνη την εποχή οι συναθροίσεις γίνονταν στο σπίτι του Χένι Χένι Νιόκι, ενός ντόπιου που έκανε Γραφική μελέτη.
Ήμουν 13 χρονών και πολύ ντροπαλός. Πήγα στο σπίτι του Χένι Χένι, όπου ήταν μαζεμένοι περίπου 40 χωρικοί, κάθησα σε μια γωνιά και έβαλα το κεφάλι μου μέσα στις παλάμες μου. Μου άρεσαν αυτά που άκουσα, γι’ αυτό συνέχισα να πηγαίνω. Σύντομα, ο Χένι Χένι μού ζήτησε να είμαι ο διερμηνέας του Τομ Κίτο από την αγγλική στη μότου, τη γλώσσα που μιλούσαν οι περισσότεροι παρόντες.
Έπειτα από μερικά χρόνια, όταν άρχισα να εργάζομαι σε ένα τοπικό νοσοκομείο με στόχο να εκπαιδευτώ ως γιατρός, ο Τζον Κάτφορθ με πήρε παράμερα και μου ανέφερε με καλοσύνη την εξής λογική σκέψη: «Αν γίνεις γιατρός, θα βοηθάς τους ανθρώπους από σωματική άποψη, αλλά αν γίνεις πνευματικός “γιατρός”, θα τους βοηθάς να αποκτήσουν αιώνια ζωή». Εκείνη την εβδομάδα άρχισα το σκαπανικό.
Ο πρώτος μου διορισμός ήταν το Γουάου. Είχα περάσει πρόσφατα από αυτή την πόλη και είχα βρει αρκετούς που ενδιαφέρονταν για την αλήθεια. Ένας κύριος, ο Τζακ Αριφεάι, με κάλεσε να κηρύξω στην τοπική Λουθηρανική εκκλησία. Επέλεξα ως θέμα μου το νόμο του Θεού για το αίμα. Τα 600 μέλη του εκκλησιάσματος παρακολουθούσαν με αμέριστη προσοχή, εφόσον πολλοί πίστευαν ότι, αν έτρωγαν το αίμα κάποιου, το πνεύμα του μπορούσε να κυριεύσει το σώμα τους. Ο ιερέας έγινε έξαλλος και είπε στους συγκεντρωμένους να μην έχουν καμιά σχέση μαζί μου. Αλλά σε πολλούς άρεσαν αυτά που άκουσαν και συνέχισαν να προοδεύουν πνευματικά.
Περίπου ύστερα από έναν χρόνο, διορίστηκα στο Μάνου Μάνου, γύρω στα 50 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Πορτ Μόρεσμπι. Εκεί γνώρισα έναν τοπικό αρχηγό, τον Τομ Σούραου, ο οποίος με κάλεσε να κηρύξω στο χωριό του. Αφού έκανα μελέτη με τους χωρικούς τρεις ημέρες, εκείνοι τεμάχισαν το ξύλινο είδωλο της Παρθένου Μαρίας που υπήρχε εκεί και το πέταξαν στο ποτάμι.
Κάποιοι που έμεναν χαμηλότερα στις όχθες του ποταμού μάζεψαν τα κομμάτια και τα πήγαν στους Καθολικούς ιερείς του χωριού τους, φωνάζοντας: «Σκότωσαν τη Μαρία!» Δύο ιερείς ήρθαν να μου ζητήσουν το λόγο. Ο ένας στάθηκε μπροστά μου και με χτύπησε με τη γροθιά του στο πρόσωπο, σκίζοντάς μου το μάγουλο με το δαχτυλίδι του. Όταν οι ντόπιοι έτρεξαν να με υπερασπιστούν, οι ιερείς το έβαλαν στα πόδια.
Πήγα στο Πορτ Μόρεσμπι για να μου κάνουν ράμματα και κατόπιν στην αστυνομία για να υποβάλω μήνυση. Επιβλήθηκε πρόστιμο σε αυτούς τους ιερείς, οι οποίοι και αποσχηματίστηκαν. Στο μεταξύ, εγώ γύρισα στο χωριό και δημιούργησα έναν απομονωμένο όμιλο. Με τη βοήθεια του Ιεχωβά, είχα ξεπεράσει την ντροπαλότητά μου.
[Εικόνα]
Οι πρώτες συναθροίσεις γίνονταν στο σπίτι του Χένι Χένι
[Πλαίσιο στη σελίδα 86]
Το Σύστημα Ουάντοκ
Ο όρος ουάντοκ είναι λέξη της τοκ πίσιν και δηλώνει τον ισχυρό πολιτιστικό δεσμό που συνδέει ομόγλωσσα άτομα της ίδιας εθνότητας. Αυτός ο δεσμός συνεπάγεται υποχρεώσεις και προνόμια. Παραδείγματος χάρη, αναμένεται από όλους να φροντίζουν για τις υλικές ανάγκες όσων ουάντοκ (ανθρώπων που μιλούν την ίδια γλώσσα με αυτούς) είναι ηλικιωμένοι, άνεργοι ή δεν μπορούν να δουλέψουν. Αυτή η βοήθεια είναι χρήσιμη σε μια χώρα με περιορισμένες κοινωνικές παροχές.
