Βενεζουέλα
Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ με τη Βενεζουέλα μπορεί να σας φανεί σαν να κάνετε το γύρο του κόσμου. Τι μπορείτε να δείτε; Ίσως κάποιον Ινδιάνο να κυνηγάει στη ζούγκλα με ακόντιο. Κάποια καλοντυμένη σινιόρα να ψωνίζει σε μια πολυτελέστατη μπουτίκ. Επισκέπτες σε μια βραδινή φιέστα να χορεύουν υπό τον ήχο των τυμπάνων, σε ρυθμούς που θυμίζουν Αφρική. Ένα αγοράκι να τυλίγεται με το πόντσο του για να προστατευτεί από τον ψυχρό βουνίσιο αέρα καθώς τρέχει να μαζέψει τα πρόβατά του. Και πάνω από 71.000 Μάρτυρες του Ιεχωβά—μικρούς και μεγάλους, με πολυποίκιλο παρελθόν—να μιλούν σε άλλους για τον αληθινό Θεό και τη Βασιλεία του.
Η πλειονότητα των κατοίκων της Βενεζουέλας έχουν προέλθει από επιμειξία Ινδιάνων, Ισπανών και Αφρικανών. Από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και ύστερα, πολλοί Ευρωπαίοι μετανάστες από την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία απαρτίζουν αξιοσημείωτο μέρος του πληθυσμού. Ο παρατηρητής δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί από τον αριθμό των νεαρών που υπάρχουν παντού.
Η Βενεζουέλα, που βρίσκεται στη βόρεια ακτή της Νότιας Αμερικής, είναι πραγματικά μια χώρα εκπληκτικών αντιθέσεων. Τα 2.800 χιλιόμετρα των ακτών της στην Καραϊβική, όπου πνέουν απαλά οι τροπικοί άνεμοι, δημιουργούν έντονη αντίθεση με τις χιονισμένες βουνοκορφές και την οργιώδη βλάστηση της ζούγκλας. Δεν υπάρχουν μόνο αχανείς πεδιάδες που ονομάζονται «λιάνος», αλλά και καταπληκτικοί καταρράκτες, όπως οι καταρράκτες Κούκενααμ, με υδατόπτωση 600 μέτρων, και οι καταρράκτες Άνχελ, δηλαδή καταρράκτες του Αγγέλου, που είναι οι υψηλότεροι στον κόσμο και πέφτουν από ύψος 979 μέτρων ξεκινώντας από κάποιο υπόγειο ποτάμι του οποίου οι πηγές βρίσκονται στο βραχώδες οροπέδιο που έχει ορθωθεί πάνω τους. Η πρωτεύουσα, το Καράκας, η οποία έχει περίπου 4.000.000 κατοίκους, είναι μια σύγχρονη μητρόπολη με υπερμοντέρνα εμπορικά κέντρα. Ένα άρτιο οδικό δίκτυο συνδέει την πρωτεύουσα με την ενδοχώρα. Ωστόσο, υπάρχουν και εκατοντάδες χιλιάδες άτομα σε ορεινούς φτωχικούς οικισμούς τα οποία βλέπουν μόνο από μακριά την ευημερία του Καράκας.
Το Θρησκευτικό Κλίμα στη Βενεζουέλα
Η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων της Βενεζουέλας είναι Ρωμαιοκαθολικοί, αν και η εκκλησία δεν ελέγχει πια τους ανθρώπους όπως κάποτε. Οι ντόπιοι Ινδιάνοι, αν και συνήθως είναι κατ’ όνομα Καθολικοί, έχουν τις δικές τους τελετουργίες και προκαταλήψεις, όπως και εκείνοι που είναι αφρικανικής καταγωγής. Η μαγεία και ο πνευματισμός είναι πολύ δημοφιλή εδώ. Πολλοί άνθρωποι φορούν φυλαχτά για να τους προστατεύουν από το μάτι. Η αίρεση Μαρία Λιόνζα, που μοιάζει με το βουντού, είναι πολύ διαδεδομένη. Υπάρχουν επίσης αυξανόμενες ομάδες ευαγγελικών.
Οι «άγιοι» και οι «παναγίες» παίζουν σημαίνοντα ρόλο στη ζωή των Καθολικών της Βενεζουέλας. Κάθε περιοχή της χώρας έχει το δικό της «άγιο» ή τη δική της «παναγία». Τα περισσότερα σπίτια έχουν θρησκευτικές εικόνες. Σε μερικά σπίτια τοποθετούν πάνω από την εξώπορτα κάποιο κλαδί για να διώχνει τα κακά πνεύματα, ή αφήνουν πάνω στο τραπέζι μια Αγία Γραφή ανοιγμένη στον Ψαλμό 91 πιστεύοντας ότι αυτό θα παρέχει κάποια προστασία στο σπιτικό.
Πολλές φορές, δίπλα στην εικόνα του αγαπημένου τους «αγίου» υπάρχει μια φωτογραφία του Σιμόν Μπολίβαρ, ο οποίος κέρδισε την ανεξαρτησία από την ισπανική διακυβέρνηση για τη Βενεζουέλα και για τέσσερις ακόμη νοτιοαμερικανικές χώρες. Η τιμή που του αποδίδεται εδώ στη Βενεζουέλα πιστοποιείται από το γεγονός ότι υπάρχει Διεθνές Αεροδρόμιο Σιμόν Μπολίβαρ, Πανεπιστήμιο Σιμόν Μπολίβαρ, λεωφόρος Σιμόν Μπολίβαρ, πόλη Μπολίβαρ και πολιτεία Μπολίβαρ. Επίσης, η νομισματική μονάδα είναι το μπολίβαρ. Κάθε πόλη της Βενεζουέλας έχει μια κεντρική πλατεία που σχεδόν πάντοτε λέγεται Πλάζα Μπολίβαρ. Τα αποφθέγματα που αποδίδονται σε εκείνον είναι πολλές φορές προσεκτικά βαμμένα πάνω σε δημόσιους τοίχους.
Αλλά μαζί με όλα αυτά, ένα εξέχον χαρακτηριστικό των κατοίκων της Βενεζουέλας είναι ο βαθύς σεβασμός που έχουν για τον Θεό και η πίστη που ομολογούν στην Αγία Γραφή. Σπάνια κοροϊδεύουν κάποιον που θέλει να μιλήσει για πνευματικά πράγματα. Αυτή η δεκτική στάση πρόσφερε γόνιμο έδαφος για το φύτεμα των σπόρων της αλήθειας σχετικά με τον Ιεχωβά Θεό και τους σκοπούς του.
Γυναίκες με Πραγματικό Ιεραποστολικό Πνεύμα
Αν και ο περισσότερος κόσμος προσπαθούσε ακόμη να αντεπεξέλθει στις καταστάσεις που επέφερε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, και ενώ ο Αδόλφος Χίτλερ δημιουργούσε προβλήματα στην Ευρώπη, δυο Μάρτυρες του Ιεχωβά οι οποίες ζούσαν στο Τέξας των Η.Π.Α.—μια γυναίκα που ονομαζόταν Κέιτ Γκόας και η κόρη της Μάριαν—αποφάσισαν ότι θα ήθελαν να κάνουν περισσότερα πράγματα προκειμένου να διαδώσουν το άγγελμα ειρήνης που περιέχει η Αγία Γραφή. Έγραψαν στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, στα κεντρικά γραφεία της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά, ρωτώντας πού μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με τον καλύτερο τρόπο· εξήγησαν ότι γνώριζαν κάπως την ισπανική. Ο διορισμός τους; Η Βενεζουέλα.
Έφτασαν με πλοίο το 1936 και νοίκιασαν ένα δωμάτιο στην πρωτεύουσα, το Καράκας, η οποία είχε τότε πληθυσμό 200.000 άτομα. Ήδη, μια δεκαετία νωρίτερα, μερικοί Σπουδαστές της Γραφής—όπως ήταν γνωστοί τότε οι Μάρτυρες του Ιεχωβά—είχαν επισκεφτεί τη Βενεζουέλα και είχαν διανείμει χιλιάδες Βιβλικά φυλλάδια στις κύριες πόλεις, αλλά δεν παρέμειναν στη χώρα. Ωστόσο, η Κέιτ Γκόας και η κόρη της δεν ήρθαν στη Βενεζουέλα απλώς για μια σύντομη επίσκεψη. Αν και ήταν κάπως λεπτεπίλεπτη και ντελικάτη στην εμφάνισή της, η Κέιτ κουβαλούσε μια τεράστια τσάντα με έντυπα και ένα φωνογράφο καθώς επισκεπτόταν τους ανθρώπους από σπίτι σε σπίτι. Μαζί με την κόρη της κάλυψε συστηματικά όλο το Καράκας. Αφού το κατόρθωσαν αυτό, προχώρησαν στην ενδοχώρα, πηγαίνοντας με λεωφορείο σε μακρινά μέρη μέσα από χωματόδρομους γεμάτους σκόνη. Κήρυξαν σε μέρη όπως το Κιρικίρε, το Ελ Τίγκρε και η Σιουδάδ Μπολίβαρ στα ανατολικά, και το Μαρακαΐβο στο δυτικό μέρος της χώρας.
Ωστόσο, τον Ιούλιο του 1944 χρειάστηκε να επιστρέψουν στις Ηνωμένες Πολιτείες επειδή η Μάριαν είχε προσβληθεί από ελονοσία. Σε μια επιστολή προς την Εταιρία με ημερομηνία 2 Αυγούστου 1944, η Κέιτ Γκόας έγραψε τα εξής: «Έχουμε δώσει πάρα πολλά έντυπα . . . Αφού πρώτα δώσαμε μαρτυρία σε όλη σχεδόν τη Δημοκρατία, εξακολουθούμε να βρίσκουμε ανθρώπους που αγαπούν τα έντυπά μας και τα διαβάζουν κάθε φορά που τους επισκεπτόμαστε . . . Ύστερα από δύο χρόνια συνεχούς μαρτυρίας στο Καράκας, υπάρχουν τώρα εφτά άτομα, έξι αδελφές και ένας αδελφός, τα οποία τάχθηκαν υπέρ της δικαιοσύνης και βαφτίστηκαν . . . Αυτοί οι αδελφοί είναι πολύ ευτυχισμένοι με τη Χριστιανική γνώση που έλαβαν για τον Ιεχωβά και τη Βασιλεία του . . . Έχει πράγματι δοθεί καλή μαρτυρία επανειλημμένα σε όλο το Καράκας, και το περιεχόμενο των εντύπων είναι ευρέως γνωστό . . . Δική σας υπέρ της Θεοκρατίας Του, Κέιτ Γκόας». Ο «ένας αδελφός» που αναφέρεται εδώ ήταν ο νεαρός Ρουμπέν Αραούχο, για τον οποίο θα μάθουμε περισσότερα αργότερα. (Παρεμπιπτόντως, τα εφτά άτομα που βάφτισε η αδελφή Γκόας τα βάφτισε ξανά ένας αδελφός το 1946, σε αρμονία με το Γραφικό πρότυπο το οποίο δείχνει ότι το βάφτισμα εκτελείται μόνο από άρρενες οι οποίοι έχουν επιδοκιμασμένη σχέση με τον Ιεχωβά).
Τίθενται τα Θεμέλια για Διευρυμένη Μαρτυρία
Την εποχή που έγραψε η Κέιτ Γκόας την επιστολή της προς την Εταιρία, στο Μπρούκλιν γίνονταν σχέδια για να σταλθούν στη Βενεζουέλα ιεραπόστολοι εκπαιδευμένοι από τη Βιβλική Σχολή Γαλαάδ της Σκοπιάς. Ο Νάθαν Νορ και ο Φρεντ Φρανς, ο τότε πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, ταξίδεψαν επανειλημμένα στη Λατινική Αμερική για να θέσουν τα θεμέλια για το διευρυμένο ιεραποστολικό έργο που θα πραγματοποιούνταν εκεί. Προγραμμάτισαν μια επίσκεψη στη Βενεζουέλα το 1946. Τρεις ιεραπόστολοι απόφοιτοι της Σχολής Γαλαάδ είχαν διοριστεί να πάνε στη Βενεζουέλα, αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν λάβει τη βίζα τους. Ποιος θα οργάνωνε τα πράγματα για την επίσκεψη του προέδρου στις 9-12 Απριλίου 1946;
Ένας από τους τρεις ιεραποστόλους στάλθηκε νωρίτερα με τουριστική βίζα. Έφτασε αεροπορικώς και έμεινε στο σπίτι της Τζανέτ Άτκινς, μιας φιλόξενης γυναίκας που είχε γνωρίσει την αλήθεια από την Κέιτ Γκόας. Αλλά τρεις εβδομάδες μετά την άφιξή του, ο ιεραπόστολος εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Η σπιτονοικοκυρά του και οι φίλοι του επισκέφτηκαν την αστυνομία και διάφορες αεροπορικές εταιρίες, και τελικά ανακάλυψαν ότι είχε επιστρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες επειδή ένιωσε μεγάλη νοσταλγία!
Πριν συμβεί αυτό, όμως, οι αδελφοί Νορ και Φρανς πραγματοποίησαν μια πολύ ωφέλιμη επίσκεψη στον όμιλο που βρισκόταν στη Βενεζουέλα. Ο Ρουμπέν Αραούχο θυμάται ότι την ημέρα που έφτασαν οι επισκέπτες αδελφοί έγινε μια συνάθροιση στη βεράντα του σπιτιού της Τζανέτ Άτκινς, όπου 22 άτομα άκουσαν τις ομιλίες τους.
Μεταξύ των παρόντων ήταν ο Πέδρο Μοράλες, ο οποίος ενθουσιάστηκε με τα καλά νέα. «Στο τέλος της δεκαετίας του 1930», όπως είπε αργότερα, «η Κέιτ Γκόας και η κόρη της μου έδωσαν το βιβλίο Πλούτη στην κεντρική αγορά του Μαρακαΐβο. Χρόνια αργότερα, άρχισα να το διαβάζω, και αυτό με βοήθησε να γνωρίσω την Αγία Γραφή. Όταν έφτασα στο σημείο που ανέφερε ότι οι άξιοι λαβαίνουν σημείο στο μέτωπο, ήταν σαν φωτιά μέσα μου! (Ιεζ. 9:4) Αυτό με υποκίνησε να αναζητήσω τους ανθρώπους που είχαν τέτοια έντυπα. Βρήκα τέσσερα άτομα που λάβαιναν βιβλία από κάποιον από το Τρινιδάδ. Συγκεντρωνόμασταν κάθε βράδυ για να μελετήσουμε το βιβλίο Πλούτη, χρησιμοποιώντας ως τόπο συνάθροισης τα σπίτια μας εκ περιτροπής».
Όταν ο Πέδρο έλαβε την πρόσκληση να πάει στο Καράκας (μια απόσταση περίπου 700 χιλιομέτρων) για τη συνάθροιση που θα διεξαγόταν στη διάρκεια της επίσκεψης του αδελφού Νορ, αυτός και ένας φίλος του αποφάσισαν να κάνουν το ταξίδι. Αλλά υπήρχαν προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν. Ο Πέδρο συνέχισε: «Η γυναίκα μου ήταν έγκυος και είχαν αρχίσει οι πόνοι του τοκετού, και επίσης χρειαζόταν να προσέχω το κατάστημά μου. Τι έπρεπε να κάνω; Βρήκα μια μαία για να μείνει με τη γυναίκα μου και ανέθεσα στα τρία παιδιά μου, ηλικίας 14, 12 και 10 χρονών, τη φροντίδα του ζαχαροπλαστείου μου. Κατόπιν φύγαμε με λεωφορείο για το Καράκας, ένα δύσκολο ταξίδι δύο ημερών σε χωματόδρομους». Τι χαρά ένιωσε όταν συνάντησε τους Μάρτυρες στο Καράκας! Ενόσω βρισκόταν εκεί, έλαβε ένα τηλεγράφημα από το Μαρακαΐβο: «Σύζυγος καλά. Παιδί ακόμη καλύτερα. Εγώ στο ζαχαροπλαστείο. Χούστο Μοράλες». Ο σαρκικός του αδελφός είχε έρθει απροσδόκητα από την Κολομβία και τακτοποίησε τα πράγματα.
Την πρώτη ημέρα εκείνων των ειδικών συναθροίσεων στο Καράκας, ο αδελφός Φρανς εκφώνησε την ομιλία με θέμα «Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στο Χωνευτήρι». Κατόπιν, ο αδελφός Νορ συνέχισε στο ίδιο θέμα ενώ ο Φρεντ Φρανς μετέφραζε. Πόσο αφυπνιστική ήταν αυτή η εξέταση! Έστρεφε την προσοχή σε αυτά που η Αγία Γραφή λέει ότι οι Χριστιανοί θα πρέπει να αναμένουν πως θα υποστούν από τον κόσμο και έδινε λεπτομέρειες για τον έντονο διωγμό που υπέστησαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Την επομένη έλαβε χώρα ένα βάφτισμα στο Λος Τσόρος, στη λίμνη που δημιουργούσε ένας καταρράκτης. Εκείνη την ημέρα βαφτίστηκαν δέκα άτομα, στα οποία περιλαμβάνονταν ο Γουίνστον Μπλάκγουντ (τον οποίο είχε βρει η αδελφή Γκόας στο Κιρικίρε) και ο γιος του ο Εδουάρδο, ο Οράσιο Μιέρ ι Τεράν και ο μικρότερός του αδελφός ο Εφραΐν, ο Πέδρο Μοράλες, ο Γεράρδο Κεσουρούν από το Σουρινάμ, ο Ίσραελ Φράνσις και ο Χοσέ Ματέους.
Ο Πέδρο Μοράλες και δυο ακόμη αδελφοί από τα δυτικά της χώρας καταχάρηκαν όταν ο αδελφός Νορ είπε πως η Εταιρία θα έστελνε ιεραποστόλους στο Μαρακαΐβο μόλις το επέτρεπε η κυβέρνηση. Ο ίδιος ο Πέδρο έγινε τακτικός σκαπανέας και συνέχισε σε αυτή την υπηρεσία μέχρι το θάνατό του.
Τους Ωθούσε η Αγάπη για τη Βιβλική Αλήθεια
Πριν από την άφιξη των ιεραποστόλων, τα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας στο Μπρούκλιν λάβαιναν εκθέσεις από το μικρό όμιλο που είχε σχηματίσει η αδελφή Γκόας. Ήταν μόνο μια χούφτα ευαγγελιζόμενοι με πολύ λίγα έντυπα. Πολλές φορές χρειαζόταν να δανείζουν τα βιβλία στους ενδιαφερομένους. Η έκθεση που στάλθηκε για το Μάρτιο του 1946 ανέφερε εννιά διαγγελείς των καλών νέων στη Βενεζουέλα, με υπεύθυνη του ομίλου τη Χοσεφίνα Λόπεζ, εφόσον εκείνη ήταν η πιο δραστήρια στον όμιλο.
Ο Ρουμπέν Αραούχο θυμάται το έξοχο παράδειγμα που έθεσε η αδελφή Λόπεζ: «Ήμουν έφηβος τότε . . . Η Χοσεφίνα Λόπεζ ήταν μητέρα με τέσσερις γιους και δύο κόρες, και έδειχνε μεγάλο ενθουσιασμό για όσα μάθαινε από την αδελφή Γκόας. Πήγαινα σπίτι της σχεδόν κάθε ημέρα μετά το σχολείο και συζητούσαμε τα νέα πράγματα που μάθαινε για την αλήθεια. Αν και ήταν πολυάσχολη νοικοκυρά, η αδελφή Λόπεζ κατάφερνε να πηγαίνει για κήρυγμα από σπίτι σε σπίτι και να διεξάγει Γραφικές μελέτες κάθε ημέρα μετά το μεσημεριανό φαγητό, αφού πρώτα έφευγε ο άντρας της και τα μεγαλύτερα από τα αγόρια για τη δουλειά το απόγευμα. Ήταν ένα καλό παράδειγμα για όλους εμάς, και είχε πραγματικό σκαπανικό πνεύμα καθώς έκανε κατά μέσο όρο από 60 μέχρι 70 ώρες το μήνα ως ευαγγελιζόμενη. Ύστερα από 40 και πλέον χρόνια, υπάρχουν ακόμη ζωντανές συστατικές επιστολές που μιλούν για αυτήν στο Καράκας».
Ένα ακόμη μέλος του αρχικού ομίλου ήταν η Ντομιτίλα Μιέρ ι Τεράν, μια χήρα. Αυτή είχε ανέκαθεν πνευματικό φρόνημα. Ο πατέρας της είχε μια Αγία Γραφή και της άρεσε να τη διαβάζει, έτσι όταν εκείνος πέθανε, η Ντομιτίλα έψαξε το σπίτι του για να τη βρει. Η Γραφή του ήταν η μόνη κληρονομιά που ήθελε. Αυτό που βρήκε ήταν ένα τμήμα της Γραφής επειδή η υπόλοιπη είχε καταστραφεί από την κακή χρήση. Αλλά ακόμη και αυτό το θεωρούσε πολύτιμο και το χρησιμοποίησε μέχρι που μπόρεσε αργότερα να αγοράσει μια ολόκληρη καινούρια Γραφή. Μια ημέρα, κάποια φίλη της που είχε λάβει το βιβλίο της Εταιρίας Καταλλαγή το έφερε στην Ντομιτίλα, λέγοντάς της ότι, αφού άρεσε πολύ στην Ντομιτίλα να διαβάζει την Αγία Γραφή, αυτή θα το εκτιμούσε περισσότερο. Στην ειλικρινή της προσπάθεια να εντοπίσει τους εκδότες του βιβλίου, η Ντομιτίλα επισκέφτηκε τους Αντβεντιστές και άλλες Προτεσταντικές ομάδες. Τελικά, προς μεγάλη της χαρά, την επισκέφτηκε η Κέιτ Γκόας, και η Ντομιτίλα δέχτηκε αμέσως να μελετήσει τη Γραφή μαζί της. Δυο γιοι της, που βαφτίστηκαν στη διάρκεια της πρώτης επίσκεψης των αδελφών Νορ και Φρανς, υπηρέτησαν αργότερα ως επίσκοποι περιοχής, και ένας τρίτος, ο Γκονζάλο, ως πρεσβύτερος εκκλησίας. Ένας ακόμη γιος της, ο Γκιγέρμο, αν και ήταν παρών όταν τους επισκέφτηκε για πρώτη φορά η Κέιτ Γκόας, δεν βαφτίστηκε παρά μόνο το 1986.
«Πόσο Καιρό θα Μείνετε Εσείς;»
Στις 2 Ιουνίου 1946, λίγο μετά την επίσκεψη του αδελφού Νορ, έφτασαν οι άλλοι δύο ιεραπόστολοι από την ομάδα που είχε διοριστεί στη Βενεζουέλα. Ήταν ο Ντόναλντ Μπάξτερ και ο Γουόλτερ Γουόν. Ο νεαρός Ρουμπέν Αραούχο πήγε να τους υποδεχτεί στο Καράκας. Παρατηρώντας τους με κάποιες επιφυλάξεις, έχοντας σίγουρα στο μυαλό του την εμπειρία του προηγούμενου ιεραποστόλου, ο Ρουμπέν τούς ρώτησε με τα σπαστά αγγλικά του: «Πόσο καιρό θα μείνετε εσείς;»
Ο Ρουμπέν είχε διευθετήσει να γίνει Μελέτη Σκοπιάς, και αυτή διεξάχθηκε την ίδια ημέρα που έφτασαν οι ιεραπόστολοι. Προσπάθησε να θέσει σε εφαρμογή τις οδηγίες που του είχε δώσει ο αδελφός Φρανς. Έκανε το καλύτερο που μπορούσε, αλλά τα ανέλαβε όλα μόνος του. Ο Ρουμπέν διάβαζε την ερώτηση. Κατόπιν έδινε την απάντηση. Στη συνέχεια διάβαζε την παράγραφο. Θυμόταν ότι η μελέτη δεν έπρεπε να ξεπεράσει τη μία ώρα, έτσι υπάκουα διέκοψε τη μελέτη, αν και είχε καλύψει μόνο 17 παραγράφους του μαθήματος! Η πείρα θα ερχόταν με το πέρασμα του χρόνου και με υπομονή.
