ΒΑΘΟΥΗΛ
(Βαθουήλ).
1. Ανιψιός του Αβραάμ, τον οποίο γέννησε η Μελχά στον αδελφό του τον Ναχώρ. (Γε 22:20, 22) Ο Βαθουήλ έγινε πατέρας της Ρεβέκκας και του Λάβαν. (Γε 22:23· 24:15, 24, 29) Αργότερα, αναγνώρισε ότι υπό θεϊκή κατεύθυνση είχε έρθει στο σπίτι του ο δούλος του Αβραάμ αναζητώντας σύζυγο για τον Ισαάκ, λέγοντας μαζί με τον Λάβαν: «Από τον Ιεχωβά προήλθε αυτό». (Γε 24:50) Αποκαλείται Σύριος, ή αλλιώς Αραμαίος, επειδή κατοικούσε στην πεδιάδα της Αράμ.—Γε 25:20· 28:2, 5.
2. Μια σύγκριση των πόλεων που αναφέρονται στα εδάφια Ιησούς του Ναυή 15:30· 19:4 και 1 Χρονικών 4:30 υποδηλώνει ότι αυτή η πόλη ονομάζεται επίσης Βεθούλ και Κεζίλ. Βρισκόταν στο νότιο τμήμα της περιοχής του Ιούδα αλλά είχε παραχωρηθεί στη φυλή του Συμεών ως παρεμβαλλόμενη πόλη. Επομένως, φαίνεται ότι είναι η «Βαιθήλ» που μνημονεύεται στο εδάφιο 1 Σαμουήλ 30:27 ως ένα από τα μέρη όπου ο Δαβίδ έστειλε κάποια λάφυρα ως δώρο. Κατά την τρέχουσα άποψη ορισμένων ταυτίζεται με το Χίρμπετ ελ-Καριατέιν (Τελ Κεριγιότ), περίπου 19 χλμ. Ν της Χεβρών, αν και μερικοί προτιμούν να την ταυτίζουν με το Χίρμπετ ερ-Ρας (Χορβάτ Ρος), περίπου 24 χλμ. Δ αυτής της τοποθεσίας.—Βλέπε ΚΕΖΙΛ.