ΙΣΡΑΗΛΙΤΗΣ
(Ισραηλίτης) [Του (Από τον) Ισραήλ].
Απόγονος του Ιακώβ, ο οποίος μετονομάστηκε σε Ισραήλ. (2Σα 17:25· Ιωα 1:47· Ρω 11:1· βλέπε ΙΣΡΑΗΛ Αρ. 1.) Ανάλογα με τα συμφραζόμενα, ο πληθυντικός αναφέρεται στις εξής ομάδες ατόμων: (1) Στα μέλη και των 12 φυλών πριν από το σχίσμα του βασιλείου (1Σα 2:14· 13:20· 29:1), (2) σε όσους ανήκαν στο δεκάφυλο βόρειο βασίλειο (1Βα 12:19· 2Βα 3:24), (3) στους μη Λευίτες Ιουδαίους που επέστρεψαν από τη βαβυλωνιακή εξορία (1Χρ 9:1, 2) και (4) στους Ιουδαίους του πρώτου αιώνα Κ.Χ.—Πρ 13:16· Ρω 9:3, 4· 2Κο 11:22.