Ουκρανία
Ο Ιησούς είπε μια παραβολή για το σπόρο που σπάρθηκε σε καλό χώμα, περιγράφοντας όσους αναπτύσσουν βαθιά εκτίμηση για το Λόγο του Θεού. Αυτοί «καρποφορούν με υπομονή» συνεχίζοντας πιστά να διακηρύττουν το άγγελμα του Θεού παρά τις αντιξοότητες και τα παθήματα. (Λουκ. 8:11, 13, 15) Σε λίγα μέρη της γης έχει γίνει αυτό τόσο φανερό όσο στην Ουκρανία, όπου παρά τα 50 και πλέον χρόνια απαγόρευσης και σκληρού διωγμού, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν επιζήσει και εξακολουθούν να αυξάνουν.
Στη διάρκεια του υπηρεσιακού έτους 2001, αυτή η χώρα είχε έναν ανώτατο αριθμό 120.028 ευαγγελιζομένων. Από αυτούς, 56.000 και πλέον έχουν γνωρίσει τη Γραφική αλήθεια τα τελευταία πέντε χρόνια. Τα περασμένα δύο χρόνια, οι αδελφοί έχουν διαθέσει πάνω από 50 εκατομμύρια περιοδικά—αριθμός ίσος με τον πληθυσμό της χώρας. Κάθε μήνα, το γραφείο τμήματος λαβαίνει κατά μέσο όρο χίλιες επιστολές από ενδιαφερόμενα άτομα που ζητούν περισσότερες πληροφορίες. Όλα αυτά ήταν κάτι το αδιανόητο πριν από λίγο καιρό. Τι νίκη για την αγνή λατρεία!
Προτού ανατρέξουμε στην ιστορία της Ουκρανίας, ας ρίξουμε μια ματιά στην ίδια τη χώρα. Εκτός από το συμβολικό χώμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς, η Ουκρανία διαθέτει και εξαιρετικό κατά γράμμα χώμα. Σχεδόν η μισή χώρα καλύπτεται από το εύφορο μαυρόχωμα των λειμώνων, το οποίο οι Ουκρανοί ονομάζουν τσερνοζέμ, δηλαδή «μαύρο χώμα». Αυτό το χώμα, σε συνδυασμό με το εύκρατο κλίμα, καθιστά την Ουκρανία μια από τις παραγωγικότερες γεωργικές περιοχές του κόσμου, όπου παράγονται ζαχαρότευτλα, σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι και άλλα δημητριακά. Η Ουκρανία είναι γνωστή από την αρχαιότητα ως ο σιτοβολώνας της Ευρώπης.
Έχοντας μήκος περίπου 1.300 χιλιόμετρα από την ανατολή ως τη δύση και 900 χιλιόμετρα από το βορρά ως το νότο, η Ουκρανία είναι λίγο μεγαλύτερη από τη Γαλλία. Όπως βλέπετε στο χάρτη της σελίδας 123, η χώρα βρίσκεται στην Ανατολική Ευρώπη, βόρεια της Μαύρης Θάλασσας. Η βόρεια Ουκρανία είναι δασόφυτη. Στο νότο εκτείνονται εύφορες, γόνιμες πεδιάδες, πέρα από τις οποίες υψώνονται τα πανέμορφα Κριμαϊκά Όρη. Στη δύση, οι λόφοι οδηγούν στα απότομα Καρπάθια Όρη, στα οποία ζουν λύγκες, αρκούδες και βίσονες.
Στην Ουκρανία ζουν περίπου 50 εκατομμύρια άνθρωποι. Είναι ταπεινοί, φιλόξενοι και εργατικοί. Πολλοί μιλούν και την ουκρανική και τη ρωσική. Αν σας προσκαλέσουν στο σπίτι τους, πιθανόν να σας προσφέρουν μπορς (παντζαρόσουπα) και βαρένικι (βραστά πιτάκια με γέμιση). Ύστερα από ένα ευχάριστο γεύμα, μπορεί να σας διασκεδάσουν με δημοτικά τραγούδια, εφόσον σε πολλούς Ουκρανούς αρέσει να τραγουδούν και να παίζουν μουσικά όργανα.
Ο λαός της Ουκρανίας έχει δεχτεί διάφορες θρησκευτικές επιρροές. Το δέκατο αιώνα εισάχθηκε η Ανατολική Ορθόδοξη θρησκεία. Μεταγενέστερα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία έφερε στη νότια Ουκρανία τον Ισλαμισμό. Επίσης, Πολωνοί ευγενείς διέδωσαν τον Καθολικισμό στη διάρκεια του Μεσαίωνα. Τον 20ό αιώνα, πολλοί έγιναν αθεϊστές υπό το κομμουνιστικό καθεστώς.
Μάρτυρες του Ιεχωβά υπάρχουν σε όλη τη χώρα. Ωστόσο, πριν από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι περισσότεροι από αυτούς ζούσαν στη δυτική Ουκρανία, η οποία ήταν διαιρεμένη σε τέσσερις περιοχές: στο Βολίν, στη Γαλιτσινά, στην Υπερκαρπαθία και στην Μπουκοβίνα.
Οι Σπόροι της Αλήθειας Σπέρνονται στην Ουκρανία
Η δράση των Σπουδαστών της Γραφής, όπως ήταν γνωστοί στο παρελθόν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, άρχισε στην Ουκρανία πριν από έναν και πλέον αιώνα. Στη διάρκεια της πρώτης περιοδείας του στο εξωτερικό, το 1891, ο Κ. Τ. Ρώσσελ, εξέχων Σπουδαστής της Γραφής, επισκέφτηκε πολλές χώρες στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή. Καθ’ οδόν προς την Κωνσταντινούπολη, επισκέφτηκε την Οδησσό στη νότια Ουκρανία. Αργότερα, το 1911, εκφώνησε μια σειρά Γραφικών διαλέξεων σε μεγάλες πόλεις της Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και στην πόλη Λβοφ, στη δυτική Ουκρανία.
Ταξιδεύοντας με το τρένο, ο αδελφός Ρώσσελ έφτασε στο Λβοφ, όπου μια μεγάλη αίθουσα γνωστή ως το Σπίτι του Λαού είχε νοικιαστεί για τη διάλεξή του, η οποία είχε προγραμματιστεί για τις 24 Μαρτίου. Εννέα διαφημίσεις σε εφτά τοπικές εφημερίδες, καθώς και μεγάλες αφίσες, προσκαλούσαν όλους να ακούσουν την ομιλία «Ο Σιωνισμός στις Προφητείες» που θα εκφωνούσε ο «διάσημος και αξιότιμος ομιλητής από τη Νέα Υόρκη»—ο πάστορας Ρώσσελ. Είχε διευθετηθεί να εκφωνήσει ο αδελφός Ρώσσελ αυτή την ομιλία δύο φορές εκείνη την ημέρα. Ωστόσο, ένας Εβραίος ραβίνος από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο οποίος εναντιωνόταν σφοδρά στο έργο του Ρώσσελ, έστειλε ένα τηλεγράφημα στους συνεργάτες του στο Λβοφ, με το οποίο δυσφημούσε τους Σπουδαστές της Γραφής. Αυτό υποκίνησε ορισμένους να προσπαθήσουν να εμποδίσουν τον Ρώσσελ να μιλήσει.
Μολονότι η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη και το απόγευμα και το βράδυ, παρόντες ήταν και κάποιοι ενάντιοι. Μια τοπική εφημερίδα, η Βιεκ Νόβι (Wiek Nowy), ανέφερε: «Μόλις ο διερμηνέας [του Ρώσσελ] είπε τις πρώτες λίγες λέξεις, οι Σιωνιστές άρχισαν να κάνουν φασαρία και δεν άφηναν τον ιεραπόστολο να μιλήσει με τα ξεφωνητά και τα σφυρίγματά τους. Ο πάστορας Ρώσσελ αναγκάστηκε να κατεβεί από τη σκηνή. . . . Οι διαμαρτυρίες ήταν ακόμη εντονότερες στην ομιλία που ήταν προγραμματισμένη για τις οχτώ το ίδιο βράδυ».
Εντούτοις, πολλοί ήθελαν να ακούσουν αυτά που είχε να πει ο αδελφός Ρώσσελ. Ενδιαφέρονταν για το άγγελμά του και ζήτησαν Βιβλικά έντυπα. Αργότερα, ο αδελφός Ρώσσελ σχολίασε την επίσκεψή του στο Λβοφ, λέγοντας: «Μόνο ο Θεός γνωρίζει ποιες μπορεί να είναι οι βουλές του όσον αφορά αυτές τις εμπειρίες. . . . Η αναστάτωση που προκάλεσαν [οι Εβραίοι] στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να οδηγήσει κάποιους να κάνουν βαθύτερη έρευνα από ό,τι αν μας είχαν ακούσει με αξιοπρεπή και εύτακτο τρόπο». Αν και δεν υπήρξε άμεση ανταπόκριση στο άγγελμα, οι σπόροι της αλήθειας είχαν σπαρθεί, και αργότερα σχηματίστηκαν πολλοί όμιλοι Σπουδαστών της Γραφής, όχι μόνο στο Λβοφ, αλλά και σε άλλες περιοχές της Ουκρανίας.
Το 1912, το γραφείο των Σπουδαστών της Γραφής στη Γερμανία δημοσίευσε μια μεγάλη διαφήμιση σε ένα ημερολόγιο που κυκλοφόρησε στην Ουκρανία. Η διαφήμιση προωθούσε την ανάγνωση των τόμων Γραφικές Μελέτες στη γερμανική. Ως αποτέλεσμα, το γραφείο στη Γερμανία έλαβε περίπου 50 επιστολές από ανθρώπους στην Ουκρανία που ζητούσαν τόσο τις Γραφικές Μελέτες όσο και συνδρομές στη Σκοπιά. Το γραφείο διατήρησε επαφή με αυτά τα ενδιαφερόμενα άτομα μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου το 1914.
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ουκρανία μοιράστηκε σε τέσσερις γειτονικές χώρες. Η κεντρική και η ανατολική Ουκρανία καταλήφθηκαν από την κομμουνιστική Ρωσία και ενσωματώθηκαν στη Σοβιετική Ένωση. Η δυτική Ουκρανία μοιράστηκε σε τρεις άλλες χώρες. Οι περιοχές της Γαλιτσινά και του Βολίν προσαρτήθηκαν στην Πολωνία, η Μπουκοβίνα στη Ρουμανία και η Υπερκαρπαθία στην Τσεχοσλοβακία. Αυτές οι τρεις χώρες παρείχαν κάποια θρησκευτική ελευθερία και επέτρεψαν στους Σπουδαστές της Γραφής να συνεχίσουν να κηρύττουν. Ως εκ τούτου, πολλοί σπόροι της αλήθειας που επρόκειτο να καρποφορήσουν αργότερα σπάρθηκαν αρχικά στη δυτική Ουκρανία.
Οι Πρώτοι Βλαστοί
Στις αρχές του 20ού αιώνα, πολλές οικογένειες από την Ουκρανία έφυγαν για τις Ηνωμένες Πολιτείες σε αναζήτηση καλύτερης ζωής. Μερικοί διάβαζαν τα βασισμένα στη Γραφή έντυπά μας και τα έστελναν στους συγγενείς τους στην Ουκρανία. Άλλες οικογένειες γνώρισαν τις διδασκαλίες των Σπουδαστών της Γραφής, γύρισαν στην πατρίδα τους και άρχισαν να κηρύττουν στα χωριά τους. Εμφανίστηκαν αρκετοί όμιλοι Σπουδαστών της Γραφής που αργότερα μεγάλωσαν και έγιναν εκκλησίες. Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1920, Σπουδαστές της Γραφής από την Πολωνία έσπειραν τους σπόρους της αλήθειας στη Γαλιτσινά και στο Βολίν. Στο μεταξύ, αδελφοί από τη Ρουμανία και τη Μολδαβία έφεραν την αλήθεια στην περιοχή της Μπουκοβίνα.
Έτσι τέθηκε καλό θεμέλιο για περαιτέρω αύξηση. Η Σκοπιά 15 Δεκεμβρίου 1921 (στην αγγλική) ανέφερε: «Πρόσφατα μερικοί αδελφοί μας επισκέφτηκαν [την Μπουκοβίνα] . . . Ως αποτέλεσμα της επίσκεψής τους εκεί, η οποία διήρκεσε μερικές εβδομάδες, οργανώθηκαν εφτά τάξεις που μελετούν τώρα τους τόμους και τις “Σκιές της Σκηνής”. Μια από αυτές τις τάξεις έχει περίπου 70 μέλη». Το 1922 στο χωριό Κολίνκιβτσι, στην Μπουκοβίνα, ο Στεπάν Κόλτσα γνώρισε την αλήθεια, βαφτίστηκε και άρχισε να κηρύττει. Από ό,τι γνωρίζουμε, αυτός ήταν ο πρώτος αδελφός που βαφτίστηκε στην Ουκρανία. Αργότερα ενώθηκαν μαζί του δέκα οικογένειες. Ανάλογη αύξηση σημειώθηκε και στην περιοχή της Υπερκαρπαθίας. Το 1925 υπήρχαν περίπου 100 Σπουδαστές της Γραφής στο χωριό Βελίκι Λούτσκι και στα γειτονικά χωριά. Κατόπιν, οι πρώτοι ολοχρόνιοι υπηρέτες άρχισαν να κηρύττουν στην Υπερκαρπαθία, διεξάγοντας συναθροίσεις στα σπίτια των Σπουδαστών της Γραφής. Βαφτίστηκαν πολλά άτομα.
Ο Αλεξέι Νταβιντγιούκ, παλιός Μάρτυρας, περιγράφει πώς γνώριζαν τότε οι άνθρωποι την αλήθεια: «Το 1927 κάποιος χωρικός πήγε ένα από τα έντυπά μας στο χωριό Λανκοβέ, στην περιοχή του Βολίν. Αρκετοί χωρικοί το διάβασαν και θέλησαν να μάθουν περισσότερα για τις διδασκαλίες του πύρινου Άδη και της ψυχής. Καθώς το βιβλίο περιείχε τη διεύθυνση του γραφείου των Σπουδαστών της Γραφής στη Λουτζ της Πολωνίας, οι χωρικοί έγραψαν μια επιστολή ζητώντας να επισκεφτεί κάποιος το χωριό τους. Έπειτα από έναν μήνα πήγε εκεί κάποιος αδελφός και οργάνωσε έναν όμιλο μελέτης της Γραφής. Ο όμιλος αυτός αποτελούνταν από δεκαπέντε οικογένειες».
Τέτοιος ενθουσιασμός για την αλήθεια ήταν κάτι το συνηθισμένο εκείνα τα πρώτα χρόνια. Προσέξτε τα λόγια εκτίμησης που περιείχε μια επιστολή από την περιοχή της Γαλιτσινά προς τα κεντρικά γραφεία των Σπουδαστών της Γραφής στο Μπρούκλιν: «Τα βιβλία που εκδίδετε γιατρεύουν πολλές από τις πληγές του λαού μας και τον οδηγούν στο φως της ημέρας. Σας παρακαλώ όμως να μας στείλετε και άλλα από αυτά τα βιβλία». Ένα άλλο ενδιαφερόμενο άτομο έγραψε: «Αποφάσισα να σας ζητήσω να μας στείλετε έντυπα επειδή δεν μπορώ να τα βρω εδώ. Κάποιος από το χωριό μας έλαβε μερικά βιβλία από εσάς, αλλά του τα άρπαξαν οι γείτονες. Δεν πρόλαβε καν να τα διαβάσει. Τώρα, πηγαίνει στα σπίτια του χωριού και ζητάει να του δώσουν τα βιβλία του πίσω».
Ως αποτέλεσμα αυτού του μεγάλου ενδιαφέροντος ιδρύθηκε ένα γραφείο των Σπουδαστών της Γραφής στην οδό Πεκάρσκα, στο Λβοφ. Το γραφείο λάβαινε πολλές παραγγελίες για έντυπα από τη Γαλιτσινά και το Βολίν και τις έστελνε τακτικά στο Μπρούκλιν για διεκπεραίωση.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1920, οι σπόροι της αλήθειας είχαν βλαστήσει στη δυτική Ουκρανία. Είχαν οργανωθεί πολλοί όμιλοι Σπουδαστών της Γραφής, και ορισμένοι από αυτούς έγιναν αργότερα εκκλησίες. Μολονότι κρατούνταν πολύ λίγα αρχεία για τη δράση εκείνων των πρώτων χρόνων, οι διαθέσιμες εκθέσεις δείχνουν ότι το 1922 γιόρτασαν την Ανάμνηση στη Γαλιτσινά 12 άτομα. Το 1924, Η Σκοπιά ανέφερε ότι 49 άτομα παρακολούθησαν την Ανάμνηση στην πόλη Σαράτα, στη νότια Ουκρανία. Το 1927, πάνω από 370 άτομα παρακολούθησαν την Ανάμνηση στην Υπερκαρπαθία.
Περιγράφοντας το έργο σε διάφορες χώρες του κόσμου, Η Σκοπιά 1 Δεκεμβρίου 1925 (στην αγγλική) δημοσίευσε τα ακόλουθα: «Φέτος στάλθηκε ένας αδελφός από την Αμερική στους Ουκρανούς στην Ευρώπη. . . . Πολύ και καλό έργο έχει γίνει στους Ουκρανούς της περιοχής που ελέγχεται από την Πολωνία. Υπάρχει μεγάλη και αυξανόμενη ζήτηση για τα έντυπα εκεί». Έπειτα από αρκετούς μήνες, το περιοδικό Χρυσούς Αιών (τώρα Ξύπνα!) ανέφερε: «Στη Γαλικία [Γαλιτσινά] και μόνο υπάρχουν είκοσι τάξεις [εκκλησίες] . . . Μερικές από αυτές έχουν . . . οργανώσει και διεξάγουν συναθροίσεις στα μέσα της εβδομάδας. Ορισμένες συναθροίζονται μόνο την Κυριακή, ενώ κάποιες άλλες βρίσκονται στο στάδιο της οργάνωσης. Υπάρχει ελπίδα ότι θα σχηματιστούν περισσότερες τάξεις. Το μόνο που χρειάζεται είναι ένας επιβλέπων για να τις καθοδηγεί». Όλα αυτά υποδήλωναν ότι, με πνευματική έννοια, το χώμα της Ουκρανίας ήταν πολύ εύφορο.
Η Διακονία Αγρού τα Πρώτα Χρόνια
Ο Βόιτεχ Τσέχι, από την Υπερκαρπαθία, βαφτίστηκε το 1923 και αργότερα άρχισε να υπηρετεί ως ολοχρόνιος κήρυκας στην περιοχή του Μπέρεγοβε. Συνήθως πήγαινε στη διακονία έχοντας μια τσάντα με έντυπα στο χέρι, μια άλλη δεμένη στο ποδήλατό του και ένα σακίδιο γεμάτο έντυπα στην πλάτη του. Ο ίδιος αφηγείται: «Μας ανατέθηκε ένας τομέας που αποτελούνταν από 24 χωριά. Ήμασταν 15 ευαγγελιζόμενοι, και έπρεπε να καταβάλλουμε σκληρές προσπάθειες για να καλύπτουμε αυτά τα χωριά δύο φορές το χρόνο προσφέροντας τα έντυπα. Κάθε Κυριακή στις τέσσερις το πρωί, συγκεντρωνόμασταν σε κάποιο από τα χωριά. Ξεκινώντας από εκεί, καλύπταμε με τα πόδια ή με το λεωφορείο απόσταση 15 ως 20 χιλιομέτρων για να πάμε στις γύρω περιοχές. Συνήθως αρχίζαμε τη διακονία μας από σπίτι σε σπίτι στις 8:00 π.μ. και εργαζόμασταν μέχρι τις 2:00 μ.μ. Συχνά γυρίζαμε στο σπίτι με τα πόδια, και το βράδυ της ίδιας ημέρας, στις συναθροίσεις, όλοι αφηγούνταν με χαρά τις εμπειρίες τους. Κόβαμε δρόμο μέσα από τα δάση και διασχίζαμε ποτάμια με καλό και με άσχημο καιρό, αλλά κανείς μας δεν παραπονέθηκε ποτέ. Χαιρόμασταν που υπηρετούσαμε και δοξάζαμε τον Δημιουργό μας. Οι άνθρωποι διέκριναν ότι οι αδελφοί ζούσαν πράγματι ως αληθινοί Χριστιανοί, πρόθυμοι να περπατήσουν ακόμη και 40 χιλιόμετρα για να παρακολουθήσουν τις συναθροίσεις ή να κηρύξουν.
»Στη διακονία μας συναντούσαμε διάφορους ανθρώπους. Κάποτε πρόσφερα το βιβλιάριο Η Βασιλεία, η Ελπίς του Κόσμου σε μια γυναίκα που είπε ότι θα ήθελε να το πάρει, αλλά δεν είχε χρήματα για τη συνεισφορά. Πεινούσα, και έτσι της είπα ότι θα μπορούσε να δώσει ένα βραστό αβγό ως αντάλλαγμα για το βιβλιάριο. Εκείνη πήρε το βιβλιάριο και εγώ έφαγα ένα αβγό».
Τα Χριστούγεννα, οι κάτοικοι της Υπερκαρπαθίας πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι, τραγουδώντας για τη γέννηση του Ιησού Χριστού. Οι αδελφοί χρησιμοποιούσαν αυτό το έθιμο επωφελώς. Έβαζαν έντυπα στις τσάντες τους και πήγαιναν στα σπίτια των ανθρώπων για να ψάλουν ύμνους που εξέφραζαν την πίστη τους! Σε πολλούς άρεσαν οι μελωδίες. Συχνά προσκαλούσαν τους αδελφούς μέσα και τους ζητούσαν να ψάλουν και άλλους ύμνους. Μερικές φορές τους έδιναν χρήματα για τους ύμνους που είχαν ψάλει, και εκείνοι έδιναν ευχαρίστως ως αντάλλαγμα Γραφικά έντυπα. Έτσι λοιπόν, πολλές φορές στη διάρκεια των Χριστουγέννων η αποθήκη των εντύπων άδειαζε. Αυτές οι εκστρατείες με τους ύμνους διαρκούσαν δύο εβδομάδες, εφόσον άλλη εβδομάδα γιορτάζουν τα Χριστούγεννα οι Ρωμαιοκαθολικοί και άλλη οι Ελληνόρρυθμοι Καθολικοί. Ωστόσο, μετά το 1925, καθώς οι Σπουδαστές της Γραφής συνειδητοποίησαν τις ειδωλολατρικές ρίζες των Χριστουγέννων, οι εκστρατείες αυτές σταμάτησαν. Οι αδελφοί ένιωθαν μεγάλη χαρά καθώς κήρυτταν εντατικά, και νέοι όμιλοι ευαγγελιζομένων συνέχισαν να εμφανίζονται στην Υπερκαρπαθία.
Οι Πρώτες Συνελεύσεις
Το Μάιο του 1926 διεξάχθηκε η πρώτη συνέλευση των Σπουδαστών της Γραφής στο χωριό Βελίκι Λούτσκι, στην περιοχή της Υπερκαρπαθίας. Παρευρέθηκαν 150 άτομα και βαφτίστηκαν 20. Τον επόμενο χρόνο, 200 άτομα παρακολούθησαν μια συνέλευση στο κεντρικό πάρκο του Ούζγκοροντ, μιας πόλης στην ίδια περιοχή. Σε λίγο καιρό οργανώθηκαν και άλλες συνελεύσεις σε διάφορες πόλεις της Υπερκαρπαθίας. Το 1928, έγινε η πρώτη συνέλευση στο Λβοφ. Αργότερα, διεξάχθηκαν άλλες συνελεύσεις στη Γαλιτσινά και στο Βολίν.
Στις αρχές του 1932, διεξάχθηκε μια συνέλευση στο χωριό Σολότβινο της Υπερκαρπαθίας, στην αυλή ενός σπιτιού όπου οι Σπουδαστές της Γραφής συναθροίζονταν τακτικά. Παρευρέθηκαν περίπου 500 άτομα, μεταξύ των οποίων και ορισμένοι υπεύθυνοι αδελφοί από τη Γερμανία. Ο Μιχάιλο Τιλνιάκ, πρεσβύτερος της τοπικής εκκλησίας, αφηγείται: «Απολαύσαμε πραγματικά τις καλά προετοιμασμένες ομιλίες των αδελφών που ήρθαν στη συνέλευσή μας από τη Γερμανία και την Ουγγαρία. Με μάτια δακρυσμένα, μας ενθάρρυναν να παραμείνουμε πιστοί στη διάρκεια των δοκιμασιών που επρόκειτο να έρθουν». Και πράγματι, ήρθαν σκληρές δοκιμασίες καθώς άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Το 1937 ναυλώθηκε ένα ολόκληρο τρένο για να μεταφέρει εκπροσώπους σε μια μεγάλη συνέλευση στην Πράγα της Τσεχοσλοβακίας. Αναχώρησε από το χωριό Σολότβινο και διέσχισε ολόκληρη την Υπερκαρπαθία, σταματώντας σε κάθε σιδηροδρομικό σταθμό για την παραλαβή εκπροσώπων. Σε κάθε βαγόνι υπήρχε μια πινακίδα που έγραφε: «Συνέλευση Μαρτύρων του Ιεχωβά—Πράγα». Αυτό αποτέλεσε εξαιρετική μαρτυρία για τους ανθρώπους της περιοχής, και οι παλιότεροι το θυμούνται μέχρι σήμερα.
Οικοδόμηση Χώρων Λατρείας
Καθώς σχηματίζονταν οι πρώτοι όμιλοι Σπουδαστών της Γραφής, προέκυψε η ανάγκη να χτίσουν δικούς τους χώρους λατρείας. Ο πρώτος χώρος συναθροίσεων χτίστηκε στο χωριό Ντιμπρόβα της Υπερκαρπαθίας το 1932. Αργότερα χτίστηκαν άλλες δύο αίθουσες στα γειτονικά χωριά Σολότβινο και Μπίλα Τσέρκβα.
Παρότι μερικές από αυτές τις αίθουσες καταστράφηκαν στον πόλεμο και άλλες κατασχέθηκαν, οι αδελφοί διατήρησαν την επιθυμία να έχουν δικές τους Αίθουσες Βασιλείας. Τώρα, υπάρχουν 8 Αίθουσες Βασιλείας στο χωριό Ντιμπρόβα και 18 Αίθουσες Βασιλείας σε έξι γειτονικά χωριά.
Αρχίζει η Μετάφραση
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, πολλές οικογένειες μετανάστευσαν από την Ουκρανία στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά. Ορισμένοι από αυτούς τους ανθρώπους γνώρισαν την αλήθεια στην καινούρια τους πατρίδα, με αποτέλεσμα να σχηματιστούν πολλοί ουκρανόφωνοι όμιλοι. Από το 1918 κιόλας, εκδόθηκε στην ουκρανική Το Σχέδιον των Αιώνων. Εντούτοις, έπρεπε να γίνουν πολύ περισσότερα για να δοθεί πνευματική τροφή στον ουκρανόφωνο πληθυσμό της Ουκρανίας και του εξωτερικού. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, ήταν φανερό ότι χρειαζόταν ένας αδελφός με τα κατάλληλα προσόντα για να μεταφράζει τα Γραφικά έντυπα σε τακτική βάση. Το 1923, ο Εμίλ Ζαρίτσκι, που ζούσε στον Καναδά, αποδέχτηκε την πρόσκληση να αναλάβει την ολοχρόνια υπηρεσία. Στην περίπτωσή του, αυτό σήμαινε κυρίως ότι θα μετέφραζε τα Βιβλικά έντυπα στην ουκρανική. Επίσης, επισκεπτόταν ουκρανικούς, πολωνικούς και σλοβακικούς ομίλους στον Καναδά και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Εμίλ Ζαρίτσκι γεννήθηκε κοντά στην πόλη Σοκάλ της δυτικής Ουκρανίας και αργότερα μετανάστευσε στον Καναδά με τους γονείς του. Εκεί παντρεύτηκε μια κοπέλα από την Ουκρανία ονόματι Μαρίγια. Ανέθρεψαν μαζί πέντε παιδιά. Παρά τις βαριές οικογενειακές τους ευθύνες, ο Εμίλ και η Μαρίγια κατάφερναν να εκπληρώνουν τους θεοκρατικούς τους διορισμούς. Το 1928 η Εταιρία Σκοπιά αγόρασε ένα σπίτι στο Γουίνιπεγκ του Καναδά, το οποίο έγινε το κέντρο του μεταφραστικού έργου στην ουκρανική.
Εκείνες τις πρώτες ημέρες, οι αδελφοί χρησιμοποιούσαν φορητούς φωνογράφους με δίσκους Γραφικών ομιλιών στη διακονία τους από σπίτι σε σπίτι. Ο αδελφός Ζαρίτσκι προσκλήθηκε στο Μπρούκλιν για την ηχογράφηση τέτοιων ομιλιών στην ουκρανική. Στη δεκαετία του 1930 αρκετές ημίωρες ραδιοφωνικές μεταδόσεις στην ουκρανική ετοιμάζονταν στο ραδιοφωνικό σταθμό του Γουίνιπεγκ. Σε αυτές τις ραδιοφωνικές μεταδόσεις, ο Εμίλ Ζαρίτσκι και άλλοι έμπειροι αδελφοί εκφωνούσαν βαρυσήμαντες δημόσιες ομιλίες. Αυτές οι ομιλίες συνοδεύονταν από τετραφωνική χορωδία η οποία έψαλλε ύμνους από το υμνολόγιο που είχε εκδοθεί το 1928. Οι επιστολές και τα τηλεφωνήματα από τους ακροατές που ήθελαν να διαβιβάσουν τις ευχαριστίες τους ήταν εκατοντάδες.
Επί 40 χρόνια, ο Εμίλ Ζαρίτσκι και η σύζυγός του η Μαρίγια εκπλήρωναν πιστά το διορισμό τους ως μεταφραστών. Σε αυτό το διάστημα, κάθε τεύχος της Σκοπιάς μεταφραζόταν στην ουκρανική. Το 1964, ο Μόρις Σαραντσούκ, ο οποίος μαζί με τη σύζυγό του την Εν βοηθούσε τον αδελφό Ζαρίτσκι επί αρκετά χρόνια, διορίστηκε να επιβλέπει το μεταφραστικό έργο.
Φτάνει Πνευματική Βοήθεια
Μολονότι ορισμένοι ζηλωτές ευαγγελιζόμενοι είχαν από μόνοι τους σπείρει και ποτίσει τους σπόρους της αλήθειας σε όλη την Ουκρανία, μόλις το 1927 άρχισε το οργανωμένο έργο κηρύγματος στην Υπερκαρπαθία και, αργότερα, στη Γαλιτσινά. Πρωτύτερα, μεγάλος αριθμός βιβλίων και βιβλιαρίων είχε διανεμηθεί στη ρουμανική, στην ουγγρική, στην πολωνική και στην ουκρανική, αλλά δεν συντάσσονταν εκθέσεις για το έργο κηρύγματος. Μεμονωμένοι όμιλοι άρχισαν να γίνονται εκκλησίες, και οι ευαγγελιζόμενοι ξεκίνησαν να κηρύττουν τακτικά από σπίτι σε σπίτι. Εκείνα τα χρόνια δόθηκαν πολλά Βιβλικά έντυπα. Το 1927, άνοιξε η πρώτη αποθήκη εντύπων στην Ουκρανία, στην πόλη Ούζγκοροντ της Υπερκαρπαθίας. Το 1928 ανατέθηκε στο γραφείο του Μαγδεμβούργου της Γερμανίας η φροντίδα των εκκλησιών και των βιβλιοπωλών διακόνων στην περιοχή της Υπερκαρπαθίας, η οποία αποτελούσε τότε τμήμα της Τσεχοσλοβακίας.
Το 1930 ιδρύθηκε ένα γραφείο στην πόλη Μπέρεγοβε, κοντά στο Ούζγκοροντ, για να επιβλέπει το έργο των Σπουδαστών της Γραφής στην Υπερκαρπαθία. Ο Βόιτεχ Τσέχι υπηρετούσε ως επίσκοπος εκείνου του γραφείου. Αυτή η νέα διευθέτηση ωφέλησε πολύ το έργο κηρύγματος.
Αρκετοί αδελφοί από τα γραφεία της Πράγας και του Μαγδεμβούργου εκδήλωναν αυτοθυσιαστικό πνεύμα καλύπτοντας συχνά μεγάλες αποστάσεις στα Καρπάθια Όρη για να φέρουν τα καλά νέα της Βασιλείας του Θεού στα πιο απομακρυσμένα μέρη αυτού του όμορφου τόπου. Ένας από αυτούς τους ζηλωτές αδελφούς ήταν ο Άντολφ Φίτσκε από το γραφείο τμήματος στο Μαγδεμβούργο. Στάλθηκε να κηρύξει στην περιοχή του Ράχιβ, στα Καρπάθια. Πολλοί ντόπιοι Μάρτυρες έχουν ως σήμερα ευχάριστες αναμνήσεις από αυτόν τον πιστό, μετριόφρονα και καλόβολο αδελφό. Το 2001 υπήρχαν τέσσερις εκκλησίες σε εκείνη την περιοχή.
Τη δεκαετία του 1930, το «Φωτόδραμα της Δημιουργίας» προβλήθηκε σε πολλές πόλεις και χωριά της Υπερκαρπαθίας. Το «Φωτόδραμα» ήταν μια οχτάωρη προβολή διαφανειών και κινηματογραφικής ταινίας συγχρονισμένη με σχόλια, βασισμένα στην Αγία Γραφή, τα οποία ακούγονταν από δίσκους φωνογράφου. Ο Έριχ Φροστ από τη Γερμανία στάλθηκε για να βοηθήσει τους ντόπιους αδελφούς στην παρουσίαση του «Φωτοδράματος». Πριν από την έναρξη του προγράμματος, οι αδελφοί μοίραζαν διαφημιστικά φυλλάδια και χρησιμοποιούσαν αφίσες για να προσκαλέσουν το κοινό στην προβολή. Το ενδιαφέρον ήταν μεγάλο. Στην πόλη Μπέρεγοβε συγκεντρώθηκε τόσο πολύς κόσμος, ώστε χίλια και πλέον άτομα αναγκάστηκαν να περιμένουν στο δρόμο. Όταν οι αστυνομικοί είδαν όλους αυτούς τους ανθρώπους, φοβήθηκαν ότι θα γίνονταν φασαρίες και ότι δεν θα μπορούσαν να ελέγξουν το πλήθος. Γι’ αυτό, σκέφτηκαν να ματαιώσουν την εκδήλωση, αλλά τελικά αποφάσισαν να μην το κάνουν αυτό. Μετά την προβολή, πολλά άτομα που ήθελαν να ξαναδούν το «Φωτόδραμα» έδωσαν τη διεύθυνσή τους. Αυτό το ενδιαφέρον έκανε τους τοπικούς θρησκευτικούς ηγέτες να χρησιμοποιήσουν κάθε διαθέσιμο μέσο για να εμποδίσουν το έργο κηρύγματος των καλών νέων. Παρ’ όλα αυτά, ο Ιεχωβά Θεός συνέχισε να ευλογεί το έργο με επιτυχία.
Τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, οι περιοχές του Βολίν και της Γαλιτσινά βρίσκονταν υπό την επίβλεψη του τμήματος της Πολωνίας στη Λουτζ. Το 1932 οι αδελφοί από την Πολωνία συγκέντρωσαν την προσοχή τους σε αυτές τις περιοχές, κάνοντας επανεπισκέψεις σε όλους τους συνδρομητές της Σκοπιάς, των οποίων τις διευθύνσεις είχαν λάβει από το Μπρούκλιν.
Ο Βίλχελμ Σάιντερ, επίσκοπος τότε του γραφείου της Πολωνίας, ανέφερε: «Οι Ουκρανοί δέχονταν την αλήθεια με μεγάλο ενθουσιασμό. Όμιλοι ενδιαφερομένων ξεφύτρωναν ξαφνικά στις πόλεις και στα χωριά της Γαλιτσινά όπως τα μανιτάρια μετά τη βροχή. Μερικές φορές αυτοί οι όμιλοι μεγάλωναν τόσο πολύ ώστε περιλάμβαναν ολόκληρες κοινότητες».
Μολονότι οι περισσότεροι αδελφοί ήταν φτωχοί, έκαναν μεγάλες θυσίες για να αποκτήσουν έντυπα και δίσκους φωνογράφου που θα τους βοηθούσαν να κηρύττουν και να αναπτύσσονται πνευματικά. Ο Μικόλα Βολοτσίι από τη Γαλιτσινά, ο οποίος βαφτίστηκε το 1936, πούλησε το ένα από τα δύο του άλογα για να αγοράσει έναν φωνογράφο. Φανταστείτε τι σήμαινε για έναν αγρότη να πουλήσει κάποιο άλογο! Αν και είχε να θρέψει τέσσερα παιδιά, σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να τα καταφέρει με το ένα μόνο άλογο. Πολλά καινούρια άτομα γνώρισαν τον Ιεχωβά και άρχισαν να τον υπηρετούν από τις Γραφικές ομιλίες και τους ύμνους της Βασιλείας που παίζονταν στην ουκρανική γλώσσα από αυτόν το φωνογράφο.
Δείχνοντας παραστατικά τη μεγάλη αύξηση σε ευαγγελιζομένους στη Γαλιτσινά και στο Βολίν τη δεκαετία του 1930, ο Βίλχελμ Σάιντερ είπε: «Το 1928 φτάσαμε τους 300 ευαγγελιζομένους στην Πολωνία, αλλά το 1939 είχαμε περισσότερους από 1.100, οι μισοί από τους οποίους ήταν Ουκρανοί, μολονότι το έργο άρχισε στην περιοχή τους (στη Γαλιτσινά και στο Βολίν) πολύ αργότερα».
Προκειμένου να ληφθεί μέριμνα για αυτές τις αυξήσεις, ο Λιούντβικ Κινίτσκι στάλθηκε από το τμήμα της Πολωνίας στη Γαλιτσινά και στο Βολίν ως περιοδεύων επίσκοπος με σκοπό να βοηθήσει στο έργο κηρύγματος. Η οικογένειά του, που καταγόταν από το Τσόρτκιβ της Γαλιτσινά, είχε μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες στις αρχές του 20ού αιώνα, όπου ο αδελφός Κινίτσκι γνώρισε την αλήθεια. Αργότερα γύρισε στην πατρίδα του για να βοηθήσει τους ειλικρινείς ανθρώπους εκεί. Πολλοί αδελφοί και αδελφές δεν θα ξεχάσουν ποτέ την πνευματική βοήθεια που έλαβαν από αυτόν το ζηλωτή διάκονο. Το φθινόπωρο του 1936, όταν απαγορεύτηκε η πολωνική έκδοση του περιοδικού Ο Χρυσούς Αιών και ο εκδότης του καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός έτους, ο αδελφός Κινίτσκι διορίστηκε εκδότης του περιοδικού Καινούρια Ημέρα, που κυκλοφορούσε στη θέση του απαγορευμένου Χρυσού Αιώνα. Το 1944 συνελήφθη από την Γκεστάπο και στάλθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν-Γκούζεν, όπου πέθανε πιστός στον Ιεχωβά.
Ο Θεός Ελκύει Κάθε Είδους Ανθρώπους
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, κάποιος Σπουδαστής της Γραφής ονόματι Ρόλα επέστρεψε στη γενέτειρά του, στο Ζολοτί Ποτίκ της Γαλιτσινά. Χρησιμοποιώντας τη Γραφή του, ο Ρόλα άρχισε να κηρύττει τα καλά νέα. Ο κόσμος τον έλεγε τρελό επειδή κατέστρεψε όλες τις θρησκευτικές του εικόνες. Ο τοπικός ιερέας προσπάθησε να κάνει τον Ρόλα να σταματήσει να κηρύττει. Ο ιερέας πήγε σε έναν αστυνομικό και του είπε: «Αν καταφέρεις να μην μπορεί να περπατάει ο Ρόλα, θα σου δώσω ένα λίτρο ουίσκι». Ο αστυνομικός απάντησε ότι δεν ήταν δουλειά του να δέρνει τους ανθρώπους. Αργότερα, ο Ρόλα άρχισε να λαβαίνει δέματα με έντυπα που του έστελναν αδελφοί από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο ιερέας πλησίασε και πάλι τον αστυνομικό και του είπε ότι στο ταχυδρομείο είχε φτάσει ένα δέμα με κομμουνιστικά έντυπα. Την άλλη ημέρα ο αστυνομικός περίμενε στο ταχυδρομείο να δει ποιος θα έπαιρνε το δέμα. Φυσικά, το πήρε ο Ρόλα. Ο αστυνομικός πήγε τον Ρόλα στο αστυνομικό τμήμα και κάλεσε και τον ιερέα. Ο ιερέας φώναζε ότι τα βιβλία ήταν από τον Διάβολο. Για να εξακριβώσει αν τα έντυπα περιείχαν κομμουνιστικές διδασκαλίες, ο αστυνομικός έστειλε μερικά στο τοπικό δικαστήριο. Τα υπόλοιπα τα κράτησε για τον εαυτό του. Καθώς διάβαζε τα έντυπα, κατάλαβε ότι περιείχαν την αλήθεια. Προτού περάσει πολύς καιρός, ο ίδιος και η σύζυγός του άρχισαν να παρακολουθούν τις συναθροίσεις των Σπουδαστών της Γραφής. Αργότερα αυτός βαφτίστηκε και έγινε ζηλωτής ευαγγελιζόμενος. Έτσι λοιπόν, ενώ ο ιερέας αγωνιζόταν να σταματήσει το έργο μαθήτευσης, χωρίς να το θέλει παρακίνησε τον Λιούντβικ Ρόντακ να γνωρίσει την αλήθεια.