Το σύστημα, όμως, έχει και την άσχημη πλευρά του. Λόγου χάρη, όταν κάποια άτομα που μελετούν τη Γραφή παίρνουν θέση υπέρ της αλήθειας, μερικοί συγγενείς μπορεί να τους απορρίψουν. Αν συμβεί αυτό, τα καινούρια άτομα πρέπει να αποβλέπουν για βοήθεια στον Ιεχωβά σε περίπτωση που χάσουν τη δουλειά τους ή βρεθούν σε οικονομική ανάγκη για άλλον λόγο. (Ψαλμ. 27:10· Ματθ. 6:33) «Στα πλαίσια του συστήματος ουάντοκ, μπορεί επίσης να ασκούνται μεγάλες πιέσεις σε αδελφούς προκειμένου να έχουν ακατάλληλες συναναστροφές με συγγενείς οι οποίοι δεν είναι Μάρτυρες, ανάμεσά τους και με κάποιους που ίσως είναι αποκομμένοι», λέει ο Κεγκαγουάλε Μπιγιάμα, μέλος της Επιτροπής του Τμήματος. «Επίσης, όταν γίνονται εκλογές, οι Μάρτυρες που είναι συγγενείς υποψηφίων δέχονται συχνά πιέσεις να συμβιβάσουν τη Χριστιανική ουδετερότητά τους». Φυσικά, εκείνοι δεν συμβιβάζονται.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 91]
Κέρδισε τις Καρδιές Πολλών
Κατά την ιεραποστολική του υπηρεσία στην Παπούα-Νέα Γουινέα, ο Τζον Κάτφορθ κέρδισε τις καρδιές πολλών. Προσέξτε τι είπαν για αυτόν κάποιοι ιεραπόστολοι που υπηρέτησαν μαζί του καθώς και άλλα άτομα με τα οποία συνεργάστηκε.—Παρ. 27:2.
Έρνα Άντερσον: «Ο Τζον μάς έλεγε: “Ο σωστός ιεραπόστολος γίνεται τα πάντα στους πάντες. Αν σας βάλουν να καθήσετε σε ένα κούτσουρο, καθήστε εκεί. Είναι ό,τι καλύτερο έχουν να δώσουν. Αν σας βάλουν να κοιμηθείτε σε ένα άβολο κρεβάτι, κοιμηθείτε εκεί. Το έχουν φτιάξει με καλοσύνη. Αν σας προσφέρουν κάποιο περίεργο φαγητό, να το φάτε. Το έχουν ετοιμάσει με αγάπη”. Ο Τζον ήταν πρότυπο αυτοθυσιαστικού ιεραποστόλου».
Αουάκ Ντούβουν: «Στη διάρκεια της αποικιοκρατίας, ο Τζον δεν γκρέμισε απλώς την προκατάληψη μεταξύ μαύρων και λευκών, αλλά την εξαφάνισε εντελώς! “Μαύροι, λευκοί—καμιά διαφορά!” έλεγε συχνά. Τους αγαπούσε όλους».
Πίτερ Λίνκε: «Ένα απόγευμα, ο Τζον έφτασε στο σπίτι μας στην Γκορόκα, σκονισμένος και κατάκοπος, αφού είχε περάσει σχεδόν όλη τη μέρα στο δρόμο. Ωστόσο, μετά το βραδινό, είπε: “Δεν έκανα τίποτα για κάποιον άλλον σήμερα” και, παρά την κούρασή του, βγήκε στο μισοσκόταδο για να πάει να ενθαρρύνει μια οικογένεια ντόπιων. Νοιαζόταν πάντα για τους άλλους. Τον αγαπούσαμε όλοι».
Τζιμ Ντάμπινς: «Ο Τζον μάς έμαθε να ζούμε απλά και να διδάσκουμε απλά, χρησιμοποιώντας κατανοητά παραδείγματα, όπως ο Ιησούς. Έτσι καταφέρναμε να επικοινωνούμε με όσους δεν ήξεραν να διαβάζουν ή να γράφουν».
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 101]
“Δεν θα την Απαρνηθούμε Ποτέ”
ΚΑΛΙΠ ΚΑΝΑΪ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ 1922
ΒΑΦΤΙΣΤΗΚΕ 1962
ΙΣΤΟΡΙΚΟ Από τους πρώτους που γνώρισαν την αλήθεια στην περιοχή του Μαντάνγκ. Αφήγηση από το γιο του, τον Ούλπεπ Κάλιπ.
◼ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ μου ήταν ταπεινός και βαθυστόχαστος άνθρωπος. Όταν υπήρχε κάποιο πρόβλημα, άκουγε προσεκτικά και ανέλυε την κατάσταση προτού πει τη γνώμη του.
Στα 15 μου, νοσηλεύτηκα στο Μαντάνγκ επειδή έχασα το πόδι μου από το γόνατο και κάτω ύστερα από δάγκωμα καρχαρία. Κάποια φορά που ο πατέρας μου είχε έρθει να με δει, γνώρισε τον Τζον Ντέιβισον. «Στο νέο κόσμο», είπε ο Τζον, «ο Ιεχωβά θα δώσει στο γιο σου καινούριο πόδι». Ο πατέρας μου έδειξε ενδιαφέρον, άρχισε να κάνει επισταμένη μελέτη της Γραφής και γρήγορα ανέπτυξε ισχυρή πίστη.
Επειδή εκείνος και οι συγγενείς του εγκατέλειψαν την Καθολική Εκκλησία, κάποιοι έβαλαν την αστυνομία να μας κάνει έξωση από τα σπίτια μας. Τα 12 σπίτια μας βρίσκονταν ανάμεσα σε ολάνθιστους κήπους και δεν είχε περάσει ούτε ένας χρόνος από τότε που είχαν ολοκληρωθεί. Οι αστυνομικοί πέταξαν αναμμένα δαδιά στις αχυροσκεπές, και αυτές λαμπάδιασαν. Τρέξαμε να γλιτώσουμε τα υπάρχοντά μας, αλλά οι φλόγες και ο καπνός μάς ανάγκασαν να βγούμε έξω. Κλαίγαμε καθώς βλέπαμε τα σπίτια μας να γίνονται στάχτη.
Με βαριά καρδιά, πήγαμε με τα πόδια ως το Μπάγκιλντιγκ, το γειτονικό χωριό, όπου ο τοπικός αρχηγός μάς επέτρεψε με καλοσύνη να εγκατασταθούμε σε μια μικρή καλύβα του ενός δωματίου. Εκεί, ο πατέρας μου μίλησε στην οικογένειά μας: «Τον Ιησού τον δίωξαν. Άρα, πρέπει να αναμένουμε ότι θα δεχτούμε και εμείς διωγμό, αλλά δεν θα απαρνηθούμε την πίστη μας ποτέ!»