Σήμερα, καθώς συλλογίζεται την ξαφνική αναχώρηση του πρώτου ιεραποστόλου, ο Ρουμπέν Αραούχο προσθέτει: «Λίγο αργότερα, το κενό που άφησε εκείνος το συμπλήρωσαν οι δύο νέοι απόφοιτοι της Γαλαάδ. Πόσο ευτυχισμένοι νιώθαμε με αυτό το δώρο από την οργάνωση του Ιεχωβά, το οποίο ήρθε στο πρόσωπο αυτών των ιεραποστόλων που θα μας βοηθούσαν στη Μακεδονία της Βενεζουέλας!» (Παράβαλε Πράξεις 16:9, 10). Προηγουμένως, ο αδελφός Νορ είχε πει στον αδελφό Μπάξτερ: «Μείνε στο διορισμό σου, ακόμη και αν χρειαστεί να πεθάνεις!» Ε, λοιπόν δεν πέθανε, και ο αδελφός Μπάξτερ εξακολουθεί να υπηρετεί στη Βενεζουέλα σχεδόν 50 χρόνια αργότερα.
Προσαρμογή στο Νέο Περιβάλλον
Ο πρώτος ιεραποστολικός οίκος στο Καράκας ήταν στη λεωφόρο Μπουκάρες 32, σε μια περιοχή που ονομαζόταν Ελ Σεμεντέριο. Εκεί, επίσης, ιδρύθηκε ένα γραφείο τμήματος την 1η Σεπτεμβρίου 1946 με τον αδελφό Μπάξτερ ως υπηρέτη τμήματος. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν κάθε άλλο παρά ιδανικές. Ο δρόμος δεν είχε άσφαλτο και δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό. Δικαιολογημένα, οι ιεραπόστολοι ένιωσαν μεγάλη ανακούφιση το 1949 όταν το τμήμα και ο ιεραποστολικός οίκος μεταφέρθηκαν από το Ελ Σεμεντέριο (νεκροταφείο) στο Ελ Παραΐσο (παράδεισο), σε μια τοποθεσία που είχε τρεχούμενο νερό.
Ο αδελφός Μπάξτερ θυμάται τις δυσάρεστες εμπειρίες που είχαν οι ιεραπόστολοι με τη γλώσσα και τα αισθήματα απογοήτευσης τα οποία ένιωσαν. Αυτοί είχαν κάθε διάθεση να βοηθήσουν χρησιμοποιώντας την εκπαίδευση που έλαβαν στη Γαλαάδ, αλλά όταν έφτασαν στη Βενεζουέλα δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν. Ωστόσο, αυτή η προσωρινή δυσκολία αντισταθμίστηκε με το παραπάνω από τα ευχάριστα αποτελέσματα στον αγρό. Όσον αφορά την πρώτη φορά που βγήκαν στο έργο δρόμου, ο αδελφός Μπάξτερ θυμάται τα εξής: «Αποφασίσαμε να πάμε σε μια περιοχή στο κέντρο της πόλης που αποκαλούνταν Ελ Σιλένσιο και να δούμε τι θα συνέβαινε. Ο συνεργάτης μου, ο Γουόλτερ Γουόν, στάθηκε σε μια γωνία και εγώ στην άλλη. Οι άνθρωποι ήταν πολύ περίεργοι· δεν είχαν ξαναδεί κάτι τέτοιο ποτέ προηγουμένως. Δεν χρειαζόταν να πούμε σχεδόν τίποτα. Οι άνθρωποι στην κυριολεξία στέκονταν στη σειρά για να πάρουν τα περιοδικά, και τα δώσαμε όλα μέσα σε 10 με 15 λεπτά. Τι μεγάλη διαφορά από ό,τι είχαμε συνηθίσει στις Ηνωμένες Πολιτείες!» Ο Γουόλτερ Γουόν είπε: «Όταν έκανα την καταμέτρηση, διαπίστωσα προς έκπληξή μου ότι, μέσα σε τέσσερις πολυάσχολες ημέρες κατά τις οποίες απέδωσα αίνο στον Ιεχωβά στους δρόμους και στις αγορές όπως έκανε ο Ιησούς και οι απόστολοι, είχα δώσει 178 βιβλία και Γραφές».
Η πρώτη έκθεση που έστειλε το τμήμα στα κεντρικά γραφεία στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης ανέφερε ένα σύνολο 19 ευαγγελιζομένων, περιλαμβανομένων και των δύο ιεραποστόλων καθώς και τεσσάρων τακτικών σκαπανέων. Εκείνοι οι σκαπανείς ήταν ο Εδουάρδο Μπλάκγουντ, ο Ρουμπέν Αραούχο, ο Εφραΐν Μιέρ ι Τεράν και ο Γεράρδο Κεσουρούν. Ο Εδουάρδο Μπλάκγουντ είχε αρχίσει σκαπανικό το μήνα της επίσκεψης του αδελφού Νορ, και οι άλλοι τρεις το ανέλαβαν λίγο αργότερα. Εννιά άτομα κήρυτταν στην ενδοχώρα. Ο Γουίνστον και ο Εδουάρδο Μπλάκγουντ, που ζούσαν στο Ελ Τίγκρε, έδιναν μαρτυρία μέχρι και τη Σιουδάδ Μπολίβαρ στο νότο και μέχρι τους οικισμούς των πετρελαιοπηγών κοντά στην Πούντα ντε Μάτα και στο Ματουρίν στα ανατολικά. Ο Πέδρο Μοράλες και άλλοι κήρυτταν στο Μαρακαΐβο. Στα ανατολικά της λίμνης Μαρακαΐβο και στους οικισμούς των πετρελαιοπηγών στο Καμπίμας και στο Λαγκουνίγιας, κήρυττε ο Γεράρδο Κεσουρούν, ο Ναθάνιελ Γουόλκοτ και ο Ντέιβιντ Σκοτ. Αργότερα ενώθηκε μαζί τους ο Χιούγκο Τέιλορ, ο οποίος συνέχιζε να υπηρετεί ως ειδικός σκαπανέας το 1995. Όλοι μαζί κάλυπταν μια τεράστια έκταση της χώρας. Ο αδελφός Μπάξτερ και ο αδελφός Γουόν σύντομα έμαθαν από προσωπική πείρα τι σήμαινε αυτό.
Ξεκινούν για να Επισκεφτούν Όλους τους Ομίλους
Τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο του 1947 οι δυο ιεραπόστολοι ταξίδεψαν προς τα δυτικά και προς τα ανατολικά της χώρας για να δουν τι μπορούσαν να κάνουν προκειμένου να βοηθήσουν τους μικρούς ομίλους. Στόχος τους ήταν να οργανώσουν αυτούς τους ομίλους σε εκκλησίες. «Ταξιδέψαμε με λεωφορείο, και κάτι τέτοιο ήταν ξεχωριστή εμπειρία στη Βενεζουέλα», θυμήθηκε ο αδελφός Μπάξτερ χαμογελώντας, καθώς έφερε στο νου του εκείνη την αξιομνημόνευτη αποστολή. «Οι θέσεις των λεωφορείων ήταν μικρές και πολύ κοντά η μια στην άλλη, εφόσον οι περισσότεροι κάτοικοι της Βενεζουέλας είναι μικρόσωμοι· έτσι εμείς οι δυο Βορειοαμερικανοί ανακαλύψαμε ότι δεν υπήρχε χώρος για τα πόδια μας. Πάνω από τα λεωφορεία δεν ήταν ασυνήθιστο να βλέπει κανείς κρεβάτια, ραπτομηχανές, τραπέζια, κότες, γαλοπούλες και μπανάνες, μαζί με τις αποσκευές των ταξιδιωτών. Αν ένας επιβάτης ταξίδευε για κάποιο κοντινό προορισμό, δεν έκανε τον κόπο να βάλει τις κότες του ή τα άλλα μικροπράγματά του στη σκεπή, αλλά τα κουβαλούσε μαζί του μέσα στο λεωφορείο και τα στοίβαζε στο διάδρομο ανάμεσα στα καθίσματα. Όταν χάλασε το λεωφορείο, μείναμε αρκετές ώρες στην έρημο, όπου ζούσαν μόνο κάκτοι και κατσίκια, μέχρι να έρθει το επόμενο λεωφορείο. Ύστερα, μείναμε από βενζίνη».
Στο καθένα από τα τέσσερα μέρη τα οποία επισκέφτηκαν, βρήκαν έναν όμιλο περίπου δέκα ατόμων που συναθροίζονταν στο σαλόνι κάποιου σπιτιού. Οι ιεραπόστολοι τούς έδειξαν πώς να διεξάγουν τις συναθροίσεις, πώς να αναφέρουν τακτικά το έργο τους στο γραφείο τμήματος και πώς να λαβαίνουν έντυπα για το έργο τους κηρύγματος.
Ενώ βρισκόταν στο Ελ Τίγκρε, ο αδελφός Μπάξτερ παρατήρησε ότι ο Αλεχάνδρο Μίτσελ, ένας από τους καινούριους αδελφούς που υπήρχαν εκεί, είχε εφαρμόσει κατά γράμμα τη νουθεσία του εδαφίου Ματθαίος 10:27, το οποίο συστήνει το κήρυγμα από τις ταράτσες. Αυτός είχε στήσει ένα μεγάφωνο πάνω από το σπίτι του και διάβαζε κάθε ημέρα επί περίπου μισή ώρα επιλεγμένα τμήματα από τα βιβλία Τέκνα (Children) ή Ο Νέος Κόσμος (The New World), καθώς και από άλλα έντυπα της Σκοπιάς. Το έκανε αυτό με τον ήχο τόσο ανεβασμένο ώστε να τον ακούνε πολλά οικοδομικά τετράγωνα πιο κάτω! Δεν είναι να απορεί κανείς που ενοχλήθηκαν οι γείτονες. Του έγινε η εισήγηση ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να κηρύττει από σπίτι σε σπίτι και να εγκαταλείψει το μεγάφωνο.
Το ταξίδι που έκαναν για να επισκεφτούν τους διάφορους μικρούς ομίλους ήταν πολύ ωφέλιμο. Στη διάρκεια των δύο μηνών του ταξιδιού, οι αδελφοί μπόρεσαν να βαφτίσουν 16 άτομα.
Φτάνουν Ιεραπόστολοι στο Μαρακαΐβο
Το Μαρακαΐβο, στο βορειοδυτικό μέρος της χώρας, είναι η δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Βενεζουέλας. Δυο πράγματα που χαρακτηρίζουν έντονα αυτή την πόλη είναι οι υψηλές θερμοκρασίες και η υγρασία. Είναι επίσης η πρωτεύουσα του πετρελαίου στη Βενεζουέλα. Το νέο τμήμα της πόλης έρχεται σε οξεία αντίθεση με την παλιά πόλη, η οποία βρίσκεται κοντά στις αποβάθρες· αυτή η παλιά πόλη με τα στενά σοκάκια και τα αποικιακά πλίθινα σπίτια δεν έχει αλλάξει σχεδόν καθόλου από τον προηγούμενο αιώνα.
Έξι ιεραπόστολοι έφτασαν στο Μαρακαΐβο με φορτηγό πλοίο στις 25 Δεκεμβρίου 1948. Είχαν φορτωθεί με βαριά χειμωνιάτικα ρούχα επειδή ήρθαν από τη Νέα Υόρκη όπου έκανε κρύο. Στην ομάδα αυτή ήταν η Ράνια Ίνγκβαλντσεν, η οποία είχε βαφτιστεί το 1918 και εξακολουθεί να κάνει σκαπανικό στην Καλιφόρνια, η Μπερνίς Γκρέισεν (τώρα «Μπαν» Χένσελ, μέλος της οικογένειας Μπέθελ στα παγκόσμια κεντρικά γραφεία), ο Τσαρλς και η Μέι Βέιλ, η Έστερ Ραϊντέλ (ετεροθαλής αδελφή της Ράνια) και η Τζόις Μακ Κάλι. Τους υποδέχτηκαν στο μικρό σπίτι ενός ζευγαριού που είχε πρόσφατα συνταυτιστεί με τους Μάρτυρες. Εκεί οι ιδρωμένοι ιεραπόστολοι τακτοποίησαν τα 15 μπαούλα τους και τα 40 χαρτοκιβώτια με τα έντυπά τους όσο καλύτερα μπορούσαν. Οι τέσσερις κοιμούνταν σε αιώρες και οι δύο σε κρεβάτια τα οποία έφτιαξαν από τα χαρτοκιβώτια των βιβλίων μέχρι που βρήκαν κάποιο σπίτι για να νοικιάσουν ως ιεραποστολικό οίκο.
Η Ράνια θυμάται ότι και οι έξι τους φαίνονταν πολύ παράξενοι στους Μαρακούτσος, όπως αποκαλούνται συνήθως οι κάτοικοι του Μαρακαΐβο. Πολλοί ιεραπόστολοι ήταν ψηλοί και ξανθοί. «Πολλές φορές όταν πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι μας ακολουθούσαν γύρω στα δέκα γυμνά παιδάκια για να ακούσουν τον περίεργο τρόπο με τον οποίο μιλούσαμε τη γλώσσα τους», είπε η Ράνια αργότερα. «Κανένας μας δεν γνώριζε πάνω από καμιά δεκαριά ισπανικές λέξεις. Αλλά όταν γελούσαν μαζί μας, απλώς γελούσαμε και εμείς». Όταν έφτασαν αυτοί οι ιεραπόστολοι, υπήρχαν μόνο τέσσερις ευαγγελιζόμενοι στο Μαρακαΐβο. Στις αρχές του 1995 υπήρχαν 51 εκκλησίες με ένα σύνολο 4.271 ευαγγελιζομένων.
Η Προσευχή του Εισακούστηκε
Το αντρόγυνο που είχε την καλοσύνη να φιλοξενήσει τους έξι ιεραποστόλους ήταν ο Μπενίτο και η Βικτόρια Ριβέρο. Ο Μπενίτο είχε λάβει το βιβλίο «Η Βασιλεία Είναι Κοντά» (“The Kingdom Is at Hand”) από τον Χουάν Μαλντονάδο, ένα σκαπανέα από το Καράκας. Όταν τον επισκέφτηκε αργότερα ο Πέδρο Μοράλες προσφέροντάς του να κάνει μελέτη, ο Μπενίτο ενθουσιάστηκε· όχι μόνο μελέτησε, αλλά άρχισε αμέσως να παρακολουθεί τις συναθροίσεις του μικρού ομίλου. Ενθάρρυνε και τη σύζυγό του να τις παρακολουθεί, λέγοντάς της—επειδή της άρεσε να τραγουδάει—ότι οι ύμνοι που έψαλλαν ήταν πολύ ωραίοι. Εκείνη πήγαινε μαζί του, αλλά στην πραγματικότητα δεν καταλάβαινε τι λεγόταν εκεί, και έτσι πολλές φορές την έπαιρνε ο ύπνος.
Ένα βράδυ καθώς βρισκόταν στο σπίτι του και νόμιζε ότι η σύζυγός του κοιμόταν, ο Μπενίτο προσευχήθηκε μεγαλόφωνα στον Ιεχωβά και του ζήτησε να τη φωτίσει. Εκείνη άκουσε την προσευχή και συγκινήθηκε βαθιά από αυτήν. Μετά το θάνατο του Μπενίτο το 1955, η Βικτόρια έγινε τακτική σκαπάνισσα και στη συνέχεια ειδική σκαπάνισσα.
Κήρυγμα στις Αγροτικές Περιοχές Γύρω από το Μαρακαΐβο
Μεταξύ εκείνων που ασπάστηκαν την αλήθεια στην περιοχή του Μαρακαΐβο ήταν ο πατέρας της Ρεμπέκα (τώρα Ρεμπέκα Μπαρέτο). Αυτή ήταν μόνο πέντε χρονών όταν ο Γεράρδο Κεσουρούν άρχισε να μελετάει τη Γραφή με τον πατέρα της, ο οποίος προχώρησε μέχρι του σημείου να βαφτιστεί το 1954. Εκείνη έχει υπέροχες αναμνήσεις από τη συμμετοχή της στο έργο κηρύγματος ως νεαρό άτομο. «Νοικιάζαμε ένα λεωφορείο, και όλη η εκκλησία ταξίδευε στις αγροτικές περιοχές», θυμάται. «Οι χωρικοί είχαν ελάχιστα χρήματα, αλλά εκτιμούσαν τα έντυπα. Ήταν πραγματικό θέαμα στο τέλος της ημέρας να βλέπει κανείς τους αδελφούς και τις αδελφές να φορτώνουν στο λεωφορείο τα αβγά, τις κολοκύθες, τα καλαμπόκια και τα ζωντανά κοτόπουλα που τους είχαν δώσει ως αντάλλαγμα για τα έντυπα».
Αλλά δεν χαίρονταν όλοι όσοι τους έβλεπαν. Η αδελφή Μπαρέτο θυμάται ένα περιστατικό που έλαβε χώρα στην κωμόπολη Μένε ντε Μαουρόα. Η ίδια λέει: «Καθώς πηγαίναμε από πόρτα σε πόρτα, ο τοπικός Καθολικός ιερέας μάς πήρε από πίσω, έσχιζε τα έντυπα που έπαιρναν οι άνθρωποι και τους έλεγε να μην ακούνε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ξεσήκωσε έναν όχλο στον οποίο περιλαμβάνονταν πολλά νεαρά άτομα και κατάφερε να τους εξοργίσει ώστε να μας λιθοβολήσουν. Χτύπησαν πολλούς αδελφούς και αδελφές». Η ομάδα των Μαρτύρων έτρεξε στον πρεφέκτο [ειρηνοδίκη] της κωμόπολης και επικαλέστηκαν τη βοήθειά του. Επειδή αυτός ήταν φιλικά διακείμενος προς τους Μάρτυρες, είπε στον ιερέα ότι έπρεπε να τον κρατήσει στο γραφείο του μερικές ώρες ‘για να τον προστατέψει από αυτούς τους κήρυκες’. Ο όχλος, ακέφαλος πλέον, διασκορπίστηκε, και οι Μάρτυρες ανεμπόδιστα αφιέρωσαν με χαρά τις επόμενες δυο ώρες στην επίδοση πλήρους μαρτυρίας στην κωμόπολη.
Φτάνει Περισσότερη Βοήθεια
Ο τομέας ήταν τεράστιος, και θα χρειαζόταν περισσότερη βοήθεια για να τον επιμεληθούν. Το Σεπτέμβριο του 1949 έφτασαν περισσότεροι υπηρέτες οι οποίοι είχαν πρόσφατα αποφοιτήσει από τη Σχολή Γαλαάδ προκειμένου να συμμετάσχουν στον πνευματικό θερισμό. Εκείνοι είχαν τη διάθεση, ναι, ήταν πρόθυμοι να λάβουν μέρος, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν εύκολα τα πράγματα για εκείνους. Όταν τα φώτα του λιμανιού φάνηκαν από το φινιστρίνι της καμπίνας της στο πλοίο Σάντα Ρόζα, η Ρέιτσελ Μπέρνχαμ σκέφτηκε ότι ποτέ δεν είχε νιώσει μεγαλύτερη ανακούφιση. Η ναυτία την ταλαιπωρούσε από τη στιγμή που απέπλευσε το πλοίο από τη Νέα Υόρκη. Αν και ήταν μόλις τρεις το πρωί, από τη χαρά της ξύπνησε τις άλλες τρεις κοπέλες. Η αδελφή της, η Ινέζ, και οι άλλες κοπέλες, η Ντίξι Ντοντ και η αδελφή της, η Ρούμπι (τώρα Μπάξτερ), είχαν απολαύσει το ταξίδι, όμως χάρηκαν που έφτασαν στο νέο τους διορισμό.
Μια ομάδα αδελφών είχε έρθει για να τις υποδεχτεί· σε αυτούς περιλαμβανόταν ο Ντόναλντ Μπάξτερ, ο Μπιλ και η Έλσα Χάνα (ιεραπόστολοι που είχαν φτάσει τον προηγούμενο χρόνο), και ο Γκονζάλο Μιέρ ι Τεράν. Επιβιβάστηκαν σε ένα λεωφορείο που θα τους πήγαινε από το λιμάνι στο Καράκας. Ο οδηγός φαίνεται ότι ήθελε να κάνει το ταξίδι ιδιαίτερα ανατριχιαστικό για τις νεοαφιχθείσες κοπέλες και, πράγματι, τα κατάφερε. Καθώς περνούσε τη μια απότομη στροφή μετά την άλλη, οδηγούσε πολλές φορές στην άκρη του γκρεμού με ιλιγγιώδη ταχύτητα! Μέχρι σήμερα, οι αδελφές ακόμη μιλούν για εκείνη τη διαδρομή.
Διορίστηκαν να υπηρετήσουν στο τμήμα και στον ιεραποστολικό οίκο του Ελ Παραΐσο. Η Ρέιτσελ υπηρέτησε πιστά στον ιεραποστολικό αγρό μέχρι το θάνατό της το 1981· η Ινέζ, μέχρι το 1991. Τα υπόλοιπα μέλη εκείνης της ομάδας εξακολουθούν να υπηρετούν με οσιότητα τον Ιεχωβά.
Καθώς η Ντίξι Ντοντ αναπολεί τους πρώτους μήνες στο διορισμό τους, λέει τα εξής: «Νιώθαμε μεγάλη νοσταλγία. Αλλά και να θέλαμε να πάμε στο αεροδρόμιο, δεν μπορούσαμε. Δεν είχαμε αρκετά χρήματα!» Αντίθετα, επικέντρωσαν την προσοχή τους στο γεγονός ότι η οργάνωση του Ιεχωβά τούς είχε εμπιστευτεί το διορισμό του ιεραποστόλου σε μια ξένη χώρα. Τελικά, σταμάτησαν να ονειρεύονται το σπίτι τους και επιδόθηκαν στο έργο.
Παρεξηγήσεις
Για τους περισσότερους καινούριους ιεραποστόλους, η γλώσσα ήταν πρόβλημα—τουλάχιστον για κάποιο διάστημα.
Η Ντίξι Ντοντ θυμάται ότι ένα από τα πρώτα πράγματα που τους είπαν να λένε ήταν «Μούτσο γκούστο» όταν τους σύστηναν σε κάποιον. Την ίδια ημέρα τους πήγαν σε μια Μελέτη Βιβλίου Εκκλησίας. Καθώς πήγαιναν με το λεωφορείο επαναλάμβαναν αυτά τα λόγια ξανά και ξανά: «Μούτσο γκούστο. Μούτσο γκούστο». «Αλλά όταν μας σύστησαν», λέει η Ντίξι, «το είχαμε ξεχάσει!» Με τον καιρό, όμως, το θυμούνταν.
Ο Μπιλ και η Έλσα Χάνα, που υπηρέτησαν ως ιεραπόστολοι από το 1948 ως το 1954, αναπολούσαν επί πολύ καιρό μερικές από τις γκάφες τους. Μια φορά, όταν ο αδελφός Χάνα ήθελε να αγοράσει μια ντουζίνα άσπρα αβγά, ζήτησε γουέσος μπλάνκος (άσπρα κόκαλα) αντί για γουέβος μπλάνκος. Σε κάποια άλλη περίπτωση, ήθελε να αγοράσει μια σκούπα. Φοβούμενος ότι δεν τον είχαν καταλάβει, επιχείρησε να γίνει πιο σαφής λέγοντας: «Για να καθαρίσω ‘ελ σιέλο’» (τον ουρανό), αντί για ελ σουέλο (το πάτωμα). Ο καταστηματάρχης απάντησε με μια δόση χιούμορ: «Έχεις μεγάλες προσδοκίες, κύριε».
Όταν η σύζυγος του Μπιλ, η Έλσα, πήγε στην πρεσβεία, ζήτησε να της ρεμοβέρ (αφαιρέσουν) το διαβατήριο αντί να της το ρενοβάρ (ανανεώσουν). «Τι το έκανες, κυρία μου», ρώτησε ο γραμματέας, «το κατάπιες;»
Η Τζένι Ρότζερς, μια ιεραπόστολος που έφτασε το 1967, αποθαρρυνόταν κάπως στην αρχή όταν, ύστερα από κάθε προσεκτικά προετοιμασμένη παρουσίαση, ο οικοδεσπότης απευθυνόταν στη συνεργάτιδά της και ρωτούσε: «Κε ντίχο;» (Τι είπε;) Αλλά η αδελφή Ρότζερς δεν σταμάτησε τις προσπάθειες, και στα περίπου 28 χρόνια που είναι ιεραπόστολος, έχει βοηθήσει 40 άτομα να γνωρίσουν την αλήθεια και να προοδεύσουν μέχρι του σημείου του βαφτίσματος.