Την ίδια περίπου εποχή, ένας Ελληνόρρυθμος Καθολικός ιερέας από το Λβοφ μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες μαζί με τη σύζυγό του. Σε λίγο καιρό, η σύζυγός του πέθανε. Μέσα στη θλίψη του, εκείνος αποφάσισε να βρει πού είχε πάει η ψυχή της. Πήρε τη διεύθυνση μερικών πνευματιστών στη Νέα Υόρκη. Ενώ έψαχνε το μέρος όπου συγκεντρώνονταν, πήγε κατά λάθος σε άλλον όροφο του κτιρίου και βρέθηκε σε μια συνάθροιση των Σπουδαστών της Γραφής. Εκεί έμαθε την αλήθεια για την κατάσταση των νεκρών. Αργότερα βαφτίστηκε και εργάστηκε για κάποιο διάστημα στο τυπογραφείο του Μπέθελ στο Μπρούκλιν. Έπειτα από καιρό, επέστρεψε στη Γαλιτσινά και συνέχισε με ζήλο να κηρύττει τα καλά νέα.
Αχτίδα Φωτός στην Ανατολική Ουκρανία
Όπως είδαμε, μεγάλο μέρος του κηρύγματος τα πρώτα χρόνια επιτελέστηκε στη δυτική Ουκρανία. Πώς έφτασε η αλήθεια στην υπόλοιπη χώρα; Θα απέφερε εκείνο το πνευματικό χώμα τόσο άφθονη σοδειά όσο στη δυτική Ουκρανία;
Τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, ο αδελφός Τρούμπι, ένας Σπουδαστής της Γραφής από την Ελβετία, ήρθε να εργαστεί ως μηχανικός σε μια περιοχή με ανθρακωρυχεία στην ανατολική Ουκρανία. Από ό,τι είναι γνωστό, αυτός υπήρξε ο πρώτος Σπουδαστής της Γραφής σε εκείνη την περιοχή. Ως αποτέλεσμα του κηρύγματός του τη δεκαετία του 1920, σχηματίστηκε ένας όμιλος μελέτης της Γραφής στο χωριό Λιουμπίμιβσκι Ποστ, κοντά στην πόλη Χάρκοβο.
Το 1927, ένας άλλος αδελφός από τη δυτική Ευρώπη ήρθε να εργαστεί ως μηχανικός σε ένα ανθρακωρυχείο στο χωριό Καλίνιβκα. Έφερε μαζί του μια βαλίτσα γεμάτη Γραφικά έντυπα, τα οποία χρησιμοποιούσε για να κηρύττει σε έναν μικρό όμιλο Βαπτιστών που έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον για την ελπίδα της Βασιλείας. Ύστερα από κάποιο διάστημα, αυτός ο αδελφός γύρισε στην πατρίδα του αφήνοντας πίσω του έναν μικρό όμιλο ατόμων που είχαν γίνει Σπουδαστές της Γραφής. Η Σκοπιά του 1927 ανέφερε ότι 18 άτομα συγκεντρώθηκαν στην Καλίνιβκα για να γιορτάσουν την Ανάμνηση. Στο γειτονικό χωριό Γιεπιφάνιβκα, την παρακολούθησαν 11. Επιπλέον, εκείνον το χρόνο 30 άτομα γιόρτασαν την Ανάμνηση στο Λιουμπίμιβσκι Ποστ.
Αδελφοί από τα κεντρικά γραφεία στο Μπρούκλιν παρακολουθούσαν συνεχώς με προσοχή τις εξελίξεις στη Σοβιετική Ένωση, προσπαθώντας να εδραιώσουν νομικά το έργο κηρύγματος της Βασιλείας. Με αυτό κατά νου, ένας Καναδός αδελφός, ο Τζορτζ Γιανγκ, έφτασε στην ΕΣΣΔ το 1928. Κατά την παραμονή του, επισκέφτηκε την πόλη Χάρκοβο, στην ανατολική Ουκρανία, όπου οργάνωσε μια μικρή τριήμερη συνέλευση του τοπικού ομίλου των Σπουδαστών της Γραφής. Αργότερα, η εναντίωση από τις αρχές τον ανάγκασε να φύγει από τη χώρα. Ο ίδιος επισήμανε ότι εκείνη την εποχή υπήρχαν επίσης όμιλοι Σπουδαστών της Γραφής τόσο στο Κίεβο όσο και στην Οδησσό.
Ο αδελφός Γιανγκ εξέθεσε στο Μπρούκλιν πώς είχε η κατάσταση στη Σοβιετική Ένωση. Σύμφωνα με εισήγησή του, ο Ντανιγίλ Σταρούχιν από την Ουκρανία διορίστηκε να εκπροσωπεί τους Σπουδαστές της Γραφής, όχι μόνο στην Ουκρανία, αλλά και σε όλη την ΕΣΣΔ. Αρκετά χρόνια πριν από την επίσκεψη του Τζορτζ Γιανγκ, ο αδελφός Σταρούχιν είχε καταφέρει να υπερασπιστεί την Αγία Γραφή σε μια δημόσια συζήτηση με τον Ανατόλι Λουνατσάρσκι, ο οποίος ήταν τότε ο Σοβιετικός Επίτροπος Παιδείας. Σε μια επιστολή προς τον Ι. Φ. Ρόδερφορντ, στα κεντρικά γραφεία στο Μπρούκλιν, ο αδελφός Γιανγκ έγραφε: «Ο Ντανιγίλ Σταρούχιν είναι ζηλωτής και δραστήριος. Όταν ήταν μόλις 15 χρονών, είχε μια συζήτηση με κάποιον ιερέα σχετικά με την Αγία Γραφή. Ο ιερέας θύμωσε τόσο πολύ, ώστε σήκωσε το σταυρό του και χτύπησε το παιδί στο κεφάλι, αφήνοντάς το αναίσθητο στο πάτωμα. Ακόμη έχει το σημάδι στο κεφάλι του. Ο Ντανιγίλ θα μπορούσε να είχε οδηγηθεί στην αγχόνη, αλλά επειδή ήταν ανήλικος, καταδικάστηκε μόνο σε τετράμηνη φυλάκιση». Μολονότι ο αδελφός Σταρούχιν προσπάθησε να καταχωρίσει την τοπική εκκλησία και να εξασφαλίσει άδεια από το κράτος για την εκτύπωση Βιβλικών εντύπων στην Ουκρανία, οι σοβιετικές αρχές δεν του το επέτρεψαν.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, καθώς και τη δεκαετία του 1930, οι σοβιετικές αρχές προωθούσαν τον αθεϊσμό με ζήλο. Η θρησκεία γινόταν αντικείμενο γελοιοποίησης, ενώ όσοι κήρυτταν θεωρούνταν «εχθροί της πατρίδας». Ύστερα από μια πλούσια σοδειά το 1932, οι κομμουνιστές κατέσχεσαν όλα τα τρόφιμα από τους χωρικούς στην Ουκρανία. Πάνω από έξι εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν εξαιτίας αυτού του τεχνητού λιμού που ακολούθησε.
Οι εκθέσεις δείχνουν ότι οι μικροί όμιλοι των υπηρετών του Ιεχωβά τήρησαν ακεραιότητα σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς, μολονότι δεν είχαν καμιά επαφή με αδελφούς έξω από τη χώρα. Κάποιοι από αυτούς έμειναν πολλά χρόνια στη φυλακή λόγω της πίστης τους. Η οικογένεια Τρούμπι, η οικογένεια Χαούζερ, ο Ντανιγίλ Σταρούχιν, ο Αντρίι Σαβένκο και η αδελφή Σαποβάλοβα είναι λίγοι μόνο από αυτούς τους τηρητές ακεραιότητας. Είμαστε πεπεισμένοι ότι ο Ιεχωβά δεν θα “ξεχάσει το έργο τους και την αγάπη που έδειξαν για το όνομά του”.—Εβρ. 6:10.
Καιρός Σκληρής Δοκιμασίας
Το τέλος της δεκαετίας του 1930 έφερε μεγάλες αλλαγές στα σύνορα πολλών χωρών της ανατολικής Ευρώπης. Η ναζιστική Γερμανία και η ΕΣΣΔ επέκτειναν τη σφαίρα επιρροής τους και κατέπνιξαν χώρες που ήταν λιγότερο ισχυρές.
Το Μάρτιο του 1939, η Ουγγαρία, με την υποστήριξη της ναζιστικής Γερμανίας, κατέλαβε την Υπερκαρπαθία. Το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά απαγορεύτηκε, και όλες οι Αίθουσες Βασιλείας σφραγίστηκαν. Οι αρχές μεταχειρίστηκαν βάναυσα τους αδελφούς και έστειλαν πολλούς στη φυλακή. Οι περισσότεροι Μάρτυρες από τα ουκρανικά χωριά Βελίκι Μπίτσκιβ και Κομπιλέτσκα Πολιάνα φυλακίστηκαν.
Όταν οι Σοβιετικοί έφτασαν στην περιοχή της Γαλιτσινά και του Βολίν το 1939, τα δυτικά σύνορα της Ουκρανίας έκλεισαν. Έτσι λοιπόν, η επαφή με το γραφείο της Πολωνίας χάθηκε. Μετά την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η οργάνωση δρούσε πλέον υπό την επιφάνεια. Οι αδελφοί συγκεντρώνονταν σε μικρές ομάδες που λέγονταν κύκλοι και συνέχισαν τη διακονία τους πιο προσεκτικά.
Αργότερα, τα ναζιστικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Ουκρανία. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο κλήρος άρχισε να ξεσηκώνει τα πλήθη εναντίον του λαού του Ιεχωβά. Στη Γαλιτσινά μαινόταν σκληρός διωγμός. Κάποιοι έσπασαν τα παράθυρα στα σπίτια των Μαρτύρων του Ιεχωβά, ενώ πολλοί αδελφοί υπέστησαν άγριο ξυλοδαρμό. Το χειμώνα, ανάγκασαν ορισμένους αδελφούς να σταθούν μέσα σε κρύο νερό επί ώρες επειδή δεν έκαναν το σημείο του σταυρού. Μερικές αδελφές τις χτύπησαν 50 φορές με ραβδί. Αρκετοί αδελφοί έχασαν τη ζωή τους κρατώντας ακεραιότητα. Παραδείγματος χάρη, η Γκεστάπο εκτέλεσε τον Ιλιά Γοβουτσάκ, έναν ολοχρόνιο διάκονο από τα Καρπάθια Όρη. Κάποιος Καθολικός ιερέας τον είχε καταδώσει στην Γκεστάπο επειδή ο αδελφός Γοβουτσάκ κήρυττε με ζήλο τη Βασιλεία του Θεού. Αυτός ήταν καιρός σκληρής δοκιμασίας. Παρ’ όλα αυτά, οι υπηρέτες του Ιεχωβά εξακολούθησαν να μένουν σταθεροί.
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά βοηθούσαν ο ένας τον άλλον, μολονότι κάτι τέτοιο ήταν συχνά επικίνδυνο. Στην πόλη Στανισλάβ (τώρα Ιβάνο-Φρανκόφσκ), μια γυναίκα εβραϊκής καταγωγής και οι δύο κόρες της έγιναν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτές ζούσαν σε κάποιο εβραϊκό γκέτο. Οι αδελφοί έμαθαν ότι οι Ναζί σκόπευαν να εκτελέσουν όλους τους Εβραίους στην πόλη, και γι’ αυτό οργάνωσαν την απόδραση των τριών αδελφών. Διακινδυνεύοντας τη δική τους ζωή, οι Μάρτυρες έκρυβαν αυτές τις Εβραίες αδελφές σε όλη την περίοδο του πολέμου.
Στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, οι αδελφοί στη δυτική Ουκρανία έχασαν προσωρινά την επαφή τους με την οργάνωση και δεν ήταν βέβαιοι ποια κατεύθυνση να ακολουθήσουν. Μερικοί νόμιζαν ότι η έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σήμαινε την έναρξη του Αρμαγεδδώνα. Αυτή η διδασκαλία προκάλεσε παρανοήσεις μεταξύ των αδελφών για κάποιο διάστημα.
Φυτρώνουν Σπόροι στο Πεδίο της Μάχης
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος προξένησε θλίψη και καταστροφή στην Ουκρανία. Επί τρία χρόνια η χώρα είχε μεταβληθεί σε ένα τεράστιο πεδίο μάχης. Καθώς το μέτωπο μετακινούνταν σε διάφορα σημεία του ουκρανικού εδάφους—πρώτα προς τα ανατολικά και μετά πίσω, προς τα δυτικά—πολλές πόλεις και χωριά καταστράφηκαν εντελώς. Περίπου δέκα εκατομμύρια Ουκρανοί πολίτες σκοτώθηκαν εκείνα τα χρόνια, μεταξύ των οποίων και πεντέμισι εκατομμύρια άμαχοι. Μέσα στη φρίκη του πολέμου, πολλοί απογοητεύτηκαν από τη ζωή και αδιαφορούσαν για τις ηθικές αρχές. Ωστόσο, ακόμη και κάτω από τέτοιες συνθήκες, μερικά άτομα γνώρισαν την αλήθεια.
Το 1942, ο Μιχάιλο Νταν, ένας νεαρός από την Υπερκαρπαθία ο οποίος άκουγε με ευχαρίστηση τους Μάρτυρες του Ιεχωβά πριν από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κλήθηκε για στρατιωτική υπηρεσία. Στη διάρκεια μιας στρατιωτικής άσκησης, κάποιος Καθολικός ιερέας μοίρασε στους στρατιώτες ένα θρησκευτικό έντυπο που υποσχόταν ουράνια ζωή σε όποιον σκότωνε τουλάχιστον έναν κομμουνιστή. Αυτή η δήλωση έκανε το νεαρό στρατιώτη να σαστίσει. Στη διάρκεια του πολέμου, είδε έναν κληρικό να σκοτώνει ανθρώπους. Αυτό τον βοήθησε να πειστεί ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν την αλήθεια. Μετά τον πόλεμο, γύρισε στο σπίτι του, βρήκε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και βαφτίστηκε στο τέλος του 1945.
Αργότερα ο αδελφός Νταν έζησε τη φρίκη των σοβιετικών φυλακών. Μετά την αποφυλάκισή του, διορίστηκε πρεσβύτερος και τώρα υπηρετεί ως προεδρεύων επίσκοπος σε μια από τις εκκλησίες της Υπερκαρπαθίας. Αναλογιζόμενος το έντυπο που αναφέρθηκε πρωτύτερα, λέει ειρωνικά: «Δεν σκότωσα ούτε έναν κομμουνιστή. Επομένως, δεν περιμένω να λάβω ουράνια ζωή, αλλά αποβλέπω στο να ζήσω αιώνια στον Παράδεισο στη γη».
Το Εύφορο Χώμα Καρποφορεί στα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης
Όπως αναφέρθηκε στην αρχή, το πλούσιο χώμα έχει τη δυνατότητα να αποφέρει εξαιρετικές σοδειές. Γι’ αυτό, στα χρόνια της κατοχής από τη ναζιστική Γερμανία, οι ναζιστές αφαίρεσαν το εύφορο μαυρόχωμα από την Ουκρανία. Γέμιζαν φορτηγά βαγόνια με εύφορο χώμα από την κεντρική Ουκρανία και τα έστελναν στη Γερμανία.
Ωστόσο, άλλα βαγόνια περιείχαν κάτι που αργότερα έγινε επίσης εύφορο χώμα με μεταφορική έννοια. Περίπου δυόμισι εκατομμύρια νεαροί και νεαρές μεταφέρθηκαν από την Ουκρανία στη Γερμανία για καταναγκαστικά έργα. Μεγάλος αριθμός από αυτούς κατέληξε αργότερα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εκεί γνώρισαν Γερμανούς Μάρτυρες, οι οποίοι κρατούνταν λόγω της Χριστιανικής τους ουδετερότητας. Ακόμη και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι Μάρτυρες δεν έπαψαν να μεταδίδουν τα καλά νέα σε άλλους, τόσο με λόγια όσο και με τη διαγωγή τους. Μια κρατούμενη θυμάται: «Οι Μάρτυρες διέφεραν από τους άλλους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Είχαν φιλική και αισιόδοξη διάθεση. Η συμπεριφορά τους έδειχνε ότι είχαν να πουν κάτι πολύ σπουδαίο στους άλλους κρατούμενους». Εκείνα τα χρόνια, πολλοί άνθρωποι από την Ουκρανία έμαθαν την αλήθεια από Γερμανούς Μάρτυρες που ήταν μαζί τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η Αναστασίγια Καζάκ ήρθε σε επαφή με την αλήθεια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Στούτχοφ στη Γερμανία. Στο τέλος του πολέμου, αρκετές εκατοντάδες κρατούμενοι—ανάμεσά τους και η Αναστασίγια μαζί με 14 άλλους Μάρτυρες—μεταφέρθηκαν με ποταμόπλοιο στη Δανία, όπου οι Δανοί αδελφοί έψαξαν να τους βρουν και φρόντισαν για τις υλικές και τις πνευματικές τους ανάγκες. Το ίδιο εκείνο έτος, η Αναστασίγια βαφτίστηκε σε ηλικία 19 ετών, στη συνέλευση της Κοπεγχάγης, και γύρισε στον τόπο της στην ανατολική Ουκρανία, όπου έσπερνε τους σπόρους της αλήθειας με ζήλο. Μετέπειτα, επειδή κήρυττε, η αδελφή Καζάκ φυλακίστηκε και πάλι, για 11 χρόνια.
Να ποια συμβουλή έχει να δώσει στα νεαρά άτομα: «Ό,τι και αν συμβεί στη ζωή σας—θλίψη, εναντίωση ή άλλες αντιξοότητες—ποτέ μην το βάλετε κάτω. Εξακολουθήστε να ζητάτε τη βοήθεια του Ιεχωβά. Όπως διαπίστωσα προσωπικά, αυτός δεν εγκαταλείπει ποτέ όσους τον υπηρετούν».—Ψαλμ. 94:14.
Δοκιμασίες στη Διάρκεια του Πολέμου
Ο πόλεμος είναι αμείλικτος και σκληρός, και φέρνει δυσκολίες, παθήματα και θάνατο τόσο στους στρατιώτες όσο και στους αμάχους. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν εξαιρούνται από τις φοβερές συνέπειες του πολέμου. Εντούτοις, μολονότι ζουν στον κόσμο, δεν είναι μέρος του. (Ιωάν. 17:15, 16) Μιμούμενοι τον Ηγέτη τους, τον Ιησού Χριστό, τηρούν αυστηρή πολιτική ουδετερότητα. Όσον αφορά τους Μάρτυρες στην Ουκρανία—όπως και αλλού—αυτή η στάση τούς έχει ξεχωρίσει ως γνήσιους Χριστιανούς. Και ενώ ο κόσμος τιμάει τους δικούς του ήρωες πολέμου, ζωντανούς και νεκρούς, ο Ιεχωβά τιμάει εκείνους που αποδεικνύουν με γενναιότητα την οσιότητά τους σε αυτόν.—1 Σαμ. 2:30.
Στα τέλη του 1944, τα σοβιετικά στρατεύματα ανακατέλαβαν τη δυτική Ουκρανία και κήρυξαν γενική επιστράτευση. Ταυτόχρονα, ομάδες Ουκρανών ανταρτών μάχονταν και εναντίον των γερμανικών και εναντίον των σοβιετικών στρατευμάτων. Οι κάτοικοι της δυτικής Ουκρανίας δέχονταν πιέσεις να προσχωρήσουν στις τάξεις των ανταρτών. Όλα αυτά αποτελούσαν καινούριες δοκιμασίες για τους υπηρέτες του Ιεχωβά, οι οποίοι ήθελαν να διατηρήσουν την ουδετερότητά τους. Επειδή αρνήθηκαν να πολεμήσουν, αρκετοί αδελφοί εκτελέστηκαν.
Ο Ιβάν Μακσιμιούκ και ο γιος του ο Μιχάιλο γνώρισαν την αλήθεια από τον Ιλιά Γοβουτσάκ. Στον πόλεμο, αρνήθηκαν να πάρουν όπλο, και γι’ αυτό τους συνέλαβαν οι αντάρτες. Λίγο πρωτύτερα, αυτοί οι αντάρτες είχαν συλλάβει και έναν Σοβιετικό στρατιώτη. Οι αντάρτες διέταξαν τον Ιβάν Μακσιμιούκ να σκοτώσει τον αιχμάλωτο στρατιώτη, λέγοντάς του ότι, αν το έκανε αυτό, θα τον άφηναν ελεύθερο. Όταν ο αδελφός Μακσιμιούκ αρνήθηκε, τον δολοφόνησαν με σαδισμό. Ο γιος του ο Μιχάιλο θανατώθηκε με τον ίδιο τρόπο, και το ίδιο συνέβη στον Γιούρι Φρεγιούκ και στο 17χρονο γιο του, τον Μικόλα.
Διάφοροι αδελφοί εκτελέστηκαν επειδή αρνήθηκαν να καταταχθούν στο σοβιετικό στρατό. (Ησ. 2:4) Άλλοι πάλι καταδικάστηκαν σε δεκαετή φυλάκιση. Οι φυλακισμένοι αδελφοί είχαν ελάχιστες πιθανότητες επιβίωσης επειδή κατά τη μεταπολεμική περίοδο στην Ουκρανία ακόμη και όσοι ήταν ελεύθεροι λιμοκτονούσαν. Το 1944, ο Μιχάιλο Ντασέβιτς φυλακίστηκε για λόγους ουδετερότητας. Πριν από τη δεκαετή του φυλάκιση, τον ανέκριναν επί έξι μήνες, πράγμα που τον άφησε σωματικό ράκος. Η ιατρική επιτροπή της φυλακής αποφάσισε ότι έπρεπε να έχει «διαιτολόγιο πλούσιο σε θερμίδες». Γι’ αυτό, το προσωπικό της κουζίνας στη φυλακή άρχισε να προσθέτει ένα κουταλάκι λάδι στο χυλό του—τη μόνη τροφή που του έδιναν. Ο αδελφός Ντασέβιτς επέζησε και υπηρέτησε 23 χρόνια στην επιτροπή χώρας της ΕΣΣΔ και αργότερα στην επιτροπή χώρας της Ουκρανίας.
Το 1944, εφτά αδελφοί από μια εκκλησία της Μπουκοβίνα αρνήθηκαν να καταταχθούν στο στρατό και καταδικάστηκαν σε τρία με τέσσερα χρόνια φυλάκιση ο καθένας. Τέσσερις από αυτούς πέθαναν από την πείνα στη φυλακή. Το ίδιο εκείνο έτος πέντε αδελφοί από μια γειτονική εκκλησία καταδικάστηκαν σε δεκαετή εγκλεισμό ο καθένας σε κάποιο σωφρονιστικό στρατόπεδο της Σιβηρίας. Μόνο ένας γύρισε πίσω—οι άλλοι πέθαναν εκεί.
Το Βιβλίο Έτους 1947 (στην αγγλική) σχολίαζε αυτά τα γεγονότα ως εξής: «Το 1944, όταν το ναζιστικό τέρας απωθήθηκε προς τα δυτικά, έγινε γενική επιστράτευση στη Δυτική Ουκρανία για να λήξει ο πόλεμος υπέρ της Ρωσίας. Και πάλι, οι αδελφοί μας δεν παραβίασαν την αιώνια διαθήκη και την ουδετερότητά τους. Αρκετοί έχασαν τη ζωή τους λόγω της πιστότητάς τους στον Κύριο, ενώ άλλοι—αυτή τη φορά πολύ περισσότεροι από 1.000—μεταφέρθηκαν και πάλι ανατολικά, στις ανοιχτές πεδιάδες αυτής της αχανούς χώρας».
Παρά τη μεγάλη αυτή μετακίνηση, οι αριθμοί των Μαρτύρων του Ιεχωβά συνέχισαν να αυξάνουν. Το 1946, παρακολούθησαν την Ανάμνηση στη δυτική Ουκρανία 5.218 άτομα, μεταξύ των οποίων και τέσσερις χρισμένοι.
Προσωρινή Ανάπαυλα
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, οι αδελφοί—οι οποίοι είχαν υπομείνει όλες τις δυσκολίες και είχαν παραμείνει όσιοι στον Θεό—κήρυτταν ένα λαμπρό άγγελμα ελπίδας και ενθάρρυνσης σε όσους γύριζαν από το πεδίο της μάχης. Οι στρατιώτες, καθώς και οι αιχμάλωτοι πολέμου, επέστρεφαν απογοητευμένοι, αλλά με τη λαχτάρα να βρουν νόημα στη ζωή. Ως εκ τούτου, πολλοί δέχτηκαν τη Γραφική αλήθεια με χαρά. Παραδείγματος χάρη, στα τέλη του 1945, στο χωριό Μπίλα Τσέρκβα της Υπερκαρπαθίας, 51 άτομα βαφτίστηκαν στον ποταμό Τίσα. Στο τέλος του χρόνου, εκείνη η εκκλησία είχε 150 ευαγγελιζομένους.
Εκείνον τον καιρό είχε αναπτυχθεί αμοιβαίο μίσος μεταξύ των Ουκρανών και των Πολωνών στη δυτική Ουκρανία και στην ανατολική Πολωνία. Σχηματίστηκαν πολλές ουκρανικές και πολωνικές συμμορίες. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτές οι συμμορίες ξεκλήριζαν ολόκληρα χωριά στα οποία ζούσαν άτομα της άλλης εθνικότητας. Δυστυχώς, μερικοί αδελφοί πέθαναν σε αυτές τις σφαγές.
Αργότερα, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Πολωνίας, περίπου 800.000 Πολωνοί από τη δυτική Ουκρανία επανεγκαταστάθηκαν στην Πολωνία και κάπου 500.000 Ουκρανοί από την ανατολική Πολωνία μεταφέρθηκαν στην Ουκρανία. Ανάμεσα σε αυτούς που άλλαξαν τόπο διαμονής υπήρχαν και πολλοί Μάρτυρες. Ολόκληρες εκκλησίες εγκαταστάθηκαν σε άλλες περιοχές, και οι αδελφοί έλαβαν νέους θεοκρατικούς διορισμούς, βλέποντας αυτή τη μετακίνηση πληθυσμών ως μια ευκαιρία για να κηρύξουν σε καινούριους τομείς. Το Βιβλίο Έτους 1947 (στην αγγλική) ανέφερε: «Όλες αυτές οι μετακινήσεις συνέβαλαν στην ταχύτατη διάδοση της αλήθειας σε περιοχές όπου είναι ζήτημα αν θα έφτανε σε φυσιολογικές εποχές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ακόμη και όλες αυτές οι λυπηρές περιστάσεις έχουν παίξει το ρόλο τους στην ενδόξαση του ονόματος του Ιεχωβά».
Όταν έκλεισαν τα δυτικά σύνορα της Ουκρανίας, οι αδελφοί έκαναν ενέργειες για να οργανώσουν τη δράση των Μαρτύρων του Ιεχωβά και στην Ουκρανία και στην υπόλοιπη ΕΣΣΔ. Ο Παβλό Ζιάτεκ είχε διοριστεί πρωτύτερα υπηρέτης χώρας για την Ουκρανία και την υπόλοιπη Σοβιετική Ένωση. Μεταγενέστερα, δύο άλλοι ζηλωτές αδελφοί, ο Στανισλάβ Μπούρακ και ο Πετρό Τόκαρ, διορίστηκαν να τον βοηθούν. Έμεναν κρυφά στο σπίτι μιας Χριστιανής αδελφής στο Λβοφ και τύπωναν έντυπα για να παρέχεται πνευματική τροφή σε ολόκληρη την ΕΣΣΔ. Τα έντυπα έρχονταν με μεγάλο κίνδυνο από την Πολωνία για να μεταφραστούν και να τυπωθούν στο Λβοφ. Πότε πότε, κάποιοι αδελφοί και αδελφές κατάφερναν να πάρουν την άδεια να επισκεφτούν τους συγγενείς τους στην Πολωνία και στην επιστροφή έφερναν κρυφά τα έντυπά μας. Για κάποιο διάστημα, ένας μηχανικός τρένων μετέφερε έντυπα μέσα σε ένα μεταλλικό κουτί κρυμμένο στον ατμολέβητα!
Στο τέλος του 1945, ο αδελφός Ζιάτεκ συνελήφθη και καταδικάστηκε σε δεκαετή φυλάκιση. Στη θέση του, έγινε υπηρέτης χώρας ο αδελφός Μπούρακ.
Ο Διωγμός Ξαναρχίζει
Τον Ιούνιο του 1947, ενώ ένας αδελφός μετέφερε έντυπα για να τα παραδώσει στους αδελφούς, τον σταμάτησαν σε έναν δρόμο του Λβοφ και τον συνέλαβαν. Οι υπηρεσίες ασφαλείας προθυμοποιήθηκαν να καταχωρίσουν την οργάνωσή μας νομικά, αν εκείνος τους έδινε τις διευθύνσεις των Μαρτύρων στους οποίους παρέδιδε τακτικά τα τυπωμένα έντυπα. Ο αδελφός τούς εμπιστεύτηκε και τους έδωσε τις διευθύνσεις σχεδόν 30 αδελφών, ανάμεσά τους και του αδελφού Μπούρακ, που ήταν τότε ο υπηρέτης χώρας. Αργότερα, συνελήφθησαν όλοι. Ο συγκεκριμένος αδελφός μετάνιωσε ειλικρινά και παραδέχτηκε ότι είχε εμπιστευτεί αδικαιολόγητα τις υπηρεσίες ασφαλείας.
Οι αδελφοί που συνελήφθησαν οδηγήθηκαν σε μια φυλακή του Κιέβου για περαιτέρω ανάκριση και εκδίκαση των υποθέσεών τους. Λίγο αργότερα, ο αδελφός Μπούρακ πέθανε στη φυλακή. Πριν από τη σύλληψή του, είχε καταφέρει να έρθει σε επαφή με τον υπηρέτη περιφερείας, τον Μικόλα Τσίμπα, από την περιοχή του Βολίν, και να του μεταβιβάσει την επίβλεψη του έργου στην Ουκρανία και στην υπόλοιπη Σοβιετική Ένωση.
Ήταν η πρώτη φορά που με μια σαρωτική κίνηση οι σοβιετικές υπηρεσίες ασφαλείας συνέλαβαν τόσο πολλούς υπεύθυνους αδελφούς, καθώς και άτομα τα οποία εργάζονταν στα μυστικά τυπογραφεία. Οι αξιωματούχοι στην ΕΣΣΔ θεωρούσαν τα έντυπά μας αντισοβιετικά. Οι Μάρτυρες κατηγορήθηκαν ψευδώς για ανατρεπτική δράση και πολλοί καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ωστόσο, οι θανατικές ποινές μετατράπηκαν σε 25ετή εγκλεισμό σε σωφρονιστικά στρατόπεδα.
Οι αδελφοί καταδικάστηκαν να εκτίσουν τις ποινές τους στη Σιβηρία. Όταν ρώτησαν κάποιον δικηγόρο γιατί τους έστελναν τόσο μακριά, εκείνος αστειευόμενος απάντησε: «Μάλλον πρέπει να κηρύξετε για τον Θεό σας εκεί». Πόσο αληθινά αποδείχτηκαν αυτά τα λόγια αργότερα!
Από το 1947 ως το 1951 συνελήφθησαν πολλοί υπεύθυνοι αδελφοί. Οι Μάρτυρες συλλαμβάνονταν, όχι μόνο επειδή τύπωναν έντυπα, αλλά και επειδή δεν πήγαιναν στο στρατό, δεν ψήφιζαν στις εκλογές και δεν έγραφαν τα παιδιά τους στην Οργάνωση των Πιονιέρων ή στην Κομσομόλ (Κομμουνιστική Ένωση Νεολαίας). Και μόνο το γεγονός ότι κάποιος ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά αρκούσε για να φυλακιστεί. Συχνά, κατέθεταν στις δίκες ψευδομάρτυρες. Κατά κανόνα, ήταν γείτονες ή συνάδελφοι τους οποίους είχαν εκφοβίσει ή δωροδοκήσει οι υπηρεσίες ασφαλείας.
Μερικές φορές οι αρχές ήταν φιλικές, αν και όχι ανοιχτά. Ο Ιβάν Σιμτσούκ συνελήφθη και τον έβαλαν στην απομόνωση έξι μήνες. Στην απομόνωση επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Δεν άκουγε ούτε τη φασαρία του δρόμου. Ύστερα από αυτό, τον δίκασαν. Ωστόσο, ο ανακριτής τον βοήθησε, λέγοντάς του πώς να απαντάει: «Μη λες τίποτα για το πού και από ποιον πήρες τις γραφομηχανές και τα έντυπα! Μην απαντάς σε αυτές τις ερωτήσεις!» Και όταν τον έπαιρναν για ανάκριση, ο ανακριτής έλεγε: «Ιβάν, μην το βάζεις κάτω! Μην το βάζεις κάτω, Ιβάν».
Σε μερικά χωριά δεν επέτρεπαν στους Μάρτυρες του Ιεχωβά να κρεμάνε κουρτίνες στα παράθυρά τους. Σκοπός ήταν να μπορούν οι γείτονες και οι αστυνομικοί να βλέπουν εύκολα αν οι Μάρτυρες διάβαζαν τα έντυπά τους ή έκαναν συναθροίσεις. Παρ’ όλα αυτά, οι αδελφοί έβρισκαν τρόπους να τρέφονται πνευματικά. Μερικές φορές, το «βήμα» του οδηγού Μελέτης Σκοπιάς ήταν πολύ πρωτότυπο. Ενώ διεξήγε και διάβαζε τη Σκοπιά, ο αδελφός καθόταν κάτω από ένα τραπέζι το οποίο ήταν καλυμμένο με ένα τραπεζομάντιλο που έφτανε ως το πάτωμα. Το «ακροατήριο» καθόταν γύρω από το τραπέζι, ακούγοντας προσεκτικά και δίνοντας σχόλια. Κανείς δεν μπορούσε να υποπτευθεί ότι οι άνθρωποι γύρω από το τραπέζι απολάμβαναν μια θρησκευτική συνάθροιση!
Μαρτυρία στα Δικαστήρια
Ο Μιχάιλο Νταν, που αναφέρθηκε πιο πριν, συνελήφθη στα τέλη του 1948. Εκείνη την εποχή ήταν παντρεμένος και είχε γιο ενός έτους, ενώ η σύζυγός του περίμενε και άλλο παιδί. Στη δίκη, ο εισαγγελέας πρότεινε 25ετή φυλάκιση. Στα τελευταία του λόγια προς τους δικαστές, ο αδελφός Νταν χρησιμοποίησε τα εδάφια Ιερεμίας 26:14, 15: «Ορίστε! εγώ είμαι στο χέρι σας. Κάντε σε εμένα όπως φαίνεται καλό και σωστό στα μάτια σας. Μόνο να ξέρετε με βεβαιότητα ότι, αν με θανατώσετε, αθώο αίμα βάζετε πάνω σας και πάνω σε αυτή την πόλη και πάνω στους κατοίκους της, γιατί αληθινά ο Ιεχωβά με έστειλε σε εσάς για να σας πω όλα αυτά τα λόγια». Αυτή η προειδοποίηση επηρέασε τους δικαστές. Συσκέφθηκαν και αποφάσισαν: δέκα χρόνια φυλάκιση και πέντε χρόνια εξορία σε απομακρυσμένες περιοχές της Ρωσίας.
Ο αδελφός Νταν καταδικάστηκε ως προδότης της πατρίδας. Όταν το άκουσε αυτό, είπε στους δικαστές: «Γεννήθηκα στην Ουκρανία όταν την κυβερνούσε η Τσεχοσλοβακία, και αργότερα έζησα την κατοχή της χώρας από την Ουγγαρία. Τώρα έχει έρθει στην περιοχή μας η Σοβιετική Ένωση, και εγώ είμαι Ρουμάνος στην εθνικότητα. Ποια πατρίδα πρόδωσα;» Φυσικά, δεν πήρε απάντηση στην ερώτησή του. Μετά τη δίκη, ο αδελφός Νταν έμαθε τα ευχάριστα νέα ότι είχε αποκτήσει ένα κοριτσάκι. Αυτό τον βοήθησε να αντέξει όλους τους εξευτελισμούς των φυλακών και των στρατοπέδων στην ανατολική Ρωσία. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, πολλοί αδελφοί από την Ουκρανία, τη Μολδαβία και τη Λευκορωσία πέθαναν από την πείνα στις σοβιετικές φυλακές. Ο ίδιος ο αδελφός Νταν έχασε 25 κιλά.
Αδελφές Διώκονται στην Ουκρανία
Το σοβιετικό καθεστώς δεν δίωκε μόνο τους αδελφούς επιβάλλοντάς τους πολυετείς ποινές. Μεταχειριζόταν και τις αδελφές εξίσου βάναυσα. Παραδείγματος χάρη, η Μαρίγια Τομίλκο έμαθε την αλήθεια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράβενσμπρικ, στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Αργότερα, επέστρεψε στην Ουκρανία και κήρυττε στην πόλη Ντνιεπροπετρόφσκ. Λόγω του κηρύγματός της, καταδικάστηκε το 1948 σε 25ετή εγκλεισμό σε σωφρονιστικό στρατόπεδο.
Μια άλλη αδελφή, η οποία καταδικάστηκε σε 20ετή εγκλεισμό σε σωφρονιστικό στρατόπεδο, θυμάται: «Την περίοδο που μου έκαναν ανακρίσεις, με είχαν στο ίδιο κελί με πολλές γυναίκες που είχαν διαπράξει εγκλήματα. Ωστόσο, εγώ δεν τις φοβόμουν και τους κήρυττα. Προς έκπληξή μου, με άκουγαν προσεκτικά. Το κελί ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Κοιμόμασταν όλες στο πάτωμα, στριμωγμένες σαν σαρδέλες. Στον ύπνο μας, ο μόνος τρόπος να αλλάξουμε πλευρό ήταν να γυρίσουμε όλες μαζί ταυτόχρονα, τη στιγμή που κάποια θα έδινε το σύνθημα».
Το 1949 ένας ηγέτης των Βαπτιστών στην πόλη Ζαπορόζιε κατέδωσε στις τοπικές υπηρεσίες ασφαλείας πέντε αδελφές μας, οι οποίες στη συνέχεια συνελήφθησαν. Κατηγορήθηκαν για αντισοβιετική δράση και καταδικάστηκαν η καθεμιά σε 25ετή εγκλεισμό σε σωφρονιστικά στρατόπεδα. Όλη τους η περιουσία κατασχέθηκε. Επί εφτά χρόνια, ωσότου κηρύχτηκε αμνηστία, εξέτιαν τις ποινές τους μακριά, στη βόρεια Ρωσία. Η Λίντιγια Κούρντας, μια από αυτές τις αδελφές, θυμάται: «Μας επέτρεπαν να στέλνουμε στις οικογένειές μας μόνο δύο γράμματα το χρόνο, και αυτά τα γράμματα λογοκρίνονταν αυστηρά. Όλο εκείνον τον καιρό, δεν είχαμε έντυπα». Και όμως, παρέμειναν πιστές στον Ιεχωβά και συνέχισαν να κηρύττουν τα καλά νέα της Βασιλείας.