[Πλαίσιο/Εικόνα στις σελίδες 107, 108]
Ήταν Ευγνώμων που Πήγε σε «Λάθος» Σχολή
ΜΑΪΚΛ ΣΑΟΥΝΓΚΑ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ 1936
ΒΑΦΤΙΣΤΗΚΕ 1962
ΙΣΤΟΡΙΚΟ Έγινε ειδικός σκαπανέας το Σεπτέμβριο του 1964 και έχει παραμείνει σε αυτή την υπηρεσία περισσότερο από κάθε άλλον στην Παπούα-Νέα Γουινέα.
◼ Το 1959, μετακόμισα στη Ραμπαούλ για σπουδές. Όταν άκουσα ότι οι Μάρτυρες είχαν μια σχολή, πήγα στο σπίτι του «δασκάλου», του Λανς Γκόσον, νομίζοντας ότι πήγαινα σε κάποια επαγγελματική σχολή. Ο Λανς με κάλεσε να παρευρεθώ σε μια Γραφική μελέτη που γινόταν κάθε Τετάρτη. Μολονότι είχε γίνει παρεξήγηση, δέχτηκα την πρόσκληση. Μου άρεσαν πολύ όσα μάθαινα, ιδιαίτερα ότι το όνομα του Θεού είναι Ιεχωβά και ότι θα υπάρξουν “νέοι ουρανοί και νέα γη”. (2 Πέτρ. 3:13) Βαφτίστηκα το πρωί της 7ης Ιουλίου 1962, και ήμουν πολύ ευγνώμων που είχα πάει σε «λάθος» σχολή.
Την ίδια μέρα, παρακολούθησα μια συνάντηση για όσους ήθελαν να αναλάβουν την υπηρεσία σκαπανέα. Ο ομιλητής, ο Τζον Κάτφορθ, που ήταν επίσκοπος περιφερείας, τόνισε ότι οι αγροί ήταν λευκοί για θερισμό και ότι χρειάζονταν περισσότεροι εργάτες. (Ματθ. 9:37) Μόλις μπόρεσα, άρχισα να υπηρετώ ως σκαπανέας διακοπών, όπως ονομάζονταν τότε οι βοηθητικοί σκαπανείς. Το Μάιο του 1964, έγινα τακτικός σκαπανέας, και το Σεπτέμβριο, ειδικός.
Θυμάμαι τι συνέβη κάποτε, όταν κήρυττα κοντά στη Ραμπαούλ. Ένας άντρας της φυλής Τόλαϊ ζήτησε να πάρει τη Γραφή μου στα χέρια του για να διαβάσει ένα εδάφιο μόνος του. Όταν του έδωσα τη Γραφή, εκείνος την έκανε κομματάκια και την πέταξε κάτω. Εγώ δεν θύμωσα, αλλά κατήγγειλα το περιστατικό στο διοικητή της αστυνομίας, ο οποίος έστειλε αμέσως έναν αστυφύλακα για να συλλάβει αυτό το άτομο. Ο διοικητής τού είπε: «Είσαι κακός άνθρωπος. Παραβίασες το νόμο του Θεού και το νόμο του Κράτους. Αύριο να αγοράσεις στον κύριο μια καινούρια Γραφή, αλλιώς θα σε στείλουμε φυλακή». Κατόπιν ο διοικητής μού είπε να περάσω από το τμήμα στις 10 το πρωί και να πάρω τα χρήματα για τη Γραφή. Όταν έφτασα, τα χρήματα ήταν εκεί. Έκτοτε γνώρισαν την αλήθεια πολλά μέλη της φυλής Τόλαϊ.
Σε κάποια άλλη περίπτωση, ήμουν μαζί με μια ομάδα Μαρτύρων και μοιράζαμε το φυλλάδιο Νέα της Βασιλείας δυτικά του Γουέγουακ. Οι άλλοι προπορεύονταν. Ο αρχηγός ενός χωριού, όμως, ανακάλυψε τι έκαναν οι αδελφοί και μάζεψε τα φυλλάδια που είχαν μοιράσει. Πρέπει να ήξερε ότι εγώ ερχόμουν από πίσω, επειδή με περίμενε στο δρόμο, με τα χέρια στη μέση, κρατώντας τα φυλλάδια. Τον ρώτησα αν συμβαίνει κάτι. Εκείνος έβαλε τα φυλλάδια μπροστά στο πρόσωπό μου και είπε: «Εγώ κάνω κουμάντο εδώ, και δεν θέλω να τα μοιράζετε αυτά».
Πήρα τα φυλλάδια στα χέρια μου. Στο μεταξύ, είχαν μαζευτεί γύρω μας αρκετοί χωρικοί. Τους κοίταξα και είπα: «Αν θέλετε να δουλέψετε στον κήπο σας ή να πάτε για ψάρεμα, χρειάζεστε επίσημη άδεια;»
«Όχι!» απάντησε μια κυρία.
Μετά τους ρώτησα: «Θέλετε να το διαβάσετε αυτό;»
«Ναι», είπαν εκείνοι. Τους μοίρασα, λοιπόν, ξανά τα φυλλάδια χωρίς κανένα πρόβλημα. Ωστόσο, αργότερα χρειάστηκε να υπερασπιστώ τον εαυτό μου ενώπιον ενός συμβουλίου περίπου 20 τοπικών αρχηγών. Ευτυχώς, όλοι εκτός από δύο ψήφισαν υπέρ του έργου μας.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 112]
“Μήπως σου Έφαγαν την Καρδιά;”
ΑΪΟΚΟΟΥΑΝ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ 1940
ΒΑΦΤΙΣΤΗΚΕ 1975
ΙΣΤΟΡΙΚΟ Από τα πρώτα μέλη της φυλής Ένγκα που γνώρισαν την αλήθεια.