Ο Γουίλαρντ Άντερσον, ο οποίος έφτασε από τη Γαλαάδ μαζί με τη σύζυγό του Ιλέιν το Νοέμβριο του 1965, ομολογεί απροκάλυπτα ότι οι ξένες γλώσσες δεν ήταν η ειδικότητά του. Πάντα έτοιμος να γελάσει με τα λάθη του, ο Γουίλαρντ λέει: «Έκανα ισπανικά στο γυμνάσιο έξι μήνες μέχρι που ο καθηγητής μου με έβαλε να υποσχεθώ ότι δεν θα παρακολουθήσω ξανά το μάθημά του!»
Αλλά με το πνεύμα του Ιεχωβά, με υπομονή και με άφθονο χιούμορ, οι ιεραπόστολοι σύντομα έφτασαν στο σημείο να μιλούν με ευχέρεια τη νέα τους γλώσσα.
Ακόμη και τα Σπίτια Έχουν Ονόματα
Δεν ήταν μόνο η γλώσσα κάτι το διαφορετικό για τους ιεραποστόλους. Έπρεπε να χρησιμοποιούν διαφορετικό σύστημα για να σημειώνουν τα σπίτια στα οποία ήθελαν να κάνουν επανεπίσκεψη. Τον καιρό εκείνο, πολλά σπίτια στο Καράκας δεν είχαν αριθμούς. Κάθε ιδιοκτήτης διάλεγε ένα όνομα για το σπίτι του. Τα πιο πολυτελή σπίτια είναι γνωστά ως κίντας, και πολλές φορές παίρνουν το όνομα της οικοδέσποινας. Για παράδειγμα, η διεύθυνση κάποιου θα μπορούσε να είναι Κίντα Κλάρα. Πολλές φορές, η ονομασία είναι συνδυασμός των ονομάτων των παιδιών: Κίντα Καρόσι (Κάρμεν, Ρόσα, Σιμόν). Ο ιδιοκτήτης του πρώτου γραφείου τμήματος και ιεραποστολικού οίκου που νοίκιασε η Εταιρία είχε ήδη ονομάσει το σπίτι του Κίντα Σαβτεπόλ (Σαν Βίνσεντ ντε Πολ), και εφόσον βρισκόταν σε κεντρικό δρόμο, έγινε πολύ γρήγορα γνωστό ως τόπος συναθροίσεων των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Το 1954, όταν αγοράστηκε ένα ολοκαίνουριο σπίτι για να εξυπηρετήσει ως γραφείο τμήματος και ιεραποστολικός οίκος, αφέθηκε στη φαντασία των αδελφών να διαλέξουν ένα κατάλληλο όνομα. Έχοντας υπόψη τη νουθεσία του Ιησού που είπε: «Ας λάμψει το φως σας μπροστά στους ανθρώπους», ονόμασαν τον οίκο Λουζ (Φως). (Ματθ. 5:16) Αν και το γραφείο τμήματος αργότερα μεταφέρθηκε σε μεγαλύτερες εγκαταστάσεις, στις αρχές του 1995 η Κίντα Λουζ συνέχιζε να στεγάζει 11 ιεραποστόλους.
Το κέντρο του Καράκας έχει το δικό του σύστημα διευθύνσεων. Αν ζητήσετε τη διεύθυνση κάποιου καταστήματος ή κάποιας πολυκατοικίας, μπορεί να σας πουν κάτι τέτοιο: «Λα Φε ε Εσπεράντζα». ‘«Από την Πίστη στην Ελπίδα»; Αυτή δεν είναι διεύθυνση!’ μπορεί να πείτε. Και όμως, στο κέντρο του Καράκας, κάθε διασταύρωση έχει όνομα. Έτσι, η διεύθυνση που ψάχνετε βρίσκεται στο οικοδομικό τετράγωνο ανάμεσα στις οδούς Πίστη και Ελπίδα.
Από τη Βενεζουέλα στη Γαλαάδ και Πίσω Ξανά
Στα χρόνια που πέρασαν, 136 ιεραπόστολοι εκπαιδευμένοι στη Γαλαάδ, περιλαμβανομένων και 7 ατόμων που ωφελήθηκαν από τη σειρά μαθημάτων της Σχολής Διακονικής Εκπαίδευσης, έχουν έρθει στη Βενεζουέλα από άλλες χώρες—από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, τη Γερμανία, τη Σουηδία, τη Νέα Ζηλανδία, την Αγγλία, το Πόρτο Ρίκο, τη Δανία, την Ουρουγουάη και την Ιταλία. Από το 1969 ως το 1984 δεν ήρθε κανένας καινούριος ιεραπόστολος στη Βενεζουέλα από τη Γαλαάδ, επειδή στάθηκε αδύνατον να πάρουν βίζα. Ωστόσο, το 1984 έγινε επισταμένη προσπάθεια να εξασφαλιστεί άδεια εισόδου στη χώρα για δυο αντρόγυνα, και αυτή στέφθηκε με επιτυχία· δύο ακόμη ιεραπόστολοι έφτασαν το 1988. Επίσης, έξι ντόπιοι Μάρτυρες έχουν ωφεληθεί από την εκπαίδευση της Γαλαάδ.
Όταν ο αδελφός Νορ πραγματοποίησε την επίσκεψή του το 1946, ο νεαρός Ρουμπέν Αραούχο τον ρώτησε αν θα μπορούσε κάποτε να αποκτήσει τα προσόντα για να παρακολουθήσει τη Γαλαάδ. «Ναι, αν βελτιώσεις τα αγγλικά σου» ήταν η απάντηση που έλαβε. «Περιττό να πω ότι χάρηκα πάρα πολύ», λέει ο Ρουμπέν. «Τρία χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 1949, έλαβα μια επιστολή από τον αδελφό Νορ με την οποία με καλούσε να παρακολουθήσω τη 15η τάξη, η οποία είχε προγραμματιστεί να αρχίσει στις αρχές του 1950, μέσα στο χειμώνα».
Οι άλλοι πέντε αδελφοί από τη Βενεζουέλα που παρακολούθησαν τη Γαλαάδ είναι ο Εδουάρδο Μπλάκγουντ και ο Οράσιο Μιέρ ι Τεράν (που είχαν βαφτιστεί και οι δυο κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσκεψης του αδελφού Νορ το 1946), ο Τεοντόρο Γκρίσιγκερ (για τον οποίο θα αναφερθούν περισσότερα), ο Κασιμίρο Ζίτο (που είχε μεταναστεύσει από τη Γαλλία και πολιτογραφήθηκε Βενεζουελανός) και, πιο πρόσφατα, ο Ραφαέλ Λόγκα (ο οποίος υπηρετεί ως επίσκοπος περιοχής).
Μερικοί Έψαχναν, Άλλοι Όχι
Το 1948, ο Βίκτορ Μεχίας από το Καράκας σκεφτόταν πώς μπορούσε να έρθει ένας καλύτερος κόσμος. Πίστευε ειλικρινά ότι αυτό ήταν δυνατόν να επιτευχθεί με ανθρώπινες προσπάθειες, και ήταν διατεθειμένος να κάνει το μέρος του. Ωστόσο, είχε και τις αμφιβολίες του.
Εκείνον το χρόνο, η Χοσεφίνα Λόπεζ, μια πολύ ευχάριστη Μάρτυρας, έδωσε το βιβλίο «Η Αλήθεια Ελευθερώσει Υμάς» στη σύζυγο του Βίκτορ, την Ντίλια. Ο τίτλος κέντρισε το ενδιαφέρον του Βίκτορ, έτσι άρχισε να διαβάζει το βιβλίο. Έμαθε γιατί οι άνθρωποι από μόνοι τους δεν θα μπορέσουν ποτέ να δημιουργήσουν έναν αληθινά ελεύθερο κόσμο. Σύντομα και αυτός και η σύζυγός του παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις μαζί με τους Μάρτυρες. Ο ίδιος είπε αργότερα: «Αν και οι παρόντες ήταν άγνωστοι, τα πρόσωπά τους ήταν πολύ φιλικά, και αυτό με έπεισε ότι ήταν διαφορετικοί. Θυμάμαι επίσης ότι εντυπωσιάστηκα όταν είδα τον αδελφό Νορ, τον πρόεδρο της Εταιρίας, σε μια συνέλευση στο Κλαμπ Λας Φουέντες στο Καράκας. Διέφερε τόσο πολύ από τους θρησκευτικούς ηγέτες, τους ήρωες και τους διάσημους καλλιτέχνες, που όλοι τους θέλουν να τους βλέπουν οι άνθρωποι. Η ταπεινοφροσύνη και η απλότητά του με εντυπωσίασαν». Σε λίγο και ο Βίκτορ μετέδιδε σε άλλους την αλήθεια που μπορεί να ελευθερώσει τους ανθρώπους—ναι, να τους ελευθερώσει ακόμη και από την αμαρτία και το θάνατο. Πριν από λίγα χρόνια, καθώς αναπολούσε τις δεκαετίες που έχει αφιερώσει στη μετάδοση της Βιβλικής αλήθειας σε άλλους, ο αδελφός Μεχίας είπε: «Αυτά ήταν τα πιο ευτυχισμένα χρόνια όλης της ζωής μου».
Το 1950, το έτος που βαφτίστηκε ο Βίκτορ Μεχίας, ένας άλλος νεαρός από το Καράκας, ο Τεοντόρο Γκρίσιγκερ, ρώτησε τον Ρόναλντ Πιρς, ο οποίος είχε πρόσφατα αρχίσει την ιεραποστολική υπηρεσία του: «Εξήγησέ μου τι σημαίνει ο αριθμός 666 στην Αποκάλυψη». Ο Τεοντόρο είχε κληρονομήσει μια μεγάλη γερμανική Αγία Γραφή από τον πατέρα του και τη διάβαζε από καιρό σε καιρό. «Δεν με ενδιέφερε και τόσο το παρελθόν», εξηγεί ο Τεοντόρο, «αλλά το μέλλον, τα πράγματα που επρόκειτο να συμβούν, τα οποία ανέφερε η Αποκάλυψη». Επειδή ικανοποιήθηκε από την εξήγηση που έδωσε ο αδελφός Πιρς, δέχτηκε την πρόσκληση του αδελφού Πιρς να μελετήσουν το βιβλίο «Έστω ο Θεός Αληθής». Το βιβλίο ήταν στην ισπανική, η Γραφή του Τεοντόρο στη γερμανική, και τόσο ο δάσκαλος όσο και ο σπουδαστής μιλούσαν αγγλικά. Η πρόοδος ήταν γοργή. Το 1951 ο Τεοντόρο έγινε σκαπανέας, τον επόμενο χρόνο δέχτηκε διορισμό ως ειδικός σκαπανέας στο Πουέρτο Λα Κρους, το 1954 αποφοίτησε από τη Σχολή Γαλαάδ και στη συνέχεια ανέλαβε την υπηρεσία επισκόπου περιοχής στη Βενεζουέλα.
Τον ίδιο περίπου καιρό που ο Ρόναλντ Πιρς άρχισε να μελετάει με τον Τεοντόρο Γκρίσιγκερ, ένας γεροδεμένος άντρας, ο Νεμέσιο Λοζάνο, ζούσε σε ένα χωριό Ινδιάνων έξω από το Ελ Τίγκρε επειδή προσπαθούσε να αποφύγει την αστυνομία. Αυτός ήταν κακοποιό στοιχείο και κυκλοφορούσε συνέχεια με μαχαίρι. Ο αρχηγός των Ινδιάνων τον φοβόταν και έκανε ό,τι του έλεγε, έτσι, στην ουσία, ο Λοζάνο ήταν ο αρχηγός. Οι Μάρτυρες προειδοποιήθηκαν για αυτόν, και όμως πήγαν να του κηρύξουν. Εκείνος τους διέκοψε και είπε κοφτά: «Κοιτάξτε! Δεν θέλω να μου εξηγήσετε τίποτα. Θέλω να διαβάσω μόνος μου». Αλλά τους είχαν τελειώσει τα έντυπα. Εκείνος, λοιπόν, επέμενε να πάρει από τον αδελφό το προσωπικό του αντίτυπο του βιβλίου «Η Αλήθεια Ελευθερώσει Υμάς»—μόνο αφού πρώτα βεβαιώθηκε ότι δεν έλειπε καμιά σελίδα! Θα ωφελούσε άραγε αυτό το βιβλίο ένα άτομο σαν και αυτόν;
Μέσα σε μία εβδομάδα ο Νεμέσιο διάβασε το βιβλίο, πήρε μερικά βιβλιάρια για να διανείμει και ξεκίνησε μόνος του να κηρύξει. Όταν επέστρεψαν οι Μάρτυρες για να τον δουν, τον ρώτησαν γεμάτοι ανησυχία τι έλεγε στους ανθρώπους. Εκείνος απάντησε: «Μπορείτε να πάρετε αυτό το βιβλιάριο με το εξευτελιστικό ποσό του ενός μέντιο» (ένα τοπικό νόμισμα). Εκείνοι του εξήγησαν με διακριτικότητα πώς θα μπορούσε να εκφράζεται καλύτερα.
Για να παρακολουθεί τις συναθροίσεις στο Ελ Τίγκρε, 30 χιλιόμετρα μακριά, ταξίδευε με άλογο ή ποδήλατο και μερικές φορές πήγαινε με τα πόδια. Σιγά-σιγά, αντικατέστησε τους προηγούμενους τρόπους του με Χριστιανικές ιδιότητες. Σύντομα αφιέρωνε τόσο χρόνο στο κήρυγμα ώστε ο επίσκοπος περιοχής τον ενθάρρυνε να γίνει σκαπανέας. Το 1955 διορίστηκε ειδικός σκαπανέας, και τόσο αυτός όσο και η σύζυγός του, η Ομαΐρα, εξακολουθούν να υπηρετούν με αυτή την ιδιότητα.
Διατήρηση Πνευματικής Αγνότητας
Παλιότερα, το φως του Λόγου του Θεού δεν έλαμπε πάντοτε με την ίδια λαμπρότητα σε κάθε τόπο. Μερικά άτομα που ήταν συνταυτισμένα με την ομάδα μελέτης στο Ελ Τίγκρε είχαν φέρει από τον κόσμο ορισμένες κοσμικές συνήθειες. Ο Ραφαέλ Χερνάντεζ και η σύζυγός του, οι οποίοι είχαν έρθει σε επαφή με την αλήθεια από το 1947, θυμούνται ότι υπήρχε ένας αδελφός που συναθροιζόταν με τον όμιλο του Ελ Τίγκρε ο οποίος ερμήνευε τα όνειρά του. Επίσης, για κάποιο διάστημα μερικοί πίστευαν ότι εφόσον σε ένα ζευγάρι ήταν και οι δυο πιστοί ο ένας στον άλλον, δεν υπήρχε ανάγκη να καταχωρηθεί νομικά ο γάμος τους. Αλλά αυτές οι συνήθειες αντικαταστάθηκαν σταδιακά ως αποτέλεσμα υγιούς Βιβλικής εκπαίδευσης.
Ωστόσο, προς το τέλος της δεκαετίας του 1940, ένα από τα δέκα άτομα που βαφτίστηκαν το 1946 κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσκεψης του αδελφού Νορ στη Βενεζουέλα άρχισε να προάγει τις δικές του διδασκαλίες σε μια προσπάθεια να αποκτήσει δικούς του ακολούθους. Ο Λεοπόλντο Φαρέρας, που είναι σήμερα πρεσβύτερος στη Σιουδάδ Γκουαγιάνα, θυμάται τι συνέβη. Αυτός ήταν ένα από τα κύρια παπαδοπαίδια (μοναγκίγιο) στην τοπική Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αλλά την εγκατέλειψε σε ηλικία 20 χρονών εξαιτίας της ξεδιάντροπης ανηθικότητας των κληρικών. Τώρα έβλεπε κάποιον άλλον να χρησιμοποιεί με ακατάλληλο τρόπο την εξουσία. Παρά την απειρία του και το νεαρό της ηλικίας του, ο Λεοπόλντο διατήρησε σταθερή πορεία μέσα από αυτά τα ταραγμένα νερά στο Ελ Τίγκρε και αποδείχτηκε όσιος στον Ιεχωβά και στην οργάνωσή του.
Μερικά χρόνια αργότερα, η σύζυγος του Λέναρντ Κάμπερμπατς, ο οποίος είναι τώρα πρεσβύτερος στο Ελ Τίγκρε, άρχισε να μελετάει με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. «Η αντίδρασή μου ήταν φοβερή», παραδέχεται ο Λέναρντ. «Εμείς είχαμε ανέκαθεν ειρηνικές και στοργικές σχέσεις μεταξύ μας, αλλά όταν εκείνη ξεκίνησε να μελετάει τη Γραφή, άρχισα να την ειρωνεύομαι. Σε μια περίπτωση, με μάλωσε επειδή οδηγούσα γρήγορα και επικίνδυνα. Της είπα να μην ανησυχεί, ότι ο Θεός της, ο Ιεχωβά, θα την έσωζε—σε τελική ανάλυση, εκείνη θα ζούσε για πάντα όπως και να είχε. Δεν πήγα πιο σιγά.
»Της είπα ότι οι Μάρτυρες την εκμεταλλεύονταν, ότι εγώ γνώριζα περισσότερα πράγματα για την Αγία Γραφή από ό,τι εκείνοι και ότι ήθελα να τους μιλήσω. Εκείνοι δέχτηκαν την πρόκλησή μου. Τελικά αποδείχτηκε ευχάριστη η συζήτηση. Εγώ δεν κατάφερα να αποδείξω ότι οι Μάρτυρες δίδασκαν ψεύδη, έτσι δέχτηκα να μελετήσω τη Γραφή μαζί τους. Πέντε μήνες αφότου άρχισα τη μελέτη, βαφτίστηκα. Διορίστηκα οδηγός μελέτης ενός ομίλου στο Ανάκο, επειδή είχα αυτοκίνητο. Το να υπηρετεί κάποιος εκείνον τον όμιλο περιλάμβανε ένα ταξίδι 160 χιλιομέτρων μετ’ επιστροφής. Κατόπιν μου ζήτησαν να φροντίζω έναν άλλο όμιλο ο οποίος βρισκόταν 30 χιλιόμετρα μακριά. Τώρα υπάρχουν εκκλησίες σε αυτές τις πόλεις».
Το ίδιο το Ελ Τίγκρε, που βρίσκεται στα ανατολικά της Βενεζουέλας, είναι ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο. Έχει εξελιχτεί επίσης σε σημαντικό κέντρο της αληθινής λατρείας. Στις αρχές του 1995, υπήρχαν εφτά εκκλησίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Ελ Τίγκρε, με 730 και πλέον ευαγγελιζομένους των καλών νέων.
Μια Χρυσοχόος Σταματάει να Κατασκευάζει Εικόνες
Νοτιοανατολικά του Ελ Τίγκρε βρίσκεται η Σιουδάδ Μπολίβαρ, στη νότια όχθη του ποταμού Ορινόκο. Είναι πολυσύχναστη πόλη, με μεγάλη κίνηση στον ποταμό. Το 1947 ένας Μάρτυρας του Ιεχωβά επισκέφτηκε τη Μαρία Τσαρλς σε αυτή την πόλη. Η Μαρία λέει: «Εγώ είμαι χρυσοχόος στο επάγγελμα, και εργαζόμουν στο μαγαζί μου όταν ήρθε μια ημέρα ο Αλεχάνδρο Μίτσελ με μια πάνινη τσάντα στον ώμο. Τον ρώτησα: ‘Τι έχεις εκεί;’ Εκείνος απάντησε: ‘Έναν ειδικό θησαυρό’. ‘Αν έχεις χρυσό, θα τον αγοράσω’, του είπα, ‘επειδή αυτή είναι η δουλειά μου’. Εκείνος είπε ότι αυτό που είχε ήταν καλύτερο από χρυσό. ‘Το μόνο πράγμα που ξέρω ότι είναι καλύτερο από τον χρυσό είναι η Αγία Γραφή’, του είπα. Ο Αλεχάνδρο παραδέχτηκε ότι είχα δίκιο και έβγαλε μια Γραφή και άλλα έντυπα.
»Αγαπούσα το διάβασμα, αλλά ποτέ δεν είχα καταφέρει να καταλάβω την Αγία Γραφή, γι’ αυτό του είπα: ‘Θα τα αγοράσω όλα’. Εκείνη την ημέρα πήρα από αυτόν 11 περιοδικά καθώς και τα βιβλία «Η Βασιλεία Είναι Κοντά», Σωτηρία καθώς και μια καινούρια Αγία Γραφή. Ενθουσιάστηκα τόσο από αυτά που διάβασα ώστε αποφάσισα να μην εργαστώ στο χρυσοχοείο επί μία εβδομάδα για να αφοσιωθώ στο διάβασμα. Όταν διάβασα το βιβλίο «Η Βασιλεία Είναι Κοντά», με συγκίνησε το παράδειγμα του Ιωάννη του Βαφτιστή και είπα στον εαυτό μου: ‘Θα ήθελα να γίνω άφοβη κήρυκας σαν και αυτόν’».
Η Μαρία αναζήτησε τον τόπο συναθροίσεων των Μαρτύρων, αλλά της είπαν ότι δεν υπήρχε στη Σιουδάδ Μπολίβαρ. Η κοντινότερη συνάθροιση ήταν στο Ελ Τίγκρε, περίπου 120 χιλιόμετρα μακριά. Εκείνη ξεκίνησε απτόητη, βρήκε το χώρο, παρακολούθησε τη συνάθροιση και άφησε ένα σημείωμα για τον Αλεχάνδρο Μίτσελ να την επισκεφτεί στη Σιουδάδ Μπολίβαρ.
Στο μεταξύ, ανακάλυψε ότι ένας ράφτης που ζούσε εκεί κοντά είχε πάρει και αυτός το βιβλίο «Η Βασιλεία Είναι Κοντά». Εκείνος γνώριζε πού συναθροιζόταν ένας μικρός όμιλος για να διαβάζει τη Σκοπιά. Η Μαρία πήγε εκεί και βρήκε τον Λεοπόλντο Φαρέρας, τη μητέρα του, την αδελφή του και μερικούς άλλους. Απόλαυσε τη συνάθροιση και ενθουσιάστηκε τόσο πολύ με την ύλη που εξετάστηκε ώστε σήκωνε το χέρι της σε κάθε ερώτηση!
Όταν τελείωσε η μελέτη, ο Λεοπόλντο Φαρέρας τη ρώτησε: «Από πού ήρθες εσύ;» Η Μαρία απάντησε: «Από το χρυσοχοείο μου, αλλά δεν θα φτιάξω άλλες εικόνες». Χαμογελώντας με την ευθύτητά της, ο Φαρέρας τη ρώτησε: «Γιατί όχι;» «Εξαιτίας αυτών που αναφέρονται στα εδάφια Ψαλμός 115:4-8», απάντησε η Μαρία.
Ο όμιλος δεν είχε οργανωθεί ακόμη για δημόσια μαρτυρία. Στην πραγματικότητα, αυτό το τελευταίο μέλος του ομίλου, η Μαρία Τσαρλς, ήταν εκείνη που πρότεινε να υπακούσουν στην εντολή της Αγίας Γραφής σχετικά με το κήρυγμα. Εφοδιάστηκαν με κάρτες μαρτυρίας και έντυπα και άρχισαν να μεταδίδουν τα καλά νέα στους κατοίκους της Σιουδάδ Μπολίβαρ με οργανωμένο τρόπο. Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα επειδή οι άνθρωποι φοβούνταν τον κλήρο. Αλλά οι πιστές προσπάθειες του γεμάτου ζήλο ομίλου έφεραν καρπούς. Το 1995 υπήρχαν στη Σιουδάδ Μπολίβαρ εννιά εκκλησίες και ένα σύνολο 869 ευαγγελιζομένων.
Φτάνουν Περισσότεροι Ιεραπόστολοι
Έφτασαν συναρπαστικά νέα στο γραφείο τμήματος του Καράκας το 1950. Δεκατέσσερις ακόμη ιεραπόστολοι επρόκειτο να σταλθούν στη Βενεζουέλα, και θα ανοίγονταν τρεις ακόμη ιεραποστολικοί οίκοι—στο Μπαρκισιμέτο, στη Βαλένσια και στο Μαρακάι. Θα μπορούσαν όμως να μπουν οι ιεραπόστολοι στη χώρα; Ο πρόεδρος της Βενεζουέλας είχε μόλις δολοφονηθεί· η κυκλοφορία επιτρεπόταν μέχρι τις 6:00 μ.μ.· οι επικοινωνίες είχαν επηρεαστεί.
