ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
της Σκοπιάς
Ελληνική Νοηματική Γλώσσα
  • ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
  • nwt Γένεση 1:1-50:26
  • Γένεση

Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.

Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.

  • Γένεση
  • Η Αγία Γραφή—Μετάφραση Νέου Κόσμου
Η Αγία Γραφή—Μετάφραση Νέου Κόσμου
Γένεση

ΓΕΝΕΣΗ

1 Στην αρχή ο Θεός δημιούργησε τους ουρανούς και τη γη.+

2 Η γη ήταν αδιαμόρφωτη και έρημη,* και υπήρχε σκοτάδι πάνω στην επιφάνεια των υδάτινων βαθών,*+ και η ενεργός δύναμη* του Θεού+ περιφερόταν πάνω από την επιφάνεια των νερών.+

3 Και είπε ο Θεός: «Ας γίνει φως». Και έγινε φως.+ 4 Έπειτα, ο Θεός είδε ότι το φως ήταν καλό και άρχισε να διαχωρίζει το φως από το σκοτάδι. 5 Ο Θεός ονόμασε το φως Ημέρα, ενώ το σκοτάδι το ονόμασε Νύχτα.+ Και έγινε βράδυ και έγινε πρωί, ημέρα πρώτη.

6 Ύστερα ο Θεός είπε: «Ας σχηματιστεί ένας ενδιάμεσος χώρος*+ ανάμεσα στα νερά, ο οποίος θα διαχωρίζει τα νερά σε δύο μέρη».*+ 7 Τότε ο Θεός άρχισε να σχηματίζει τον ενδιάμεσο χώρο* και διαχώρισε τα νερά που ήταν κάτω από τον ενδιάμεσο χώρο από τα νερά που ήταν πάνω από αυτόν.+ Και έγινε έτσι. 8 Ο Θεός ονόμασε τον ενδιάμεσο χώρο* Ουρανό. Και έγινε βράδυ και έγινε πρωί, ημέρα δεύτερη.

9 Ύστερα ο Θεός είπε: «Ας συγκεντρωθούν τα νερά που βρίσκονται κάτω από τους ουρανούς σε ένα μέρος και ας εμφανιστεί η ξηρά».+ Και έγινε έτσι. 10 Ο Θεός ονόμασε την ξηρά Γη,+ ενώ τη συγκέντρωση των νερών την ονόμασε Θάλασσες.+ Και ο Θεός είδε ότι αυτό ήταν καλό.+ 11 Ύστερα ο Θεός είπε: «Ας βλαστήσει στη γη χορτάρι, φυτά που βγάζουν σπόρο και καρποφόρα δέντρα κατά τα είδη τους, που παράγουν καρπούς με τους σπόρους τους πάνω στη γη». Και έγινε έτσι. 12 Και άρχισε να φυτρώνει στη γη χορτάρι, φυτά που βγάζουν σπόρο+ και δέντρα που παράγουν καρπούς με τους σπόρους τους, κατά τα είδη τους. Τότε ο Θεός είδε ότι αυτό ήταν καλό. 13 Και έγινε βράδυ και έγινε πρωί, ημέρα τρίτη.

14 Ύστερα ο Θεός είπε: «Ας γίνουν φωτοδότες*+ στον ενδιάμεσο χώρο των ουρανών για να διαχωρίζουν την ημέρα από τη νύχτα,+ και αυτοί θα χρησιμεύουν ως σημεία για εποχές και για ημέρες και έτη.+ 15 Θα χρησιμεύουν ως φωτοδότες στον ενδιάμεσο χώρο των ουρανών για να φωτίζουν τη γη». Και έγινε έτσι. 16 Και άρχισε ο Θεός να κάνει τους δύο μεγάλους φωτοδότες, τον μεγαλύτερο φωτοδότη για να εξουσιάζει την ημέρα+ και τον μικρότερο φωτοδότη για να εξουσιάζει τη νύχτα, καθώς και τα άστρα.+ 17 Ο Θεός λοιπόν τα έβαλε όλα αυτά στον ενδιάμεσο χώρο των ουρανών για να φωτίζουν τη γη, 18 για να εξουσιάζουν στη διάρκεια της ημέρας και στη διάρκεια της νύχτας, καθώς και για να διαχωρίζουν το φως από το σκοτάδι.+ Τότε ο Θεός είδε ότι αυτό ήταν καλό. 19 Και έγινε βράδυ και έγινε πρωί, ημέρα τέταρτη.

20 Ύστερα ο Θεός είπε: «Ας γεμίσουν τα νερά με πολυπληθή ζωντανά πλάσματα* και ας πετούν πετούμενα πλάσματα πάνω από τη γη διασχίζοντας τον ενδιάμεσο χώρο των ουρανών».+ 21 Και δημιούργησε ο Θεός κατά τα είδη τους τα μεγάλα θαλάσσια πλάσματα* και όλα τα ζωντανά πλάσματα* που κινούνται κατά πλήθη στα νερά, καθώς και κάθε φτερωτό πετούμενο πλάσμα κατά το είδος του. Και ο Θεός είδε ότι αυτό ήταν καλό. 22 Τότε ο Θεός τα ευλόγησε, λέγοντας: «Να είστε καρποφόρα και να πληθυνθείτε και να γεμίσετε τα νερά της θάλασσας,+ και τα πετούμενα πλάσματα ας πληθυνθούν στη γη». 23 Και έγινε βράδυ και έγινε πρωί, ημέρα πέμπτη.

24 Ύστερα ο Θεός είπε: «Ας βγάλει η γη ζωντανά πλάσματα* κατά τα είδη τους, κατοικίδια ζώα και ερπετά* και άγρια ζώα της γης κατά τα είδη τους».+ Και έγινε έτσι. 25 Και άρχισε ο Θεός να κάνει τα άγρια ζώα της γης κατά τα είδη τους και τα κατοικίδια ζώα κατά τα είδη τους και όλα τα ερπετά* που κινούνται στο έδαφος κατά τα είδη τους. Και ο Θεός είδε ότι αυτό ήταν καλό.

26 Ύστερα ο Θεός είπε: «Ας κάνουμε+ άνθρωπο κατά την εικόνα+ μας, σύμφωνα με την ομοίωσή+ μας, και ας έχουν σε υποταγή τα ψάρια της θάλασσας και τα πετούμενα πλάσματα των ουρανών και τα κατοικίδια ζώα και όλη τη γη και κάθε ερπετό* που κινείται πάνω στη γη».+ 27 Και άρχισε ο Θεός να δημιουργεί τον άνθρωπο κατά την εικόνα του· κατά την εικόνα του Θεού τον δημιούργησε· αρσενικό και θηλυκό τούς δημιούργησε.+ 28 Επιπλέον, ο Θεός τούς ευλόγησε και τους είπε: «Να είστε καρποφόροι και να πληθυνθείτε, να γεμίσετε τη γη+ και να την καθυποτάξετε+ και να έχετε σε υποταγή+ τα ψάρια της θάλασσας και τα πετούμενα πλάσματα των ουρανών και κάθε ζωντανό πλάσμα που κινείται πάνω στη γη».

29 Ύστερα ο Θεός είπε: «Δείτε! Σας έδωσα κάθε φυτό που βγάζει σπόρο, πάνω σε ολόκληρη τη γη, και κάθε δέντρο που παράγει καρπούς με τους σπόρους τους. Ας χρησιμεύουν αυτά ως τροφή για εσάς.+ 30 Και σε κάθε άγριο ζώο της γης και σε κάθε πετούμενο πλάσμα των ουρανών και σε καθετί που κινείται πάνω στη γη, στο οποίο υπάρχει ζωή,* έδωσα όλη τη χλωρή βλάστηση για τροφή».+ Και έγινε έτσι.

31 Έπειτα, ο Θεός είδε καθετί που είχε κάνει, και ήταν πολύ καλό.+ Και έγινε βράδυ και έγινε πρωί, ημέρα έκτη.

2 Έτσι ολοκληρώθηκαν οι ουρανοί και η γη και όλα όσα υπάρχουν σε αυτά.*+ 2 Και μέχρι την έβδομη ημέρα, ο Θεός ολοκλήρωσε το έργο του και άρχισε να αναπαύεται την έβδομη ημέρα από όλο το έργο που είχε κάνει.+ 3 Και ο Θεός ευλόγησε την έβδομη ημέρα και την ανακήρυξε ιερή, επειδή σε αυτήν αναπαύεται από όλο το έργο το οποίο δημιούργησε, από όλα όσα είχε σκοπό να κάνει.

4 Αυτή είναι η ιστορία των ουρανών και της γης τον καιρό που δημιουργήθηκαν, την ημέρα που ο Ιεχωβά* Θεός έκανε τη γη και τον ουρανό.+

5 Δεν υπήρχε ακόμη θάμνος του αγρού στη γη και δεν είχε αρχίσει να φυτρώνει βλάστηση του αγρού, επειδή ο Ιεχωβά Θεός δεν είχε φέρει βροχή πάνω στη γη και δεν υπήρχε άνθρωπος για να καλλιεργεί τη γη. 6 Αλλά αχνός ανέβαινε από τη γη και πότιζε ολόκληρη την επιφάνεια του εδάφους.

7 Στη συνέχεια, ο Ιεχωβά Θεός έπλασε τον άνθρωπο από χώμα+ της γης και φύσηξε στα ρουθούνια του την πνοή της ζωής,+ και ο άνθρωπος έγινε ζωντανό πλάσμα.*+ 8 Επιπλέον, ο Ιεχωβά Θεός φύτεψε έναν κήπο στην Εδέμ,+ προς τα ανατολικά, και έβαλε εκεί τον άνθρωπο που είχε πλάσει.+ 9 Έκανε μάλιστα ο Ιεχωβά Θεός να βλαστήσει από το έδαφος κάθε δέντρο που ήταν ευχάριστο στα μάτια και καλό για τροφή, καθώς και το δέντρο της ζωής+ στη μέση του κήπου και το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού.+

10 Και από την Εδέμ έρρεε ένας ποταμός για να ποτίζει τον κήπο, και από εκεί διακλαδιζόταν σε τέσσερις ποταμούς.* 11 Το όνομα του πρώτου είναι Φισών· αυτός περιβάλλει ολόκληρη τη γη Αβιλά, όπου υπάρχει χρυσάφι. 12 Το χρυσάφι εκείνης της γης είναι εκλεκτό. Εκεί υπάρχει επίσης βδέλλιο και πέτρα όνυχα. 13 Το όνομα του δεύτερου ποταμού είναι Γιών· αυτός περιβάλλει ολόκληρη τη γη του Χους. 14 Το όνομα του τρίτου ποταμού είναι Χιδδέκελ·*+ αυτός πηγαίνει προς τα ανατολικά της Ασσυρίας.+ Και ο τέταρτος ποταμός είναι ο Ευφράτης.+

15 Ο Ιεχωβά Θεός πήρε τον άνθρωπο και τον εγκατέστησε στον κήπο της Εδέμ για να τον καλλιεργεί και να τον φροντίζει.+ 16 Επίσης, ο Ιεχωβά Θεός έδωσε την εξής εντολή στον άνθρωπο: «Από κάθε δέντρο του κήπου μπορείς να τρως μέχρι να χορτάσεις.+ 17 Αλλά από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού δεν πρέπει να φας, διότι την ημέρα που θα φας από αυτό οπωσδήποτε θα πεθάνεις».+

18 Κατόπιν ο Ιεχωβά Θεός είπε: «Δεν είναι καλό να παραμένει ο άνθρωπος μόνος. Θα κάνω για αυτόν έναν βοηθό, ως συμπλήρωμά του».+ 19 Ο Ιεχωβά Θεός λοιπόν έπλασε από τη γη κάθε άγριο ζώο της υπαίθρου και κάθε πετούμενο πλάσμα των ουρανών και άρχισε να τα φέρνει στον άνθρωπο για να δει πώς θα ονόμαζε το καθένα· και όπως ονόμαζε ο άνθρωπος το κάθε ζωντανό πλάσμα,* αυτό ήταν το όνομά του.+ 20 Και ο άνθρωπος ονόμασε όλα τα κατοικίδια ζώα και τα πετούμενα πλάσματα των ουρανών και κάθε άγριο ζώο της υπαίθρου, αλλά για τον ίδιο δεν υπήρχε βοηθός, ως συμπλήρωμά του. 21 Γι’ αυτό, ο Ιεχωβά Θεός έριξε τον άνθρωπο σε βαθύ ύπνο και, ενόσω αυτός κοιμόταν, πήρε ένα από τα πλευρά του και κατόπιν έκλεισε τη σάρκα πάνω από αυτό. 22 Και ο Ιεχωβά Θεός έφτιαξε μια γυναίκα από το πλευρό που είχε πάρει από τον άνθρωπο και την έφερε σε αυτόν.+

23 Τότε ο άνθρωπος είπε:

«Αυτό είναι επιτέλους οστό από τα οστά μου

και σάρκα από τη σάρκα μου.

Αυτή θα ονομαστεί Γυναίκα,*

επειδή από τον άντρα πάρθηκε».+

24 Γι’ αυτό, ο άνθρωπος θα αφήσει τον πατέρα του και τη μητέρα του και θα προσκολληθεί στη* γυναίκα του, και θα γίνουν μία σάρκα.+ 25 Τόσο εκείνος όσο και η γυναίκα του ήταν και οι δύο γυμνοί,+ και εντούτοις δεν ντρέπονταν.

3 Το φίδι+ ήταν το πιο προσεκτικό* από όλα τα άγρια ζώα της υπαίθρου που είχε κάνει ο Ιεχωβά Θεός. Αυτό λοιπόν ρώτησε τη γυναίκα: «Είπε πράγματι ο Θεός ότι δεν πρέπει να τρώτε από κάθε δέντρο του κήπου;»+ 2 Τότε η γυναίκα είπε στο φίδι: «Από τον καρπό των δέντρων του κήπου μπορούμε να τρώμε.+ 3 Για τον καρπό του δέντρου, όμως, που είναι στη μέση του κήπου+ ο Θεός είπε: “Δεν πρέπει να φάτε από αυτόν* ούτε και να τον αγγίξετε· αλλιώς θα πεθάνετε”». 4 Τότε το φίδι είπε στη γυναίκα: «Οπωσδήποτε δεν θα πεθάνετε.+ 5 Διότι ο Θεός γνωρίζει πως, την ίδια ημέρα που θα φάτε από αυτόν, τα μάτια σας θα ανοιχτούν και θα γίνετε σαν τον Θεό, γνωρίζοντας το καλό και το κακό».+

6 Ως αποτέλεσμα, η γυναίκα είδε ότι το δέντρο ήταν καλό για τροφή και επιθυμητό στα μάτια, ναι, ήταν ευχάριστο να το βλέπει κανείς. Γι’ αυτό, πήρε από τον καρπό του και έφαγε.+ Ύστερα έδωσε και στον σύζυγό της όταν συναντήθηκαν, και έφαγε και αυτός.+ 7 Τότε ανοίχτηκαν τα μάτια και των δύο και συνειδητοποίησαν ότι ήταν γυμνοί. Γι’ αυτό, έραψαν φύλλα συκιάς και έφτιαξαν καλύμματα για την οσφύ τους.+

8 Αργότερα άκουσαν τη φωνή του Ιεχωβά Θεού, ο οποίος περπατούσε στον κήπο κατά το διάστημα της ημέρας που φυσάει το αεράκι, και ο άνθρωπος και η σύζυγός του κρύφτηκαν από το πρόσωπο του Ιεχωβά Θεού ανάμεσα στα δέντρα του κήπου. 9 Και ο Ιεχωβά Θεός φώναζε τον άνθρωπο και του έλεγε: «Πού είσαι;» 10 Τελικά αυτός είπε: «Άκουσα τη φωνή σου στον κήπο, αλλά φοβήθηκα επειδή ήμουν γυμνός, και γι’ αυτό κρύφτηκα». 11 Τότε εκείνος είπε: «Ποιος σου είπε ότι ήσουν γυμνός;+ Μήπως έφαγες από το δέντρο από το οποίο σου έδωσα εντολή να μη φας;»+ 12 Και ο άνθρωπος είπε: «Η γυναίκα που μου έδωσες να είναι μαζί μου, αυτή μου έδωσε καρπό από το δέντρο και έφαγα». 13 Τότε ο Ιεχωβά Θεός είπε στη γυναίκα: «Τι είναι αυτό που έκανες;» Και η γυναίκα απάντησε: «Το φίδι με εξαπάτησε και έφαγα».+

14 Τότε ο Ιεχωβά Θεός είπε στο φίδι:+ «Επειδή έκανες αυτό το πράγμα, καταραμένο να είσαι ανάμεσα σε όλα τα κατοικίδια ζώα και σε όλα τα άγρια ζώα της υπαίθρου. Με την κοιλιά σου θα σέρνεσαι, και θα τρως χώμα όλες τις ημέρες της ζωής σου. 15 Και εγώ θα βάλω έχθρα+ ανάμεσα σε εσένα+ και στη γυναίκα+ και ανάμεσα στον απόγονό σου*+ και στον απόγονό της.*+ Εκείνος θα σου συντρίψει το* κεφάλι+ και εσύ θα τον πλήξεις στη φτέρνα».+

16 Στη γυναίκα είπε: «Θα αυξήσω πολύ τον πόνο της εγκυμοσύνης σου· με πόνο θα γεννάς παιδιά και η λαχτάρα σου θα είναι για τον σύζυγό σου και αυτός θα σε εξουσιάζει».

17 Και στον Αδάμ* είπε: «Επειδή άκουσες τη φωνή της συζύγου σου και έφαγες από το δέντρο σχετικά με το οποίο εγώ σου έδωσα την εντολή:+ “Δεν πρέπει να φας από αυτό”, καταραμένη να είναι η γη εξαιτίας σου.+ Με πόνο θα τρως τα προϊόντα της όλες τις ημέρες της ζωής σου.+ 18 Αγκάθια και τριβόλια θα σου βλαστάνει, και εσύ θα τρως τη βλάστηση του αγρού. 19 Με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρως ψωμί* μέχρι να επιστρέψεις στη γη, διότι από αυτήν πάρθηκες.+ Διότι χώμα είσαι και στο χώμα θα επιστρέψεις».+

20 Έπειτα από αυτό, ο Αδάμ ονόμασε τη σύζυγό του Εύα,* επειδή αυτή θα γινόταν η μητέρα όλων των ζωντανών ανθρώπων.+ 21 Και ο Ιεχωβά Θεός έφτιαξε μακριά ρούχα από δέρματα για τον Αδάμ και τη σύζυγό του και τους έντυσε.+ 22 Στη συνέχεια ο Ιεχωβά Θεός είπε: «Ο άνθρωπος έγινε σαν ένας από εμάς στο να γνωρίζει το καλό και το κακό.+ Τώρα λοιπόν, για να μην απλώσει το χέρι του και πάρει επίσης καρπό από το δέντρο της ζωής+ και φάει και ζήσει για πάντα,*—» 23 Τότε ο Ιεχωβά Θεός τον έδιωξε από τον κήπο της Εδέμ+ για να καλλιεργεί τη γη από την οποία είχε παρθεί.+ 24 Και αφού έδιωξε τον άνθρωπο, τοποθέτησε στα ανατολικά του κήπου της Εδέμ τα χερουβείμ+ και τη φλογερή λεπίδα ενός σπαθιού που περιστρεφόταν συνεχώς, για να φυλάνε τον δρόμο προς το δέντρο της ζωής.

4 Και ο Αδάμ είχε σεξουαλικές σχέσεις με τη σύζυγό του την Εύα και αυτή έμεινε έγκυος.+ Όταν γέννησε τον Κάιν,+ είπε: «Έφερα σε ύπαρξη* έναν γιο με τη βοήθεια του Ιεχωβά». 2 Αργότερα γέννησε και τον αδελφό του τον Άβελ.+

Ο Άβελ έγινε βοσκός προβάτων, αλλά ο Κάιν έγινε καλλιεργητής της γης. 3 Έπειτα από κάποιον καιρό, ο Κάιν έφερε μερικούς καρπούς της γης ως προσφορά στον Ιεχωβά. 4 Αλλά ο Άβελ έφερε μερικά πρωτότοκα από το κοπάδι του,+ περιλαμβανομένου και του πάχους τους. Ενώ ο Ιεχωβά είδε με εύνοια τον Άβελ και την προσφορά του,+ 5 δεν είδε με καμιά εύνοια τον Κάιν και τη δική του προσφορά. Γι’ αυτό, ο Κάιν άναψε από θυμό και κατσούφιασε.* 6 Τότε ο Ιεχωβά είπε στον Κάιν: «Γιατί θύμωσες τόσο πολύ και κατσούφιασες; 7 Αν στραφείς στο να κάνεις το καλό, δεν θα αποκτήσεις πάλι την εύνοιά μου;* Αν όμως δεν στραφείς στο να κάνεις το καλό, η αμαρτία παραμονεύει συσπειρωμένη στην πόρτα και λαχταράει να σε κυριεύσει· αλλά εσύ θα μπορέσεις να της επιβληθείς;»

8 Έπειτα από αυτό, ο Κάιν είπε στον αδελφό του τον Άβελ: «Έλα να πάμε στον αγρό». Ενόσω λοιπόν βρίσκονταν στον αγρό, ο Κάιν επιτέθηκε στον αδελφό του τον Άβελ και τον σκότωσε.+ 9 Αργότερα, ο Ιεχωβά είπε στον Κάιν: «Πού είναι ο αδελφός σου ο Άβελ;» και εκείνος απάντησε: «Δεν ξέρω. Φύλακας του αδελφού μου είμαι εγώ;» 10 Τότε Αυτός είπε: «Τι έκανες; Άκου! Το αίμα του αδελφού σου κραυγάζει προς εμένα από τη γη.+ 11 Και τώρα είσαι καταραμένος να εκτοπιστείς από αυτή τη γη, η οποία άνοιξε το στόμα της για να δεχτεί το αίμα του αδελφού σου που χύθηκε από το χέρι σου.+ 12 Όταν καλλιεργείς τη γη, αυτή δεν θα σου αποδίδει τα προϊόντα της.* Περιπλανώμενος και φυγάς θα γίνεις στη γη». 13 Τότε ο Κάιν είπε στον Ιεχωβά: «Η τιμωρία για το σφάλμα μου είναι πολύ βαριά για να την αντέξω. 14 Σήμερα με διώχνεις από αυτή τη γη* και θα κρύβομαι από το πρόσωπό σου· και θα γίνω περιπλανώμενος και φυγάς πάνω στη γη, και όποιος με βρει είναι βέβαιο ότι θα με σκοτώσει». 15 Τότε ο Ιεχωβά τού είπε: «Γι’ αυτόν τον λόγο, όποιος σκοτώσει τον Κάιν θα υποστεί εκδίκηση εφτά φορές».

Έτσι λοιπόν, ο Ιεχωβά όρισε ένα σημείο για τον Κάιν, ώστε όποιος τον βρει να μην τον σκοτώσει. 16 Τότε ο Κάιν έφυγε από την παρουσία του Ιεχωβά και κατοίκησε στη γη της Εξορίας,* ανατολικά της Εδέμ.+

17 Έπειτα, ο Κάιν είχε σεξουαλικές σχέσεις με τη σύζυγό του+ και εκείνη έμεινε έγκυος και γέννησε τον Ενώχ. Κατόπιν ασχολήθηκε με το χτίσιμο μιας πόλης και της έδωσε το όνομα του γιου του, του Ενώχ. 18 Αργότερα, από τον Ενώχ γεννήθηκε ο Ιράδ. Και ο Ιράδ έγινε πατέρας του Μεχουιαήλ και ο Μεχουιαήλ έγινε πατέρας του Μαθουσαήλ και ο Μαθουσαήλ έγινε πατέρας του Λάμεχ.