◼ ΟΤΑΝ ο Τομ και η Ροουένα Κίτο ήρθαν στο Γουάμπαγκ, στην επαρχία Ένγκα, οι τοπικές ιεραποστολές διέδωσαν για αυτούς διάφορες ψεύτικες ιστορίες. Για παράδειγμα, ισχυρίζονταν ότι ο Τομ και η Ροουένα ξέθαβαν τους νεκρούς και τους έτρωγαν. Αυτές οι ιστορίες με κατατρόμαζαν.
Μια μέρα, ο Τομ ρώτησε τον πατέρα μου αν ήξερε κάποια κοπέλα που θα μπορούσε να βοηθάει τη σύζυγό του στο νοικοκυριό. Ο πατέρας μου έδειξε εμένα. Εγώ είχα πεθάνει από το φόβο μου, αλλά ο πατέρας μου με πίεσε να δεχτώ τη δουλειά.
Κάποτε, ο Τομ και η Ροουένα με ρώτησαν: «Τι νομίζεις ότι συμβαίνει στους ανθρώπους όταν πεθαίνουν;»
«Οι καλοί πηγαίνουν στον ουρανό», απάντησα.
«Αυτό το διάβασες στην Αγία Γραφή;» ρώτησαν εκείνοι.
«Δεν έχω πάει σχολείο, και δεν ξέρω να διαβάζω», είπα.
Ξεκίνησαν να μου μαθαίνουν ανάγνωση, και σιγά σιγά άρχισα να καταλαβαίνω τη Βιβλική αλήθεια. Όταν έπαψα να πηγαίνω στην Καθολική Εκκλησία, κάποιος υπεύθυνος με ρώτησε: «Γιατί δεν έρχεσαι πια στην εκκλησία; Μήπως αυτό το αντρόγυνο των λευκών σού έφαγε την καρδιά;»
«Ναι», απάντησα εγώ, «η συμβολική μου καρδιά ανήκει σε αυτούς τώρα επειδή ξέρω ότι μου μαθαίνουν την αλήθεια».
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 117]
«Δώσε μου ένα Κοτόπουλο, και Είναι Δικό Σου»
ΑΟΥΑΪΟΥΑ ΣΑΡΕ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ 1950
ΒΑΦΤΙΣΤΗΚΕ 1993
ΙΣΤΟΡΙΚΟ Γνώρισε την αλήθεια σε απομονωμένη περιοχή. Τώρα υπηρετεί ως διακονικός υπηρέτης στην εκκλησία του Μούντιπ.
◼ ΣΤΟ σπίτι ενός φίλου μου, είδα το βιβλίο Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή. Διάβασα μερικά κεφάλαια και τον ρώτησα αν μπορούσα να το πάρω. «Δώσε μου ένα κοτόπουλο, και είναι δικό σου», απάντησε.
Η ανταλλαγή έγινε, και εγώ πήρα το βιβλίο στο σπίτι μου και το διάβασα προσεκτικά. Σύντομα, μιλούσα σε άλλους για τα θαυμάσια πράγματα που είχα μάθει, μολονότι με κάλεσαν δύο φορές ενώπιον κάποιων υπευθύνων της εκκλησίας, οι οποίοι μου είπαν να σταματήσω να κηρύττω!
Σε λίγο καιρό, έγραψα στο γραφείο τμήματος για να μάθω πώς θα μπορούσα να βρω Μάρτυρες του Ιεχωβά στην περιοχή μου. Εκείνοι με έφεραν σε επαφή με τον Αλφρέντο ντε Γκουζμάν, ο οποίος με προσκάλεσε σε μια συνέλευση περιφερείας στο Μαντάνγκ.
Πήγα στη συνέλευση ρακένδυτος και με μακριά μαύρη γενειάδα. Ωστόσο, όλοι μου φέρθηκαν με καλοσύνη και σεβασμό. Στη διάρκεια του προγράμματος, έβαλα τα κλάματα επειδή τα όσα άκουγα άγγιξαν την καρδιά μου. Την επομένη, πήγα στη συνέλευση ξυρισμένος.
Μετά τη συνέλευση, ο Αλφρέντο ήρθε στο χωριό μου, αφού έκανε μια διαδρομή δύο ωρών με το φορτηγό συν πέντε ώρες πεζοπορία από το Μαντάνγκ. Οι συγγενείς και οι φίλοι μου τον βομβάρδισαν με ερωτήσεις, και εκείνος απαντούσε στην καθεμιά από τη Γραφή.
Σήμερα η εκκλησία στο Μούντιπ έχει 23 ευαγγελιζομένους, και οι παρόντες στις συναθροίσεις εδώ ξεπερνούν τους 60.
[Πλαίσιο/Εικόνα στις σελίδες 125, 126]
«Σε Ακούμε! Τι Έχεις να Πεις;»
ΜΑΚΟΥΙ ΜΑΡΕΓΚ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ 1954
ΒΑΦΤΙΣΤΗΚΕ 1986
ΙΣΤΟΡΙΚΟ Έκανε σκαπανικό μόνη της επί πολλά χρόνια σε κάποιο νησί που δεν είχε άλλους Μάρτυρες.
◼ ΤΟ 1980, κάποιος σκαπανέας στο Μαντάνγκ μού έδωσε ένα φυλλάδιο και το πήρα σπίτι μου, στο νησί Μπάγκαμπαγκ, έξι ώρες μακριά με πλοιάριο. Μου άρεσαν τα όσα έλεγε και έγραψα στο γραφείο τμήματος ζητώντας περισσότερες πληροφορίες. Σύντομα έλαβα ένα γράμμα από την Μπάνταμ Ντούβουν, μια σκαπάνισσα από το Μαντάνγκ, η οποία με προσκαλούσε σε κάποια συνέλευση περιφερείας. Την επισκέφτηκα για δύο εβδομάδες και αρχίσαμε να μελετάμε τη Γραφή. Παρακολούθησα επίσης όλες τις συναθροίσεις στην τοπική Αίθουσα Βασιλείας. Όταν επέστρεψα σπίτι, συνέχισα τη μελέτη μου μέσω αλληλογραφίας.