Το πρώτο αεροπλάνο που μπήκε στη χώρα μετά τη δολοφονία προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο κοντά στο Καράκας. Αποβιβάστηκαν 14 νέοι ιεραπόστολοι. Αλλά δεν βρισκόταν κανένας εκεί για να τους προϋπαντήσει. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, απλώς δεν αναμενόταν να έρθουν. Η Ραλφίν (Πένι) Γκαβέτ, μια από τους 14, θυμάται: «Μπήκαμε σε τρία ταξί, έχοντας τη διεύθυνση του γραφείου τμήματος. Δεν ήταν δύσκολο να βρούμε την οδό, Αβενίδα Παέζ, μέσα στο Καράκας· αλλά ήταν μια πολύ μακριά λεωφόρος και δεν μπορούσαμε να βρούμε το σπίτι. Σκοτείνιασε, πέρασε η ώρα μέχρι την οποία επιτρεπόταν η κυκλοφορία, και οι ταξιτζήδες είχαν αρχίσει να ανησυχούν. Τελικά, ο Βιν Τσάπμαν, ένας από τους ιεραποστόλους, είπε στον οδηγό να σταματήσει και ότι θα πήγαινε να χτυπήσει τυχαία κάποια πόρτα και να ζητήσει οδηγίες, μολονότι τα ισπανικά του ήταν πολύ φτωχά. Όταν χτύπησε το κουδούνι, ο Ντόναλντ Μπάξτερ, ο επίσκοπος του τμήματος, άνοιξε την πόρτα. Τι μεγάλη ανακούφιση!»
Οι ιεραπόστολοι που διορίστηκαν στο Μπαρκισιμέτο, περίπου 270 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Καράκας, διαπίστωσαν ότι ήταν πολύ θρησκευόμενη πόλη. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί ήταν βυθισμένοι στις παραδόσεις και αντιστέκονταν στις αλλαγές.
Αλλά οι αντιδράσεις διέφεραν, ανάλογα με το τι γινόταν και από ποιον. Όσον αφορά το πρώτο Σάββατο που οι ιεραπόστολοι πήγαν να κάνουν έργο δρόμου, ο αδελφός Τσάπμαν θυμάται: «Σταθήκαμε και οι πέντε στις κύριες γωνίες του εμπορικού τμήματος στο κέντρο της πόλης. Δημιουργήσαμε μεγάλη αίσθηση! Εκείνον τον καιρό δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου Αμερικανοί στο Μπαρκισιμέτο, πόσο μάλλον νεαρές Αμερικανίδες. Εγώ δεν κατάφερα να δώσω περιοδικά, αλλά οι κοπέλες έδωσαν ένα σωρό!» Μια άλλη ημέρα, όμως, όταν αποφάσισαν να πάνε στη λαϊκή αγορά για να αγοράσουν τρόφιμα, οι τέσσερις κοπέλες αποφάσισαν να φορέσουν τα μπλου τζιν τους. Μέσα σε λίγα μόλις λεπτά γύρω στις εκατό γυναίκες τις είχαν περικυκλώσει, δείχνοντάς τες με το δάχτυλο και φωνάζοντας: «Μίρα! Μίρα!» (Κοίτα! Κοίτα!) Δεν είχαν συνηθίσει να βλέπουν κοπέλες σε δημόσιο χώρο με τέτοια ρούχα. Φυσικά, οι κοπέλες πήγαν κατευθείαν στο σπίτι και άλλαξαν ρούχα.
Οι περισσότεροι άνθρωποι σε αυτή την περιοχή δεν είχαν δει ποτέ Αγία Γραφή. Ακόμη και όταν οι ευαγγελιζόμενοι χρησιμοποιούσαν Καθολική Γραφή, εκείνοι δεν ήθελαν να δεχτούν τα όσα έλεγε. Μερικοί, μάλιστα, ούτε που διάβαζαν κάποιο εδάφιο από τη Γραφή, φοβούμενοι ότι θα αμάρταναν αν το έκαναν αυτό. Τον πρώτο χρόνο σημειώθηκε πολύ λίγη πρόοδος στο Μπαρκισιμέτο.
Επιτέλους, η Αληθινή Θρησκεία
Ωστόσο, δεν είχαν τυφλωθεί όλοι στο Μπαρκισιμέτο από τη μακρόχρονη Ρωμαιοκαθολική παράδοση. Ένα εξέχον παράδειγμα ήταν η Λούνα ντε Αλβαράδο, μια πολύ ηλικιωμένη κυρία η οποία ήταν πολλά χρόνια Ρωμαιοκαθολική. Όταν η αδελφή Γκαβέτ τής χτύπησε για πρώτη φορά την πόρτα, η γυναίκα είπε: «Σινιορίτα, από τότε που ήμουν κοριτσάκι περίμενα να έρθει κάποιος στην πόρτα μου και να μου εξηγήσει αυτά που μου είπατε τώρα μόλις. Βλέπετε, όταν ήμουν κοπέλα, καθάριζα το σπίτι του ιερέα, και αυτός είχε μια Γραφή στη βιβλιοθήκη του. Ήξερα ότι απαγορευόταν να τη διαβάσουμε, αλλά εγώ ήμουν τόσο περίεργη να μάθω το γιατί, ώστε, μία ημέρα όταν δεν κοίταζε κανείς, την πήρα μαζί μου στο σπίτι και τη διάβασα κρυφά. Αυτά που διάβασα με έκαναν να συνειδητοποιήσω ότι η Καθολική Εκκλησία δεν μας είχε διδάξει την αλήθεια και επομένως δεν ήταν η αληθινή θρησκεία. Φοβόμουν να πω οτιδήποτε σε κάποιον άλλον, αλλά ήμουν σίγουρη ότι εκείνοι που διδάσκουν την αληθινή θρησκεία θα έρχονταν κάποτε στην πόλη μας. Όταν ήρθαν Προτεστάντες, σκέφτηκα αρχικά ότι αυτοί πρέπει να είναι, όμως σύντομα ανακάλυψα ότι δίδασκαν πολλά από τα ψεύδη που δίδασκε η Καθολική Εκκλησία. Αυτά που μου λέτε τώρα είναι ακριβώς ό,τι διάβασα σε εκείνη τη Γραφή πριν από τόσα χρόνια». Διευθετήθηκε αμέσως μια μελέτη, και πριν περάσει πολύς καιρός η Λούνα συμβόλισε την αφιέρωσή της στον Ιεχωβά. Παρά τη σφοδρή εναντίωση που υπέστη από την οικογένειά της, υπηρέτησε πιστά τον Ιεχωβά ως το θάνατό της.
Η Εουφροσίνα Μανζανάρες ήταν ένα ακόμη άτομο το οποίο υποκινήθηκε από καρδιάς να ανταποκριθεί στο Λόγο του Θεού. Όταν η Ράνια Ίνγκβαλντσεν την επισκέφτηκε για πρώτη φορά, η Εουφροσίνα δεν είχε ξαναδεί Γραφή. Αλλά δέχτηκε να αφήσει τη Ράνια να μελετήσει μαζί της. Η Ράνια αναπολεί τα εξής: «Ήταν μια θρησκευόμενη που ακολουθούσε τους τύπους, παρακολουθούσε κάθε Κυριακή τη Λειτουργία και πάντα άναβε ένα καντήλι μπροστά στο άγαλμα κάποιου ‘αγίου’ που βρισκόταν σε μια εσοχή στον τοίχο. Για να βεβαιωθεί ότι το καντήλι δεν θα έσβηνε, είχε διαθέσιμα ολόκληρα γαλόνια λάδι ακριβώς για αυτόν το σκοπό!» Αλλά η Εουφροσίνα εφάρμοζε αυτά που μάθαινε από την Αγία Γραφή. Όταν έμαθε ότι μερικά πράγματα δεν ευαρεστούν τον Ιεχωβά, έκανε αλλαγές στη ζωή της. Έτσι, πέταξε τις εικόνες της, έκοψε το τσιγάρο και καταχώρησε νομικά το γάμο της. Αργότερα, η μητέρα της ενώθηκε μαζί της στη μελέτη. Δεν ήταν εύκολο για την Εουφροσίνα να απαλλαχτεί από τα μεγάλα πούρα της. Όταν ήταν μόλις δύο χρονών, η μητέρα της τής έβαζε ένα τσιγάρο στο στόμα για να καθήσει φρόνιμα, και από τότε κάπνιζε. Αλλά τώρα, για να ευαρεστήσει τον Ιεχωβά, έκοψε το τσιγάρο, βαφτίστηκε και έγινε πολύ ζηλώτρια ευαγγελιζόμενη.
Έξι χρόνια αφότου οι πρώτοι ιεραπόστολοι στάλθηκαν στο Μπαρκισιμέτο, υπήρχαν μόνο γύρω στους 50 ευαγγελιζομένους εκεί. Αλλά ο Ιεχωβά ευλόγησε τις υπομονετικές προσπάθειες που έκαναν για να βρουν προβατοειδή άτομα. Το 1995, οι 28 εκκλησίες στο Μπαρκισιμέτο ανέφεραν ένα σύνολο 2.443 ευαγγελιζομένων.
Βαλένσια—Ένας Καρποφόρος Αγρός
Περίπου στα μισά του δρόμου ανάμεσα στο Μπαρκισιμέτο και στο Καράκας βρίσκεται η πόλη Βαλένσια, η τέταρτη σε μέγεθος στη χώρα. Η ατμόσφαιρα που επικρατεί στα παλιά, στενά δρομάκια μοιάζει με την Ισπανία σε παλιούς καιρούς, και σαν την ομώνυμή της ισπανική πόλη, η Βαλένσια είναι πασίγνωστη για τα πορτοκάλια της.
Από την ομάδα των ιεραποστόλων που έφτασαν στη Βενεζουέλα το 1950, οι οχτώ στάλθηκαν στη Βαλένσια. Η Έβελιν Σίμπερτ (τώρα Γουόρντ) αναπολεί πώς ξεκίνησε στη Βαλένσια με μια παρουσίαση που είχε αποστηθίσει. «Παρά το γεγονός ότι υστερούσαμε στη γνώση της ισπανικής, αρχίσαμε πολλές Γραφικές μελέτες», θυμάται. Μια από αυτές ήταν με την Πόλα Λούις. Η Πόλα ήταν Καθολική και πολύ αφοσιωμένη στις εικόνες, ιδιαίτερα σε εκείνη της «Ιερής Καρδιάς του Ιησού», από την οποία ζητούσε τακτικά χάρες. Πήγαινε στην εκκλησία κάθε εβδομάδα, συνεισέφερε τα τρία μπολίβαρ της και προσευχόταν στην εικόνα να γυρίσει ο σύζυγός της στο σπίτι και να μείνει με την οικογένεια. Επειδή αυτός εξακολουθούσε να ζει μακριά τους, εκείνη αποφάσισε να μιλήσει πιο έντονα στην εικόνα. ‘Κύριε, αν δεν δω αποτελέσματα τούτη τη φορά, αυτή θα είναι η τελευταία συνεισφορά που σου δίνω’. Άφησε τα τρία μπολίβαρ της και δεν ξαναγύρισε ποτέ.
Τον επόμενο μήνα, της χτύπησε την πόρτα η Έβελιν Σίμπερτ. Η Πόλα την άκουσε με χαρά, πήρε το βιβλίο «Έστω ο Θεός Αληθής» (μολονότι δεν ήξερε να διαβάζει), και, με τη βοήθεια της Έβελιν, άρχισε να μελετάει την Αγία Γραφή. Η Πόλα και μια από τις κόρες της ήταν ανάμεσα στα πρώτα άτομα στη Βαλένσια που βαφτίστηκαν. Ο σύζυγος της Πόλα, ο Στίβεν, αν και στην αρχή δεν ήθελε καμιά σχέση με «αυτές τις ανοησίες», όπως τις αποκαλούσε, ξανασκέφτηκε το θέμα, γύρισε για να ζήσει με την οικογένειά του και έγινε επίσης υπηρέτης του Ιεχωβά—και αυτό όχι ως αποτέλεσμα της αφοσίωσης σε κάποια εικόνα που είναι γνωστή ως Η Ιερή Καρδιά του Ιησού, αλλά της μελέτης της Αγίας Γραφής.
Δύο χρόνια αφότου έφτασαν οι άλλοι ιεραπόστολοι στη Βαλένσια, ενώθηκε μαζί τους ο Λέστερ Μπάξτερ (ο μεγαλύτερος αδελφός του Ντόναλντ) και η σύζυγός του, η Νάνσι. Ο Λέστερ έπρεπε να εργαστεί πολύ σκληρά για να μάθει την ισπανική. Χρειαζόταν τη γλώσσα, όχι μόνο για τη διακονία του στον αγρό, αλλά και επειδή, ως ο μόνος αδελφός στην ομάδα των ιεραποστόλων, είχε την ευθύνη να διεξάγει όλες τις συναθροίσεις. Η εντατική εκπαίδευση έφερε καλά αποτελέσματα. Δύο χρόνια αργότερα, όταν σχηματίστηκε η πρώτη περιφέρεια στη Βενεζουέλα, ο Λέστερ διορίστηκε επίσκοπος περιφερείας. Από τότε και έπειτα, υπηρέτησε στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου επί 30 χρόνια.
Μεταξύ των ιεραποστόλων που υπηρέτησαν στη Βαλένσια ήταν ο κοντός, ξανθός Λόταρ Κέμερ από τη Γερμανία και ο γαλανομάτης Χέρμπερτ Χάντσον από τη Βρετανία, ο οποίος είχε ροδοκόκκινα μάγουλα. Αυτοί ήταν για λίγο συγκάτοικοι, και αποτελούσαν επίσης ζωντανή μαρτυρία τού πώς επηρεάζει η Βιβλική αλήθεια τη ζωή των ανθρώπων. Βλέπετε, όταν ο Λόταρ ήταν νεαρός ανήκε στη Γερμανική Χιτλερική Νεολαία, και ο Χέρμπερτ ήταν στη Βρετανική Βασιλική Αεροπορία—επομένως ήταν εχθροί κατά τη διάρκεια του πολέμου! Αλλά ο Λόγος του Θεού είχε αλλάξει την άποψή τους για τη ζωή. Ως ιεραπόστολοι, συνεργάζονταν για να διδάξουν ανθρώπους πώς να ζουν με ειρήνη—πρώτα-πρώτα με τον Θεό και επίσης μεταξύ τους.
Να Πηδήξω από το Φράχτη ή να Πάρω τη Θέση Μου;
Η Άλις Παλούσκι, μια από τις ιεραποστόλους εκεί στη Βαλένσια, επισκέφτηκε το 1953 τη 18χρονη Γκλάδις Καστίλιο. Στην Γκλάδις άρεσαν αυτά που άκουγε· αλλά ήταν λίγο καχύποπτη επειδή η Άλις δεν χρησιμοποιούσε Καθολική Γραφή. Έτσι η Γκλάδις πήγε στον καθεδρικό ναό της Βαλένσια και μίλησε στον επίσκοπο. Του εξήγησε πως μελετούσε με τους «Προτεστάντες», όπως θεωρούσε τους Μάρτυρες, αλλά ότι ήθελε μια Καθολική Γραφή για να ελέγχει όλα τα εδάφια. Εκείνον τον καιρό, οι Μάρτυρες ήταν συγκριτικά λίγοι και όχι πολύ γνωστοί στη Βαλένσια. Αυτά που είχε η Γκλάδις κατά νου φαίνονταν λογικά στον επίσκοπο, έτσι της έδωσε μια Γραφή. Η Γκλάδις έμεινε κατάπληκτη με αυτά που διάβασε στην Αγία Γραφή, και συνειδητοποίησε ότι οι Καθολικοί δεν έπρατταν αυτά που δίδασκε η Γραφή. Αποφάσισε να εγκαταλείψει την εκκλησία.
Το 1955, όταν ετοιμαζόταν να βαφτιστεί, προέκυψε μια δοκιμασία για την πίστη της. Αυτή σπούδαζε για να γίνει δασκάλα, και της είχε μείνει ένα ακόμη έτος πριν αποφοιτήσει. Είχε προγραμματιστεί να γίνει στη σχολή της μια γιορτή προς τιμή της Παρθένου Μαρίας. Αναμενόταν από όλους να παρακολουθήσουν μια ειδική Λειτουργία. Η Γκλάδις θυμάται: «Ήταν η εποχή του δικτάτορα Πέρες Χιμένες, και η οριστική αποβολή από τα σχολεία ήταν κάτι το συνηθισμένο αν κάποιος αρνιόταν να υπακούσει. Ανακοινώθηκε ότι όποιος δεν παρακολουθούσε τη Λειτουργία έπρεπε να περάσει να πάρει την επιστολή της οριστικής αποβολής του, πράγμα που επίσης θα του στερούσε την ευκαιρία να φοιτήσει αλλού. Αυτή ήταν πραγματική δοκιμασία για εμένα. Ήρθε η ώρα για να πάω στη Λειτουργία, και σκέφτηκα να κρυφτώ στην τουαλέτα ή να πηδήξω από το φράχτη και να πάω σπίτι μου. Τελικά, αποφάσισα να πάρω τη θέση μου. Εξήγησα στο διευθυντή της σχολής ότι δεν θα πήγαινα στη Λειτουργία επειδή δεν θεωρούσα πια τον εαυτό μου Καθολική, αλλά μελετούσα με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μολονότι θύμωσε πολύ μαζί μου, με άφησε να πάω σπίτι. Δεν με απέβαλαν. Ήμουν ευτυχισμένη που εμπιστεύτηκα πλήρως στον Ιεχωβά».
Κληρικοί Έλαβαν Μαρτυρία
Μεταξύ των άλλων, έλαβαν μαρτυρία και μέλη του κλήρου. Η Μαρίνα Σίλβα, ένα από τα πρώτα άτομα που έγιναν Μάρτυρες στη Βαλένσια, θυμάται την ημέρα που την επισκέφτηκε ο ιερέας της εκκλησίας στην οποία πήγαινε πριν γίνει Μάρτυρας. Κατάφερε να κάνει μια μεγάλη συζήτηση μαζί του. Αυτό που θυμάται πιο καθαρά είναι πως, όταν εκείνος δεν μπόρεσε να βρει τα Γραφικά εδάφια στα οποία του ζητούσε η Μαρίνα να ανατρέξει, παραδέχτηκε: ‘Στη θεολογική σχολή μελετήσαμε τα πάντα εκτός από την Αγία Γραφή’. Συμφώνησε μαζί της σε πολλά σημεία· αλλά όταν η Μαρίνα τον ενθάρρυνε να εγκαταλείψει το ιερατείο και να υπηρετήσει τον Ιεχωβά, εκείνος είπε: «Τότε πώς θα βγάζω το αρέπα μου;» (Αρέπα είναι το ντόπιο καλαμποκόψωμο).
Μολονότι η Μαρίνα ήταν στο παρελθόν αφοσιωμένη στην «Ιερή Καρδιά του Ιησού»—αφιέρωνε κάθε Παρασκευή σε αυτή την εικόνα—η Βιβλική αλήθεια άλλαξε τη ζωή της. Βαφτίστηκε το 1953, έγινε ειδική σκαπάνισσα το 1968, και εξακολουθεί να ενασχολείται με αυτή την ειδική υπηρεσία. Συμμετέχοντας στο κήρυγμα των καλών νέων, η Μαρίνα είχε το προνόμιο να συμβάλει στο άνοιγμα του έργου στο Σαν Κάρλος, στην Τεμέρλα, στην Μπεχούμα, στην Τσιργκούα, στην Ταμπόρντα, στη Νιργκούα και στο Τινακίλιο.
Όταν το άγγελμα της αλήθειας μεταδόθηκε για πρώτη φορά στο Τινακίλιο, νοτιοδυτικά της Βαλένσια, η αρχική αντίδραση ήταν εχθρική. Η Μαρίνα θυμάται πως όταν ο μικρός όμιλος άρχισε το έργο στην πόλη, ο τοπικός ιερέας, ο «Μονσινιόρ» Γκραναδίλιο, έστησε μεγάφωνα για να προειδοποιήσει τους ανθρώπους. «Ήρθε ο κίτρινος πυρετός στο Τινακίλιο!» φώναζε. «Μην ακούτε αυτούς τους ανθρώπους! Υπερασπιστείτε την πόλη και τη θρησκεία σας! Υπερασπιστείτε το μυστήριο της αγίας Τριάδας!» Η Μαρίνα αποφάσισε να επισκεφτεί τον ιερέα. Πήγε στο σπίτι του και τον περίμενε μέχρι που ήρθε.
Τον χαιρέτησε με τα λόγια: «Εγώ είμαι μέρος του ‘κίτρινου πυρετού’ για τον οποίο διαμαρτυρηθήκατε το πρωί. Θα ήθελα να σας ξεκαθαρίσω ότι είμαστε Μάρτυρες του Ιεχωβά. Κηρύττουμε ένα σπουδαίο άγγελμα σχετικά με τη Βασιλεία του Θεού, ένα άγγελμα το οποίο θα έπρεπε να κηρύττει η εκκλησία, όμως δεν το κάνει». Του ζήτησε με θάρρος τη δική του Αγία Γραφή και του έδειξε το εδάφιο Πράξεις 15:14, όπου προειπώθηκε ότι ο Ιεχωβά θα έπαιρνε από τα έθνη «έναν λαό για το όνομά του». Άλλαξε η στάση του. Είπε πως λυπάται, ότι δεν είχε αντιληφθεί τι είδους άνθρωποι είμαστε. Προς έκπληξη όλων παρακολούθησε τη δημόσια ομιλία στην οποία τον κάλεσε η αδελφή. Ύστερα από αυτό, δέχτηκε σε πολλές περιπτώσεις τα περιοδικά στην κεντρική πλατεία. Οι άλλοι που το έβλεπαν αυτό ενθαρρύνονταν να τα πάρουν και εκείνοι. Το 1995, υπήρχαν τέσσερις εκκλησίες στο Τινακίλιο και ένα σύνολο 385 ευαγγελιζομένων.
Οι Σπόροι της Βιβλικής Αλήθειας Ευδοκιμούν στο Μαρακάι
Θα θυμάστε ότι, εκτός από τους ιεραποστόλους οι οποίοι στάλθηκαν στο Μπαρκισιμέτο και στη Βαλένσια, μερικοί που έφτασαν το 1950 επρόκειτο να δώσουν προσοχή στο Μαρακάι. Αυτή είναι η πέμπτη σε μέγεθος πόλη της Βενεζουέλας, μόλις 120 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Καράκας. Βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της λίμνης Βαλένσια και περιστοιχίζεται από λόφους.
Όταν έφτασαν οι ιεραπόστολοι στο Μαρακάι, κατέστη δυνατή η διεξαγωγή συναθροίσεων και σε αυτή την πόλη. Εκείνον τον καιρό η ομάδα των ιεραποστόλων αποτελούνταν από άγαμους αδελφούς. Ωστόσο, την εποχή που έφτασε η αυστραλιανής καταγωγής ιεραπόστολος Λάιλα Πρόκτορ το 1958, αν και παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις από 12 ως 20 άτομα, υπήρχε μόνο ένας βαφτισμένος αδελφός στο Μαρακάι. Αυτός ήταν ο Κιθ Γκλέσινγκ, ο οποίος, μαζί με τη σύζυγό του, την Τζόις, είχαν αποφοιτήσει από τη Σχολή Γαλαάδ το 1955. Εξαιτίας της έλλειψης αντρών αδελφών, ήταν αναγκαίο να προσφέρουν οι αδελφές τη βοήθειά τους με ποικίλους τρόπους. Η αδελφή Πρόκτορ θυμάται: «Εμείς οι αδελφές παίρναμε μέρη στις Συναθροίσεις Υπηρεσίας και βοηθούσαμε στους λογαριασμούς, στα έντυπα και στα περιοδικά. Ύστερα από πέντε μήνες στο διορισμό μου, διορίστηκα οδηγός σε μια μελέτη βιβλίου. Στην αρχή, υπήρχε μόνο ένας αδρανής ευαγγελιζόμενος και εγώ. Η συνάθροιση διεξαγόταν με το φως κεριών σε ένα σπίτι με χωμάτινο πάτωμα. Πριν περάσει πολύς καιρός, παρά τα φρικτά ισπανικά μου, ο αριθμός των παρόντων αυξήθηκε τόσο ώστε το σαλόνι, η κουζίνα και η βεράντα ήταν όλα κατάμεστα. Μόνο με το πνεύμα του Ιεχωβά μπορούσε να γίνει αυτό».