19 Ο Λάμεχ πήρε δύο συζύγους. Το όνομα της πρώτης ήταν Αδά και το όνομα της δεύτερης Ζιλλά. 20 Η Αδά γέννησε τον Ιαβάλ. Αυτός υπήρξε ο πρώτος από εκείνους που κατοικούν σε σκηνές και έχουν ζωντανά. 21 Το όνομα του αδελφού του ήταν Ιουβάλ. Αυτός υπήρξε ο πρώτος από όλους όσους παίζουν άρπα και φλογέρα.* 22 Επίσης, η Ζιλλά γέννησε τον Θουβάλ-κάιν, ο οποίος σφυρηλατούσε κάθε είδους χάλκινο και σιδερένιο εργαλείο. Και αδελφή του Θουβάλ-κάιν ήταν η Νααμά. 23 Έπειτα, ο Λάμεχ συνέθεσε αυτά τα λόγια για τις συζύγους του, την Αδά και τη Ζιλλά:

«Ακούστε τη φωνή μου, σύζυγοι του Λάμεχ·

δώστε προσοχή στα λόγια μου:

Έναν άντρα σκότωσα επειδή με τραυμάτισε,

ναι, έναν νέο άντρα επειδή με χτύπησε.

24 Αν η εκδίκηση για τον Κάιν πρέπει να είναι 7 φορές,+

για τον Λάμεχ πρέπει να είναι 77».

25 Και ο Αδάμ είχε πάλι σεξουαλικές σχέσεις με τη σύζυγό του, και αυτή γέννησε έναν γιο τον οποίο ονόμασε Σηθ,*+ επειδή, όπως είπε: «Ο Θεός όρισε για εμένα άλλον απόγονο* αντί του Άβελ, επειδή εκείνον τον σκότωσε ο Κάιν».+ 26 Και ο Σηθ επίσης απέκτησε έναν γιο, τον οποίο ονόμασε Ενώς.+ Εκείνον τον καιρό, οι άνθρωποι άρχισαν να επικαλούνται το όνομα του Ιεχωβά.

5 Αυτό είναι το βιβλίο της ιστορίας του Αδάμ. Την ημέρα που ο Θεός δημιούργησε τον Αδάμ, τον έκανε κατά την ομοίωσή Του.+ 2 Αρσενικό και θηλυκό τούς δημιούργησε.+ Την ημέρα που δημιουργήθηκαν,+ τους ευλόγησε και τους έδωσε το όνομα Άνθρωπος.*

3 Ο Αδάμ έζησε 130 χρόνια και έπειτα έγινε πατέρας ενός γιου που ήταν κατά την ομοίωσή του, κατά την εικόνα του, και τον ονόμασε Σηθ.+ 4 Αφού ο Αδάμ έγινε πατέρας του Σηθ, έζησε άλλα 800 χρόνια. Και έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων. 5 Όλες λοιπόν οι ημέρες της ζωής του Αδάμ έφτασαν τα 930 χρόνια, και κατόπιν πέθανε.+

6 Ο Σηθ έζησε 105 χρόνια και έπειτα έγινε πατέρας του Ενώς.+ 7 Αφού ο Σηθ έγινε πατέρας του Ενώς, έζησε άλλα 807 χρόνια. Και έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων. 8 Όλες λοιπόν οι ημέρες του Σηθ έφτασαν τα 912 χρόνια, και κατόπιν πέθανε.

9 Ο Ενώς έζησε 90 χρόνια και έπειτα έγινε πατέρας του Κενάν. 10 Αφού ο Ενώς έγινε πατέρας του Κενάν, έζησε άλλα 815 χρόνια. Και έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων. 11 Όλες λοιπόν οι ημέρες του Ενώς έφτασαν τα 905 χρόνια, και κατόπιν πέθανε.

12 Ο Κενάν έζησε 70 χρόνια και έπειτα έγινε πατέρας του Μααλαλήλ.+ 13 Αφού ο Κενάν έγινε πατέρας του Μααλαλήλ, έζησε άλλα 840 χρόνια. Και έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων. 14 Όλες λοιπόν οι ημέρες του Κενάν έφτασαν τα 910 χρόνια, και κατόπιν πέθανε.

15 Ο Μααλαλήλ έζησε 65 χρόνια και έπειτα έγινε πατέρας του Ιάρεδ.+ 16 Αφού ο Μααλαλήλ έγινε πατέρας του Ιάρεδ, έζησε άλλα 830 χρόνια. Και έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων. 17 Όλες λοιπόν οι ημέρες του Μααλαλήλ έφτασαν τα 895 χρόνια, και κατόπιν πέθανε.

18 Ο Ιάρεδ έζησε 162 χρόνια και έπειτα έγινε πατέρας του Ενώχ.+ 19 Αφού ο Ιάρεδ έγινε πατέρας του Ενώχ, έζησε άλλα 800 χρόνια. Και έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων. 20 Όλες λοιπόν οι ημέρες του Ιάρεδ έφτασαν τα 962 χρόνια, και κατόπιν πέθανε.

21 Ο Ενώχ έζησε 65 χρόνια και έπειτα έγινε πατέρας του Μαθουσάλα.+ 22 Αφού ο Ενώχ έγινε πατέρας του Μαθουσάλα, συνέχισε να περπατάει με τον αληθινό Θεό* 300 χρόνια. Και έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων. 23 Όλες λοιπόν οι ημέρες του Ενώχ έφτασαν τα 365 χρόνια. 24 Ο Ενώχ περπατούσε με τον αληθινό Θεό.+ Κατόπιν δεν υπήρχε πια, γιατί τον πήρε ο Θεός.+

25 Ο Μαθουσάλα έζησε 187 χρόνια και έπειτα έγινε πατέρας του Λάμεχ.+ 26 Αφού ο Μαθουσάλα έγινε πατέρας του Λάμεχ, έζησε άλλα 782 χρόνια. Και έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων. 27 Όλες λοιπόν οι ημέρες του Μαθουσάλα έφτασαν τα 969 χρόνια, και κατόπιν πέθανε.

28 Ο Λάμεχ έζησε 182 χρόνια και έπειτα έγινε πατέρας ενός γιου. 29 Και τον ονόμασε Νώε,*+ λέγοντας: «Αυτός θα μας φέρει παρηγοριά για* τον κόπο μας και για την καταπόνηση που προξενεί στα χέρια μας η γη την οποία καταράστηκε ο Ιεχωβά».+ 30 Αφού ο Λάμεχ έγινε πατέρας του Νώε, έζησε άλλα 595 χρόνια. Και έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων. 31 Όλες λοιπόν οι ημέρες του Λάμεχ έφτασαν τα 777 χρόνια, και κατόπιν πέθανε.

32 Αφού ο Νώε έγινε 500 χρονών, έγινε πατέρας του Σημ,+ του Χαμ+ και του Ιάφεθ.+

6 Όταν οι άνθρωποι άρχισαν να πληθαίνουν πάνω στην επιφάνεια της γης και απέκτησαν κόρες, 2 οι γιοι του αληθινού Θεού*+ άρχισαν να παρατηρούν ότι οι κόρες των ανθρώπων ήταν όμορφες. Έπαιρναν λοιπόν για συζύγους τους όλες όσες διάλεγαν. 3 Τότε ο Ιεχωβά είπε: «Το πνεύμα μου δεν θα ανέχεται τον άνθρωπο επ’ άπειρον,+ επειδή αυτός είναι μονάχα σάρκα.* Οι ημέρες του λοιπόν θα φτάσουν τα 120 χρόνια».+

4 Εκείνες τις ημέρες, καθώς και έπειτα από αυτές, υπήρχαν στη γη οι Νεφιλείμ.* Όλο εκείνον τον καιρό, οι γιοι του αληθινού Θεού συνέχισαν να έχουν σχέσεις με τις κόρες των ανθρώπων, οι οποίες τους γέννησαν γιους. Αυτοί ήταν οι κραταιοί της αρχαιότητας, οι άντρες οι φημισμένοι.

5 Ο Ιεχωβά λοιπόν είδε ότι η πονηρία του ανθρώπου ήταν μεγάλη στη γη και ότι κάθε τάση των σκέψεων της καρδιάς του ήταν μόνο κακή όλο τον καιρό.+ 6 Και ο Ιεχωβά μεταμελήθηκε* που είχε κάνει τους ανθρώπους στη γη και ένιωσε λύπη* στην καρδιά του.+ 7 Γι’ αυτό ο Ιεχωβά είπε: «Θα εξαλείψω από την επιφάνεια της γης τους ανθρώπους τους οποίους δημιούργησα, άνθρωπο καθώς και κατοικίδια ζώα, ερπετά* και πετούμενα πλάσματα των ουρανών, επειδή μεταμελούμαι που τους έκανα». 8 Αλλά ο Νώε βρήκε εύνοια στα μάτια του Ιεχωβά.

9 Αυτή είναι η ιστορία του Νώε.

Ο Νώε ήταν δίκαιος άνθρωπος.+ Αποδείχτηκε άψογος* ανάμεσα στους συγχρόνους του.* Ο Νώε περπάτησε με τον αληθινό Θεό.+ 10 Με τον καιρό ο Νώε έγινε πατέρας τριών γιων, του Σημ, του Χαμ και του Ιάφεθ.+ 11 Αλλά η γη είχε καταστραφεί ενώπιον του αληθινού Θεού και ήταν γεμάτη βία. 12 Ναι, ο Θεός παρατήρησε τη γη και αυτή ήταν κατεστραμμένη·+ κάθε σάρκα* είχε καταστρέψει την οδό της πάνω στη γη.+

13 Έπειτα, ο Θεός είπε στον Νώε: «Έχω αποφασίσει να δώσω τέλος σε κάθε σάρκα, επειδή η γη είναι γεμάτη βία εξαιτίας τους. Γι’ αυτό, θα τους καταστρέψω μαζί με τη γη.+ 14 Φτιάξε μια κιβωτό* από ρητινοφόρο ξύλο.+ Θα φτιάξεις διαμερίσματα στην κιβωτό και θα την καλύψεις με πίσσα+ εσωτερικά και εξωτερικά. 15 Να πώς θα τη φτιάξεις: Η κιβωτός πρέπει να έχει 300 πήχεις* μήκος, 50 πήχεις πλάτος και 30 πήχεις ύψος. 16 Θα φτιάξεις στην κιβωτό ένα παράθυρο για φως,* το οποίο θα απέχει έναν πήχη από την κορυφή. Πρέπει να βάλεις την είσοδο στο πλάι+ και να φτιάξεις την κιβωτό με κάτω κατάστρωμα, δεύτερο κατάστρωμα και τρίτο κατάστρωμα.

17 »Και εγώ πρόκειται να φέρω νερά κατακλυσμού+ πάνω στη γη για να εξοντώσω κάτω από τους ουρανούς κάθε σάρκα που έχει την πνοή της ζωής.* Καθετί που υπάρχει στη γη θα αφανιστεί.+ 18 Με εσένα όμως θεσπίζω τη διαθήκη μου, και εσύ πρέπει να μπεις στην κιβωτό—εσύ, οι γιοι σου, η σύζυγός σου και οι σύζυγοι των γιων σου μαζί σου.+ 19 Και φέρε μέσα στην κιβωτό ένα ζευγάρι από κάθε είδους ζωντανό πλάσμα+ για να τα διατηρήσεις στη ζωή μαζί σου, αρσενικό και θηλυκό·+ 20 από τα πετούμενα πλάσματα κατά τα είδη τους, τα κατοικίδια ζώα κατά τα είδη τους και όλα τα ερπετά* που κινούνται πάνω στο έδαφος κατά τα είδη τους, δύο από το καθένα θα έρθουν σε εσένα και θα μπουν μέσα για να τα διατηρήσεις στη ζωή.+ 21 Όσο για εσένα, πρέπει να μαζέψεις και να πάρεις μαζί σου κάθε είδους τροφή για να τρως+ εσύ και τα ζώα».

22 Και ο Νώε ενήργησε σύμφωνα με όλα όσα τον είχε διατάξει ο Θεός. Ενήργησε έτσι ακριβώς.+

7 Έπειτα, ο Ιεχωβά είπε στον Νώε: «Μπες στην κιβωτό, εσύ και όλο το σπιτικό σου, επειδή διαπίστωσα ότι μόνο εσύ είσαι δίκαιος ενώπιόν μου ανάμεσα σε αυτή τη γενιά.+ 2 Από κάθε είδος καθαρού ζώου πρέπει να πάρεις μαζί σου από εφτά,*+ το αρσενικό και το ταίρι του· και από κάθε ζώο που δεν είναι καθαρό μόνο δύο, το αρσενικό και το ταίρι του· 3 επίσης από τα πετούμενα πλάσματα του ουρανού από εφτά,* αρσενικό και θηλυκό, για να διατηρηθεί το είδος τους στη ζωή πάνω σε όλη τη γη.+ 4 Διότι σε εφτά μόνο ημέρες, θα κάνω να βρέχει+ στη γη 40 ημέρες και 40 νύχτες,+ και θα εξαλείψω από την επιφάνεια της γης κάθε ζωντανό πλάσμα που δημιούργησα».+ 5 Τότε ο Νώε έκανε όλα όσα τον είχε διατάξει ο Ιεχωβά.

6 Ο Νώε ήταν 600 χρονών όταν έπεσαν τα νερά του Κατακλυσμού στη γη.+ 7 Έτσι λοιπόν, μπήκε στην κιβωτό μαζί με τους γιους του, τη σύζυγό του και τις συζύγους των γιων του πριν αρχίσουν να πέφτουν τα νερά του Κατακλυσμού.+ 8 Από κάθε καθαρό ζώο και από κάθε ζώο που δεν είναι καθαρό και από τα πετούμενα πλάσματα και από καθετί που κινείται πάνω στη γη,+ 9 ήρθαν στον Νώε και μπήκαν στην κιβωτό ανά δύο, αρσενικό και θηλυκό, ακριβώς όπως είχε διατάξει ο Θεός τον Νώε. 10 Και εφτά ημέρες αργότερα, τα νερά του Κατακλυσμού άρχισαν να πέφτουν στη γη.

11 Το εξακοσιοστό έτος της ζωής του Νώε, τον δεύτερο μήνα, τη δέκατη έβδομη ημέρα του μήνα, εκείνη την ημέρα όλες οι πηγές των απέραντων υδάτινων βαθών σκίστηκαν και οι πύλες των υδάτων των ουρανών άνοιξαν.+ 12 Και η βροχή έπεφτε καταρρακτωδώς στη γη 40 ημέρες και 40 νύχτες. 13 Την ίδια εκείνη ημέρα, ο Νώε μπήκε στην κιβωτό μαζί με τους γιους του, τον Σημ, τον Χαμ και τον Ιάφεθ,+ και μαζί με τη σύζυγό του και τις τρεις συζύγους των γιων του.+ 14 Μπήκαν μέσα μαζί με κάθε άγριο ζώο κατά το είδος του και κάθε κατοικίδιο ζώο κατά το είδος του και κάθε ερπετό* που κινείται πάνω στη γη κατά το είδος του και κάθε πετούμενο πλάσμα κατά το είδος του, κάθε πουλί, κάθε φτερωτό πλάσμα. 15 Έρχονταν στον Νώε και έμπαιναν στην κιβωτό, δύο δύο από κάθε είδους σάρκα η οποία έχει την πνοή της ζωής.* 16 Μπήκαν λοιπόν μέσα, αρσενικά και θηλυκά από κάθε είδους σάρκα, ακριβώς όπως τον είχε διατάξει ο Θεός. Έπειτα, ο Ιεχωβά έκλεισε την πόρτα πίσω του.

17 Ο Κατακλυσμός συνεχιζόταν 40 ημέρες πάνω στη γη, και τα νερά αυξάνονταν και άρχισαν να σηκώνουν την κιβωτό και αυτή επέπλεε ψηλά πάνω από τη γη. 18 Τα νερά έγιναν πλημμύρα και αυξάνονταν πολύ πάνω στη γη, αλλά η κιβωτός επέπλεε στην επιφάνειά τους. 19 Τα νερά πλημμύρισαν τη γη τόσο πολύ ώστε καλύφτηκαν όλα τα ψηλά βουνά κάτω από ολόκληρο τον ουρανό.+ 20 Τα νερά υψώθηκαν μέχρι και 15 πήχεις* πάνω από τα βουνά.

21 Έτσι λοιπόν, αφανίστηκαν+ όλα τα ζωντανά πλάσματα* που κινούνταν πάνω στη γη—τα πετούμενα πλάσματα, τα κατοικίδια ζώα, τα άγρια ζώα, τα πολυπληθή πλάσματα και όλοι οι άνθρωποι.+ 22 Ό,τι υπήρχε στην ξηρά που είχε την πνοή της ζωής* στα ρουθούνια του πέθανε.+ 23 Ο Θεός λοιπόν εξάλειψε κάθε ζωντανό πλάσμα από την επιφάνεια της γης, ανθρώπους, ζώα, ερπετά* και τα πετούμενα πλάσματα του ουρανού. Όλα εξαλείφθηκαν από τη γη·+ επέζησε μόνο ο Νώε και εκείνοι που ήταν μαζί του στην κιβωτό.+ 24 Και τα νερά συνέχισαν να πλημμυρίζουν τη γη 150 ημέρες.+

8 Αλλά ο Θεός έστρεψε την προσοχή του στον* Νώε και σε όλα τα άγρια ζώα και τα κατοικίδια ζώα που ήταν μαζί του στην κιβωτό,+ και έκανε ο Θεός να φυσήξει ένας άνεμος πάνω από τη γη και τα νερά άρχισαν να υποχωρούν. 2 Οι πηγές των υδάτινων βαθών και οι πύλες των υδάτων των ουρανών έκλεισαν, και έτσι σταμάτησε να πέφτει* η βροχή από τους ουρανούς.+ 3 Έπειτα, τα νερά άρχισαν να αποτραβιούνται σιγά σιγά από τη γη. Στο τέλος των 150 ημερών, τα νερά είχαν υποχωρήσει. 4 Τον έβδομο μήνα, τη δέκατη έβδομη ημέρα του μήνα, η κιβωτός κάθισε στα βουνά του Αραράτ. 5 Και τα νερά συνέχισαν να λιγοστεύουν μέχρι τον δέκατο μήνα. Τον δέκατο μήνα, την πρώτη του μήνα, φάνηκαν οι κορυφές των βουνών.+

6 Αφού λοιπόν πέρασαν 40 ημέρες, ο Νώε άνοιξε το παράθυρο+ που είχε φτιάξει στην κιβωτό 7 και έστειλε έξω ένα κοράκι· αυτό πετούσε έξω και επέστρεφε, μέχρι που η γη στέγνωσε από τα νερά.

8 Αργότερα έστειλε έξω ένα περιστέρι για να δει αν τα νερά είχαν αποτραβηχτεί από την επιφάνεια της γης. 9 Το περιστέρι δεν βρήκε κανένα μέρος για να σταθεί,* γι’ αυτό επέστρεψε σε αυτόν στην κιβωτό επειδή τα νερά κάλυπταν ακόμη την επιφάνεια ολόκληρης της γης.+ Εκείνος λοιπόν άπλωσε το χέρι του και το έφερε μέσα στην κιβωτό. 10 Περίμενε άλλες εφτά ημέρες και έστειλε πάλι το περιστέρι έξω από την κιβωτό. 11 Όταν το περιστέρι ήρθε σε αυτόν την ώρα που βράδιαζε, ο Νώε είδε ότι υπήρχε ένα φρεσκοκομμένο φύλλο ελιάς στο ράμφος του! Κατάλαβε λοιπόν ότι τα νερά είχαν αποτραβηχτεί από τη γη.+ 12 Περίμενε άλλες εφτά ημέρες. Κατόπιν έστειλε έξω το περιστέρι, αλλά εκείνο δεν ξαναγύρισε πια σε αυτόν.

13 Και το εξακοσιοστό πρώτο έτος,+ τον πρώτο μήνα, την πρώτη ημέρα του μήνα, η γη είχε στραγγίσει από τα νερά. Τότε ο Νώε αφαίρεσε το κάλυμμα της κιβωτού και είδε ότι η επιφάνεια της γης είχε αρχίσει να στεγνώνει. 14 Τον δεύτερο μήνα, την εικοστή έβδομη ημέρα του μήνα, η γη είχε στεγνώσει.

15 Ο Θεός λοιπόν είπε στον Νώε: 16 «Βγες από την κιβωτό, μαζί με τη σύζυγό σου, τους γιους σου και τις συζύγους των γιων σου.+ 17 Βγάλε έξω μαζί σου όλα τα ζωντανά πλάσματα από κάθε είδους σάρκα,+ από τα πετούμενα πλάσματα και από τα ζώα και από όλα τα ερπετά* που κινούνται πάνω στη γη, ώστε να πολλαπλασιαστούν πάνω στη γη και να είναι καρποφόρα και να πληθυνθούν πάνω στη γη».+

18 Βγήκε λοιπόν ο Νώε, μαζί με τους γιους του,+ τη σύζυγό του και τις συζύγους των γιων του. 19 Κάθε ζωντανό πλάσμα, κάθε ερπετό* και κάθε πετούμενο πλάσμα, όλα όσα κινούνται πάνω στη γη, βγήκαν από την κιβωτό κατά οικογένειες.+ 20 Έπειτα, ο Νώε έχτισε θυσιαστήριο+ για τον Ιεχωβά και πήρε μερικά από όλα τα καθαρά ζώα και από όλα τα καθαρά πετούμενα πλάσματα+ και πρόσφερε ολοκαυτώματα πάνω στο θυσιαστήριο.+ 21 Και μύρισε ο Ιεχωβά την ευάρεστη* μυρωδιά. Γι’ αυτό, ο Ιεχωβά είπε μέσα του: «Ποτέ ξανά δεν θα καταραστώ τη γη+ εξαιτίας του ανθρώπου, επειδή η τάση της καρδιάς του είναι κακή από τη νεότητά του·+ και ποτέ ξανά δεν θα θανατώσω κάθε ζωντανό πλάσμα όπως έκανα.+ 22 Στο εξής, η γη δεν θα πάψει ποτέ να έχει σπορά και θερισμό, κρύο και ζέστη, καλοκαίρι και χειμώνα, καθώς και ημέρα και νύχτα».+

9 Ο Θεός ευλόγησε τον Νώε και τους γιους του και τους είπε: «Να είστε καρποφόροι και να πληθυνθείτε και να γεμίσετε τη γη.+ 2 Φόβος και τρόμος για εσάς θα συνεχίσει να διακατέχει κάθε ζωντανό πλάσμα της γης και κάθε πετούμενο πλάσμα των ουρανών, καθετί που κινείται πάνω στη γη και όλα τα ψάρια της θάλασσας. Αυτά δίνονται τώρα στο χέρι σας.*+ 3 Κάθε κινούμενο ζώο που είναι ζωντανό μπορεί να χρησιμεύει ως τροφή για εσάς.+ Όπως σας έδωσα τη χλωρή βλάστηση, έτσι σας δίνω και όλα αυτά.+ 4 Αλλά κρέας με τη ζωή* του—το αίμα του+—δεν πρέπει να φάτε.+ 5 Εκτός από αυτό, θα ζητήσω λογαριασμό για το αίμα σας, που είναι η ζωή σας.* Θα ζητήσω λογαριασμό από κάθε ζωντανό πλάσμα· και από κάθε άνθρωπο θα ζητήσω λογαριασμό για τη ζωή του αδελφού του.+ 6 Όποιος χύσει αίμα ανθρώπου, από άνθρωπο θα χυθεί το αίμα του,+ γιατί κατά την εικόνα του Θεού έκανε Εκείνος τον άνθρωπο.+ 7 Εσείς όμως να είστε καρποφόροι και να πληθυνθείτε και να πολλαπλασιαστείτε πάνω στη γη και να γίνετε πολυάριθμοι».+

8 Κατόπιν, ο Θεός είπε στον Νώε και στους γιους του που ήταν μαζί του: 9 «Εγώ θεσπίζω τώρα τη διαθήκη μου με εσάς+ και με τους απογόνους σας, 10 καθώς και με κάθε ζωντανό πλάσμα* που είναι μαζί σας, τα πουλιά, τα ζώα και όλα τα ζωντανά πλάσματα της γης που είναι μαζί σας, όλα όσα βγήκαν από την κιβωτό—κάθε ζωντανό πλάσμα της γης.+ 11 Ναι, θεσπίζω τη διαθήκη μου με εσάς: Ποτέ ξανά δεν θα αφανιστεί κάθε σάρκα* από νερά κατακλυσμού ούτε θα ξαναγίνει κατακλυσμός για να καταστρέψει τη γη».+

12 Και ο Θεός πρόσθεσε: «Αυτό είναι το σημείο της διαθήκης την οποία θέτω σε ισχύ ανάμεσα σε εμένα και σε εσάς και σε κάθε ζωντανό πλάσμα* που είναι μαζί σας, για όλες τις μελλοντικές γενιές. 13 Βάζω το ουράνιο τόξο μου μέσα στο σύννεφο και αυτό θα χρησιμεύει ως σημείο της διαθήκης ανάμεσα σε εμένα και στη γη. 14 Όποτε φέρνω ένα σύννεφο πάνω από τη γη, τότε θα εμφανίζεται μέσα στο σύννεφο το ουράνιο τόξο. 15 Και εγώ ασφαλώς θα θυμάμαι τη διαθήκη μου την οποία έθεσα σε ισχύ ανάμεσα σε εμένα και σε εσάς και σε κάθε ζωντανό πλάσμα κάθε είδους·* και ποτέ ξανά δεν θα γίνουν τα νερά κατακλυσμός για να αφανίσουν κάθε σάρκα.+ 16 Το ουράνιο τόξο θα εμφανίζεται μέσα στο σύννεφο, και εγώ ασφαλώς θα το βλέπω και θα θυμάμαι την αιώνια διαθήκη που έχει γίνει ανάμεσα στον Θεό και σε κάθε ζωντανό πλάσμα κάθε είδους* πάνω στη γη».