Προτού περάσει πολύς καιρός, άρχισα Γραφικές μελέτες με 12 οικογένειες στο νησί Μπάγκαμπαγκ. Διεξήγαμε τακτικές συναθροίσεις στο σπίτι του θείου μου, ακολουθώντας το πρότυπο της ομαδικής Γραφικής μελέτης που είχα δει στο Μαντάνγκ. Αυτό εξόργισε τον πατέρα μου που ήταν επιφανές μέλος της Λουθηρανικής Εκκλησίας. «Εγώ ξέρω τον Γιαχβέ, όχι τον Ιεχωβά», βροντοφώναξε. Άνοιξα τη Γραφή μου στην τοκ πίσιν και του έδειξα την υποσημείωση στο εδάφιο Έξοδος 3:15, όπου αναφέρεται το θεϊκό όνομα. Ο πατέρας μου δεν είχε να πει τίποτα.
Τρεις φορές με κάλεσε να παρουσιαστώ ενώπιον εκκλησιαστικών ιθυνόντων για να υπερασπιστώ την πίστη μου. Μία από αυτές τις συγκεντρώσεις έγινε στο μεγαλύτερο ναό του νησιού. Πάνω από εκατό άτομα είχαν κατακλύσει το κτίριο. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη. «Σε ακούμε! Τι έχεις να πεις;» ρώτησε επιτακτικά ο πρόεδρος της συνεδρίασης. «Εγώ θέλω απλώς να κάνω αυτό που λέει το εδάφιο Ματθαίος 6:33 και να βάζω πρώτη τη Βασιλεία του Θεού», απάντησα, κρατώντας σφιχτά τη Γραφή μου. Ο πατέρας μου τινάχτηκε όρθιος. «Προσπαθείς να μας κάνεις κήρυγμα;» φώναξε οργισμένος. Ένας θείος μου σηκώθηκε να με χτυπήσει, αλλά κάποιος άλλος συγγενής μπήκε στη μέση. Επικράτησε χάος. Τελικά, μου είπαν να φύγω.
Τα βάσανά μου, όμως, δεν είχαν τελειώσει. Δυστυχώς, μια γυναίκα που παρακολουθούσε τις συναθροίσεις μας είχε ένα άρρωστο μωρό το οποίο πέθανε. Μερικοί από την τοπική κοινωνία κατηγόρησαν εμένα για το θάνατό του, λέγοντας ότι συνέβη επειδή δίδασκα στη μητέρα μια νέα θρησκεία. Ο πατέρας μου, κραδαίνοντας έναν σιδηρολοστό, με έδιωξε από το πατρικό μου. Κατέφυγα στο Μαντάνγκ με τη θεία μου, τη Λαμίτ Μάρεγκ, η οποία επίσης είχε γνωρίσει την αλήθεια. Σε λίγο καιρό βαφτιστήκαμε και οι δύο.
Έπειτα από κάποιο διάστημα, ο πατέρας μου αρρώστησε βαριά. Τον πήρα στο σπίτι μου στο Μαντάνγκ και τον φρόντιζα μέχρι που πέθανε. Εκείνη την περίοδο η καρδιά του μαλάκωσε απέναντι στη θρησκεία μου. Πριν πεθάνει, με παρότρυνε να επιστρέψω στο νησί Μπάγκαμπαγκ και να κηρύξω στους κατοίκους του. Αυτό και έκανα το 1987. Οι συγγενείς μου είχαν την καλοσύνη να μου χτίσουν ένα μικρό σπίτι, και επί 14 χρόνια ήμουν η μόνη Μάρτυρας του Ιεχωβά εκεί. Τα 12 από αυτά υπηρέτησα ως τακτική σκαπάνισσα.
Αργότερα, επέστρεψα στο Μαντάνγκ για να κάνω σκαπανικό μαζί με τη Λαμίτ. Το 2009, έξι άτομα από το νησί Μπάγκαμπαγκ ήρθαν στο Μαντάνγκ για την ετήσια Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού. Δεν παντρεύτηκα ποτέ, και χαίρομαι που μπόρεσα να χρησιμοποιήσω την αγαμία μου για να υπηρετώ πλήρως τον Ιεχωβά.
[Πλαίσιο/Εικόνες στις σελίδες 141, 142]
Ο Ιεχωβά με Δέχτηκε
ΝΤΟΡΑ ΝΙΝΓΚΙ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ 1977
ΒΑΦΤΙΣΤΗΚΕ 1998
ΙΣΤΟΡΙΚΟ Έμαθε την αλήθεια όταν ήταν μικρή, και η οικογένειά της την απέρριψε. Αργότερα, άρχισε το σκαπανικό και τώρα υπηρετεί στο γραφείο τμήματος.
◼ ΣΤΑ 17 μου, βρήκα ένα αντίτυπο του βιβλίου Μπορείτε να Ζείτε για Πάντα στον Παράδεισο στη Γη. Γρήγορα αντιλήφθηκα ότι ήταν κάτι πολύ ιδιαίτερο. Κατάλαβα ότι το βιβλίο ήταν των Μαρτύρων του Ιεχωβά επειδή, σε ηλικία περίπου τεσσάρων χρονών, δύο Μάρτυρες μου μίλησαν σχετικά με την υπόσχεση που έχει δώσει ο Θεός για έναν επίγειο Παράδεισο.
Λίγο καιρό αφότου βρήκα το βιβλίο Ζείτε για Πάντα, οι θετοί μου γονείς μού είπαν ότι, εφόσον είχαν πέντε δικά τους παιδιά, έπρεπε να γυρίσω στους δικούς μου που ζούσαν στην παραθαλάσσια πόλη Γουέγουακ. Όταν πήγα εκεί, έμεινα αρχικά στον αδελφό του πατέρα μου.
