Πράξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στους Συγχρόνους Καιρούς στη Γερμανία
(Από το Βιβλίον του Έτους 1974—Συνέχεια)
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ
ΑΦΟΥ άρχισε ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος η διαθέσιμος τροφή απεστέλλετο στα μέτωπα. Τα φαγητά στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως αποτελούνταν ως επί το πλείστον από το είδος των γογγυλιών που τα χρησιμοποιούσαν μόνο για τροφή των ζώων. Όλα ετοιμάζονταν με τέτοια έλλειψι αγάπης ώστε οι αιχμάλωτοι πολλάκις ακούονταν να λέγουν ότι ακόμη και οι χοίροι θ’ αρνούνταν να φάγουν την τροφή. Αλλ’ αυτό δεν ήταν περίπτωσις να τρώγη κανείς αρκετή τροφή, απλώς ήταν ζήτημα επιβιώσεως. Πολλοί απέθαναν από την πείνα. «Η πιο μεγάλη μου δοκιμασία ήταν η πείνα,» ο Αδ. Κ. Χέντελ γράφει, και εξηγεί λέγοντας: «Έχω ύψος 6 πόδια και 2 ίντσες και κανονικά ζυγίζω 230 πάουντς. Αλλά τον χειμώνα του 1939/1940 εζύγιζα μόνο 90 πάουντς και λιγώτερα ακόμη. Δεν ήμουνα παρά πετσί και κόκκαλα. Παρά το μέγεθός μου δεν μου έδιναν περισσότερο να φάγω από εκείνους που ήσαν μικρότεροι από εμένα. Συχνάκις επίεζα με τις γροθιές μου το στομάχι μου για να κατευνάσω τους πόνους μέχρις ότου ένας ώριμος αδελφός με συμβούλευσε να φέρω το πρόβλημά μου με προσευχή στον Ιεχωβά και να τον παρακαλέσω να με βοηθήση να υποφέρω τους πόνους. Γρήγορα κατάλαβα τι βοήθεια είναι μια προσευχή σε τέτοιες περιστάσεις.» Ένας άλλος αδελφός θυμάται ότι συχνά έβαζε άμμο στο στόμα του για να πολεμήση τις ωδίνες της πείνας.
Πόσο παρηγορητική ήταν η αδελφική επικοινωνία σε τέτοιες περιστάσεις. Ναι, ήταν πολύ συγκινητικό να βλέπη κανείς αδελφούς, να είναι σημειωμένοι οι ίδιοι για θάνατο, να δίνουν κάτι από τις ανεπαρκείς μερίδες άρτου σ’ εκείνους που ήσαν σε χειρότερη κατάστασι από αυτούς. Πολλές φορές ήταν μόνο ψυχία που κρυφά έκρυβαν κάτω από τα μαξιλάρια εκείνων που για κάποιο λόγο δε τους είχαν δώσει να φάγουν και οι οποίοι ήσαν αναγκασμένοι να στέκωνται στην αυλή τον δριμή χειμώνα με σχεδόν τίποτε επάνω τους. Πόσο καταπραϋντικό ήταν για κείνους που ο εχθρός είχε σχεδόν «καταρρακώσει» ν’ ακούουν από το στόμα ενός ωρίμου αδελφού ενθαρρυντικούς λόγους να σταλάζουν σαν λάδι πάνω σε μια πληγή και να δίνουν νέαν δύναμιν σε καιρό που αυτοί αισθάνονταν αφόρητο την κατάστασί των! Και πόσο δυνατή αποδείχθηκε ότι ήταν η ηνωμένη προσευχή! Πολλάκις, τα βράδια, όταν οι στρατώνες είχαν κλειδωθή και μεγάλη ησυχία εβασίλευε στα υπνωτήρια, προβλήματα εκ συμφώνου παρουσιάζονταν στον Ιεχωβά στην προσευχή. Συχνά ήσαν ζητήματα που είχαν να κάμουν με όλους των, αλλά άλλοτε προβλήματα αδελφών ως άτομα. Όταν ο Ιεχωβά—όπως το έκαμνε σε πολλές περιπτώσεις—αμέσως έφερνε μια αλλαγή προς το καλύτερο, αυτό ήταν αιτία ηνωμένης προσευχής και ευχαριστιών την άλλη μέρα. Έτσι οι αδελφοί διεπίστωσαν ότι ‘δεν είναι ποτέ μόνοι.’
ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ ΣΕ ΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΑΝ
Είναι ενδιαφέρον το ότι οι Ες Ες, που συχνά μεταχειρίζονταν βρωμερά τεχνάσματα προσπαθώντας να πείσουν κάποιον να υπογράψη την διακήρυξι, στρέφονταν εναντίον τους αφού είχαν υπογράψει και τους ενοχλούσαν περισσότερο από πριν. Ο Καρλ Κιρσχτ το επιβεβαιώνει αυτό: «Περισσότερο από κάθε άλλον οι μάρτυρες του Ιεχωβά ήσαν τα θύματα στρεψοδικίας στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Νόμιζαν ότι με τον τρόπο αυτό μπορούσαν να τους πείσουν να υπογράψουν την διακήρυξι. Επανειλημμένως μας ρωτούσαν να το πράξωμε αυτό. Μερικοί υπέγραφαν, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις, έπρεπε να περιμένουν περισσότερο από ένα χρόνο προτού απολυθούν. Κατά την διάρκεια του καιρού αυτού πολλάκις ονειδίζονταν δημοσίως από τους Ες Ες ότι ήσαν υποκριταί και δειλοί και τους ανάγκαζαν να κάνουν ένα, όπως το έλεγαν, ‘τιμητικό βάδισμα’ γύρω στους αδελφούς των προτού τους αφήσουν να εγκαταλείψουν το στρατόπεδο.»