17 Και ο Θεός ξαναείπε στον Νώε: «Αυτό είναι το σημείο της διαθήκης που θεσπίζω ανάμεσα σε εμένα και σε κάθε σάρκα που υπάρχει πάνω στη γη».+

18 Οι γιοι του Νώε που βγήκαν από την κιβωτό ήταν ο Σημ, ο Χαμ και ο Ιάφεθ.+ Αργότερα ο Χαμ έγινε πατέρας του Χαναάν.+ 19 Αυτοί οι τρεις ήταν οι γιοι του Νώε και από αυτούς προήλθαν όλοι οι άνθρωποι που εξαπλώθηκαν στη γη.+

20 Ο Νώε λοιπόν άρχισε να εργάζεται ως γεωργός και φύτεψε ένα αμπέλι. 21 Όταν ήπιε από το κρασί, μέθυσε και γυμνώθηκε μέσα στη σκηνή του. 22 Ο Χαμ, ο πατέρας του Χαναάν, είδε τη γύμνια του πατέρα του και το είπε στους δύο αδελφούς του που ήταν έξω. 23 Τότε ο Σημ και ο Ιάφεθ πήραν ένα ρούχο και το έβαλαν και οι δύο στους ώμους τους και μπήκαν μέσα περπατώντας προς τα πίσω. Έτσι λοιπόν, κάλυψαν τη γύμνια του πατέρα τους, ενώ τα πρόσωπά τους ήταν στραμμένα αλλού, και δεν είδαν τη γύμνια του πατέρα τους.

24 Όταν ο Νώε ξύπνησε έχοντας ξεμεθύσει, έμαθε τι του είχε κάνει ο νεότερος γιος του 25 και είπε:

«Καταραμένος να είναι ο Χαναάν.+

Ας γίνει ο κατώτερος δούλος των αδελφών του».+

26 Και πρόσθεσε:

«Δοξασμένος να είναι ο Ιεχωβά, ο Θεός του Σημ,

και ο Χαναάν ας γίνει δούλος του.+

27 Ας δώσει ο Θεός ευρυχωρία στον Ιάφεθ,

και ας κατοικεί αυτός στις σκηνές του Σημ.

Ο Χαναάν ας γίνει και δικός του δούλος».

28 Ο Νώε έζησε άλλα 350 χρόνια μετά τον Κατακλυσμό.+ 29 Όλες λοιπόν οι ημέρες του Νώε έφτασαν τα 950 χρόνια, και κατόπιν πέθανε.

10 Αυτή είναι η ιστορία των γιων του Νώε—του Σημ,+ του Χαμ και του Ιάφεθ.

Μετά τον Κατακλυσμό απέκτησαν γιους.+ 2 Οι γιοι του Ιάφεθ ήταν ο Γόμερ,+ ο Μαγώγ,+ ο Μαδαΐ, ο Ιαυάν, ο Θουβάλ,+ ο Μεσέχ+ και ο Θιράς.+

3 Οι γιοι του Γόμερ ήταν ο Ασκενάζ,+ ο Ριφάθ και ο Θογαρμά.+

4 Οι γιοι του Ιαυάν ήταν ο Ελισά,+ ο Θαρσείς,+ ο Κιττίμ+ και ο Δοδανίμ.

5 Οι απόγονοί τους εξαπλώθηκαν στα νησιά και εγκαταστάθηκαν στις χώρες τους, σύμφωνα με τις γλώσσες τους και τις οικογένειές τους και σύμφωνα με τα έθνη τους.

6 Οι γιοι του Χαμ ήταν ο Χους, ο Μισραΐμ,+ ο Φουθ+ και ο Χαναάν.+

7 Οι γιοι του Χους ήταν ο Σηβά,+ ο Αβιλά, ο Σαβθά, ο Ρααμά+ και ο Σαβθεκά.

Οι γιοι του Ρααμά ήταν ο Σεβά και ο Δαιδάν.

8 Ο Χους έγινε πατέρας του Νεβρώδ. Αυτός ήταν ο πρώτος που έγινε κραταιός στη γη. 9 Έγινε κραταιός κυνηγός εναντίον του Ιεχωβά. Να πώς βγήκε η έκφραση: «Ακριβώς σαν τον Νεβρώδ, κραταιός κυνηγός εναντίον του Ιεχωβά». 10 Η αρχή* του βασιλείου του ήταν η Βαβέλ,+ η Ερέχ,+ η Ακκάδ και η Καλνέ, στη γη Σεναάρ.+ 11 Από εκείνη τη γη πήγε στην Ασσυρία+ και έχτισε τη Νινευή,+ τη Ρεχωβώθ-Ιρ, τη Χαλάχ 12 και τη Ρεσέν, ανάμεσα στη Νινευή και στη Χαλάχ: Αυτή είναι η μεγάλη πόλη.*

13 Ο Μισραΐμ έγινε πατέρας του Λουδίμ,+ του Αναμίμ, του Λεαβίμ, του Ναφθουχίμ,+ 14 του Παθρουσίμ,+ του Χασλουχίμ (από τον οποίο προήλθαν οι Φιλισταίοι)+ και του Καφθορίμ.+

15 Ο Χαναάν έγινε πατέρας του Σιδώνα,+ του πρωτοτόκου του, και του Χετ,+ 16 καθώς και του Ιεβουσαίου,+ του Αμορραίου,+ του Γεργεσαίου, 17 του Ευαίου,+ του Αρκίτη, του Σινίτη, 18 του Αρβαδίτη,+ του Ζεμαρίτη και του Αιμαθίτη.+ Έπειτα διασκορπίστηκαν οι οικογένειες των Χαναναίων. 19 Το όριο λοιπόν των Χαναναίων ήταν από τη Σιδώνα ως τα Γέραρα,+ κοντά στη Γάζα,+ και ως τα Σόδομα, τα Γόμορρα,+ την Αδμά και τη Ζεβωγίμ,+ κοντά στη Λασά. 20 Αυτοί ήταν οι γιοι του Χαμ σύμφωνα με τις οικογένειές τους και τις γλώσσες τους και σύμφωνα με τις χώρες τους και τα έθνη τους.

21 Και ο Σημ επίσης απέκτησε παιδιά, ο προπάτορας όλων των γιων του Έβερ+ και αδελφός του Ιάφεθ του μεγαλύτερου.* 22 Οι γιοι του Σημ ήταν ο Ελάμ,+ ο Ασσούρ,+ ο Αρφαξάδ,+ ο Λουδ και ο Αράμ.+

23 Οι γιοι του Αράμ ήταν ο Ουζ, ο Ουλ, ο Γεθέρ και ο Μας.

24 Ο Αρφαξάδ έγινε πατέρας του Σηλά,+ και ο Σηλά έγινε πατέρας του Έβερ.

25 Ο Έβερ απέκτησε δύο γιους. Το όνομα του ενός ήταν Φάλεκ,*+ επειδή στη διάρκεια της ζωής του διαιρέθηκε η γη.* Το όνομα του αδελφού του ήταν Ιοκτάν.+

26 Ο Ιοκτάν έγινε πατέρας του Αλμωδάδ, του Σαλέφ, του Ασαρμαβέθ, του Ιαράχ,+ 27 του Χαδωράμ, του Ουζάλ, του Δικλά, 28 του Οβάλ, του Αβιμαήλ, του Σεβά, 29 του Οφείρ,+ του Αβιλά και του Ιωβάβ· όλοι αυτοί ήταν οι γιοι του Ιοκτάν.

30 Ο τόπος όπου κατοικούσαν εκτεινόταν από τη Μησά ως τη Σεφάρ, την ορεινή περιοχή της Ανατολής.

31 Αυτοί ήταν οι γιοι του Σημ σύμφωνα με τις οικογένειές τους και τις γλώσσες τους και σύμφωνα με τις χώρες τους και τα έθνη τους.+

32 Αυτές ήταν οι οικογένειες των γιων του Νώε σύμφωνα με την οικογενειακή τους καταγωγή και σύμφωνα με τα έθνη τους. Από αυτές εξαπλώθηκαν τα έθνη στη γη μετά τον Κατακλυσμό.+

11 Όλη η γη λοιπόν συνέχιζε να έχει μία γλώσσα και ένα λεξιλόγιο. 2 Καθώς ταξίδευαν προς τα ανατολικά, ανακάλυψαν ένα λεκανοπέδιο στη γη Σεναάρ+ και κατοίκησαν εκεί. 3 Έπειτα είπαν ο ένας στον άλλον: «Ελάτε να φτιάξουμε πλίνθους και να τις ψήσουμε στη φωτιά». Έτσι λοιπόν, χρησιμοποιούσαν πλίνθους αντί για πέτρες και άσφαλτο αντί για κονίαμα. 4 Ύστερα είπαν: «Ελάτε να χτίσουμε μια πόλη για τον εαυτό μας, καθώς και έναν πύργο με την κορυφή του στους ουρανούς, ώστε να κάνουμε ξακουστό όνομα για τον εαυτό μας και να μη διασκορπιστούμε σε όλο το πρόσωπο της γης».+

5 Τότε ο Ιεχωβά κατέβηκε να δει την πόλη και τον πύργο που έχτιζαν οι γιοι των ανθρώπων. 6 Και είπε ο Ιεχωβά: «Ορίστε! Όλοι αυτοί αποτελούν έναν λαό με μία γλώσσα,+ και να τι έχουν αρχίσει να κάνουν. Τώρα λοιπόν, τίποτα δεν θα είναι αδύνατον για αυτούς από όσα σκέφτονται να κάνουν. 7 Ελάτε+ να κατεβούμε εκεί και να συγχύσουμε τη γλώσσα τους για να μην καταλαβαίνουν ο ένας τη γλώσσα του άλλου». 8 Ο Ιεχωβά λοιπόν τους διασκόρπισε από εκεί σε όλο το πρόσωπο της γης+ και σιγά σιγά έπαψαν να χτίζουν την πόλη. 9 Να γιατί η πόλη ονομάστηκε Βαβέλ,*+ επειδή εκεί ο Ιεχωβά σύγχυσε τη γλώσσα όλης της γης και από εκεί τους διασκόρπισε ο Ιεχωβά σε όλο το πρόσωπο της γης.

10 Αυτή είναι η ιστορία του Σημ.+

Ο Σημ ήταν 100 χρονών όταν έγινε πατέρας του Αρφαξάδ,+ δύο χρόνια μετά τον Κατακλυσμό. 11 Αφού ο Σημ έγινε πατέρας του Αρφαξάδ, έζησε άλλα 500 χρόνια. Και έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων.+

12 Ο Αρφαξάδ έζησε 35 χρόνια και έπειτα έγινε πατέρας του Σηλά.+ 13 Αφού ο Αρφαξάδ έγινε πατέρας του Σηλά, έζησε άλλα 403 χρόνια. Και έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων.

14 Ο Σηλά έζησε 30 χρόνια και έπειτα έγινε πατέρας του Έβερ.+ 15 Αφού ο Σηλά έγινε πατέρας του Έβερ, έζησε άλλα 403 χρόνια. Και έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων.

16 Ο Έβερ έζησε 34 χρόνια και έπειτα έγινε πατέρας του Φάλεκ.+ 17 Αφού ο Έβερ έγινε πατέρας του Φάλεκ, έζησε άλλα 430 χρόνια. Και έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων.

18 Ο Φάλεκ έζησε 30 χρόνια και έπειτα έγινε πατέρας του Ραγαύ.+ 19 Αφού ο Φάλεκ έγινε πατέρας του Ραγαύ, έζησε άλλα 209 χρόνια. Και έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων.

20 Ο Ραγαύ έζησε 32 χρόνια και έπειτα έγινε πατέρας του Σερούχ. 21 Αφού ο Ραγαύ έγινε πατέρας του Σερούχ, έζησε άλλα 207 χρόνια. Και έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων.

22 Ο Σερούχ έζησε 30 χρόνια και έπειτα έγινε πατέρας του Ναχώρ. 23 Αφού ο Σερούχ έγινε πατέρας του Ναχώρ, έζησε άλλα 200 χρόνια. Και έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων.

24 Ο Ναχώρ έζησε 29 χρόνια και έπειτα έγινε πατέρας του Θάρα.+ 25 Αφού ο Ναχώρ έγινε πατέρας του Θάρα, έζησε άλλα 119 χρόνια. Και έγινε πατέρας γιων και θυγατέρων.

26 Ο Θάρα έζησε 70 χρόνια, μετά τα οποία έγινε πατέρας του Άβραμ,+ του Ναχώρ+ και του Αρράν.

27 Αυτή είναι η ιστορία του Θάρα.

Ο Θάρα έγινε πατέρας του Άβραμ, του Ναχώρ και του Αρράν· και ο Αρράν έγινε πατέρας του Λωτ.+ 28 Ενώ ο πατέρας του ο Θάρα ζούσε ακόμη, ο Αρράν πέθανε στη γη της γέννησής του, την Ουρ+ των Χαλδαίων.+ 29 Ο Άβραμ και ο Ναχώρ πήραν συζύγους. Το όνομα της συζύγου του Άβραμ ήταν Σαραΐ+ και το όνομα της συζύγου του Ναχώρ ήταν Μελχά,+ κόρη του Αρράν, ο οποίος ήταν πατέρας και της Ιεσχά. 30 Η Σαραΐ ήταν στείρα·+ δεν είχε παιδί.

31 Έπειτα ο Θάρα πήρε τον γιο του τον Άβραμ και τον εγγονό του τον Λωτ,+ ο οποίος ήταν γιος του Αρράν, και τη νύφη του τη Σαραΐ, τη σύζυγο του Άβραμ του γιου του, και όλοι μαζί έφυγαν από την Ουρ των Χαλδαίων για να πάνε στη γη Χαναάν.+ Με τον καιρό ήρθαν στη Χαρράν+ και κατοίκησαν εκεί. 32 Και οι ημέρες του Θάρα έφτασαν τα 205 χρόνια. Κατόπιν, ο Θάρα πέθανε στη Χαρράν.

12 Και είπε ο Ιεχωβά στον Άβραμ: «Φύγε από τη χώρα σου και από τους συγγενείς σου και από το σπίτι του πατέρα σου και πήγαινε στη χώρα που θα σου δείξω.+ 2 Εγώ θα σε κάνω μεγάλο έθνος και θα σε ευλογήσω και θα κάνω το όνομά σου ξακουστό, και εσύ θα αποτελέσεις ευλογία.+ 3 Θα ευλογήσω όποιους σε ευλογούν και θα καταραστώ όποιον σε καταριέται,+ και όλες οι οικογένειες της γης οπωσδήποτε θα ευλογηθούν* μέσα από εσένα».+

4 Έφυγε λοιπόν ο Άβραμ όπως ακριβώς του είχε πει ο Ιεχωβά, και μαζί του έφυγε και ο Λωτ. Ο Άβραμ ήταν 75 χρονών όταν βγήκε από τη Χαρράν.+ 5 Πήρε μαζί του τη σύζυγό του τη Σαραΐ+ και τον Λωτ, τον γιο του αδελφού του,+ και όλα τα αγαθά που είχαν συγκεντρώσει+ και το προσωπικό* που είχαν αποκτήσει στη Χαρράν και ξεκίνησαν για τη γη Χαναάν.+ Όταν έφτασαν στη γη Χαναάν, 6 ο Άβραμ διέσχισε τη χώρα μέχρι την περιοχή της Συχέμ,+ κοντά στα μεγάλα δέντρα του Μορέχ.+ Εκείνον τον καιρό, σε αυτή τη γη βρίσκονταν οι Χαναναίοι. 7 Κατόπιν, ο Ιεχωβά εμφανίστηκε στον Άβραμ και είπε: «Στους απογόνους* σου+ πρόκειται να δώσω αυτή τη γη».+ Ο Άβραμ λοιπόν έχτισε εκεί θυσιαστήριο για τον Ιεχωβά, ο οποίος είχε εμφανιστεί σε αυτόν. 8 Αργότερα μετακινήθηκε προς την ορεινή περιοχή ανατολικά της Βαιθήλ+ και κατασκήνωσε εκεί, έχοντας τη Βαιθήλ στα δυτικά και τη Γαι+ στα ανατολικά. Εκεί έχτισε ένα θυσιαστήριο για τον Ιεχωβά+ και άρχισε να επικαλείται το όνομα του Ιεχωβά.+ 9 Μετά ο Άβραμ μάζεψε τις σκηνές του και ταξίδεψε προς τη Νεγκέμπ,+ μετακινώντας τον καταυλισμό του από τον έναν τόπο στον άλλον.

10 Αλλά έγινε πείνα σε αυτή τη γη και ο Άβραμ κατέβηκε στην Αίγυπτο για να κατοικήσει εκεί προσωρινά,*+ επειδή η πείνα σε αυτή τη γη ήταν μεγάλη.+ 11 Λίγο προτού μπει στην Αίγυπτο, είπε στη σύζυγό του τη Σαραΐ: «Άκουσέ με, παρακαλώ! Ξέρω πόσο όμορφη γυναίκα είσαι.+ 12 Όταν σε δουν οι Αιγύπτιοι, είναι βέβαιο ότι θα πουν: “Αυτή είναι σύζυγός του”. Και έτσι θα με σκοτώσουν, ενώ εσένα θα σε αφήσουν να ζήσεις. 13 Σε παρακαλώ, πες ότι είσαι αδελφή μου, ώστε χάρη σε εσένα να πάνε καλά τα πράγματα για εμένα και να γλιτώσω τη ζωή μου».*+

14 Μόλις μπήκε ο Άβραμ στην Αίγυπτο, οι Αιγύπτιοι πρόσεξαν ότι η γυναίκα ήταν πολύ όμορφη. 15 Την είδαν επίσης και οι άρχοντες του Φαραώ και άρχισαν να την επαινούν σε αυτόν, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί η γυναίκα στην κατοικία του Φαραώ. 16 Χάρη σε αυτήν ο Φαραώ συμπεριφέρθηκε καλά στον Άβραμ, και αυτός απέκτησε πρόβατα, βόδια, αρσενικά και θηλυκά γαϊδούρια, υπηρέτες και υπηρέτριες, καθώς και καμήλες.+ 17 Κατόπιν ο Ιεχωβά έφερε μεγάλες πληγές στον Φαραώ και στο σπιτικό του εξαιτίας της Σαραΐ, της συζύγου του Άβραμ.+ 18 Τότε ο Φαραώ κάλεσε τον Άβραμ και είπε: «Τι είναι αυτό που μου έκανες; Γιατί δεν μου είπες ότι είναι σύζυγός σου; 19 Γιατί είπες: “Είναι αδελφή μου”,+ και εγώ ήμουν έτοιμος να την πάρω σύζυγό μου; Ορίστε η σύζυγός σου. Πάρε την και φύγε!» 20 Ο Φαραώ λοιπόν έδωσε εντολές στους άντρες του σχετικά με τον Άβραμ, και εκείνοι συνόδευσαν αυτόν και τη σύζυγό του και όλα όσα είχε.+

13 Ύστερα ο Άβραμ ανέβηκε από την Αίγυπτο στη Νεγκέμπ,+ αυτός και η σύζυγός του και όλα όσα είχε, μαζί με τον Λωτ. 2 Ο Άβραμ ήταν πολύ πλούσιος σε ζώα, ασήμι και χρυσάφι.+ 3 Καθώς ταξίδευε από τη Νεγκέμπ προς τη Βαιθήλ, μετακινούσε τον καταυλισμό του από τον έναν τόπο στον άλλον, μέχρι που έφτασε στο μέρος όπου είχε κατασκηνώσει πρωτύτερα ανάμεσα στη Βαιθήλ και στη Γαι+ 4 και όπου είχε φτιάξει ένα θυσιαστήριο. Εκεί ο Άβραμ επικαλέστηκε το όνομα του Ιεχωβά.