Ανυπομονώντας να συναντήσω τους Μάρτυρες, κατάφερα να βρω την Αίθουσα Βασιλείας και έφτασα εκεί τη στιγμή που ο αδελφός ανακοίνωνε τον τελικό ύμνο. Ωστόσο, μια ιεραπόστολος από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Παμ, διευθέτησε να μελετήσει μαζί μου τη Γραφή. Μου άρεσαν πάρα πολύ τα όσα μάθαινα, αλλά έπειτα από τρεις μόλις μελέτες, είχα ένα επεισόδιο με το θείο μου.
Μια Κυριακή, καθώς γύριζα σπίτι από τη συνάθροιση, είδα να βγαίνει καπνός από την αυλή του θείου μου. Έκαιγε όλα μου τα πράγματα, μεταξύ των οποίων και τα Γραφικά μου βοηθήματα. Μόλις με είδε, ούρλιαξε: «Αφού θέλεις να είσαι με αυτούς τους ανθρώπους, ας σε φροντίζουν εκείνοι». Επειδή ήμουν ανεπιθύμητη, αναγκάστηκα να πάω στο σπίτι των βιολογικών μου γονέων, οι οποίοι ζούσαν σε ένα χωριό περίπου δύο ώρες με το αυτοκίνητο από το Γουέγουακ.
Ενώ πλησίαζα τον πατέρα μου, εκείνος είπε στα αδέλφια μου για να τον ακούσω: «Ποια είναι αυτή; Δεν την ξέρουμε. Τη δώσαμε όταν ήταν τριών χρονών». Κατάλαβα ότι ούτε εκείνος με ήθελε, γι’ αυτό έφυγα και έμενα όπου έβρισκα.
Περίπου δύο χρόνια μετά, μου μίλησαν δύο ειδικοί σκαπανείς στο χωριό των γονέων μου. Τους είπα: «Σας παρακαλώ, πείτε στην Παμ ότι δεν έχω ξεχάσει όσα με δίδαξε αλλά δεν έχω τρόπο να τη δω». Λίγο αργότερα, όμως, μπόρεσα να συναντήσω την Παμ στο Γουέγουακ και να συνεχίσω τη μελέτη μου. Εκείνη την περίοδο έμεινα σε τρεις διαφορετικές οικογένειες, αλλά λόγω της συναναστροφής μου με τους Μάρτυρες, όλοι τους με έδιωχναν. Η Παμ φρόντισε με καλοσύνη να μείνω σε μια οικογένεια Μαρτύρων στο Γουέγουακ. Βαφτίστηκα το 1998 και άρχισα το τακτικό σκαπανικό το Σεπτέμβριο του 1999. Με κάλεσαν στο Μπέθελ το 2000, και τώρα έχω το προνόμιο να εργάζομαι στη μεταφραστική ομάδα της τοκ πίσιν.
Μολονότι η ίδια μου η οικογένεια με απέρριψε, πράγμα που με πλήγωσε βαθιά, η πνευματική μου οικογένεια έχει αντισταθμίσει την απώλεια με το παραπάνω. Μου αρέσει ιδιαίτερα το εδάφιο Ψαλμός 27:10: «Ακόμη και αν ο πατέρας μου και η μητέρα μου με εγκαταλείψουν, ο Ιεχωβά θα με δεχτεί».
[Εικόνα]
Έντυπα στην τοκ πίσιν
[Πλαίσιο/Εικόνες στις σελίδες 147, 148]
«Ο Ιεχωβά είναι ο Μεγαλύτερος Δάσκαλός Μας»
ΤΖΟΝ ΤΑΒΟΪΣΑ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ 1964
ΒΑΦΤΙΣΤΗΚΕ 1979
ΙΣΤΟΡΙΚΟ Ως παιδί, υπέστη σκληρό διωγμό από δασκάλους και συμμαθητές, και έτσι σταμάτησε το σχολείο έπειτα από δύο μόλις χρόνια. Τώρα υπηρετεί ως επίσκοπος περιοχής.
◼ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ στο χωριό Γκοβιγκόβι, στην επαρχία Μιλν Μπέι. Ο πατέρας μου άρχισε να μελετάει τη Γραφή όταν ήμουν εφτά χρονών και με δίδασκε τα πράγματα που μάθαινε.
Περίπου τότε άρχισα να πηγαίνω σε ένα δημόσιο σχολείο. Οι δύο δάσκαλοί μου, οι οποίοι ήταν Αγγλικανοί, έμαθαν ότι συναναστρεφόμουν με τους Μάρτυρες και άρχισαν να με διώκουν. Το ίδιο έκαναν και οι συμμαθητές μου, οι οποίοι μάλιστα με χτυπούσαν με ξύλα. Ως αποτέλεσμα, σταμάτησα το σχολείο έπειτα από δύο μόλις χρόνια.
Γύρω στον έναν χρόνο μετά, είδα έναν από τους δασκάλους στην τοπική αγορά. «Είσαι έξυπνο παιδί και θα τα πήγαινες πολύ καλά στο σχολείο», είπε. «Αλλά λόγω της θρησκείας σου, θα καταντήσεις υπηρέτης των συμμαθητών σου». Όταν μετέφερα στον πατέρα μου τι είχε πει ο δάσκαλος, η απάντησή του με παρηγόρησε. «Αν δεν σε εκπαιδεύσει ο κόσμος», είπε, «θα σε εκπαιδεύσει ο Ιεχωβά».