Βοήθεια για τους Αδελφούς στη Μολδαβία
Ακόμη και σε τόσο δύσκολους καιρούς, οι Μάρτυρες έδειχναν αγάπη ο ένας για τον άλλον. Το 1947 έπεσε μεγάλη πείνα στη γειτονική χώρα της Μολδαβίας. Μολονότι και οι αδελφοί από την Ουκρανία ήταν φτωχοί ανταποκρίθηκαν αμέσως στην ανάγκη των Μολδαβών ομοπίστων τους και τους έστειλαν αλεύρι. Μάρτυρες από τη δυτική Ουκρανία κάλεσαν αρκετούς Μάρτυρες από τη Μολδαβία να μείνουν στα σπίτια τους.
Ένας αδελφός που ζούσε τότε στη Μολδαβία θυμάται: «Εφόσον ήμουν ορφανός, η κυβέρνηση έπρεπε κανονικά να μου δίνει 200 γραμμάρια ψωμί την ημέρα. Αλλά επειδή δεν ανήκα στην Οργάνωση των Πιονιέρων, δεν μου τα έδιναν. Χαρήκαμε πολύ όταν οι αδελφοί από τη δυτική Ουκρανία μάς έστειλαν αλεύρι, από το οποίο ο κάθε ευαγγελιζόμενος μπορούσε να πάρει 4 κιλά».
Προσπάθεια για Νομική Καταχώριση στην ΕΣΣΔ
Το 1949, τρεις πρεσβύτεροι από την περιοχή του Βολίν (ο Μικόλα Πιατόχα, ο Ιλιά Μπαμπιιτσούκ και ο Μιχάιλο Τσουμάκ) έκαναν αίτηση για να καταχωριστεί νομικά το έργο μας. Λίγο αργότερα, ο αδελφός Τσουμάκ συνελήφθη. Ο ένας από τους άλλους δύο αδελφούς, ο Μικόλα Πιατόχα, θυμάται ότι την πρώτη φορά που έστειλαν την αίτηση, δεν έλαβαν απάντηση. Γι’ αυτό, υπέβαλαν και δεύτερη αίτηση στη Μόσχα. Τα έγγραφα μεταβιβάστηκαν στο Κίεβο. Οι αξιωματούχοι εκεί παραχώρησαν ακρόαση στους αδελφούς και τους είπαν ότι η καταχώριση θα ήταν εφικτή μόνο αν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά συνεργάζονταν μαζί τους. Οι αδελφοί, φυσικά, δεν δέχτηκαν να συμβιβάσουν την ουδέτερη θέση τους. Σύντομα συνελήφθησαν και αυτοί οι δύο αδελφοί, και καταδικάστηκαν ο καθένας σε 25ετή εγκλεισμό σε σωφρονιστικά στρατόπεδα.
Σε ένα ειδικό υπόμνημα που στάλθηκε από τη Μόσχα στις τοπικές αρχές του Βολίν, αναφερόταν ότι η θρησκευτική «αίρεση» των Μαρτύρων του Ιεχωβά «είναι δεδηλωμένο αντισοβιετικό κίνημα και δεν μπορεί να καταχωριστεί». Ο επικεφαλής του τοπικού Γραφείου Θρησκευτικών Υποθέσεων διατάχθηκε να κατασκοπεύει τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και να υποβάλλει τις αναφορές του στις κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας.
Θρησκευτικοί Ηγέτες Συνεργάζονται με τις Αρχές
Το 1949 κάποιος ηγέτης των Βαπτιστών στην Υπερκαρπαθία προσέφυγε στις αρχές, παραπονούμενος ότι οι Μάρτυρες μετέστρεφαν το ποίμνιό του. Ως αποτέλεσμα, ο Μιχάιλο Τιλνιάκ, πρεσβύτερος της τοπικής εκκλησίας, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε δεκαετή φυλάκιση. Η σύζυγός του έμεινε πίσω με δύο μικρά παιδιά.
Τέτοιου είδους ενέργειες από μέρους των θρησκευτικών ηγετών βοηθούσαν τα ειλικρινή άτομα να κατανοήσουν και να εκτιμήσουν το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Το 1950 μια νεαρή Βαπτίστρια, η Βασιλίνα Μπίμπεν από την Υπερκαρπαθία, έμαθε ότι ο κληρικός της εκκλησίας της είχε ενημερώσει τις αρχές για τη δράση δύο Μαρτύρων στην περιοχή της. Οι Μάρτυρες συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε εξαετή φυλάκιση. Μετά την αποφυλάκισή τους γύρισαν πίσω, αλλά δεν εκδήλωσαν εχθρότητα προς τον κληρικό. Η Βασιλίνα κατάλαβε ότι αυτοί οι Μάρτυρες όντως αγαπούσαν τους πλησίον τους. Εντυπωσιάστηκε, μελέτησε την Αγία Γραφή με τους Μάρτυρες και βαφτίστηκε. Η ίδια λέει: «Είμαι ευγνώμων στον Ιεχωβά για το ότι βρήκα την οδό που οδηγεί στην αιώνια ζωή».
Εξορία στη Ρωσία
Οι Βιβλικές αλήθειες που διακήρυτταν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν ασύμβατες με την αθεϊστική ιδεολογία του κομμουνιστικού καθεστώτος. Οι Μάρτυρες, καλά οργανωμένοι, τύπωναν κρυφά και διένεμαν έντυπα που προωθούσαν τη Βασιλεία του Θεού. Επιπρόσθετα, διέδιδαν τις Βιβλικές διδασκαλίες σε γείτονες και συγγενείς. Από το 1947 ως το 1950, οι αρχές συνέλαβαν περισσότερους από 1.000 Μάρτυρες. Εντούτοις, ο αριθμός των αδελφών συνέχισε να αυξάνει. Γι’ αυτό, το 1951 οι αρχές προετοίμασαν μυστικά ένα σχέδιο με το οποίο πίστευαν ότι θα εξόντωναν το λαό του Θεού. Θα εξόριζαν τους υπόλοιπους Μάρτυρες 5.000 χιλιόμετρα ανατολικά, στα βάθη της ρωσικής Σιβηρίας.
Στις 8 Απριλίου 1951, περισσότεροι από 6.100 Μάρτυρες εξορίστηκαν από τη δυτική Ουκρανία στη Σιβηρία. Νωρίς το πρωί, έφτασαν φορτηγά με στρατιώτες στο σπίτι κάθε Μάρτυρα, δίνοντας στην οικογένεια προθεσμία μόλις δύο ωρών για να μαζέψουν τα πράγματά τους για το ταξίδι. Μπορούσαν να πάρουν μόνο τα τιμαλφή και τα προσωπικά τους αντικείμενα. Όλοι όσοι βρίσκονταν στο σπίτι στάλθηκαν στην εξορία—άντρες, γυναίκες και παιδιά. Κανείς δεν εξαιρέθηκε λόγω προχωρημένης ηλικίας ή κακής υγείας. Αστραπιαία, μέσα σε μία και μόνο ημέρα, τους στοίβαξαν σε φορτηγά βαγόνια και τους έστειλαν μακριά.
Όσους έλειπαν από το σπίτι εκείνη τη στιγμή τούς άφησαν πίσω, και οι αρχές δεν έψαξαν να τους βρουν. Μερικοί από αυτούς ζήτησαν επίσημα από τις αρχές να πάνε στις εξορισμένες οικογένειές τους. Οι αρχές δεν απάντησαν σε αυτά τα αιτήματα ούτε τους είπαν πού είχαν σταλεί οι συγγενείς τους.
Εκτός από τους Μάρτυρες στην Ουκρανία, εξορίστηκαν και άλλοι από τη Μολδαβία, τη δυτική Λευκορωσία, τη Λιθουανία, τη Λετονία και την Εσθονία. Συνολικά, περίπου 9.500 Μάρτυρες εξορίστηκαν από αυτές τις έξι δημοκρατίες. Τους έβαλαν με στρατιωτική συνοδεία σε βαγόνια τα οποία ο κόσμος αποκαλούσε «στάβλους», επειδή χρησιμοποιούνταν συνήθως για τη μεταφορά ζώων.
Κανένας από τους Μάρτυρες δεν γνώριζε πού θα τους πήγαιναν. Στη διάρκεια του μεγάλου ταξιδιού τους, προσεύχονταν, έψελναν ύμνους και βοηθούσαν ο ένας τον άλλον. Μερικοί κρεμούσαν κομμάτια ύφασμα έξω από τα βαγόνια, δηλώνοντας την ταυτότητά τους με τις λέξεις: «Είμαστε Μάρτυρες του Ιεχωβά από την περιοχή του Βολίν» ή «Είμαστε Μάρτυρες του Ιεχωβά από την περιοχή του Λβοφ». Καθ’ οδόν, όταν σταματούσαν στους σταθμούς του τρένου, έβλεπαν παρόμοια τρένα με ανάλογες επιγραφές από άλλες περιοχές της δυτικής Ουκρανίας. Έτσι οι αδελφοί κατάλαβαν ότι εξορίζονταν και Μάρτυρες από άλλες περιοχές. Αυτά τα «τηλεγραφήματα» ενίσχυαν τους αδελφούς τις δύο ή τρεις εβδομάδες που διήρκεσε το σιδηροδρομικό ταξίδι τους ως τη Σιβηρία.
Αυτή η μετακίνηση θεωρούνταν μόνιμη εξορία. Το σχέδιο ήταν να μην επιτραπεί ποτέ στους Μάρτυρες του Ιεχωβά να φύγουν από τη Σιβηρία. Ήταν υποχρεωμένοι να δίνουν τακτικά το παρόν στα αρμόδια τοπικά γραφεία, μολονότι δεν ήταν φυλακισμένοι. Αν κάποιος δεν το έκανε αυτό, καταδικαζόταν σε πολυετή φυλάκιση.
Όταν έφτασαν, μερικούς τους ξεφόρτωσαν απλώς μέσα στο δάσος και τους έδωσαν τσεκούρια για να κόψουν δέντρα και να φτιάξουν μόνοι τους τα καταλύματά τους, καθώς επίσης και να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Για να επιζήσουν τους πρώτους χειμώνες, οι Μάρτυρες ήταν συχνά αναγκασμένοι να φτιάχνουν μέσα στο έδαφος πρωτόγονα καταφύγια στα οποία έβαζαν τύρφη για στέγη.
Ο Γριγόρι Μέλνικ, ο οποίος τώρα υπηρετεί ως πρεσβύτερος στην Κριμαία, θυμάται: «Μετά τη σύλληψη της αδελφής μου το 1947, οι αρχές με έπαιρναν συχνά για ανάκριση. Με χτυπούσαν με ξύλινα ραβδιά. Πολλές φορές με υποχρέωσαν να σταθώ σε έναν τοίχο επί 16 ώρες. Όλα αυτά τα έκαναν για να με εξαναγκάσουν να ψευδομαρτυρήσω εναντίον της μεγαλύτερης αδελφής μου, που ήταν Μάρτυρας. Ήμουν 16 χρονών. Επειδή αρνιόμουν να καταθέσω εναντίον της, οι τοπικές αρχές με αντιπαθούσαν και ήθελαν να με ξεφορτωθούν.
»Γι’ αυτό, όταν έφτασε το 1951, εξοριστήκαμε στη Σιβηρία, αν και ήμασταν ορφανά—δύο μικρότερα αγόρια, η μικρότερη αδελφή μου και εγώ. Οι γονείς μας είχαν ήδη πεθάνει, ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός μου και η μεγαλύτερη αδελφή μου εξέτιαν δεκαετείς ποινές φυλάκισης. Σε ηλικία 20 ετών, είχα αναλάβει να φροντίζω τους δύο μικρότερους αδελφούς μου και την αδελφή μου.
»Θυμάμαι συχνά τα πρώτα δύο χρόνια στη Σιβηρία, τότε που τρεφόμασταν αποκλειστικά με πατάτες και τσάι. Πίναμε το τσάι μας σε πιάτα της σούπας, γιατί τα φλιτζάνια ήταν πολυτέλεια εκείνη την εποχή. Αλλά πνευματικά ένιωθα πολύ καλά. Από τις πρώτες ημέρες της άφιξής μας, άρχισα να διεξάγω δημόσιες συναθροίσεις. Αργότερα, ξεκινήσαμε και τη Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας. Δεν μου ήταν εύκολο να εκπληρώνω αυτές τις ευθύνες, λόγω της εξουθενωτικής σωματικής εργασίας που έπρεπε να κάνω για να φροντίζω τους μικρότερους αδελφούς μου και την αδελφή μου». Παρά τις αντιξοότητες αυτές, η οικογένεια Μέλνικ παρέμεινε πιστή στον Ιεχωβά και στην οργάνωσή του.
Θέλοντας να εμποδίσουν την επικοινωνία ανάμεσα στους Μάρτυρες, που θα έφταναν σε λίγο, και στους ντόπιους, οι αρχές της Σιβηρίας διέδωσαν τη φήμη ότι θα έρχονταν ανθρωποφάγοι στη Σιβηρία. Όταν έφτασε μια ομάδα Μαρτύρων, χρειάστηκε να περιμένουν μερικές ημέρες για να τους δοθούν σπίτια στα γύρω χωριά. Γι’ αυτό, κάθισαν στο ύπαιθρο, δίπλα στην όχθη του παγωμένου ποταμού Τσουλίμ. Μολονότι ήταν μέσα Απριλίου, υπήρχε ακόμη πολύ χιόνι στο έδαφος. Οι αδελφοί άναψαν μια μεγάλη φωτιά, ζεστάθηκαν, έψαλαν ύμνους, προσευχήθηκαν και αφηγούνταν εμπειρίες από το ταξίδι τους. Προς έκπληξή τους, κανένας από τους ντόπιους χωρικούς δεν τους πλησίασε. Αντίθετα, οι χωρικοί έκλεισαν όλες τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών τους, και δεν κάλεσαν μέσα τους Μάρτυρες. Την τρίτη ημέρα, οι πιο θαρραλέοι από τους χωρικούς, οπλισμένοι με τσεκούρια, πλησίασαν τους Μάρτυρες και τους έπιασαν κουβέντα. Στην αρχή, πίστευαν πράγματι ότι είχαν φτάσει ανθρωποφάγοι! Αλλά γρήγορα έμαθαν ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια.
Το 1951, οι αρχές είχαν επίσης σχεδιάσει να εξορίσουν τους Μάρτυρες από την Υπερκαρπαθία. Έφεραν μάλιστα και άδεια βαγόνια. Ωστόσο, η απόφαση να εξοριστούν οι αδελφοί ακυρώθηκε για άγνωστο λόγο. Η Υπερκαρπαθία αποτέλεσε μια από τις κύριες περιοχές όπου παράγονταν έντυπα για ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση στη διάρκεια της απαγόρευσης.
Η Ενότητα Παραμένει
Επειδή οι περισσότεροι αδελφοί εξορίστηκαν στη Σιβηρία, πολλοί από εκείνους που έμειναν πίσω έχασαν την επαφή τους με την οργάνωση. Για παράδειγμα, η Μαρίγια Γρετσίνα, από το Τσερνιβτσί, έζησε έξι και πλέον χρόνια χωρίς να έχει επαφή με την οργάνωση ή τους ομοπίστους της. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισε να εμπιστεύεται στον Ιεχωβά και παρέμεινε πιστή. Από το 1951 ως τα μέσα της δεκαετίας του 1960, καθώς οι περισσότεροι αδελφοί βρίσκονταν στη φυλακή ή στην εξορία, την ηγεσία σε πολλές εκκλησίες την ανέλαβαν αναγκαστικά οι αδελφές.
Ο Μιχάιλο Ντασέβιτς, αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, θυμάται: «Η εξορία στη Σιβηρία δεν με επηρέασε άμεσα, γιατί όταν ετοιμάστηκαν οι λίστες με εκείνους που επρόκειτο να εξοριστούν, εγώ ήμουν ακόμη στη Ρωσία, φυλακισμένος. Όταν γύρισα στην Ουκρανία, μέσα σε λίγο διάστημα οι περισσότεροι Μάρτυρες από την περιοχή μου στάλθηκαν στη Σιβηρία. Έτσι έπρεπε να ψάξω να βρω τους μεμονωμένους Μάρτυρες που είχαν χάσει την επαφή τους με την οργάνωση και να τους οργανώσω σε ομίλους μελέτης βιβλίου και σε εκκλησίες. Αυτό σήμαινε ότι άρχισα να εκτελώ καθήκοντα επισκόπου περιοχής, μολονότι δεν υπήρχε κανένας για να μου αναθέσει αυτό το έργο. Κάθε μήνα επισκεπτόμουν όλες τις εκκλησίες, συγκέντρωνα τις εκθέσεις έργου και μοίραζα από τη μία εκκλησία στην άλλη τα έντυπα που είχαμε ακόμη στη διάθεσή μας. Πολλές φορές, οι αδελφές μας έκαναν έργο υπηρετών εκκλησίας, και σε ορισμένες περιοχές εκτελούσαν καθήκοντα υπηρετών περιοχής, εφόσον δεν υπήρχαν αδελφοί. Για λόγους ασφαλείας, κάναμε όλες τις συναντήσεις των υπηρετών εκκλησίας της περιοχής μας στα νεκροταφεία τη νύχτα. Ξέραμε ότι ο κόσμος γενικά φοβόταν τους νεκρούς, και έτσι ήμασταν σίγουροι ότι δεν θα ερχόταν κανείς να μας ενοχλήσει. Συνήθως κουβεντιάζαμε ψιθυριστά σε αυτές τις συγκεντρώσεις. Σε μια περίπτωση ψιθυρίζαμε πολύ δυνατά, και δύο άντρες που περνούσαν από το νεκροταφείο το έβαλαν στα πόδια όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Πρέπει να νόμισαν ότι μιλούσαν οι νεκροί!»
Μετά την εξορία του 1951, ο Μικόλα Τσίμπα, ο υπηρέτης χώρας εκείνη την εποχή, συνέχισε να εργάζεται κρυφά σε μια υπόγεια αποθήκη, τυπώνοντας Γραφικά έντυπα. Το 1952 οι υπηρεσίες ασφαλείας τον ανακάλυψαν και τον συνέλαβαν, με αποτέλεσμα να περάσει πολλά χρόνια στη φυλακή. Ο αδελφός Τσίμπα παρέμεινε πιστός μέχρι το θάνατό του το 1978. Εκτός από τον αδελφό Τσίμπα, και άλλοι αδελφοί που τον βοηθούσαν συνελήφθησαν.
Εκείνη την περίοδο, οι αδελφοί δεν είχαν επαφή με κανέναν από το εξωτερικό. Γι’ αυτό δεν μπορούσαν να πάρουν τα τρέχοντα έντυπα έγκαιρα. Σε μια περίπτωση, μερικοί αδελφοί κατάφεραν να πάρουν στα χέρια τους ένα απόθεμα περιοδικών Σκοπιά στη ρουμανική για τα έτη 1945 ως το 1949. Ντόπιοι αδελφοί τα μετέφρασαν στην ουκρανική και στη ρωσική.
Οι Μάρτυρες στην Ουκρανία οι οποίοι δεν είχαν εξοριστεί ή φυλακιστεί έδειχναν βαθύ ενδιαφέρον για τους ομοπίστους τους. Κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια να φτιάξουν μια λίστα όσων είχαν φυλακιστεί για να τους στείλουν ζεστά ρούχα, τρόφιμα και έντυπα. Παραδείγματος χάρη, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Υπερκαρπαθία διατηρούσαν επαφή με αδελφούς σε 54 σωφρονιστικά στρατόπεδα σε ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση. Πολλές εκκλησίες έβαλαν ένα επιπλέον κουτί συνεισφορών με την ένδειξη «Καλές Ελπίδες». Τα χρήματα που συγκεντρώνονταν σε αυτό το κουτί προορίζονταν για τις ανάγκες όσων βρίσκονταν στη φυλακή. Όταν λάβαιναν από τις φυλακές και τα στρατόπεδα θερμές επιστολές εκτίμησης, μαζί με εκθέσεις υπηρεσίας αγρού, εκείνοι οι πιστοί και αυτοθυσιαστικοί αδελφοί που ήταν ελεύθεροι ενθαρρύνονταν πολύ.
Οι Συνθήκες Βελτιώνονται
Μετά το θάνατο του Σοβιετικού Προέδρου Ιωσήφ Στάλιν, η γενική στάση προς τους Μάρτυρες βελτιώθηκε. Από το 1953 κηρύχτηκε αμνηστία στην ΕΣΣΔ, πράγμα που οδήγησε στην απελευθέρωση μερικών αδελφών. Μετέπειτα, συστάθηκε η Κρατική Επιτροπή, η οποία επανεξέταζε τις ποινές που είχαν επιβληθεί. Ως αποτέλεσμα, πολλοί αδελφοί απελευθερώθηκαν, ενώ οι ποινές φυλάκισης κάποιων άλλων μειώθηκαν.
Μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια, οι περισσότεροι φυλακισμένοι Μάρτυρες αφέθηκαν ελεύθεροι. Αλλά η αμνηστία δεν ίσχυε για όσους είχαν εξοριστεί το 1951. Σε μερικές φυλακές και στρατόπεδα, ο αριθμός εκείνων που είχαν γίνει Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν μεγαλύτερος από τον αριθμό των Μαρτύρων που είχαν σταλεί αρχικά εκεί. Αυτή η αύξηση ενθάρρυνε τους αδελφούς και τους έπεισε ότι ο Ιεχωβά όντως τους είχε ευλογήσει για τη σταθερή στάση που κράτησαν εκείνη την περίοδο.
Όταν απελευθερώθηκαν, πολλοί αδελφοί κατάφεραν να γυρίσουν στο σπίτι τους. Καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια να βρεθούν οι Μάρτυρες που είχαν χάσει την επαφή τους με την οργάνωση. Ο Βολοντίμιρ Βολομπούγιεβ, που ζούσε στην περιοχή του Ντονιέτσκ, θυμάται: «Μέχρι την επόμενη σύλληψή μου το 1958, κατάφερα να εντοπίσω και να βοηθήσω γύρω στους 160 Μάρτυρες που είχαν χωριστεί από την οργάνωση».
Η κήρυξη αμνηστίας δεν σήμαινε ότι δόθηκε στους αδελφούς μεγαλύτερη ελευθερία να κηρύττουν. Πολλοί αδελφοί και αδελφές απελευθερώθηκαν, αλλά σύντομα καταδικάστηκαν και πάλι σε πολυετείς ποινές φυλάκισης. Παραδείγματος χάρη, η Μαρίγια Τομίλκο από το Ντνιεπροπετρόφσκ εξέτισε μόνο τα 8 χρόνια της 25ετούς φυλάκισής της χάρη στην αμνηστία του Μαρτίου του 1955. Εντούτοις, έπειτα από τρία χρόνια καταδικάστηκε και πάλι σε δέκα χρόνια φυλάκιση και πέντε χρόνια εξορία. Γιατί; Η απόφαση του δικαστηρίου για αυτήν έλεγε: «Είχε στην κατοχή της και διάβαζε έντυπα και χειρόγραφα κείμενα Ιεχωβιτικού περιεχομένου» και «εκτελούσε δραστήρια το έργο της διάδοσης των Ιεχωβιτικών πεποιθήσεων στους γείτονές της». Ύστερα από εφτά χρόνια αφέθηκε ελεύθερη λόγω σωματικής αναπηρίας. Η αδελφή Τομίλκο υπέμεινε κάθε είδους δοκιμασίες και παραμένει πιστή ως σήμερα.
Η Αγάπη Ποτέ Δεν Χάνεται
Οι αρχές κατέβαλαν ιδιαίτερες προσπάθειες να χωρίσουν τις οικογένειες των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Πολλές φορές, οι υπηρεσίες ασφαλείας επιδίωκαν να θέσουν στους Μάρτυρες το δίλημμα: Θεός ή οικογένεια. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις, τα μέλη του λαού του Ιεχωβά αποδείκνυαν την οσιότητά τους στον Ιεχωβά παρά τις πολύ σκληρές δοκιμασίες.
Η Γάνα Μπόκοτς από την Υπερκαρπαθία, της οποίας ο σύζυγος, ο Νούτσου, συνελήφθη επειδή κήρυττε με ζήλο, θυμάται: «Στη φυλακή ο σύζυγός μου υπέμεινε πολλές κακεντρεχείς προσβολές. Έμεινε έξι μήνες στην απομόνωση χωρίς κρεβάτι, έχοντας μόνο μια καρέκλα. Τον ξυλοκοπούσαν άγρια και δεν του έδιναν φαγητό. Μέσα σε λίγους μήνες, αδυνάτισε πολύ και ζύγιζε μόνο 36 κιλά, το μισό του κανονικού του βάρους».
Η πιστή του σύζυγος έμεινε μόνη με τη μικρή τους κόρη. Οι αρχές πίεζαν τον αδελφό Μπόκοτς να συμβιβάσει την πίστη του και να συνεργαστεί μαζί τους. Του ζητούσαν να διαλέξει ανάμεσα στην οικογένειά του και στο θάνατο. Ο αδελφός Μπόκοτς δεν πρόδωσε τις πεποιθήσεις του και παρέμεινε πιστός στον Ιεχωβά και στην οργάνωσή Του. Έμεινε 11 χρόνια στις φυλακές, και μετά την απελευθέρωσή του, συνέχισε τη Χριστιανική του δράση ως πρεσβύτερος και αργότερα ως επίσκοπος περιοχής μέχρι το θάνατό του το 1988. Συχνά έπαιρνε δύναμη από τα λόγια του εδαφίου Ψαλμός 91:2: «Θα λέω στον Ιεχωβά: “Εσύ είσαι το καταφύγιό μου και το οχυρό μου, ο Θεός μου, στον οποίο θα εμπιστεύομαι”».
Προσέξτε ένα άλλο παράδειγμα μεγάλης υπομονής. Ο Γιούρι Πόπσα ήταν περιοδεύων επίσκοπος στην Υπερκαρπαθία. Δέκα ημέρες μετά το γάμο του, τον συνέλαβαν. Αντί να πάει ταξίδι του μέλιτος, πέρασε δέκα χρόνια στη φυλακή, στη Μορδοβία της Ρωσίας. Η πιστή του σύζυγος, η Μαρίγια, τον επισκέφτηκε 14 φορές, διανύοντας κάθε φορά περίπου 1.500 χιλιόμετρα για να πάει και άλλα τόσα για να γυρίσει. Τώρα, ο αδελφός Πόπσα υπηρετεί ως πρεσβύτερος σε μια από τις τοπικές εκκλησίες της Υπερκαρπαθίας, ενώ η αγαπημένη του Μαρίγια τον στηρίζει με πίστη και αγάπη.
Άλλο ένα παράδειγμα υπομονής κάτω από αντιξοότητες είναι το παράδειγμα ενός αντρογύνου, του Ολεξιί και της Λίντιγια Κούρντας, που ζούσαν στην πόλη Ζαπορόζιε. Τους συνέλαβαν το Μάρτιο του 1958, μόλις 17 ημέρες μετά τη γέννηση της κόρης τους, της Γαλίνα. Στην ίδια περιοχή συνελήφθησαν άλλα 14 άτομα. Ο αδελφός Κούρντας καταδικάστηκε σε 25ετή εγκλεισμό σε σωφρονιστικά στρατόπεδα, και η σύζυγός του καταδικάστηκε σε 10ετή εγκλεισμό. Χωρίστηκαν—ο Ολεξιί στάλθηκε σε στρατόπεδα της Μορδοβίας, ενώ η Λίντιγια με την κορούλα τους στη Σιβηρία.
Να πώς περιγράφει η αδελφή Κούρντας το ταξίδι των τριών εβδομάδων από την Ουκρανία στη Σιβηρία: «Ήταν τρομερό. Ήμασταν η κόρη μου και εγώ, η Ναντίγια Βισνιάκ με το μωρό της που είχε γεννηθεί μόλις πριν από λίγες ημέρες στη φυλακή, στη διάρκεια των ανακρίσεων, και άλλες δύο αδελφές. Μας έβαλαν και τις έξι σε κάποιο βαγόνι, μέσα σε ένα κελί που προοριζόταν για τη μεταφορά μόνο δύο κρατουμένων. Βάλαμε τα παιδιά μας στην κάτω κουκέτα και εμείς καθόμασταν σκυφτές στην πάνω κουκέτα σε όλη τη διαδρομή. Τρεφόμασταν αποκλειστικά με ψωμί, παστές ρέγκες και νερό. Μας έδιναν φαγητό μόνο για τέσσερις ενήλικες κρατούμενες. Δεν μας έδιναν καθόλου φαγητό για τα παιδιά μας.
»Όταν φτάσαμε στον προορισμό μας, με έβαλαν στο νοσοκομείο της φυλακής μαζί με το μωρό μου. Εκεί συνάντησα αρκετές πνευματικές μου αδελφές και τους είπα ότι ο ανακριτής με είχε απειλήσει πως θα έπαιρνε την κόρη μου και θα την έστελνε σε ορφανοτροφείο. Με κάποιον τρόπο, αυτές οι αδελφές κατάφεραν να ενημερώσουν τους ντόπιους αδελφούς στη Σιβηρία για το πρόβλημά μου. Αργότερα, η Ταμάρα Μπουριάκ (τώρα Ραβλιούκ), που ήταν 18 χρονών, ήρθε στο νοσοκομείο του στρατοπέδου για να πάρει την κόρη μου τη Γαλίνα. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα την Ταμάρα. Στενοχωριόμουν πάρα πολύ που έπρεπε να δώσω το αγαπημένο μου κοριτσάκι σε κάποια που δεν είχα ξαναδεί, έστω και αν ήταν πνευματική μου αδελφή. Ωστόσο, παρηγορήθηκα πολύ όταν οι αδελφές στο στρατόπεδο μου μίλησαν για την οσιότητα της οικογένειας Μπουριάκ. Η κορούλα μου ήταν πέντε μηνών και 18 ημερών όταν την εμπιστεύτηκα στην Ταμάρα. Πέρασαν εφτά ολόκληρα χρόνια μέχρι να την ξαναπάρω!
»Το 1959 κηρύχτηκε νέα αμνηστία από την ΕΣΣΔ. Αφορούσε γυναίκες που είχαν παιδιά μικρότερα από εφτά χρονών. Αλλά οι αρχές της φυλακής μού είπαν ότι πρώτα έπρεπε να αποκηρύξω την πίστη μου. Δεν δέχτηκα και έτσι αναγκάστηκα να παραμείνω στο σωφρονιστικό στρατόπεδο».
Ο αδελφός Κούρντας απελευθερώθηκε το 1968 σε ηλικία 43 ετών. Συνολικά, έμεινε 15 χρόνια στη φυλακή για την αλήθεια, από τα οποία τα 8 χρόνια τα πέρασε σε μια ειδική φυλακή ασφαλείας. Τελικά, επέστρεψε στην Ουκρανία, στη σύζυγο και στην κόρη του. Η οικογένειά τους επιτέλους ξανάσμιξε. Όταν συνάντησε τον πατέρα της, η Γαλίνα κάθησε στα γόνατά του και του είπε: «Μπαμπά! Πολλά χρόνια δεν μπορούσα να καθήσω στα γόνατά σου, και τώρα θα κερδίσω το χαμένο χρόνο».
Από τότε και έπειτα, η οικογένεια Κούρντας μετακινούνταν από το ένα μέρος στο άλλο, επειδή οι αρχές τους έδιωχναν συνεχώς από τον τόπο διαμονής τους. Πρώτα έμειναν στην ανατολική Ουκρανία, μετά στη δυτική Γεωργία και ύστερα στην Εγγύς Καυκασία. Τελικά, μετακόμισαν στο Χάρκοβο, όπου εξακολουθούν να ζουν ευτυχισμένοι. Η Γαλίνα είναι παντρεμένη τώρα. Όλοι τους συνεχίζουν πιστά να υπηρετούν τον Θεό τους, τον Ιεχωβά.
Ένα Έξοχο Παράδειγμα Πίστης
Μερικές φορές, οι σκληρές δοκιμασίες της πίστης συνεχίζονταν επί μήνες, χρόνια, ακόμη και δεκαετίες. Προσέξτε ένα παράδειγμα. Ο Γιούρι Κόπος γεννήθηκε και μεγάλωσε κοντά στην όμορφη πόλη Χουστ της Υπερκαρπαθίας. Το 1938, στα 25 του χρόνια, έγινε Μάρτυρας του Ιεχωβά. Το 1940, στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, καταδικάστηκε σε οχτάμηνη φυλάκιση επειδή αρνήθηκε να καταταχθεί σε έναν ουγγρικό στρατό που υποστήριζε το ναζιστικό καθεστώς. Στην Υπερκαρπαθία, οι τοπικοί νόμοι εκείνης της εποχής απαγόρευαν την εκτέλεση των θρησκευτικών αντιρρησιών συνείδησης. Γι’ αυτό, έστελναν τους αδελφούς στο μέτωπο, όπου οι ναζιστικοί νόμοι επέτρεπαν αυτές τις εκτελέσεις. Το 1942, έστειλαν τον αδελφό Κόπος με στρατιωτική συνοδεία στο μέτωπο, κοντά στο Στάλινγκραντ της Ρωσίας. Μαζί του έστειλαν και άλλους φυλακισμένους, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και 21 άλλοι Μάρτυρες. Τους έστειλαν εκεί για να εκτελεστούν. Λίγο μετά την άφιξή τους, όμως, άρχισε την επίθεσή του ο σοβιετικός στρατός, ο οποίος αιχμαλώτισε τα γερμανικά στρατεύματα, μαζί δε και τους αδελφούς. Οι Μάρτυρες στάλθηκαν σε ένα σοβιετικό σωφρονιστικό στρατόπεδο, όπου παρέμειναν μέχρι το 1946, οπότε αφέθηκαν ελεύθεροι.
Ο αδελφός Κόπος γύρισε στο σπίτι του και συμμετείχε ενεργά στο έργο κηρύγματος στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Λόγω αυτής της δραστηριότητας, το 1950 οι σοβιετικές αρχές τον καταδίκασαν σε 25ετή εγκλεισμό σε κάποιο σωφρονιστικό στρατόπεδο. Χάρη σε κάποια αμνηστία, όμως, απελευθερώθηκε ύστερα από έξι χρόνια.
Μετά την απελευθέρωσή του, ο αδελφός Κόπος, ο οποίος ήταν τώρα 44 χρονών, σχεδίαζε να παντρευτεί τη Γάνα Σισκό. Ήταν και εκείνη Μάρτυρας του Ιεχωβά και είχε αποφυλακιστεί πρόσφατα αφού είχε εκτίσει δεκαετή ποινή. Υπέβαλαν αίτηση καταχώρισης του γάμου τους. Τη νύχτα πριν από την ημέρα του γάμου τους, τους συνέλαβαν και πάλι και τους καταδίκασαν σε δεκαετή φυλάκιση σε στρατόπεδα. Και όμως, επέζησαν από όλες αυτές τις ταλαιπωρίες, και η αγάπη τους υπέμεινε τα πάντα, ανάμεσα στα άλλα και μια δεκαετή καθυστέρηση του γάμου τους. (1 Κορ. 13:7) Τελικά, μετά την αποφυλάκισή τους το 1967, παντρεύτηκαν.
Η ιστορία τους δεν τελειώνει εδώ. Το 1973, ο αδελφός Κόπος, ο οποίος ήταν τώρα 60 χρονών, συνελήφθη και πάλι και καταδικάστηκε σε πενταετή εγκλεισμό σε στρατόπεδο και πενταετή εξορία. Εξέτισε την ποινή της εξορίας μαζί με τη σύζυγό του τη Γάνα στη Σιβηρία, 5.000 χιλιόμετρα μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα του, το Χουστ. Σε εκείνη την περιοχή δεν έφτανε ούτε αυτοκίνητο ούτε τρένο, μόνο αεροπλάνο. Το 1983, ο αδελφός Κόπος μαζί με τη σύζυγό του γύρισε στο σπίτι του, στο Χουστ. Η Γάνα πέθανε το 1989, και εκείνος συνέχισε να υπηρετεί πιστά τον Ιεχωβά μέχρι το θάνατό του το 1997. Συνολικά, ο αδελφός Κόπος έμεινε 27 χρόνια σε διάφορες φυλακές και 5 χρόνια στην εξορία—ένα άθροισμα 32 χρόνων.
Αυτός ο μετριόφρων και πράος άνθρωπος πέρασε σχεδόν ένα τρίτο του αιώνα σε σοβιετικές φυλακές και στρατόπεδα εργασίας. Το εν λόγω εξαιρετικό παράδειγμα πίστης δείχνει καθαρά ότι οι εχθροί δεν μπορούν να καταστρέψουν την ακεραιότητα των όσιων υπηρετών του Θεού.
Προσωρινή Διάσπαση
Ο εχθρός της ανθρωπότητας, ο Σατανάς ο Διάβολος, χρησιμοποιεί πολλές μεθόδους για να μάχεται όσους ασκούν την αληθινή λατρεία. Πέρα από τη σωματική κακομεταχείριση, προσπαθεί να προωθήσει αμφιβολίες και να προξενήσει διχοστασία ανάμεσα στους αδελφούς. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα φανερό στην ιστορία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ουκρανία.
Στη δεκαετία του 1950, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά υφίσταντο ανήλεο κατατρεγμό. Οι αρχές έκαναν διαρκώς έρευνες για να βρουν τα μέρη όπου τυπώνονταν τα έντυπα. Υπεύθυνοι αδελφοί συλλαμβάνονταν συνεχώς. Εξαιτίας αυτού, γινόταν επανειλημμένα αντικατάσταση των αδελφών που αναλάμβαναν την ηγεσία στην επίβλεψη του έργου, ακόμη και κάθε λίγους μήνες.
Βλέποντας ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά να σωπάσουν με τις εξορίες, τις φυλακίσεις, τη σωματική βία και τα βασανιστήρια, οι υπηρεσίες ασφαλείας εφάρμοσαν καινούριες μεθόδους. Προσπάθησαν να διασπάσουν την οργάνωση εκ των έσω σπέρνοντας σπόρους δυσπιστίας μεταξύ των αδελφών.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, οι υπηρεσίες ασφαλείας σταμάτησαν τις άμεσες συλλήψεις όλων των δραστήριων και υπεύθυνων αδελφών και άρχισαν να τους κατασκοπεύουν. Οι αδελφοί αυτοί καλούνταν συχνά να παρουσιαστούν στα γραφεία των υπηρεσιών ασφαλείας. Τους υπόσχονταν χρήματα και μια καλή σταδιοδρομία αν συνεργάζονταν. Αν αρνούνταν να συνεργαστούν, θα τους φυλάκιζαν και θα τους εξευτέλιζαν. Κάποιοι, λόγω έλλειψης πίστης στον Θεό, συμβιβάστηκαν από φόβο ή απληστία. Παρέμειναν στις τάξεις της οργάνωσης και κατέδιδαν στις υπηρεσίες ασφαλείας τις δραστηριότητες των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Επίσης, ακολουθούσαν πειθήνια τις οδηγίες των αρχών, κάνοντας αθώους αδελφούς να φαίνονται προδότες στα μάτια άλλων πιστών αδελφών. Όλα αυτά δημιούργησαν ένα πνεύμα δυσπιστίας μεταξύ πολλών αδελφών.
Ο Παβλό Ζιάτεκ υπέφερε πολύ από αυτή τη δυσπιστία και τις αβάσιμες υποψίες. Αυτός ο ταπεινός και ζηλωτής αδελφός πέρασε πολλά χρόνια σε σωφρονιστικά στρατόπεδα και αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην υπηρεσία του Ιεχωβά.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1940, ο αδελφός Ζιάτεκ υπηρετούσε ως υπηρέτης χώρας. Τον συνέλαβαν, και έμεινε δέκα χρόνια σε μια φυλακή της δυτικής Ουκρανίας. Το 1956 αφέθηκε ελεύθερος, και το 1957 ανέλαβε και πάλι το έργο του υπηρέτη χώρας. Η επιτροπή της χώρας αποτελούνταν από οχτώ αδελφούς εκτός από τον αδελφό Ζιάτεκ: τέσσερις από τη Σιβηρία και τέσσερις από την Ουκρανία. Αυτοί οι αδελφοί είχαν την επίβλεψη του έργου κηρύγματος της Βασιλείας σε ολόκληρη την ΕΣΣΔ.