5 Αλλά και ο Λωτ επίσης, που ταξίδευε μαζί με τον Άβραμ, είχε στην ιδιοκτησία του πρόβατα, βόδια και σκηνές. 6 Ο τόπος λοιπόν δεν επαρκούσε για να μένουν όλοι μαζί στο ίδιο μέρος. Τα αγαθά τους είχαν γίνει τόσο πολλά ώστε δεν μπορούσαν πια να κατοικούν μαζί. 7 Ως αποτέλεσμα, ξέσπασε φιλονικία ανάμεσα στους βοσκούς των ζώων του Άβραμ και στους βοσκούς των ζώων του Λωτ. (Εκείνον τον καιρό κατοικούσαν σε αυτόν τον τόπο οι Χαναναίοι και οι Φερεζαίοι.)+ 8 Γι’ αυτό, ο Άβραμ είπε στον Λωτ:+ «Σε παρακαλώ, ας μην υπάρχει φιλονικία ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα και ανάμεσα στους βοσκούς μου και στους βοσκούς σου, γιατί είμαστε αδελφοί. 9 Δεν είναι όλος ο τόπος στη διάθεσή σου; Ας χωρίσουμε, παρακαλώ. Αν εσύ πας αριστερά, εγώ θα πάω δεξιά· αλλά αν εσύ πας δεξιά, εγώ θα πάω αριστερά». 10 Τότε ο Λωτ σήκωσε τα μάτια του και είδε ότι ολόκληρη η περιφέρεια του Ιορδάνη,+ μέχρι τη Σηγώρ,+ ήταν περιοχή με άφθονα νερά (προτού καταστρέψει ο Ιεχωβά τα Σόδομα και τα Γόμορρα), σαν τον κήπο του Ιεχωβά,+ σαν τη γη της Αιγύπτου. 11 Έτσι λοιπόν, ο Λωτ διάλεξε ολόκληρη την περιφέρεια του Ιορδάνη και μετέφερε τον καταυλισμό του στα ανατολικά. Χώρισαν λοιπόν ο ένας από τον άλλον. 12 Ο Άβραμ κατοίκησε στη γη Χαναάν, ενώ ο Λωτ κατοίκησε ανάμεσα στις πόλεις της περιφέρειας.+ Τελικά κατασκήνωσε κοντά στα Σόδομα. 13 Οι άντρες όμως των Σοδόμων ήταν πονηροί και έκαναν χονδροειδείς αμαρτίες εναντίον του Ιεχωβά.+

14 Όταν πια ο Λωτ είχε αποχωρήσει, ο Ιεχωβά είπε στον Άβραμ: «Σήκωσε τα μάτια σου, σε παρακαλώ, και από εκεί που είσαι κοίταξε προς τον βορρά και προς τον νότο, προς την ανατολή και προς τη δύση, 15 επειδή όλη τη γη την οποία βλέπεις θα τη δώσω σε εσένα και στους απογόνους* σου ως μόνιμη ιδιοκτησία.+ 16 Και θα κάνω τους απογόνους* σου σαν τους κόκκους του χώματος της γης, ώστε αν μπορούσε κανείς να μετρήσει τους κόκκους του χώματος της γης, τότε θα μπορούσαν να μετρηθούν+ και οι απόγονοί σου.* 17 Σήκω, περιηγήσου αυτή τη γη κατά μήκος και κατά πλάτος, επειδή σε εσένα πρόκειται να τη δώσω». 18 Ο Άβραμ λοιπόν συνέχισε να ζει σε σκηνές. Αργότερα, ήρθε και κατοίκησε ανάμεσα στα μεγάλα δέντρα της Μαμβρή,+ τα οποία είναι στη Χεβρών,+ και έχτισε εκεί ένα θυσιαστήριο για τον Ιεχωβά.+

14 Στις ημέρες του Αμραφέλ, βασιλιά της Σεναάρ,+ του Αριώχ, βασιλιά της Ελλασάρ, του Χοδολλογομόρ,+ βασιλιά του Ελάμ,+ και του Τιδάλ, βασιλιά της Γκογίμ, 2 αυτοί έκαναν πόλεμο με τον Βερά, βασιλιά των Σοδόμων,+ με τον Βαρσά, βασιλιά των Γομόρρων,+ με τον Σεναάβ, βασιλιά της Αδμά, με τον Σεμεβέρ, βασιλιά της Ζεβωγίμ,+ και με τον βασιλιά της Βελά, δηλαδή της Σηγώρ. 3 Όλοι αυτοί ένωσαν τις δυνάμεις τους στην κοιλάδα Σιδδίμ,+ δηλαδή την Αλμυρή Θάλασσα.*+

4 Είχαν υπηρετήσει τον Χοδολλογομόρ 12 χρόνια, αλλά τον δέκατο τρίτο χρόνο στασίασαν. 5 Τον δέκατο τέταρτο χρόνο, λοιπόν, ο Χοδολλογομόρ και οι βασιλιάδες που ήταν μαζί του ήρθαν και νίκησαν τους Ρεφαΐμ στην Αστερώθ-καρναΐμ, τους Ζουζίμ στη Χαμ, τους Εμίμ+ στη Σαυή-κιριαθαΐμ 6 και τους Χορίτες+ στο βουνό τους το Σηείρ+ μέχρι κάτω στην Ελ-φαράν, η οποία είναι στην έρημο. 7 Κατόπιν γύρισαν και ήρθαν στην Εν-μισπάτ, δηλαδή την Κάδης,+ και υπέταξαν ολόκληρη την περιοχή των Αμαληκιτών,+ καθώς και τους Αμορραίους+ που κατοικούσαν στην Ασασών-θάμαρ.+

8 Τότε ο βασιλιάς των Σοδόμων, ο βασιλιάς των Γομόρρων, ο βασιλιάς της Αδμά, ο βασιλιάς της Ζεβωγίμ και ο βασιλιάς της Βελά, δηλαδή της Σηγώρ, βγήκαν για μάχη και παρατάχθηκαν εναντίον τους στην κοιλάδα Σιδδίμ, 9 εναντίον του Χοδολλογομόρ, βασιλιά του Ελάμ, του Τιδάλ, βασιλιά της Γκογίμ, του Αμραφέλ, βασιλιά της Σεναάρ, και του Αριώχ, βασιλιά της Ελλασάρ+—τέσσερις βασιλιάδες εναντίον πέντε. 10 Η κοιλάδα Σιδδίμ ήταν γεμάτη λάκκους με άσφαλτο και, καθώς οι βασιλιάδες των Σοδόμων και των Γομόρρων προσπαθούσαν να διαφύγουν, έπεσαν μέσα στους λάκκους, ενώ όσοι απέμειναν κατέφυγαν στην ορεινή περιοχή. 11 Τότε οι νικητές πήραν όλα τα αγαθά των Σοδόμων και των Γομόρρων και όλα τους τα τρόφιμα και έφυγαν.+ 12 Πήραν επίσης τον Λωτ, που ήταν γιος του αδελφού του Άβραμ και κατοικούσε στα Σόδομα,+ καθώς και τα αγαθά του και συνέχισαν τον δρόμο τους.

13 Κατόπιν ένας άνθρωπος που είχε διαφύγει ήρθε στον Άβραμ τον Εβραίο και του είπε τι είχε συμβεί. Αυτός κατοικούσε* τότε ανάμεσα στα μεγάλα δέντρα του Μαμβρή του Αμορραίου,+ αδελφού του Εσχώλ και του Ανέρ.+ Αυτοί οι άντρες ήταν σύμμαχοι του Άβραμ. 14 Έτσι λοιπόν, ο Άβραμ άκουσε ότι ο συγγενής* του+ είχε αιχμαλωτιστεί. Τότε κινητοποίησε τους εκπαιδευμένους άντρες του, 318 υπηρέτες γεννημένους στο σπιτικό του, και άρχισαν να τους καταδιώκουν μέχρι τη Δαν.+ 15 Τη νύχτα, χώρισε τις δυνάμεις του και μαζί με τους υπηρέτες του επιτέθηκε εναντίον τους και τους νίκησε. Έπειτα τους καταδίωξε μέχρι τη Χοβά, η οποία είναι βόρεια της Δαμασκού. 16 Πήρε πίσω όλα τα αγαθά, όπως επίσης τον συγγενή του τον Λωτ, τα αγαθά του, τις γυναίκες και τον υπόλοιπο λαό.

17 Καθώς ο Άβραμ επέστρεφε έχοντας νικήσει τον Χοδολλογομόρ και τους βασιλιάδες που ήταν μαζί του, ο βασιλιάς των Σοδόμων βγήκε να τον συναντήσει στην κοιλάδα Σαυή, δηλαδή την Κοιλάδα του Βασιλιά.+ 18 Και ο Μελχισεδέκ,+ ο βασιλιάς της Σαλήμ,+ έφερε έξω ψωμί και κρασί. Αυτός ήταν ιερέας του Υψίστου Θεού.+

19 Κατόπιν τον ευλόγησε και είπε:

«Ευλογημένος να είναι ο Άβραμ από τον Ύψιστο Θεό,

αυτόν που έκανε τον ουρανό και τη γη·

20 και δοξασμένος να είναι ο Ύψιστος Θεός,

που παρέδωσε τους δυνάστες σου στο χέρι σου!»

Και ο Άβραμ τού έδωσε ένα δέκατο από το καθετί.+

21 Έπειτα ο βασιλιάς των Σοδόμων είπε στον Άβραμ: «Δώσε μου τον λαό* και κράτησε εσύ τα αγαθά». 22 Αλλά ο Άβραμ είπε στον βασιλιά των Σοδόμων: «Σηκώνω το χέρι μου για να ορκιστώ στον Ιεχωβά, τον Ύψιστο Θεό, Αυτόν που έκανε τον ουρανό και τη γη, 23 ότι δεν θα πάρω τίποτα δικό σου, από κλωστή μέχρι λουρί σανδαλιού, για να μην πεις: “Εγώ έκανα πλούσιο τον Άβραμ”. 24 Δεν θα πάρω τίποτα, εκτός από ό,τι έφαγαν ήδη οι νεαροί. Όσο για τους άντρες που ήρθαν μαζί μου, τον Ανέρ, τον Εσχώλ και τον Μαμβρή,+ αυτοί ας πάρουν το μερίδιό τους».

15 Έπειτα από αυτό, ο Ιεχωβά μίλησε στον Άβραμ σε όραμα και του είπε: «Μη φοβάσαι,+ Άβραμ. Εγώ είμαι ασπίδα για εσένα.+ Η ανταμοιβή σου θα είναι πολύ μεγάλη».+ 2 Ο Άβραμ απάντησε: «Υπέρτατε Κύριε Ιεχωβά, τι θα μου δώσεις, εφόσον εγώ παραμένω άτεκνος και αυτός που θα κληρονομήσει το σπιτικό μου είναι ένας άντρας από τη Δαμασκό, ο Ελιέζερ;»+ 3 Και πρόσθεσε: «Δεν μου έχεις δώσει απόγονο,*+ και θα με κληρονομήσει ένα μέλος* του σπιτικού μου». 4 Αλλά ο Ιεχωβά τού απάντησε: «Δεν θα σε κληρονομήσει αυτός· θα σε κληρονομήσει ο γιος* σου».+

5 Τον έφερε λοιπόν έξω και είπε: «Σήκωσε, σε παρακαλώ, τα μάτια σου στους ουρανούς και μέτρησε τα άστρα, αν μπορείς να τα μετρήσεις». Κατόπιν του είπε: «Έτσι θα γίνουν οι απόγονοί σου».*+ 6 Και αυτός εκδήλωσε πίστη στον Ιεχωβά,+ και Εκείνος του το υπολόγισε ως δικαιοσύνη.*+ 7 Κατόπιν πρόσθεσε: «Εγώ είμαι ο Ιεχωβά, που σε έβγαλα από την Ουρ των Χαλδαίων για να σου δώσω αυτή τη γη ως ιδιοκτησία».+ 8 Τότε αυτός είπε: «Υπέρτατε Κύριε Ιεχωβά, πώς θα ξέρω ότι θα γίνει ιδιοκτησία μου;» 9 Εκείνος του απάντησε: «Πάρε για εμένα μια νεαρή αγελάδα τριών χρονών, μια κατσίκα τριών χρονών, ένα κριάρι τριών χρονών, ένα τρυγόνι και ένα νεαρό περιστέρι». 10 Ο Άβραμ λοιπόν τα πήρε όλα αυτά και τα έκοψε στα δύο και τοποθέτησε το κάθε κομμάτι απέναντι από το άλλο,* αλλά τα πουλιά δεν τα έκοψε. 11 Τότε άρχισαν να κατεβαίνουν πάνω στα πτώματα αρπακτικά πουλιά, αλλά ο Άβραμ τα έδιωχνε.

12 Όταν ο ήλιος κόντευε να δύσει, ήρθε στον Άβραμ βαθύς ύπνος και έπεσε πάνω του μεγάλο και φοβερό σκοτάδι. 13 Τότε Εκείνος είπε στον Άβραμ: «Να ξέρεις ότι οι απόγονοί σου* θα ζήσουν ως ξένοι σε γη που δεν θα είναι δική τους και εκεί θα τους υποδουλώσουν και θα τους ταλαιπωρούν 400 χρόνια.+ 14 Εγώ όμως θα κρίνω το έθνος που θα υπηρετούν,+ και έπειτα θα βγουν από εκεί με πολλά αγαθά.+ 15 Όσο για εσένα, εσύ θα πας στους προπάτορές σου με ειρήνη· θα θαφτείς σε καλά γηρατειά.+ 16 Αλλά εκείνοι θα επιστρέψουν εδώ+ στην τέταρτη γενιά, επειδή το σφάλμα των Αμορραίων δεν έχει φτάσει ακόμη στο απροχώρητο».+

17 Όταν ο ήλιος είχε πια δύσει και υπήρχε πυκνό σκοτάδι, εμφανίστηκε ένα καμίνι που κάπνιζε και ένας πύρινος πυρσός πέρασε ανάμεσα από τα κομμάτια. 18 Εκείνη την ημέρα ο Ιεχωβά έκανε διαθήκη με τον Άβραμ,+ λέγοντας: «Στους απογόνους* σου θα δώσω αυτή τη γη,+ από τον ποταμό της Αιγύπτου ως τον μεγάλο ποταμό, τον ποταμό Ευφράτη:+ 19 τη γη των Κεναίων,+ των Κενεζαίων, των Καδμωναίων, 20 των Χετταίων,+ των Φερεζαίων,+ των Ρεφαΐμ,+ 21 των Αμορραίων, των Χαναναίων, των Γεργεσαίων και των Ιεβουσαίων».+

16 Η σύζυγος του Άβραμ, η Σαραΐ, δεν του είχε κάνει παιδιά·+ είχε όμως μια Αιγύπτια υπηρέτρια που ονομαζόταν Άγαρ.+ 2 Γι’ αυτό, η Σαραΐ είπε στον Άβραμ: «Άκου, σε παρακαλώ! Ο Ιεχωβά με εμπόδισε να κάνω παιδιά. Κοιμήσου, σε παρακαλώ, με την υπηρέτριά μου. Ίσως αποκτήσω παιδιά από αυτήν».+ Και ο Άβραμ άκουσε τη Σαραΐ. 3 Αφού ο Άβραμ είχε ζήσει 10 χρόνια στη γη Χαναάν, η σύζυγός του η Σαραΐ πήρε την Αιγύπτια υπηρέτριά της, την Άγαρ, και την έδωσε στον άντρα της, τον Άβραμ, για σύζυγο. 4 Εκείνος λοιπόν είχε σχέσεις με την Άγαρ, και αυτή έμεινε έγκυος. Όταν η Άγαρ κατάλαβε ότι ήταν έγκυος, άρχισε να καταφρονεί την κυρία της.

5 Τότε η Σαραΐ είπε στον Άβραμ: «Εσύ φταις για το κακό που έπαθα. Εγώ έδωσα την υπηρέτριά μου στην αγκαλιά σου, αλλά όταν αυτή κατάλαβε ότι είναι έγκυος, άρχισε να με καταφρονεί. Ο Ιεχωβά ας κρίνει ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα». 6 Ο Άβραμ λοιπόν είπε στη Σαραΐ: «Ορίστε! Η υπηρέτριά σου είναι στην εξουσία σου. Κάνε της ό,τι νομίζεις». Τότε η Σαραΐ τής φέρθηκε ταπεινωτικά, και εκείνη έφυγε μακριά της.

7 Αργότερα τη βρήκε άγγελος του Ιεχωβά σε μια πηγή νερών στην έρημο, την πηγή που βρισκόταν στον δρόμο προς τη Σιούρ.+ 8 Και της είπε: «Άγαρ, υπηρέτρια της Σαραΐ, από πού ήρθες και πού πηγαίνεις;» Τότε εκείνη είπε: «Φεύγω από τη Σαραΐ την κυρία μου». 9 Ο άγγελος του Ιεχωβά τής είπε: «Γύρισε στην κυρία σου και ταπεινώσου κάτω από το χέρι της». 10 Κατόπιν ο άγγελος του Ιεχωβά είπε: «Θα πληθύνω τόσο πολύ τους απογόνους* σου ώστε θα είναι αδύνατον να μετρηθούν».+ 11 Και ο άγγελος του Ιεχωβά πρόσθεσε: «Τώρα εσύ είσαι έγκυος και θα γεννήσεις γιο, και πρέπει να τον ονομάσεις Ισμαήλ,* διότι ο Ιεχωβά άκουσε την ταλαιπωρία σου. 12 Αυτός θα είναι όμοιος με άγριο γαϊδούρι.* Το χέρι του θα είναι εναντίον όλων και το χέρι όλων θα είναι εναντίον του, και θα κατοικεί απέναντι από όλους τους αδελφούς του».*

13 Τότε εκείνη επικαλέστηκε το όνομα του Ιεχωβά, ο οποίος της μιλούσε, λέγοντας: «Είσαι Θεός που βλέπει τα πάντα»,*+ επειδή σκέφτηκε: «Είδα άραγε εδώ αυτόν που με βλέπει;» 14 Να γιατί το πηγάδι ονομάστηκε Βηρ-λαχαΐ-ροΐ.* (Αυτό βρίσκεται ανάμεσα στην Κάδης και στη Βερέδ.) 15 Η Άγαρ λοιπόν γέννησε στον Άβραμ έναν γιο και εκείνος τον ονόμασε Ισμαήλ.+ 16 Ο Άβραμ ήταν 86 χρονών όταν η Άγαρ τού γέννησε τον Ισμαήλ.

17 Όταν ο Άβραμ ήταν 99 χρονών, ο Ιεχωβά εμφανίστηκε σε αυτόν και του είπε: «Εγώ είμαι ο Θεός ο Παντοδύναμος. Περπάτησε ενώπιόν μου και αποδείξου άψογος.* 2 Εγώ θα θεσπίσω τη διαθήκη μου ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα+ και θα σε πληθύνω πάρα πολύ».+

3 Τότε ο Άβραμ έπεσε με το πρόσωπο κάτω, και ο Θεός συνέχισε να μιλάει μαζί του, λέγοντας: 4 «Δες! Με εσένα κάνω τη διαθήκη μου,+ και εσύ θα γίνεις οπωσδήποτε πατέρας πολλών εθνών.+ 5 Το όνομά σου δεν θα είναι πια Άβραμ,* αλλά Αβραάμ,* διότι θα σε κάνω πατέρα πολλών εθνών. 6 Θα σε κάνω πάρα πολύ καρποφόρο και θα σε κάνω να γίνεις έθνη, και από εσένα θα βγουν βασιλιάδες.+

7 »Και θα τηρήσω τη διαθήκη μου που γίνεται ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα+ και στους απογόνους* σου σε όλες τις γενιές τους—μια αιώνια διαθήκη—ώστε να είμαι Θεός για εσένα και για τους απογόνους* σου. 8 Και θα δώσω σε εσένα και στους απογόνους* σου τη γη στην οποία έζησες ως ξένος+—ολόκληρη τη γη Χαναάν—ως μόνιμη ιδιοκτησία, και θα είμαι ο Θεός τους».+

9 Ο Θεός είπε επίσης στον Αβραάμ: «Όσο για εσένα, εσύ πρέπει να τηρείς τη διαθήκη μου, εσύ και οι απόγονοί σου* σε όλες τις γενιές τους. 10 Αυτή είναι η διαθήκη μου που γίνεται ανάμεσα σε εμένα και σε εσάς, την οποία θα τηρείς εσύ και οι απόγονοί σου:* Κάθε άρρενας ανάμεσά σας πρέπει να κάνει περιτομή.+ 11 Πρέπει να περιτέμνετε τη σάρκα της ακροβυστίας σας, και αυτό θα αποτελεί σημείο της διαθήκης που γίνεται ανάμεσα σε εμένα και σε εσάς.+ 12 Σε όλες τις γενιές σας, κάθε άρρενας ανάμεσά σας ηλικίας οχτώ ημερών πρέπει να περιτέμνεται,+ όλοι όσοι γεννήθηκαν στο σπίτι και όλοι όσοι δεν ανήκουν στους απογόνους* σου αλλά αγοράστηκαν με χρήματα από κάποιον ξένο. 13 Κάθε άντρας που γεννήθηκε στο σπίτι σου και κάθε άντρας που αγοράστηκε με δικά σου χρήματα πρέπει να περιτμηθεί,+ και η διαθήκη μου στη σάρκα σας θα αποτελεί διαρκή διαθήκη. 14 Οποιοσδήποτε απερίτμητος άρρενας δεν περιτμηθεί στη σάρκα της ακροβυστίας του, πρέπει* να εξολοθρευτεί* ανάμεσα από τον λαό του. Έχει παραβιάσει τη διαθήκη μου».

15 Στη συνέχεια ο Θεός είπε στον Αβραάμ: «Όσο για τη σύζυγό σου τη Σαραΐ,*+ δεν πρέπει να την αποκαλείς Σαραΐ, επειδή το όνομά της θα γίνει Σάρρα.* 16 Εγώ θα την ευλογήσω και επιπλέον θα σου δώσω έναν γιο από αυτήν·+ θα την ευλογήσω και θα γίνει έθνη· από αυτήν θα βγουν βασιλιάδες λαών». 17 Τότε ο Αβραάμ έπεσε με το πρόσωπο κάτω και γέλασε και είπε μέσα του:+ «Θα αποκτήσει παιδί άντρας 100 χρονών, και θα γεννήσει η Σάρρα, 90 χρονών γυναίκα;»+

18 Είπε λοιπόν ο Αβραάμ στον αληθινό Θεό: «Μακάρι να ζήσει ο Ισμαήλ ενώπιόν σου!»+ 19 Τότε ο Θεός είπε: «Η σύζυγός σου η Σάρρα θα σου γεννήσει οπωσδήποτε γιο και πρέπει να τον ονομάσεις Ισαάκ.*+ Και εγώ θα θεσπίσω τη διαθήκη μου με αυτόν—μια αιώνια διαθήκη με τους απογόνους* του έπειτα από αυτόν.+ 20 Αλλά σε ό,τι αφορά τον Ισμαήλ, σε άκουσα. Δες! Θα τον ευλογήσω και θα τον κάνω καρποφόρο και θα τον πληθύνω πάρα πολύ. Θα γίνει πατέρας 12 αρχηγών και θα τον κάνω μεγάλο έθνος.+ 21 Ωστόσο, τη διαθήκη μου θα τη θεσπίσω με τον Ισαάκ,+ τον οποίο θα σου γεννήσει η Σάρρα του χρόνου τέτοιον καιρό».+

22 Όταν ο Θεός τελείωσε τη συνομιλία του με τον Αβραάμ, έφυγε από αυτόν. 23 Κατόπιν ο Αβραάμ πήρε τον Ισμαήλ τον γιο του και όλους τους άντρες που είχαν γεννηθεί στο σπίτι του και όσους είχε αγοράσει με χρήματα, κάθε άρρενα στο σπιτικό του, και έκανε περιτομή στη σάρκα της ακροβυστίας τους την ίδια εκείνη ημέρα, ακριβώς όπως του είχε πει ο Θεός.+ 24 Ο Αβραάμ ήταν 99 χρονών όταν του έγινε περιτομή στη σάρκα της ακροβυστίας του.+ 25 Και ο Ισμαήλ ο γιος του ήταν 13 χρονών όταν του έγινε περιτομή στη σάρκα της ακροβυστίας του.+ 26 Την ίδια εκείνη ημέρα περιτμήθηκε τόσο ο Αβραάμ όσο και ο Ισμαήλ ο γιος του. 27 Μαζί του περιτμήθηκαν επίσης όλοι οι άντρες του σπιτικού του, όσοι είχαν γεννηθεί στο σπίτι του και όσοι είχαν αγοραστεί με χρήματα από κάποιον ξένο.