Είναι τόσο πολλά τα άτομα στο Μαρακάι που έχουν εκδηλώσει την έντονη επιθυμία να γνωρίσουν και να υπηρετούν τον Ιεχωβά ώστε στις αρχές του 1995 υπήρχαν 30 εκκλησίες και ένα σύνολο 2.839 ευαγγελιζομένων σε αυτή την πόλη.
‘Θα σε Πυροβολήσω αν Είναι Αλήθεια!’
Μεταξύ εκείνων που εκδήλωσαν ενδιαφέρον για την αλήθεια στο Μαρακάι ήταν η Μαρία, η σύζυγος του Αλφρέδο Κορτέζ. Η Τζόις Γκλέσινγκ είχε μελετήσει τη Γραφή μαζί της έξι μήνες. Μια ημέρα, λοιπόν, γύρισε ο σύζυγός της στο σπίτι και βρήκε αυτή την γκρίνγκα, όπως λέγονται εδώ οι Αμερικανίδες. Ρώτησε τη σύζυγό του τι συμβαίνει. Ως εξήγηση, η σύζυγός του τού έδωσε ένα περιοδικό που της είχε αφήσει η Τζόις. Αυτό περιείχε ένα άρθρο για τον πνευματισμό, τον οποίο συνέδεε με το Ροδοσταυρισμό. Εκείνος το διάβασε με ενδιαφέρον επειδή είχε αναμειχθεί με αυτό το πιστεύω.
Όταν η σύζυγός του μίλησε στην αδελφή Γκλέσινγκ για το ενδιαφέρον που έδειξε ο σύζυγός της για το περιοδικό, διευθετήθηκε ώστε ο σύζυγος της ιεραποστόλου, ο Κιθ, να επισκεφτεί τον κ. Κορτέζ. Έτσι και έγινε, και ξεκίνησε μια Γραφική μελέτη. Ύστερα από τρεις μόνο εβδομάδες—κάπως πρόωρα—ο ιεραπόστολος κάλεσε τον κ. Κορτέζ να τον συνοδέψει στο έργο από πόρτα σε πόρτα. Εκείνος δέχτηκε, το απόλαυσε πάρα πολύ και έδωσε 16 περιοδικά. Περιχαρής καθώς ήταν, βγήκε έξω εκείνο το βράδυ με φίλους που δεν ήταν Μάρτυρες για να γιορτάσει την επιτυχία του, μέθυσε και επέστρεψε στο σπίτι του στις τρεις το πρωί!
Την επομένη ένιωσε άσχημα για αυτό και σκέφτηκε: ‘Ή θα υπηρετήσω σωστά τον Ιεχωβά ή θα επιστρέψω στον παλιό μου τρόπο ζωής’. Με δυσκολία, πείστηκε να συνεχίσει τη Γραφική του μελέτη. Σταδιακά εγκατέλειψε τον προηγούμενο τρόπο ζωής του και προόδευσε μέχρι του σημείου να βαφτιστεί το 1959.
Δύο εβδομάδες αργότερα ένας εξαγριωμένος συνταγματάρχης, νονός μιας κόρης του Αλφρέδο, ήρθε να τον δει, τον σημάδεψε με ένα περίστροφο στο στήθος και απείλησε: «Είναι αλήθεια αυτό που άκουσα—ότι έχεις γίνει Μάρτυρας του Ιεχωβά; Θα σε πυροβολήσω αν συμβαίνει αυτό!» Ο Αλφρέδο παρέμεινε ήρεμος, επιβεβαίωσε ότι ήταν αλήθεια και εξήγησε το γιατί. Με αγανάκτηση ο συνταγματάρχης μάζεψε το πιστόλι του και έφυγε εκνευρισμένος, λέγοντας ότι δεν θεωρούσε πια τον εαυτό του νονό του κοριτσιού. Χάρη στο πνεύμα του Ιεχωβά και στο ζήλο του Αλφρέδο ο οποίος δίνει μαρτυρία στους πάντες, αυτός έχει καταφέρει να βοηθήσει 89 άτομα να γνωρίσουν την αλήθεια και να αφιερώσουν τη ζωή τους στον Ιεχωβά. Ο ίδιος υπηρετεί τώρα ως πρεσβύτερος στο Καμπουντάρε, κοντά στο Μπαρκισιμέτο· ένας από τους γιους του είναι ειδικός σκαπανέας· και η κόρη του, η Καρολίνα, υπηρετεί στο γραφείο τμήματος μαζί με το σύζυγό της.
Προσοχή, Είναι Καρναβάλι!
Η εποχή του καρναβαλιού στη Βενεζουέλα είναι καιρός για γλέντια και μεταμφιέσεις—και για κατάβρεγμα! Ιδιαίτερα τα παιδιά χαίρονται πάρα πολύ καθώς κάνουν μούσκεμα τους περαστικούς. Συνήθως δεν είναι σοφό να βγαίνει κάποιος στο δρόμο τη Δευτέρα και την Τρίτη της εβδομάδας του καρναβαλιού.
«Εγώ δεν έδωσα σημασία στις προειδοποιήσεις», παραδέχεται η Λάιλα Πρόκτορ. «Τον πρώτο χρόνο που βρισκόμουν στο Μαρακάι, είχα αποφασίσει ότι θα διεξάγω τις Γραφικές μου μελέτες πάση θυσία. Έτσι έγινε, αλλά έφτασα στην πρώτη μου μελέτη μούσκεμα, αφού εισέπραξα έναν κουβά νερό που μου έριξαν από ψηλά. Πήγαινα με τα πόδια στη δεύτερη μελέτη μου σχεδόν στεγνή, μόνο και μόνο για να γίνω στόχος δύο ακόμη κουβάδων νερό καθ’ οδόν. Έφτασα μουσκεμένη μέχρι το κόκαλο». Άλλοι ιεραπόστολοι έχουν παρόμοιες ιστορίες να αφηγηθούν.
Η Λάιλα, που ζει στον ιεραποστολικό οίκο του Καράκας στην Κίντα Λουζ, τώρα διευθετεί το πρόγραμμά της λίγο διαφορετικά κατά τη διάρκεια του καρναβαλιού.
«Άκουσε την Εγκάρδια Προσευχή Μου»
Όταν ο Αλφρέδο Αμαδόρ ήταν μικρός, ο πατέρας του τού έδειχνε τον έναστρο ουρανό και του έλεγε τα ονόματα μερικών αστερισμών. «Ο Θεός τα έφτιαξε όλα αυτά», του έλεγε. Αλλά ο πατέρας του Αλφρέδο πέθανε πριν ο γιος του κλείσει τα δέκα. Ο Αλφρέδο, που ζούσε τότε στο Τουρμέρο, στην πολιτεία Αράγκουα, άρχισε να έχει αμφιβολίες για τη θρησκεία του. Δεν του φαινόταν σωστό το γεγονός ότι ο ιερέας έπαιρνε χρήματα για να πει προσευχές υπέρ των νεκρών ή το ότι οι πλούσιοι μπορούσαν να βγάλουν τους συγγενείς τους από το καθαρτήριο πιο γρήγορα από τους φτωχούς. Γεμάτος αμφιβολίες καθώς ήταν, επιδόθηκε στη μέθη, στη σεξουαλική ανηθικότητα, στη βία και στα ναρκωτικά. Όταν άρχισε να θερίζει τους καρπούς των όσων είχε σπείρει, έψαξε να βρει μια διέξοδο. Τότε θυμήθηκε εκείνες τις νύχτες που ατένιζε τους ουρανούς με τον πατέρα του.
«Ένα απόγευμα, νιώθοντας τελείως απελπισμένος και με δάκρυα στα μάτια», αφηγείται ο ίδιος, «προσευχήθηκα στον Θεό να μου επιτρέψει να τον γνωρίσω. Φαίνεται ότι άκουσε την εγκάρδια προσευχή μου, διότι το αμέσως επόμενο πρωί δυο Μάρτυρες του Ιεχωβά μού χτύπησαν την πόρτα. Ακολούθησαν ενδιαφέρουσες συζητήσεις, αλλά δεν δεχόμουν να κάνω Γραφική μελέτη. Ήθελα να διαβάσω μόνος μου την Αγία Γραφή, αν και δέχτηκα να πάω στην Αίθουσα Βασιλείας. Ο αδελφός που με επισκεπτόταν με πήγε επίσης σε μια κοντινή συνέλευση στην Κάγκουα. Καθώς άκουγα τις διάφορες ομιλίες, συνειδητοποίησα ότι αυτή ήταν η αλήθεια. Όταν σηκώθηκαν όρθιοι οι υποψήφιοι για βάφτισμα προκειμένου να απαντήσουν στις ερωτήσεις, σηκώθηκα και εγώ!»
Ο Αλφρέδο εκπλάγηκε επειδή όλοι οι άλλοι που σηκώθηκαν όρθιοι βρίσκονταν στη μια πλευρά του σταδίου και αυτός ήταν στην άλλη. Αλλά μπήκε στη σειρά μαζί τους για να βαφτιστεί. Τότε τον ρώτησε κάποιος από ποια εκκλησία ήταν. Εκείνος δεν ήξερε καν ότι οι εκκλησίες είχαν όνομα! Σύντομα ανακάλυψε ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν έτοιμος να βαφτιστεί.
Λίγο αργότερα, παντρεύτηκε τη γυναίκα με την οποία συζούσε, και με τη βοήθεια συστηματικής Γραφικής μελέτης, απέκτησε τα προσόντα για να συνοδεύει τους αδελφούς στη μαρτυρία από πόρτα σε πόρτα. Το 1975 βαφτίστηκε μαζί με τη σύζυγό του. Τώρα υπηρετεί ως Χριστιανός πρεσβύτερος στο Μαρακάι. Αποβλέπει με ανυπομονησία στην ημέρα κατά την οποία ο πατέρας του θα επιστρέψει μέσω της ανάστασης, στο νέο σύστημα του Θεού. Τότε θα μπορέσει να πει στον πατέρα του ότι το όνομα του Δημιουργού για τον οποίο μιλούσε εκείνος πριν από πολλά χρόνια είναι Ιεχωβά, και θα μπορεί να τον ενθαρρύνει να γνωρίσει καλά τον Ιεχωβά.
Συμφορά στο Μαρακάι
Την ημερομηνία 6 Σεπτεμβρίου 1987 θα τη θυμούνται πολύ καιρό οι κάτοικοι της περιοχής του Μαρακάι. Καταρρακτώδεις βροχές προξένησαν πλημμύρες και δημιούργησαν κατολισθήσεις λάσπης οι οποίες παρέσυραν ή πλημμύρισαν εκατοντάδες σπίτια.
Πολλοί από τους σχεδόν 2.000 ευαγγελιζομένους από το Μαρακάι παρακολουθούσαν μια συνέλευση περιφερείας όταν έπληξε η καταστροφή. Μόλις επέστρεψαν, διαπίστωσαν ότι τα σπίτια και τα αποκτήματά τους δεν υπήρχαν πια. Τουλάχιστον 160 άνθρωποι πέθαναν· εκατοντάδες παραμένουν αγνοούμενοι· 30.000 έμειναν άστεγοι. Αν και κανένας Μάρτυρας δεν έχασε τη ζωή του ούτε τραυματίστηκε σοβαρά, συνολικά 114 Μάρτυρες και άτομα που μελετούσαν τη Γραφή ήταν μεταξύ εκείνων οι οποίοι έμειναν άστεγοι, με τίποτα παραπάνω από τα ρούχα που φορούσαν.
Οι αδελφοί σχημάτισαν αμέσως μια αποτελεσματική επιτροπή παροχής βοήθειας και φρόντισαν να παρασχεθούν άφθονα τρόφιμα, φάρμακα, ρούχα και σκεπάσματα. Αυτές οι προμήθειες στέλνονταν με φορτηγά από συμπονετικούς ομόπιστους Μάρτυρες οι οποίοι ζούσαν σε άλλες πόλεις και κωμοπόλεις μέχρις ότου δεν υπήρχε πια ανάγκη. Όταν οι υπεύθυνοι αδελφοί αντιλήφθηκαν ότι υπήρχαν υπεραρκετά αγαθά για τη φροντίδα τόσο των Μαρτύρων όσο και των ατόμων που μελετούσαν τη Γραφή, έδωσαν μερικά τρόφιμα και ρούχα σε γείτονες οι οποίοι είχαν επίσης μεγάλη ανάγκη. Η καταπληκτική γενναιοδωρία των αδελφών και η ετοιμότητά τους όσον αφορά την παροχή βοήθειας ήταν αληθινά ενισχυτικές για την πίστη.
Έχουν την Ξεχωριστή Επιθυμία να Συναθροίζονται
Οι κάτοικοι της Βενεζουέλας είναι από τη φύση τους κατεξοχήν κοινωνικοί. Τους αρέσει να συγκεντρώνονται σε μεγάλες ομάδες—για φαγητό, για γλέντι, για κάποια εκδρομή στη θάλασσα ή στην εξοχή. Όταν προσχωρούν στην οργάνωση του Ιεχωβά, αυτή η πτυχή της προσωπικότητάς τους εξακολουθεί να ξεχωρίζει. Αγαπούν τις μικρές και τις μεγάλες συνελεύσεις. Για πολλούς από αυτούς, ο χρόνος, οι αποστάσεις, το κόστος και οι δυσκολίες δεν αποτελούν πρόβλημα, αρκεί να μπορούν να βρίσκονται όλοι μαζί.
Τον Ιανουάριο του 1950 υπήρχε μεγάλος αναβρασμός καθώς οι αδελφοί προετοιμάζονταν για μια διήμερη συνέλευση στο Μαρακαΐβο. Θα ήταν παρόντες ο αδελφός Νορ και ο Ρόμπερτ Μόργκαν από τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία. Ο Πέδρο Μοράλες στενοχωρήθηκε επειδή τα τοπικά μέσα ενημέρωσης αρνήθηκαν να δώσουν δημοσιότητα στη συνέλευση εξαιτίας της εναντίωσης από την Καθολική Εκκλησία. Ωστόσο, καθώς πλησίαζε η ώρα να φτάσουν οι αδελφοί αεροπορικώς, εκείνος επινόησε κάποιο άλλο σχέδιο. Ο ίδιος είπε αργότερα: «Κανόνισα να βρίσκονται στο αεροδρόμιο όλα τα παιδιά της εκκλησίας μας και το καθένα να κρατάει μια όμορφη ανθοδέσμη. Αυτό φυσικά κέντρισε το ενδιαφέρον των δημοσιογράφων που βρίσκονταν εκεί, και εκείνοι ρωτούσαν αν περίμεναν να έρθει κάποιο σημαντικό πρόσωπο. Τα παιδιά, τα οποία είχαν λάβει προσεκτικές οδηγίες, απαντούσαν: ‘Μάλιστα, κύριε, και θα εκφωνήσει μια ομιλία στο Μασόνικ Χολ, στην οδό Ουρδανέτα 6, δίπλα στο αστυνομικό τμήμα’. Όταν έφτασαν οι επισκέπτες αδελφοί, οι δημοσιογράφοι τράβηξαν φωτογραφίες, και οι πληροφορίες για τη συνέλευση μαζί με τις φωτογραφίες δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες. Έτσι δόθηκε η ανάλογη δημοσιότητα».
Επίσης, επί δύο ημέρες πριν από τη Δημόσια Συνάθροιση, ένας τοπικός ραδιοφωνικός σταθμός, ο Όντας ντελ Λάγκο (Κύματα της Λίμνης), έκανε ανακοινώσεις κάθε μισή ώρα αναφέροντας ότι θα εκφωνούνταν αυτή η ομιλία και ότι επρόκειτο να αναμεταδοθεί από το ραδιόφωνο. Τα αποτελέσματα ήταν πολύ ευνοϊκά. Εκτός από τα 132 άτομα που παρακολούθησαν τη συνέλευση, υπήρχε και μεγάλο ραδιοφωνικό ακροατήριο. Εκείνο το έτος σημειώθηκε η μεγαλύτερη αύξηση ευαγγελιζομένων που αναφέρθηκε ποτέ στη Βενεζουέλα—146 τοις εκατό.
Μια ακόμη συνέλευση περιφερείας που θυμούνται πολλοί διεξάχθηκε στην αρένα ταυρομαχιών Νουέβο Σίρκο στο Καράκας στις 23-27 Ιανουαρίου 1967. Αυτή ήταν η πρώτη διεθνής συνέλευση στη Βενεζουέλα. Υπήρχαν 515 ξένοι εκπρόσωποι στο ακροατήριο, περιλαμβανομένων και μελών του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρίας Σκοπιά. Τα Βιβλικά δράματα ήταν ένα νέο χαρακτηριστικό του προγράμματος εκείνη την εποχή. Ο Ντάια Γιάσμπεκ, που επιμελήθηκε ένα από αυτά, θυμάται: «Αυτά έκαναν μεγάλη εντύπωση, όχι μόνο λόγω της καινοτομίας και του αγγέλματος του δράματος, αλλά και λόγω των 500 φωτογραφικών μηχανών των επισκεπτών εκπροσώπων που έπαιρναν φωτογραφίες πυρετωδώς για να απαθανατίσουν το γεγονός!» Αυτή η διεθνής σύναξη τράβηξε την προσοχή. Αν και υπήρχαν λιγότεροι από 5.000 Μάρτυρες στη Βενεζουέλα τότε, ο αριθμός των παρευρεθέντων ανήλθε στους 10.463. Στα επόμενα τρία χρόνια, η αύξηση στον αριθμό των δραστήριων Μαρτύρων στη χώρα ήταν 13 τοις εκατό, 14 τοις εκατό και 19 τοις εκατό.
Δεν είναι ασυνήθιστο για κάποιον ενδιαφερόμενο να παρακολουθήσει συνέλευση περιοχής ή περιφερείας πριν ακόμη κάνει κανονική Γραφική μελέτη ή πριν πάει σε Αίθουσα Βασιλείας. Αυτή η επιθυμία να συναθροίζονται εκδηλώθηκε με ξεχωριστό τρόπο τον Ιανουάριο του 1988. Ο Ντον Άνταμς, από τα κεντρικά γραφεία στο Μπρούκλιν, επισκεπτόταν τους αδελφούς ως επίσκοπος ζώνης. Νοικιάστηκε μια αρένα ταυρομαχιών στη Βαλένσια, και διευθετήθηκε ένα δίωρο πρόγραμμα. Τότε υπήρχαν μόνο 40.001 ευαγγελιζόμενοι σε όλη τη Βενεζουέλα. Ωστόσο, 74.600 άτομα εμφανίστηκαν για να παρακολουθήσουν το πρόγραμμα· ήρθαν από τις πιο απομακρυσμένες γωνιές της χώρας. Μερικοί ταξίδεψαν 12 ώρες και πλέον με λεωφορείο για να είναι παρόντες· και όταν τελείωσε το πρόγραμμα, επιβιβάστηκαν ξανά στα λεωφορεία τους για το 12ωρο ταξίδι της επιστροφής. Αλλά για τους χαμογελαστούς, χαρούμενους, καρτερικούς Μάρτυρες της Βενεζουέλας, άξιζε τον κόπο μόνο και μόνο για να βρεθούν ανάμεσα σε τόσο πολλούς πνευματικούς αδελφούς και αδελφές για μισή ημέρα.
Το Άγγελμα Μεταδίδεται στις Άνδεις
Η οροσειρά των Άνδεων εκτείνεται στο βορρά ως και τη Βενεζουέλα. Τρεις κύριες πόλεις που βρίσκονται στην περιοχή των Άνδεων είναι η Βαλέρα, η Μέριντα και το Σαν Κριστόμπαλ. Ο τρόπος ζωής και η νοοτροπία αυτών των ανθρώπων διαφέρουν αξιοσημείωτα αν συγκριθούν με εκείνους που ζουν σε παράκτιες πόλεις και σε κοσμοπολίτικες περιοχές.
Ο Ρόντνι Πρόκτορ, ένας επίσκοπος περιφερείας που έχει υπηρετήσει στις Άνδεις, έκανε την εξής παρατήρηση σχετικά με τους ανθρώπους που ζουν εκεί: «Πολλές φορές αντιμετωπίζουν τον άγνωστο σαν ξένο και ας βρίσκεται στην ίδια τη χώρα του. Η Καθολική Εκκλησία εξακολουθεί να ασκεί μεγάλη δύναμη, και, σε γενικές γραμμές, το άγγελμα της Βασιλείας δεν γίνεται δεκτό με προθυμία. Μερικοί ειδικοί σκαπανείς είχαν την εμπειρία να βρίσκονται σε μια πόλη έναν ολόκληρο χρόνο πριν αρχίσουν τα άτομα να τους ανταποδίδουν κάποιο χαιρετισμό στο δρόμο. Ύστερα από το δεύτερο χρόνο, μερικοί ίσως αρχίσουν να μελετούν την Αγία Γραφή. Ανόμοια με άλλες περιοχές της χώρας, το ‘Τι θα σκεφτεί ο γείτονας;’ φαίνεται ότι τους εμποδίζει να ακούσουν όταν τους επισκέπτονται οι Μάρτυρες».
Στην αρχή της δεκαετίας του 1950, ο Χουάν Μαλντονάδο, ένας σκαπανέας από το Καράκας, επισκέφτηκε διάφορες πόλεις στις Άνδεις, μένοντας μερικές εβδομάδες στην καθεμία και κηρύττοντας καθ’ οδόν. Η υποδοχή που έλαβε στο Σαν Κριστόμπαλ δεν ήταν ενθαρρυντική στην αρχή. Ο αδελφός Μαλντονάδο συνελήφθη αρκετές φορές λόγω του απροκάλυπτου κηρύγματός του.
Ωστόσο, υπήρχε μια οικογένεια που εκδήλωσε ενδιαφέρον για την αλήθεια, και αυτός μελέτησε τη Γραφή μαζί τους αρκετές φορές την εβδομάδα κατά τη διάρκεια της παραμονής του. Αυτοί, όμως, υπέστησαν τέτοιο διωγμό από τους συγγενείς τους και από τον τοπικό ιερέα ώστε η μητέρα, η Ανχελίνα Βανέγκας, δεν μπορούσε να βρει εργασία προκειμένου να συντηρήσει επαρκώς την οικογένειά της.
Αφού υπηρέτησαν ως ιεραπόστολοι στο Μπαρκισιμέτο, ο Βιν και η Περλ Τσάπμαν διορίστηκαν στο Σαν Κριστόμπαλ το Δεκέμβριο του 1953. Η Ανχελίνα Βανέγκας και η οικογένειά της τους καλοδέχτηκαν θεωρώντας τους θαυμαστή προμήθεια από τον Ιεχωβά και άρχισαν αμέσως να βγαίνουν στην υπηρεσία μαζί με τους ιεραποστόλους. Μερικούς μήνες αργότερα, η μητέρα αποφάσισε να βαφτιστεί. Η μπανιέρα στον ιεραποστολικό οίκο ήταν πολύ μεγάλη, και η Ανχελίνα αρκετά μικρόσωμη, έτσι δεν είχαν πρόβλημα να τη βαφτίσουν.
Μεσημεριανός Ύπνος ή Σωτηρία;
Το ζεύγος Τσάπμαν άρχισε μελέτη με ένα πολύ φτωχό αντρόγυνο, τον Μισαέλ και την Εδελμίρα Σάλας. Η Εδελμίρα ήταν πιστή Καθολική. «Η αφοσίωσή μου ήταν τέτοια», εξηγεί η ίδια, «ώστε σε μια περίπτωση ενώ ήμουν έγκυος, προκειμένου να εκπληρώσω κάποια ευχή που είχα κάνει στον Θεό, περπάτησα ξυπόλητη από το ένα χωριό στο άλλο και στη συνέχεια σύρθηκα στα γόνατα από την πόρτα της εκκλησίας ως το ιερό. Κατόπιν περπάτησα ξυπόλητη το δρόμο της επιστροφής, και καθώς το έκανα αυτό αρρώστησα και έχασα το μωρό μου».