Ο πατέρας μου και ένας ειδικός σκαπανέας με βοήθησαν να λάβω την πιο πολύτιμη εκπαίδευση που υπάρχει—τη γνώση που οδηγεί στην αιώνια ζωή. (Ιωάν. 17:3) Η μητρική μου γλώσσα ήταν η νταγουάγουα, αλλά εκείνοι μου δίδαξαν τη Γραφή στη χίρι μότου, η οποία έγινε η δεύτερη γλώσσα μου, και στην τοκ πίσιν, η οποία έγινε η τρίτη γλώσσα μου. Βαφτίστηκα στα 15. Δύο χρόνια μετά, άρχισα το σκαπανικό.
Το 1998, με κάλεσαν να παρακολουθήσω τη Σχολή Διακονικής Εκπαίδευσης. Τότε δεν μιλούσα καλά αγγλικά. Επομένως, το γραφείο τμήματος, προκειμένου να με προετοιμάσει για τη σχολή, με διόρισε σε μια αγγλική εκκλησία στο Πορτ Μόρεσμπι. Έτσι λοιπόν, τα αγγλικά έγιναν η τέταρτη γλώσσα μου.
Αφού αποφοίτησα, διορίστηκα στην εκκλησία του Αλοτάου, στην επαρχία Μιλν Μπέι. Έξι μήνες αργότερα, ένιωσα μεγάλη έκπληξη και χαρά όταν έλαβα διορισμό ως επίσκοπος περιοχής. Η πρώτη μου περιοχή περιλάμβανε τη Νέα Βρετανία, τη Νέα Ιρλανδία, το νησί Μάνους και άλλα γειτονικά νησιά. Παντρεύτηκα την αγαπημένη μου σύζυγο, την Τζούντι, το 2006, κάναμε ειδικό σκαπανικό για έναν χρόνο και έπειτα ξεκινήσαμε μαζί το έργο περιοχής.
Όποτε επισκέπτομαι τις εκκλησίες, συνήθως λέω στους νεαρούς: «Ο Ιεχωβά είναι ο μεγαλύτερος Δάσκαλός μας. Συνεπώς, αφήστε τον να σας διδάξει, επειδή είναι σε θέση να σας δώσει τα εφόδια ώστε να επιτύχετε στη ζωή». Αυτό υπήρξε, αναμφίβολα, ένα σημαντικό μάθημα για εμένα.
[Εικόνα]
Με τη σύζυγό μου, την Τζούντι
[Πίνακας/Εικόνες στις σελίδες 156, 157]
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ—Παπούα-Νέα Γουινέα
1930
1935 Σκαπανείς έρχονται με το Φωτοδότη, ένα ιστιοφόρο της Εταιρίας, και κηρύττουν στο Πορτ Μόρεσμπι.
1940
1950
1951 Ο Τομ και η Ροουένα Κίτο φτάνουν στο Πορτ Μόρεσμπι.
1956 Σκαπανείς μετακομίζουν στη Νέα Ιρλανδία και στη Νέα Βρετανία.
1957 Ο Τζον Κάτφορθ επινοεί τις ομιλίες με ζωγραφιές.
1960
1960 Καταχώριση του Διεθνούς Συλλόγου Σπουδαστών της Γραφής.
1962 Ο Τομ και η Ροουένα Κίτο μετακομίζουν στα υψίπεδα της Νέας Γουινέας.
1965 Οικοδόμηση γραφείου τμήματος στο Κόκι του Πορτ Μόρεσμπι.
1969 Η Διεθνής Συνέλευση «Επί Γης Ειρήνη» διεξάγεται στο Χάιμα της Παπούας.
1970
1975 Η Παπούα και η Νέα Γουινέα σχηματίζουν από κοινού την Παπούα-Νέα Γουινέα.
1977-1979 Βίαιοι όχλοι καταστρέφουν Αίθουσες Βασιλείας στην επαρχία Μιλν Μπέι.
1980
1987 Αφιέρωση νέου γραφείου τμήματος.
1989 Ξεσπάει εμφύλιος στο νησί Μπουγκενβίλ.
1990
1991 Η Σκοπιά κυκλοφορεί στην τοκ πίσιν και στη χίρι μότου ταυτόχρονα με την αγγλική έκδοση.
1994 Αρχίζει να λειτουργεί Επιτροπή Προσέγγισης Νοσοκομείων.
1994 Ηφαιστειακές εκρήξεις καταστρέφουν τη Ραμπαούλ της Νέας Βρετανίας.
1999 Ιδρύεται Τμήμα Οικοδόμησης Αιθουσών Βασιλείας στο γραφείο τμήματος.
2000
2002 Οικοδόμηση Αίθουσας Συνελεύσεων στο Γκέρεχου του Πορτ Μόρεσμπι.
2010
2010 Αφιέρωση νέας επέκτασης του γραφείου τμήματος.