18 Αργότερα, ο Ιεχωβά+ εμφανίστηκε σε αυτόν ανάμεσα στα μεγάλα δέντρα της Μαμβρή,+ ενώ καθόταν στην είσοδο της σκηνής την πιο ζεστή ώρα της ημέρας. 2 Σηκώνοντας τα μάτια του, είδε τρεις άντρες να στέκονται σε κάποια απόσταση από αυτόν.+ Όταν τους είδε, έτρεξε από την είσοδο της σκηνής να τους συναντήσει και προσκύνησε μέχρις εδάφους. 3 Κατόπιν είπε: «Ιεχωβά, αν έχω βρει εύνοια στα μάτια σου, σε παρακαλώ, μην προσπεράσεις τον υπηρέτη σου. 4 Ας φέρουν λίγο νερό, παρακαλώ, για να σας πλύνουν τα πόδια.+ Μετά πλαγιάστε κάτω από το δέντρο. 5 Αφού ήρθατε εδώ στον υπηρέτη σας, ας φέρω ένα κομμάτι ψωμί για να αναζωογονηθείτε.* Έπειτα μπορείτε να συνεχίσετε τον δρόμο σας». Τότε αυτοί είπαν: «Εντάξει. Κάνε όπως είπες».

6 Ο Αβραάμ λοιπόν πήγε γρήγορα στη σκηνή, στη Σάρρα, και είπε: «Γρήγορα! Πάρε τρία σεάχ* λεπτό αλεύρι, ζύμωσε το ζυμάρι και φτιάξε ψωμιά». 7 Μετά ο Αβραάμ έτρεξε στο κοπάδι και διάλεξε έναν τρυφερό και καλό νεαρό ταύρο. Τον έδωσε στον υπηρέτη, ο οποίος άρχισε γρήγορα να τον ετοιμάζει. 8 Κατόπιν πήρε βούτυρο και γάλα και τον νεαρό ταύρο που είχε ετοιμάσει και τα έβαλε μπροστά τους. Ύστερα στάθηκε κοντά τους κάτω από το δέντρο καθώς αυτοί έτρωγαν.+

9 Κάποια στιγμή τού είπαν: «Πού είναι η σύζυγός σου η Σάρρα;»+ Εκείνος απάντησε: «Εδώ, στη σκηνή». 10 Ένας λοιπόν από αυτούς συνέχισε: «Του χρόνου τέτοιον καιρό, θα επιστρέψω οπωσδήποτε σε εσένα και η σύζυγός σου η Σάρρα θα έχει γιο».+ Στο μεταξύ, η Σάρρα άκουγε από την είσοδο της σκηνής, η οποία βρισκόταν πίσω από τον άντρα. 11 Ο Αβραάμ και η Σάρρα ήταν γέροι, προχωρημένοι στα χρόνια.+ Η Σάρρα είχε περάσει την ηλικία της τεκνοποίησης.*+ 12 Γι’ αυτό, γέλασε μέσα της, λέγοντας: «Είναι δυνατόν να έχω αυτή τη χαρά, τώρα που έχω πια φθαρεί και ο κύριός μου είναι γέρος;»+ 13 Τότε ο Ιεχωβά είπε στον Αβραάμ: «Γιατί γέλασε η Σάρρα και είπε: “Είναι δυνατόν να γεννήσω τώρα που έχω γεράσει;” 14 Υπάρχει τίποτα ακατόρθωτο για τον Ιεχωβά;+ Του χρόνου τέτοιον καιρό, θα επιστρέψω σε εσένα και η Σάρρα θα έχει γιο». 15 Αλλά η Σάρρα το αρνήθηκε, λέγοντας: «Δεν γέλασα!» διότι φοβήθηκε. Τότε αυτός είπε: «Και όμως, γέλασες!»

16 Καθώς οι άντρες σηκώθηκαν να φύγουν, κοίταξαν κάτω προς τα Σόδομα,+ και ο Αβραάμ περπατούσε μαζί τους για να τους ξεπροβοδίσει. 17 Τότε ο Ιεχωβά είπε: «Θα κρατήσω εγώ κρυφό από τον Αβραάμ αυτό που πρόκειται να κάνω;+ 18 Αφού είναι βέβαιο ότι ο Αβραάμ θα γίνει μεγάλο και κραταιό έθνος και όλα τα έθνη της γης θα ευλογηθούν* μέσω εκείνου.+ 19 Διότι τον γνωρίζω καλά και είμαι πεπεισμένος ότι θα διατάζει τους γιους του και το σπιτικό του να τηρούν την οδό του Ιεχωβά κάνοντας ό,τι είναι σωστό και δίκαιο,+ ώστε να πραγματοποιήσει ο Ιεχωβά ό,τι έχει υποσχεθεί σχετικά με τον Αβραάμ».

20 Έπειτα ο Ιεχωβά είπε: «Η κατακραυγή για τα Σόδομα και τα Γόμορρα είναι μεγάλη+ και η αμαρτία τους πολύ βαριά.+ 21 Θα κατεβώ για να δω αν ενεργούν όντως σύμφωνα με την κατακραυγή που έφτασε σε εμένα. Και αν όχι, θα το μάθω».+

22 Τότε οι άντρες έφυγαν από εκεί και πήγαν προς τα Σόδομα, αλλά ο Ιεχωβά+ έμεινε μαζί με τον Αβραάμ. 23 Κατόπιν ο Αβραάμ πλησίασε και είπε: «Θα σαρώσεις άραγε εσύ τον δίκαιο μαζί με τον πονηρό;+ 24 Ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν 50 δίκαιοι μέσα στην πόλη. Θα τους σαρώσεις, λοιπόν, και δεν θα συγχωρήσεις τον τόπο για χάρη των 50 δικαίων που υπάρχουν σε αυτόν; 25 Είναι αδιανόητο να ενεργήσεις εσύ με αυτόν τον τρόπο, θανατώνοντας τον δίκαιο μαζί με τον πονηρό ώστε η κατάληξη του δικαίου να είναι ίδια με του πονηρού!+ Είναι αδιανόητο για εσένα.+ Δεν θα κάνει ο Κριτής όλης της γης αυτό που είναι σωστό;»+ 26 Τότε ο Ιεχωβά είπε: «Αν βρω στην πόλη των Σοδόμων 50 δικαίους, θα συγχωρήσω όλο τον τόπο για χάρη τους». 27 Ο Αβραάμ όμως αποκρίθηκε και πάλι: «Επίτρεψέ μου, παρακαλώ, Ιεχωβά, να τολμήσω να σου μιλήσω, παρότι είμαι χώμα και στάχτη. 28 Ας υποθέσουμε ότι από τους 50 δικαίους λείπουν 5. Για αυτούς τους 5, θα καταστρέψεις όλη την πόλη;» Και εκείνος είπε: «Δεν θα την καταστρέψω αν βρω εκεί 45».+

29 Αυτός όμως του μίλησε άλλη μια φορά και είπε: «Ας υποθέσουμε ότι βρίσκονται εκεί 40». Εκείνος απάντησε: «Δεν θα το κάνω, για χάρη των 40». 30 Ο Αβραάμ όμως συνέχισε: «Ιεχωβά, σε παρακαλώ, μην ανάψεις από θυμό,+ αλλά άφησέ με να πω κάτι ακόμη: Ας υποθέσουμε ότι βρίσκονται εκεί μόνο 30». Εκείνος απάντησε: «Δεν θα το κάνω αν βρω εκεί 30». 31 Αυτός όμως συνέχισε: «Επίτρεψέ μου, παρακαλώ, Ιεχωβά, να τολμήσω να σου μιλήσω: Ας υποθέσουμε ότι βρίσκονται εκεί μόνο 20». Εκείνος απάντησε: «Δεν θα την καταστρέψω, για χάρη των 20». 32 Τελικά ο Αβραάμ είπε: «Ιεχωβά, σε παρακαλώ, μην ανάψεις από θυμό, αλλά άφησέ με να μιλήσω μόνο μία φορά ακόμη: Ας υποθέσουμε ότι βρίσκονται εκεί μόνο 10». Εκείνος απάντησε: «Δεν θα την καταστρέψω, για χάρη των 10». 33 Όταν ο Ιεχωβά τελείωσε τη συνομιλία του με τον Αβραάμ, έφυγε,+ και ο Αβραάμ επέστρεψε στον τόπο του.

19 Οι δύο άγγελοι έφτασαν στα Σόδομα το βράδυ, και ο Λωτ καθόταν στην πύλη των Σοδόμων. Όταν τους είδε, σηκώθηκε να τους συναντήσει και προσκύνησε με το πρόσωπό του μέχρις εδάφους.+ 2 Και είπε: «Σας παρακαλώ, κύριοί μου, ελάτε, παρακαλώ, στο σπίτι του υπηρέτη σας για να διανυκτερεύσετε και να σας πλύνουν τα πόδια. Κατόπιν μπορείτε να σηκωθείτε νωρίς και να συνεχίσετε τον δρόμο σας». Τότε εκείνοι είπαν: «Όχι! Θα διανυκτερεύσουμε στην πλατεία». 3 Αυτός όμως επέμενε τόσο πολύ ώστε εκείνοι πήγαν μαζί του στο σπίτι του. Κατόπιν έκανε συμπόσιο για αυτούς και έψησε άζυμο ψωμί και έφαγαν.

4 Προτού αυτοί ξαπλώσουν για να κοιμηθούν, οι άντρες της πόλης—οι άντρες των Σοδόμων, από αγόρι μέχρι γέρο, όλοι τους—περικύκλωσαν το σπίτι σαν ένας όχλος. 5 Και φώναζαν στον Λωτ και του έλεγαν: «Πού είναι οι άντρες που ήρθαν σε εσένα απόψε; Φέρε τους έξω σε εμάς για να κάνουμε σεξ μαζί τους».+

6 Τότε ο Λωτ βγήκε έξω στην είσοδο και έκλεισε την πόρτα πίσω του. 7 Και τους είπε: «Σας παρακαλώ, αδελφοί μου, μην κάνετε αυτό το κακό. 8 Ορίστε, παρακαλώ! Έχω δύο κόρες που δεν είχαν ποτέ σεξουαλικές σχέσεις με άντρα. Ας τις φέρω, παρακαλώ, έξω σε εσάς και κάντε σε αυτές ό,τι νομίζετε. Αλλά μην κάνετε τίποτα σε αυτούς τους άντρες, επειδή έχουν έρθει κάτω από τη σκέπη του σπιτιού μου».*+ 9 Τότε εκείνοι είπαν: «Κάνε στην άκρη!» Και πρόσθεσαν: «Αυτός ο ξένος ήρθε από μόνος του να ζήσει εδώ, και τολμάει να μας κρίνει! Τώρα θα κάνουμε χειρότερα σε εσένα από ό,τι σε αυτούς». Και έσπρωχναν* τον Λωτ και πλησίασαν απειλητικά για να σπάσουν την πόρτα. 10 Τότε οι άντρες* άπλωσαν τα χέρια τους και πήραν τον Λωτ μέσα στο σπίτι και έκλεισαν την πόρτα. 11 Τους άντρες όμως που βρίσκονταν στην είσοδο του σπιτιού τούς έπληξαν με τύφλωση, από τον μικρότερο ως τον μεγαλύτερο, ώστε εκείνοι απέκαμαν προσπαθώντας να βρουν την πόρτα.

12 Τότε οι άντρες* είπαν στον Λωτ: «Έχεις κανέναν άλλον εδώ; Γαμπρούς, γιους, κόρες, καθώς και όλους τους δικούς σου στην πόλη, βγάλε τους έξω από αυτόν τον τόπο! 13 Διότι πρόκειται να τον καταστρέψουμε, επειδή η κατακραυγή για αυτούς έχει γίνει μεγάλη* ενώπιον του Ιεχωβά,+ γι’ αυτό και ο Ιεχωβά μάς έστειλε να καταστρέψουμε την πόλη». 14 Ο Λωτ λοιπόν πήγε και μίλησε στους γαμπρούς του που θα παντρεύονταν τις κόρες του και άρχισε να τους λέει: «Σηκωθείτε! Φύγετε από αυτόν τον τόπο, επειδή ο Ιεχωβά θα καταστρέψει την πόλη!» Αλλά οι γαμπροί του νόμιζαν ότι αστειεύεται.+

15 Καθώς χάραζε η αυγή, οι άγγελοι άρχισαν να πιέζουν τον Λωτ, λέγοντας: «Σήκω! Πάρε τη γυναίκα σου και τις δύο κόρες σου που είναι εδώ μαζί σου, για να μη σαρωθείς μαζί με αυτή την αμαρτωλή πόλη!»+ 16 Αλλά επειδή ο Λωτ χρονοτριβούσε, οι άντρες, χάρη στη συμπόνια του Ιεχωβά για αυτόν,+ έπιασαν από το χέρι τον ίδιο, τη γυναίκα του και τις δύο κόρες του και τον έβγαλαν έξω από την πόλη και τον άφησαν εκεί.+ 17 Μόλις τους έφεραν στα περίχωρα, ένας από αυτούς είπε: «Φύγε για να γλιτώσεις τη ζωή* σου! Μην κοιτάξεις πίσω σου+ και μη σταθείς πουθενά στην περιφέρεια!+ Φύγε στην ορεινή περιοχή για να μη σαρωθείς!»

18 Τότε ο Λωτ τούς είπε: «Όχι εκεί, Ιεχωβά, σε παρακαλώ! 19 Άκουσέ με, παρακαλώ! Ο υπηρέτης σου βρήκε εύνοια στα μάτια σου και μου δείχνεις μεγάλη καλοσύνη* διατηρώντας με ζωντανό,*+ αλλά εγώ δεν μπορώ να πάω στην ορεινή περιοχή επειδή φοβάμαι ότι θα με βρει συμφορά και θα πεθάνω.+ 20 Δες, σε παρακαλώ! Αυτή η πόλη είναι κοντά και μπορώ να πάω εκεί· δεν είναι παρά μια μικρή πόλη. Να καταφύγω, σε παρακαλώ, εκεί; Μια μικρή πόλη είναι. Έτσι θα γλιτώσω τη ζωή μου».* 21 Εκείνος λοιπόν του είπε: «Πολύ καλά, θα σε λάβω και σε αυτό υπόψη μου+ και δεν θα αφανίσω την πόλη για την οποία μίλησες.+ 22 Βιάσου! Πήγαινε εκεί, επειδή δεν μπορώ να κάνω τίποτα μέχρι να φτάσεις εκεί!»+ Γι’ αυτό ονόμασε την πόλη Σηγώρ.*+

23 Ο ήλιος είχε βγει πάνω από τον τόπο όταν ο Λωτ έφτασε στη Σηγώρ. 24 Τότε ο Ιεχωβά έκανε να βρέξει θειάφι και φωτιά πάνω στα Σόδομα και στα Γόμορρα—από τον Ιεχωβά ήταν αυτό, από τους ουρανούς.+ 25 Έτσι λοιπόν, αφάνισε αυτές τις πόλεις, ναι, ολόκληρη την περιφέρεια, όλους τους κατοίκους των πόλεων, καθώς και τα φυτά της γης.+ 26 Αλλά η γυναίκα του Λωτ, που τον ακολουθούσε, άρχισε να κοιτάζει πίσω και έγινε στήλη αλατιού.+

27 Ο δε Αβραάμ σηκώθηκε νωρίς το πρωί και πήγε στον τόπο όπου είχε σταθεί ενώπιον του Ιεχωβά.+ 28 Όταν κοίταξε κάτω προς τα Σόδομα και τα Γόμορρα και όλη τη γη της περιφέρειας, είδε κάτι φοβερό. Πυκνός καπνός ανέβαινε από τη γη, σαν τον πυκνό καπνό από καμίνι!+ 29 Έτσι λοιπόν, όταν ο Θεός κατέστρεψε τις πόλεις της περιφέρειας, θυμήθηκε τον Αβραάμ και γι’ αυτό έβγαλε τον Λωτ από τις πόλεις που αφάνισε, τις πόλεις όπου κατοικούσε ο Λωτ.+

30 Αργότερα, ο Λωτ έφυγε από τη Σηγώρ μαζί με τις δύο κόρες του και κατοίκησε στην ορεινή περιοχή,+ επειδή φοβόταν να μείνει στη Σηγώρ.+ Και άρχισε να κατοικεί σε μια σπηλιά μαζί με τις δύο κόρες του. 31 Και η πρωτότοκη είπε στη νεότερη: «Ο πατέρας μας είναι γέρος, και δεν υπάρχει άντρας σε αυτόν τον τόπο για να έχει σχέσεις μαζί μας, όπως συνηθίζεται σε όλη τη γη. 32 Έλα να δώσουμε στον πατέρα μας να πιει κρασί και να πλαγιάσουμε μαζί του και να αφήσουμε απογόνους από τον πατέρα μας».

33 Εκείνη τη νύχτα λοιπόν, μέθυσαν τον πατέρα τους με κρασί· κατόπιν η πρωτότοκη πήγε και πλάγιασε μαζί του, αλλά εκείνος δεν κατάλαβε πότε πλάγιασε αυτή και πότε σηκώθηκε. 34 Την επόμενη ημέρα, η πρωτότοκη είπε στη νεότερη: «Εγώ πλάγιασα με τον πατέρα μου χθες τη νύχτα. Ας του δώσουμε και απόψε να πιει κρασί. Κατόπιν πήγαινε εσύ και πλάγιασε μαζί του, ώστε να αφήσουμε απογόνους από τον πατέρα μας». 35 Εκείνη τη νύχτα λοιπόν, μέθυσαν πάλι τον πατέρα τους με κρασί· κατόπιν η νεότερη πήγε και πλάγιασε μαζί του, αλλά εκείνος δεν κατάλαβε πότε πλάγιασε αυτή και πότε σηκώθηκε. 36 Έτσι λοιπόν, έμειναν και οι δύο κόρες του Λωτ έγκυες από τον πατέρα τους. 37 Η πρωτότοκη γέννησε γιο και τον ονόμασε Μωάβ.+ Αυτός είναι ο πατέρας των σημερινών Μωαβιτών.+ 38 Και η νεότερη επίσης γέννησε γιο και τον ονόμασε Βεν-αμμί. Αυτός είναι ο πατέρας των σημερινών Αμμωνιτών.+

20 Ο δε Αβραάμ μετέφερε τον καταυλισμό του από εκεί+ στη γη της Νεγκέμπ και άρχισε να κατοικεί ανάμεσα στην Κάδης+ και στη Σιούρ.+ Ενώ έμενε* στα Γέραρα,+ 2 ο Αβραάμ ξαναείπε σχετικά με τη σύζυγό του τη Σάρρα: «Είναι αδελφή μου».+ Γι’ αυτό και ο Αβιμέλεχ, ο βασιλιάς των Γεράρων, έστειλε τους υπηρέτες του και πήρε τη Σάρρα.+ 3 Ύστερα ο Θεός ήρθε τη νύχτα στον Αβιμέλεχ σε όνειρο και του είπε: «Δεν γλιτώνεις τον θάνατο εξαιτίας της γυναίκας που πήρες,+ επειδή είναι παντρεμένη και ανήκει σε άλλον άντρα».+ 4 Ωστόσο, ο Αβιμέλεχ δεν την είχε πλησιάσει.* Είπε λοιπόν: «Ιεχωβά, θα θανατώσεις ένα έθνος παρότι είναι αθώο;* 5 Μήπως εκείνος δεν μου είπε: “Είναι αδελφή μου” και εκείνη: “Είναι αδελφός μου”; Εγώ με έντιμη καρδιά και με αθώα χέρια το έκανα αυτό». 6 Τότε ο αληθινός Θεός τού είπε στο όνειρο: «Γνωρίζω ότι το έκανες αυτό με έντιμη καρδιά, και έτσι σε συγκράτησα από το να αμαρτήσεις εναντίον μου. Να γιατί δεν σε άφησα να την αγγίξεις. 7 Τώρα λοιπόν, δώσε πίσω τη σύζυγο αυτού του ανθρώπου, γιατί είναι προφήτης,+ και εκείνος θα κάνει δέηση για εσένα+ και εσύ θα συνεχίσεις να ζεις. Αν όμως δεν τη δώσεις πίσω, να ξέρεις ότι οπωσδήποτε θα πεθάνεις, εσύ και όλοι οι δικοί σου».

8 Ο Αβιμέλεχ σηκώθηκε νωρίς το πρωί και κάλεσε όλους τους υπηρέτες του και τους είπε όλα αυτά τα πράγματα, και εκείνοι φοβήθηκαν πολύ. 9 Κατόπιν ο Αβιμέλεχ κάλεσε τον Αβραάμ και του είπε: «Τι είναι αυτό που μας έκανες; Αμάρτησα εγώ εναντίον σου ώστε να φέρεις πάνω σε εμένα και στο βασίλειό μου μια τόσο μεγάλη αμαρτία; Αυτό που μου έκανες δεν ήταν σωστό». 10 Στη συνέχεια, ο Αβιμέλεχ είπε στον Αβραάμ: «Τι είχες κατά νου όταν έκανες αυτό το πράγμα;»+ 11 Και ο Αβραάμ απάντησε: «Απλώς σκέφτηκα: “Σίγουρα δεν υπάρχει φόβος Θεού σε αυτόν τον τόπο, και θα με σκοτώσουν εξαιτίας της συζύγου μου”.+ 12 Άλλωστε, είναι πράγματι αδελφή μου, κόρη του πατέρα μου αλλά όχι κόρη της μητέρας μου, και την πήρα για σύζυγό μου.+ 13 Όταν λοιπόν ο Θεός με έκανε να περιπλανηθώ μακριά από το σπίτι του πατέρα μου,+ της είπα: “Έτσι θα δείξεις όσια αγάπη σε εμένα: Οπουδήποτε πηγαίνουμε, να λες για εμένα: «Είναι αδελφός μου»”».+

14 Ύστερα ο Αβιμέλεχ πήρε πρόβατα και βόδια και υπηρέτες και υπηρέτριες και τα έδωσε στον Αβραάμ και του επέστρεψε τη σύζυγό του τη Σάρρα. 15 Επίσης ο Αβιμέλεχ είπε: «Ορίστε! Η γη μου είναι στη διάθεσή σου. Μείνε όπου σου αρέσει». 16 Και στη Σάρρα είπε: «Δίνω 1.000 κομμάτια ασήμι στον αδελφό σου.+ Αυτό αποδεικνύει την αθωότητά σου* σε όσους είναι μαζί σου και ενώπιον όλων, και θα είσαι απαλλαγμένη από την ντροπή». 17 Και ο Αβραάμ έκανε δέηση στον αληθινό Θεό, και ο Θεός γιάτρεψε τον Αβιμέλεχ και τη σύζυγό του και τις δούλες του, και αυτές άρχισαν να κάνουν παιδιά· 18 διότι ο Ιεχωβά είχε κάνει όλες τις γυναίκες του οίκου του Αβιμέλεχ στείρες* εξαιτίας της Σάρρας, της συζύγου του Αβραάμ.+

21 Ο Ιεχωβά έστρεψε την προσοχή του στη Σάρρα ακριβώς όπως είχε πει, και έκανε ο Ιεχωβά αυτό που είχε υποσχεθεί για εκείνη.+ 2 Η Σάρρα λοιπόν έμεινε έγκυος+ και γέννησε στον Αβραάμ έναν γιο στα γηρατειά του, τον προσδιορισμένο καιρό που του είχε υποσχεθεί ο Θεός.+ 3 Ο Αβραάμ ονόμασε τον νεογέννητο γιο του, τον οποίο του γέννησε η Σάρρα, Ισαάκ.+ 4 Και ο Αβραάμ έκανε περιτομή στον γιο του τον Ισαάκ όταν αυτός έγινε οχτώ ημερών, ακριβώς όπως τον είχε διατάξει ο Θεός.+ 5 Ο Αβραάμ ήταν 100 χρονών όταν απέκτησε τον γιο του τον Ισαάκ. 6 Τότε η Σάρρα είπε: «Ο Θεός μού έφερε γέλιο· όποιος το ακούσει θα γελάσει και αυτός μαζί με εμένα».* 7 Και πρόσθεσε: «Ποιος θα έλεγε στον Αβραάμ: “Η Σάρρα θα θηλάσει παιδιά”; Και όμως, εγώ του γέννησα γιο στα γηρατειά του».