Προτού γεννηθεί το επόμενο μωρό τους, ο Μισαέλ και η Εδελμίρα είχαν αρχίσει να μελετούν την Αγία Γραφή με το ζεύγος Τσάπμαν. Μια ημέρα, όταν το μωρό ήταν πολύ άρρωστο, η Εδελμίρα αποφάσισε να το πάει στο νοσοκομείο. Πριν φύγει, οι γείτονες την πίεσαν να βαφτίσει γρήγορα το μωρό, λέγοντάς της ότι, αν αυτό πέθαινε, δεν θα του γινόταν ταφή και θα πήγαινε στο Λίμπο. Η Εδελμίρα σκέφτηκε να μην το διακινδυνέψει αυτό και αποφάσισε να περάσει από την εκκλησία καθώς πήγαινε στο νοσοκομείο και να ζητήσει από τον ιερέα να βαφτίσει το μωρό της.
«Έφτασα γύρω στο μεσημέρι, και ο ιερέας δεν χάρηκε που του διέκοψα το μεσημεριανό του ύπνο», θυμάται. «Μου είπε να φύγω και να επιστρέψω άλλη ώρα. Εγώ του απάντησα: ‘Το μωρό μου πεθαίνει. Τι είναι πιο σημαντικό, να σώσετε ένα μωρό από το Λίμπο ή να συνεχίσετε τον ύπνο σας;’ Γογγύζοντας, εκείνος δέχτηκε να βαφτιστεί το μωρό, αλλά έστειλε το βοηθό του, ένα νεωκόρο, να το κάνει αυτό».
Το μωρό επέζησε, αλλά αυτό το περιστατικό ήταν σημείο στροφής για την Εδελμίρα. Τώρα που είχε απογοητευτεί εντελώς από την εκκλησία, άρχισε να παίρνει τη Γραφική της μελέτη με τους Μάρτυρες στα σοβαρά. Κατόπιν, αυτή και ο σύζυγός της μετακόμισαν στην πόλη Κολόν, όπου δεν υπήρχαν Μάρτυρες. Όταν ο Κασιμίρο Ζίτο επισκέφτηκε το Σαν Κριστόμπαλ ως επίσκοπος περιοχής, οι ιεραπόστολοι του ζήτησαν να επισκεφτεί την Εδελμίρα. Πόσο ευγνώμων ήταν αυτή για εκείνη την επίσκεψη! Με την ευκαιρία βαφτίστηκε.
Χάρη στις αρχικές της προσπάθειες, υπάρχει τώρα μια εκκλησία στην Κολόν. Υπάρχουν επίσης τρεις στην Ελ Βίχια, όπου αυτή βοήθησε να ανοίξει το έργο όταν η οικογένειά της μετακόμισε εκεί. Ύστερα από μερικά χρόνια βαφτίστηκε και ο σύζυγός της καθώς και οι τρεις κόρες της.
Ιερέας Ενθαρρύνει τη Βία
Σε μια άλλη μικρή πόλη των Άνδεων υπηρετούσε ως σκαπανέας ο Λουίς Αγγούλο. Μια ημέρα κατά τη διάρκεια του 1985, αυτός θορυβήθηκε από τη φασαρία που άκουγε έξω από το σπίτι του, κοίταξε από το παράθυρο και εκπλάγηκε όταν είδε ένα τραπέζι κοντά στην εξώπορτα με την εικόνα ενός «αγίου» πάνω σε αυτό. Ο εξαγριωμένος όχλος κραύγαζε να φύγουν οι Μάρτυρες από την πόλη και απειλούσε να κάψει το σπίτι. «Σας δίνουμε μια εβδομάδα για να φύγετε από την πόλη!» φώναζαν.
Ο αδελφός Αγγούλο θυμάται: «Σκέφτηκα ότι το καλύτερο πράγμα που μπορούσα να κάνω ήταν να ζητήσω βοήθεια από τον πρεφέκτο της πόλης. Ο πρεφέκτο ήταν φιλικός και έβαλε την αστυνομία να συλλάβει τους αρχηγούς του όχλου. ‘Ποιος σας οργάνωσε για να το κάνετε αυτό;’ τους ρώτησε. Αυτοί τελικά παραδέχτηκαν ότι ήταν ο Καθολικός ιερέας. Σε κάποιο κήρυγμα που έκανε κατά τη διάρκεια της Λειτουργίας, είχε ενθαρρύνει τους ενορίτες του να μας διώξουν από την πόλη, με την πρόφαση ότι θέταμε σε κίνδυνο την πνευματική ευημερία της πόλης. ‘Αυτός ο παπάς είναι τρελός!’ φώναξε ο πρεφέκτο. ‘Να πάτε αμέσως στα σπίτια σας και να αφήσετε ήσυχους τους Μάρτυρες, αλλιώς θα σας κλείσω όλους στη φυλακή’».
Λίγο αργότερα, ανακαλύφτηκε ότι ο ιερέας είχε αναμειχθεί σε απάτη, και όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, απλώς τον μετέθεσαν σε άλλη περιοχή.
Αλλαγμένος Άνθρωπος
Στο Πουέμπλο Λιάνο, το επόμενο χωριό, ο Αλφόνσο Ζέρπα ήταν πασίγνωστος. Είχε ανακατευτεί στην πολιτική, ήταν μέθυσος, έκανε χρήση ναρκωτικών, κάπνιζε, ήταν γυναικάς και τρομοκρατούσε τον κόσμο τρέχοντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα πέρα-δώθε στους δύο κεντρικούς δρόμους με τη μηχανή του. Ωστόσο, όταν φυτεύτηκαν οι σπόροι της αλήθειας στην καρδιά του το 1984, αυτοί αυξήθηκαν γοργά. Ο Αλφόνσο διέκρινε ότι ήταν ανάγκη να κάνει μεγάλες αλλαγές και να φορέσει τη νέα προσωπικότητα.—Εφεσ. 4:22-24.
Όταν ήρθε στην πρώτη του Δημόσια Συνάθροιση, αυτός ήταν ο μόνος παρευρισκόμενος εκτός από τους ειδικούς σκαπανείς. «Πού πήγαν οι άλλοι;» ρώτησε. Ίσως ήταν καλύτερα που αυτός ήταν ο μόνος που ήρθε. Είχε τόσες ερωτήσεις ώστε οι σκαπανείς ασχολήθηκαν μαζί του ως τα μεσάνυχτα δίνοντάς του απαντήσεις από την Αγία Γραφή. Ποτέ δεν έχασε συνάθροιση ύστερα από αυτό, και η σύζυγός του, η Πάουλα, ερχόταν μαζί του. Αυτός καθάρισε τον εαυτό του και τη ζωή του, και τελικά απέκτησε τα προσόντα να γίνει ευαγγελιζόμενος. Ο πρώτος τομέας στον οποίο έκανε έργο ήταν οι δύο εκείνοι κεντρικοί δρόμοι στο Πουέμπλο Λιάνο! Τώρα ήταν ευγενικός και ντυμένος ευπρεπώς με κουστούμι και γραβάτα, και μπόρεσε να δώσει έξοχη μαρτυρία. Τόσο ο ίδιος όσο και ο Αλσίδες Παρέδες, τον οποίο έφερε ο Αλφόνσο στις συναθροίσεις συστήνοντάς τον ως τον καλύτερό του φίλο, είναι πρεσβύτεροι που υπηρετούν, μαζί με τις οικογένειές τους, στην Εκκλησία Πουέμπλο Λιάνο. Είκοσι και πλέον συγγενείς της Πάουλα έχουν βοηθηθεί και αυτοί να εκτιμήσουν την αλήθεια.
Τελικά, τα φαινομενικά αξεπέραστα εμπόδια που αναχαίτιζαν την πρόοδο υπερπηδήθηκαν, και το 1995, το Σαν Κριστόμπαλ είχε δέκα εκκλησίες, η Μέριντα είχε εφτά και η Βαλέρα τέσσερις. Υπάρχουν επίσης πολλοί μικρότεροι όμιλοι και μικρότερες εκκλησίες σε όλη την περιοχή των Άνδεων.
Ζητούνται Άντρες στην Κουμάνα
Η πόλη Κουμάνα, πρωτεύουσα της πολιτείας Σούκρε, είναι η παλιότερη ισπανική πόλη στη Νότια Αμερική. Η αλήθεια παρουσιάστηκε με οργανωμένο τρόπο στο λαό της Κουμάνα το 1954 όταν έφτασαν οι ειδικοί σκαπανείς. Αργότερα, ο Ροδόλφο Βιτέζ και η σύζυγός του, η Μπέσι, που ήταν ιεραπόστολοι, ήρθαν να βοηθήσουν. Με τον καιρό, αυτός διορίστηκε στο έργο περιοχής—όμως πριν συμβεί αυτό είχαν καταφέρει να νοικιάσουν μια μικρή αίθουσα, να την καθαρίσουν και να τη βάψουν, καθώς και να την εφοδιάσουν με μερικούς παλιούς, πεταμένους πάγκους που κατάφεραν να περισώσουν από ένα στάδιο μπέιζμπολ. Αφού υπήρχε τόπος για να συναθροίζονται, ο αριθμός των παρευρισκομένων αυξήθηκε γοργά. Αλλά αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από γυναίκες και παιδιά.
Η Πένι Γκαβέτ και η Γκόλντι Ρομόσεαν είχαν διοριστεί στην ομάδα των ιεραποστόλων της Κουμάνα, και αυτό που θυμούνται είναι πως, όταν έφυγε ο αδελφός Βιτέζ για το έργο περιοχής, δεν υπήρχαν άντρες για να αναλάβουν την ηγεσία. Οι άντρες απλώς δεν ήθελαν να προχωρήσουν. Η Πένι αφηγείται τα εξής: «Μας έλεγαν: ‘Δεν μας αρέσει αυτή η θρησκεία. Δεν μας αφήνει να μεθάμε και να πηγαίνουμε με άλλες γυναίκες. Η δική μας θρησκεία μάς επιτρέπει να κάνουμε ό,τι θέλουμε’. Ακόμη και όταν παρευρίσκονταν 70 ή 80 άτομα, μόνο πέντε ή έξι άντρες ήταν παρόντες, και εμείς οι αδελφές χρειαζόταν να διεξάγουμε τις συναθροίσεις από καιρό σε καιρό».
Σταδιακά, όμως, άρχισαν να παρευρίσκονται μερικοί άντρες και προόδευσαν μέχρι του σημείου να τους ανατεθεί ευθύνη μέσα στην εκκλησία. Σε λίγο η μικρή Αίθουσα Βασιλείας ήταν κατάμεστη. Ο κακός εξαερισμός και ο συνωστισμός δεν εμπόδιζαν τους ανθρώπους να έρθουν. Μολονότι οι ιεραπόστολοι ένιωθαν ότι η Αίθουσα Βασιλείας την ώρα των συναθροίσεων ήταν σαν χαμάμ, η αγάπη για την αλήθεια υποκινούσε τους παρόντες να κάθονται και να ακούνε επί δύο ώρες. Με τον καιρό, ο Ιεχωβά άνοιξε το δρόμο και οικοδομήθηκε μια νέα Αίθουσα Βασιλείας.
Το έργο στην Κουμάνα εξακολούθησε να αυξάνει. Το 1995 υπήρχαν 17 ακμάζουσες εκκλησίες εκεί, με ένα σύνολο 1.032 ευαγγελιζομένων των καλών νέων.
Ακολούθησε τα Αχνάρια της Αδελφής Της
Όταν η Πένι Γκαβέτ έφυγε από το σπίτι της στην Καλιφόρνια για να παρακολουθήσει τη Σχολή Γαλαάδ το 1949, η αδελφή της, η Ελοΐζ, ήταν μόνο πέντε χρονών. Η απόφαση της Πένι έκανε μεγάλη εντύπωση στην Ελοΐζ. Θυμάται που σκεφτόταν: ‘Όταν μεγαλώσω θέλω και εγώ να γίνω ιεραπόστολος’. Το 1971, και οι δυο τους χάρηκαν πάρα πολύ όταν η Ελοΐζ, απόφοιτη πλέον της Γαλαάδ, διορίστηκε συνεργάτιδα της Πένι στο ιεραποστολικό έργο στην Κουμάνα.
Η Ελοΐζ, η οποία τώρα είναι παντρεμένη με τον επίσκοπο περιφερείας Ρόντνι Πρόκτορ, θυμάται τον αχανή τομέα που κάλυπτε μαζί με την Πένι. «Ύστερα από δύο χρόνια έργου στην Κουμάνα, η αδελφή μου και εγώ αποφασίσαμε ότι θα έπρεπε να δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή σε μερικές από τις μικρότερες πόλεις», αφηγείται η ίδια. «Πήραμε άδεια από το γραφείο τμήματος να κάνουμε έργο στις πόλεις Κουμανακόα και Μαριγκιτάρ και αφιερώναμε ολόκληρες ημέρες ή σαββατοκύριακα εκεί. Έκανε πολλή ζέστη, και πηγαίναμε παντού με τα πόδια. Σχηματίστηκαν όμιλοι και στα δύο αυτά μέρη».
Τα Καλά Νέα Φτάνουν στις Παραμεθόριες Πόλεις
Στην ανατολική πλευρά της χώρας, οι στρογγυλοί, πυκνόφυτοι λόφοι που βρίσκονται στα νότια του ποταμού Ορινόκο παραχωρούν τη θέση τους σε υψίπεδα στα βόρεια των συνόρων με τη Βραζιλία. Αυτά είναι εντυπωσιακά οροπέδια από αμμόλιθο, ύψους μέχρι και 2.700 μέτρων. Αυτή η αραιοκατοικημένη περιοχή είναι η πλουσιότερη πηγή χρυσού και διαμαντιών στη Βενεζουέλα. Ωστόσο, αναζητούνται διαφορετικού είδους θησαυροί στις μικρές πόλεις αυτής της περιοχής. Πρόκειται για πνευματικούς θησαυρούς, ‘τα επιθυμητά πράγματα από όλα τα έθνη’.—Αγγαίος 2:7, ΜΝΚ.
Το 1958 μια ομάδα πέντε Μαρτύρων ήρθε σε αυτή την περιοχή με ένα μικρό αεροπλάνο. Έδωσαν εκατοντάδες περιοδικά στους Ινδιάνους. Σχεδόν 20 χρόνια αργότερα, όταν ο περιοδεύων επίσκοπος Αλμπέρτο Γκονζάλες πήγε στη Σάντα Έλενα με μια ομάδα αδελφών από το Πουέρτο Ορντάζ, έδωσαν 1.000 περιοδικά. Εκείνον τον καιρό δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα στην κωμόπολη, αλλά κάποιος τους δάνεισε μια γεννήτρια για να μπορέσουν να προβάλουν σλάιντς, και ένα ακροατήριο 500 ατόμων απόλαυσε την προβολή. Κατόπιν, το 1987, δυο ειδικοί σκαπανείς, ο Ροδρίγκο και η Αδριάνα Ανάγια, έφτασαν από το Καράκας.
Οι θρησκευτικές ομάδες που είχαν περάσει πρωτύτερα από αυτές τις περιοχές έθεσαν το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδόμησαν οι Μάρτυρες. Οι Καθολικοί και οι Αντβεντιστές έμαθαν τους Ινδιάνους να μιλούν και να διαβάζουν την ισπανική. Έφεραν επίσης τη μετάφραση Βαλέρα της Αγίας Γραφής, η οποία χρησιμοποιεί με συνέπεια το θεϊκό όνομα Ιεχωβά.
Αλλά μερικοί Ινδιάνοι άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι η Καθολική Εκκλησία δεν είχε διδάξει με ευθύτητα αυτά που περιέχει η Αγία Γραφή. Για παράδειγμα, μια Ινδιάνα, όταν έμαθε την άποψη του Θεού για τις εικόνες, αναφώνησε: «Σκεφτείτε πως μας είπαν ότι ήταν εσφαλμένο να λατρεύουμε τον ήλιο και ότι τα είδωλα των Ινδιάνων ήταν ψεύτικα, ενώ την ίδια στιγμή οι εικόνες της ίδιας της Καθολικής Εκκλησίας δυσαρεστούν τον Θεό! Μου έρχεται να πάω στην εκκλησία και να σπάσω τον ιερέα στο ξύλο που με κορόιδευε τόσο καιρό!» Πείστηκε να μην το κάνει αυτό, όμως εξέφρασε τα αισθήματα πολλών κατοίκων της περιοχής.
Οι Ινδιάνοι που ζουν στο νότιο μέρος της πολιτείας Μπολίβαρ αγαπούν τα έντυπά μας. Επειδή τους αρέσει η φύση, ελκύονται ιδιαίτερα από τις έγχρωμες εικόνες των δημιουργημάτων του Θεού. Είναι ενδιαφέρον να βλέπει κανείς πώς δέχεται ένας Ινδιάνος κάποιο έντυπο. Παίρνει το βιβλίο στα χέρια του, το περιεργάζεται, το μυρίζει, το ανοίγει, αναστενάζει εκστατικά καθώς κοιτάζει κάθε έγχρωμη εικόνα και σιγοψιθυρίζει σχόλια επιδοκιμασίας στη γλώσσα πεμόν. Μερικές φορές ενθουσιάζονται τόσο πολύ ώστε παίρνουν τα έντυπα από την τσάντα του σκαπανέα και τα μοιράζουν στα μέλη της οικογένειάς τους. Οι ντόπιοι είναι πολύ φιλόξενοι και αρκετές φορές προσφέρουν φαγητό σε εκείνους που τους μεταδίδουν το άγγελμα της Βασιλείας.
Στον πρώτο εορτασμό της Ανάμνησης που έγινε μετά την άφιξη των ειδικών σκαπανέων, 80 άτομα ήταν παρόντα. Τώρα υπάρχει μία εκκλησία. Αλλά οι βαθιά ριζωμένες παραδόσεις των Ινδιάνων έχουν καταστήσει την πρόοδο αργή.
Πρόθυμη Ανταπόκριση στην Περιοχή του Αμαζονίου
Η περιοχή του Αμαζονίου στη Βενεζουέλα βρίσκεται στη νοτιοκεντρική πλευρά της χώρας. Δίπλα στα σύνορα με την Κολομβία είναι η μικρή κωμόπολη Πουέρτο Αγιακούτσο. Αυτή περιστοιχίζεται από απείραχτη ζούγκλα με συναρπαστική άγρια ζωή και πολυάριθμους καταρράκτες.
Στη δεκαετία του 1970, ο Γουίλαρντ Άντερσον, ένας επίσκοπος περιοχής, επισκέφτηκε το Πουέρτο Αγιακούτσο όταν υπήρχαν μόνο εφτά ευαγγελιζόμενοι εκεί. Αυτός βρήκε έξοχη ανταπόκριση στον τομέα· ένα πρωινό έδωσε 42 βιβλία. Ο όμιλος έστησε με αισιοδοξία περίπου 20 καρέκλες για μια προβολή σλάιντς, αλλά φανταστείτε την έκπληξη και τη χαρά τους όταν συγκεντρώθηκαν 222 άτομα! Τώρα υπάρχει μια ακμάζουσα εκκλησία 80 και πλέον διαγγελέων της Βασιλείας στο Πουέρτο Αγιακούτσο.
Οι Ινδιάνοι Γκουαχίρο στη Σούλια
Στη δυτική άκρη της Βενεζουέλας είναι η πολιτεία Σούλια. Οι πρώτοι κάτοικοι αυτής της περιοχής ήταν οι Ινδιάνοι Γκουαχίρο. Σε μερικά μέρη, όπως στη Λα Μποκίτα, ζουν σε σπίτια κατασκευασμένα από πλεκτές καλαμιές και χτισμένα πάνω σε ξύλινους πασσάλους. Οι παραδόσεις τους και τα ρούχα τους είναι πολυποίκιλα. Οι άντρες κυκλοφορούν με γυμνά πόδια και πάνω σε άλογα. Οι γυναίκες φορούν μακριά, πολύχρωμα, φαρδιά φορέματα, και τα σανδάλια τους έχουν μεγάλες μάλλινες φούντες.
Οι αδελφοί βρίσκουν άτομα με προβατοειδή διάθεση μεταξύ αυτών των Ινδιάνων Γκουαχίρο. Η αρχική τους αντίδραση στο άγγελμα της Αγίας Γραφής είναι πολλές φορές επιφυλακτική επειδή διάφορες θρησκευτικές ομάδες του Χριστιανικού κόσμου τούς έχουν εκμεταλλευτεί. Αλλά μερικοί από αυτούς ανταποκρίνονται ευνοϊκά.
Ο Φρανκ Λάρσον, ένας ιεραπόστολος, πήγε με μια από τις ταινίες της Εταιρίας στην περιοχή των Γκουαχίρο. Ανακοίνωσε ότι η προβολή της ταινίας θα γινόταν στις 7:00 μ.μ., όμως δεν ήρθε κανένας. Ωστόσο, μόλις έπαιξε ένα ραγισμένο δίσκο με τη δημοφιλή μουσική σάλσα, ήρθαν 260 άτομα και απόλαυσαν την ταινία. Σε μια άλλη περίπτωση, συγκεντρώθηκαν πάνω από 600 άτομα για να ακούσουν μια ομιλία που εκφώνησε ο Μάριο Γιάζο, ένας επίσκοπος περιοχής.
Μετανάστες Μεταδίδουν με Ζήλο τη Βιβλική Αλήθεια
Στη Βενεζουέλα, ο 1 στους 6 είναι αλλοδαπός. Ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1950, μεγάλοι αριθμοί μεταναστών έφτασαν από την Πορτογαλία, την Ιταλία, την Ισπανία και διάφορες αραβικές χώρες. Συχνά έφταναν χωρίς δεκάρα, αλλά στα χρόνια που πέρασαν πολλοί από αυτούς έχουν αποκτήσει ανθηρές επιχειρήσεις. Αυτοί είναι σκληρά εργαζόμενοι άνθρωποι· η ζωή τους είναι γεμάτη από ανησυχίες για τα υλικά συμφέροντα. Ως αποτέλεσμα, πολλές φορές είναι δύσκολο να τους μεταδώσει κάποιος το άγγελμα της Βασιλείας. Βέβαια, υπάρχουν και μετανάστες από άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, κυρίως από την Κολομβία.
Εδώ στη Βενεζουέλα ένας από τους Μάρτυρες που είχε μακρύ υπόμνημα θεοκρατικής υπηρεσίας ήταν ο Βίλιους Τούμας, ο οποίος βαφτίστηκε στη Λιθουανία το 1923. Αφού επέζησε από τις σκοτεινές ημέρες του χιτλερικού καθεστώτος στην Ευρώπη, ο αδελφός Τούμας ήρθε και εγκαταστάθηκε στη Βενεζουέλα μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέχρι το θάνατό του το 1993, αυτός παρείχε ένα θαυμάσιο παράδειγμα πιστής υπηρεσίας στους αδελφούς του στην κωμόπολη Λα Βικτόρια, όπου υπηρέτησε ως πρεσβύτερος της εκκλησίας.
Ο Ρεμίγκιο Αφόνσο, που κατάγεται από τα Κανάρια Νησιά, υπηρετεί ως περιοδεύων επίσκοπος στη Βενεζουέλα. Αυτός ήρθε σε επαφή με άλλους μετανάστες. Διαπίστωσε ότι μερικά άτομα σε μια οικογένεια μπορεί να μην ενδιαφέρονται, όμως άλλοι μέσα στην ίδια οικογένεια μπορεί να είναι πρόθυμοι να ακούσουν τη Βιβλική αλήθεια. Έτσι, στην Κουμάνα, ένα αραβόφωνο αντρόγυνο που είχε κάποια επιχείρηση δεν ήθελε να ακούσει, όμως η κόρη τους άκουσε. «Μου ζήτησε να της φέρω μια Γραφή», αφηγείται ο Ρεμίγκιο. «Της είπα ότι θα της την έφερνα, αλλά εκείνη αναρωτήθηκε αν θα κρατούσα το λόγο μου. Κανονίσαμε ημέρα και ώρα, και κατέβαλα ειδική προσπάθεια να πάω έγκαιρα, πράγμα που την εντυπωσίασε. Πήρε τη Γραφή, καθώς και το βιβλίο Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή, και διευθέτησα να συνεχίσει μια αδελφή τη μελέτη που άρχισα.