Λόγω των τεράστιων αποστάσεων και του συνεχούς διωγμού, αυτοί οι αδελφοί δεν μπορούσαν να διατηρήσουν καλή επικοινωνία ούτε να έχουν τακτικές συναντήσεις. Με τον καιρό, άρχισαν να διαδίδονται φήμες και κουτσομπολιά για τον αδελφό Ζιάτεκ και τα άλλα μέλη της επιτροπής. Φημολογούνταν ότι ο αδελφός Ζιάτεκ συνεργαζόταν με τις υπηρεσίες ασφαλείας, ότι είχε χτίσει ένα μεγάλο σπίτι με χρήματα που έπρεπε να είχαν χρησιμοποιηθεί για το έργο μαρτυρίας και ότι τον είχαν δει να φοράει στρατιωτική στολή. Κάποιοι συνέλεξαν αυτές τις πληροφορίες σε ένα λεύκωμα και τις έστειλαν σε επισκόπους περιφερείας και περιοχής στη Σιβηρία. Καμιά από αυτές τις κατηγορίες δεν ευσταθούσε.
Τελικά, το Μάρτιο του 1959, ορισμένοι επίσκοποι περιοχής από τη Σιβηρία σταμάτησαν να στέλνουν τις εκθέσεις υπηρεσίας αγρού στην επιτροπή της χώρας. Αυτοί που αποσχίστηκαν ενήργησαν χωρίς να συμβουλευτούν τα κεντρικά γραφεία. Επίσης, δεν ακολούθησαν την κατεύθυνση των ντόπιων αδελφών που είχαν διοριστεί να έχουν την επίβλεψη. Αυτό προκάλεσε διαίρεση στις τάξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην ΕΣΣΔ για μερικά χρόνια.
Οι αδελφοί που είχαν αποσχιστεί έπεισαν και άλλους επισκόπους περιοχής να λάβουν παρόμοια θέση. Ως αποτέλεσμα, οι μηνιαίες εκθέσεις υπηρεσίας αγρού ορισμένων περιοχών στέλνονταν στους αδελφούς που είχαν αποσχιστεί και όχι στη διορισμένη επιτροπή της χώρας. Οι περισσότεροι αδελφοί στις εκκλησίες δεν ήξεραν ότι οι εκθέσεις τους για την υπηρεσία αγρού δεν έφταναν στην επιτροπή της χώρας, και έτσι η δράση των εκκλησιών δεν επηρεάστηκε. Ο αδελφός Ζιάτεκ έκανε πολλά ταξίδια στη Σιβηρία, ύστερα από τα οποία αρκετές περιοχές άρχισαν και πάλι να στέλνουν τις εκθέσεις υπηρεσίας αγρού στην επιτροπή της χώρας.
Επιστροφή στη Θεοκρατική Οργάνωση
Την 1η Ιανουαρίου 1961, καθώς επέστρεφε από ένα υπηρεσιακό ταξίδι στη Σιβηρία, ο αδελφός Ζιάτεκ συνελήφθη μέσα στο τρένο. Καταδικάστηκε και πάλι σε δεκαετή φυλάκιση, αυτή τη φορά σε ένα «ειδικό» σωφρονιστικό στρατόπεδο στη Μορδοβία της Ρωσίας. Γιατί ήταν τόσο «ειδικό» αυτό το στρατόπεδο;
Όταν εξέτιαν τις ποινές της φυλάκισής τους σε διάφορα σωφρονιστικά στρατόπεδα, οι αδελφοί είχαν την ευκαιρία να κηρύττουν στους άλλους κρατουμένους, και πολλοί γίνονταν Μάρτυρες. Αυτό ανησυχούσε τις αρχές. Γι’ αυτό, αποφάσισαν να βάλουν τους πιο δραστήριους Μάρτυρες στο ίδιο στρατόπεδο για να μην μπορούν να κηρύττουν σε άλλους. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1950, συγκέντρωσαν πάνω από 400 αδελφούς και περίπου 100 αδελφές από διάφορα σωφρονιστικά στρατόπεδα της ΕΣΣΔ και τους έβαλαν σε δύο σωφρονιστικά στρατόπεδα στη Μορδοβία. Ανάμεσα στους κρατουμένους ήταν και αδελφοί από την επιτροπή της χώρας μαζί με επισκόπους περιοχής και περιφερείας που είχαν αποσχιστεί από τον αγωγό επικοινωνίας του Ιεχωβά. Όταν αυτοί οι αδελφοί είδαν ότι είχε φυλακιστεί και ο αδελφός Ζιάτεκ, κατάλαβαν ότι δεν είχαν λόγους να πιστεύουν πως συνεργαζόταν με τις υπηρεσίες ασφαλείας.
Στο μεταξύ, εφόσον ο αδελφός Ζιάτεκ είχε συλληφθεί, είχαν γίνει ήδη διευθετήσεις να αναλάβει το έργο του υπηρέτη χώρας ο Ιβάν Πασκόβσκι. Στα μέσα του 1961, ο αδελφός Πασκόβσκι συναντήθηκε με υπεύθυνους αδελφούς από την Πολωνία και τους εξήγησε ότι υπήρχαν διαιρέσεις μεταξύ των αδελφών στην ΕΣΣΔ. Ρώτησε αν ο Νάθαν Ο. Νορ από τα κεντρικά γραφεία στο Μπρούκλιν θα μπορούσε να γράψει μια επιστολή με την οποία να εκφράζει υποστήριξη προς τον αδελφό Ζιάτεκ. Αργότερα, το 1962, ο αδελφός Πασκόβσκι έλαβε ένα αντίγραφο της επιστολής που στάλθηκε στους Μάρτυρες του Ιεχωβά στην ΕΣΣΔ, με ημερομηνία 18 Μαΐου 1962. Η επιστολή έλεγε: «Οι ειδήσεις που λαβαίνω κατά διαστήματα δείχνουν ότι εσείς οι αδελφοί στην ΕΣΣΔ εξακολουθείτε να επιθυμείτε ένθερμα να είστε πιστοί υπηρέτες του Ιεχωβά Θεού. Αλλά ορισμένοι από εσάς δυσκολεύεστε να διατηρήσετε την ενότητα με τους αδελφούς σας. Πιστεύω ότι αυτό οφείλεται στις μικρές δυνατότητες επικοινωνίας και στην εσκεμμένη διάδοση ψεύτικων ιστοριών από μερικούς που εναντιώνονται στον Ιεχωβά Θεό. Γι’ αυτό, σας γράφω για να σας πληροφορήσω ότι η Εταιρία αναγνωρίζει τον αδελφό Παβλό Ζιάτεκ και τους αδελφούς που υπηρετούν μαζί του ως τους υπεύθυνους Χριστιανούς επισκόπους στην ΕΣΣΔ. Δεν πρέπει ούτε να συμβιβαζόμαστε αλλά ούτε και να έχουμε ακραίες απόψεις. Πρέπει να είμαστε σώφρονες, λογικοί, ευπροσάρμοστοι, καθώς επίσης και σταθεροί στις αρχές του Θεού».
Αυτή η επιστολή, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο αδελφός Ζιάτεκ ήταν καταδικασμένος σε δεκαετή φυλάκιση, συνέβαλε στην ενοποίηση του λαού του Ιεχωβά στην ΕΣΣΔ. Πολλοί αδελφοί που είχαν αποσχιστεί και βρίσκονταν σε φυλακές και σωφρονιστικά στρατόπεδα άρχισαν να επανενώνονται με την οργάνωση. Κατάλαβαν ότι ο αδελφός Ζιάτεκ δεν είχε προδώσει την οργάνωση και ότι τα κεντρικά γραφεία τον υποστήριζαν πλήρως. Όταν έγραφαν στις οικογένειες και στους φίλους τους, αυτοί οι φυλακισμένοι αδελφοί παρότρυναν τους πρεσβυτέρους των τοπικών τους εκκλησιών να έρθουν σε επαφή με τους αδελφούς που παρέμεναν πιστοί και να αρχίσουν να δίνουν εκθέσεις για τη δράση στην υπηρεσία αγρού. Μέσα στην επόμενη δεκαετία, οι περισσότεροι από τους αδελφούς που είχαν αποσχιστεί ακολούθησαν αυτή τη συμβουλή, αν και όπως θα δούμε, η επίτευξη του στόχου της ενοποίησης εξακολούθησε να είναι δύσκολη.
Διακράτηση της Οσιότητας στα Σωφρονιστικά Στρατόπεδα
Η ζωή στα σωφρονιστικά στρατόπεδα ήταν σκληρή. Εντούτοις, οι φυλακισμένοι Μάρτυρες βρίσκονταν συχνά σε καλύτερη κατάσταση από τους άλλους κρατουμένους χάρη στην πνευματικότητά τους. Είχαν έντυπα και επικοινωνούσαν με ώριμους ομοπίστους. Όλα αυτά συνέβαλαν στο να έχουν καλή διάθεση και να αναπτύσσονται πνευματικά. Σε κάποιο σωφρονιστικό στρατόπεδο, οι αδελφές έθαψαν μερικά έντυπα στο έδαφος τόσο επιδέξια ώστε δεν μπορούσε να τα βρει κανείς. Κάποτε, ένας επιθεωρητής είπε ότι για να καθαρίσουν την περιοχή από όλα τα «αντισοβιετικά έντυπα», θα χρειαζόταν να σκάψουν το έδαφος γύρω από τη φυλακή σε βάθος 2 μέτρων και να κοσκινίσουν το χώμα! Οι φυλακισμένες αδελφές μελετούσαν τα περιοδικά τόσο καλά ώστε ακόμη και τώρα, ύστερα από 50 χρόνια, μερικές μπορούν να παραθέσουν αποσπάσματα από εκείνες τις Σκοπιές.
Οι αδελφοί και οι αδελφές διακράτησαν την οσιότητά τους στον Ιεχωβά και δεν συμβίβασαν τις Γραφικές αρχές, παρά τους δύσκολους καιρούς. Η Μαρίγια Γρετσίνα, που πέρασε πέντε χρόνια σε σωφρονιστικά στρατόπεδα επειδή κήρυττε, αφηγείται τα ακόλουθα: «Όταν λάβαμε τη Σκοπιά που είχε το άρθρο “Αθωότης με Σεβασμό της Ιερότητος του Αίματος”, αποφασίσαμε να μην ξαναφάμε στην τραπεζαρία του σωφρονιστικού στρατοπέδου όποτε θα είχαν κρέας. Πολλές φορές, το αίμα δεν είχε στραγγιστεί καλά από το κρέας που χρησιμοποιούσαν σε εκείνα τα στρατόπεδα. Όταν ο διευθυντής της φυλακής μας ανακάλυψε γιατί οι Μάρτυρες παρέλειπαν ορισμένα γεύματα, αποφάσισε να μας αναγκάσει να παρεκκλίνουμε από τις αρχές μας. Διέταξε να σερβίρεται κρέας κάθε ημέρα—για πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό. Επί δύο εβδομάδες δεν τρώγαμε τίποτα άλλο εκτός από ψωμί. Εμπιστευτήκαμε πλήρως στον Ιεχωβά, γνωρίζοντας ότι εκείνος βλέπει τα πάντα και ξέρει πόσο μπορούμε να αντέξουμε. Όταν συμπληρώθηκε και η δεύτερη εβδομάδα αυτής της “διατροφής”, ο διευθυντής άλλαξε γνώμη και άρχισε να μας σερβίρει λαχανικά, γάλα, ακόμη και λίγο βούτυρο. Είδαμε ότι ο Ιεχωβά πραγματικά ενδιαφέρεται για εμάς».
Βοήθεια για να Υπομείνουν
Σε σύγκριση με τους άλλους κρατουμένους, οι αδελφοί διατηρούσαν πολύ θετική και αισιόδοξη άποψη για τη ζωή. Αυτό τους έδινε τη δυνατότητα να υπομένουν την αθλιότητα των σοβιετικών φυλακών.
Ο αδελφός Ολεξιί Κούρντας, που πέρασε πολλά χρόνια στις φυλακές, αφηγείται: «Αυτό που με βοήθησε να υπομείνω ήταν η βαθιά πίστη στον Ιεχωβά και στη Βασιλεία του, η συμμετοχή σε θεοκρατικές δραστηριότητες μέσα στη φυλακή και η τακτική προσευχή. Κάτι άλλο που με βοήθησε ήταν η πεποίθησή μου ότι ενεργούσα με τρόπο που ευαρεστούσε τον Ιεχωβά. Επίσης, κρατούσα τον εαυτό μου απασχολημένο. Η ανία είναι κάτι το τρομερό σε όλες τις φυλακές. Μπορεί να καταστρέψει την προσωπικότητά σου και να σε τρελάνει. Γι’ αυτό, επιδίωκα να κρατώ τον εαυτό μου απασχολημένο με θεοκρατικά ζητήματα. Επίσης, έπαιρνα από τη βιβλιοθήκη της φυλακής όποια βιβλία υπήρχαν για την παγκόσμια ιστορία, τη γεωγραφία και τη βιολογία. Έψαχνα να βρω περικοπές που υποστήριζαν τις απόψεις μου για τη ζωή. Με αυτόν τον τρόπο ενίσχυα την πίστη μου».
Το 1962, ο Σεργιί Ραβλιούκ έμεινε τρεις μήνες στην απομόνωση. Δεν μπορούσε να μιλήσει με κανέναν, ούτε καν με τους φρουρούς της φυλακής. Για να μη χάσει τα λογικά του, άρχισε να φέρνει στο νου του όλα τα εδάφια που ήξερε. Θυμήθηκε πάνω από χίλια Γραφικά εδάφια και τα έγραψε σε κομμάτια χαρτί με τη μύτη ενός μολυβιού. Έκρυβε τη μύτη του μολυβιού σε μια σχισμή στο πάτωμα. Θυμήθηκε επίσης 100 και πλέον τίτλους άρθρων από τα περιοδικά Σκοπιά που είχε μελετήσει στο παρελθόν. Υπολόγισε τις ημερομηνίες της Ανάμνησης για τα επόμενα 20 χρόνια. Όλα αυτά τον βοήθησαν να αντέξει, όχι μόνο διανοητικά, αλλά και πνευματικά. Κράτησαν την πίστη του στον Ιεχωβά ζωντανή και δυνατή.
«Εξυπηρέτηση» από τους Φρουρούς των Φυλακών
Παρά την εναντίωση των υπηρεσιών ασφαλείας, τα έντυπά μας ξεπερνούσαν όλα τα εμπόδια, φτάνοντας ακόμη και στους αδελφούς στη φυλακή. Αυτό το καταλάβαιναν και οι φρουροί των φυλακών, και κατά διαστήματα ερευνούσαν εξονυχιστικά όλα τα κελιά, ψάχνοντας στην κυριολεξία κάθε τρύπα. Επίσης, προκειμένου να βρουν τα έντυπα, οι φρουροί μετακινούσαν τακτικά τους κρατουμένους από το ένα κελί στο άλλο. Στη διάρκεια αυτών των μετακινήσεων, έψαχναν επισταμένα τους κρατουμένους και, αν έβρισκαν έντυπα, τα έπαιρναν. Πώς κατάφερναν οι αδελφοί να μην ανακαλύπτονται τα έντυπα;
Συνήθως, οι αδελφοί έκρυβαν τα έντυπα μέσα σε μαξιλάρια, στρώματα, παπούτσια, και κάτω από τα ρούχα τους. Σε μερικά στρατόπεδα αντέγραφαν τα περιοδικά Σκοπιά με το χέρι, κάνοντας μικροσκοπικά γράμματα. Όταν οι κρατούμενοι μετακινούνταν από το ένα κελί στο άλλο, οι αδελφοί μερικές φορές τύλιγαν το περιοδικό-μινιατούρα σε πλαστικό και το έκρυβαν κάτω από τη γλώσσα τους. Έτσι λοιπόν, κατάφερναν να διατηρούν τη λιγοστή πνευματική τροφή τους και συνέχιζαν να τρέφονται πνευματικά.
Ο Βασίλ Μπούνγα πέρασε πολλά χρόνια στις φυλακές για χάρη της αλήθειας. Μαζί με τον αδελφό που βρισκόταν στο ίδιο κελί, τον Πετρό Τόκαρ, έφτιαξε ψεύτικο πάτο σε ένα κουτί με εργαλεία ξυλουργικής. Εκεί μέσα έκρυβαν τα πρωτότυπα μερικών εντύπων που έμπαιναν κρυφά στη φυλακή. Αυτοί οι αδελφοί ήταν οι ξυλουργοί της φυλακής, και το κουτί με τα εργαλεία τούς το έδιναν όποτε είχαν να κάνουν ξυλουργικές εργασίες μέσα στη φυλακή. Όταν έπαιρναν το κουτί, έβγαζαν το πρωτότυπο περιοδικό για να αντιγραφεί. Μετά τη δουλειά της ημέρας, έβαζαν πάλι το περιοδικό στο κουτί. Ο αρχιδεσμοφύλακας φύλαγε το κουτί με τα εργαλεία κάτω από τρεις κλειδαριές και πίσω από δύο κλειδωμένες πόρτες, εφόσον οι κρατούμενοι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα πριόνια, τα καλέμια και τα άλλα ξυλουργικά εργαλεία ως όπλα. Ως εκ τούτου, όταν γίνονταν έρευνες για Γραφικά έντυπα, οι φρουροί δεν σκέφτονταν να ελέγξουν το κλειδωμένο κουτί με τα εργαλεία, το οποίο φυλασσόταν μαζί με τα πράγματα του αρχιδεσμοφύλακα.
Ο αδελφός Μπούνγα βρήκε και ένα άλλο μέρος για να κρύβει τα πρωτότυπα των εντύπων. Επειδή η όρασή του ήταν αδύνατη, είχε πολλά ζευγάρια γυαλιά. Ο κάθε κρατούμενος είχε το δικαίωμα να έχει ένα μόνο ζευγάρι κάθε φορά. Τα άλλα γυαλιά φυλάσσονταν σε ειδικό μέρος, και οι κρατούμενοι μπορούσαν να τα ζητήσουν αν τα χρειάζονταν. Ο αδελφός Μπούνγα έφτιαξε ειδικές θήκες για τα γυαλιά του και έβαζε εκεί τις πρωτότυπες μινιατούρες των εντύπων. Όταν οι αδελφοί έπρεπε να αντιγράψουν τα περιοδικά, ο αδελφός Μπούνγα ζητούσε απλώς από τους φρουρούς της φυλακής να του φέρουν ένα άλλο ζευγάρι γυαλιά.
Υπήρξαν καταστάσεις στις οποίες φάνηκε ότι μόνο οι άγγελοι θα μπορούσαν να κρατήσουν τα έντυπα μακριά από τα χέρια των φρουρών της φυλακής. Ο αδελφός Μπούνγα θυμάται ότι σε κάποια περίπτωση ο Τσεσλάβ Καζλάουσκας έφερε στη φυλακή 20 πλάκες σαπούνι. Μέσα στις μισές από αυτές υπήρχαν έντυπά μας. Ο φρουρός της φυλακής τρύπησε επιλεκτικά δέκα πλάκες σαπούνι, αλλά δεν τρύπησε καμιά από αυτές που περιείχαν τα έντυπα.
Συνεχές Έργο Ενοποίησης
Από το 1963, οι αδελφοί από την επιτροπή της χώρας μπορούσαν να στέλνουν τις εκθέσεις υπηρεσίας αγρού στο Μπρούκλιν τακτικά. Διευθετήθηκε επίσης να λαβαίνουν οι αδελφοί τα έντυπα σε μικροφίλμ. Εκείνη την εποχή, υπήρχαν 14 περιοχές σε ολόκληρη την ΕΣΣΔ, και οι 4 ήταν στην Ουκρανία. Καθώς ο λαός του Θεού αυξανόταν αριθμητικά, σχηματίστηκαν εφτά περιφέρειες στην Ουκρανία. Για λόγους ασφαλείας, κάθε περιφέρεια είχε ένα γυναικείο όνομα. Η περιφέρεια στην ανατολική Ουκρανία λεγόταν Άλα· στο Βολίν, Ουστίνα· στη Γαλιτσινά, Λιούμπα· και στην Υπερκαρπαθία, υπήρχαν οι περιφέρειες που ονομάζονταν Κάτια, Χριστίνα και Μάσα.
Στο μεταξύ, η Κα-Γκε-Μπε (Επιτροπή Κρατικής Ασφάλειας) συνέχιζε τις προσπάθειές της να διασπάσει την ενότητα των Μαρτύρων. Ο επικεφαλής ενός γραφείου της Κα-Γκε-Μπε έγραφε στον ανώτερό του: «Προκειμένου να εντείνουμε τη διάσπαση της αίρεσης, κάνουμε ενέργειες για να καταστείλουμε την εχθρική δράση των ηγετών των Ιεχωβιτών, να τους κάνουμε να χάσουν το κύρος τους στα μάτια των ομοθρήσκων τους και να δημιουργήσουμε ατμόσφαιρα δυσπιστίας ανάμεσά τους. Οι πράκτορες της Κα-Γκε-Μπε έκαναν διευθετήσεις που συντέλεσαν στη διάσπαση αυτής της αίρεσης σε δύο αντίπαλες ομάδες. Η μια ομάδα αποτελείται από ακολούθους του Ιεχωβίτη ηγέτη Ζιάτεκ, ο οποίος προς το παρόν εκτίει ποινή φυλάκισης, και η άλλη ομάδα αποτελείται από οπαδούς της λεγόμενης αντιπολίτευσης. Αυτές οι περιστάσεις δημιούργησαν ευνοϊκές συνθήκες και βάσεις για ιδεολογική ασυμφωνία ανάμεσα στα απλά μέλη, καθώς και για περαιτέρω αποσύνθεση των οργανωτικών μονάδων». Η επιστολή κατόπιν αναγνώριζε ότι οι προσπάθειες της Κα-Γκε-Μπε συναντούσαν δυσκολίες. Συνέχιζε ως εξής: «Οι πιο αντιδραστικοί ηγέτες των Ιεχωβιτών λαβαίνουν μέτρα για να ματαιώσουν τις ενέργειές μας, προσπαθώντας με κάθε δυνατό τρόπο να ενοποιήσουν τις οργανωτικές μονάδες». Ναι, οι αδελφοί συνέχιζαν το έργο της ενοποίησης, και ο Ιεχωβά ευλογούσε τις προσπάθειές τους.
Η Κα-Γκε-Μπε παρουσίασε στους αδελφούς που είχαν αποσχιστεί μια ψεύτικη επιστολή, η οποία υποτίθεται ότι ήταν από τον αδελφό Νορ και προωθούσε την ιδέα του σχηματισμού μιας ξεχωριστής, ανεξάρτητης οργάνωσης των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Η επιστολή ανέφερε το χωρισμό ανάμεσα στον Αβραάμ και στον Λωτ ως παράδειγμα επιτρεπτής αποσύνδεσης από τον αγωγό της οργάνωσης και διανεμήθηκε σε όλη την ΕΣΣΔ.
Οι πιστοί αδελφοί έστειλαν ένα αντίγραφο της επιστολής στο Μπρούκλιν, και το 1971 έλαβαν μια απάντηση η οποία εξέθετε αυτή την επιστολή ως καθαρό πλαστογράφημα. Σε μια επιστολή που απευθυνόταν στους αδελφούς οι οποίοι εξακολουθούσαν να είναι αποσχισμένοι από τον υπόλοιπο λαό του Θεού, ο αδελφός Νορ δήλωνε τα ακόλουθα: «Η μόνη γραμμή επικοινωνίας που χρησιμοποιεί η Εταιρία είναι οι διορισμένοι επίσκοποι στη χώρα σας. Κανένα άτομο στη χώρα σας, εκτός από αυτούς τους διορισμένους επισκόπους, δεν έχει την εξουσιοδότηση να αναλαμβάνει οποιαδήποτε ηγεσία ανάμεσά σας . . . Οι αληθινοί υπηρέτες του Ιεχωβά είναι μια ενωμένη ομάδα. Ελπίζω, λοιπόν, και προσεύχομαι να επιστρέψετε όλοι στην ενότητα της Χριστιανικής εκκλησίας υπό τους διορισμένους επισκόπους και να μπορέσουμε να έχουμε ενωμένη συμμετοχή στην επίδοση μαρτυρίας».
Αυτή η επιστολή συνέβαλε πολύ στην ενοποίηση των αδελφών. Παρ’ όλα αυτά, ορισμένοι εξακολούθησαν να προσπαθούν να επικοινωνήσουν με τα κεντρικά γραφεία ανεξάρτητα, επειδή ακόμη δεν εμπιστεύονταν τον υπάρχοντα αγωγό επικοινωνίας. Έτσι λοιπόν, αυτοί οι αδελφοί που είχαν αποσχιστεί αποφάσισαν να κάνουν μια δοκιμή. Έστειλαν στο Μπρούκλιν ένα χαρτονόμισμα των δέκα ρουβλίων και ζήτησαν από τους αδελφούς να το κόψουν στα δύο και να στείλουν και τα δύο μισά πίσω στην Ουκρανία: το ένα μισό του χαρτονομίσματος να το στείλουν με το ταχυδρομείο στους αδελφούς που είχαν αποσχιστεί και το άλλο μισό στον αγωγό που χρησιμοποιούσαν τα κεντρικά γραφεία.
Πράγματι, το ένα μισό στάλθηκε με το ταχυδρομείο. Το δεύτερο μισό το πήρε κάποιος σύνδεσμος και το παρέδωσε στα μέλη της επιτροπής της χώρας. Με τη σειρά τους, αυτοί το έδωσαν στους ντόπιους υπεύθυνους αδελφούς στην Υπερκαρπαθία οι οποίοι πήγαν να βρουν τους αδελφούς που είχαν αποσχιστεί. Ωστόσο, ορισμένοι από αυτούς τους αδελφούς που πίστευαν πράγματι ότι τα μέλη της επιτροπής της χώρας συνεργάζονταν με τις υπηρεσίες ασφαλείας παρέμειναν δύσπιστοι.
Εντούτοις, οι περισσότεροι αδελφοί που είχαν αποσχιστεί επέστρεψαν στην οργάνωση. Οι προσπάθειες του Σατανά και της Κα-Γκε-Μπε να εξαλείψουν την οργάνωση των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην ΕΣΣΔ με διάσπαση απέτυχαν. Ο λαός του Ιεχωβά αύξανε σε αριθμό και σε δύναμη και επιτελούσε με επιμέλεια το έργο της ενοποίησης και της σποράς των σπόρων της αλήθειας σε νέους τομείς.
Ο Βασίλ Κάλιν είπε: «Χρησιμοποίησαν πολλές μεθόδους προσπαθώντας να καταπνίξουν την επιθυμία μας να ζούμε Χριστιανική ζωή. Εμείς, όμως, συνεχίσαμε να κηρύττουμε σε άλλους εξόριστους που δεν ήταν Μάρτυρες. Ήταν εξορισμένοι για διάφορους λόγους και για διάφορα εγκλήματα. Πολλοί ενδιαφέρθηκαν για το άγγελμά μας. Σε αρκετές περιπτώσεις αυτοί οι άνθρωποι έγιναν τελικά Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτό το έκαναν παρότι γνώριζαν πως μας δίωκε τόσο η Κρατική ασφάλεια όσο και οι τοπικές αρχές».
Η Χριστιανική Ζωή Υπό την Απαγόρευση
Ας εξετάσουμε τώρα με συντομία πώς ήταν η Χριστιανική δράση τις πρώτες δεκαετίες της απαγόρευσης. Το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά απαγορεύτηκε σε όλη την Ουκρανία από το 1939. Παρ’ όλα αυτά, το κήρυγμα και η δράση των εκκλησιών προόδευσαν, μολονότι οι αδελφοί έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικοί όταν κήρυτταν σε άλλους. Ποτέ δεν έλεγαν ευθύς εξαρχής στους ενδιαφερομένους ότι τους επισκέπτονταν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Συχνά διεξήγαν Γραφικές μελέτες χρησιμοποιώντας μόνο την Αγία Γραφή. Πολλά άτομα έμαθαν την αλήθεια κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Οι συναθροίσεις διεξάγονταν κάτω από ανάλογες συνθήκες. Σε πολλά μέρη, οι αδελφοί συγκεντρώνονταν αρκετές φορές την εβδομάδα αργά το βράδυ ή τα μεσάνυχτα. Κρεμούσαν στα παράθυρά τους βαριές κουρτίνες για να μην τους ανακαλύψουν και μελετούσαν με λάμπες πετρελαίου. Κατά κανόνα, κάθε εκκλησία λάβαινε μόνο ένα αντίτυπο της Σκοπιάς, το οποίο ήταν γραμμένο με το χέρι. Μετέπειτα, οι αδελφοί άρχισαν να λαβαίνουν περιοδικά τυπωμένα σε πολύγραφο. Συνήθως, οι αδελφοί συγκεντρώνονταν δύο φορές την εβδομάδα σε ιδιωτικά διαμερίσματα για τη Μελέτη Σκοπιάς. Η Κα-Γκε-Μπε ήταν αποφασισμένη να εντοπίζει πάση θυσία τους χώρους όπου συναθροίζονταν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά για να τιμωρεί τους υπεύθυνους αδελφούς.
Οι αδελφοί χρησιμοποιούσαν επίσης τους γάμους και τις κηδείες ως ευκαιρίες για να συγκεντρώνονται και να ενθαρρύνουν ο ένας τον άλλον με καλά προετοιμασμένες Γραφικές ομιλίες. Στους γάμους, πολλοί νεαροί αδελφοί και αδελφές διάβαζαν ποιήματα με Γραφικά θέματα και παρουσίαζαν Βιβλικά δράματα με αρχαίες στολές. Όλα αυτά αποτελούσαν καλή μαρτυρία για πολλούς παρόντες που δεν ήταν Μάρτυρες.
Στις δεκαετίες του 1940 και του 1950, πολλοί από τους αδελφούς συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν μόνο και μόνο επειδή παρευρίσκονταν σε τέτοιες συναθροίσεις. Αλλά στη δεκαετία του 1960 η κατάσταση άλλαξε. Όταν ανακάλυπταν κάποια συνάθροιση, οι υπηρεσίες ασφαλείας κατάρτιζαν έναν κατάλογο με όλους τους παρόντες και επέβαλαν στον οικοδεσπότη πρόστιμο ίσο με τα ημερομίσθια μισού μήνα. Μερικές φορές, αυτή η τακτική εφαρμοζόταν σε σημείο παραλογισμού. Κάποτε, ο Μικόλα Κοστιούκ και η σύζυγός του πήγαν να επισκεφτούν το γιο τους. Αμέσως έφτασε η αστυνομία και κατάρτισε έναν κατάλογο με «όλους τους παρόντες». Αργότερα, ο γιος του αδελφού Κοστιούκ κλήθηκε να πληρώσει πρόστιμο για «παράνομη συνάθροιση Ιεχωβιτών». Η οικογένεια Κοστιούκ κατέθεσε αγωγή σχετικά με το περιστατικό, εφόσον δεν είχε διεξαχθεί συνάθροιση. Οι αρχές ανακάλεσαν το πρόστιμο.
Εορτασμοί της Ανάμνησης
Η αντιμετώπιση συνεχών δυσκολιών δεν ήταν εύκολη. Εντούτοις, οι αδελφοί δεν αποθαρρύνονταν και συνέχιζαν να συναθροίζονται τακτικά. Ο εορτασμός της Ανάμνησης ήταν το δυσκολότερο πρόβλημα. Η Κα-Γκε-Μπε ήταν ιδιαίτερα άγρυπνη την περίοδο της Ανάμνησης, εφόσον πάντοτε ήξεραν κατά προσέγγιση την ημερομηνία της γιορτής. Έλπιζαν ότι αν παρακολουθούσαν τους Μάρτυρες, θα ανακάλυπταν τα μέρη όπου θα συναθροίζονταν για την Ανάμνηση. Τότε οι υπηρεσίες ασφαλείας θα μπορούσαν να «γνωριστούν» με καινούριους Μάρτυρες.
Οι αδελφοί ήξεραν αυτές τις μεθόδους και ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί την ημέρα της Ανάμνησης. Έκαναν τον εορτασμό σε μέρη που δεν ήταν εύκολο να εντοπιστούν. Δεν έλεγαν εκ των προτέρων στους ενδιαφερομένους την ημερομηνία και τον τόπο της Ανάμνησης. Συνήθως, οι Μάρτυρες πήγαιναν στα σπίτια των ενδιαφερομένων την ημέρα της Ανάμνησης και τους έπαιρναν κατευθείαν στο χώρο της συνάθροισης.
Σε κάποια περίπτωση, οι αδελφοί στην Υπερκαρπαθία γιόρτασαν την Ανάμνηση στο υπόγειο του σπιτιού μιας αδελφής. Επειδή το υπόγειο ήταν πλημμυρισμένο, κανείς δεν περίμενε ότι θα συγκεντρώνονταν εκεί άνθρωποι, μέσα στο νερό που έφτανε ως το γόνατο. Οι αδελφοί έφτιαξαν μια εξέδρα ψηλότερη από το νερό και συγύρισαν το υπόγειο ώστε να είναι ευπαρουσίαστο για την Ανάμνηση. Αν και αναγκάστηκαν να κάθονται σκυφτοί πάνω στην εξέδρα, κάτω από ένα χαμηλό ταβάνι, δεν τους διέκοψε κανείς και γιόρτασαν χαρούμενα την Ανάμνηση.
Σε κάποια άλλη περίπτωση, στη δεκαετία του 1980, τα μέλη μιας Χριστιανικής οικογένειας έφυγαν από το σπίτι τους νωρίς το πρωί για να παρακολουθήσουν την Ανάμνηση. Προς το βράδυ, συγκεντρώθηκαν σε ένα δάσος μαζί με άλλους αδελφούς για τον εορτασμό. Έβρεχε καταρρακτωδώς, και όλοι οι αδελφοί και οι αδελφές σχημάτισαν έναν κύκλο, κάτω από τις ομπρέλες τους, κρατώντας κεριά για να έχουν φως. Μετά την τελική προσευχή, όλοι έφυγαν. Όταν έφτασε στο σπίτι της αυτή η οικογένεια, βρήκε τις αυλόπορτες ανοιχτές. Ήταν φανερό ότι η αστυνομία ή οι υπηρεσίες ασφαλείας είχαν ψάξει να τους βρουν. Μολονότι ήταν κουρασμένοι και μουσκεμένοι, όλοι στην οικογένεια χάρηκαν που είχαν φύγει από το σπίτι το πρωί και είχαν παρακολουθήσει την Ανάμνηση, αποφεύγοντας τη συνάντηση με τις αρχές.
Στο Κίεβο οι αδελφοί δυσκολεύονταν εξαιρετικά να βρουν ένα ασφαλές μέρος για την Ανάμνηση. Μια χρονιά αποφάσισαν να γιορτάσουν την Ανάμνηση εν κινήσει. Κάποιος αδελφός εργαζόταν ως οδηγός πούλμαν σε μια εταιρία μεταφορών, και έτσι οι αδελφοί νοίκιασαν ένα πούλμαν. Το πούλμαν πήρε μόνο Μάρτυρες του Ιεχωβά και κατευθύνθηκε έξω από την πόλη, στο ξέφωτο ενός δάσους. Μέσα στο πούλμαν, οι αδελφοί και οι αδελφές έστησαν ένα τραπεζάκι με τα εμβλήματα της Ανάμνησης. Είχαν φέρει μαζί τους και φαγητό. Ξαφνικά, έφτασε επί τόπου η αστυνομία. Ωστόσο, δεν είχε λόγο να ενοχλήσει τους αδελφούς, εφόσον έδιναν την εντύπωση ότι έτρωγαν το βραδινό τους μέσα στο πούλμαν μετά από μια ημέρα δουλειάς.
Σε άλλες περιοχές της Ουκρανίας, γίνονταν έφοδοι στα σπίτια των αδελφών την ημέρα της Ανάμνησης. Μόλις έδυε ο ήλιος, αυτοκίνητα με τρεις ή τέσσερις αστυνομικούς πλησίαζαν στα σπίτια όπου έμεναν Μάρτυρες. Η αστυνομία έλεγχε να δει αν οι αδελφοί ήταν στο σπίτι ή μήπως ετοιμάζονταν για κάποια θρησκευτική γιορτή. Οι Μάρτυρες ήταν πάντοτε έτοιμοι για αυτές τις εφόδους. Έβαζαν παλιά ρούχα της δουλειάς πάνω από τα καλά τους ρούχα και έκαναν ότι ασχολούνται με τις συνηθισμένες δουλειές του σπιτιού. Έτσι έδιναν την εντύπωση ότι θα έμεναν στο σπίτι και ότι δεν σκόπευαν να πάνε σε κάποια θρησκευτική γιορτή. Μόλις τελείωνε η έφοδος, έβγαζαν τα παλιά τους ρούχα και ήταν έτοιμοι να πάνε στην Ανάμνηση. Οι τοπικές αρχές ήταν ικανοποιημένες ότι είχαν κάνει τη δουλειά τους, και οι αδελφοί μπορούσαν να γιορτάσουν την Ανάμνηση ειρηνικά.
Κρύβουν Έντυπα
Θυμηθείτε ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1940, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά καταδικάζονταν σε 25ετή φυλάκιση μόνο και μόνο επειδή είχαν έντυπα στα σπίτια τους. Μετά το θάνατο του Στάλιν το 1953, οι ποινές φυλάκισης για την κατοχή εντύπων μειώθηκαν στα δέκα χρόνια. Μετέπειτα, η κατοχή εντύπων των Μαρτύρων τιμωρούνταν με πρόστιμο, ενώ τα έντυπα κατάσχονταν και καταστρέφονταν. Έτσι λοιπόν, σε όλη την περίοδο της απαγόρευσης, οι αδελφοί έψαχναν προσεκτικά να βρουν ασφαλείς τόπους για να αποθηκεύουν τα έντυπα.
Μερικοί άφηναν τα έντυπα στα σπίτια των συγγενών ή των γειτόνων τους που δεν ήταν Μάρτυρες. Άλλοι τα έθαβαν μέσα σε μεταλλικά δοχεία και πλαστικές σακούλες στους κήπους τους. Ο Βασίλ Γκουζό, κάποιος πρεσβύτερος από την Υπερκαρπαθία, θυμάται ότι στη δεκαετία του 1960 χρησιμοποιούσε ένα δάσος στα Καρπάθια Όρη ως «θεοκρατική βιβλιοθήκη». Έβαζε τα έντυπά του σε δοχεία από γάλα τα οποία έπαιρνε στο δάσος και τα έθαβε έτσι ώστε τα καπάκια ήταν στο ίδιο επίπεδο με το έδαφος.
Ένας αδελφός που πέρασε 16 χρόνια στις φυλακές για τη Χριστιανική του δράση αφηγείται: «Κρύβαμε τα έντυπα όπου μπορούσαμε: σε αποθήκες, στο έδαφος, σε τοίχους κτιρίων, σε κουτιά με διπλό πάτο και σε σπιτάκια σκύλων με διπλά πατώματα. Κρύβαμε επίσης έντυπα μέσα σε σκουπόξυλα και κούφιους πλάστες ζύμης (εκεί βάζαμε συνήθως τις εκθέσεις υπηρεσίας αγρού). Υπήρχαν και άλλες κρυψώνες—πηγάδια, τουαλέτες, πόρτες, οροφές και σωροί από κομμένα καυσόξυλα».
Μυστικά Τυπογραφεία
Παρά το άγρυπνο μάτι τόσο των κομμουνιστών κατασκόπων όσο και των αρχών, η πνευματική τροφή συνέχισε να χορηγείται σε εκείνους που πεινούσαν και διψούσαν για τη δικαιοσύνη. Οι εχθροί της αλήθειας δεν κατάφερναν να κρατήσουν τα έντυπά μας έξω από την ΕΣΣΔ και αναγκάζονταν να το παραδεχτούν. Μάλιστα στα τέλη του 1959, η εφημερίδα Γκουντόκ (Gudok) των εργαζομένων στους σοβιετικούς σιδηροδρόμους ισχυρίστηκε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά χρησιμοποιούσαν αερόστατα για να φέρνουν τα Γραφικά έντυπα στη Σοβιετική Ένωση!
Φυσικά, τα έντυπά μας δεν έμπαιναν στην Ουκρανία με αερόστατο. Ανατυπώνονταν τοπικά, μέσα σε κάποια σπίτια. Με τον καιρό, οι αδελφοί διαπίστωσαν ότι το πρακτικότερο και ασφαλέστερο μέρος για την εκτύπωση εντύπων ήταν μια καλά καμουφλαρισμένη αποθήκη κάτω από το έδαφος. Έφτιαχναν τέτοιες αποθήκες σε υπόγεια και στους λόφους.
Τη δεκαετία του 1960, κατασκευάστηκε μια τέτοια αποθήκη στην ανατολική Ουκρανία. Διέθετε εξαερισμό και ηλεκτρισμό. Η είσοδος της αποθήκης ήταν τόσο καλά κρυμμένη ώστε κάποτε οι αστυνομικοί πέρασαν μια ολόκληρη ημέρα ακριβώς πάνω από την αποθήκη, χτυπώντας το έδαφος με μεταλλικά ραβδιά, και δεν βρήκαν τίποτα.