8 Το παιδί λοιπόν μεγάλωσε και απογαλακτίστηκε, και ο Αβραάμ ετοίμασε ένα μεγάλο συμπόσιο την ημέρα που απογαλακτίστηκε ο Ισαάκ. 9 Αλλά η Σάρρα παρατηρούσε ότι ο γιος της Αιγύπτιας Άγαρ,+ τον οποίο εκείνη είχε γεννήσει στον Αβραάμ, κορόιδευε τον Ισαάκ.+ 10 Γι’ αυτό, είπε στον Αβραάμ: «Διώξε αυτή τη δούλη και τον γιο της, γιατί ο γιος αυτής της δούλης δεν πρόκειται να είναι κληρονόμος μαζί με τον γιο μου, τον Ισαάκ!»+ 11 Αλλά αυτό που είπε στον Αβραάμ για τον γιο του τον δυσαρέστησε πολύ.+ 12 Τότε ο Θεός είπε στον Αβραάμ: «Μη σε δυσαρεστεί καθόλου αυτό που σου λέει η Σάρρα για το αγόρι και για τη δούλη σου. Άκουσέ την,* επειδή αυτοί που θα αποκληθούν απόγονοί σου* θα έρθουν μέσω του Ισαάκ.+ 13 Όσο για τον γιο της δούλης,+ θα κάνω και από αυτόν ένα έθνος,+ επειδή είναι απόγονός σου».*

14 Ο Αβραάμ λοιπόν σηκώθηκε νωρίς το πρωί και πήρε ψωμί και ένα ασκί νερό και τα έδωσε στην Άγαρ. Τα έβαλε πάνω στον ώμο της και της είπε να πάρει το αγόρι και να φύγει.+ Αυτή λοιπόν έφυγε και περιπλανιόταν στην έρημο της Βηρ-σαβεέ.+ 15 Τελικά το νερό στο ασκί τελείωσε και εκείνη έβαλε το αγόρι κάτω από έναν θάμνο. 16 Κατόπιν προχώρησε παραπέρα και κάθισε μόνη της, περίπου σε απόσταση βολής τόξου, επειδή είπε: «Δεν θέλω να δω το αγόρι να πεθαίνει». Γι’ αυτό, κάθισε σε κάποια απόσταση και άρχισε να φωνάζει δυνατά και να κλαίει.

17 Τότε ο Θεός άκουσε τη φωνή του αγοριού,+ και άγγελος του Θεού φώναξε στην Άγαρ από τους ουρανούς και της είπε:+ «Τι σου συμβαίνει, Άγαρ; Μη φοβάσαι, επειδή ο Θεός άκουσε τη φωνή του αγοριού από εκεί που είναι ξαπλωμένο. 18 Σήκω, πάρε το αγόρι και κράτα το γερά με το χέρι σου, διότι εγώ θα το κάνω μεγάλο έθνος».+ 19 Τότε ο Θεός άνοιξε τα μάτια της και εκείνη είδε ένα πηγάδι με νερό. Πήγε λοιπόν και γέμισε το ασκί με νερό και έδωσε στο αγόρι να πιει. 20 Και ο Θεός συνέχισε να είναι με το αγόρι.+ Καθώς αυτό μεγάλωνε, ζούσε στην έρημο και έγινε τοξότης. 21 Κατοίκησε στην έρημο Φαράν+ και η μητέρα του πήρε για αυτόν μια σύζυγο από τη γη της Αιγύπτου.

22 Εκείνον τον καιρό ο Αβιμέλεχ, μαζί με τον Φιχόλ, τον αρχιστράτηγό του, είπε στον Αβραάμ: «Ο Θεός είναι μαζί σου σε ό,τι κάνεις.+ 23 Τώρα λοιπόν, ορκίσου μου στον Θεό ότι δεν θα φερθείς με δολιότητα σε εμένα και στα παιδιά μου και στους απογόνους μου, αλλά ότι θα δείξεις σε εμένα και στη γη μου στην οποία κατοικείς την ίδια καλοσύνη* που σου έδειξα και εγώ».+ 24 Και ο Αβραάμ είπε: «Ορκίζομαι».

25 Ωστόσο, ο Αβραάμ παραπονέθηκε στον Αβιμέλεχ για το πηγάδι που είχαν πάρει με τη βία+ οι υπηρέτες του Αβιμέλεχ. 26 Εκείνος απάντησε: «Δεν ξέρω ποιος το έκανε αυτό· ούτε εσύ μου είχες πει τίποτα ούτε είχα ακούσει κάτι για αυτό μέχρι σήμερα». 27 Τότε ο Αβραάμ πήρε πρόβατα και βόδια και τα έδωσε στον Αβιμέλεχ, και έκαναν οι δυο τους διαθήκη. 28 Όταν ο Αβραάμ ξεχώρισε από το κοπάδι εφτά θηλυκά αρνιά, 29 ο Αβιμέλεχ τού είπε: «Γιατί ξεχώρισες αυτά τα εφτά αρνιά;» 30 Τότε εκείνος απάντησε: «Πρέπει να δεχτείς τα εφτά αρνιά που σου δίνω, ως μαρτυρία ότι εγώ έσκαψα αυτό το πηγάδι». 31 Γι’ αυτό ονόμασε εκείνον τον τόπο Βηρ-σαβεέ,*+ επειδή εκεί είχαν ορκιστεί οι δυο τους. 32 Έκαναν λοιπόν διαθήκη+ στη Βηρ-σαβεέ, και μετά σηκώθηκε ο Αβιμέλεχ μαζί με τον Φιχόλ, τον αρχιστράτηγό του, και επέστρεψαν στη γη των Φιλισταίων.+ 33 Έπειτα από αυτό, εκείνος φύτεψε ένα αλμυρίκι στη Βηρ-σαβεέ και επικαλέστηκε εκεί το όνομα του Ιεχωβά,+ του αιώνιου Θεού.+ 34 Και ο Αβραάμ παρέμεινε* στη γη των Φιλισταίων πολύ καιρό.*+

22 Έπειτα από αυτό, ο αληθινός Θεός υπέβαλε τον Αβραάμ σε δοκιμή+ και του είπε: «Αβραάμ!» Και εκείνος απάντησε: «Ορίστε!» 2 Τότε αυτός είπε: «Πάρε, σε παρακαλώ, τον γιο σου, τον μοναχογιό σου που τόσο αγαπάς,+ τον Ισαάκ,+ και ταξίδεψε στη γη Μοριά+ και πρόσφερέ τον εκεί ως ολοκαύτωμα σε ένα από τα βουνά που θα σου ορίσω».

3 Έτσι λοιπόν, ο Αβραάμ σηκώθηκε νωρίς το πρωί, σαμάρωσε το γαϊδούρι του και πήρε μαζί του δύο υπηρέτες του και τον γιο του τον Ισαάκ. Έσκισε τα ξύλα για το ολοκαύτωμα και κατόπιν ξεκίνησε το ταξίδι για τον τόπο που του υπέδειξε ο αληθινός Θεός. 4 Την τρίτη ημέρα, ο Αβραάμ σήκωσε τα μάτια του και είδε τον τόπο από μακριά. 5 Είπε λοιπόν ο Αβραάμ στους υπηρέτες του: «Εσείς μείνετε εδώ με το γαϊδούρι, αλλά το αγόρι και εγώ θα πάμε εκεί για να προσφέρουμε λατρεία και θα γυρίσουμε σε εσάς».

6 Και ο Αβραάμ πήρε τα ξύλα για το ολοκαύτωμα και τα έβαλε πάνω στον γιο του τον Ισαάκ. Έπειτα πήρε στα χέρια του τη φωτιά και το μαχαίρι,* και προχώρησαν και οι δύο μαζί. 7 Κάποια στιγμή, ο Ισαάκ είπε στον πατέρα του τον Αβραάμ: «Πατέρα μου!» Εκείνος απάντησε: «Ορίστε, γιε μου!» Αυτός λοιπόν συνέχισε: «Η φωτιά και τα ξύλα είναι εδώ, αλλά πού είναι το πρόβατο για το ολοκαύτωμα;» 8 Τότε ο Αβραάμ είπε: «Ο Θεός, γιε μου, θα προμηθεύσει το πρόβατο για το ολοκαύτωμα».+ Και προχωρούσαν και οι δύο μαζί.

9 Τελικά έφτασαν στον τόπο που του είχε υποδείξει ο αληθινός Θεός, και ο Αβραάμ έχτισε εκεί ένα θυσιαστήριο και τακτοποίησε τα ξύλα πάνω σε αυτό. Έδεσε χειροπόδαρα τον γιο του τον Ισαάκ και τον έβαλε στο θυσιαστήριο πάνω από τα ξύλα.+ 10 Κατόπιν ο Αβραάμ άπλωσε το χέρι του και πήρε το μαχαίρι* για να θανατώσει τον γιο του.+ 11 Αλλά άγγελος του Ιεχωβά φώναξε από τους ουρανούς και του είπε: «Αβραάμ, Αβραάμ!» Και αυτός απάντησε: «Ορίστε!» 12 Και εκείνος είπε: «Μην απλώσεις το χέρι σου στο αγόρι και μην του κάνεις κανένα κακό, γιατί τώρα γνωρίζω ότι είσαι θεοφοβούμενος επειδή δεν αρνήθηκες να δώσεις τον γιο σου τον μονάκριβο σε εμένα».+ 13 Τότε ο Αβραάμ σήκωσε τα μάτια του και είδε λίγο πιο πέρα ένα κριάρι που τα κέρατά του είχαν πιαστεί σε μια συστάδα θάμνων. Πήγε λοιπόν και πήρε το κριάρι και το πρόσφερε ως ολοκαύτωμα αντί για τον γιο του. 14 Και ο Αβραάμ ονόμασε εκείνον τον τόπο Ιεχωβά-ιρέ.* Γι’ αυτό λέγεται μέχρι και σήμερα: «Στο βουνό του Ιεχωβά θα γίνει προμήθεια».+

15 Και ο άγγελος του Ιεχωβά φώναξε στον Αβραάμ δεύτερη φορά από τους ουρανούς 16 και είπε: «“Στον εαυτό μου ορκίζομαι”, δηλώνει ο Ιεχωβά,+ “πως, επειδή έκανες αυτό το πράγμα και δεν αρνήθηκες να δώσεις τον γιο σου τον μονάκριβο,+ 17 ασφαλώς θα σε ευλογήσω και ασφαλώς θα πληθύνω τον απόγονό σου* σαν τα άστρα των ουρανών και σαν τους κόκκους της άμμου στην ακρογιαλιά,+ και ο απόγονός σου* θα πάρει στην κατοχή του την πύλη* των εχθρών του.+ 18 Και μέσω του απογόνου σου*+ όλα τα έθνη της γης θα αποκτήσουν ευλογία για τον εαυτό τους επειδή εσύ άκουσες τη φωνή μου”».+

19 Έπειτα ο Αβραάμ γύρισε στους υπηρέτες του και σηκώθηκαν και επέστρεψαν μαζί στη Βηρ-σαβεέ·+ και ο Αβραάμ συνέχισε να κατοικεί στη Βηρ-σαβεέ.

20 Αργότερα, αναφέρθηκε στον Αβραάμ: «Η Μελχά γέννησε και αυτή γιους στον Ναχώρ τον αδελφό σου:+ 21 τον Ουζ, τον πρωτότοκό του, τον Βουζ, τον αδελφό του, τον Κεμουήλ, τον πατέρα του Αράμ, 22 τον Κεσέδ, τον Αζώ, τον Φαλδές, τον Ιεδλάφ και τον Βαθουήλ».+ 23 Ο Βαθουήλ έγινε πατέρας της Ρεβέκκας.+ Αυτούς τους οχτώ γέννησε η Μελχά στον Ναχώρ, τον αδελφό του Αβραάμ. 24 Η παλλακίδα του, το όνομα της οποίας ήταν Ρευμά, γέννησε και αυτή γιους: τον Τεβάχ, τον Γαάμ, τον Ταχάς και τον Μααχά.

23 Η δε Σάρρα έζησε 127 χρόνια· αυτά ήταν τα χρόνια της ζωής της.+ 2 Πέθανε στην Κιριάθ-αρβά,+ δηλαδή τη Χεβρών,+ στη γη Χαναάν,+ και ο Αβραάμ άρχισε να πενθεί και να κλαίει για τη Σάρρα. 3 Κατόπιν ο Αβραάμ σηκώθηκε από εκεί που βρισκόταν δίπλα στη νεκρή σύζυγό του και πήγε στους γιους του Χετ+ και τους είπε: 4 «Εγώ είμαι ξένος και μέτοικος ανάμεσά σας.+ Δώστε μου ένα κτήμα ως τόπο ταφής μέσα στην περιοχή σας για να φέρω τη νεκρή σύζυγό μου και να τη θάψω». 5 Τότε οι γιοι του Χετ απάντησαν στον Αβραάμ: 6 «Άκουσέ μας, κύριέ μου. Εσύ είσαι αρχηγός από τον Θεό* ανάμεσά μας.+ Μπορείς να θάψεις τη νεκρή σύζυγό σου στον εκλεκτότερο από τους τόπους ταφής μας. Κανείς μας δεν θα αρνηθεί να σου δώσει τον τόπο ταφής του για να τη θάψεις».

7 Τότε ο Αβραάμ σηκώθηκε και προσκύνησε τους ανθρώπους του τόπου, τους γιους του Χετ,+ 8 και τους είπε: «Αν συμφωνείτε* να φέρω τη νεκρή σύζυγό μου και να τη θάψω, τότε ακούστε με και παρακινήστε τον Εφρών, τον γιο του Ζωάρ, 9 να μου πουλήσει τη σπηλιά Μαχπελάχ, η οποία είναι δική του και βρίσκεται στην άκρη του αγρού του. Ας μου την πουλήσει ενώπιόν σας και εγώ θα δώσω το πλήρες αντίτιμό της σε ασήμι,+ ώστε να έχω έναν ιδιόκτητο τόπο ταφής».+

10 Ο Εφρών καθόταν ανάμεσα στους γιους του Χετ. Απάντησε λοιπόν ο Εφρών ο Χετταίος στον Αβραάμ, ενώ άκουγαν οι γιοι του Χετ και ενώπιον όλων όσων έμπαιναν από την πύλη της πόλης του,+ λέγοντας: 11 «Όχι, κύριέ μου! Άκουσέ με. Σου δίνω και τον αγρό και τη σπηλιά που υπάρχει σε αυτόν. Ενώπιον των γιων του λαού μου, σου τα δίνω. Θάψε τη νεκρή σύζυγό σου». 12 Τότε ο Αβραάμ προσκύνησε μπροστά στους ανθρώπους του τόπου 13 και μίλησε στον Εφρών ενώ άκουγαν οι υπόλοιποι, λέγοντας: «Άκουσέ με, αν θέλεις! Θα σου δώσω το πλήρες αντίτιμο του αγρού σε ασήμι. Δέξου το από εμένα, ώστε να θάψω τη νεκρή σύζυγό μου εκεί».

14 Κατόπιν ο Εφρών απάντησε στον Αβραάμ: 15 «Κύριέ μου, άκουσέ με. Αυτή η γη αξίζει 400 σίκλους* ασήμι, αλλά τι σημασία έχει αυτό για εμένα και για εσένα; Θάψε λοιπόν τη νεκρή σύζυγό σου». 16 Ο Αβραάμ άκουσε τον Εφρών και του ζύγισε όσο ασήμι είχε πει εκείνος ενώ άκουγαν οι γιοι του Χετ, 400 σίκλους* ασήμι σύμφωνα με το βάρος που ήταν αποδεκτό από τους εμπόρους.+ 17 Ως αποτέλεσμα, ο αγρός του Εφρών στη Μαχπελάχ, η οποία βρισκόταν μπροστά στη Μαμβρή—ο αγρός μαζί με τη σπηλιά και όλα τα δέντρα που υπήρχαν μέσα στα όριά του—κατακυρώθηκε 18 στον Αβραάμ ως δικό του αγορασμένο κτήμα ενώπιον των γιων του Χετ και όλων όσων έμπαιναν από την πύλη της πόλης. 19 Έπειτα από αυτό, ο Αβραάμ έθαψε τη σύζυγό του τη Σάρρα στη σπηλιά του αγρού Μαχπελάχ μπροστά στη Μαμβρή, δηλαδή τη Χεβρών, στη γη Χαναάν. 20 Έτσι λοιπόν, ο αγρός και η σπηλιά που υπήρχε σε αυτόν μεταβιβάστηκαν από τους γιους του Χετ στον Αβραάμ ως ιδιόκτητος τόπος ταφής.+

24 Ο Αβραάμ ήταν πια γέρος, προχωρημένος στα χρόνια, και ο Ιεχωβά τον είχε ευλογήσει στο καθετί.+ 2 Και είπε ο Αβραάμ στον υπηρέτη του, τον γεροντότερο από το σπιτικό του, ο οποίος διαχειριζόταν όλα όσα είχε:+ «Σε παρακαλώ, βάλε το χέρι σου κάτω από τον μηρό μου, 3 και εγώ θα σε βάλω να ορκιστείς στον Ιεχωβά, τον Θεό των ουρανών και τον Θεό της γης, ότι δεν θα πάρεις σύζυγο για τον γιο μου από τις κόρες των Χαναναίων, ανάμεσα στους οποίους κατοικώ.+ 4 Απεναντίας, πρέπει να πας στη χώρα μου και στους συγγενείς μου+ και να πάρεις από εκεί σύζυγο για τον γιο μου τον Ισαάκ».

5 Ωστόσο, ο υπηρέτης τού είπε: «Τι θα γίνει αν η γυναίκα δεν είναι πρόθυμη να έρθει μαζί μου σε αυτόν τον τόπο; Πρέπει τότε να πάω τον γιο σου πίσω στον τόπο από τον οποίο ήρθες;»+ 6 Και ο Αβραάμ τού είπε: «Πρόσεξε να μην πας τον γιο μου εκεί.+ 7 Ο Ιεχωβά, ο Θεός των ουρανών, ο οποίος με πήρε από το σπίτι του πατέρα μου και από τη γη των συγγενών+ μου και ο οποίος μου μίλησε και μου ορκίστηκε:+ “Στους απογόνους* σου+ πρόκειται να δώσω αυτή τη γη”,+ εκείνος θα στείλει τον άγγελό του μπροστά από εσένα+ και εσύ θα πάρεις οπωσδήποτε σύζυγο για τον γιο μου από εκεί.+ 8 Αν όμως η γυναίκα δεν είναι πρόθυμη να έρθει μαζί σου, θα είσαι απαλλαγμένος από αυτόν τον όρκο. Αλλά τον γιο μου δεν πρέπει να τον πας εκεί». 9 Τότε ο υπηρέτης έβαλε το χέρι του κάτω από τον μηρό του Αβραάμ του κυρίου του και του ορκίστηκε σχετικά με αυτό το ζήτημα.+

10 Ο υπηρέτης λοιπόν πήρε 10 από τις καμήλες του κυρίου του και έφυγε, παίρνοντας μαζί του κάθε είδους αγαθά από τον κύριό του. Κατόπιν πήγε στη Μεσοποταμία, στην πόλη του Ναχώρ. 11 Έβαλε τις καμήλες να γονατίσουν κοντά σε ένα πηγάδι νερού έξω από την πόλη. Είχε σχεδόν βραδιάσει, και εκείνη την ώρα οι γυναίκες έρχονταν όπως συνήθως να βγάλουν νερό. 12 Τότε αυτός είπε: «Ιεχωβά, Θεέ του κυρίου μου του Αβραάμ, σε παρακαλώ, κάνε να πετύχουν οι προσπάθειές μου σήμερα και εκδήλωσε την όσια αγάπη σου στον κύριό μου τον Αβραάμ. 13 Δες! Στέκομαι κοντά σε μια πηγή νερού, και οι κόρες των αντρών της πόλης έρχονται να βγάλουν νερό. 14 Η κοπέλα στην οποία θα πω: “Σε παρακαλώ, κατέβασε τη στάμνα σου για να πιω λίγο”, και η οποία θα απαντήσει: “Πιες, και θα ποτίσω και τις καμήλες σου”, αυτή να είναι εκείνη που έχεις επιλέξει για τον υπηρέτη σου τον Ισαάκ· και από αυτό θα καταλάβω ότι εκδήλωσες την όσια αγάπη σου στον κύριό μου».

15 Προτού καν τελειώσει αυτά που έλεγε, ήρθε η Ρεβέκκα, η οποία ήταν κόρη του Βαθουήλ,+ γιου της Μελχά,+ της συζύγου του Ναχώρ,+ αδελφού του Αβραάμ, έχοντας τη στάμνα της πάνω στον ώμο της. 16 Ήταν πολύ όμορφη κοπέλα και ήταν παρθένα· κανένας άντρας δεν είχε ακόμη σεξουαλικές σχέσεις μαζί της. Κατέβηκε στην πηγή, γέμισε τη στάμνα της και κατόπιν ανέβηκε. 17 Αμέσως ο υπηρέτης έτρεξε να τη συναντήσει και είπε: «Σε παρακαλώ, δώσε μου μια γουλιά νερό από τη στάμνα σου». 18 Και εκείνη είπε: «Πιες, κύριέ μου». Τότε κατέβασε γρήγορα τη στάμνα της στο χέρι της και του έδωσε να πιει. 19 Αφού εκείνος ήπιε, η Ρεβέκκα είπε: «Θα βγάλω και για τις καμήλες σου νερό μέχρι να σταματήσουν να πίνουν». 20 Άδειασε λοιπόν γρήγορα τη στάμνα της μέσα στην ποτίστρα και έτρεξε επανειλημμένα στο πηγάδι να βγάλει νερό· και έβγαζε νερό για όλες τις καμήλες του. 21 Όλο αυτό το διάστημα, ο άνθρωπος την κοίταζε έκπληκτος και σιωπηλός, προσπαθώντας να καταλάβει αν ο Ιεχωβά είχε κάνει το ταξίδι του να πετύχει ή όχι.

22 Αφού ήπιαν οι καμήλες, ο άνθρωπος έβγαλε και της έδωσε έναν χρυσό κρίκο της μύτης, βάρους μισού σίκλου,* και δύο χρυσά βραχιόλια, βάρους 10 σίκλων,* 23 και τη ρώτησε: «Πες μου, σε παρακαλώ, τίνος κόρη είσαι; Υπάρχει χώρος στο σπίτι του πατέρα σου για να διανυκτερεύσουμε;» 24 Τότε εκείνη του απάντησε: «Είμαι η κόρη του Βαθουήλ,+ του γιου της Μελχά, τον οποίο γέννησε στον Ναχώρ».+ 25 Και πρόσθεσε: «Έχουμε άχυρο, άφθονη ζωοτροφή, καθώς και μέρος να διανυκτερεύσετε». 26 Τότε ο άνθρωπος έπεσε κάτω και προσκύνησε τον Ιεχωβά 27 και είπε: «Ας είναι δοξασμένος ο Ιεχωβά, ο Θεός του κυρίου μου του Αβραάμ, επειδή δεν εγκατέλειψε την όσια αγάπη του και την πιστότητά του προς τον κύριό μου. Ο Ιεχωβά με οδήγησε στο σπίτι των αδελφών του κυρίου μου».