Ο Γ. Ρότζερ θυμάται ότι ένας αδελφός υπέγραψε την διακήρυξι όταν η σύζυγος και η θυγατέρα του ήλθαν να τον επισκεφθούν, αλλά δεν το είπε στους αδελφούς. «Ύστερ’ από μερικές εβδομάδες τον επληροφόρησαν να ετοιμασθή να φύγη. (Οι τέτοιοι γενικά έπρεπε να σταθούν στην πύλη μέχρις ότου κληθούν τα ονόματά τους.) Ο αδελφός αυτός στέκονταν στην πύλη όλη την ημέρα και ακόμη στέκονταν εκεί το βράδυ εκείνο, έτσι έπρεπε να επιστρέψη στους αδελφούς στον στρατώνα. Μετά τη βραδυνή ονοματοκλησία, που γινόταν από ένα πιο τρομερό λοχαγό, ο αδελφός αυτός διατάχθηκε να πάη να φέρη ένα σκαμνί από τον στρατώνα και κατόπιν τον ανάγκασε να σταθή πάνω σ’ αυτό στην αυλή μπροστά στους αδελφούς που βάδιζαν. Ο λοχαγός τώρα επέστησε την προσοχή στον αδελφό και, βλοσυρά βλέποντάς μας είπε: ‘Κυττάξτε τον άνανδρό σας· υπέγραψε χωρίς να σας το πη!’ Στην πραγματικότητα οι Ες Ες θα ήθελαν όλοι μας να υπογράψωμε. Αλλά ο σεβασμός τον οποίον κρυφά είχαν για μας έφευγε όταν κάποιος υπέγραφε.»
Η Αδ. Ντιτριχκάιτ θυμάται δυο αδελφές που υπέγραψαν την διακήρυξι. Όταν επέστρεψαν είπαν στην αδελφή ότι είχαν υπογράψει γιατί φοβούνταν ότι θα πέθαιναν από την πείνα. Δεν απέκρυψαν το γεγονός ότι οι Ες Ες τις ρώτησαν: «Τώρα που αρνηθήκατε τον Θεό σας, τον Ιεχωβά, ποιον Θεόν θα υπηρετήσετε;» Οι δύο αδελφές απελύθησαν, αλλ’ όταν οι Ρώσοι εισέβαλαν στην χώρα αυτές συνελήφθησαν πάλι για κάποιο λόγο κι ερρίφθησαν στην φυλακή από τους Ρώσους όπου πραγματικά απέθαναν από την πείνα. Σε μια άλλη περίπτωσι μια αδελφή που υπέγραψε βιάσθηκε από τους Ρώσους στις τελευταίες λίγες μέρες του πολέμου και κατόπιν την εφόνευσαν.
Ένας μεγάλος αριθμός αδελφών που υπέγραψαν την διακήρυξι στρατολογήθησαν και εστάλησαν στο μέτωπο, όπου οι πλείστοι έχασαν τη ζωή των.
Μολονότι υπάρχει αρκετή απόδειξις ότι οι αδελφοί εκείνοι που υπέγραψαν έθεσαν τους εαυτούς των έξω της προστασίας του Ιεχωβά, δεν είναι αλήθεια στις περισσότερες περιπτώσεις ότι ήσαν «προδόται.» Πολλοί ακύρωσαν την υπογραφή των προτού απολυθούν, όταν ώριμοι αδελφοί τους εβοήθησαν να κατανοήσουν τι είχαν κάμει. Αφού μετενόησαν και εζήτησαν από τον Ιεχωβά να τους δώση μια άλλη ευκαιρία ν’ αποδείξουν την πιστότητά των, πολλοί απ’ αυτούς, μετά την πτώσι του καθεστώτος του Χίτλερ, αυθόρμητα ενώθηκαν με τις γραμμές των διαγγελέων και άρχισαν να εργάζονται ως διαγγελείς εκκλησίας, με τον καιρό, ως σκαπανείς επίσκοποι, ακόμη και ως ταξιδεύοντες επίσκοποι, προωθούντες με παραδειγματικό τρόπο τα συμφέροντα της βασιλείας του Ιεχωβά. Πολλοί παρηγορήθησαν με την πείρα του Πέτρου, ο οποίος επίσης είχε αρνηθή τον Κύριόν του και Διδάσκαλον, αλλά εκέρδισε πάλιν την εύνοιάν του.—Ματθ. 26:69-75· Ιωάν. 21:15-19.