»Λίγο καιρό αργότερα, καθώς επισκέφτηκα την εκκλησία στην Γκιρία, είδα έναν άντρα να κάθεται στο κατώφλι κάποιου καταστήματος απέναντι από την Αίθουσα Βασιλείας, διαβάζοντας ένα βιβλίο με πράσινο κάλυμμα. Μου έκανε νόημα να τον πλησιάσω. Μιλούσε αραβικά και με ρώτησε αν το βιβλίο που διάβαζε ήταν δικό μας. Αυτό ήταν στην αραβική, αλλά κατάλαβα ότι επρόκειτο για το βιβλίο ‘Έστω ο Θεός Αληθής’. Μου εξήγησε ότι το έλαβε ως δώρο από την πατρίδα του και ότι δεν είχε σκοπό να το δανείσει ή να το πουλήσει σε κανέναν! Αφού βεβαιώθηκα ότι διάβαζε και την ισπανική, του πρόσφερα το βιβλίο Αλήθεια· το δέχτηκε πρόθυμα και αρχίσαμε μελέτη. Ήρθε σε τρεις συναθροίσεις εκείνη την εβδομάδα και μάλιστα έδωσε απάντηση στη Μελέτη Σκοπιάς».
Δύο χρόνια αργότερα σε μια συνέλευση περιφερείας στο Μαρακάι, ένας άντρας με χαρτοφύλακα χαιρέτησε τον αδελφό Αφόνσο και τον ρώτησε αν τον γνώρισε. «Είμαι ο άντρας από την Γκιρία», του εξήγησε. «Έχω βαφτιστεί και τώρα διεξάγω τρεις δικές μου Γραφικές μελέτες». Τον επόμενο χρόνο σε μια συνέλευση περιφερείας στην Κολομβία, αφού ολοκλήρωσε ο αδελφός Αφόνσο το μέρος που είχε στο πρόγραμμα, μια νεαρή έτρεξε να τον βρει με δάκρυα χαράς στα μάτια και του είπε ότι ήταν η κοπέλα στην οποία είχε δώσει μαρτυρία στην Κουμάνα. Εξήγησε ότι και αυτή ήταν βαφτισμένη Μάρτυρας. Τι χαρά φέρνουν τέτοιου είδους εμπειρίες!
Ένα ακόμη παράδειγμα ατόμου που ήρθε από το εξωτερικό, έκανε τη Βενεζουέλα πατρίδα του και έχει παραστεί μάρτυρας της προόδου που σημείωσε το έργο είναι ο Ντάια Γιάσμπεκ. Αυτός θυμάται τότε που κήρυττε με τους γονείς του, τον αδελφό του και τις αδελφές του στα χωριά και στις πόλεις του Λιβάνου, όπου ο πατέρας του είχε γνωρίσει την αλήθεια στη δεκαετία του 1930. Ήταν μεγάλο χτύπημα για την οικογένεια Γιάσμπεκ όταν ο πατέρας, ο Μισέλ, πέθανε δύο μήνες μετά την άφιξή τους στη Βενεζουέλα· αλλά ο Ντάια θυμάται: «Η μητέρα και εμείς τα παιδιά συνεχίσαμε στην αλήθεια, παρακολουθώντας τις συναθροίσεις στη Βόρεια Εκκλησία του Καράκας. Βαφτίστηκα στα 16 μου χρόνια και ανέλαβα την υπηρεσία σκαπανέα». Διάφορες οικονομικές δυσκολίες στο σπίτι τον ανάγκασαν να διακόψει την υπηρεσία σκαπανέα ύστερα από τρία μόλις χρόνια. Αλλά έπειτα από 28 χρόνια κοσμικής εργασίας σε τραπεζικούς κύκλους, κατάλαβε ότι ήταν πλέον σε θέση να παραιτηθεί χωρίς να επηρεαστεί δυσμενώς η σύζυγός του, τα τρία παιδιά τους και η μητέρα του, η οποία ζει μαζί τους. Άρχισε ξανά το σκαπανικό. Ο αδελφός Γιάσμπεκ τώρα υπηρετεί ως μέλος της Επιτροπής του Τμήματος. Καθώς αναπολεί τα τελευταία 40 σχεδόν χρόνια, θυμάται τη συνέλευση περιφερείας που διεξάχθηκε στη Βενεζουέλα το 1956. Εκεί, για πρώτη φορά, οι παρόντες ξεπέρασαν τα χίλια άτομα. «Τώρα», αναφέρει ο ίδιος, «ο συνολικός αριθμός των παρόντων στις συνελεύσεις περιφερείας ξεπερνάει τους εκατό χιλιάδες».
Οι Περιοδεύοντες Επίσκοποι Προσφέρουν Βοήθεια
Προς το τέλος της δεκαετίας του 1940, όταν ο Ντόναλντ Μπάξτερ ήταν ο μόνος που υπηρετούσε στο γραφείο τμήματος και υπήρχαν όλες και όλες έξι ή εφτά εκκλησίες σε όλη τη χώρα, ο αδελφός Μπάξτερ υπηρετούσε αυτούς τους ομίλους όταν μπορούσε.
Μόλις επέστρεψε, όμως, ο 21χρονος Ρουμπέν Αραούχο από τη Γαλαάδ το 1951, αυτός διορίστηκε να επισκέπτεται τις εκκλησίες και τους απομονωμένους ομίλους όλης της χώρας. Ο αριθμός των εκκλησιών αυξήθηκε σε 12 εκείνον το χρόνο. Επειδή δεν είχε αυτοκίνητο, ο Ρουμπέν ταξίδευε με λεωφορείο ή ταξί και κατά καιρούς με αεροπλάνο ή με καραβάκι (τσαλάνας) όταν επισκεπτόταν απομακρυσμένες περιοχές.
Θυμάται ακόμη μια επίσκεψη που έκανε σε ένα συνδρομητή της Σκοπιάς ο οποίος έμενε στα περίχωρα του Ρούμπιο, στην πολιτεία Τατσίρα, κοντά στα σύνορα με την Κολομβία. Ο ιδιοκτήτης του αγροκτήματος είπε ότι ήταν Ελβετός και πως δεν διάβαζε την ισπανική. «Αλλά μπορείτε να μιλήσετε στη σύζυγό μου, επειδή της αρέσει η Αγία Γραφή», είπε. «Αφού μίλησα στη σύζυγό του», θυμάται ο Ρουμπέν, «αυτή φώναξε τη μητέρα της, μια κυρία 81 ετών. Όταν εκείνη είδε τα βιβλία που είχα, με ρώτησε αν αυτό το έργο είχε σχέση με το βιβλίο Το Σχέδιον των Αιώνων. Τα μάτια της έλαμψαν και συγκινήθηκε. Με ρώτησε: ‘Θέλετε να πείτε ότι γνωρίζετε για τον κ. Ρόδερφορντ;’ Η κόρη της τής μετέφραζε στην ισπανική, επειδή η ηλικιωμένη κυρία μιλούσε μόνο γερμανικά. Είπε ότι διάβαζε το βιβλίο ξανά και ξανά από τότε που το έλαβε το 1920. Είχε δει επίσης το ‘Φωτόδραμα της Δημιουργίας’ και είχε ακούσει την ομιλία ‘Εκατομμύρια που Ζουν Τώρα Δεν θα Πεθάνουν Ποτέ’. Δώδεκα χρόνια νωρίτερα, όταν ήρθε στη Βενεζουέλα από την Ελβετία, είχε χάσει κάθε επαφή με τους Μάρτυρες. ‘Μου λείψατε πάρα πολύ’, είπε. Εκδήλωσε τη χαρά της ψέλνοντας έναν ύμνο της Βασιλείας στη γερμανική και εγώ τη συνόδεψα ευχαρίστως ψέλνοντας τον ίδιο ύμνο στην ισπανική. Ψέλναμε με δάκρυα χαράς».
Ο Κιθ και η Λόις Γουέστ, απόφοιτοι της 19ης τάξης της Γαλαάδ, συμμετείχαν στο έργο περιοχής επί 15 χρόνια. Οι συνθήκες που αντιμετώπιζαν δεν ήταν πάντοτε εύκολες. Η επίσκεψη που έκαναν στο Μόντε Οσκούρο στην πολιτεία Πορτουγκέσα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο Κιθ αναπολεί τα εξής: «Επειδή είχε βρέξει καταρρακτωδώς το προηγούμενο βράδυ, δεν καταφέραμε να διανύσουμε την απόσταση που αναμέναμε με το αυτοκίνητο, έτσι αφήσαμε το αυτοκίνητο και περπατήσαμε ως το ποτάμι. Βγάλαμε τα παπούτσια μας και περπατήσαμε μέσα στο νερό, κόντρα στο ρεύμα· στη συνέχεια χρειάστηκε να σκαρφαλώσουμε στο βουνό για να φτάσουμε στη μικρή Αίθουσα Βασιλείας. Δεν υπήρχε ψυχή. Αλλά ο αδελφός που μας συνόδευε μάς είπε: ‘Μην ανησυχείτε. Θα έρθουν’. Άρχισε να χτυπάει αμέσως μια ζάντα, και τελικά ήρθαν 40 άτομα. Εκφώνησα την ομιλία μου—βρεγμένος και με λασπωμένα τα μπατζάκια. Τελικά ο συνδυασμός του ψυχρού νερού στο ποτάμι, της ζεστής ανάβασης προς την αίθουσα και η εκφώνηση της ομιλίας με βρεγμένο παντελόνι είχε ως αποτέλεσμα μια επώδυνη ασθένεια των μυών. Για λίγο καιρό ύστερα από αυτό, χρειαζόμουν βοήθεια για να ανεβαίνω και να κατεβαίνω από το βήμα στην Αίθουσα Βασιλείας, και ήταν ανάγκη να αναπαύομαι συχνά όταν κήρυττα».
Η ποικιλία των καταλυμάτων συχνά αποτελεί πρόκληση για τους περιοδεύοντες επισκόπους. Πολλές φορές δεν υπάρχει τρεχούμενο νερό. Οι στέγες από αυλακωτές λαμαρίνες συντελούν στις υψηλές θερμοκρασίες δωματίου, οι οποίες κυμαίνονται από 30 ως 40 βαθμούς Κελσίου. Οι σήτες σε παράθυρα και πόρτες είναι κυριολεκτικά άγνωστες, έτσι χρειάζεται κάποιος να μοιράζεται το δωμάτιο—και μερικές φορές το κρεβάτι του—με την τοπική ζωική κτίση. Επίσης, ο άνετος, ανοιχτός και κοινωνικός τρόπος ζωής που απολαμβάνουν οι οικογένειες στη Βενεζουέλα μερικές φορές απαιτεί ορισμένες προσαρμογές από μέρους των ξένων οι οποίοι έχουν συνηθίσει σε περισσότερη ιδιωτική ζωή. Ωστόσο, η φιλικότητα και η φιλοξενία των κατοίκων της Βενεζουέλας είναι καταπληκτικές, και η έκφραση «Ουσντέδ εστά εν σου κάσα» (Να νιώθετε σαν στο σπίτι σας) είναι μέρος της υποδοχής που λαβαίνει ο περιοδεύων επίσκοπος μόλις φτάνει.
Οι περιοδεύοντες επίσκοποι πρόβαλαν τις ταινίες της Εταιρίας και διάφορα σλάιντς σε όλη τη Βενεζουέλα. Στους κατοίκους της Βενεζουέλας αρέσει πολύ ο κινηματογράφος. Έτσι ο επίσκοπος περιοχής μπορεί πάντοτε να υπολογίζει ότι ο χώρος θα είναι κατάμεστος. Οι άνθρωποι κάθονται στο πάτωμα, στέκονται όρθιοι μέσα στην αίθουσα ή παρακολουθούν από τα παράθυρα. Ένας ενδιαφερόμενος είχε την καλοσύνη να βάψει το πλαϊνό του σπιτιού του λευκό για να χρησιμοποιηθεί ως οθόνη. Σε έναν ορεινό οικισμό κοντά στο Καρούπανο, ένας φιλικός καταστηματάρχης πρόσφερε ηλεκτρικό ρεύμα από δικές του γεννήτριες (το μόνο ρεύμα που υπήρχε σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων), καθώς και το χώρο για την προβολή—την αρένα που είχε για κοκορομαχίες. Στη συνέχεια έριξε μερικές φωτοβολίδες για να κατέβουν οι άνθρωποι που κατοικούσαν στα βουνά. Ήρθαν 85 από αυτούς, οι περισσότεροι πάνω στο γαϊδούρι τους. Ήταν ταινία σε κινηματογράφο ντράιβ-ιν διαφορετικού είδους!
Η Γκλάδις Γκερέρο, από το Μαρακαΐβο, συμπαθεί ιδιαίτερα τους περιοδεύοντες επισκόπους και τις συζύγους τους. Όταν βγήκε στην υπηρεσία αγρού μια ημέρα με τη νεαρή Γκλάδις στο χωριό Πούντο Φίχο, η Νάνσι Μπάξτερ, σύζυγος του περιοδεύοντα επισκόπου, πρόσεξε ότι η κοπέλα είχε κάποιο πρόβλημα στην ομιλία. Η Γκλάδις εξήγησε ότι ήταν κάτι που κληρονόμησε από την οικογένεια του πατέρα της. Αν και είχε υποστεί αρκετή κοροϊδία εξαιτίας αυτού του προβλήματος, δεν είχε καταφέρει να το διορθώσει. Συγκινήθηκε βαθιά, όμως, όταν η αδελφή Μπάξτερ αφιέρωσε χρόνο για να τη διδάξει πώς να προφέρει ορισμένες λέξεις σωστά και πώς να κάνει εξάσκηση σε αυτές. «Η υπομονή της ανταμείφτηκε», λέει η Γκλάδις. «Τώρα μπορώ και μιλάω σωστά». Και άλλα άτομα επίσης συνέβαλαν στην πνευματική ανάπτυξη της Γκλάδις.
Με Εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά, Κάνουν Σκαπανικό
Υπάρχουν τώρα 11.000 και πλέον σκαπανείς στη Βενεζουέλα. Πολλοί από αυτούς ξεκίνησαν λόγω της στοργικής ενθάρρυνσης που έλαβαν από άλλα άτομα τα οποία βρίσκονται στην ολοχρόνια υπηρεσία.
Ο Πέδρο Μπαρέτο έλαβε τέτοια ενθάρρυνση. Το 1954 ο επίσκοπος τμήματος τον κάλεσε να αναλάβει το έργο ειδικού σκαπανέα μαζί με τρεις άλλους νεαρούς. Ο Πέδρο ήταν ο μεγαλύτερος, όντας 18 ετών. Τι θα έπρεπε να κάνει; «Ήμουν νέος και άπειρος, και δεν ήξερα πώς πλένουν και σιδερώνουν ρούχα. Καλά-καλά δεν ήξερα ούτε να πλυθώ ο ίδιος!» λέει ο Πέδρο γελώντας. Είχε βαφτιστεί μόλις τον προηγούμενο χρόνο. Αφού συζήτησε το θέμα με τον επίσκοπο τμήματος επί μία ώρα περίπου, ο Πέδρο πήρε την απόφασή του. Οι τέσσερις νεαροί διορίστηκαν στο Τρουχίγιο, την πρωτεύουσα της ομώνυμης πολιτείας. Οι άνθρωποι εκεί, και ιδιαίτερα τότε, ήταν δέσμιοι των παραδόσεων και πολύ θρησκόληπτοι. Αυτοί οι τέσσερις σκαπανείς έθεσαν μεγάλο μέρος των θεμελίων του έργου εκεί. Μεταξύ των ατόμων στα οποία κήρυξαν ήταν μερικοί από τους πιο διακεκριμένους πολίτες, περιλαμβανομένων και του διευθυντή του ταχυδρομείου και του δικαστή του Τρουχίγιο.
Μια ημέρα στην κεντρική πλατεία, οι τέσσερις σκαπανείς ήρθαν αντιμέτωποι με έναν Καθολικό ιερέα ο οποίος ήταν γνωστός στη Βενεζουέλα για τα καυστικά, δυσφημιστικά και ανακριβή άρθρα που δημοσίευε στον εθνικό τύπο εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Καθώς συγκεντρωνόταν το πλήθος, ο ιερέας έλεγε στον κόσμο να μην ακούν αυτά που έλεγαν οι νεαροί επειδή, όπως ισχυρίστηκε, αυτοί διατάρασσαν την ειρήνη της πόλης και αναστάτωναν τους ανθρώπους. Παρότρυνε το πλήθος να θυμάται ότι η πίστη του λαού ανήκε στην Καθολική Εκκλησία. «Μέσα στη σύγχυση και στη φασαρία», θυμάται ο Πέδρο, «ο ιερέας με απειλούσε χαμηλόφωνα και χρησιμοποιούσε αισχρή γλώσσα. Έτσι εγώ έλεγα δυνατά στους ανθρώπους: ‘Ακούσατε τι είπε; . . . είναι και ιερέας!’ και επαναλάμβανα μερικά από αυτά που μου έλεγε. Τότε μου είπε μέσα από τα δόντια του: ‘Εξαφανιστείτε αμέσως, αλλιώς θα σας διώξω με τις κλωτσιές’. Του είπα ότι δεν θα χρειαζόταν να χρησιμοποιήσει τα πόδια του. Θα φεύγαμε».
Αυτό το περιστατικό έφτασε στα αφτιά του δικαστή που προαναφέρθηκε. Αυτός επαίνεσε τους σκαπανείς, λέγοντάς τους ότι ένιωθε μεγάλο θαυμασμό για το έργο που έκαναν. Το άγγελμα της αλήθειας που κήρυτταν εκείνοι οι τέσσερις θαρραλέοι νέοι ρίζωσε στο Τρουχίγιο, και το 1995 υπήρχαν δύο εκκλησίες σε αυτή την πόλη εκτός από τις εκκλησίες και τους ομίλους οι οποίοι ιδρύθηκαν σε πολλές γύρω πόλεις και χωριά.
Η Αρμίντα Λόπεζ, η αδελφή του Πέδρο, θυμάται ότι στο τέλος της δεκαετίας του 1950, ενώ έκανε σκαπανικό στο Σαν Φερνάντο ντε Απούρε μαζί με τρεις ακόμη αδελφές, ο Ιεχωβά τούς προμήθευε πάντοτε τα απαραίτητα, σύμφωνα με την υπόσχεσή του όσον αφορά εκείνους που επιζητούν πρώτα τη Βασιλεία. (Ματθ. 6:33) Κάποιο μήνα δεν έλαβαν το βοήθημα του ειδικού σκαπανέα όταν το περίμεναν, και τους είχαν τελειώσει τα χρήματα. Τα ντουλάπια τους ήταν στην κυριολεξία άδεια. Για να ξεγελάσουν την κοιλιά τους που γουργούριζε από την πείνα, σκέφτηκαν να πάνε νωρίς για ύπνο. Στις 10:00 μ.μ., άκουσαν κάποιον να χτυπάει την πόρτα. Καθώς κοίταξαν από το παράθυρο, είδαν έναν άντρα με τον οποίο έκαναν Γραφική μελέτη. Αυτός ζήτησε συγνώμη επειδή είχε περάσει η ώρα, αλλά είπε ότι μόλις επέστρεψε από ταξίδι και τους είχε φέρει μερικά πράγματα τα οποία πίστευε ότι θα τους χρησίμευαν—ένα κιβώτιο φρούτα, λαχανικά και άλλα είδη παντοπωλείου! Όλες οι σκέψεις περί ύπνου πήγαν περίπατο, και η κουζίνα ξαφνικά μετατράπηκε σε μελίσσι. «Ο Ιεχωβά πρέπει να υποκίνησε αυτόν τον άνθρωπο να έρθει μέσα στη νύχτα», λέει η Αρμίντα, «επειδή η μελέτη του ήταν προγραμματισμένη για την επομένη, έτσι θα μπορούσε κάλλιστα να περίμενε μέχρι τότε». Η Αρμίντα εξακολουθεί να υπηρετεί ως τακτική σκαπάνισσα, τώρα στο Καμπίμας.
Για τους ζηλωτές σκαπανείς, σχεδόν κανένα πρόβλημα δεν φαίνεται αξεπέραστο. Η ηλικία, η κακή υγεία ή κάποιο εναντιούμενο μέλος της οικογένειας δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκη να γίνει ανυπέρβλητο εμπόδιο. Αν και τα νεαρά άτομα εκπροσωπούνται στις τάξεις των σκαπανέων—στις αρχές του 1995 υπήρχαν 55 τακτικοί σκαπανείς από 12 ως 15 ετών—σίγουρα δεν έχουν το μονοπώλιο σε αυτή τη μορφή υπηρεσίας. Πάρα πολλές αδελφές, των οποίων ο σύζυγος δεν είναι Μάρτυρας, σηκώνονται νωρίς κάθε πρωί για να προετοιμάσουν γεύματα και να φροντίσουν τα παιδιά τους και τις δουλειές του σπιτιού, ώστε να μπορούν να πηγαίνουν στη συνάθροιση υπηρεσίας αγρού κάθε ημέρα και να διεξάγουν Γραφικές μελέτες, χωρίς να παραμελούν τις συζυγικές τους ευθύνες.
Επίσης, παντρεμένοι οικογενειάρχες αδελφοί τακτοποιούν τις υποθέσεις τους και ανταποκρίνονται με επιτυχία στο πρόγραμμα του σκαπανέα. Ο Δαβίδ Γκονζάλες ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως σκαπανέας όταν ήταν νέος και άγαμος το 1968. Αργότερα, υπηρέτησε ως ειδικός σκαπανέας μαζί με τη σύζυγό του, την Μπλάνκα, μέχρι που απέκτησαν παιδιά. Τώρα αυτός, η σύζυγός του και μια κόρη τους είναι τακτικοί σκαπανείς. Εκτός του ότι επωμίζεται την ευθύνη των τριών του παιδιών, είναι πρεσβύτερος και υπηρετεί τακτικά ως αναπληρωτής επίσκοπος περιοχής. Πώς είναι δυνατόν; Ο ίδιος λέει ότι τα καταφέρνει με το να θυσιάζει μη απαραίτητα υλικά οφέλη και με το να έχει ένα καλό πρόγραμμα. Επίσης έχει την πλήρη συνεργασία της συζύγου του.
Έπειτα υπάρχουν και οι ηλικιωμένοι, των οποίων οι περιστάσεις έχουν αλλάξει και οι οποίοι μπορούν τώρα να σκεφτούν να αναλάβουν την υπηρεσία σκαπανέα. Εδώ περιλαμβάνονται ορισμένοι των οποίων τα παιδιά έχουν μεγαλώσει και άλλοι που έχουν πάρει σύνταξη από την κοσμική τους εργασία. Επίσης, υπάρχουν μερικοί όπως η Ελίζαμπεθ Φάσμπεντερ. Η Ελίζαμπεθ, που γεννήθηκε το 1914, βαφτίστηκε στη μεταπολεμική Γερμανία πριν μεταναστεύσει στη Βενεζουέλα το 1953 μαζί με το μη ομόπιστο σύζυγό της. Επί 32 χρόνια υπέμεινε σφοδρή εναντίωση μέχρι το θάνατό του το 1982. Στην ηλικία των 72 ετών, και με ελεύθερο το πεδίο προκειμένου να υπηρετήσει τον Ιεχωβά πληρέστερα, η Ελίζαμπεθ πραγματοποίησε τη φιλοδοξία που είχε εδώ και πολλά χρόνια αναλαμβάνοντας το έργο τακτικού σκαπανέα.
Κάτι που αναμφίβολα συμβάλλει στο επιτυχημένο σκαπανικό πνεύμα στη Βενεζουέλα είναι η γενική απουσία του υλιστικού τρόπου ζωής μεταξύ της πλειονότητας των αδελφών. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν επιδίδονται στο συνεχή αγώνα να αποκτήσουν πολυτέλειες για το σπίτι τους ή χρήματα για δαπανηρές διακοπές. Χωρίς αυτά τα επιπρόσθετα οικονομικά βάρη, ένα μεγαλύτερο μέρος του λαού του Ιεχωβά διαπιστώνει ότι το προνόμιο του σκαπανέα είναι κάτι το εφικτό.
Ένας Καρποφόρος Αγρός υπό Καλλιέργεια
Οι κάτοικοι της Βενεζουέλας γενικά είναι απροκατάληπτος λαός που σέβεται την Αγία Γραφή, και, με πολύ λίγες εξαιρέσεις, ομολογούν πίστη στον Θεό. Η ασφυκτική λαβή της Καθολικής Εκκλησίας στα χρόνια που πέρασαν έχει εξασθενήσει, και πολλοί ειλικρινείς αλλά δυστυχισμένοι ενορίτες ψάχνουν αλλού για να ικανοποιήσουν τις πνευματικές τους ανάγκες. Η ανάμειξη της εκκλησίας στην πολιτική και οι μεμονωμένες περιπτώσεις αδικοπραγίας από μέρους ιερέων που έρχονται στο φως από καιρό σε καιρό δεν βελτιώνουν και πολύ το γόητρο της εκκλησίας.