Σε κάποια περίπτωση οι υπηρεσίες ασφαλείας παρακολουθούσαν στενά ένα μυστικό τυπογραφείο. Υποπτεύονταν ότι σε εκείνο το σπίτι τυπώνονταν έντυπα και ήθελαν να συλλάβουν όσους εμπλέκονταν στην υπόθεση. Αυτή η κατάσταση δημιουργούσε πρόβλημα στους αδελφούς. Πώς θα έβαζαν το χαρτί στο σπίτι και πώς θα έβγαζαν τα έντυπα; Τελικά, βρήκαν μια λύση. Ένας αδελφός τύλιξε στοίβες χαρτί με μια παιδική κουβέρτα και τις μετέφερε σαν να ήταν μωρό μέσα στο σπίτι. Όταν μπήκε μέσα, άφησε το χαρτί, τύλιξε με την κουβέρτα τα τεύχη των περιοδικών μας που είχαν μόλις τυπωθεί και έβγαλε αυτό το «μωρό» από το σπίτι. Οι υπάλληλοι της Κα-Γκε-Μπε είδαν τον αδελφό να πηγαινοέρχεται αλλά δεν υποψιάστηκαν τίποτα.
Οι αδελφοί στην περιοχή του Ντονιέτσκ, στην Κριμαία, στη Μόσχα και στο Λένινγκραντ (τώρα Αγία Πετρούπολη) λάβαιναν έντυπα που είχαν τυπωθεί σε αυτή την αποθήκη. Μερικοί νεαροί αδελφοί έχτισαν μια παρόμοια αποθήκη στην πόλη Νοβοβολίνσκ, στην περιοχή του Βολίν. Αυτοί οι αδελφοί ήταν τόσο αποφασισμένοι να κρατήσουν μυστική την τοποθεσία της συγκεκριμένης αποθήκης ώστε επέτρεψαν σε άλλους αδελφούς να τη δουν μόνο αφότου πέρασαν εννιά χρόνια από τη νομιμοποίηση του έργου μας στην Ουκρανία!
Ένα παρόμοιο τυπογραφείο λειτουργούσε επίσης στα βάθη των Καρπαθίων. Οι αδελφοί διοχέτευαν στην αποθήκη νερό από ένα μικρό ρυάκι, και αυτό έθετε σε λειτουργία μια μικρή γεννήτρια, η οποία παρήγαγε ηλεκτρικό ρεύμα για το φωτισμό, αν και το πιεστήριο ήταν χειροκίνητο. Μεγάλη ποσότητα εντύπων τυπωνόταν σε αυτή την αποθήκη. Όταν η Κα-Γκε-Μπε πρόσεξε ότι σε εκείνη την περιοχή εμφανίζονταν περισσότερα έντυπα, άρχισε να αναζητάει το τυπογραφείο. Οι αστυνομικοί έσκαβαν παντού για να βρουν την αποθήκη. Μεταμφιέστηκαν ακόμη και σε γεωλόγους και τριγυρνούσαν στα βουνά.
Όταν οι αδελφοί υποψιάστηκαν ότι οι αρχές κόντευαν να εντοπίσουν την αποθήκη, ο Ιβάν Ντζιαμπκό προσφέρθηκε εθελοντικά να επιβλέπει τη λειτουργία του τυπογραφείου, εφόσον ήταν ανύπαντρος, και σε περίπτωση που τον συλλάμβαναν, δεν θα στερούνταν κάποια παιδιά τον πατέρα τους. Στα τέλη του καλοκαιριού του 1963, η αποθήκη ανακαλύφτηκε και ο αδελφός Ντζιαμπκό εκτελέστηκε αμέσως εκεί κοντά. Οι τοπικές αρχές χάρηκαν και διοργάνωσαν δωρεάν ξεναγήσεις για ενηλίκους και παιδιά στο «μέρος όπου οι Μάρτυρες του Ιεχωβά επικοινωνούσαν με την Αμερική με ραδιοπομπό». Μολονότι αυτός ο ισχυρισμός ήταν ψευδής, αυτό το λυπηρό περιστατικό έδωσε μαρτυρία σε όλους τους ανθρώπους της περιοχής. Πολλοί άρχισαν να δείχνουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το άγγελμά μας. Τώρα, υπάρχουν περισσότερες από 20 εκκλησίες σε εκείνη την περιοχή των Καρπαθίων.
Η Αξία της Γονικής Εκπαίδευσης
Εκτός από τις κατασχέσεις εντύπων, τα πρόστιμα, τις φυλακίσεις, τα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις, μερικοί Μάρτυρες αντιμετώπισαν και μια άλλη σπαρακτική εμπειρία—τους πήραν τα παιδιά τους. Η Λίντιγια Περεπιόλκινα, που ζούσε στην ανατολική Ουκρανία, είχε τέσσερα παιδιά. Ο σύζυγός της, αξιωματούχος του Υπουργείου Εσωτερικών, έκανε αίτηση διαζυγίου το 1964 επειδή η Λίντιγια ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά. Το δικαστήριο αποφάσισε να στερήσει από την αδελφή Περεπιόλκινα την επιμέλεια των παιδιών της. Τα εφτάχρονα δίδυμα παιδιά της—ένα αγόρι και ένα κορίτσι—δόθηκαν στο σύζυγό της, ο οποίος μετακόμισε μαζί τους 1.000 χιλιόμετρα μακριά, στη δυτική Ουκρανία. Το δικαστήριο όρισε ότι τα άλλα δύο παιδιά θα στέλνονταν σε ορφανοτροφείο. Όταν επιτράπηκε στη Λίντιγια να κάνει μια δήλωση, εκείνη είπε στους δικαστές: «Πιστεύω ότι ο Ιεχωβά έχει τη δύναμη να μου δώσει τα παιδιά μου πίσω».
Μετά τη δίκη, η Λίντιγια διέκρινε την κατεύθυνση και τη φροντίδα του Ιεχωβά. Για κάποιον άγνωστο λόγο, οι αρχές δεν έστειλαν τα άλλα δύο παιδιά στο ορφανοτροφείο, αλλά τα άφησαν να μείνουν μαζί της. Επί εφτά συνεχή χρόνια, στις διακοπές της, η Λίντιγια επισκεπτόταν τα άλλα δύο παιδιά της, τα δίδυμα. Αν και ο πρώην σύζυγός της δεν της επέτρεπε να τα βλέπει, εκείνη δεν το έβαζε κάτω. Όταν έφτανε στην πόλη όπου έμεναν τα παιδιά της, διανυκτέρευε στο σταθμό του τρένου και μετά συναντούσε τα παιδιά της την ώρα που αυτά πήγαιναν στο σχολείο. Χρησιμοποιούσε αυτές τις πολύτιμες ευκαιρίες για να τους μιλάει για τον Ιεχωβά.
Τα χρόνια περνούσαν, και η Λίντιγια με οσιότητα “έσπερνε με δάκρυα” στις καρδιές των παιδιών της. Αργότερα κατάφερε να “θερίσει με χαρούμενη κραυγή”. (Ψαλμ. 126:5) Όταν τα δίδυμα έγιναν 14 χρονών, επέλεξαν να ζήσουν με τη μητέρα τους. Η Λίντιγια εργάστηκε σκληρά για να διδάξει στα παιδιά της την αλήθεια. Αν και δύο από αυτά έχουν ακολουθήσει διαφορετική πορεία, η Λίντιγια και τα δίδυμα παιδιά της υπηρετούν όσια τον Ιεχωβά.
Αλλαγή Προς το Καλύτερο
Τον Ιούνιο του 1965, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ουκρανίας αποφάσισε ότι τα έντυπα των Μαρτύρων του Ιεχωβά ήταν θρησκευτικού και όχι αντισοβιετικού χαρακτήρα. Μολονότι αυτή η απόφαση αφορούσε μόνο μία δικαστική υπόθεση, επηρέασε τις μελλοντικές δικαστικές αποφάσεις σε όλη την Ουκρανία. Οι αρχές έπαψαν να συλλαμβάνουν άτομα για ανάγνωση Γραφικών εντύπων, αλλά συνέχισαν να φυλακίζουν τους Μάρτυρες επειδή κήρυτταν.
Μια άλλη σημαντική αλλαγή έλαβε χώρα στα τέλη του 1965. Η κυβέρνηση της ΕΣΣΔ εξέδωσε ένα διάταγμα με το οποίο ελευθέρωνε όλους τους Μάρτυρες που είχαν εξοριστεί στη Σιβηρία το 1951. Τώρα θα είχαν το δικαίωμα να μετακινούνται ελεύθερα σε ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση, αλλά δεν μπορούσαν να απαιτήσουν την επιστροφή των σπιτιών τους, των ζώων τους και των άλλων περιουσιακών τους στοιχείων που είχαν κατασχεθεί. Εξαιτίας περιπλοκών στις διαδικασίες καταχώρισης, μόνο λίγοι μπόρεσαν να επιστρέψουν στους προηγούμενους τόπους διαμονής τους.
Πολλοί αδελφοί που είχαν σταλεί στη Σιβηρία το 1951 άρχισαν να εγκαθίστανται σε διάφορα μέρη της ΕΣΣΔ, όπως το Καζακστάν, το Κιργιζιστάν, η Γεωργία και η Εγγύς Καυκασία. Άλλοι εγκαταστάθηκαν στην ανατολική και στη νότια Ουκρανία, σπέρνοντας τους σπόρους της αλήθειας σε αυτές τις περιοχές.
Σταθεροί Παρά τις Πιέσεις
Μολονότι οι προαναφερόμενες αλλαγές ήταν προς το καλύτερο, η Κα-Γκε-Μπε δεν είχε αλλάξει τη στάση της προς τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Χρησιμοποιούσε διάφορες μεθόδους για να φοβίσει τους Μάρτυρες και να τους κάνει να αποκηρύξουν την πίστη τους. Παραδείγματος χάρη, μια τακτική που ακολουθούσαν ήταν να παίρνουν έναν αδελφό από τον τόπο της εργασίας του και να τον κρατούν λίγες ημέρες σε κάποιο γραφείο της Κα-Γκε-Μπε ή σε κάποιο ξενοδοχείο. Στη διάρκεια της κράτησης, μια ομάδα από τρία ή τέσσερα μέλη της Κα-Γκε-Μπε έκαναν κατήχηση στον αδελφό, τον ανέκριναν, τον καλόπιαναν και τον απειλούσαν. Αυτό το έκαναν σε βάρδιες ώστε να μην αφήνουν τον αδελφό να κοιμηθεί. Έπειτα, άφηναν τον αδελφό ελεύθερο, μόνο και μόνο για να τον συλλάβουν και πάλι ύστερα από μια δυο ημέρες και να τον υποβάλουν στην ίδια μεταχείριση. Η Κα-Γκε-Μπε το έκανε αυτό και σε αδελφές, αν και πιο σπάνια.
Οι αδελφοί καλούνταν επανειλημμένα να παρουσιαστούν στα γραφεία της Κα-Γκε-Μπε. Οι υπηρεσίες ασφαλείας πίεζαν τους αδελφούς να αποκηρύξουν την πίστη τους, ελπίζοντας να αποκτήσουν καινούριους συνεργάτες στους κόλπους της οργάνωσης. Επιπρόσθετα, ασκούσαν ηθική και συναισθηματική πίεση στους αδελφούς, όταν εκείνοι δεν δέχονταν να συμβιβάσουν την πίστη τους. Λόγου χάρη, ο Μιχάιλο Τιλνιάκ, που υπηρέτησε πολλά χρόνια ως επίσκοπος περιοχής στην Υπερκαρπαθία, θυμάται: «Στη διάρκεια μιας συζήτησης, οι ένστολοι αξιωματικοί της ασφάλειας ήταν πολύ φιλικοί και θετικοί. Με κάλεσαν να φάμε μαζί σε ένα κοντινό εστιατόριο. Αλλά εγώ απλώς τους χαμογέλασα, έβαλα 50 ρούβλια (περίπου τα ημερομίσθια μισού μήνα) πάνω στο τραπέζι και τους είπα ότι μπορούσαν να φάνε χωρίς εμένα». Ο αδελφός Τιλνιάκ ήξερε καλά ότι οπωσδήποτε θα τον φωτογράφιζαν την ώρα που θα έτρωγε και θα έπινε με ένστολους. Τις φωτογραφίες μπορούσαν να τις χρησιμοποιήσουν αργότερα ως «απόδειξη» του ότι είχε συμβιβάσει την πίστη του. Αυτό θα έσπερνε σπόρους δυσπιστίας ανάμεσα στους αδελφούς.
Πολλοί δέχονταν πιέσεις επί δεκαετίες για να απαρνηθούν την πίστη τους. Ο Μπέλα Μεΐσαρ από την Υπερκαρπαθία είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Τον συνέλαβαν πρώτη φορά το 1956, και τότε αυτός ο άπειρος νεαρός αδελφός υπέγραψε κατά λάθος ορισμένες δηλώσεις σχετικά με το έργο μας, με αποτέλεσμα να κληθούν να παρουσιαστούν στις υπηρεσίες ασφαλείας ορισμένοι αδελφοί. Αργότερα, ο αδελφός Μεΐσαρ κατάλαβε το λάθος του και ικέτευσε τον Ιεχωβά να μην καταδικαστεί κανένας από αυτούς τους αδελφούς. Τελικά, αυτοί δεν συνελήφθησαν, αλλά ο ίδιος ο αδελφός Μεΐσαρ καταδικάστηκε σε οκταετή φυλάκιση.
Όταν επέστρεψε στο σπίτι του, του απαγορεύτηκε να φύγει από το χωριό του για δύο χρόνια. Κάθε Δευτέρα έπρεπε να δίνει το παρόν στο αστυνομικό τμήμα. Επειδή αρνήθηκε να λάβει στρατιωτική εκπαίδευση το 1968, καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός έτους. Μετά τη φυλάκισή του, επέστρεψε στο σπίτι του και συνέχισε να υπηρετεί τον Ιεχωβά με ζήλο. Το 1975, σε ηλικία 47 ετών, καταδικάστηκε και πάλι.
Όταν ο αδελφός Μεΐσαρ εξέτισε την πενταετή του φυλάκιση, στάλθηκε στην περιοχή του Γιακούτσκ στη Ρωσία για πενταετή εξορία. Μεταφέρθηκε εκεί με αεροπλάνο, εφόσον δεν υπήρχαν δρόμοι σε εκείνη την περιοχή. Στη διάρκεια της πτήσης, οι νεαροί στρατιώτες που τον συνόδευαν τον ρώτησαν: «Γέρο, γιατί είσαι τόσο επικίνδυνος εγκληματίας;» Απαντώντας, ο αδελφός Μεΐσαρ τούς μίλησε για τη ζωή του και τους έδωσε καλή μαρτυρία σχετικά με το σκοπό του Θεού για τη γη.
Στην αρχή, μετά την άφιξη του αδελφού Μεΐσαρ, οι τοπικές αρχές φοβούνταν αυτόν τον «ιδιαίτερα επικίνδυνο εγκληματία», όπως τον χαρακτήριζαν τα χαρτιά του. Αργότερα, χάρη στην καλή Χριστιανική διαγωγή του αδελφού Μεΐσαρ, οι τοπικές αρχές είπαν στον αξιωματικό ασφαλείας: «Αν έχετε και άλλους τέτοιους εγκληματίες, σας παρακαλούμε να τους στείλετε σε εμάς».
Ο αδελφός Μεΐσαρ επέστρεψε στο σπίτι του το 1985 σε ηλικία 57 ετών. Στη διάρκεια των 21 χρόνων που πέρασε στη φυλακή, η πιστή του σύζυγος, η Ρεγκίνα, ζούσε στο σπίτι τους στην Υπερκαρπαθία. Παρά τις τεράστιες αποστάσεις και τα μεγάλα έξοδα που περιλαμβάνονταν, επισκεπτόταν συχνά το σύζυγό της στη φυλακή, διανύοντας συνολικά περισσότερα από 140.000 χιλιόμετρα προς αυτόν το σκοπό.
Ακόμη και μετά την αποφυλάκισή του, ο αδελφός Μεΐσαρ δεχόταν πολλές επισκέψεις από αστυνομικούς και αξιωματικούς ασφαλείας στο σπίτι του, στο χωριό Ρακόσινο. Αυτές οι επισκέψεις έγιναν αφορμή για ένα αστείο περιστατικό. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο Θεοντόρ Τζάρας από το Κυβερνών Σώμα, μαζί με αδελφούς από την επιτροπή της χώρας, επισκέφτηκε την πόλη Ούζγκοροντ της Υπερκαρπαθίας. Στην επιστροφή προς το Λβοφ, αποφάσισαν να κάνουν μια σύντομη επίσκεψη στον αδελφό Μεΐσαρ. Μια αδελφή που έμενε εκεί κοντά είδε να σταματάνε έξω από το λιτό σπίτι του αδελφού Μεΐσαρ τρία αυτοκίνητα, και να βγαίνουν εννιά άντρες. Φοβήθηκε τόσο πολύ ώστε έτρεξε σε έναν άλλον αδελφό και με κομμένη την ανάσα τού είπε ότι η Κα-Γκε-Μπε είχε έρθει να συλλάβει και πάλι τον αδελφό Μεΐσαρ! Πόσο χάρηκε όταν έμαθε ότι είχε κάνει λάθος!
Οργανωτικές Βελτιώσεις και Αλλαγές
Το 1971, ο Μιχάιλο Ντασέβιτς διορίστηκε υπηρέτης χώρας. Η επιτροπή της χώρας εκείνη την εποχή περιλάμβανε τρεις αδελφούς από τη δυτική Ουκρανία, δύο από τη Ρωσία και έναν από το Καζακστάν. Ο καθένας τους υπηρετούσε επίσης ως περιοδεύων επίσκοπος. Εκτός από αυτό, είχαν και κοσμική εργασία για να παρέχουν τα προς το ζην στις οικογένειές τους. Οι τομείς που επέβλεπαν οι αδελφοί από τη δυτική Ουκρανία απείχαν πολύ από τους τόπους διαμονής τους. Ο Στεπάν Κοζέμπα περιόδευε στην Υπερκαρπαθία, ενώ ο Αλεξέι Νταβιντγιούκ επισκεπτόταν την υπόλοιπη δυτική Ουκρανία, καθώς επίσης την Εσθονία, τη Λετονία και τη Λιθουανία. Ο αδελφός Ντασέβιτς περιόδευε στην ανατολική Ουκρανία, στη δυτική και στην κεντρική Ρωσία, στην Εγγύς Καυκασία και στη Μολδαβία. Οι αδελφοί από την επιτροπή της χώρας επισκέπτονταν τακτικά τους παραπάνω τομείς, είχαν συναντήσεις με επισκόπους περιοχής και περιφερείας, ενθάρρυναν τους ντόπιους Μάρτυρες και συγκέντρωναν τις εκθέσεις για την υπηρεσία αγρού.
Αυτοί οι αδελφοί είχαν επίσης επαφές με συνδέσμους που έρχονταν από το εξωτερικό ως τουρίστες και έφερναν έντυπα και επιστολές. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ως το 1991 που επικράτησε ελευθερία θρησκείας, οι ενάντιοί μας δεν κατάφεραν ποτέ να εμποδίσουν την αλληλογραφία.
Το 1972 το Κυβερνών Σώμα έδωσε την οδηγία να δίνονται γραπτές συστάσεις για τους αδελφούς που προτείνονταν να διοριστούν πρεσβύτεροι. Μερικοί αδελφοί δίσταζαν να το κάνουν αυτό, φοβούμενοι ότι οι κατάλογοι με τα ονόματα των συστηνόμενων ατόμων μπορεί να έπεφταν στα χέρια της αστυνομίας. Στο παρελθόν, δεν είχαν καταρτιστεί ποτέ τέτοιοι κατάλογοι σε καμιά εκκλησία. Πολλές φορές, οι αδελφοί δεν ήξεραν ούτε καν τα επίθετα των άλλων αδελφών στην εκκλησία τους. Στην αρχή, λίγοι συστήνονταν να υπηρετήσουν ως πρεσβύτεροι επειδή πολλοί δεν ήθελαν να γραφτούν τα ονόματά τους σε κανέναν κατάλογο. Αλλά αφότου εδραιώθηκε αυτή η διευθέτηση και δεν υπήρξαν αρνητικά επακόλουθα, κάποιοι άλλαξαν γνώμη, έγιναν οι συστάσεις για αυτούς, και εκείνοι ανέλαβαν πιστά την ευθύνη να υπηρετούν ως πρεσβύτεροι στις εκκλησίες.
Η Προστασία του Ιεχωβά στη Διάρκεια των Ερευνών
Κάποιο πρωί, η αστυνομία πήγε να κάνει έρευνα στο σπίτι του Βασίλ και της Ναντίγια Μπούνγα. Η αδελφή Μπούνγα ήταν στο σπίτι μαζί με τον τετράχρονο γιο τους που κοιμόταν, όταν ξαφνικά ακούστηκαν δυνατοί χτύποι στην πόρτα. Η αδελφή Μπούνγα κατάλαβε ότι ήταν η αστυνομία και έριξε γρήγορα στη σόμπα τις εκθέσεις υπηρεσίας αγρού και άλλα χαρτιά σχετικά με το έργο. Μετά άνοιξε την πόρτα στους αστυνομικούς. Αυτοί έτρεξαν στη σόμπα, έβγαλαν προσεκτικά τις καμένες εκθέσεις και τις άπλωσαν σε μια εφημερίδα πάνω στο τραπέζι. Τα γράμματα μπορούσαν ακόμη να διαβαστούν πάνω στο καμένο χαρτί. Όταν τελείωσαν την έρευνα στο σπίτι, όλοι οι αστυνομικοί μαζί με την αδελφή Μπούνγα πήγαν στην αποθήκη για να κάνουν έρευνα εκεί. Στο μεταξύ, το παιδάκι ξύπνησε, είδε τα καψαλισμένα χαρτιά πάνω στο τραπέζι και αποφάσισε να μαζέψει την ακαταστασία. Πήρε όλες τις καμένες εκθέσεις και τις έριξε στο σκουπιδοτενεκέ. Μετά γύρισε στο κρεβάτι του. Όταν οι αστυνομικοί επέστρεψαν, ξαφνιάστηκαν και απελπίστηκαν βλέποντας ότι οι ήδη ευπαθείς «ουσιαστικές αποδείξεις» τους είχαν καταστραφεί εντελώς!
Το 1969 έγινε και πάλι έρευνα στο σπίτι της οικογένειας Μπούνγα. Αυτή τη φορά ο αδελφός Μπούνγα βρισκόταν στο σπίτι, και οι αστυνομικοί ανακάλυψαν την έκθεση υπηρεσίας αγρού της εκκλησίας. Ωστόσο, δεν πρόσεξαν, την άφησαν πάνω στο τραπέζι, και ο αδελφός Μπούνγα βρήκε την ευκαιρία να την καταστρέψει. Εξαιτίας αυτού, καταδικάστηκε σε δεκαπενθήμερη φυλάκιση. Έπειτα, οι υπηρεσίες ασφαλείας ανάγκασαν τον αδελφό Μπούνγα να μετακομίσει. Έτσι λοιπόν, για κάποιο διάστημα ζούσε και κήρυττε στη Γεωργία και στο Νταγκεστάν. Μετέπειτα, επέστρεψε στην Ουκρανία και παρέμεινε πιστός ως το θάνατό του το 1999.
Οι Υπηρεσίες Ασφαλείας Οργανώνουν «Ιεραποστολικές Περιοδείες»
Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, οι υπηρεσίες ασφαλείας ανάγκαζαν πολλούς δραστήριους αδελφούς να μετακομίζουν από τόπο σε τόπο. Γιατί συνέβαινε αυτό; Οι τοπικές αρχές δεν ήθελαν να στέλνουν αρνητικές αναφορές στο Κίεβο σχετικά με τα αποτελέσματα της αντιθρησκευτικής δράσης στην περιφέρειά τους. Από τους ελέγχους που έκαναν, οι τοπικές αρχές καταλάβαιναν ότι ο αριθμός των Μαρτύρων του Ιεχωβά αύξανε κάθε χρόνο. Αλλά στις αναφορές που έστελναν στο Κίεβο ήθελαν να δείχνουν ότι οι Μάρτυρες δεν αυξάνονταν. Γι’ αυτό, οι τοπικές αρχές ανάγκαζαν τους αδελφούς να φεύγουν από την περιφέρειά τους ώστε να μπορούν να αναφέρουν ότι ο αριθμός των Μαρτύρων δεν αύξανε στην περιοχή τους.
Αυτή η μετακίνηση Μαρτύρων από τη μια περιφέρεια στην άλλη είχε ως αποτέλεσμα τη διάδοση σπόρων της αλήθειας. Συνήθως, επρόκειτο για Μάρτυρες που αναλάμβαναν την ηγεσία στο έργο. Στην πραγματικότητα, αυτοί οι ζηλωτές αδελφοί και αδελφές «παροτρύνονταν» από τις αρχές να μετακινηθούν εκεί όπου, όπως λέμε τώρα, «η ανάγκη είναι μεγαλύτερη». Υπηρέτησαν σε αυτές τις περιοχές και, με τον καιρό, ιδρύθηκαν καινούριες εκκλησίες.
Παραδείγματος χάρη, ο Ιβάν Μαλίτσκι, από τα περίχωρα του Τερνόπολ, διατάχθηκε να φύγει από το σπίτι του. Μετακόμισε στην Κριμαία, στη νότια Ουκρανία, όπου ζούσαν λίγοι μόνο αδελφοί. Το 1969 υπήρχε μόνο μία εκκλησία στην Κριμαία, αλλά τώρα υπάρχουν περισσότερες από 60! Ο Ιβάν Μαλίτσκι εξακολουθεί να υπηρετεί ως πρεσβύτερος σε μια από αυτές.
Τα Τελευταία Χρόνια της Απαγόρευσης
Το 1982, ύστερα από μια αλλαγή στην πολιτική ηγεσία της ΕΣΣΔ, άλλο ένα κύμα διωγμού, που διήρκεσε δύο χρόνια, σάρωσε την Ουκρανία. Φαίνεται ότι αυτός ο διωγμός δεν έγινε με την έγκριση των ηγετών της ΕΣΣΔ. Τουναντίον, οι νέοι Σοβιετικοί ηγέτες απαιτούσαν να υπάρξουν αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στις δημοκρατίες. Προκειμένου να δείξουν το ζήλο και την προθυμία τους να προβούν σε τέτοιες μεταρρυθμίσεις, οι τοπικές αρχές σε ορισμένα μέρη της Ουκρανίας φυλάκισαν μερικούς δραστήριους Μάρτυρες. Μολονότι αυτό το κύμα διωγμού δεν επηρέασε την πλειονότητα των αδελφών, εντούτοις κάποιοι Μάρτυρες υπέστησαν συναισθηματική και σωματική κακοποίηση.
Το 1983, ο Ιβάν Μίγκαλι, από την Υπερκαρπαθία, καταδικάστηκε σε τετραετή φυλάκιση. Οι σοβιετικές αρχές κατέσχεσαν όλα τα υπάρχοντα αυτού του 58χρονου πρεσβυτέρου. Στην έρευνα που έκαναν στο σπίτι του αδελφού Μίγκαλι, οι υπηρεσίες ασφαλείας βρήκαν 70 περιοδικά μας. Αυτός ο ταπεινός και ειρηνικός άνθρωπος ήταν πασίγνωστος στην κοινότητά του ως κήρυκας της Αγίας Γραφής. Αυτά τα δύο στοιχεία—η κατοχή εντύπων και το κήρυγμα—χρησιμοποιήθηκαν ως αφορμή για να τον συλλάβουν.
Μια σειρά από ομαδικές δίκες έλαβε χώρα στην ανατολική Ουκρανία το 1983 και το 1984. Πολλοί Μάρτυρες φυλακίστηκαν από τέσσερα ως πέντε χρόνια. Οι περισσότεροι αδελφοί εξέτισαν τις ποινές τους, όχι στην παγωμένη Σιβηρία ή στο Καζακστάν, αλλά στην Ουκρανία. Μερικοί υπέστησαν διωγμό ακόμη και μέσα στη φυλακή, όταν τους κατηγόρησαν ψευδώς ότι παραβίαζαν τους κανονισμούς της φυλακής. Σκοπός των αρχών ήταν να βρουν αφορμές για να παρατείνουν τη φυλάκισή τους.
Επίσης, μερικοί διευθυντές φυλακών έστειλαν αδελφούς σε σοβιετικά ψυχιατρεία, ελπίζοντας ότι οι Μάρτυρες θα έχαναν τα λογικά τους και θα έπαυαν να λατρεύουν τον Θεό. Αλλά το πνεύμα του Ιεχωβά στήριξε τους αδελφούς, και αυτοί παρέμειναν όσιοι στον Ιεχωβά και στην οργάνωσή του.
Θρίαμβος της Θεοκρατίας
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, η εναντίωση στην αγνή λατρεία εξασθένησε κάπως. Ο αριθμός των ευαγγελιζομένων αυξήθηκε στις τοπικές εκκλησίες, και οι αδελφοί είχαν στη διάθεσή τους περισσότερα έντυπα. Όταν επισκέπτονταν κάποιους συγγενείς τους στο εξωτερικό, μερικοί Μάρτυρες έφερναν περιοδικά και βιβλία. Οι αδελφοί, ιδίως εκείνοι που είχαν ζήσει σε σοβιετικά σωφρονιστικά στρατόπεδα, κρατούσαν πρώτη φορά στα χέρια τους πρωτότυπα Γραφικά έντυπα. Και όμως, μερικοί δεν πίστευαν ότι θα ζούσαν για να δουν την ημέρα που ένα πρωτότυπο περιοδικό Σκοπιά θα περνούσε από το Σιδηρούν Παραπέτασμα.
Ύστερα από πολλά χρόνια αντιπαράθεσης με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, οι αρχές άρχισαν να μαλακώνουν κάπως. Τώρα προσκαλούσαν τους αδελφούς να συναντηθούν με πολιτικούς εκπροσώπους των τοπικών γραφείων θρησκευτικών υποθέσεων. Μερικοί από αυτούς τους αξιωματούχους ήταν διατεθειμένοι να συναντήσουν Μάρτυρες του Ιεχωβά από τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία του Μπρούκλιν. Όπως ήταν φυσικό, στην αρχή οι αδελφοί φοβήθηκαν ότι επρόκειτο για παγίδα. Αλλά οι καιροί πράγματι άλλαζαν για το λαό του Ιεχωβά. Το 1987, οι αξιωματούχοι άρχισαν να αφήνουν ελεύθερους τους φυλακισμένους Μάρτυρες. Αργότερα, μερικοί αδελφοί προσπάθησαν να παρακολουθήσουν τη συνέλευση περιφερείας του 1988 στη γειτονική Πολωνία. Σύμφωνα με τα χαρτιά τους, θα επισκέπτονταν φίλους και συγγενείς. Προς μεγάλη τους έκπληξη, οι αρχές τούς επέτρεψαν να ταξιδέψουν στο εξωτερικό! Οι Πολωνοί αδελφοί έδωσαν με γενναιοδωρία έντυπα στους επισκέπτες από την Ουκρανία. Στην επιστροφή, έγινε έρευνα στους Ουκρανούς αδελφούς στα σύνορα, αλλά ως επί το πλείστον, οι τελωνειακοί δεν κατέσχεσαν τα Βιβλικά έντυπα. Έτσι λοιπόν, οι αδελφοί μπόρεσαν να φέρουν Γραφές και άλλα έντυπα στη χώρα.
Οι φιλόξενοι Πολωνοί αδελφοί προσκάλεσαν πολύ περισσότερους από την Ουκρανία να τους επισκεφτούν τον επόμενο χρόνο. Έτσι λοιπόν, το 1989, χιλιάδες παρευρέθηκαν διακριτικά σε τρεις διεθνείς συνελεύσεις στην Πολωνία και έφεραν ακόμη περισσότερα έντυπα πίσω στην Ουκρανία. Το ίδιο εκείνο έτος, βάσει μιας συμφωνίας με το Γραφείο Θρησκευτικών Υποθέσεων, επιτράπηκε στους Μάρτυρες του Ιεχωβά να λαβαίνουν θρησκευτικά έντυπα από το εξωτερικό με το ταχυδρομείο, αλλά μόνο από δύο αντίτυπα κάθε έκδοσης σε κάθε αποστολή. Οι αδελφοί από τη Γερμανία άρχισαν να στέλνουν δέματα με βιβλία και περιοδικά τακτικά. Αντί να φτιάχνουν αντίγραφα των περιοδικών στα κρυφά μέσα σε αποθήκες ή αργά τη νύχτα στο υπόγειο του σπιτιού τους, οι αδελφοί λάβαιναν τώρα τα έντυπα επίσημα μέσω του τοπικού ταχυδρομείου. Ήταν σαν όνειρο! Τα συναισθήματα πολλών παλιών αδελφών ήταν παρόμοια με των Ιουδαίων μετά την επιστροφή τους στην Ιερουσαλήμ από την εξορία: «Νιώσαμε σαν να ονειρευόμασταν». (Ψαλμ. 126:1) Αλλά αυτό ήταν μόνο η αρχή του ωραίου «ονείρου».
Συνέλευση στη Βαρσοβία
Το 1989, οι αδελφοί από το Μπρούκλιν συνέστησαν να αρχίσει η επιτροπή της χώρας διαπραγματεύσεις με τις αρχές για να καταχωριστεί η δημόσια διακονία μας. Επιπλέον, ο Μίλτον Χένσελ και ο Θεοντόρ Τζάρας από το Μπέθελ του Μπρούκλιν επισκέφτηκαν τους αδελφούς στην Ουκρανία. Τον επόμενο χρόνο, οι αρχές επέτρεψαν επίσημα σε χιλιάδες Μάρτυρες του Ιεχωβά να παρακολουθήσουν τη συνέλευση στην Πολωνία. Όταν κατέθεταν τα χαρτιά τους για το ταξίδι, οι αδελφοί δήλωναν—με περηφάνια και με μάτια που έλαμπαν—ότι ήθελαν να πάνε στην Πολωνία, όχι για να επισκεφτούν τους φίλους και τους συγγενείς τους, αλλά για να παρακολουθήσουν τη συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά!
Η συνέλευση στη Βαρσοβία ήταν ένα πολύ ξεχωριστό γεγονός για τους επισκέπτες από την Ουκρανία. Δάκρυα χαράς έτρεχαν στα μάγουλά τους. Χαίρονταν επειδή συναντήθηκαν με συγχριστιανούς τους, επειδή πήραν τα προσωπικά τους τετράχρωμα αντίτυπα των εκδόσεων στη μητρική τους γλώσσα και επειδή ήταν ελεύθεροι να παρευρεθούν σε αυτή τη συγκέντρωση. Οι Πολωνοί αδελφοί τούς φιλοξένησαν με αγάπη, φροντίζοντας για όλες τις ανάγκες τους.
Πολλοί ομόπιστοι πρώην κρατούμενοι συναντήθηκαν πρώτη φορά σε αυτή τη συνέλευση της Βαρσοβίας. Εκατό και πλέον άτομα από το «ειδικό» στρατόπεδο της Μορδοβίας—όπου είχαν κλειστεί εκατοντάδες Μάρτυρες—συναντήθηκαν εκεί. Πολλοί απλώς στέκονταν κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον και κλαίγοντας από χαρά. Κάποιος Μάρτυρας από τη Μολδαβία που είχε μείνει πέντε χρόνια στο ίδιο κελί με τον αδελφό Μπέλα Μεΐσαρ δεν τον αναγνώρισε. Γιατί; «Σε θυμάμαι με τη ριγωτή στολή, και τώρα φοράς κοστούμι και γραβάτα!» είπε ξαφνιασμένος.
Επιτέλους Θρησκευτική Ελευθερία!
Στα τέλη του 1990, τα δικαστήρια άρχισαν να απαλλάσσουν μερικούς Μάρτυρες του Ιεχωβά και να τους ξαναδίνουν τα δικαιώματα και τα προνόμιά τους. Ταυτόχρονα, η επιτροπή της χώρας συγκρότησε μια ομάδα που εκπροσωπούσε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στις συναντήσεις τους με τους κυβερνητικούς αξιωματούχους. Ο Βίλι Πολ από το τμήμα της Γερμανίας είχε την επίβλεψη αυτής της ομάδας.
Παρατεταμένες συναντήσεις με κρατικούς αξιωματούχους στη Μόσχα και στο Κίεβο έδωσαν στους Μάρτυρες την από πολλού ποθούμενη ελευθερία. Η θρησκευτική οργάνωση των Μαρτύρων του Ιεχωβά καταχωρίστηκε επίσημα στην Ουκρανία στις 28 Φεβρουαρίου 1991—ήταν η πρώτη καταχώριση αυτού του είδους που έγινε στο έδαφος της ΕΣΣΔ. Έναν μήνα αργότερα, στις 27 Μαρτίου 1991, αυτή η οργάνωση καταχωρίστηκε επίσης στη Ρωσική Ομοσπονδία. Έτσι λοιπόν, έπειτα από 50 και πλέον χρόνια απαγορεύσεων και διωγμού, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά απέκτησαν τελικά θρησκευτική ελευθερία. Λίγο αργότερα, στα τέλη του 1991, η Σοβιετική Ένωση έπαψε να υφίσταται, και η Ουκρανία ανακήρυξε την ανεξαρτησία της.
Το Καλό Χώμα Παράγει Πλούσια Σοδειά
Το 1939, στην περιοχή της σημερινής Ουκρανίας υπήρχαν περίπου 1.000 ευαγγελιζόμενοι της Βασιλείας του Θεού, οι οποίοι έσπερναν τους σπόρους της αλήθειας σε εύφορο χώμα—στις καρδιές των ανθρώπων. Στα 52 χρόνια της απαγόρευσης, οι αδελφοί έζησαν τη φρίκη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, την εξορία στη Σιβηρία, τους άγριους ξυλοδαρμούς, τα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις. Παρ’ όλα αυτά, όλη εκείνη την περίοδο το «καλό χώμα» παρήγαγε 25 και πλέον φορές περισσότερο. (Ματθ. 13:23) Το 1991 υπήρχαν 25.448 ευαγγελιζόμενοι σε 258 εκκλησίες στην Ουκρανία και περίπου 20.000 ευαγγελιζόμενοι στις άλλες δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ οι οποίοι, ως επί το πλείστον, είχαν γνωρίσει την αλήθεια από τους Ουκρανούς αδελφούς.
Αυτό το χώμα χρειαζόταν «λίπασμα» υπό τη μορφή Γραφικών εντύπων. Γι’ αυτό, μετά τη νομική καταχώριση του έργου μας, έγιναν προετοιμασίες για να παραλαμβάνουν τα έντυπα από το Ζέλτερς της Γερμανίας. Η πρώτη αποστολή εντύπων έφτασε στις 17 Απριλίου του 1991.
Οι αδελφοί οργάνωσαν μια μικρή αποθήκη εντύπων στο Λβοφ, από όπου έστελναν έντυπα με φορτηγά, τρένα, ακόμη και με αεροπλάνα, σε εκκλησίες σε ολόκληρη την Ουκρανία, τη Ρωσία, το Καζακστάν και άλλες χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό έδωσε το έναυσμα για περαιτέρω πνευματική ανάπτυξη. Στις αρχές του 1991, το Χάρκοβο, μια πόλη δύο εκατομμυρίων κατοίκων, είχε μόνο μία εκκλησία. Αργότερα το ίδιο έτος, αυτή η μία εκκλησία των 670 ευαγγελιζομένων είχε ήδη χωριστεί σε οχτώ εκκλησίες. Τώρα, υπάρχουν πάνω από 40 εκκλησίες σε εκείνη την πόλη!
Μολονότι η ΕΣΣΔ έπαψε να υφίσταται το 1991, η επιτροπή της χώρας ήταν υπεύθυνη και για τις 15 δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης μέχρι το 1993. Εκείνο το έτος, σε μια συνάντηση με αδελφούς του Κυβερνώντος Σώματος, αποφασίστηκε να συγκροτηθούν δύο επιτροπές—μία για την Ουκρανία και μία για τη Ρωσία και τις άλλες 13 δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Εκτός από τον Μιχάιλο Ντασέβιτς, τον Αλεξέι Νταβιντγιούκ, τον Στεπάν Κοζέμπα και τον Ανάνιι Γρόγουλ, προστέθηκαν άλλοι τρεις αδελφοί στην επιτροπή χώρας της Ουκρανίας: ο Στεπάν Γλίνσκι, ο Στεπάν Μικέβιτς και ο Ρομάν Γιουρκέβιτς.