28 Και η κοπέλα έτρεξε να πει στο σπιτικό της μητέρας της τα καθέκαστα. 29 Η Ρεβέκκα είχε έναν αδελφό που λεγόταν Λάβαν.+ Ο Λάβαν λοιπόν έτρεξε στον άνθρωπο που ήταν έξω στην πηγή. 30 Όταν είδε τον κρίκο της μύτης και τα βραχιόλια στα χέρια της αδελφής του και άκουσε την αδελφή του τη Ρεβέκκα να λέει: «Έτσι μου μίλησε αυτός ο άνθρωπος», πήγε να τον συναντήσει και τον βρήκε να στέκεται ακόμη εκεί, κοντά στις καμήλες δίπλα στην πηγή. 31 Αμέσως είπε: «Έλα, εσύ που είσαι ευλογημένος από τον Ιεχωβά. Γιατί στέκεσαι εδώ έξω; Έχω ετοιμάσει το σπίτι, καθώς και χώρο για τις καμήλες». 32 Τότε ο άνθρωπος πήγε στο σπίτι, και αυτός* έβγαλε τα χαλινάρια από τις καμήλες και τους έδωσε άχυρο και ζωοτροφή. Έφερε επίσης νερό για να πλύνουν τα πόδια τους εκείνος και οι άντρες που ήταν μαζί του. 33 Όταν όμως έβαλαν μπροστά του κάτι να φάει, εκείνος είπε: «Δεν θα φάω μέχρι να σας πω αυτά που έχω να πω». Ο Λάβαν λοιπόν αποκρίθηκε: «Σε ακούμε!»

34 Τότε εκείνος είπε: «Εγώ είμαι υπηρέτης του Αβραάμ.+ 35 Ο Ιεχωβά ευλόγησε πάρα πολύ τον κύριό μου και τον έκανε πολύ πλούσιο δίνοντάς του πρόβατα και βόδια, ασήμι και χρυσάφι, υπηρέτες και υπηρέτριες, καμήλες και γαϊδούρια.+ 36 Επίσης, η Σάρρα, η σύζυγος του κυρίου μου, γέννησε στα γηρατειά της έναν γιο στον κύριό μου,+ και εκείνος θα δώσει σε αυτόν όλα όσα έχει.+ 37 Ο κύριός μου λοιπόν με έβαλε να ορκιστώ, λέγοντας: “Δεν πρέπει να πάρεις σύζυγο για τον γιο μου από τις κόρες των Χαναναίων, στη γη των οποίων κατοικώ.+ 38 Όχι, αλλά θα πας στο σπίτι του πατέρα μου και στην οικογένειά μου,+ και πρέπει να πάρεις από εκεί σύζυγο για τον γιο μου”.+ 39 Εγώ όμως είπα στον κύριό μου: “Τι θα γίνει αν η γυναίκα δεν είναι πρόθυμη να έρθει μαζί μου;”+ 40 Εκείνος μου είπε: “Ο Ιεχωβά, ενώπιον του οποίου περπάτησα,+ θα στείλει τον άγγελό του+ μαζί σου και θα φέρει οπωσδήποτε επιτυχία στο ταξίδι σου, και εσύ θα πάρεις σύζυγο για τον γιο μου από την οικογένειά μου και από το σπίτι του πατέρα μου.+ 41 Θα είσαι όμως απαλλαγμένος από τον όρκο που μου έδωσες αν πας στην οικογένειά μου και εκείνοι δεν σου τη δώσουν. Αυτό θα σε απαλλάξει από τον όρκο σου”.+

42 »Όταν έφτασα στην πηγή σήμερα, είπα: “Ιεχωβά, Θεέ του κυρίου μου του Αβραάμ, αν πρόκειται να κάνεις το ταξίδι μου να πετύχει, 43 δες! στέκομαι κοντά σε μια πηγή. Ας γίνει το εξής: Όταν έρθει μια κοπέλα+ για να βγάλει νερό, εγώ θα της πω: «Σε παρακαλώ, ας πιω λίγο νερό από τη στάμνα σου». 44 Αν εκείνη μου πει: «Πιες εσύ, και θα βγάλω νερό και για τις καμήλες σου», αυτή να είναι η γυναίκα που έχει επιλέξει ο Ιεχωβά για τον γιο του κυρίου μου”.+

45 »Προτού εγώ τελειώσω αυτά που έλεγα μέσα μου, ήρθε η Ρεβέκκα έχοντας τη στάμνα της πάνω στον ώμο της, και κατέβηκε στην πηγή και έβγαλε νερό. Τότε της είπα: “Δώσε μου να πιω, σε παρακαλώ”.+ 46 Εκείνη λοιπόν κατέβασε γρήγορα τη στάμνα της από τον ώμο της και είπε: “Πιες,+ και θα ποτίσω και τις καμήλες σου”. Τότε ήπια, και εκείνη πότισε και τις καμήλες. 47 Έπειτα τη ρώτησα: “Τίνος κόρη είσαι;” Και εκείνη απάντησε: “Είμαι η κόρη του Βαθουήλ, του γιου του Ναχώρ, τον οποίο του γέννησε η Μελχά”. Έβαλα λοιπόν τον κρίκο στη μύτη της και τα βραχιόλια στα χέρια της.+ 48 Και έπεσα κάτω και προσκύνησα τον Ιεχωβά και δόξασα τον Ιεχωβά, τον Θεό του κυρίου μου του Αβραάμ,+ ο οποίος με είχε οδηγήσει στον σωστό δρόμο για να πάρω την κόρη του αδελφού του κυρίου μου για τον γιο του. 49 Και τώρα, πείτε μου αν σκοπεύετε να εκδηλώσετε όσια αγάπη και πιστότητα στον κύριό μου· αλλά αν όχι, πείτε μου και πάλι, για να στραφώ κάπου αλλού».*+

50 Κατόπιν ο Λάβαν και ο Βαθουήλ απάντησαν: «Αυτό είναι από τον Ιεχωβά. Εμείς δεν μπορούμε να σου πούμε ναι ή όχι.* 51 Εδώ είναι η Ρεβέκκα. Πάρε την και πήγαινε, και ας γίνει σύζυγος του γιου του κυρίου σου, ακριβώς όπως είπε ο Ιεχωβά». 52 Μόλις ο υπηρέτης του Αβραάμ άκουσε αυτά τα λόγια, προσκύνησε τον Ιεχωβά μέχρις εδάφους. 53 Και ο υπηρέτης άρχισε να βγάζει ασημένια και χρυσά αντικείμενα και ρούχα και να τα δίνει στη Ρεβέκκα, και έδωσε πολύτιμα πράγματα στον αδελφό της και στη μητέρα της. 54 Έπειτα, αυτός και οι άντρες που ήταν μαζί του έφαγαν και ήπιαν και διανυκτέρευσαν εκεί.

Όταν σηκώθηκε το πρωί, είπε: «Στείλτε με στον κύριό μου». 55 Τότε ο αδελφός της και η μητέρα της είπαν: «Ας μείνει η κοπέλα μαζί μας τουλάχιστον 10 ημέρες. Ύστερα μπορεί να φύγει». 56 Αυτός όμως τους είπε: «Μη με κρατάτε, τώρα που ο Ιεχωβά έκανε το ταξίδι μου να πετύχει. Στείλτε με να πάω στον κύριό μου». 57 Εκείνοι του είπαν: «Ας φωνάξουμε την κοπέλα και ας ρωτήσουμε την ίδια». 58 Φώναξαν λοιπόν τη Ρεβέκκα και της είπαν: «Θα πας μαζί με αυτόν τον άνθρωπο;» Εκείνη απάντησε: «Είμαι πρόθυμη να πάω».

59 Τότε άφησαν την αδελφή τους τη Ρεβέκκα+ και την παραμάνα* της+ και τον υπηρέτη του Αβραάμ και τους άντρες του να φύγουν. 60 Και ευλόγησαν τη Ρεβέκκα και της είπαν: «Αδελφή μας, είθε να γίνεις χιλιάδες μυριάδων* και είθε οι απόγονοί σου* να πάρουν στην κατοχή τους την πύλη* όσων τους μισούν».+ 61 Έπειτα, η Ρεβέκκα και οι υπηρέτριές της σηκώθηκαν, ανέβηκαν στις καμήλες και ακολούθησαν τον άνθρωπο. Έτσι λοιπόν, ο υπηρέτης πήρε τη Ρεβέκκα και έφυγε.

62 Ο δε Ισαάκ είχε έρθει από την περιοχή της Βηρ-λαχαΐ-ροΐ,+ γιατί κατοικούσε στη γη της Νεγκέμπ.+ 63 Και ο Ισαάκ ήταν έξω και περπατούσε στον αγρό την ώρα που βράδιαζε για να κάνει στοχασμούς.+ Σηκώνοντας τα μάτια του, είδε να έρχονται καμήλες! 64 Όταν η Ρεβέκκα σήκωσε τα μάτια της, είδε τον Ισαάκ και κατέβηκε γρήγορα από την καμήλα. 65 Κατόπιν ρώτησε τον υπηρέτη: «Ποιος είναι εκείνος ο άντρας που περπατάει στον αγρό για να μας συναντήσει;» Και ο υπηρέτης είπε: «Είναι ο κύριός μου». Τότε εκείνη πήρε το πέπλο της και καλύφτηκε. 66 Και ο υπηρέτης αφηγήθηκε στον Ισαάκ όλα όσα είχε κάνει. 67 Έπειτα, ο Ισαάκ την έφερε στη σκηνή της Σάρρας της μητέρας του.+ Πήρε λοιπόν τη Ρεβέκκα για σύζυγό του. Και ο Ισαάκ την αγάπησε+ και βρήκε παρηγοριά αφού έχασε τη μητέρα του.+

25 Ο Αβραάμ πήρε και πάλι μια σύζυγο, η οποία λεγόταν Χετούρα. 2 Με τον καιρό αυτή του γέννησε τον Ζεμβράν, τον Ιοξάν, τον Μαδάν, τον Μαδιάμ,+ τον Ιεσβώκ και τον Σουάχ.+

3 Ο Ιοξάν έγινε πατέρας του Σεβά και του Δαιδάν.

Οι γιοι του Δαιδάν ήταν ο Ασσουρίμ, ο Λετουσίμ και ο Λεουμμίμ.

4 Οι γιοι του Μαδιάμ ήταν ο Εφά, ο Εφέρ, ο Ανώχ, ο Αβιδά και ο Ελδαά.

Όλοι αυτοί ήταν οι γιοι της Χετούρας.

5 Αργότερα ο Αβραάμ έδωσε όλα όσα είχε στον Ισαάκ,+ 6 αλλά στους γιους των παλλακίδων του έδωσε δώρα. Κατόπιν, ενώ ήταν ακόμη ζωντανός, τους έστειλε ανατολικά, μακριά από τον Ισαάκ τον γιο του,+ στη γη της Ανατολής. 7 Τα χρόνια της ζωής του Αβραάμ έφτασαν τα 175. 8 Κατόπιν ο Αβραάμ εξέπνευσε και πέθανε σε καλά γηρατειά, γέρος και ικανοποιημένος, και προστέθηκε στον λαό του.* 9 Οι γιοι του, ο Ισαάκ και ο Ισμαήλ, τον έθαψαν στη σπηλιά Μαχπελάχ στον αγρό του Εφρών, του γιου του Ζωάρ του Χετταίου, που βρίσκεται μπροστά στη Μαμβρή,+ 10 τον αγρό που είχε αγοράσει ο Αβραάμ από τους γιους του Χετ. Εκεί θάφτηκε ο Αβραάμ, μαζί με τη σύζυγό του τη Σάρρα.+ 11 Μετά τον θάνατο του Αβραάμ, ο Θεός συνέχισε να ευλογεί τον γιο του τον Ισαάκ,+ και ο Ισαάκ κατοικούσε κοντά στη Βηρ-λαχαΐ-ροΐ.+

12 Αυτή είναι η ιστορία του Ισμαήλ,+ του γιου του Αβραάμ, τον οποίο γέννησε στον Αβραάμ η Άγαρ+ η Αιγύπτια, η υπηρέτρια της Σάρρας.

13 Αυτά είναι τα ονόματα των γιων του Ισμαήλ, σύμφωνα με τα ονόματά τους και τις οικογένειες που προήλθαν από αυτούς: πρωτότοκος του Ισμαήλ ο Νεβαϊώθ,+ έπειτα ο Κηδάρ,+ ο Αδβεήλ, ο Μιβσάμ,+ 14 ο Μισμά, ο Δουμά, ο Μασσά, 15 ο Αδάδ, ο Θεμά, ο Ιετούρ, ο Ναφίς και ο Κεδημά. 16 Αυτοί είναι οι γιοι του Ισμαήλ και αυτά είναι τα ονόματά τους σύμφωνα με τους οικισμούς τους και τους καταυλισμούς* τους, 12 αρχηγοί σύμφωνα με τις φυλετικές τους ομάδες.+ 17 Και ο Ισμαήλ έζησε 137 χρόνια. Κατόπιν εξέπνευσε και πέθανε και προστέθηκε στον λαό του.* 18 Και κατοικούσαν από την Αβιλά+ κοντά στη Σιούρ,+ η οποία βρίσκεται δίπλα στην Αίγυπτο, μέχρι την Ασσυρία. Εγκαταστάθηκε κοντά σε όλους τους αδελφούς του.*+

19 Και αυτή είναι η ιστορία του Ισαάκ, του γιου του Αβραάμ.+

Ο Αβραάμ έγινε πατέρας του Ισαάκ. 20 Ο Ισαάκ ήταν 40 χρονών όταν παντρεύτηκε τη Ρεβέκκα, την κόρη του Βαθουήλ+ του Αραμαίου από την Παδάν-αράμ, την αδελφή του Λάβαν του Αραμαίου. 21 Και ο Ισαάκ ικέτευε τον Ιεχωβά για τη σύζυγό του, επειδή ήταν στείρα· ο Ιεχωβά λοιπόν εισάκουσε την ικεσία του και η σύζυγός του η Ρεβέκκα έμεινε έγκυος. 22 Και οι γιοι μέσα της πάλευαν,+ ώστε εκείνη είπε: «Αν είναι έτσι, γιατί να συνεχίσω να ζω;» Γι’ αυτό λοιπόν, ρώτησε τον Ιεχωβά. 23 Και ο Ιεχωβά τής είπε: «Δύο έθνη είναι στην κοιλιά σου+ και δύο λαοί θα χωριστούν από τα σπλάχνα σου·+ και το ένα έθνος θα είναι ισχυρότερο από το άλλο,+ και ο μεγαλύτερος θα υπηρετεί τον νεότερο».+

24 Όταν ήρθε η ώρα να γεννήσει, υπήρχαν όντως δίδυμα στην κοιλιά της. 25 Τότε βγήκε ο πρώτος και ήταν κόκκινος παντού· έμοιαζε με τρίχινο ρούχο,+ γι’ αυτό τον ονόμασαν Ησαύ.*+ 26 Έπειτα βγήκε ο αδελφός του και το χέρι του κρατούσε τη φτέρνα του Ησαύ,+ γι’ αυτό ονομάστηκε Ιακώβ.*+ Ο Ισαάκ ήταν 60 χρονών όταν τους γέννησε η Ρεβέκκα.

27 Καθώς τα αγόρια μεγάλωναν, ο Ησαύ έγινε επιδέξιος κυνηγός,+ άνθρωπος της υπαίθρου, αλλά ο Ιακώβ ήταν άμεμπτος άνθρωπος και κατοικούσε σε σκηνές.+ 28 Και ο Ισαάκ αγαπούσε τον Ησαύ επειδή του έφερνε κυνήγι για να τρώει, ενώ η Ρεβέκκα αγαπούσε τον Ιακώβ.+ 29 Κάποια φορά, ενώ ο Ιακώβ έβραζε φαγητό, γύρισε ο Ησαύ από τους αγρούς εξαντλημένος. 30 Είπε λοιπόν ο Ησαύ στον Ιακώβ: «Γρήγορα, σε παρακαλώ, δώσε μου λίγο* από το κόκκινο φαγητό που έχεις εκεί,* γιατί είμαι εξαντλημένος!»* Γι’ αυτό και πήρε το όνομα Εδώμ.*+ 31 Τότε ο Ιακώβ είπε: «Πούλησέ μου πρώτα τα δικαιώματα που έχεις ως πρωτότοκος!»+ 32 Και ο Ησαύ συνέχισε: «Εδώ εγώ κοντεύω να πεθάνω! Τι να τα κάνω τα πρωτοτόκια;» 33 Και ο Ιακώβ πρόσθεσε: «Ορκίσου μου πρώτα!» Εκείνος λοιπόν του ορκίστηκε και πούλησε στον Ιακώβ τα δικαιώματα που είχε ως πρωτότοκος.+ 34 Τότε ο Ιακώβ έδωσε στον Ησαύ ψωμί και βρασμένες φακές και εκείνος έφαγε και ήπιε, και κατόπιν σηκώθηκε και έφυγε. Έτσι λοιπόν, ο Ησαύ καταφρόνησε τα πρωτοτόκια.

26 Και έγινε πείνα στον τόπο, εκτός από την πρώτη πείνα που είχε συμβεί στις ημέρες του Αβραάμ,+ και γι’ αυτό ο Ισαάκ πήγε στον Αβιμέλεχ, τον βασιλιά των Φιλισταίων, στα Γέραρα. 2 Τότε ο Ιεχωβά εμφανίστηκε σε αυτόν και είπε: «Μην κατεβείς στην Αίγυπτο. Κατοίκησε στη γη που σου ορίζω. 3 Ζήσε ως ξένος σε αυτή τη γη,+ και εγώ θα παραμείνω μαζί σου και θα σε ευλογώ, επειδή σε εσένα και στους απογόνους* σου θα δώσω όλους αυτούς τους τόπους,+ και θα τηρήσω τον όρκο που έδωσα στον πατέρα σου τον Αβραάμ:+ 4 “Θα πληθύνω τον απόγονό σου* σαν τα άστρα των ουρανών+ και θα δώσω στον απόγονό σου* όλους αυτούς τους τόπους·+ και μέσω του απογόνου σου* όλα τα έθνη της γης θα αποκτήσουν ευλογία για τον εαυτό τους”,+ 5 λόγω του ότι ο Αβραάμ άκουσε τη φωνή μου και συνέχισε να τηρεί τις απαιτήσεις μου, τις εντολές μου, τα νομοθετήματά μου και τους νόμους μου».+ 6 Γι’ αυτό, ο Ισαάκ συνέχισε να κατοικεί στα Γέραρα.+

7 Όταν οι άντρες του τόπου τον ρωτούσαν για τη σύζυγό του, αυτός έλεγε: «Είναι αδελφή μου».+ Φοβόταν να πει: «Είναι σύζυγός μου», διότι έλεγε: «Οι άντρες του τόπου μπορεί να με σκοτώσουν εξαιτίας της Ρεβέκκας», επειδή η Ρεβέκκα είχε ωραία εμφάνιση.+ 8 Ύστερα από λίγο καιρό, ο Αβιμέλεχ, ο βασιλιάς των Φιλισταίων, κοίταξε από το παράθυρο και είδε τον Ισαάκ να εκδηλώνει στοργή στη* Ρεβέκκα τη σύζυγό του.+ 9 Αμέσως ο Αβιμέλεχ κάλεσε τον Ισαάκ και του είπε: «Μα αυτή είναι η σύζυγός σου! Γιατί είπες: “Είναι αδελφή μου”;» Τότε ο Ισαάκ αποκρίθηκε: «Το είπα από φόβο μήπως πεθάνω εξαιτίας της».+ 10 Αλλά ο Αβιμέλεχ συνέχισε: «Τι ήταν αυτό που μας έκανες;+ Θα μπορούσε κάλλιστα κάποιος από τον λαό να πλαγιάσει με τη σύζυγό σου, και τότε θα μας έφερνες ενοχή!»+ 11 Κατόπιν ο Αβιμέλεχ διέταξε όλο τον λαό: «Όποιος αγγίξει αυτόν τον άνθρωπο και τη σύζυγό του εξάπαντος θα θανατωθεί!»

12 Και ο Ισαάκ άρχισε να σπέρνει σε εκείνη τη γη, και εκείνον τον χρόνο θέρισε εκατονταπλάσια από ό,τι έσπειρε, επειδή ο Ιεχωβά τον ευλογούσε.+ 13 Έγινε πλούσιος, και συνέχισε να ευημερεί μέχρι που πλούτισε πάρα πολύ. 14 Απέκτησε κοπάδια προβάτων και βοδιών και πολύ υπηρετικό προσωπικό,+ και οι Φιλισταίοι άρχισαν να τον φθονούν.

15 Έτσι λοιπόν, οι Φιλισταίοι πήραν χώμα και έφραξαν όλα τα πηγάδια που είχαν σκάψει οι υπηρέτες του πατέρα του στις ημέρες του Αβραάμ.+ 16 Έπειτα ο Αβιμέλεχ είπε στον Ισαάκ: «Φύγε από κοντά μας, επειδή έγινες πολύ ισχυρότερος από εμάς». 17 Ο Ισαάκ λοιπόν έφυγε από εκεί και κατασκήνωσε στην κοιλάδα* των Γεράρων+ και κατοίκησε εκεί. 18 Και ο Ισαάκ έσκαψε πάλι τα πηγάδια που είχαν σκάψει στις ημέρες του πατέρα του τού Αβραάμ αλλά τα οποία είχαν φράξει οι Φιλισταίοι μετά τον θάνατο του Αβραάμ,+ και τα ονόμασε με τα ονόματα που είχε δώσει σε αυτά ο πατέρας του.+

19 Ενώ οι υπηρέτες του Ισαάκ έσκαβαν στην κοιλάδα,* βρήκαν ένα πηγάδι καθαρού νερού. 20 Και οι βοσκοί των Γεράρων άρχισαν να μαλώνουν με τους βοσκούς του Ισαάκ, λέγοντας: «Το νερό είναι δικό μας!» Γι’ αυτό, ονόμασε το πηγάδι Έσεκ,* επειδή είχαν μαλώσει μαζί του. 21 Και άρχισαν να σκάβουν άλλο πηγάδι και μάλωσαν και για αυτό. Το ονόμασε λοιπόν Σιτνά.* 22 Αργότερα έφυγε από εκεί και έσκαψε άλλο πηγάδι, αλλά δεν μάλωσαν για αυτό. Το ονόμασε λοιπόν Ρεχωβώθ* και είπε: «Επειδή τώρα ο Ιεχωβά μάς έδωσε ευρυχωρία και μας έκανε καρποφόρους σε αυτή τη γη».+

23 Κατόπιν ανέβηκε από εκεί στη Βηρ-σαβεέ.+ 24 Εκείνη τη νύχτα, ο Ιεχωβά εμφανίστηκε σε αυτόν και είπε: «Εγώ είμαι ο Θεός του πατέρα σου του Αβραάμ.+ Μη φοβάσαι,+ διότι εγώ είμαι μαζί σου, και θα σε ευλογήσω και θα πληθύνω τους απογόνους* σου λόγω του Αβραάμ του υπηρέτη μου».+ 25 Ο Ισαάκ λοιπόν έχτισε εκεί ένα θυσιαστήριο και επικαλέστηκε το όνομα του Ιεχωβά.+ Και κατασκήνωσε εκεί+ και οι υπηρέτες του έσκαψαν εκεί ένα πηγάδι.