Χωρίς αμφιβολία, όλοι αυτοί οι παράγοντες συμβάλλουν στη σχετική ευκολία με την οποία μπορεί κανείς να ξεκινήσει Γραφικές μελέτες εδώ. Τον Αύγουστο του 1995, οι 71.709 Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Βενεζουέλα διεξήγαν πάνω από 110.000 οικιακές Γραφικές μελέτες. Δεν είναι δύσκολο για έναν ευαγγελιζόμενο που κηρύττει τακτικά και παρακολουθεί ευσυνείδητα το ενδιαφέρον να αρχίσει προοδευτικές Γραφικές μελέτες. Σε γενικές γραμμές, τα άτομα που μελετούν παρακολουθούν τις συναθροίσεις και κάνουν σύντομα αλλαγές προκειμένου να συμμορφωθούν με τις δίκαιες απαιτήσεις του Ιεχωβά.
Το 1936 υπήρχαν μόνο δύο διαγγελείς των καλών νέων που ανέφεραν έργο στη Βενεζουέλα. Το 1980 ο αριθμός των ευαγγελιζομένων ήταν 15.025. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα ο συνολικός αριθμός των διαγγελέων της Βασιλείας ξεπέρασε τους 71.000. Το 1980 υπήρχαν μόνο 186 εκκλησίες σε όλη τη χώρα. Τώρα υπάρχουν 937. Και ο αριθμός εκείνων που αγαπούν και υπηρετούν τον Ιεχωβά συνεχίζει να αυξάνεται.
Καιρός για Οικοδόμηση
Λόγω της καταπληκτικής αύξησης που σημειώθηκε στον αριθμό των ευαγγελιζομένων στα πρόσφατα χρόνια, πολλές Αίθουσες Βασιλείας δεν έχουν επαρκή χώρο για εκείνους που έρχονται στις συναθροίσεις. Οι τιμές των ακινήτων, ιδιαίτερα στο κέντρο των αστικών περιοχών, είναι απλησίαστες. Στο Καράκας, όπου υπάρχουν αυτή τη στιγμή 140 εκκλησίες και τα οικόπεδα είναι πανάκριβα, δεν είναι ασυνήθιστο να συστεγάζονται ως και πέντε μεγάλες εκκλησίες με αθρόα προσέλευση. Τις Κυριακές αυτό παρέχει ένα ενδιαφέρον θέαμα για τους γείτονες τη στιγμή που η μια εκκλησία φεύγει μετά τη συνάθροισή της και η επόμενη έρχεται· βλέπουν ατέλειωτες χειραψίες και φιλιά καθώς οι αδελφοί και οι αδελφές χαιρετιούνται μεταξύ τους. Πολλοί χρειάζεται να παραμείνουν όρθιοι στη διάρκεια των συναθροίσεων, και ο εξαερισμός είναι συχνά ανεπαρκής. Υπάρχει άμεση ανάγκη για περισσότερες Αίθουσες Βασιλείας, και, με τη βοήθεια ενός κεντρικού Λογαριασμού για Αίθουσες Βασιλείας στη Βενεζουέλα, έχουν αρχίσει να καταβάλλονται προσπάθειες για την αντιμετώπιση αυτής της ανάγκης.
Παρά τους περιορισμένους πόρους, η γενναιόδωρη ανταπόκριση των αδελφών κατέστησε δυνατή την κατασκευή της πρώτης Αίθουσας Συνελεύσεων στη Βενεζουέλα, στην Κούα της πολιτείας Μιράντα. Ο Ντάια Γιάσμπεκ, που υπηρέτησε στην επιτροπή οικοδόμησης, παρέχει μερικές λεπτομέρειες. «Η κατασκευή της αίθουσας στην Κούα συνάντησε μερικά προβλήματα μετά τον πρώτο χρόνο όταν, αφού είχε στηθεί ο σκελετός και εκκρεμούσαν και άλλες εργασίες, δεν ήταν διαθέσιμα τα απαιτούμενα χρηματικά ποσά. Στις 12 Οκτωβρίου 1982 συναντηθήκαμε με τους τοπικούς πρεσβυτέρους και τους διακονικούς υπηρέτες και τους εκθέσαμε την κατάσταση, ζητώντας τους, με τη σειρά τους, να εξακριβώσουν τι μπορούσαν να κάνουν οι αδελφοί των εκκλησιών. Ως αποτέλεσμα, τρεις μήνες αργότερα είχαν συγκεντρωθεί από συνεισφορές, προς μεγάλη μας έκπληξη, 1,5 εκατομμύριο μπολίβαρ—ένα αξιόλογο ποσό εκείνη την εποχή. Αυτό μας βοήθησε να ολοκληρώσουμε το οικοδομικό έργο, στο οποίο περιλαμβανόταν κλιματισμός καθώς και άνετα καθίσματα. Η αίθουσα έχει αποδειχτεί πραγματική ευλογία για τις 11 περιοχές που τη χρησιμοποιούν αυτή τη στιγμή». Τώρα, η Βενεζουέλα έχει δύο Αίθουσες Συνελεύσεων· η άλλη βρίσκεται στο Κάμπο Ελίας, στην πολιτεία Γιαρακούι.
Καλύτερες Εγκαταστάσεις Τμήματος
Μια επιτροπή έξι ώριμων αδελφών επιβλέπει τώρα το έργο που επιμελείται το τμήμα. Αυτοί είναι ο Τεοντόρο Γκρίσιγκερ, ο Κιθ Γουέστ, ο Στέφαν Γιόχανσον (ο τωρινός συντονιστής της Επιτροπής του Τμήματος), ο Εδουάρδο Μπλάκγουντ (ο οποίος υπηρετεί επίσης ως ένας από τους τέσσερις επισκόπους περιφερείας), ο Ντάια Γιάσμπεκ (τακτικός σκαπανέας και οικογενειάρχης) και ο Ραφαέλ Πέρεζ (επίσκοπος περιοχής).
Καθώς αυξανόταν το έργο στον αγρό, καταστάθηκε επίσης αναγκαίο να διευρυνθούν οι εγκαταστάσεις του τμήματος. Όταν οι αδελφοί Νορ και Χένσελ επισκέφτηκαν τη Βενεζουέλα το 1953, ο αδελφός Νορ υπέδειξε ότι θα ήταν καλό να αγοράσει η Εταιρία κάποιο ακίνητο για να γίνει ιεραποστολικός οίκος και γραφείο τμήματος. Βρέθηκε ένα μεγάλο, καινούριο διώροφο κτίριο στο ήσυχο προάστιο Λας Ακάσιας του Καράκας. Το γραφείο τμήματος και οι ιεραπόστολοι εγκαταστάθηκαν στην Κίντα Λουζ το Σεπτέμβριο του 1954, και το τμήμα λειτουργούσε εκεί 22 χρόνια.
Όταν ο αριθμός των ευαγγελιζομένων της Βασιλείας ξεπέρασε τους 13.000, το τμήμα μετακόμισε ξανά σε νέες εγκαταστάσεις—αυτή τη φορά στην κοντινή πόλη Λα Βικτόρια στην πολιτεία Αράγκουα. Αυτό το υπέροχο νέο συγκρότημα φαινόταν τεράστιο σε σχέση με το προηγούμενο τμήμα, και ήταν δύσκολο για μερικούς να φανταστούν ότι θα χρησιμοποιούνταν πλήρως. Αλλά το 1985 ολοκληρώθηκε μια νέα προσθήκη και έγινε η αφιέρωσή της επειδή το αρχικό κτίριο ήταν ήδη πολύ μικρό.
Σε μερικά χρόνια, το τμήμα ήταν πάλι πολύ μικρό, και το 1989 αγοράσαμε 140 στρέμματα γης υψηλής οικοδομήσιμης αξίας για την κατασκευή νέων εγκαταστάσεων τμήματος. Οι προκαταρκτικές εργασίες έχουν ήδη γίνει, και ελπίζουμε ότι οι νέες εγκαταστάσεις θα ολοκληρωθούν στο εγγύς μέλλον.
«Όποιος Διψάει ας Έρθει»
Καθώς ο απόστολος Ιωάννης πλησίαζε στην ολοκλήρωση της συγγραφής του βιβλίου της Αποκάλυψης, ο Ιησούς Χριστός φρόντισε να συμπεριληφθούν τα ακόλουθα: «Το πνεύμα και η νύφη εξακολουθούν να λένε: ‘Έλα!’ Και όποιος ακούει ας πει: ‘Έλα!’ Και όποιος διψάει ας έρθει· και όποιος θέλει ας πάρει νερό ζωής δωρεάν». (Αποκ. 22:17) Αυτή η φιλάγαθη πρόσκληση απευθύνεται στο λαό της Βενεζουέλας εδώ και 70 χρόνια. Με μεγαλύτερη ένταση παρά ποτέ άλλοτε, αυτή εξαπλώνεται σε όλα τα τμήματα της χώρας—και με καλά αποτελέσματα.
Η αύξηση της εγκληματικότητας δεν έχει επιβραδύνει το έργο. Σχεδόν όλα τα σπίτια και τα διαμερίσματα έχουν σιδερένιες μπάρες στην εξώπορτα, και μερικές φορές επιδεικνύουν μια χοντρή αλυσίδα ή ένα μεγάλο λουκέτο. Οι ληστρικές επιθέσεις, ακόμη και μέρα μεσημέρι, αποτελούν διαρκή κίνδυνο. Ιδιαίτερα οι Καρακουένιος (κάτοικοι του Καράκας) προσέχουν να μη φορούν χρυσαφικά ή ακριβά ρολόγια στο δρόμο. Οι ανύποπτοι τουρίστες συχνά γίνονται στόχος των ληστών. Όταν κηρύττουν σε πιο φτωχές περιοχές της πόλης, οι αδελφοί μας χρειάζεται να δείχνουν μεγάλη προσοχή. Γενικά, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά χαίρουν σεβασμού. Ωστόσο, έχουν γίνει επιθέσεις εναντίον ολόκληρων ομάδων ευαγγελιζομένων υπό την απειλή όπλου και αυτοί αναγκάστηκαν να παραδώσουν ρολόγια, χρήματα και χρυσαφικά. Αλλά ο ζήλος των αδελφών σε αυτές τις επικίνδυνες περιοχές παραμένει αμείωτος, και δίνεται πλήρης μαρτυρία.
Η διακήρυξη των καλών νέων με υπομονή και εμμονή έχει ωφελήσει ανθρώπους κάθε είδους. Ένας μηχανικός και η οικογένειά του από το Μαρακαΐβο απέρριπταν σταθερά τις προσπάθειες που έκαναν οι φιλικοί Μάρτυρες γείτονές τους να συζητήσουν μαζί τους τη Γραφή, και επί 14 χρόνια οι συζητήσεις μεταξύ των δύο οικογενειών δεν προχωρούσαν πέρα από ευγενικούς χαιρετισμούς. Μια ημέρα, όμως, το 1986, ο πεντάχρονος γιος των Μαρτύρων μίλησε από το φράχτη στο κοριτσάκι του γείτονα. Καθώς τελείωσε η συζήτηση, το αγόρι είπε: «Αν ο μπαμπάς μου έδινε στον μπαμπά σου το βιβλίο Δημιουργία, αυτός θα έβλεπε ότι ο Ιεχωβά μάς έπλασε». Το επόμενο πρωί, ο πατέρας, πιστεύοντας ότι ίσως ο Ιεχωβά τον κατηύθυνε να ξαναδοκιμάσει να αγγίξει την καρδιά του γείτονα, πήγε στο διπλανό σπίτι και αφηγήθηκε τη συζήτηση των παιδιών. «Έτσι, εκ μέρους του γιου μου», είπε, «θα ήθελα να δεχτείτε αυτό το βιβλίο Δημιουργία ως δώρο». Προς έκπληξη του αδελφού, δυο ημέρες αργότερα, αυτό το αντρόγυνο ήρθε στο σπίτι των Μαρτύρων ζητώντας συγνώμη για την προηγούμενη αδιάλλακτη συμπεριφορά τους και εκφράζοντας εκτίμηση για το υπέροχο βιβλίο. Άρχισε μια Γραφική μελέτη, και τώρα το αντρόγυνο και τα δυο μεγαλύτερα παιδιά τους είναι αφιερωμένοι, βαφτισμένοι Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Στο Μπαρκισιμέτο, η Άννα πάντοτε έδιωχνε τους Μάρτυρες όταν της χτυπούσαν την πόρτα. Αυτή ήταν οπαδός της αίρεσης Μαρία Λιόνζα, και ως αποτέλεσμα ασχολούνταν με πνευματιστικές συνήθειες. Λαχταρούσε, όμως, να απελευθερωθεί από αυτά τα πράγματα που την κρατούσαν δέσμια. Προσευχήθηκε στον Θεό να τη βοηθήσει να αλλάξει τον τρόπο ζωής της. Λίγο αργότερα, μια Μάρτυρας του Ιεχωβά, η Εστέρ Χερμάνοζ, της χτύπησε την πόρτα. Η Άννα δεν μπορούσε παρά να αναρωτηθεί αν υπήρχε κάποια σχέση ανάμεσα στην προσευχή της και στην επίσκεψη της Μάρτυρας. Δέχτηκε μια τακτική Γραφική μελέτη, άρχισε να παρακολουθεί τις συναθροίσεις, σύντομα είπε στους ανήθικους ενοίκους της να μετακομίσουν, καθάρισε το σπίτι της από κάθε αντικείμενο που είχε σχέση με τον πνευματισμό, αφιέρωσε τη ζωή της στον Ιεχωβά το 1986 και επιτέλους ένιωσε την ελευθερία που μόνο η αλήθεια μπορεί να φέρει!
Ο Ερνάν ανήκε σε μια ομάδα της οποίας τα μέλη έκαναν πνευματιστικές τελετές, θεωρούσαν αποδεκτή τη σεξουαλική ανηθικότητα και χρησιμοποιούσαν μεγάλες ποσότητες οινοπνευματωδών κατά τη διάρκεια θρησκευτικών τελετών για να «ενισχύσουν το πνεύμα», όπως έλεγαν. Στην αρχή, όταν πήγαινε στην Αίθουσα Βασιλείας, άκουγε αυτά που λέγονταν και κατόπιν πήγαινε κατευθείαν στη δική του εκκλησία και εκφωνούσε μια παρόμοια ομιλία. Αφού, όμως, παρακολούθησε κάποια συνέλευση, άρχισε να παίρνει περισσότερο στα σοβαρά αυτά που μάθαινε. Τότε, μια Κυριακή του 1981 όταν έφτασε στην εκκλησία, βρήκε το άτομο που αποκαλούσαν πνευματική μητέρα να βγάζει αφρούς από το στόμα. Οι άλλοι του είπαν ότι αυτή βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Σατανά του Διαβόλου. Εκείνος δεν ξαναγύρισε εκεί. Τον επόμενο χρόνο βαφτίστηκε Μάρτυρας του Ιεχωβά. Αυτός, η σύζυγός του και ο μεγαλύτερος γιος του είναι τώρα τακτικοί σκαπανείς.
Το σπιτικό της οικογένειας Μαρτίνεζ είχε φτάσει στα πρόθυρα της διάλυσης. Ακούγονταν συνεχώς απειλές διαζυγίου. Τα παιδιά εκμεταλλεύονταν την κατάσταση για δικό τους όφελος. Σε μια απεγνωσμένη αναζήτηση παρηγοριάς, η σύζυγος ήρθε σε επαφή με κάποια Μάρτυρα του Ιεχωβά που της είχε μιλήσει σε προηγούμενη περίπτωση για την Αγία Γραφή, και άρχισε μια μελέτη εν αγνοία του συζύγου. Στο μεταξύ, στην εργασία του, η γραμματέας του συζύγου τού έδωσε μαρτυρία και έγιναν διευθετήσεις να μελετήσει μαζί του ένας πρεσβύτερος. Πριν περάσει πολύς καιρός, αυτός αποφάσισε να μεταδώσει στη σύζυγό του αυτά που είχε μάθει μέσω της Γραφικής του μελέτης. Πόσο εκπλάγηκε όταν πληροφορήθηκε ότι και αυτή μελετούσε τη Γραφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και παρακολουθούσε συναθροίσεις σε διαφορετική Αίθουσα Βασιλείας! Από εκείνη τη στιγμή και ύστερα, η μελέτη της Γραφής που έκαναν μαζί και η παρακολούθηση των συναθροίσεων ως οικογένεια έγινε τακτικό μέρος της οικογενειακής τους ζωής. Αυτή η οικογένεια, που ήταν στα πρόθυρα της διάλυσης, τώρα υπηρετεί τον Ιεχωβά ευτυχισμένα και ενωμένα.
Σε όλη της τη ζωή η Μπεατρίς ονειρευόταν να κατανοήσει την Αγία Γραφή. Αυτή παντρεύτηκε και, μαζί με το σύζυγό της, μετακόμισαν στο Καράκας, όπου έγιναν μέρος της υψηλής κοινωνίας. Εκεί στην πρωτεύουσα, ανέπτυξε φιλία με έναν ηλικιωμένο κύριο που είχε εγκαταλείψει το ιερατείο επειδή δεν συμφωνούσε με μερικές θεμελιώδεις διδασκαλίες της εκκλησίας. Σε μια περίπτωση αυτός της είπε: «Το μόνο έγκυρο βάφτισμα είναι η ολική κατάδυση, όπως αυτή που εφαρμόζουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά». Χρόνια αργότερα, έχοντας πάρει διαζύγιο από το σύζυγό της, η Μπεατρίς αντιμετώπιζε ένα οδυνηρό προσωπικό πρόβλημα. Απελπισμένη πλέον, προσευχόταν στον Θεό. Ένα βράδυ ειδικά—στις 26 Δεκεμβρίου 1984—αφιέρωσε πολλές ώρες στην προσευχή. Το επόμενο πρωινό, κάποιος χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού της. Ενοχλημένη, κοίταξε από το ματάκι της πόρτας και είδε δυο ανθρώπους που κρατούσαν χαρτοφύλακες. Επειδή στενοχωρήθηκε που την ενόχλησαν, τους φώναξε από την πόρτα σαν να ήταν η υπηρέτρια: «Η κυρία λείπει, και δεν μπορώ να σας ανοίξω». Πριν φύγει, το ζευγάρι έβαλε ένα φυλλάδιο κάτω από την πόρτα. Η Μπεατρίς το πήρε στα χέρια της. «Γνωρίστε τη Βίβλο Σας», έλεγε. Τα λόγια του πρώην ιερέα ξαναήρθαν στο μυαλό της. Ήταν άραγε αυτοί οι επισκέπτες οι άνθρωποι για τους οποίους της είχε μιλήσει, δηλαδή Μάρτυρες του Ιεχωβά; Μήπως συνδεόταν η επίσκεψή τους με τις προσευχές που είχε κάνει το προηγούμενο βράδυ; Άνοιξε την πόρτα, αλλά αυτοί είχαν φύγει. Βγήκε στις σκάλες και τους φώναξε να γυρίσουν, ζήτησε συγνώμη για την αρχική της αντίδραση και τους κάλεσε μέσα. Άρχισε αμέσως μια μελέτη της Γραφής, και λίγο καιρό αργότερα η Μπεατρίς βαφτίστηκε Χριστιανή Μάρτυρας του Ιεχωβά. Ευτυχισμένη για το γεγονός ότι επιτέλους εκπλήρωσε την επιθυμία της ζωής της, η Μπεατρίς αφιερώνει τώρα μεγάλο μέρος του χρόνου της βοηθώντας και άλλους να γνωρίσουν τη Γραφή τους.
Με την ευλογία του Ιεχωβά, οι εκκλησίες αυξάνουν γοργά. Οι Αίθουσες Βασιλείας είναι κατάμεστες και υπερχειλίζουν. Σχηματίζονται νέες εκκλησίες. Τόσο ο αριθμός των διαγγελέων της Βασιλείας όσο και ο αριθμός των ολοχρόνιων διακόνων αυξάνουν. Ο μεγάλος αριθμός των παρόντων στην Ανάμνηση και στις συνελεύσεις περιφερείας μαρτυρεί ότι πολλοί ακόμη θα ενωθούν μαζί μας στη λατρεία του Ιεχωβά πριν έρθει το τέλος αυτού του συστήματος πραγμάτων.
Καθώς οι Μάρτυρες του Ιεχωβά εντείνουν τη μαρτυρία τους στις πόλεις, στα χωριά, στις πεδιάδες και στα βουνά της Βενεζουέλας και βλέπουν τα καταπληκτικά αποτελέσματα, θυμούνται τα λόγια του αποστόλου Παύλου: «Ούτε αυτός που φυτεύει είναι τίποτα ούτε αυτός που ποτίζει, αλλά ο Θεός που το κάνει να αυξάνει».—1 Κορ. 3:7.
[Ολοσέλιδη εικόνα στη σελίδα 186]
[Εικόνα στη σελίδα 194]
Ο Ρουμπέν Αραούχο, ένας από τους πρώτους κατοίκους της Βενεζουέλας που έγινε βαφτισμένος Μάρτυρας
[Εικόνα στη σελίδα 199]
Η Ινέζ Μπέρνχαμ, η Ρούμπι Ντοντ (τώρα Μπάξτερ), η Ντίξι Ντοντ και η Ρέιτσελ Μπέρνχαμ καθώς έφευγαν από τη Νέα Υόρκη το 1949. Πριν φύγει το πλοίο από την αποβάθρα όλες αισθάνονταν μια χαρά!
[Εικόνες στη σελίδα 200, 201]
Μερικοί ιεραπόστολοι που υπηρέτησαν πολλά χρόνια στον αγρό της Βενεζουέλας: (1) Ντόναλντ και Ρούμπι Μπάξτερ, (2) Ντίξι Ντοντ, (3) Πένι Γκαβέτ, (4) Λάιλα Πρόκτορ, (5) Ράνια Ίνγκβαλντσεν, (6) Μέρβιν και Έβελιν Γουόρντ, (7) Βιν και Περλ Τσάπμαν
[Εικόνα στη σελίδα 207]
Κίντα Λουζ
[Εικόνες στη σελίδα 208]
Πάνω: Ο Μίλτον Χένσελ μιλάει στη συνέλευση στο Κλαμπ Λας Φουέντες, το 1958
Κάτω: Ο Νάθαν Νορ (αριστερά) μαζί με τον Τεοντόρο Γκρίσιγκερ ως διερμηνέα, το 1962
[Εικόνα στη σελίδα 227]
Το 1988 πάνω από 74.600 άτομα γέμισαν την αρένα ταυρομαχιών στη Βαλένσια για ένα ειδικό πρόγραμμα
[Εικόνες στη σελίδα 236]
Μερικοί που υπηρέτησαν ως επίσκοποι περιοχής ή περιφερείας (μαζί με τις συζύγους τους): (1) Κιθ και Λόις Γουέστ, (2) Αλμπέρτο και Ζουλαΐ Γκονζάλες, (3) Κασιμίρο Ζίτο, (4) Λέστερ και Νάνσι Μπάξτερ, (5) Ρόντνι και Ελοΐζ Πρόκτορ, (6) Ρεμίγκιο Αφόνσο
[Εικόνες στη σελίδα 244]
Μερικά άτομα με μακρύ υπόμνημα στην υπηρεσία σκαπανέα: (1) Ντίλια ντε Γκονζάλες, (2) Εμίλιο και Εστέρ Χερμάνοζ, (3) Ρίτα Πέιν, (4) Άνχελ Μαρία Γκραναδίλιο, (5) Ναγίμπε ντε Λινάρες, (6) Ίρμα Φερνάντεζ, (7) Χοσέ Ραμόν Γκόμεζ
[Εικόνες στη σελίδα 252]
Πάνω: Το γραφείο τμήματος στη Λα Βικτόρια
Η Επιτροπή του Τμήματος (από τα αριστερά προς τα δεξιά): Ντάια Γιάσμπεκ, Τεοντόρο Γκρίσιγκερ, Στέφαν Γιόχανσον, Κιθ Γουέστ, Εδουάρδο Μπλάκγουντ και Ραφαέλ Πέρεζ