Κατόπιν χρειάστηκε να συγκροτηθεί μια μεταφραστική ομάδα για να χειριστεί την αυξανόμενη ανάγκη για έντυπα στην ουκρανική γλώσσα. Όπως είδαμε πρωτύτερα, οι Καναδοί αδελφοί Εμίλ Ζαρίτσκι και Μόρις Σαραντσούκ, μαζί με τις συζύγους τους, είχαν αναλάβει από κοινού αυτό το έργο. Αυτή η μικρή ομάδα αφοσιωμένων εθελοντών μετέφρασε πολλά έντυπα. Αλλά από το 1991 μια διευρυμένη ουκρανική μεταφραστική ομάδα άρχισε να εργάζεται στη Γερμανία. Το 1998 μετακόμισαν στην Πολωνία, όπου συνέχισαν το έργο τους μέχρι να μετακομίσουν τελικά στην Ουκρανία.
Συνελεύσεις Περιφερείας
Έπειτα από μια συνάντηση με τους ντόπιους αδελφούς στο Λβοφ το 1990, ο αδελφός Τζάρας εξέτασε το στάδιο της πόλης και είπε: «Ίσως το χρησιμοποιήσουμε για τη συνέλευση περιφερείας του χρόνου». Οι αδελφοί τού χαμογέλασαν, διερωτώμενοι πώς θα ήταν αυτό δυνατόν, εφόσον η οργάνωσή μας δεν είχε καταχωριστεί ακόμη και οι αδελφοί δεν είχαν οργανώσει κάποια συνέλευση ποτέ προηγουμένως. Και όμως, τον αμέσως επόμενο χρόνο, η οργάνωση καταχωρίστηκε. Τον Αύγουστο του 1991, περίπου 17.531 άτομα παρακολούθησαν τη συνέλευση περιφερείας στο συγκεκριμένο στάδιο, και 1.316 αδελφοί και αδελφές βαφτίστηκαν! Πολωνοί αδελφοί είχαν προσκληθεί στην Ουκρανία για να βοηθήσουν στη διοργάνωση της συνέλευσης.
Εκείνον τον Αύγουστο έγιναν σχέδια να διεξαχθεί άλλη μια συνέλευση στην Οδησσό. Αλλά εξαιτίας των πολιτικών αναταραχών που σημειώθηκαν στη Ρωσία στις αρχές της εβδομάδας της συνέλευσης, οι τοπικές αρχές πληροφόρησαν τους αδελφούς ότι δεν μπορούσαν να διεξαγάγουν τη συνέλευση στην Οδησσό. Οι αδελφοί συνέχισαν να ζητούν την άδεια από τους τοπικούς παράγοντες και προχώρησαν στις τελικές προετοιμασίες, εμπιστευόμενοι πλήρως στον Ιεχωβά. Τελικά, οι υπεύθυνοι αδελφοί κλήθηκαν να παρουσιαστούν στις αρχές την Πέμπτη για να ακούσουν την τελική τους απόφαση. Το απόγευμα εκείνης της ημέρας, οι αδελφοί έλαβαν την άδεια να διεξαγάγουν τη συνέλευση.
Πόσο εκπληκτικό και όμορφο ήταν να βλέπει κανείς συγκεντρωμένους 12.115 Μάρτυρες και να παρακολουθεί 1.943 άτομα να βαφτίζονται εκείνο το σαββατοκύριακο! Δύο ημέρες μετά τη συνέλευση, οι αδελφοί επισκέφτηκαν ξανά τους τοπικούς παράγοντες και τους ευχαρίστησαν για το ότι μας επέτρεψαν να διεξαγάγουμε τη συνέλευση. Έδωσαν στον εισηγητή της επιτροπής της πόλης το βιβλίο Ο Μεγαλύτερος Άνθρωπος που Έζησε Ποτέ. Εκείνος είπε: «Δεν ήμουν στη συνέλευση, αλλά γνωρίζω όλα όσα έλαβαν χώρα εκεί. Δεν έχω δει τίποτα καλύτερο από αυτό. Σας υπόσχομαι ότι οποτεδήποτε χρειαστείτε άδεια για να διεξαγάγετε τις συναθροίσεις σας, θα είμαι πάντα πρόθυμος να τη δώσω». Έκτοτε, οι αδελφοί διεξάγουν τακτικά συνελεύσεις περιφερείας στην όμορφη πόλη της Οδησσού.
Μια Μνημειώδης Διεθνής Συνέλευση
Ένα άλλο βαρυσήμαντο γεγονός ήταν η Διεθνής Συνέλευση «Θεία Διδασκαλία» που διεξάχθηκε στο Κίεβο τον Αύγουστο του 1993. Οι παρόντες έφτασαν τους 64.714—ο μεγαλύτερος αριθμός παρόντων σε οποιαδήποτε συνέλευση που διεξάχθηκε ποτέ στην Ουκρανία. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν χιλιάδες εκπρόσωποι από 30 και πλέον χώρες. Κάποια μέρη του προγράμματος που εκφωνήθηκαν στην αγγλική μεταφράζονταν ταυτόχρονα σε 16 γλώσσες.
Πόσο συναρπαστικό ήταν να βλέπει κανείς αδελφούς και αδελφές που είχαν γεμίσει πέντε τμήματα του σταδίου να σηκώνονται και να απαντούν ναι στις δύο ερωτήσεις του βαφτίσματος! Τις επόμενες δυόμισι ώρες, βαφτίστηκαν 7.402 άτομα σε έξι πισίνες—ο μεγαλύτερος αριθμός ατόμων που βαφτίστηκαν σε οποιαδήποτε συνέλευση της σύγχρονης ιστορίας του λαού του Θεού! Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θα θυμούνται πάντοτε με ιδιαίτερη εκτίμηση αυτό το εξαιρετικό γεγονός.
Πώς έγινε δυνατόν να οργανωθεί μια τόσο μεγάλη συνέλευση με 11 μόνο εκκλησίες στην πόλη; Όπως και τα προηγούμενα χρόνια, οι αδελφοί από την Πολωνία ήρθαν να βοηθήσουν στο Τμήμα Καταλυμάτων. Μαζί με τους ντόπιους αδελφούς, έκλεισαν συμβόλαια με όσο το δυνατόν περισσότερα ξενοδοχεία και ξενώνες, νοικιάζοντας ακόμη και ποταμόπλοια.
Το πιο δύσκολο πράγμα ήταν η άδεια για την ενοικίαση του σταδίου. Εκτός από τις αθλητικές εκδηλώσεις, το στάδιο φιλοξενούσε και μια μεγάλη αγορά τα σαββατοκύριακα, και κανείς δεν είχε πάρει ποτέ άδεια να κλείσει την αγορά. Εντούτοις, η άδεια δόθηκε.
Ακόμη και οι αρχές της πόλης συγκρότησαν μια ειδική επιτροπή για να βοηθήσουν τους αδελφούς στις προετοιμασίες τους. Αυτή η επιτροπή περιλάμβανε τους επικεφαλής διαφόρων τοπικών υπηρεσιών, όπως της αστυνομίας, των συγκοινωνιών και του τουρισμού. Τέθηκε σε εφαρμογή μια μοναδική διευθέτηση για τη μετακίνηση των εκπροσώπων της συνέλευσης μέσα στην πόλη. Οι αδελφοί πλήρωσαν εκ των προτέρων τη μεταφορά με τις δημόσιες συγκοινωνίες και έτσι όσοι φορούσαν κονκάρδες της συνέλευσης δεν χρειαζόταν να πληρώνουν όταν επιβιβάζονταν, αλλά πλήρωναν στο χώρο της συνέλευσης. Έτσι λοιπόν, οι αδελφοί επιβιβάζονταν γρήγορα στο μετρό, στα τραμ και στα λεωφορεία για να φτάσουν ή να αναχωρήσουν από το Στάδιο της Δημοκρατίας (τώρα Ολυμπιακό Στάδιο), ένα από τα μεγαλύτερα στην Ανατολική Ευρώπη. Για την εξυπηρέτηση των εκπροσώπων της συνέλευσης, άνοιξαν στην περιοχή γύρω από το στάδιο και άλλοι φούρνοι για να αγοράζουν γρήγορα οι αδελφοί τα τρόφιμα της επόμενης ημέρας.
Ο αρχηγός της αστυνομίας εξεπλάγη τόσο πολύ με την ευταξία της συνέλευσης ώστε έκανε το εξής σχόλιο: «Όλα όσα κάνατε, σε συνδυασμό με την καλή σας συμπεριφορά, με εντυπωσίασαν περισσότερο και από το κήρυγμά σας. Οι άνθρωποι μπορεί να ξεχάσουν αυτά που άκουσαν, αλλά δεν θα ξεχάσουν ποτέ αυτά που είδαν».
Αρκετές γυναίκες που εργάζονταν σε έναν κοντινό σταθμό του μετρό πήγαν στο γραφείο διεύθυνσης της συνέλευσης για να ευχαριστήσουν τους εκπροσώπους για την καλή τους συμπεριφορά. Είπαν τα εξής: «Έχουμε δουλέψει εδώ σε πολλές αθλητικές και πολιτικές εκδηλώσεις, αλλά πρώτη φορά είδαμε τόσο ευγενικούς και χαρούμενους επισκέπτες που έδειξαν ενδιαφέρον για εμάς. Μας χαιρετούσαν όλοι. Δεν έχουμε συνηθίσει να μας χαιρετάνε σε άλλες εκδηλώσεις».
Οι εκκλησίες στο Κίεβο είχαν πολλά να κάνουν μετά τη συνέλευση, εφόσον έλαβαν περίπου 2.500 διευθύνσεις ενδιαφερομένων ατόμων που ήθελαν να μάθουν περισσότερα. Τώρα υπάρχουν πάνω από 50 εκκλησίες ζηλωτών Μαρτύρων στο Κίεβο!
Κάποιοι αδελφοί έπεσαν θύματα ληστείας ενόσω ταξίδευαν προς τη συνέλευση και έχασαν όλα τα πράγματά τους. Ωστόσο, αποφασισμένοι να πλουτίσουν πνευματικά, επέλεξαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους για το Κίεβο και έφτασαν στη συνέλευση μόνο με τα ρούχα που φορούσαν. Αλλά μια ομάδα αδελφών από την πρώην Τσεχοσλοβακία είχε φέρει επιπλέον ρουχισμό για όποιον μπορεί να είχε ανάγκη. Όταν ενημερώθηκε για το γεγονός η διεύθυνση της συνέλευσης, προμήθευσε γρήγορα στους αδελφούς που είχαν πέσει θύματα ληστείας όλα τα απαραίτητα ρούχα.
Βοήθεια για Πρόοδο
Αυτά τα παραδείγματα ανιδιοτελούς αγάπης δεν ήταν μεμονωμένα περιστατικά. Το 1991, το Κυβερνών Σώμα κάλεσε διάφορα τμήματα της Δυτικής Ευρώπης να προμηθεύσουν τρόφιμα και είδη ρουχισμού στους αδελφούς τους στην Ανατολική Ευρώπη. Οι Μάρτυρες εκτίμησαν την ευκαιρία που τους δόθηκε να βοηθήσουν, και η προθυμία τους ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Πολλοί συνεισέφεραν τρόφιμα και χρησιμοποιημένα ρούχα, ενώ άλλοι αγόρασαν καινούρια. Τα γραφεία τμήματος στη Δυτική Ευρώπη συγκέντρωσαν χαρτοκιβώτια, βαλίτσες και σακούλες γεμάτες με τέτοια πράγματα. Τόνοι τροφίμων και ειδών ρουχισμού στάλθηκαν από την Αυστρία, τη Γερμανία, τη Δανία, την Ελβετία, την Ιταλία, την Ολλανδία και τη Σουηδία στο Λβοφ με φάλαγγες φορτηγών. Συχνά, οι αδελφοί πρόσφεραν ως δώρο ακόμη και τα φορτηγά τους για να χρησιμοποιηθούν στο έργο της Βασιλείας στην Ανατολική Ευρώπη. Οι τελωνειακές αρχές βοήθησαν πολύ στην έκδοση των απαραίτητων εγγράφων, ώστε να γίνει η παράδοση όλων των πραγμάτων με ευκολία.
Οι αδελφοί που παρέδωσαν τα πράγματα εντυπωσιάστηκαν από την υποδοχή που τους έγινε. Κάποιοι από αυτούς, που οδήγησαν από την Ολλανδία μέχρι το Λβοφ, ανέφεραν τα εξής για το ταξίδι τους: «Μια ομάδα από 140 αδελφούς ήταν έτοιμη να ξεφορτώσει τα φορτηγά. Προτού αρχίσουν τη δουλειά, αυτοί οι ταπεινοί αδελφοί έδειξαν την εμπιστοσύνη τους στον Ιεχωβά, κάνοντας μια προσευχή όλοι μαζί. Όταν τελείωσε η εργασία, ξανασυγκεντρώθηκαν για μια ευχαριστήρια προσευχή στον Ιεχωβά. Αφού απολαύσαμε τη φιλοξενία των τοπικών αδελφών, οι οποίοι έδωσαν άφθονα από τα λίγα που είχαν, μας συνόδευσαν μέχρι τον κεντρικό δρόμο, όπου έκαναν μια προσευχή στην άκρη του δρόμου προτού μας αφήσουν.
»Στη διάρκεια της μακράς μας επιστροφής, είχαμε πολλά πράγματα να ξανασκεφτούμε—τη φιλοξενία των αδελφών στη Γερμανία και στην Πολωνία, και εκείνη που έδειξαν οι αδελφοί μας στο Λβοφ, την ισχυρή πίστη τους και τη διάθεσή τους για προσευχή, τη φιλοξενία που έδειξαν παρέχοντάς μας καταλύματα και τροφή ενώ οι ίδιοι βρίσκονταν σε δύσκολη θέση, την εκδήλωση ενότητας και το πόσο συνδεδεμένοι ήταν, καθώς επίσης την ευγνωμοσύνη τους. Επίσης σκεφτόμασταν τους αδελφούς και τις αδελφές μας πίσω στην Ολλανδία, οι οποίοι είχαν δώσει τόσο γενναιόδωρα».
Ένας οδηγός από τη Δανία είπε: «Ανακαλύψαμε ότι φέραμε πίσω περισσότερα από όσα είχαμε πάει. Η αγάπη και το θυσιαστικό πνεύμα που εκδήλωσαν οι Ουκρανοί αδελφοί μας ενίσχυσαν πολύ την πίστη μας».
Πολλές από τις δωρεές προωθήθηκαν στη Μολδαβία, στις Βαλτικές χώρες, στο Καζακστάν, στη Ρωσία και σε άλλα μέρη όπου υπήρχε επίσης μεγάλη ανάγκη. Μερικά φορτία στάλθηκαν με εμπορευματοκιβώτια στη Σιβηρία και στο Χαμπάροφσκ, σε απόσταση μεγαλύτερη από 7.000 χιλιόμετρα προς τα ανατολικά. Οι επιστολές εγκάρδιας εκτίμησης που έστειλαν όσοι έλαβαν βοήθεια ήταν συγκινητικές, ενθαρρυντικές και ενοποιητικές. Έτσι λοιπόν, όλοι όσοι συμπεριλήφθηκαν ένιωσαν πόσο αληθινά ήταν τα λόγια του Ιησού: «Υπάρχει περισσότερη ευτυχία στο να δίνει κανείς παρά στο να λαβαίνει».—Πράξ. 20:35.
Στα τέλη του 1998, έπληξε την Υπερκαρπαθία μια καταστροφή. Σύμφωνα με επίσημες πηγές, πλημμύρισαν 6.754 σπίτια, και καταστράφηκαν εντελώς 895 νοικοκυριά από κατολισθήσεις λάσπης. Ανάμεσα στα σπίτια που καταστράφηκαν ήταν και 37 σπίτια Μαρτύρων. Αμέσως, το τμήμα του Λβοφ έστειλε στην περιοχή ένα φορτηγό με τρόφιμα, νερό, σαπούνι, κρεβάτια και κουβέρτες. Αργότερα, αδελφοί από τον Καναδά και τη Γερμανία έστειλαν ρούχα και είδη νοικοκυριού. Μάρτυρες από την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Σλοβακία και την Τσεχία προμήθευσαν τρόφιμα και έστειλαν επίσης οικοδομικά υλικά για την αντικατάσταση των κατεστραμμένων σπιτιών. Πολλοί ντόπιοι αδελφοί βοήθησαν και αυτοί στην ανοικοδόμηση. Οι Μάρτυρες έδωσαν τρόφιμα, ρούχα και καυσόξυλα, όχι μόνο στους ομοπίστους τους, αλλά και σε άλλους. Καθάρισαν αυλές και χωράφια και βοήθησαν να επισκευαστούν σπίτια ανθρώπων που δεν ήταν Μάρτυρες.
Δίνεται Πνευματική Βοήθεια
Ωστόσο, η υλική βοήθεια δεν ήταν η μόνη που δόθηκε. Έπειτα από 50 και πλέον χρόνια απαγόρευσης, οι Ουκρανοί Μάρτυρες δεν ήξεραν πώς να οργανώσουν το έργο σε μια ατμόσφαιρα ελευθερίας. Γι’ αυτό, το 1992, στάλθηκαν αδελφοί από το τμήμα της Γερμανίας για να βοηθήσουν στην οργάνωση του έργου στην Ουκρανία. Αυτό έθεσε τη βάση για το έργο που θα έκανε αργότερα το Μπέθελ. Κατόπιν ο Καναδάς, η Γερμανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες έστειλαν άλλους αδελφούς για να βοηθήσουν στην επίβλεψη του έργου μαθήτευσης.
Υπήρχε επίσης μεγάλη ανάγκη για έμπειρους αδελφούς στον αγρό. Αρχικά, ήρθαν από την Πολωνία πολλοί απόφοιτοι της Σχολής Διακονικής Εκπαίδευσης για να φροντίσουν για τις εκκλησίες και αργότερα για τις περιοχές και τις περιφέρειες σε όλη τη χώρα. Επιπρόσθετα, ήρθαν μερικά αντρόγυνα από τον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες τα οποία υπηρετούν τώρα στο έργο περιοχής. Επίσης, ορισμένοι αδελφοί από την Ιταλία, την Ουγγαρία, τη Σλοβακία και την Τσεχία εργάζονται ως επίσκοποι περιοχής. Αυτές οι διευθετήσεις έχουν βοηθήσει πολλές τοπικές εκκλησίες να εφαρμόσουν τους Βιβλικούς κανόνες και να προσαρμοστούν σε αυτούς όσον αφορά πολλές πλευρές της διακονίας.
Εκτίμηση για τα Βιβλικά Έντυπα
Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 σηματοδοτήθηκε από ειδικές εκστρατείες εντύπων. Μετά τη διανομή του φυλλαδίου Νέα της Βασιλείας Αρ. 35 το 1997, λήφθηκαν σχεδόν 10.000 κουπόνια από ενδιαφερομένους οι οποίοι είτε ζητούσαν να τους σταλεί το ειδικό βιβλιάριο Τι Απαιτεί ο Θεός από Εμάς; είτε ζητούσαν να τους επισκεφτεί κάποιος προσωπικά.
Πολλοί εκτιμούν τα έντυπά μας. Όταν οι αδελφοί επισκέφτηκαν ένα μαιευτήριο, τους ζητήθηκε να στέλνουν 12 αντίτυπα του βιβλίου Το Μυστικό της Οικογενειακής Ευτυχίας στο νοσοκομείο κάθε εβδομάδα. Γιατί; Το προσωπικό ήθελε να δίνει ένα βιβλίο μαζί με το πιστοποιητικό γέννησης σε κάθε αντρόγυνο με νεογέννητο μωρό!
Τα τελευταία λίγα χρόνια, πολλοί έχουν γνωρίσει τα περιοδικά μας και τα εκτιμούν. Παραδείγματος χάρη, ενώ κήρυτταν σε ένα πάρκο, οι Μάρτυρες πρόσφεραν το περιοδικό Ξύπνα! σε κάποιον κύριο. Εκείνος τους ευχαρίστησε και ρώτησε πόσο στοιχίζει το περιοδικό.
«Το έργο μας υποστηρίζεται από προαιρετικές συνεισφορές», εξήγησαν οι αδελφοί. Ο άνθρωπος συνεισέφερε ένα χαρτονόμισμα του ενός χρίβνα—ίσο με περίπου 0,6 ευρώ εκείνη την εποχή—κάθησε σε ένα παγκάκι και άρχισε αμέσως να διαβάζει το περιοδικό. Στο μεταξύ, οι αδελφοί έδιναν μαρτυρία σε άλλους μέσα στο πάρκο. Ένα τέταρτο αργότερα, ο άνθρωπος πλησίασε τους αδελφούς και συνεισέφερε άλλο ένα χρίβνα για το περιοδικό που είχε πάρει. Μετά γύρισε στο παγκάκι και συνέχισε να διαβάζει, ενώ οι αδελφοί συνέχισαν να κηρύττουν. Ύστερα από λίγη ώρα, ο άνθρωπος πλησίασε και πάλι τους αδελφούς και τους έδωσε ένα ακόμη χρίβνα. Τους είπε ότι βρήκε το περιοδικό εξαιρετικά ενδιαφέρον και ότι ήθελε να το διαβάζει τακτικά.
Η Καλή Εκπαίδευση Επιταχύνει την Αύξηση
Αφότου το έργο μας αναγνωρίστηκε νομικά, η πρόοδος επιταχύνθηκε. Αυτό όμως παρουσίασε κάποιες προκλήσεις. Στην αρχή, ορισμένοι δυσκολεύονταν να συνηθίσουν τη διακονία από σπίτι σε σπίτι, επειδή επί μισό και πλέον αιώνα, όλη η μαρτυρία γινόταν ανεπίσημα. Αλλά με τη βοήθεια του πνεύματος του Ιεχωβά, οι αδελφοί και οι αδελφές προσαρμόστηκαν με επιτυχία στον καινούριο για αυτούς τρόπο κηρύγματος.
Έγινε επίσης δυνατόν να οργανωθούν πέντε εβδομαδιαίες συναθροίσεις σε κάθε εκκλησία. Αυτό συνέβαλε αποφασιστικά στο να ενοποιηθούν οι ευαγγελιζόμενοι και στο να υποκινηθούν να προετοιμαστούν για περισσότερη δράση. Οι αδελφοί μάθαιναν γρήγορα και προόδευαν σε πολλές πτυχές της διακονίας τους. Νέες σχολές παρείχαν στους Μάρτυρες της Ουκρανίας καλή εκπαίδευση. Για παράδειγμα, το 1991 ξεκίνησε η Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας σε όλες τις εκκλησίες προκειμένου να εκπαιδεύονται οι Μάρτυρες για το έργο κηρύγματος. Από το 1992 η Σχολή Διακονίας της Βασιλείας, για πρεσβυτέρους και διακονικούς υπηρέτες, έχει βοηθήσει πολύ τους αδελφούς να αναλάβουν την ηγεσία στη διακονία αγρού, στη διδασκαλία μέσα στις εκκλησίες και στην ποίμανση του ποιμνίου.
Το 1996 ξεκίνησε στην Ουκρανία η Σχολή Υπηρεσίας Σκαπανέα. Τα πρώτα πέντε χρόνια, πάνω από 7.400 τακτικοί σκαπανείς παρακολούθησαν αυτή τη σειρά μαθημάτων διάρκειας δύο εβδομάδων. Πώς ωφελήθηκαν; Μια σκαπάνισσα έγραψε: «Χάρηκα που έγινα πηλός στα χέρια του Ιεχωβά και εκείνος με διέπλασε μέσω αυτής της σχολής». Μια άλλη σκαπάνισσα είπε: «Μετά τη σχολή σκαπανέα, άρχισα να “λάμπω”». Μια τάξη της σχολής σκαπανέων έγραψε: «Αυτή η σχολή αποδείχτηκε πραγματική ευλογία για όλους όσους την παρακολούθησαν. Μας υποκίνησε να αναπτύξουμε μεγάλο ενδιαφέρον για τους ανθρώπους». Η σχολή έχει συμβάλει σημαντικά στο να σημειωθούν 57 διαδοχικοί μηνιαίοι ανώτατοι αριθμοί τακτικών σκαπανέων.
Επειδή η οικονομική κατάσταση είναι δύσκολη, πολλοί αναρωτιούνται πώς τα καταφέρνουν οι σκαπανείς να καλύπτουν τις ανάγκες τους. Κάποιος σκαπανέας που υπηρετεί ως διακονικός υπηρέτης έχει να φροντίσει τρία παιδιά. Ο ίδιος λέει: «Από κοινού η σύζυγός μου και εγώ καταστρώνουμε λεπτομερή σχέδια για τις ανάγκες μας και αγοράζουμε μόνο τα απολύτως απαραίτητα για τη ζωή μας. Ζούμε μετρημένη ζωή, εμπιστευόμενοι στον Ιεχωβά. Έχοντας τη σωστή νοοτροπία, μερικές φορές μένουμε και εμείς οι ίδιοι έκπληκτοι με το πόσο λίγα χρειαζόμαστε για να τα βγάλουμε πέρα».
Η Σχολή Διακονικής Εκπαίδευσης ξεκίνησε το 1999. Σχεδόν εκατό αδελφοί την παρακολούθησαν τον πρώτο χρόνο. Για πολλούς, ήταν δύσκολο να παρακολουθήσουν αυτή τη δίμηνη σειρά μαθημάτων εν μέσω της επικρατούσας οικονομικής δυσπραγίας. Είναι φανερό, όμως, ότι ο Ιεχωβά έχει στηρίξει τους αδελφούς.
Κάποιος αδελφός που έλαβε την πρόσκληση να παρακολουθήσει τη Σχολή Διακονικής Εκπαίδευσης υπηρετούσε ως τακτικός σκαπανέας σε μια απομακρυσμένη περιοχή. Ο ίδιος και ο συνεργάτης του στο σκαπανικό είχαν συγκεντρώσει όσα χρήματα χρειάζονταν για να αγοράσουν τρόφιμα και κάρβουνο για τον επόμενο χειμώνα. Όταν έλαβε την πρόσκληση για τη σχολή, είχαν να επιλέξουν ανάμεσα στο να αγοράσουν κάρβουνο ή στο να αγοράσουν ένα εισιτήριο τρένου για να παρακολουθήσει εκείνος τη σχολή. Συζήτησαν το θέμα και αποφάσισαν ότι έπρεπε να πάει στη σχολή. Λίγο μετά την απόφαση αυτή, η σαρκική αδελφή εκείνου του αδελφού, η οποία ζει στο εξωτερικό, του έστειλε ως δώρο κάποια χρήματα. Ήταν όσα χρειαζόταν για να ταξιδέψει για τη σχολή. Όταν τελείωσε η σχολή, αυτός ο αδελφός διορίστηκε να υπηρετεί ως ειδικός σκαπανέας.
Αυτά τα εκπαιδευτικά προγράμματα έχουν παράσχει στο λαό του Ιεχωβά τα μέσα για να συμμετέχει πιο αποτελεσματικά στην υπηρεσία αγρού και στις εκκλησιαστικές δραστηριότητες. Οι ευαγγελιζόμενοι μαθαίνουν να είναι αποτελεσματικότεροι στο κήρυγμα. Οι πρεσβύτεροι και οι διακονικοί υπηρέτες έχουν διδαχτεί πώς να αποτελούν πηγή μεγαλύτερης ενθάρρυνσης στις εκκλησίες τους. Ως αποτέλεσμα, “οι εκκλησίες συνεχίζουν να σταθεροποιούνται στην πίστη και να αυξάνουν σε αριθμό”.—Πράξ. 16:5.
Η Ραγδαία Αύξηση Φέρνει Αλλαγές
Στα χρόνια που ακολούθησαν τη νομική καταχώριση των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ουκρανία, ο αριθμός τους έχει υπερτετραπλασιαστεί. Εξαιρετική αύξηση έχει σημειωθεί σε πολλές περιοχές της χώρας. Υπάρχει επίσης μεγάλη ανάγκη για πρεσβυτέρους που διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα. Πολλές φορές οι εκκλησίες χωρίζονται μόλις βρεθεί δεύτερος πρεσβύτερος. Μερικές εκκλησίες έχουν μέχρι και 500 ευαγγελιζομένους. Αυτή η ραγδαία αύξηση κατέστησε απαραίτητες κάποιες αλλαγές στην επίβλεψη του έργου.
Μέχρι τη δεκαετία του 1960, το τμήμα της Πολωνίας βοηθούσε στην επίβλεψη του έργου στην Ουκρανία, ενώ στη συνέχεια, το τμήμα της Γερμανίας παρείχε επίβλεψη και βοήθεια. Το Σεπτέμβριο του 1998, η Ουκρανία έγινε τμήμα υπό την εποπτεία των παγκόσμιων κεντρικών γραφείων του Μπρούκλιν. Τότε συγκροτήθηκε μια Επιτροπή Τμήματος για τη διαχείριση των οργανωτικών θεμάτων.
Η ραγδαία αύξηση δημιούργησε επίσης την ανάγκη επέκτασης των εγκαταστάσεων του τμήματος. Από το 1991, το Λβοφ χρησίμευε ως κέντρο διανομής εντύπων για τις 15 δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ. Τον επόμενο χρόνο, έφτασαν δύο αντρόγυνα από το γραφείο τμήματος της Γερμανίας. Σε λίγο καιρό, λειτουργούσε ένα μικρό γραφείο στο Λβοφ. Έναν χρόνο αργότερα, αγοράστηκε κάποιο σπίτι όπου έμεναν όσοι υπηρετούσαν στο γραφείο ολοχρόνια. Στις αρχές του 1995, ο αριθμός των εθελοντών που εργάζονταν στο γραφείο της Ουκρανίας αυξήθηκε ραγδαία, καθιστώντας και πάλι αναγκαία τη μετακόμιση, αυτή τη φορά σε ένα συγκρότημα έξι Αιθουσών Βασιλείας που χρησιμοποιούνταν από 17 εκκλησίες. Όλο αυτό το διάστημα, οι αδελφοί αναρωτιούνταν: «Πότε και πού θα χτίσουμε το δικό μας Μπέθελ;»
Οικοδόμηση Τμήματος και Αιθουσών Βασιλείας
Από το 1992 κιόλας, οι αδελφοί άρχισαν να ψάχνουν για κάποιον χώρο στον οποίο θα χτίζονταν οι εγκαταστάσεις του τμήματος. Πέρασαν αρκετά χρόνια, στη διάρκεια των οποίων εξετάζονταν τοποθεσίες πιθανώς κατάλληλες. Οι αδελφοί παρουσίαζαν αυτή την ανάγκη ενώπιον του Ιεχωβά στις προσευχές τους, πεπεισμένοι ότι στον ορισμένο καιρό θα βρισκόταν μια κατάλληλη τοποθεσία.
Στις αρχές του 1998 βρέθηκε χώρος σε ένα γραφικό πευκοδάσος, 5 χιλιόμετρα βόρεια του Λβοφ, στην κωμόπολη Μπριουχόβιτσι. Κοντά σε αυτή την τοποθεσία ήταν που διεξήγαν τις συναθροίσεις τους στο δάσος δύο εκκλησίες στη διάρκεια της απαγόρευσης. Ένας αδελφός σχολίασε: «Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι δέκα χρόνια μετά την τελευταία μας συνάθροιση στο δάσος θα μου δινόταν και πάλι η ευκαιρία να έχω μια συνάντηση σε αυτό το ίδιο δάσος, αλλά κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες—στο χώρο του καινούριου μας τμήματος!»
Στα τέλη του 1998, έφτασαν επί τόπου οι πρώτοι διεθνείς υπηρέτες. Οι αδελφοί από το Περιφερειακό Τεχνικό Γραφείο στο Ζέλτερς της Γερμανίας άρχισαν να εργάζονται πυρετωδώς για να ετοιμάσουν τα σχέδια. Στις αρχές Ιανουαρίου του 1999, αφού η κυβέρνηση έδωσε την έγκριση, άρχισαν οι εργασίες στο χώρο της οικοδόμησης. Πάνω από 250 εθελοντές 22 διαφορετικών εθνικοτήτων εργάζονταν σε εκείνον το χώρο. Μέχρι και 250 ντόπιοι εθελοντές εργάζονταν επίσης για την οικοδόμηση τα σαββατοκύριακα.
Πολλοί εκτίμησαν αφάνταστα το προνόμιο να εργαστούν στην οικοδόμηση. Ολόκληρες εκκλησίες νοίκιαζαν πούλμαν και πήγαιναν στο Μπριουχόβιτσι για να εργαστούν εθελοντικά τα σαββατοκύριακα. Συχνά ταξίδευαν όλη τη νύχτα για να βρίσκονται εγκαίρως στο χώρο και να βοηθήσουν στις οικοδομικές εργασίες. Ύστερα από μια ημέρα σκληρής εργασίας, ταξίδευαν άλλη μια νύχτα για την επιστροφή, κουρασμένοι μεν, αλλά ικανοποιημένοι και χαρούμενοι, με την επιθυμία να πάνε και πάλι. Μια ομάδα 20 αδελφών ταξίδεψε με το τρένο 34 ώρες, από την περιοχή του Λουχάνσκ που βρίσκεται στην ανατολική Ουκρανία, για να εργαστούν οχτώ ώρες στην οικοδόμηση του Μπέθελ! Για αυτές τις οχτώ ώρες εργασίας, ο κάθε αδελφός πήρε δύο ημέρες άδεια από τη δουλειά του και ξόδεψε περισσότερα από τα ημερομίσθια μισού μήνα για τα εισιτήρια του τρένου. Αυτό το αυτοθυσιαστικό πνεύμα ενθάρρυνε όλη την ομάδα οικοδόμησης του Μπέθελ καθώς και την οικογένεια Μπέθελ. Η οικοδόμηση προχώρησε ταχύτατα, με αποτέλεσμα να γίνει η αφιέρωση του τμήματος στις 19 Μαΐου 2001. Εκπρόσωποι από 35 χώρες ήταν παρόντες σε αυτή την περίσταση. Σε ειδικές συναθροίσεις την επόμενη ημέρα, ο Θεοντόρ Τζάρας μίλησε σε ένα πλήθος 30.881 ατόμων στο Λβοφ, και ο Γκέριτ Λος μίλησε σε 41.142 άτομα στο Κίεβο—ένα σύνολο 72.023 παρόντων.
Τι έχει γίνει με τις Αίθουσες Βασιλείας; Από το 1939, όταν καταστράφηκαν αρκετές αίθουσες στην Υπερκαρπαθία, δεν υπήρχαν στην Ουκρανία μέχρι το 1993 Αίθουσες Βασιλείας αναγνωρισμένες από τις αρχές. Εκείνο το έτος, χτίστηκε ένα ωραίο συγκρότημα τεσσάρων Αιθουσών Βασιλείας μέσα σε οχτώ μόλις μήνες στο χωριό Ντιμπρόβα της Υπερκαρπαθίας. Λίγο αργότερα, άλλες έξι αίθουσες ολοκληρώθηκαν σε διάφορες περιοχές της Ουκρανίας.
Λόγω της μεγάλης αύξησης σε ευαγγελιζομένους, υπήρξε επείγουσα ανάγκη για Αίθουσες Βασιλείας. Ωστόσο, οι περίπλοκες νομικές διαδικασίες, ο πληθωρισμός και το αυξανόμενο κόστος των οικοδομικών υλικών είχαν ως αποτέλεσμα να χτιστούν μόνο 110 Αίθουσες Βασιλείας τη δεκαετία του 1990. Υπήρχε ανάγκη για εκατοντάδες ακόμη! Γι’ αυτό, το 2000 εγκαινιάστηκε ένα νέο πρόγραμμα οικοδόμησης Αιθουσών Βασιλείας, το οποίο ήδη συμβάλλει στην κάλυψη των αναγκών.
Εμπρός στο Έργο Θερισμού!
Το Σεπτέμβριο του 2001 υπήρχαν στην Ουκρανία 120.028 Μάρτυρες του Ιεχωβά σε 1.183 εκκλησίες, τις οποίες υπηρετούσαν 39 επίσκοποι περιοχής! Οι σπόροι της αλήθειας που σπάρθηκαν σε μια μακρά περίοδο χρόνου έχουν παραγάγει καλό και άφθονο καρπό. Σε ορισμένες οικογένειες υπάρχουν πέντε γενιές Μαρτύρων του Ιεχωβά. Αυτό καταδεικνύει ότι το «χώμα» είναι όντως καλό. «Αφού ακούσουν το λόγο με καλή και αγαθή καρδιά», πολλοί «τον κρατούν». Στην πάροδο των ετών, κάποιοι αδελφοί “φύτεψαν” τους σπόρους, συχνά με δάκρυα. Άλλοι “πότισαν” το εύφορο χώμα. Ο Ιεχωβά το κάνει να αυξάνει, και οι πιστοί του Μάρτυρες στην Ουκρανία συνεχίζουν να «καρποφορούν με υπομονή».—Λουκ. 8:15· 1 Κορ. 3:6.
Σε ορισμένους τομείς η αναλογία των Μαρτύρων προς τον πληθυσμό είναι εξαιρετική. Λόγου χάρη, σε οχτώ ρουμανόφωνα χωριά στην περιοχή της Υπερκαρπαθίας, υπάρχουν 59 εκκλησίες οργανωμένες σε τρεις περιοχές.
Οι προσπάθειες που κατέβαλαν θρησκευτικοί και κοσμικοί εναντιούμενοι για να ξεριζώσουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά από την Ουκρανία με εξορίες και σκληρό διωγμό δεν απέδωσαν. Οι καρδιές των ανθρώπων σε αυτή τη χώρα αποδείχτηκαν εύφορες για τους σπόρους της Βιβλικής αλήθειας. Σήμερα οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θερίζουν πλούσια συγκομιδή.
Ο προφήτης Αμώς προείπε έναν καιρό θερισμού κατά τον οποίο «ο ζευγάς θα προλαβαίνει το θεριστή». (Αμώς 9:13) Η ευλογία του Ιεχωβά κάνει το χώμα τόσο παραγωγικό ώστε ο θερισμός συνεχίζεται ακόμη και όταν έρχεται ο καιρός του οργώματος για την επόμενη περίοδο. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ουκρανία έχουν διαπιστώσει πόσο αληθινή είναι αυτή η προφητεία. Αποβλέποντας στο μέλλον, είναι πεπεισμένοι ότι με περισσότερους από ένα τέταρτο του εκατομμυρίου παρόντες στην Ανάμνηση το 2001, οι προοπτικές για περαιτέρω ανάπτυξη είναι άκρως ενθαρρυντικές.
