ΟΔΟΣ, Η
Αυτή η έκφραση μπορεί να εννοεί έναν δρόμο, μια ατραπό ή ένα μονοπάτι· έναν τρόπο ενέργειας ή συμπεριφοράς· μια συνηθισμένη πορεία, τρόπο ή μέθοδο. Στις Γραφές χρησιμοποιείται συχνά αναφερόμενη σε μια πορεία διαγωγής και ενέργειας η οποία είτε επιδοκιμάζεται είτε αποδοκιμάζεται από τον Ιεχωβά Θεό. (Κρ 2:22· 2Βα 21:22· Ψλ 27:11· 32:8· 86:11· Ησ 30:21· Ιερ 7:23· 10:23· 21:8) Από τότε που ήρθε ο Ιησούς Χριστός, η καλή σχέση ενός ατόμου με τον Θεό και η δυνατότητα να τον πλησιάζει με προσευχή και να γίνεται αποδεκτός εξαρτώνται από το αν αυτός δέχεται τον Ιησού Χριστό. Όπως δήλωσε ο Γιος του Θεού: «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή. Κανείς δεν έρχεται στον Πατέρα παρά μόνο μέσω εμού». (Ιωα 14:6· Εβρ 10:19-22) Για εκείνους που είχαν γίνει ακόλουθοι του Ιησού Χριστού λεγόταν ότι ανήκαν «στην Οδό», δηλαδή προσκολλούνταν σε μια οδό ή έναν τρόπο ζωής που επικεντρωνόταν γύρω από την πίστη στον Ιησού Χριστό, ακολουθώντας το παράδειγμά του.—Πρ 9:2· 19:9, 23· 22:4· 24:22.