2020
[Γράφημα/Εικόνα στη σελίδα 118]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Σύνολο Ευαγγελιζομένων
Σύνολο Σκαπανέων
3.500
2.500
1.500
500
1955 1965 1975 1985 1995 2005
[Χάρτες στη σελίδα 81]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
ΠΑΠΟΥΑ-ΝΕΑ ΓΟΥΙΝΕΑ
ΠΟΡΤ ΜΟΡΕΣΜΠΙ
Γουέγουακ
Ποταμός Σέπικ
Κάμποτ
Ντιμίρι
Μπάιγουατ
Ποταμός Γιούατ
Γουάμπαγκ
Μάουντ Χάγκεν
Μπανζ
Κοιλάδα Γουάγκι
ΥΨΙΠΕΔΑ ΝΕΑΣ ΓΟΥΙΝΕΑΣ
Λίμνη Μάρι
Ποταμός Φλάι
Μπάσκεν
Τάλιντιγκ
Μπάγκιλντιγκ
Μαντάνγκ
Γκορόκα
Καϊναντού
Λάε
Μπουλόλο
Γουάου
Κέρεμα
Σαβαϊβίρι
Κόλπος Παπούα
Ποποντέτα
Μονοπάτι Κοκόντα
Χούλα
Άγκι
Γκοβιγκόβι
Αλοτάου
ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΚΟΡΑΛΛΙΩΝ
Νησί Μάνους
Αρχιπέλαγος Μπίσμαρκ
ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΠΙΣΜΑΡΚ
Νησί Μπάγκαμπαγκ
Νέα Βρετανία
Ραμπαούλ
Κόκοπο
Νησί Κούρμαλακ
Νέα Ιρλανδία
Κάβινγκ
ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ
Νησί Γκούντιναφ
Νησί Μπούκα
Νησί Μπουγκενβίλ
Ατόλλη Νουκουμάνου
Ισημερινός
Χάιμα
Σιξ Μάιλ
Χανουαμπάντα
Λιμάνι του Πορτ Μόρεσμπι
Αγορά Κόκι
Οροπέδιο Σογκέρι
Ιοαντάμπου
[Ολοσέλιδη εικόνα στη σελίδα 74]
[Εικόνα στη σελίδα 77]
Φωτοδότης
[Εικόνα στη σελίδα 78]
Οι πρώτοι ντόπιοι ευαγγελιζόμενοι, από τα αριστερά προς τα δεξιά: Μπομπόγκι Ναϊόρι, Χένι Χένι Νιόκι, Ράχο Ρακατάνι και Όντα Σιόνι
[Εικόνα στη σελίδα 79]
Το χωριό Χανουαμπάντα με το Πορτ Μόρεσμπι στο βάθος
[Εικόνα στη σελίδα 82]
Η Σίρλεϊ και ο Ντον Φίλντερ λίγο πριν από την άφιξή τους
[Εικόνα στη σελίδα 85]
Η πρώτη Αίθουσα Βασιλείας στη χώρα, στο Χάιμα του Πορτ Μόρεσμπι
[Εικόνα στη σελίδα 87]
Τζον Κάτφορθ
[Εικόνα στη σελίδα 89]
Παράδειγμα ομιλίας με ζωγραφιές
[Εικόνες στη σελίδα 90]
Δεξιά: ο Τζον Κάτφορθ διδάσκει με ζωγραφιές· κάτω: αδελφός μεταφέρει πίνακα με ζωγραφιές για κήρυγμα σε απομακρυσμένα χωριά
[Εικόνα στη σελίδα 92]
Αλφ Γκριν, Ντέιβιντ Γουόκερ και Τζιμ Σμιθ
[Εικόνες στη σελίδα 93]
Αριστερά: Σίρλεϊ, Ντέμπι και Ντον Φίλντερ· δεξιά: ο Ντον και το κανό του
[Εικόνα στη σελίδα 96]
Τζιμ Σμιθ και Γκλεν Φίνλεϊ
[Εικόνα στη σελίδα 97]
Ο Στίβεν Μπλάντι διασχίζει τον Κόλπο Κέρεμα
[Εικόνα στη σελίδα 99]
Ροζίνα και Κεν Φρέιμ
[Εικόνα στη σελίδα 102]
Μάθιου και Ντόρις Πόουπ
[Εικόνες στη σελίδα 103]
Το σπίτι της Μαγκνταλέν και του Τζον Έντορ ήταν ο πρώτος χώρος συναθροίσεων στο Λάε
[Εικόνα στη σελίδα 109]
Τα υψίπεδα
[Εικόνα στη σελίδα 110]
Ο Τομ και η Ροουένα Κίτο μπροστά από το μικρό κατάστημα και το σπίτι τους στο Γουάμπαγκ
[Εικόνα στη σελίδα 113]
Έρνα και Μπερντ Άντερσον
[Εικόνα στη σελίδα 114]
Κέρι Κέι-Σμιθ και Τζιμ Ράιτ
[Εικόνα στη σελίδα 115]
Ο Μάικ Φίσερ στον ποταμό Σέπικ
[Εικόνες στη σελίδα 123]
Η Αίθουσα Βασιλείας στο Άγκι έγινε στόχος εμπρηστών αλλά ανοικοδομήθηκε και επεκτάθηκε
[Εικόνα στη σελίδα 127]
Έλσι και Μπιλ Θιου
[Εικόνα στη σελίδα 128]
Πουαπούα με φουσκωμένα πανιά
[Εικόνα στη σελίδα 128]
Το πλοιάριο Σκαπανέας που κατασκεύασε ο Μπερντ Άντερσον
[Εικόνες στη σελίδα 131]
Ταξίδι στον ποταμό Σέπικ
[Εικόνες στις σελίδες 132, 133]
Αριστερά: Ο επίσκοπος περιοχής Γουόρεν Ρέινολντς και η σύζυγός του, η Λιάν, επισκέπτονται το χωριό Μπάιγουατ· επάνω: δημόσια ομιλία κατά την επίσκεψή του στο χωριό Ντιμίρι
[Εικόνα στη σελίδα 135]
Σοάρε Μάιγκα
[Εικόνα στη σελίδα 135]
Κόρα Λέκε
[Εικόνα στη σελίδα 136]
Σάβε Νάνπεν
[Εικόνα στη σελίδα 139]
Τζόρντι και Τζοάν Ράιλ
[Εικόνα στη σελίδα 145]
Μερικά από αυτά τα παιδιά αποβλήθηκαν από το σχολείο επειδή δεν χαιρετούσαν τη σημαία
[Εικόνες στις σελίδες 152, 153]
Αριστερά: Η Ραμπαούλ με το ηφαίστειο Ταβουρβούρ στο βάθος· κάτω: η Αίθουσα Βασιλείας της Ραμπαούλ η οποία καταστράφηκε το 1994
[Εικόνα στη σελίδα 155]
Μεταφραστική ομάδα, 2010
[Εικόνες στη σελίδα 161]
Γραφείο Τμήματος της Παπούας-Νέας Γουινέας
Επιτροπή του Τμήματος: Νταν Μπερκς, Τίμο Ρατζαλέτο, Κεγκαγουάλε Μπιγιάμα, Κρεγκ Σπιγκλ