Ο Ιεχωβά υπόσχεται, όπως έχει καταγραφεί στο εδάφιο Αμώς 9:15: «Θα τους φυτέψω πάνω στη γη τους και δεν θα ξεριζωθούν πια από τη γη τους την οποία τους έχω δώσει». Συνεχίζοντας να σπέρνει σπόρους της αλήθειας και να θερίζει τις πλούσιες σοδειές, ο λαός του Θεού αποβλέπει με μεγάλο ενδιαφέρον στον καιρό κατά τον οποίο ο Ιεχωβά θα εκπληρώσει αυτή την υπόσχεση ολοκληρωτικά. Στο μεταξύ, σηκώνουμε τα μάτια μας και κοιτάζουμε τους αγρούς και βλέπουμε ότι είναι πράγματι λευκοί για θερισμό.—Ιωάν. 4:35.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 140]
«Ο Ντανιγίλ θα μπορούσε να είχε οδηγηθεί στην αγχόνη, αλλά επειδή ήταν ανήλικος, καταδικάστηκε μόνο σε τετράμηνη φυλάκιση»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 145]
«Οι Μάρτυρες διέφεραν από τους άλλους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η συμπεριφορά τους έδειχνε ότι είχαν να πουν κάτι πολύ σπουδαίο στους άλλους κρατούμενους»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 166]
Στις 8 Απριλίου 1951, περισσότεροι από 6.100 Μάρτυρες εξορίστηκαν από τη δυτική Ουκρανία στη Σιβηρία
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 174]
«Πολλές φορές, οι αδελφές μας έκαναν έργο υπηρετών εκκλησίας, και σε ορισμένες περιοχές εκτελούσαν καθήκοντα υπηρετών περιοχής»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 183]
Αντί να πάει ταξίδι του μέλιτος, πέρασε δέκα χρόνια στη φυλακή
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 184]
«Στενοχωριόμουν πάρα πολύ που έπρεπε να δώσω το αγαπημένο μου κοριτσάκι σε κάποια που δεν είχα ξαναδεί»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 193]
Βλέποντας ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά να σωπάσουν με τις εξορίες, τις φυλακίσεις, τη σωματική βία και τα βασανιστήρια, οι υπηρεσίες ασφαλείας εφάρμοσαν καινούριες μεθόδους
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 207]
Η Κα-Γκε-Μπε παρουσίασε στους αδελφούς που είχαν αποσχιστεί μια ψεύτικη επιστολή, η οποία υποτίθεται ότι ήταν από τον αδελφό Νορ
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 212]
Η Κα-Γκε-Μπε ήταν ιδιαίτερα άγρυπνη την περίοδο της Ανάμνησης, εφόσον πάντοτε ήξεραν κατά προσέγγιση την ημερομηνία της γιορτής
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 231]
Κρατούσαν πρώτη φορά στα χέρια τους πρωτότυπα Γραφικά έντυπα
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 238]
«Όλα όσα κάνατε, σε συνδυασμό με την καλή σας συμπεριφορά, με εντυπωσίασαν περισσότερο και από το κήρυγμά σας. Οι άνθρωποι . . . δεν θα ξεχάσουν ποτέ αυτά που είδαν»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 241]
«Η αγάπη και το θυσιαστικό πνεύμα που εκδήλωσαν οι Ουκρανοί αδελφοί μας ενίσχυσαν πολύ την πίστη μας»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 249]
Για αυτές τις οχτώ ώρες εργασίας, ο κάθε αδελφός πήρε δύο ημέρες άδεια από τη δουλειά του και ξόδεψε περισσότερα από τα ημερομίσθια μισού μήνα για τα εισιτήρια του τρένου
[Πλαίσιο/Εικόνες στη σελίδα 124]
Μεταφράσεις της Αγίας Γραφής ανά τους Αιώνες
Για κάποιο διάστημα, ο λαός της Ουκρανίας χρησιμοποιούσε την Παλιά Εκκλησιαστική Σλαβονική μετάφραση της Αγίας Γραφής που είχε γίνει τον ένατο αιώνα. Κατά καιρούς, καθώς η γλώσσα άλλαζε, αυτή η μετάφραση αναθεωρούνταν. Στα τέλη του 15ου αιώνα, ο Αρχιεπίσκοπος Γεννάδιος επιμελήθηκε μια πλήρη αναθεώρηση της σλαβονικής Γραφής. Αυτή η έκδοση οδήγησε σε μια άλλη αναθεώρηση που είχε ως αποτέλεσμα την πρώτη τυπωμένη σλαβονική Γραφή. Αυτή η μετάφραση είναι γνωστή ως η Αγία Γραφή του Οστρόγκ και τυπώθηκε στην Ουκρανία το 1581. Ακόμη και σήμερα, οι ειδήμονες τη θεωρούν εξαιρετικό δείγμα της τέχνης της τυπογραφίας. Η εν λόγω μετάφραση αποτέλεσε τη βάση για μεταγενέστερες μεταφράσεις της Αγίας Γραφής στην ουκρανική και στη ρωσική.
[Εικόνες]
Ο Ιβάν Φέντοροφ τύπωσε την Αγία Γραφή του Οστρόγκ στην Ουκρανία το 1581
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 141]
Συνέντευξη με τον Βασίλ Κάλιν
Έτος Γέννησης: 1947
Έτος Βαφτίσματος: 1965
Ιστορικό: Στην εξορία από το 1951 ως το 1965. Τύπωνε έντυπα με φωτογραφική μέθοδο από το 1974 ως το 1991. Από το 1993 υπηρετεί στο γραφείο τμήματος της Ρωσίας.
Ο πατέρας μου αναγκάστηκε να ζήσει υπό πολλά και διαφορετικά καθεστώτα και υπό διαφορετικές κυβερνήσεις. Λόγου χάρη, όταν οι Γερμανοί κατείχαν τη δυτική Ουκρανία, έδειραν τον πατέρα μου επειδή νόμιζαν ότι ήταν κομμουνιστής. Γιατί; Ο ιερέας είχε πει στους Γερμανούς αξιωματικούς ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν κομμουνιστές επειδή δεν πήγαιναν στην εκκλησία. Μετά ήρθε το σοβιετικό καθεστώς. Και πάλι, ο πατέρας μου, μαζί με πολλούς άλλους, υπήρξε θύμα καταδυνάστευσης. Τον αποκαλούσαν Αμερικανό κατάσκοπο. Γιατί; Επειδή οι πεποιθήσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά διέφεραν από τα δόγματα της τότε επικρατούσας θρησκείας. Αυτός ήταν ο λόγος που ο πατέρας μου μαζί με την οικογένειά του εξορίστηκε στη Σιβηρία, όπου και έζησε μέχρι το θάνατό του.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 147-151]
Συνέντευξη με τον Ιβάν Λιτβάκ
Έτος Γέννησης: 1922
Έτος Βαφτίσματος: 1942
Ιστορικό: Στη φυλακή από το 1944 ως το 1946. Σε στρατόπεδα εργασίας από το 1947 ως το 1953 στη βορειότερη περιοχή της Ρωσίας.
Το 1947, με συνέλαβαν επειδή δεν ανακατευόμουν στην πολιτική. Με πήγαν σε μια φυλακή υψίστης ασφαλείας στο Λουτσκ της Ουκρανίας, όπου ήμουν αναγκασμένος να κάθομαι με την πλάτη τεντωμένη και τα χέρια ακουμπισμένα στα γόνατά μου—δεν μπορούσα να απλώσω τα πόδια μου. Καθόμουν έτσι επί τρεις μήνες. Με ανέκρινε ένας άντρας με μαύρο πανωφόρι. Ήθελε να του πω για τους αδελφούς που αναλάμβαναν την ηγεσία στο έργο. Ήξερε ότι ήξερα, αλλά εγώ αρνήθηκα να του πω οτιδήποτε.
Στις 5 Μαΐου 1947, το στρατοδικείο με καταδίκασε σε δεκαετή εγκλεισμό σε απομακρυσμένα στρατόπεδα υψίστης ασφαλείας. Επειδή τότε ήμουν νέος, με κατέταξαν στη λεγόμενη πρώτη κατηγορία. Όλοι όσοι ανήκαν στην πρώτη κατηγορία ήταν νεαροί—Μάρτυρες και μη. Μας μετέφεραν με βαγόνια που προορίζονταν για ζώα στο Βορκούτα, το οποίο βρίσκεται στο μακρινό βορρά της Ρωσίας. Από εκεί μας φόρτωσαν σε ένα ατμόπλοιο, και αφού ταξιδεύαμε τέσσερις ημέρες φτάσαμε στον Πορθμό Κάρα.
Δεν υπήρχαν και πολλά πράγματα εκεί, μόνο τούνδρα και θάμνοι αρκτικής σημύδας. Από εκεί μας ανάγκασαν να περπατάμε τέσσερα μερόνυχτα. Τέλος πάντων, ήμασταν νέοι. Μας έδωσαν κόρες ψωμιού και καπνιστό κρέας τάρανδου. Εκτός από αυτές τις μερίδες μάς μοίρασαν μπολ και ζεστές υφασμάτινες κουβέρτες. Έβρεχε δυνατά. Οι κουβέρτες που κουβαλούσαμε μούσκευαν τόσο πολύ από το νερό ώστε ήταν αδύνατον να τις μεταφέρουμε. Πιάναμε ανά δύο άτομα μια κουβέρτα και τη στύβαμε για να ξαναγίνει ελαφριά.
Τελικά φτάσαμε στον προορισμό μας. Προηγουμένως σκεφτόμουν: “Λίγο ακόμη και θα έχω μια στέγη, μια στέγη πάνω από το κεφάλι μου!” Αλλά φτάσαμε σε ένα μέρος γεμάτο βρύα. Οι φρουροί είπαν: «Τακτοποιηθείτε. Εδώ θα μείνετε».
Μερικοί κρατούμενοι έβαλαν τα κλάματα. Άλλοι έβριζαν την κυβέρνηση. Ποτέ μου δεν έβρισα κανέναν εκεί. Προσευχήθηκα σιωπηλά: «Ιεχωβά Θεέ μου, εσύ είσαι καταφύγιό μου και οχυρό μου. Ας είσαι και εδώ καταφύγιό μου».
Έβαλαν ένα σχοινί γύρω από τον καταυλισμό, αφού δεν υπήρχε σύρμα. Τοποθέτησαν σκοπούς. Ως συνήθως, οι σκοποί διάβαζαν συνέχεια, και έλεγαν ότι, αν κάποιος πλησίαζε στα δύο μέτρα, θα πυροβολούσαν. Περάσαμε τη νύχτα κατάχαμα στα βρύα. Η βροχή έπεφτε καταρρακτωδώς πάνω μας. Ξύπνησα μέσα στη νύχτα και κοίταξα τα 1.500 άτομα, και είδα τον αχνό που έβγαινε από όλους τους. Όταν ξύπνησα το πρωί, ολόκληρη η μία πλευρά μου ήταν μέσα στο νερό. Εκτός από τα βρύα, είχαμε και το νερό. Δεν είχαμε να φάμε τίποτα. Μας είπαν ότι έπρεπε να φτιάξουμε έναν διάδρομο προσγείωσης ώστε να μπορέσει να έρθει ένα αεροπλάνο και να μας φέρει τρόφιμα. Οι φρουροί μας είχαν ένα ειδικό τρακτέρ με τεράστιες ρόδες για να μην κολλάει. Τους έφερνε προμήθειες, αλλά σε εμάς δεν έδιναν τίποτα.
Δουλεύαμε τρία μερόνυχτα για να φτιάξουμε εκείνον το διάδρομο προσγείωσης. Έπρεπε να καθαρίσουμε τα βρύα για να μπορέσει να προσγειωθεί το αεροπλάνο. Ένα μικρό αεροπλάνο έφερε αλεύρι. Ανακάτεψαν το αλεύρι με βραστό νερό, και αυτό ήταν το φαγητό μας.
Η δουλειά ήταν εξουθενωτική. Φτιάξαμε έναν δρόμο και βάλαμε σιδηροτροχιές. Σχηματίζαμε έναν ανθρώπινο ιμάντα για να κουβαλάμε τις βαριές πέτρες. Το χειμώνα, ήταν συνέχεια σκοτεινά και έκανε πολύ κρύο.
Ήμασταν αναγκασμένοι να κοιμόμαστε στο ύπαιθρο, εντελώς στο ύπαιθρο. Η βροχή έπεφτε πάνω μας, και ήμασταν βρεγμένοι, πεινασμένοι και παγωμένοι. Αλλά ήμασταν νέοι, και είχαμε κάποιες δυνάμεις. Οι φρουροί μάς έλεγαν να μην ανησυχούμε γιατί σε λίγο θα είχαμε στέγη. Τελικά, ένα στρατιωτικό τρακτέρ έφερε λινάτσα που έφτανε για να καλυφτούν μόνο 400 άτομα. Απλώσαμε τη λινάτσα και τη στήσαμε, αλλά και πάλι δεν είχαμε πού να κοιμηθούμε παρά μόνο κατάχαμα στο βούρκο. Μαζέψαμε όλοι ένα είδος χόρτου και το φέραμε μέσα στις αυτοσχέδιες σκηνές όπου θα μέναμε, και αυτό σάπισε και έγινε κοπρόχωμα. Κοιμηθήκαμε σε αυτό το κοπρόχωμα.
Έπειτα εμφανίστηκαν οι ψείρες. Οι ψείρες μάς τσιμπούσαν τόσο που δεν μπορούσαμε να τις υποφέρουμε. Δεν ήταν μόνο στο σώμα μας, αλλά και σε όλα μας τα ρούχα—μεγάλες και μικρές. Ήταν φοβερό. Γύριζες από τη δουλειά να ξαπλώσεις και αυτές σε τσιμπούσαν, και ξυνόσουν συνέχεια. Κοιμόσουν και σε έτρωγαν ολόκληρο. Είπαμε στον επιστάτη μας: «Οι ψείρες μάς τρώνε ζωντανούς». Εκείνος απάντησε: «Σε λίγο θα τις ψήσουμε τις ψείρες σας».
Οι αρχές της φυλακής έπρεπε να περιμένουν να ζεστάνει ο καιρός, γιατί συνήθως η θερμοκρασία ήταν μείον 30 βαθμοί Κελσίου. Τελικά, ο καιρός βελτιώθηκε κάπως, και έφεραν έναν φορητό σταθμό απολύμανσης. Αλλά είχαμε μείον 20 βαθμούς Κελσίου και η σκηνή ήταν κατασκισμένη. «Γδυθείτε», μας είπαν, «θα κάνετε μπάνιο. Γδυθείτε. Θα απολυμάνουμε τα ρούχα σας».
Έτσι λοιπόν, σε θερμοκρασία μείον 20 βαθμών Κελσίου, αρχίσαμε να γδυνόμαστε μέχρι που μείναμε γυμνοί μέσα σε μια κατασκισμένη σκηνή. Μας έφεραν σανίδες, και τις χρησιμοποιήσαμε για πάτωμα. Καθώς καθόμουν σε εκείνες τις σανίδες, κοίταξα το σώμα μου. Τι αποκρουστικό θέαμα! Κοίταξα και τον διπλανό μου. Η ίδια κατάσταση. Δεν υπήρχε ούτε ένας μυς. Είχαμε μαραζώσει τελείως. Ήμασταν πετσί και κόκαλο. Δεν μπορούσα ούτε να ανεβώ σε βαγόνι. Ήμουν εξαντλημένος. Παρ’ όλα αυτά, με κατέταξαν στην πρώτη κατηγορία—των υγιών, νεαρών εργατών.
Πίστευα ότι θα πέθαινα σύντομα. Πολλοί πέθαναν—και ήταν νέοι άντρες. Τώρα προσευχόμουν ένθερμα στον Ιεχωβά να με βοηθήσει επειδή φαινόταν να μην υπάρχει διέξοδος. Μερικοί που δεν ήταν Μάρτυρες άφηναν επίτηδες το χέρι τους ή το πόδι τους να παγώσει και μετά το έκοβαν για να γλιτώσουν από αυτή τη δουλειά. Ήταν απαίσιο, φριχτό.
Μια ημέρα ήμουν κοντά σε ένα φυλάκιο και είδα να στέκεται εκεί κάποιος γιατρός. Είχαμε ταξιδέψει μαζί μετά τη σύλληψή μου και του είχα δώσει μαρτυρία για τη Βασιλεία του Θεού. Ήταν κρατούμενος, αλλά του είχε δοθεί αμνηστία. Τον πλησίασα να ρίξω μια ματιά και, όντως, φαινόταν να είναι ελεύθερος. Τον φώναξα με το όνομά του. Νομίζω ότι τον έλεγαν Σάσα. Με κοίταξε και είπε: «Ιβάν, εσύ είσαι;» Μόλις μου το είπε αυτό, άρχισα να κλαίω σαν μικρό παιδί. «Πήγαινε αμέσως στο ιατρείο», μου είπε.
Πήγα στο ιατρείο, και με διέγραψαν από την πρώτη κατηγορία εργατών. Αλλά ήμουν ακόμη στο στρατόπεδο. Εφόσον τώρα ανήκα στην τρίτη κατηγορία, με έστειλαν στην περιοχή που προοριζόταν για όσους χρειάζονταν ανάπαυση. Ο διοικητής μού είπε: «Δεν σε κάλεσα εγώ εδώ. Μόνος σου ήρθες. Να είσαι φρόνιμος και να κάνεις τη δουλειά σου». Έτσι λοιπόν, σιγά σιγά, άρχισα να οργανώνω τη ζωή μου σε εκείνο το μέρος. Δεν ήμουν πια αναγκασμένος να κάνω εκείνη την εξουθενωτική δουλειά.
Αποφυλακίστηκα στις 16 Αυγούστου 1953. Μου είπαν: «Είσαι ελεύθερος να φύγεις». Μου είπαν ότι μπορούσα να πάω όπου ήθελα. Πρώτα από όλα, πήγα στο δάσος να ευχαριστήσω τον Ιεχωβά που με είχε φυλάξει. Πήγα σε εκείνο το δασάκι, έπεσα στα γόνατα και ευχαρίστησα τον Ιεχωβά που με είχε φυλάξει ζωντανό για το μέλλον και για το μελλοντικό έργο ενδόξασης του αγίου του ονόματος.
[Πρόταση που τονίζεται]
“Λίγο ακόμη και θα έχω μια στέγη, μια στέγη πάνω από το κεφάλι μου!”
[Πρόταση που τονίζεται]
Πήγα σε εκείνο το δασάκι, έπεσα στα γόνατα και ευχαρίστησα τον Ιεχωβά που με είχε φυλάξει ζωντανό
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 155, 156]
Συνέντευξη με τον Βολοντίμιρ Λεβτσούκ
Έτος Γέννησης: 1930
Έτος Βαφτίσματος: 1954
Ιστορικό: Στη φυλακή για την πολιτική του δράση από το 1946 ως το 1954. Γνώρισε Μάρτυρες του Ιεχωβά σε ένα από τα στρατόπεδα εργασίας στη Μορδοβία.
Ήμουν Ουκρανός εθνικιστής. Γι’ αυτόν το λόγο, το 1946 οι κομμουνιστές με καταδίκασαν σε 15ετή εγκλεισμό σε σωφρονιστικό στρατόπεδο. Εκεί βρίσκονταν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μου έδωσαν μαρτυρία και αμέσως κατάλαβα ότι αυτή ήταν η αλήθεια. Δεν είχαμε Αγία Γραφή επειδή βρισκόμασταν σε στρατόπεδο υψίστης ασφαλείας. Έψαχνα, λοιπόν, να βρω κομματάκια χαρτιού και τα κρατούσα. Όταν μάζεψα αρκετά, έφτιαξα ένα μικρό σημειωματάριο. Ζήτησα από τους αδελφούς να μου πουν όσα εδάφια θυμούνταν, καθώς και πού βρίσκονται αυτά στην Αγία Γραφή. Μετά τα έγραψα στο σημειωματάριό μου. Ρώτησα και εκείνους που ήρθαν αργότερα. Αν κάποιος ήξερε τι λέει περίπου κάποια Γραφική προφητεία, την έγραφα και αυτήν. Μάζεψα αρκετά Γραφικά εδάφια και άρχισα να τα χρησιμοποιώ στο κήρυγμά μου.
Όταν άρχισα να κηρύττω, υπήρχαν πολλοί άλλοι σαν και εμένα, νεαρά άτομα. Εγώ ήμουν ο μικρότερος—μόλις 16 χρονών. Μιλούσα σε αυτούς τους νεαρούς και τους έλεγα: «Υποφέραμε μάταια. Εμείς και άλλοι άνθρωποι διακινδυνεύσαμε τη ζωή μας χωρίς λόγο. Καμιά πολιτική ιδεολογία δεν θα μας βγάλει σε καλό. Πρέπει να ταχθείτε με τη Βασιλεία του Θεού». Παρέθετα τα εδάφια που είχα αποστηθίσει από το σημειωματάριό μου. Είχα πολύ καλή μνήμη. Έπειθα τους συνομηλίκους μου γρήγορα, και αυτοί άρχισαν να έρχονται σε εμάς, τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Έγιναν αδελφοί.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 157]
Τιμωρίες που Επιβάλλονταν στους Μάρτυρες του Ιεχωβά
Εξορία στο Εσωτερικό: Οι εξόριστοι στέλνονταν σε κάποια μακρινή περιοχή—συνήθως στη Σιβηρία—όπου έπρεπε να εργάζονται και να κατοικούν. Δεν μπορούσαν να φύγουν από το νέο τόπο κατοικίας τους. Μία φορά την εβδομάδα ή το μήνα έπρεπε να δίνουν το παρόν στην τοπική αστυνομία.
Φυλακές: Τρεις ως δέκα κρατούμενοι τοποθετούνταν σε ένα κλειδωμένο κελί. Τους έδιναν τροφή δύο ή τρεις φορές την ημέρα. Μία φορά την ημέρα ή την εβδομάδα, τους επέτρεπαν να περπατήσουν στην αυλή της φυλακής. Δεν έκαναν εργασίες.
Σωφρονιστικά Στρατόπεδα: Τα περισσότερα βρίσκονταν στη Σιβηρία. Εκατοντάδες κρατούμενοι ζούσαν μαζί σε στρατώνες (σε ένα κτίριο στεγάζονταν συνήθως 20-100 τρόφιμοι). Εργάζονταν τουλάχιστον οχτώ ώρες την ημέρα στο χώρο του στρατοπέδου ή σε κάποια άλλη τοποθεσία. Η εργασία ήταν σκληρή και περιλάμβανε το χτίσιμο εργοστασίων, την τοποθέτηση σιδηροτροχιών ή το κόψιμο δέντρων. Τους τρόφιμους συνόδευαν προς και από την εργασία τους φρουροί της φυλακής. Μέσα στο στρατόπεδο, οι κρατούμενοι μπορούσαν να κινούνται ελεύθερα μετά τις ώρες εργασίας.
[Εικόνα]
Σιβηρία, Ρωσία: Παιδιά εξόριστων Ουκρανών Μαρτύρων κόβουν ξύλα για καύσιμα, το 1953
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 161, 162]
Συνέντευξη με τον Φιόντορ Κάλιν
Έτος Γέννησης: 1931
Έτος Βαφτίσματος: 1950
Ιστορικό: Στην εξορία από το 1951 ως το 1965. Στη φυλακή από το 1962 ως το 1965.
Σε κάποια περίπτωση, όταν ήμουν στη φυλακή και με ανέκριναν, ο Ιεχωβά έκανε κάτι που μου φάνηκε σαν θαύμα. Ο διευθυντής της Κα-Γκε-Μπε (Επιτροπή Κρατικής Ασφάλειας) ήρθε κρατώντας ένα χαρτί. Ο ανακριτής ήταν καθισμένος και ο εισαγγελέας καθόταν δίπλα του. Ο διευθυντής της Κα-Γκε-Μπε είπε στον ανακριτή: «Δώσ’ το! Ας διαβάσει να δει ότι οι αδελφοί του στην Αμερική δεν αξίζουν τίποτα!»
Μου έδωσαν το χαρτί. Ήταν η απόφαση που είχε παρθεί σε κάποια συνέλευση. Το διάβασα μια φορά. Μετά το διάβασα προσεκτικά και δεύτερη. Ο εισαγγελέας άρχισε να χάνει την υπομονή του και είπε: «Κύριε Κάλιν! Μήπως το μαθαίνεις απέξω;»
Εγώ είπα: «Την πρώτη φορά το διάβασα βιαστικά. Θέλω να το καταλάβω». Μέσα μου, έκλαιγα από χαρά. Όταν διάβασα την απόφαση, την έδωσα πίσω και είπα: «Σας είμαι πραγματικά ευγνώμων, αλλά ευχαριστώ τον Ιεχωβά Θεό που σας υποκίνησε να το κάνετε αυτό. Σήμερα η πίστη μου ενισχύθηκε εξαιρετικά καθώς διάβασα αυτή την απόφαση! Συμφωνώ με αυτούς τους Μάρτυρες, και θα αινώ το όνομα του Θεού χωρίς κανέναν δισταγμό. Θα μιλάω για αυτόν και στο στρατόπεδο και στη φυλακή και όπου αλλού βρεθώ. Αυτή είναι η αποστολή μου!
»Όσο και αν με βασανίσετε, δεν θα μου κλείσετε το στόμα. Σε αυτή την απόφαση, οι Μάρτυρες δεν είπαν ότι ετοιμάζουν επανάσταση, αλλά αποφάσισαν πως ό,τι και αν τους συμβεί, ακόμη και ο σκληρότερος διωγμός, θα υπηρετούν τον Ιεχωβά, γνωρίζοντας ότι εκείνος θα τους βοηθήσει να παραμείνουν πιστοί! Προσεύχομαι στον Ιεχωβά Θεό να με ενδυναμώσει αυτή τη δύσκολη ώρα ώστε να μείνω σταθερός στην πίστη.
»Αλλά δεν θα κλονιστώ! Αυτή η απόφαση με ενίσχυσε εξαιρετικά. Αν με στήσετε στον τοίχο για να με πυροβολήσετε τώρα, δεν θα τρέμουν τα πόδια μου. Ο Ιεχωβά σώζει ακόμη και μέσω της ανάστασης!»
Έβλεπα ότι οι ανακριτές είχαν απογοητευτεί. Κατάλαβαν ότι είχαν κάνει ένα μεγάλο λάθος. Η απόφαση υποτίθεται ότι θα αποδυνάμωνε την πίστη μου, αλλά με είχε ενισχύσει.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 167-169]
Συνέντευξη με τη Μαρίγια Ποπόβιτς
Έτος Γέννησης: 1932
Έτος Βαφτίσματος: 1948
Ιστορικό: Σε φυλακές και στρατόπεδα εργασίας επί έξι χρόνια. Έχει βοηθήσει πάνω από δέκα άτομα να γνωρίσουν την αλήθεια.
Όταν με συνέλαβαν, στις 27 Απριλίου 1950, ήμουν πέντε μηνών έγκυος. Στις 18 Ιουλίου, μου επέβαλαν δεκαετή ποινή. Καταδικάστηκα επειδή κήρυττα, επειδή έλεγα στους ανθρώπους την αλήθεια. Καταδίκασαν εφτά από εμάς, τέσσερις αδελφούς και τρεις αδελφές. Επέβαλαν δεκαετή ποινή στον καθένα μας. Το αγοράκι μου γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου.
Όταν ήμουν στη φυλακή, δεν αποθαρρύνθηκα. Είχα μάθει από το Λόγο του Θεού, την Αγία Γραφή, ότι είναι κανείς ευτυχισμένος αν υποφέρει επειδή είναι Χριστιανός, και όχι δολοφόνος ή κλέφτης. Και εγώ ήμουν ευτυχισμένη. Είχα χαρά στην καρδιά μου. Με έβαλαν στην απομόνωση, και εγώ περπατούσα πέρα δώθε στο κελί και έψελνα.
Ένας στρατιώτης άνοιξε το παραθυράκι και είπε: «Είσαι σε αυτή την κατάσταση, και ψέλνεις;»
Του είπα: «Είμαι ευτυχισμένη επειδή δεν έχω βλάψει κανέναν». Εκείνος απλώς έκλεισε το παράθυρο. Δεν με χτύπησαν.
Μου είπαν: «Αποκήρυξε την πίστη σου. Κοίταξε σε τι κατάσταση βρίσκεσαι». Εννοούσαν ότι θα αναγκαζόμουν να γεννήσω το μωρό μου στη φυλακή. Αλλά εγώ ήμουν ευτυχισμένη που με είχαν καταδικάσει εξαιτίας της πίστης μου στο Λόγο του Θεού. Αυτό με έκανε να νιώθω καλά. Ήξερα ότι δεν είχα κάνει κανένα έγκλημα. Ήξερα ότι υπέμενα λόγω της πίστης μου στον Ιεχωβά. Αυτό με κρατούσε ευτυχισμένη συνέχεια. Έτσι είχαν τα πράγματα.
Αργότερα, όταν εργαζόμουν στο στρατόπεδο, τα χέρια μου έπαθαν κρυοπαγήματα. Με έστειλαν στο νοσοκομείο. Η γιατρός εκεί με συμπάθησε και μου είπε: «Η υγεία σου δεν είναι καλή. Δεν έρχεσαι να δουλέψεις για εμένα;»
Φυσικά, ο διοικητής του στρατοπέδου δεν ενθουσιάστηκε με αυτή την ιδέα και είπε: «Γιατί θέλεις να δουλέψει για εσένα αυτή η γυναίκα; Διάλεξε κάποια από μια άλλη ομάδα».
Εκείνη είπε: «Δεν χρειάζομαι κάποια άλλη—χρειάζομαι καλούς, έντιμους ανθρώπους στο νοσοκομείο μου. Αυτή η γυναίκα θα δουλέψει στο νοσοκομείο. Ξέρω ότι δεν θα κλέψει τίποτα ούτε θα αρχίσει να παίρνει τα φάρμακα για ναρκωτικά».
Μας εμπιστεύονταν. Σέβονταν ιδιαίτερα τους ανθρώπους που είχαν πίστη. Έβλεπαν τι είδους άνθρωποι ήμασταν. Αυτό ήταν καλό για εμάς.
Τελικά, η γιατρός έπεισε το διοικητή. Εκείνος ήθελε να με κρατήσει επειδή ήμουν καλή στο κόψιμο των ξύλων. Όπου και αν δούλευε ο λαός του Ιεχωβά, ήμασταν πάντοτε έντιμοι, ευσυνείδητοι εργάτες.
Σημείωση: Ο γιος της Μαρίγια γεννήθηκε στη φυλακή, στη Βίνιτσια της Ουκρανίας. Τα επόμενα δύο χρόνια έμεινε στο ορφανοτροφείο της φυλακής. Ύστερα, κάποιοι συγγενείς έστειλαν το μωρό στον πατέρα του, που ήταν ήδη εξόριστος στη Σιβηρία. Όταν η αδελφή Ποπόβιτς αποφυλακίστηκε, ο γιος της ήταν έξι χρονών.
[Πρόταση που τονίζεται]
«Είμαι ευτυχισμένη επειδή δεν έχω βλάψει κανέναν»
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 175]
Συνέντευξη με τη Μαρίγια Φεντούν
Έτος Γέννησης: 1939
Έτος Βαφτίσματος: 1958
Ιστορικό: Στην εξορία από το 1951 ως το 1965.
Όταν τακτοποιηθήκαμε στο τρένο, όταν όλοι ηρεμήσαμε και ξεκινήσαμε, τι έμενε να κάνουμε; Ξέραμε ύμνους, και αρχίσαμε να ψέλνουμε. Ψάλαμε όλους τους ύμνους που ξέραμε, τους ύμνους από το υμνολόγιο.
Στην αρχή ακούγαμε υμνολογία μόνο από το δικό μας βαγόνι, αλλά μετά, όταν το τρένο μας σταματούσε για να δώσει προτεραιότητα σε άλλα τρένα, καταλαβαίναμε ότι υπήρχαν και άλλα τρένα με αδελφούς μας. Η υμνολογία από αυτά τα τρένα έφτανε ως εμάς. Ήταν κάποιοι από τη Μολδαβία. Μετά πέρασαν δίπλα μας οι Ρουμάνοι από την Μπουκοβίνα. Υπήρχαν πολλά τρένα που προσπερνούσαν το ένα το άλλο σε διάφορα σημεία. Καταλάβαμε ότι ήταν όλοι αδελφοί μας.
Θυμόμασταν πολλούς ύμνους. Πολλοί ύμνοι γράφτηκαν σε εκείνα τα βαγόνια. Μας ενθάρρυναν και μας έκαναν να σκεφτόμαστε με το σωστό τρόπο. Αυτοί οι ύμνοι πράγματι κατηύθυναν την προσοχή μας στον Ιεχωβά.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 177]
Συνέντευξη με τη Λίντιγια Σταστσίσιν
Έτος Γέννησης: 1960
Έτος Βαφτίσματος: 1979
Ιστορικό: Είναι κόρη της Μαρίγια Πιλίπιβ, η συνέντευξη της οποίας εμφανίζεται στις σελίδες 208, 209.
Όταν ήμουν παιδί, ο παππούς μου ήταν πρεσβύτερος. Έδινε κατεύθυνση στην εκκλησία. Θυμάμαι το καθημερινό του πρόγραμμα: Σηκωνόταν το πρωί, πλενόταν και έπειτα προσευχόταν. Μετά άνοιγε την Αγία Γραφή, και καθόμασταν όλοι μαζί να διαβάσουμε το εδάφιο της ημέρας και ολόκληρο το κεφάλαιο. Ο παππούς μού ζητούσε συχνά να πάω κάποια σπουδαία χαρτιά—τυλιγμένα ή μέσα σε μια τσάντα—σε κάποιον άλλον πρεσβύτερο που ζούσε στην άκρη της πόλης. Για να φτάσω στο σπίτι του, έπρεπε να ανεβώ έναν λόφο. Δεν μου άρεσε αυτός ο λόφος. Ήταν απότομος, και το ανέβασμα ήταν δύσκολο. Του έλεγα: «Παππού, δεν θα πάω! Μπορώ να μην πάω, σε παρακαλώ;»
Ο παππούς απαντούσε: «Όχι, πρέπει να πας. Πάρε τα χαρτιά».
Έλεγα μέσα μου: “Δεν θα πάω! Δεν θα πάω!” Μετά σκεφτόμουν: “Όχι, πρέπει να πάω, επειδή μπορεί να εξαρτάται κάτι σπουδαίο από αυτό”. Πάντα το είχα αυτό κατά νου. Πραγματικά δεν ήθελα να πάω, αλλά τελικά πήγαινα. Ήξερα ότι δεν υπήρχε κανένας άλλος να το κάνει αυτό. Γινόταν πολύ συχνά. Ήταν δική μου δουλειά, δική μου ευθύνη.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 178, 179]
Συνέντευξη με τον Παβλό Ρούρακ
Έτος Γέννησης: 1928
Έτος Βαφτίσματος: 1945
Ιστορικό: Έμεινε 15 χρόνια σε φυλακές και σωφρονιστικά στρατόπεδα. Τώρα υπηρετεί ως προεδρεύων επίσκοπος στο Αρτιόμοφσκ, στην ανατολική Ουκρανία.
Το 1952, βρισκόμουν σε ένα στρατόπεδο με αυστηρούς κανονισμούς στην Καραγκαντά της ΕΣΣΔ. Ήμασταν δέκα αδελφοί σε εκείνο το στρατόπεδο. Ο καιρός περνούσε τόσο αργά ώστε η κατάσταση ήταν δύσκολη για εμάς. Μολονότι είχαμε χαρά και ελπίδα, δεν είχαμε πνευματική τροφή. Συναντιόμασταν μετά τη δουλειά και συζητούσαμε, φέρνοντας ξανά στο νου μας όλα όσα είχαμε μάθει πρωτύτερα μέσω “του πιστού και φρόνιμου δούλου”.—Ματθ. 24:45-47.
Αποφάσισα να γράψω στην αδελφή μου, να της περιγράψω την κατάστασή μας στο στρατόπεδο και να της εξηγήσω ότι δεν είχαμε πνευματική τροφή. Εφόσον απαγορευόταν να στέλνουν οι κρατούμενοι τέτοια γράμματα, δυσκολεύτηκα να το ταχυδρομήσω. Τελικά, όμως, η αδελφή μου πήρε το γράμμα. Ετοίμασε ένα δέμα, έβαλε μέσα λίγο τραγανό ψωμί μαζί με μια Καινή Διαθήκη, και μου το ταχυδρόμησε.
Η διαδικασία ήταν πολύ αυστηρή. Οι αρχές δεν παρέδιδαν πάντοτε τα δέματα στους κρατουμένους. Πολλές φορές, έσπαζαν ό,τι υπήρχε μέσα. Τα πάντα ελέγχονταν προσεκτικά. Παραδείγματος χάρη, έλεγχαν τις κονσέρβες για να δουν μήπως υπήρχε κάτι κρυμμένο σε ψεύτικο πάτο ή στα πλάγια. Έλεγχαν ακόμη και ξερά κουλούρια.
Μια ημέρα είδα το όνομά μου στον κατάλογο εκείνων που θα λάβαιναν δέμα. Χάρηκα πάρα πολύ, αν και δεν φανταζόμουν ότι η αδελφή μου είχε στείλει μια Καινή Διαθήκη με το δέμα. Υπηρεσία είχε ο αυστηρότερος επόπτης. Οι κρατούμενοι τον αποκαλούσαν «Θερμοκέφαλο». Όταν πήγα να πάρω το δέμα μου, με ρώτησε: «Από πού περιμένεις δέμα;» Του είπα τη διεύθυνση της αδελφής μου. Πήρε ένα μικρό λοστό και άνοιξε το κουτί.
Όταν έβγαλε το καπάκι, είδα την Καινή Διαθήκη ανάμεσα στο πλάι του κουτιού και στα φαγώσιμα! Μόλις που πρόλαβα να πω σιωπηλά: «Ιεχωβά, δώσε μου το».
Προς έκπληξή μου, ο επόπτης είπε: «Γρήγορα, πάρε αυτό το κουτί από εδώ!» Χωρίς να μπορώ να πιστέψω τι είχε συμβεί, έκλεισα το κουτί και το πήρα στους στρατώνες. Έβγαλα την Καινή Διαθήκη και την έκρυψα μέσα στο στρώμα μου.
Όταν είπα στους αδελφούς ότι είχα λάβει μια Καινή Διαθήκη, δεν με πίστεψε κανείς. Ήταν θαύμα από τον Ιεχωβά! Μας στήριζε πνευματικά, γιατί στην κατάστασή μας ήταν αδύνατον να βρούμε οτιδήποτε. Ευχαριστήσαμε τον ουράνιο Πατέρα μας, τον Ιεχωβά, για το έλεος και τη φροντίδα του. Αρχίσαμε να διαβάζουμε και να ενισχυόμαστε πνευματικά. Πόσο ευγνώμονες ήμασταν στον Ιεχωβά για αυτό!
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 180, 181]
Συνέντευξη με τη Λίντιγια Μπζόβι
Έτος Γέννησης: 1937
Έτος Βαφτίσματος: 1955
Ιστορικό: Στην εξορία από το 1949 ως το 1965.
Όταν ήμουν έφηβη, στενοχωριόμουν πολύ που ο πατέρας δεν ήταν μαζί μας. Αγαπούσαμε τον πατέρα μας, όπως τα περισσότερα παιδιά. Δεν είχα την ευκαιρία να τον αποχαιρετήσω. Ο Ιβάν και εγώ δεν τον είδαμε να φεύγει. Ήμασταν στο χωράφι και θερίζαμε κεχρί.
Όταν γυρίσαμε από το χωράφι, η μητέρα μάς είπε ότι είχαν συλλάβει τον πατέρα. Ένιωσα ένα αίσθημα κενού, ένα αίσθημα πόνου. Αλλά δεν πανικοβλήθηκα ούτε ένιωσα μίσος. Ήταν κάτι αναμενόμενο. Μας υπενθύμιζαν συνέχεια τα λόγια του Ιησού: «Αν επέφεραν διωγμό σε εμένα, και σε εσάς θα επιφέρουν διωγμό». (Ιωάν. 15:20) Αυτό το εδάφιο το μάθαμε πολύ νωρίς στη ζωή μας. Το ξέραμε εξίσου καλά με την υποδειγματική προσευχή. Ξέραμε επίσης ότι εφόσον δεν ήμασταν μέρος αυτού του κόσμου, ο κόσμος δεν θα μας αγαπούσε. Ό,τι έκαναν οι αρχές, το έκαναν από άγνοια.
Ενόσω βρισκόμασταν στη Μολδαβία υπό ρουμανική κατοχή, ο πατέρας ήξερε ότι μπορούσε να υπερασπίσει την υπόθεσή του ενώπιον του δικαστηρίου. Μας επέτρεψαν να πάμε στο δικαστήριο. Ήταν μια πολύ χαρούμενη ημέρα για εμάς.
Ο πατέρας έδωσε θαυμάσια μαρτυρία. Κανείς δεν είχε διάθεση να ακούσει τις κατηγορίες του εισαγγελέα, αλλά όλοι άκουγαν με ορθάνοιχτο στόμα την κατάθεση του πατέρα. Μίλησε επί μία ώρα και 40 λεπτά υπερασπιζόμενος την αλήθεια. Έδωσε πολύ σαφή και κατανοητή μαρτυρία. Οι δικαστικοί υπάλληλοι είχαν βουρκώσει.
Ήμασταν περήφανοι που ο πατέρας είχε καταφέρει να καταθέσει στο δικαστήριο, να υπερασπιστεί την αλήθεια δημοσίως. Δεν ήμασταν καθόλου απελπισμένοι.
Σημείωση: Το 1943, οι γερμανικές αρχές συνέλαβαν τους γονείς της αδελφής Μπζόβι και τους καταδίκασαν σε 25ετή φυλάκιση για υποτιθέμενη συνεργασία με τους Σοβιετικούς. Μέσα σε έναν χρόνο, έφτασαν τα σοβιετικά στρατεύματα και τους ελευθέρωσαν. Μετέπειτα, οι ίδιες οι σοβιετικές αρχές συνέλαβαν τον πατέρα της. Συνολικά, αυτός πέρασε στις φυλακές 20 χρόνια.
[Πρόταση που τονίζεται]
Αγαπούσαμε τον πατέρα μας, όπως τα περισσότερα παιδιά. Δεν είχα την ευκαιρία να τον αποχαιρετήσω
[Πλαίσιο/Εικόνες στη σελίδα 186-189]
Συνέντευξη με την Ταμάρα Ραβλιούκ
Έτος Γέννησης: 1940
Έτος Βαφτίσματος: 1958
Ιστορικό: Εξορίστηκε το 1951. Βοήθησε περίπου 100 άτομα να γνωρίσουν την αλήθεια.
Αυτή είναι η ιστορία της Γαλίνα. Το 1958, όταν ήταν μόλις 17 ημερών, συνέλαβαν τους γονείς της. Την έστειλαν μαζί με τη μητέρα της σε σωφρονιστικό στρατόπεδο στη Σιβηρία. Όσο διάστημα η μητέρα της είχε γάλα, πράγμα που κράτησε ως τον πέμπτο μήνα, άφησαν τη Γαλίνα να μείνει μαζί της. Έπειτα, η μητέρα έπρεπε να δουλεύει, και το μωρό το έβαλαν σε βρεφοκομείο. Η οικογένειά μας ζούσε στην κοντινή επαρχία του Τομσκ. Οι αδελφοί έγραψαν μια επιστολή στην εκκλησία μας ρωτώντας αν μπορούσε κανείς να πάρει το κοριτσάκι από το βρεφοκομείο και να το μεγαλώσει μέχρι να αποφυλακιστούν οι γονείς της. Φυσικά, όταν διαβάστηκε η επιστολή, όλοι αναστέναξαν. Ήταν λυπηρό και τραγικό να βρίσκεται ένα βρέφος σε αυτή την κατάσταση.
Μας έδωσαν λίγο χρόνο να το σκεφτούμε. Πέρασε μια εβδομάδα. Κανείς δεν προσφέρθηκε να την πάρει. Τα πράγματα ήταν δύσκολα για όλους μας. Τη δεύτερη εβδομάδα, ο μεγαλύτερος αδελφός μου είπε στη μητέρα μας: «Ας το πάρουμε εμείς αυτό το κοριτσάκι».
Η μητέρα είπε: «Τι λες, Βάσια; Εγώ είμαι ήδη γριά και άρρωστη. Ξέρεις, είναι μεγάλη ευθύνη να πάρεις το μωρό κάποιου άλλου. Δεν είναι ζώο. Δεν είναι αγελάδα ούτε μοσχαράκι. Είναι μωρό. Και μάλιστα το μωρό κάποιου άλλου».
Εκείνος είπε: «Γι’ αυτό και πρέπει να το πάρουμε, μαμά. Δεν είναι ζώο. Φαντάσου ένα μωρό σε τέτοιες συνθήκες, σε συνθήκες στρατοπέδου! Είναι ακόμη μια σταλιά, τελείως αβοήθητο». Μετά είπε: «Δεν πρέπει να σκεφτούμε ότι ίσως έρθει η ώρα που θα ακούσουμε: “Ήμουν άρρωστος, ήμουν στη φυλακή, ήμουν πεινασμένος, αλλά δεν με βοηθήσατε”;»
Η μητέρα είπε: «Ναι, αυτό μπορεί να συμβεί, αλλά είναι μεγάλη ευθύνη να πάρεις το μωρό κάποιου άλλου. Τι θα γίνει αν πάθει κάτι όσο θα είναι μαζί μας;»
Ο αδελφός μου είπε: «Και τι θα γίνει αν πάθει κάτι εκεί;» Μετά έδειξε εμένα και είπε: «Έχουμε την Ταμάρα. Μπορεί να πάει ελεύθερα και να φέρει το παιδί. Θα δουλέψουμε όλοι και θα το φροντίσουμε».
Το σκεφτόμασταν, λοιπόν, και το συζητούσαμε, και τελικά αποφασίσαμε ότι έπρεπε να πάω. Πράγματι, πήγα στα στρατόπεδα Μαρίινσκι. Πήγα να πάρω αυτό το κοριτσάκι. Οι αδελφοί μού έδωσαν έντυπα για να τα πάω εκεί. Μου έδωσαν και μια φωτογραφική μηχανή για να τραβήξω φωτογραφία τη μητέρα και να τη γνωρίσουμε, επειδή δεν την ξέραμε. Δεν με άφησαν να πάρω τη μηχανή μέσα στο στρατόπεδο, αλλά πέρασα τα έντυπα. Αγόρασα μια κατσαρόλα, έβαλα τα έντυπα μέσα στην κατσαρόλα και από πάνω έβαλα λάδι. Όταν πέρασα από την είσοδο, ο φρουρός δεν έλεγξε αν υπήρχε κάτι άλλο κάτω από το λάδι. Έτσι, πέρασα τα έντυπα στο στρατόπεδο.
Κατάφερα να συναντήσω τη μητέρα, τη Λίντιγια Κούρντας. Έμεινα μάλιστα τη νύχτα στο στρατόπεδο επειδή έπρεπε να ετοιμαστεί το εξιτήριο του παιδιού. Και έτσι πήρα μαζί μου τη Γαλίνα στο σπίτι. Όταν φτάσαμε εκεί ήταν πέντε μηνών και λίγων ημερών. Παρ’ όλο που τη φροντίζαμε όλοι πολύ, αρρώστησε βαριά. Ήρθαν οι γιατροί, αλλά δεν της έβρισκαν τίποτα.
Οι γιατροί νόμιζαν ότι ήταν δικό μου το μωρό, και τα έβαλαν μαζί μου: «Τι μάνα είσαι εσύ;» έλεγαν. «Γιατί δεν τη θηλάζεις;» Φοβόμασταν να πούμε ότι το μωρό ήταν από τη φυλακή, και δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Εγώ έκλαιγα χωρίς να λέω τίποτα. Οι γιατροί με μάλωναν. Έβαζαν τις φωνές στη μητέρα μου, λέγοντας ότι με είχε παντρέψει πολύ μικρή, ότι εγώ η ίδια χρειαζόμουν γάλα. Ήμουν 18 χρονών.
Η Γαλίνα ήταν πολύ άρρωστη και δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Πήγα κάτω από τη σκάλα και προσευχήθηκα: «Θεέ Ιεχωβά, Θεέ Ιεχωβά, αν πρέπει να πεθάνει αυτό το παιδάκι, πάρε τη δική μου ζωή αντί για τη δική της!»
Το παιδί άρχισε να αγκομαχάει μπροστά στους γιατρούς, οι οποίοι είπαν: «Δεν υπάρχουν ελπίδες—δεν πρόκειται να ζήσει, δεν πρόκειται να ζήσει». Το είπαν μπροστά μου—το έλεγαν μπροστά στη μητέρα μου. Η μητέρα έκλαιγε. Εγώ προσευχόμουν. Αλλά το παιδί έζησε. Έμεινε μαζί μας ώσπου αποφυλακίστηκε η μητέρα της. Εφτά χρόνια ήταν μαζί μας, και δεν αρρώστησε ξανά, ούτε μία φορά.
Η Γαλίνα ζει τώρα στο Χάρκοβο της Ουκρανίας. Είναι αδελφή μας, τακτική σκαπάνισσα.
[Πρόταση που τονίζεται]
«Θεέ Ιεχωβά, Θεέ Ιεχωβά, αν πρέπει να πεθάνει αυτό το παιδάκι, πάρε τη δική μου ζωή αντί για τη δική της!»
[Εικόνα]
Από τα αριστερά προς τα δεξιά: Ταμάρα Ραβλιούκ (πρώην Μπουριάκ), Σεργιί Ραβλιούκ, Γαλίνα Κούρντας, Μιχάιλο Μπουριάκ και Μαρίγια Μπουριάκ
[Εικόνα]
Από αριστερά προς τα δεξιά: Σεργιί και Ταμάρα Ραβλιούκ, Μικόλα και Γαλίνα Κουιμπιντά (πρώην Κούρντας), Ολεξιί και Λίντιγια Κούρντας
[Πλαίσιο στη σελίδα 192]
Έκθεση Επισκόπου Περιοχής το 1958
«Το πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα για τους αδελφούς μπορεί κανείς να το καταλάβει ως έναν βαθμό μαθαίνοντας ότι ουσιαστικά τον κάθε αδελφό τον κατασκοπεύουν περίπου δέκα μέλη κάποιας κομμουνιστικής οργάνωσης της νεολαίας. Σε αυτούς προσθέστε μερικούς προδότες γείτονες, τους ψευδαδέλφους, ένα πλήθος αστυνομικών, τις ποινές που φτάνουν τα 25 χρόνια σε στρατόπεδα ή φυλακές, την εξορία στη Σιβηρία, τα ισόβια καταναγκαστικά έργα, καθώς και την κράτηση, μερικές φορές δε την κράτηση διαρκείας σε σκοτεινά κελιά της φυλακής—όλα αυτά μπορούν να συμβούν σε κάποιον που προφέρει λίγα λόγια για τη Βασιλεία του Θεού.
»Και όμως, οι ευαγγελιζόμενοι είναι άφοβοι. Η αγάπη τους για τον Ιεχωβά Θεό είναι απεριόριστη, η στάση τους είναι όμοια με των αγγέλων και δεν διανοούνται να εγκαταλείψουν τον αγώνα. Γνωρίζουν ότι το έργο είναι του Ιεχωβά και ότι πρέπει να συνεχιστεί μέχρι το νικηφόρο τέλος. Οι αδελφοί γνωρίζουν για ποιον κρατούν την ακεραιότητά τους. Το να υποφέρουν για τον Ιεχωβά είναι χαρά για αυτούς».
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 199-201]
Συνέντευξη με τον Σεργιί Ραβλιούκ
Έτος Γέννησης: 1936
Έτος Βαφτίσματος: 1952
Ιστορικό: Έμεινε 16 χρόνια σε φυλακές και σωφρονιστικά στρατόπεδα. Τον ανάγκασαν να αλλάξει τόπο διαμονής εφτά φορές. Βοήθησε περίπου 150 άτομα να μάθουν την αλήθεια. Η συνέντευξη της συζύγου του της Ταμάρα εμφανίζεται στις σελίδες 186-189. Ο Σεργιί υπηρετεί τώρα ως πρεσβύτερος στην Εκκλησία Ρογάν, κοντά στο Χάρκοβο.
Έζησα εφτά χρόνια στη Μορδοβία. Αν και βρισκόμασταν σε στρατόπεδο υψίστης ασφαλείας, κυκλοφορούσαν πολλά έντυπα τον καιρό που ήμουν εγώ εκεί. Κάποιοι φρουροί έπαιρναν τα έντυπα στο σπίτι τους, τα διάβαζαν οι ίδιοι και μετά τα έδιναν στις οικογένειές τους και στους συγγενείς τους.
Μερικές φορές με πλησίαζε ένας φρουρός στη δεύτερη βάρδια της δουλειάς και έλεγε: «Έχεις τίποτα, Σεργιί;»
«Τι θέλεις;» απαντούσα εγώ.
«Κάτι να διαβάσω».
«Θα γίνει έρευνα αύριο;»
«Ναι. Αύριο θα γίνει έρευνα στην πέμπτη μονάδα».
«Εντάξει. Στην τάδε κουκέτα, κάτω από μια πετσέτα, θα υπάρχει μια Σκοπιά. Μπορείς να την πάρεις».
Γινόταν η έρευνα, και εκείνος έπαιρνε τη Σκοπιά. Αλλά οι φρουροί δεν έβρισκαν άλλα έντυπα γιατί ξέραμε εκ των προτέρων για την έρευνα. Με αυτόν τον τρόπο, μερικοί φρουροί μάς βοηθούσαν. Η αλήθεια τούς έλκυε, αλλά φοβούνταν ότι θα μείνουν άνεργοι. Τόσα χρόνια που υπήρχαν εκεί αδελφοί, οι φρουροί έβλεπαν πώς ζούσαμε. Οι σκεπτόμενοι άνθρωποι μπορούσαν να διακρίνουν ότι δεν ήμασταν ένοχοι για κανένα έγκλημα. Αλλά δεν μπορούσαν να πουν τίποτα για αυτό, επειδή θα θεωρούνταν υποστηρικτές των Μαρτύρων του Ιεχωβά και θα έχαναν τη δουλειά τους. Έτσι λοιπόν, υποστήριζαν το έργο μας μέχρις ενός βαθμού. Έπαιρναν έντυπα και τα διάβαζαν. Αυτό συνέβαλε στο να εξασθενήσει η φωτιά του διωγμού.
Το 1966 ήμασταν περίπου 300 αδελφοί στη Μορδοβία. Η διοίκηση ήξερε ποια ημέρα θα γιορτάζαμε την Ανάμνηση. Και εκείνη τη χρονιά αποφάσισαν να μας εμποδίσουν. Μας είπαν: «Μελετάτε ήδη τη Σκοπιά σας, αλλά θα βάλουμε τέλος σε αυτή την Ανάμνηση. Δεν θα καταφέρετε τίποτα».
Τα μέλη των διαφόρων μονάδων της φρουράς διατάχθηκαν να παραμείνουν στις υπηρεσίες τους μέχρι να δοθεί το σήμα λήξης του συναγερμού. Ήταν όλοι στις θέσεις τους: το προσωπικό επιτήρησης, το διοικητικό προσωπικό, ο διοικητής του στρατοπέδου.
Βγήκαμε, λοιπόν, όλοι στο δρόμο, στο χωράφι όπου συγκεντρωνόμασταν για το ονομαστικό προσκλητήριο κάθε ημέρα, πρωί και βράδυ. Μετά, χωρισμένοι κατά εκκλησίες ή ομίλους, κάναμε βόλτα στο χωράφι. Σε κάθε ομάδα, ένας αδελφός εκφωνούσε την ομιλία ενώ περπατούσαμε. Οι υπόλοιποι άκουγαν.
Δεν είχαμε εμβλήματα, και έτσι κάναμε μόνο την ομιλία. Εκείνη την περίοδο, δεν υπήρχαν χρισμένοι στο στρατόπεδο. Στις 9:30 μ.μ., τα πάντα είχαν τελειώσει, και όλες οι ομάδες είχαν τηρήσει τη γιορτή ενώ περπατούσαν στο δρόμο.
Θέλαμε να ψάλουμε τον ύμνο μαζί—όλοι οι αδελφοί. Μαζευτήκαμε λοιπόν έξω από τα λουτρά, που ήταν στην πιο απομακρυσμένη γωνιά από το σημείο ελέγχου της εισόδου. Φανταστείτε 300 άντρες, και 80 ως 100 από αυτούς να ψέλνουν τη νύχτα μέσα στην τάιγκα! Φανταστείτε την ηχώ αυτού του ύμνου! Θυμάμαι ότι ψάλαμε τον ύμνο αριθμό 25, με τον τίτλο «Πέθανα για Εσένα», από το παλιό υμνολόγιο. Όλοι ήξεραν αυτόν τον ύμνο. Μερικές φορές, ακόμη και οι στρατιώτες από τους πύργους μάς φώναζαν: «Πείτε σας παρακαλούμε τον Ύμνο 25!»
Όταν αρχίσαμε να ψέλνουμε εκείνη τη νύχτα, όλα το προσωπικό σηκώθηκε τρέχοντας από τα γραφεία και ήρθε στα λουτρά για να μας σταματήσει. Αλλά όταν έφτασαν, δεν μπόρεσαν να διακόψουν τον ύμνο, επειδή όλοι οι αδελφοί που δεν έψελναν είχαν σχηματίσει σφιχτό κλοιό γύρω από εκείνους που έψελναν. Έτσι λοιπόν, οι φρουροί έτρεχαν γύρω γύρω έξαλλοι, μέχρι που τελειώσαμε. Όταν τελείωσε ο ύμνος, όλοι σκορπίστηκαν. Οι φρουροί δεν ήξεραν ποιος είχε ψάλει και ποιος όχι. Δεν ήταν δυνατόν να μας βάλουν όλους στην απομόνωση.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 203, 204]
Συνέντευξη με τον Βίκτορ Ποπόβιτς
Έτος Γέννησης: 1950
Έτος Βαφτίσματος: 1967
Ιστορικό: Γεννήθηκε στη φυλακή και είναι γιος της Μαρίγια Ποπόβιτς, η συνέντευξη της οποίας εμφανίζεται στις σελίδες 167-169. Συνελήφθη το 1970 και έμεινε τέσσερα χρόνια στη φυλακή επειδή κήρυττε. Μέσα σε τρεις ημέρες ακροαματικής διαδικασίας, 35 άτομα κατέθεσαν ότι ο αδελφός Ποπόβιτς τούς είχε δώσει μαρτυρία.
Η κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν μπορεί να αναλυθεί μόνο στο πλαίσιο των ανθρώπινων σχέσεων. Ο διωγμός του λαού του Θεού δεν μπορεί να αιτιολογηθεί πλήρως αποδίδοντας την ευθύνη στην κυβέρνηση. Οι περισσότεροι αξιωματούχοι απλώς έκαναν τη δουλειά τους. Όταν άλλαξε η κυβέρνηση, οι αξιωματούχοι άλλαξαν παράταξη, αλλά εμείς παραμείναμε οι ίδιοι. Καταλαβαίναμε ότι η πραγματική πηγή των προβλημάτων μας είχε αποκαλυφτεί στην Αγία Γραφή.
Δεν θεωρούσαμε ότι ήμασταν απλώς τα αθώα θύματα κάποιων καταπιεστών. Αυτό που μας βοήθησε να υπομείνουμε ήταν η σαφής κατανόηση του ζητήματος που εγέρθηκε στον κήπο της Εδέμ—του κατά πόσον ο Θεός έχει το δικαίωμα να κυβερνάει. Ήταν ένα ζήτημα που δεν είχε τακτοποιηθεί. Ξέραμε ότι είχαμε την ευκαιρία να πάρουμε θέση υπέρ της διακυβέρνησης του Ιεχωβά. Πήραμε θέση σε ένα ζήτημα που δεν αφορούσε μόνο τα προσωπικά συμφέροντα των ανθρώπων, αλλά και τα συμφέροντα του Κυρίαρχου του σύμπαντος. Είχαμε πολύ βαθύτερη κατανόηση των πραγματικών ζητημάτων που περιλαμβάνονταν. Αυτό μας έκανε δυνατούς και μας έδωσε την ικανότητα να κρατήσουμε την ακεραιότητά μας ακόμη και κάτω από τις πιο ακραίες συνθήκες. Βλέπαμε πέρα από τις απλές ανθρώπινες σχέσεις.
[Πρόταση που τονίζεται]
Ο διωγμός του λαού του Θεού δεν μπορεί να αιτιολογηθεί πλήρως αποδίδοντας την ευθύνη στην κυβέρνηση
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 208, 209]
Συνέντευξη με τη Μαρίγια Πιλίπιβ
Έτος Γέννησης: 1934
Έτος Βαφτίσματος: 1952
Ιστορικό: Πήγε στη Σιβηρία το 1951 για να επισκεφτεί την αδελφή της που είχε σταλεί εκεί. Η Μαρίγια γνώρισε την αλήθεια στη Σιβηρία και αργότερα παντρεύτηκε έναν εξορισμένο αδελφό.
Όταν πέθανε ο πατέρας, ήρθε στο σπίτι μας η αστυνομία. Ήρθαν πολλοί αστυνομικοί. Ήταν αστυνομικοί και από το Συμβούλιο του Χωριού και από το Συμβούλιο της Περιφέρειας. Μας προειδοποίησαν ότι δεν ήθελαν ούτε ύμνους ούτε προσευχές. Απαντήσαμε ότι δεν υπήρχε νόμος που να απαγορεύει την προσευχή. Ρώτησαν πότε θα γινόταν η κηδεία. Τους είπαμε, και έφυγαν.
Οι αδελφοί έφτασαν νωρίς. Οι συγκεντρώσεις απαγορεύονταν, αλλά μπορούσε να πάει κόσμος στις κηδείες. Ξεκινήσαμε νωρίς επειδή ξέραμε ότι θα ερχόταν η αστυνομία. Τη στιγμή που ένας από τους αδελφούς άρχιζε την προσευχή, έφτασε ένα φορτηγό γεμάτο αστυνομικούς. Ο αδελφός τελείωσε την προσευχή και πήγαμε στο νεκροταφείο.
Μας ακολούθησαν και μας άφησαν να μπούμε στο νεκροταφείο. Όταν ο αδελφός έκανε άλλη μια προσευχή, οι αστυνομικοί προσπάθησαν να τον συλλάβουν. Αλλά εμείς οι αδελφές είχαμε αποφασίσει να μην τους αφήσουμε να τον πάρουν. Υπήρχαν πολλοί αστυνομικοί, και έτσι σχηματίσαμε κλοιό γύρω από τον αδελφό. Μέσα στο χάος που ακολούθησε, μια από τις αδελφές έβγαλε τον αδελφό από το νεκροταφείο, τον πέρασε ανάμεσα από τα σπίτια και τον έβαλε στο χωριό. Ξαφνικά, εμφανίστηκε ένας γνωστός με ιδιωτικό αυτοκίνητο, και ο αδελφός μπήκε μέσα και έφυγε. Οι αστυνομικοί έψαξαν παντού, αλλά δεν τον βρήκαν. Μετά έφυγαν.
Οι αδελφές προστάτευαν πολλές φορές τους αδελφούς. Συνήθως συμβαίνει το αντίθετο, αλλά έτσι έπρεπε να γίνεται τότε. Οι αδελφές έπρεπε να προστατεύουν τους αδελφούς. Υπήρξαν πολλά παρόμοια περιστατικά.
[Πρόταση που τονίζεται]
Έτσι έπρεπε να γίνεται τότε. Οι αδελφές έπρεπε να προστατεύουν τους αδελφούς
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 220, 221]
Συνέντευξη με τον Πετρό Βλασιούκ
Έτος Γέννησης: 1924
Έτος Βαφτίσματος: 1945
Ιστορικό: Στην εξορία από το 1951 ως το 1965. Λίγο καιρό αφότου ο αδελφός Βλασιούκ εξορίστηκε, ο γιος του αρρώστησε και πέθανε. Τον επόμενο χρόνο, η σύζυγός του παρουσίασε επιπλοκές και τελικά πέθανε αφού γέννησε έναν άλλον γιο. Ο αδελφός Βλασιούκ έμεινε μόνος με ένα μωρό. Το 1953 ξαναπαντρεύτηκε, και η νέα του σύζυγος τον βοήθησε να φροντίσει το παιδί.
Ήμουν ένας από αυτούς που εξορίστηκαν από την Ουκρανία στη Σιβηρία το 1951. Ξέρετε, δεν φοβόμασταν. Ο Ιεχωβά ενστάλαξε τέτοιο πνεύμα στους αδελφούς ώστε αυτοί είχαν πίστη, πίστη που ήταν φανερή στον τρόπο με τον οποίο μιλούσαν. Κανείς δεν θα είχε επιλέξει ποτέ να πάει σε αυτόν το διορισμό για να κηρύξει. Ο Ιεχωβά Θεός προφανώς επέτρεψε στην κυβέρνηση να μας μεταφέρει εκεί. Αργότερα οι αρχές είπαν: «Κάναμε ένα μεγάλο λάθος».
Οι αδελφοί είπαν: «Δηλαδή;»
«Σας φέραμε εδώ, και τώρα εσείς μεταστρέφετε τους ανθρώπους και εδώ!»
Οι αδελφοί είπαν: «Θα κάνετε και άλλο λάθος».
Το δεύτερο μεγάλο λάθος τους ήταν ότι, όταν μας αποφυλάκισαν, όταν μας έδωσαν αμνηστία, δεν μας άφησαν να γυρίσουμε στα σπίτια μας. «Πηγαίνετε όπου θέλετε εκτός από τα σπίτια σας», είπαν. Αργότερα συνήλθαν και κατάλαβαν ότι αυτό ήταν λάθος κίνηση. Χάρη σε αυτή την τακτική, τα καλά νέα διαδόθηκαν σε όλη τη Ρωσία.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 227]
Συνέντευξη με την Άννα Βοβτσούκ
Έτος Γέννησης: 1940
Έτος Βαφτίσματος: 1959
Ιστορικό: Στην εξορία από το 1951 ως το 1965. Ήταν δέκα χρονών όταν στάλθηκε στη Σιβηρία. Από το 1957 ως το 1980 εργαζόταν υπό την επιφάνεια, τυπώνοντας Γραφικά έντυπα.
Η Κα-Γκε-Μπε προσπαθούσε συχνά να μας κάνει να κατονομάσουμε τους αδελφούς. Μας έδειχναν φωτογραφίες. Εγώ έλεγα: «Για εσάς, δεν ξέρω τίποτα. Δεν ξέρω κανέναν για εσάς». Έτσι τους απαντούσαμε πάντοτε. Αργότερα, λίγο μετά το γάμο μου, πήγαινα προς την πόλη, όταν συνάντησα τον τοπικό διευθυντή της Κα-Γκε-Μπε στο Ανγκάρσκ. Με είχε φωνάξει πολλές φορές για ανάκριση και με ήξερε καλά.
Μου είπε: «Τον Στεπάν Βοβτσούκ μού είπες ότι δεν τον ήξερες. Τώρα πώς γίνεται να είσαι παντρεμένη με αυτόν;»
Εγώ απάντησα: «Εσείς δεν μου τον γνωρίσατε με τις φωτογραφίες σας;»
Χτύπησε τα χέρια του και είπε: «Κοίτα να δεις! Πάλι εμείς φταίμε!»
Και γελάσαμε μαζί. Ήταν μια ευχάριστη, χαρούμενη στιγμή της ζωής μου.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 229, 230]
Συνέντευξη με τη Σοφίγια Βοβτσούκ
Έτος Γέννησης: 1944
Έτος Βαφτίσματος: 1964
Ιστορικό: Στην εξορία από το 1951 ως το 1965. Ήταν εφτά χρονών όταν στάλθηκε με τη μητέρα της, την αδελφή της και τον αδελφό της στη Σιβηρία.
Όταν μας πήγαν στη Σιβηρία, μας είπαν ότι θα μέναμε εκεί για πάντα. Ποτέ δεν φανταζόμασταν ότι θα αποκτούσαμε την ελευθερία μας. Όταν διαβάζαμε στη Σκοπιά για τις συνελεύσεις που γίνονταν σε άλλες χώρες, προσευχόμασταν στον Ιεχωβά να μας δοθεί η ευκαιρία—έστω και μία φορά στη ζωή μας—να παρακολουθήσουμε μια συνέλευση σαν αυτές που είχαν σε άλλες χώρες. Και πράγματι, ο Ιεχωβά μάς ευλόγησε. Το 1989 καταφέραμε να παρακολουθήσουμε τη διεθνή συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Πολωνία. Είναι αδύνατον να περιγραφεί η αγαλλίαση, η χαρά που νιώθαμε επειδή ήμασταν εκεί.
Οι αδελφοί στην Πολωνία μάς υποδέχτηκαν εγκάρδια. Μείναμε εκεί τέσσερις ημέρες. Παρακολουθήσαμε συνέλευση! Νιώθαμε υπέροχα που μαθαίναμε περισσότερα για τον Ιεχωβά και που λαβαίναμε εκπαίδευση από το Λόγο του Θεού. Ήμασταν πολύ ευτυχισμένοι. Λέγαμε τις εμπειρίες μας σε όλους. Μολονότι υπήρχαν άνθρωποι από πολλές εθνικότητες, ήταν αδελφοί μας! Καθώς τριγυρίζαμε στο στάδιο, νιώθαμε ένα όμορφο αίσθημα ειρήνης. Ύστερα από ό,τι περάσαμε—την απαγόρευση που ζήσαμε τόσο μεγάλο διάστημα—μας φαινόταν ότι βρισκόμασταν ήδη στο νέο κόσμο. Δεν ακούγαμε καμιά βρισιά και τα πάντα ήταν καθαρά και όμορφα. Καθόμασταν μαζί μετά το πρόγραμμα. Δεν φεύγαμε αμέσως, αλλά κάναμε παρέα με τους αδελφούς και μιλούσαμε. Υπήρχαν και διερμηνείς, σε περίπτωση που δεν καταλαβαίναμε τη γλώσσα. Ακόμη και όταν δεν καταλαβαίναμε ο ένας τον άλλον, φιλιόμασταν. Ήμασταν ευτυχισμένοι.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 243, 244]
Συνέντευξη με τον Ρομάν Γιουρκέβιτς
Έτος Γέννησης: 1956
Έτος Βαφτίσματος: 1973
Ιστορικό: Έμεινε έξι χρόνια σε σωφρονιστικά στρατόπεδα για λόγους ουδετερότητας. Υπηρετεί στην Επιτροπή Τμήματος της Ουκρανίας από το 1993.
Η αλήθεια υποκινεί ένα άτομο να βοηθάει και να υποστηρίζει τους άλλους. Αυτό το ζήσαμε ιδιαίτερα το 1998 όταν έγινε μια τεράστια πλημμύρα στην Υπερκαρπαθία, και εκατοντάδες, ναι, εκατοντάδες άνθρωποι έχασαν τα σπίτια τους και όλα τα υπάρχοντά τους σε μια νύχτα.
Μέσα σε δύο ημέρες, έφτασε επί τόπου μια ομάδα αδελφών και οργάνωσε επιτροπές παροχής βοήθειας. Αυτές καθόριζαν τι είδους βοήθεια θα δινόταν σε κάθε οικογένεια, σε κάθε χωριό. Δύο χωριά είχαν πληγεί ιδιαίτερα, το Βαρί και το Βίσκοβα. Μέσα σε δυο τρεις ημέρες μόνο, έγιναν σχέδια για το ποια οικογένεια θα λάβαινε βοήθεια, τι είδους θα ήταν αυτή η βοήθεια και ποιος θα βοηθούσε. Μετά έφτασαν οι αδελφοί μας με φορτηγά και άρχισαν να φτυαρίζουν την ατέλειωτη λάσπη.
Έφεραν στεγνά ξύλα, πράγμα που κατέπληξε τους πάντες στην περιοχή. Όσοι δεν ήταν Μάρτυρες έμειναν άφωνοι. Κάποια αδελφή από το Βίσκοβα βρισκόταν κοντά σε μια ομάδα αδελφών που φτυάριζαν τη λάσπη. Ένας δημοσιογράφος την πλησίασε και τη ρώτησε: «Τους ξέρεις αυτούς τους ανθρώπους;»
«Δεν τους ξέρω καλά», απάντησε εκείνη, «γιατί μιλάμε διαφορετικές γλώσσες—ρουμάνικα, ουγγρικά, ουκρανικά και ρώσικα. Αλλά ξέρω ένα πράγμα: Είναι αδελφοί και αδελφές μου, και με βοηθούν».
Μέσα σε δυο τρεις ημέρες, οι αδελφοί είχαν στείλει βοήθεια και είχαν φροντίσει αυτές τις οικογένειες, οι οποίες στάλθηκαν σε άλλες περιοχές. Ωστόσο, ύστερα από μισό χρόνο, σχεδόν όλα τα σπίτια των Μαρτύρων είχαν ξαναχτιστεί, και οι Μάρτυρες ήταν οι πρώτοι από εκείνη την περιοχή που επέστρεψαν και κατοίκησαν στα καινούρια σπίτια τους.
[Γράφημα στη σελίδα 254]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Τακτικοί Σκαπανείς στην Ουκρανία (1990-2001)
10.000
8.000
6.000
4.000
2.000
0
1990 1992 1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 2001
[Γράφημα στη σελίδα 254]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ουκρανίαa (1939-2001)
120.000
100.000
80.000
60.000
40.000
20.000
0
1939 1946 1974 1986 1990 1992 1994 1996 1998 2001
[Υποσημείωση]
a Για τα έτη 1939-1990 οι αριθμοί είναι κατά προσέγγιση
[Χάρτες στη σελίδα 123]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
ΡΩΣΙΑ
ΛΕΥΚΟΡΩΣΙΑ
ΠΟΛΩΝΙΑ
ΒΟΛΙΝ
ΓΑΛΙΤΣΙΝΑ
Λβοφ
ΥΠΕΡΚΑΡΠΑΘΙΑ
ΜΠΟΥΚΟΒΙΝΑ
ΟΥΚΡΑΝΙΑ
ΚΙΕΒΟ
Χάρκοβο
Ντνιεπροπετρόφσκ
Λουχάνσκ
Ζαπορόζιε
Ντονιέτσκ
Οδησσός
ΚΡΙΜΑΙΑ
ΜΟΛΔΑΒΙΑ
ΡΟΥΜΑΝΙΑ
ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ
ΤΟΥΡΚΙΑ
ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
[Ολοσέλιδη εικόνα στη σελίδα 118]
[Εικόνα στη σελίδα 127]
Βόιτεχ Τσέχι
[Εικόνα στη σελίδα 129]
Η πρώτη συνέλευση στην πόλη Μπορισλάβ της Γαλιτσινά τον Αύγουστο του 1932
[Εικόνα στη σελίδα 130]
Συνέλευση στο Σολότβινο της Υπερκαρπαθίας το 1932
[Εικόνα στη σελίδα 132]
Επί 40 χρόνια, η Μαρίγια και ο Εμίλ Ζαρίτσκι εκπλήρωναν πιστά το διορισμό τους ως μεταφραστών
[Εικόνα στη σελίδα 133]
Η πρώτη αποθήκη εντύπων της Ουκρανίας στεγαζόταν σε αυτό το σπίτι στο Ούζγκοροντ από το 1927 ως το 1931
[Εικόνα στη σελίδα 134]
Ομάδα έτοιμη να αναχωρήσει για τη διακονία με λεωφορείο, κατευθυνόμενη προς την περιοχή του Ράχιβ στα Καρπάθια Όρη το 1935: (1) Βόιτεχ Τσέχι
[Εικόνα στη σελίδα 135]
Παλιός δίσκος φωνογράφου με την ομιλία «Θρησκεία και Χριστιανοσύνη» στην ουκρανική
[Εικόνα στη σελίδα 136]
Η Εκκλησία Κόσματς το 1938: (1) Ο Μικόλα Βολοτσίι πούλησε το ένα από τα δύο του άλογα για να αγοράσει έναν φωνογράφο
[Εικόνα στη σελίδα 137]
Ο Λιούντβικ Κινίτσκι, τον οποίο πολλοί θυμούνται με αγάπη ως έναν ζηλωτή διάκονο, πέθανε πιστός στον Ιεχωβά σε κάποιο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης
[Εικόνες στη σελίδα 142]
Ο Ιλιά Γοβουτσάκ (επάνω αριστερά), ο οποίος εδώ εικονίζεται να ταξιδεύει με τον Ονούφριι Ριλτσούκ για να κηρύξουν στα βουνά και (δεξιά) με τη σύζυγό του την Παράσκα, εκτελέστηκε από την Γκεστάπο στην οποία τον κατέδωσε κάποιος Καθολικός ιερέας
[Εικόνα στη σελίδα 146]
Η Αναστασίγια Καζάκ (1) μαζί με άλλους Μάρτυρες από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Στούτχοφ
[Εικόνες στη σελίδα 153]
Ο Ιβάν Μακσιμιούκ (επάνω, με τη σύζυγό του τη Γιεβντοκίγια) και ο γιος του ο Μιχάιλο (δεξιά) αρνήθηκαν να συμβιβάσουν την ακεραιότητά τους
[Εικόνα στη σελίδα 158]
Μερικά από τα πρώτα Γραφικά έντυπα στην ουκρανική
[Εικόνα στη σελίδα 170]
Σε ηλικία 20 ετών, ο Γριγόρι Μέλνικ είχε αναλάβει να φροντίζει τους δύο μικρότερους αδελφούς του και την αδελφή του
[Εικόνα στη σελίδα 176]
Η Μαρίγια Τομίλκο υπέμεινε 15 χρόνια φυλάκισης αλλά παραμένει πιστή
[Εικόνα στη σελίδα 182]
Ο Νούτσου Μπόκοτς σε μια σύντομη συνάντηση στη φυλακή με την κόρη του το 1960
[Εικόνες στη σελίδα 185]
Η Λίντιγια και ο Ολεξιί Κούρντας (επάνω), οι οποίοι συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν σε διαφορετικά στρατόπεδα όταν η κόρη τους η Γαλίνα ήταν 17 ημερών. Η Γαλίνα Κούρντας σε ηλικία 3 ετών (δεξιά): Αυτή η φωτογραφία τραβήχτηκε το 1961, όταν οι γονείς της βρίσκονταν ακόμη στη φυλακή
[Εικόνα στη σελίδα 191]
Τη νύχτα πριν από την ημέρα του γάμου τους, η Γάνα Σισκό και ο Γιούρι Κόπος συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε δεκαετή φυλάκιση σε στρατόπεδα. Παντρεύτηκαν έπειτα από δέκα χρόνια
[Εικόνα στη σελίδα 191]
Ο Γιούρι Κόπος πέρασε σχεδόν ένα τρίτο του αιώνα σε σοβιετικές φυλακές και στρατόπεδα εργασίας
[Εικόνα στη σελίδα 194]
Ο Παβλό Ζιάτεκ αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην υπηρεσία του Ιεχωβά
[Εικόνα στη σελίδα 196]
Επιστολή με ημερομηνία 18 Μαΐου 1962 από τον Νάθαν Ο. Νορ προς τους αδελφούς στην ΕΣΣΔ
[Εικόνα στη σελίδα 214]
Τα έντυπα για την Ουκρανία και άλλα μέρη της Σοβιετικής Ένωσης τυπώνονταν σε υπόγειες αποθήκες σαν αυτήν στην ανατολική Ουκρανία
[Εικόνα στη σελίδα 216]
Επάνω ψηλά: Λόφος στο δάσος, στα βάθη των Καρπαθίων, όπου ο Ιβάν Ντζιαμπκό διατηρούσε σε λειτουργία μια μυστική αποθήκη
[Εικόνα στη σελίδα 216]
Επάνω: Ο Μιχάιλο Ντιόλογ κάθεται δίπλα στο σημείο που ήταν η είσοδος της αποθήκης, εκεί από όπου προμήθευε στον Ιβάν Ντζιαμπκό χαρτί
[Εικόνα στη σελίδα 216]
Δεξιά: Ιβάν Ντζιαμπκό
[Εικόνα στη σελίδα 223]
Ο Μπέλα Μεΐσαρ έμεινε 21 χρόνια στη φυλακή, στη διάρκεια των οποίων η πιστή του σύζυγος, η Ρεγκίνα, διένυσε συνολικά περισσότερα από 140.000 χιλιόμετρα για να τον επισκέπτεται συχνά
[Εικόνα στη σελίδα 224]
Ο Μιχάιλο Ντασέβιτς διορίστηκε υπηρέτης χώρας το 1971
[Εικόνα στη σελίδα 233]
Η καταχώριση των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ουκρανία, στις 28 Φεβρουαρίου 1991, ήταν η πρώτη καταχώριση αυτού του είδους που έγινε στο έδαφος της ΕΣΣΔ
[Εικόνες στη σελίδα 237]
Στη διεθνή συνέλευση του 1993 στο Κίεβο βαφτίστηκαν 7.402 —ο μεγαλύτερος αριθμός ατόμων που βαφτίστηκαν σε οποιαδήποτε συνέλευση της σύγχρονης ιστορίας του λαού του Θεού
[Εικόνα στη σελίδα 246]
Αποφοίτηση της πρώτης τάξης της Σχολής Διακονικής Εκπαίδευσης στο Λβοφ, στις αρχές του 1999
[Εικόνα στη σελίδα 251]
Επάνω: Το συγκρότημα Αιθουσών Βασιλείας όπου υπηρετούσε η οικογένεια Μπέθελ από το 1995 ως το 2001
[Εικόνα στη σελίδα 251]
Στη μέση: Το σπίτι που χρησιμοποιούσε η οικογένεια Μπέθελ από το 1994 ως το 1995
[Εικόνα στη σελίδα 251]
Κάτω: Η Αίθουσα Βασιλείας στην πόλη Ναντβίρνα—η πρώτη που χτίστηκε με το νέο πρόγραμμα οικοδόμησης Αιθουσών Βασιλείας στην Ουκρανία
[Εικόνες στη σελίδα 252, 253]
(1-3) Το τμήμα της Ουκρανίας του οποίου η αφιέρωση έγινε πρόσφατα
[Εικόνα στη σελίδα 252]
(4) Η Επιτροπή του Τμήματος, από αριστερά προς τα δεξιά: (καθιστοί) Στεπάν Γλίνσκι, Στεπάν Μικέβιτς· (όρθιοι) Αντρίι Σεμκόβιτς, Ρομάν Γιουρκέβιτς, Τζον Ντίντουρ και Γιούργκεν Κεκ
[Εικόνα στη σελίδα 253]
(5) Ο Θεοντόρ Τζάρας σε ομιλία του κατά την αφιέρωση του τμήματος της Ουκρανίας, στις 19 Μαΐου 2001