26 Αργότερα ο Αβιμέλεχ ήρθε σε αυτόν από τα Γέραρα με τον Οχοζάθ, τον προσωπικό του σύμβουλο, και τον Φιχόλ, τον αρχιστράτηγό του.+ 27 Τότε ο Ισαάκ τούς είπε: «Γιατί ήρθατε σε εμένα, αφού με μισείτε και μου ζητήσατε να φύγω από κοντά σας;» 28 Εκείνοι είπαν: «Είδαμε ξεκάθαρα ότι ο Ιεχωβά είναι μαζί σου.+ Γι’ αυτό είπαμε: “Ας γίνει, σε παρακαλούμε, ένας δεσμευτικός όρκος ανάμεσα σε εμάς και σε εσένα, και ας κάνουμε διαθήκη μαζί σου+ 29 ότι δεν θα κάνεις τίποτα κακό σε εμάς ακριβώς όπως εμείς δεν σε πειράξαμε, και μάλιστα σου κάναμε μόνο καλό, εφόσον σου ζητήσαμε να φύγεις με ειρήνη. Εσύ τώρα είσαι ο ευλογημένος του Ιεχωβά”». 30 Τότε έκανε συμπόσιο για αυτούς και έφαγαν και ήπιαν. 31 Το πρωί σηκώθηκαν νωρίς και έδωσαν όρκο ο ένας στον άλλον.+ Έπειτα ο Ισαάκ τούς αποχαιρέτησε και εκείνοι έφυγαν με ειρήνη.

32 Εκείνη την ημέρα ήρθαν οι υπηρέτες του Ισαάκ για να του μιλήσουν σχετικά με το πηγάδι που είχαν σκάψει,+ και του είπαν: «Βρήκαμε νερό!» 33 Αυτός λοιπόν ονόμασε το πηγάδι Σιβά. Να γιατί η πόλη λέγεται Βηρ-σαβεέ+ μέχρι αυτή την ημέρα.

34 Όταν ο Ησαύ έγινε 40 χρονών, πήρε για σύζυγο την Ιουδίθ, την κόρη του Βηρί του Χετταίου, καθώς και τη Βασεμάθ, την κόρη του Αιλών του Χετταίου.+ 35 Αυτές έφερναν μεγάλη στενοχώρια* στον Ισαάκ και στη Ρεβέκκα.+

27 Όταν γέρασε ο Ισαάκ και τα μάτια του εξασθένησαν τόσο πολύ ώστε δεν έβλεπε, φώναξε κοντά του τον Ησαύ,+ τον μεγαλύτερο γιο του, και του είπε: «Γιε μου!» Εκείνος αποκρίθηκε: «Ορίστε!» 2 Και αυτός συνέχισε: «Εγώ πια γέρασα. Δεν ξέρω την ημέρα του θανάτου μου. 3 Τώρα λοιπόν, πάρε, σε παρακαλώ, τα όπλα σου, τη φαρέτρα σου και το τόξο σου, και βγες στους αγρούς και κυνήγησε κάποιο ζώο για εμένα.+ 4 Κατόπιν φτιάξε μου ένα νόστιμο γεύμα όπως μου αρέσει και φέρε το σε εμένα, για να το φάω και να σε ευλογήσω* προτού πεθάνω».

5 Ωστόσο, η Ρεβέκκα άκουγε ενώ ο Ισαάκ μιλούσε στον Ησαύ τον γιο του. Και ο Ησαύ πήγε στους αγρούς να κυνηγήσει κάποιο ζώο και να το φέρει στον Ισαάκ.+ 6 Και η Ρεβέκκα είπε στον Ιακώβ τον γιο της:+ «Μόλις άκουσα τον πατέρα σου να λέει στον αδελφό σου τον Ησαύ: 7 “Φέρε μου κυνήγι και φτιάξε μου ένα νόστιμο γεύμα, για να φάω και να σε ευλογήσω ενώπιον του Ιεχωβά πριν από τον θάνατό μου”.+ 8 Και τώρα, γιε μου, άκουσε προσεκτικά και κάνε ό,τι θα σε συμβουλέψω.+ 9 Πήγαινε, σε παρακαλώ, στο κοπάδι και φέρε μου δύο από τα καλύτερα κατσικάκια για να ετοιμάσω με αυτά ένα νόστιμο γεύμα για τον πατέρα σου, όπως του αρέσει. 10 Κατόπιν, πήγαινέ το στον πατέρα σου για να το φάει και να σε ευλογήσει πριν από τον θάνατό του».

11 Ο Ιακώβ είπε στη μητέρα του τη Ρεβέκκα: «Ο Ησαύ ο αδελφός μου, όμως, είναι δασύτριχος,+ ενώ το δικό μου δέρμα είναι απαλό. 12 Τι θα γίνει αν ο πατέρας μου με ψηλαφήσει;+ Τότε θα δώσω σίγουρα την εντύπωση ότι πάω να τον ξεγελάσω, και θα φέρω πάνω μου κατάρα αντί για ευλογία». 13 Αλλά η μητέρα του τού είπε: «Πάνω μου ας έρθει, γιε μου, μια τέτοια κατάρα. Μόνο κάνε ό,τι σου λέω και πήγαινε να μου τα φέρεις».+ 14 Εκείνος λοιπόν πήγε και τα πήρε και τα έφερε στη μητέρα του, και η μητέρα του έφτιαξε ένα νόστιμο γεύμα, όπως άρεσε στον πατέρα του. 15 Έπειτα η Ρεβέκκα πήρε τα καλύτερα ρούχα του Ησαύ, του μεγαλύτερου γιου της, τα οποία είχε στο σπίτι, και έντυσε με αυτά τον Ιακώβ, τον νεότερο γιο της.+ 16 Έβαλε επίσης τα δέρματα από τα κατσικάκια στα χέρια του και στο άτριχο μέρος του λαιμού του.+ 17 Κατόπιν έδωσε στον γιο της τον Ιακώβ το νόστιμο γεύμα και το ψωμί που είχε φτιάξει.+

18 Εκείνος λοιπόν πήγε στον πατέρα του και είπε: «Πατέρα μου!» Και αυτός απάντησε: «Ορίστε! Ποιος είσαι, γιε μου;» 19 Ο Ιακώβ είπε στον πατέρα του: «Είμαι ο Ησαύ ο πρωτότοκός σου.+ Έκανα όπως ακριβώς μου είπες. Σήκω, σε παρακαλώ, και φάε από το κυνήγι μου, για να με ευλογήσεις».*+ 20 Τότε ο Ισαάκ είπε στον γιο του: «Πώς το βρήκες τόσο γρήγορα, γιε μου;» Εκείνος απάντησε: «Επειδή ο Ιεχωβά ο Θεός σου μου το έφερε». 21 Κατόπιν ο Ισαάκ είπε στον Ιακώβ: «Πλησίασε, σε παρακαλώ, γιε μου, για να σε ψηλαφήσω, ώστε να καταλάβω αν είσαι πράγματι ο γιος μου ο Ησαύ ή όχι».+ 22 Ο Ιακώβ λοιπόν πλησίασε τον πατέρα του τον Ισαάκ και αυτός τον ψηλάφησε και είπε: «Η φωνή είναι του Ιακώβ, αλλά τα χέρια είναι του Ησαύ».+ 23 Δεν τον αναγνώρισε, επειδή τα χέρια του ήταν τριχωτά σαν του αδελφού του τού Ησαύ. Έτσι λοιπόν, τον ευλόγησε.+

24 Έπειτα ρώτησε: «Είσαι πράγματι ο γιος μου ο Ησαύ;» Και εκείνος απάντησε: «Είμαι». 25 Κατόπιν είπε: «Φέρε μου να φάω από το κυνήγι, γιε μου, και μετά θα σε ευλογήσω».* Τότε το έφερε κοντά του και αυτός έφαγε, και του έφερε κρασί και ήπιε. 26 Κατόπιν ο Ισαάκ ο πατέρας του τού είπε: «Πλησίασε, σε παρακαλώ, και φίλησέ με, γιε μου».+ 27 Πλησίασε λοιπόν και τον φίλησε, και αυτός μπόρεσε να μυρίσει τη μυρωδιά των ρούχων του.+ Τότε τον ευλόγησε και είπε:

«Δείτε! Η μυρωδιά του γιου μου είναι σαν τη μυρωδιά του αγρού που ευλόγησε ο Ιεχωβά. 28 Εύχομαι να σου δώσει ο αληθινός Θεός τη δροσιά των ουρανών+ και τα εύφορα εδάφη της γης+ και αφθονία σιτηρών και καινούριου κρασιού.+ 29 Ας σε υπηρετούν λαοί και ας σε προσκυνούν έθνη. Ας είσαι κύριος των αδελφών σου και ας σε προσκυνούν οι γιοι της μητέρας σου.+ Καταραμένος όποιος σε καταριέται και ευλογημένος όποιος σε ευλογεί».+

30 Ο Ισαάκ είχε μόλις ολοκληρώσει την ευλογία που έδινε στον Ιακώβ και εκείνος είχε μόλις φύγει από τον Ισαάκ τον πατέρα του όταν γύρισε ο αδελφός του ο Ησαύ από το κυνήγι.+ 31 Ετοίμασε και εκείνος ένα νόστιμο γεύμα, το έφερε στον πατέρα του και του είπε: «Σήκω, πατέρα μου, και φάε από το κυνήγι του γιου σου, για να με ευλογήσεις».* 32 Τότε ο πατέρας του ο Ισαάκ τού είπε: «Ποιος είσαι;» Και εκείνος απάντησε: «Είμαι ο γιος σου, ο πρωτότοκός σου, ο Ησαύ».+ 33 Και ο Ισαάκ άρχισε να τρέμει ολόκληρος και είπε: «Ποιος ήταν τότε αυτός που κυνήγησε κάποιο ζώο και μου το έφερε; Το έφαγα ήδη προτού έρθεις και τον ευλόγησα—και ασφαλώς θα είναι ευλογημένος!»

34 Όταν άκουσε τα λόγια του πατέρα του, ο Ησαύ άρχισε να κραυγάζει με πολύ δυνατή και πικραμένη φωνή και να λέει στον πατέρα του: «Ευλόγησε και εμένα, ναι, και εμένα, πατέρα μου!»+ 35 Αλλά αυτός είπε: «Ο αδελφός σου ήρθε με δόλο να πάρει την ευλογία που προοριζόταν για εσένα». 36 Τότε εκείνος είπε: «Δικαιολογημένα δεν λέγεται Ιακώβ* εφόσον με υποσκέλισε ήδη δύο φορές;+ Πρώτα μου πήρε τα πρωτοτόκια,+ και τώρα πήρε και την ευλογία μου!»+ Κατόπιν πρόσθεσε: «Δεν φύλαξες ευλογία για εμένα;» 37 Αλλά ο Ισαάκ απάντησε στον Ησαύ: «Εγώ τον διόρισα κύριό σου+ και του έδωσα όλους τους αδελφούς του για υπηρέτες και τον εφοδίασα με σιτηρά και καινούριο κρασί.+ Τι έχει απομείνει που να μπορώ να κάνω για εσένα, γιε μου;»

38 Ο Ησαύ είπε στον πατέρα του: «Μόνο μία ευλογία έχεις, πατέρα μου; Ευλόγησε και εμένα, ναι, και εμένα, πατέρα μου!» Τότε ο Ησαύ φώναξε δυνατά και ξέσπασε σε κλάματα.+ 39 Ο πατέρας του, λοιπόν, ο Ισαάκ τού απάντησε:

«Δες! Μακριά από τα εύφορα εδάφη της γης θα είναι η κατοικία σου και μακριά από τη δροσιά των ουρανών που βρίσκονται από πάνω.+ 40 Θα ζεις από το σπαθί σου+ και θα υπηρετείς τον αδελφό σου.+ Αλλά όταν δυσανασχετήσεις, θα σπάσεις τον ζυγό του από τον λαιμό σου».+

41 Ωστόσο, ο Ησαύ είχε εχθρικά αισθήματα για τον Ιακώβ εξαιτίας της ευλογίας που του είχε δώσει ο πατέρας του,+ και έλεγε ο Ησαύ μέσα του: «Οι ημέρες του πένθους για τον πατέρα μου κοντεύουν.+ Έπειτα θα σκοτώσω τον Ιακώβ τον αδελφό μου». 42 Όταν ειπώθηκαν στη Ρεβέκκα τα λόγια του μεγαλύτερου γιου της του Ησαύ, εκείνη κάλεσε αμέσως τον νεότερο γιο της τον Ιακώβ και του είπε: «Δες! Ο αδελφός σου ο Ησαύ σχεδιάζει να σε σκοτώσει για να σε εκδικηθεί.* 43 Τώρα λοιπόν, γιε μου, κάνε ό,τι σου λέω. Σήκω και φύγε γρήγορα και πήγαινε στον αδελφό μου τον Λάβαν στη Χαρράν.+ 44 Μείνε μαζί του για λίγο, μέχρι να κοπάσει η οργή του αδελφού σου, 45 μέχρι να καταλαγιάσει ο θυμός που νιώθει για εσένα και να ξεχάσει τι του έκανες. Τότε εγώ θα σε καλέσω για να έρθεις από εκεί. Γιατί να σας χάσω και τους δύο σε μία ημέρα;»

46 Έπειτα από αυτό, η Ρεβέκκα έλεγε στον Ισαάκ: «Οι κόρες του Χετ με έχουν κάνει να σιχαθώ τη ζωή μου.+ Αν ο Ιακώβ πάρει ποτέ σύζυγο από τις κόρες του Χετ, σαν αυτές τις κόρες του τόπου, τι τη θέλω πια τη ζωή;»+

28 Ο Ισαάκ λοιπόν κάλεσε τον Ιακώβ και τον ευλόγησε και του έδωσε την εξής εντολή: «Δεν πρέπει να πάρεις σύζυγο από τις κόρες της Χαναάν.+ 2 Πήγαινε στην Παδάν-αράμ στο σπίτι του Βαθουήλ, του πατέρα της μητέρας σου, και πάρε από εκεί σύζυγο, από τις κόρες του Λάβαν,+ του αδελφού της μητέρας σου. 3 Ο Θεός ο Παντοδύναμος θα σε ευλογήσει και θα σε κάνει καρποφόρο και θα σε πληθύνει, και θα γίνεις οπωσδήποτε εκκλησία λαών.+ 4 Και θα δώσει σε εσένα την ευλογία του Αβραάμ,+ σε εσένα και στους απογόνους* σου μαζί σου, ώστε να πάρεις στην κατοχή σου τη γη όπου έχεις ζήσει ως ξένος, την οποία ο Θεός έδωσε στον Αβραάμ».+

5 Έτσι λοιπόν, ο Ισαάκ έστειλε τον Ιακώβ μακριά και αυτός έφυγε για να πάει στην Παδάν-αράμ, στον Λάβαν, τον γιο του Βαθουήλ του Αραμαίου,+ τον αδελφό της Ρεβέκκας,+ της μητέρας του Ιακώβ και του Ησαύ.

6 Ο Ησαύ είδε ότι ο Ισαάκ είχε ευλογήσει τον Ιακώβ και τον είχε στείλει στην Παδάν-αράμ για να πάρει από εκεί σύζυγο και ότι, καθώς τον ευλογούσε, του έδωσε την εντολή: «Μην πάρεις σύζυγο από τις κόρες της Χαναάν».+ 7 Είδε επίσης ότι ο Ιακώβ υπάκουσε στον πατέρα του και στη μητέρα του και έφυγε για την Παδάν-αράμ.+ 8 Τότε ο Ησαύ συνειδητοποίησε ότι οι κόρες της Χαναάν προκαλούσαν δυσαρέσκεια στον πατέρα του τον Ισαάκ,+ 9 και γι’ αυτό πήγε στον Ισμαήλ και πήρε για σύζυγο τη Μαχαλάθ—που ήταν κόρη του Ισμαήλ, του γιου του Αβραάμ, και αδελφή του Νεβαϊώθ—εκτός από τις άλλες συζύγους που ήδη είχε.+

10 Ο δε Ιακώβ έφυγε από τη Βηρ-σαβεέ και συνέχισε τον δρόμο του προς τη Χαρράν.+ 11 Αργότερα έφτασε σε έναν τόπο και ετοιμάστηκε να διανυκτερεύσει εκεί επειδή ο ήλιος είχε δύσει. Πήρε λοιπόν μια από τις πέτρες που υπήρχαν εκεί γύρω και την έβαλε για προσκεφάλι του και ξάπλωσε.+ 12 Τότε είδε ένα όνειρο: Μια σκάλα είχε τη βάση της στη γη και η κορυφή της έφτανε μέχρι τους ουρανούς· και άγγελοι του Θεού ανέβαιναν και κατέβαιναν σε αυτήν.+ 13 Και ο Ιεχωβά στεκόταν από πάνω της και είπε:

«Εγώ είμαι ο Ιεχωβά, ο Θεός του Αβραάμ του πατέρα σου και ο Θεός του Ισαάκ.+ Τη γη πάνω στην οποία ξαπλώνεις πρόκειται να τη δώσω σε εσένα και στους απογόνους* σου.+ 14 Και οι απόγονοί σου* θα γίνουν σαν τους κόκκους του χώματος της γης,+ και θα εξαπλωθείς προς τη δύση και προς την ανατολή και προς τον βορρά και προς τον νότο· μέσα από εσένα και μέσα από τους απογόνους σου* όλες οι οικογένειες της γης οπωσδήποτε θα ευλογηθούν.*+ 15 Εγώ είμαι μαζί σου και θα σε φυλάξω όπου και αν πας και θα σε ξαναφέρω σε αυτή τη γη.+ Δεν θα σε εγκαταλείψω μέχρι να κάνω ό,τι σου υποσχέθηκα».+

16 Τότε ο Ιακώβ ξύπνησε και είπε: «Ασφαλώς ο Ιεχωβά βρίσκεται σε αυτόν τον τόπο και εγώ δεν το ήξερα». 17 Και τον έπιασε φόβος και πρόσθεσε: «Πόσο δέος εμπνέει αυτός ο τόπος! Εδώ είναι σίγουρα ο οίκος του Θεού+ και αυτή είναι η πύλη των ουρανών».+ 18 Νωρίς το πρωί, λοιπόν, ο Ιακώβ σηκώθηκε και πήρε την πέτρα που είχε για προσκεφάλι του και την έστησε ως στήλη και έχυσε λάδι πάνω της.+ 19 Γι’ αυτό, ονόμασε εκείνον τον τόπο Βαιθήλ,* αλλά προηγουμένως το όνομα της πόλης ήταν Λουζ.+

20 Και έκανε ο Ιακώβ την εξής ευχή: «Αν ο Θεός παραμείνει μαζί μου και με προστατέψει στο ταξίδι μου και μου δώσει ψωμί να φάω και ρούχα να φορέσω 21 και επιστρέψω με το καλό* στο σπίτι του πατέρα μου, τότε ο Ιεχωβά θα έχει οπωσδήποτε αποδειχτεί Θεός μου. 22 Και αυτή η πέτρα που έστησα ως στήλη θα γίνει οίκος του Θεού,+ και εγώ θα σου δώσω εξάπαντος το ένα δέκατο από οτιδήποτε μου δώσεις».

29 Έπειτα, ο Ιακώβ συνέχισε τον δρόμο του ταξιδεύοντας προς τη γη των κατοίκων της Ανατολής. 2 Κάποια στιγμή, είδε ένα πηγάδι στον αγρό και τρία κοπάδια πρόβατα ξαπλωμένα δίπλα σε αυτό, επειδή από εκείνο το πηγάδι συνήθιζαν να ποτίζουν τα κοπάδια. Πάνω στο στόμιο του πηγαδιού υπήρχε μια μεγάλη πέτρα. 3 Όταν μαζεύονταν εκεί όλα τα κοπάδια, κυλούσαν την πέτρα από το στόμιο του πηγαδιού και τα πότιζαν, και μετά ξαναέβαζαν την πέτρα στη θέση της, πάνω στο στόμιο του πηγαδιού.

4 Τους είπε λοιπόν ο Ιακώβ: «Αδελφοί μου, από ποιο μέρος είστε;» Και αυτοί απάντησαν: «Είμαστε από τη Χαρράν».+ 5 Κατόπιν τους είπε: «Ξέρετε τον Λάβαν,+ τον εγγονό του Ναχώρ;»+ Και είπαν: «Τον ξέρουμε». 6 Τότε τους είπε: «Είναι καλά;» Αυτοί απάντησαν: «Καλά είναι. Να και η κόρη του η Ραχήλ,+ αυτή που έρχεται με τα πρόβατα!» 7 Έπειτα εκείνος είπε: «Ακόμη είναι μεσημέρι. Δεν είναι ώρα να μαζέψετε τα κοπάδια. Ποτίστε τα πρόβατα και μετά πηγαίνετε να τα βοσκήσετε». 8 Και αυτοί είπαν: «Δεν επιτρέπεται να το κάνουμε αυτό μέχρι να μαζευτούν όλα τα κοπάδια και να κυλήσουν την πέτρα από το στόμιο του πηγαδιού. Τότε ποτίζουμε τα πρόβατα».

9 Ενώ ακόμη μιλούσε μαζί τους, ήρθε η Ραχήλ με τα πρόβατα του πατέρα της, διότι ήταν βοσκοπούλα. 10 Όταν ο Ιακώβ είδε τη Ραχήλ, την κόρη του Λάβαν, του αδελφού της μητέρας του, και τα πρόβατα του Λάβαν, πλησίασε αμέσως και κύλησε την πέτρα από το στόμιο του πηγαδιού και πότισε τα πρόβατα. 11 Κατόπιν ο Ιακώβ φίλησε τη Ραχήλ και φώναξε δυνατά και ξέσπασε σε κλάματα. 12 Είπε στη Ραχήλ ότι ήταν συγγενής* του πατέρα της και ότι ήταν γιος της Ρεβέκκας. Και εκείνη έτρεξε και το είπε στον πατέρα της.

13 Μόλις ο Λάβαν+ άκουσε για τον Ιακώβ, τον γιο της αδελφής του, έτρεξε να τον συναντήσει. Τον αγκάλιασε, τον φίλησε και τον έφερε στο σπίτι του. Και ο Ιακώβ αφηγήθηκε στον Λάβαν όλα αυτά τα πράγματα. 14 Τότε ο Λάβαν τού είπε: «Είσαι πράγματι οστό μου και σάρκα μου».* Έτσι λοιπόν, έμεινε μαζί του έναν ολόκληρο μήνα.

15 Έπειτα ο Λάβαν είπε στον Ιακώβ: «Μήπως είσαι υποχρεωμένος να με υπηρετείς δωρεάν μόνο και μόνο επειδή είσαι συγγενής* μου;+ Πες μου: Ποιος θέλεις να είναι ο μισθός σου;»+ 16 Ο Λάβαν είχε δύο κόρες. Τη μεγαλύτερη την έλεγαν Λεία και τη μικρότερη Ραχήλ.+ 17 Τα μάτια όμως της Λείας δεν είχαν λάμψη, ενώ η Ραχήλ είχε γίνει πολύ ελκυστική και όμορφη γυναίκα. 18 Ο Ιακώβ είχε ερωτευτεί τη Ραχήλ, γι’ αυτό είπε: «Είμαι πρόθυμος να σε υπηρετήσω εφτά χρόνια για τη μικρότερη κόρη σου τη Ραχήλ».+ 19 Τότε ο Λάβαν είπε: «Καλύτερα να τη δώσω σε εσένα παρά σε άλλον άντρα. Συνέχισε να μένεις μαζί μου». 20 Και ο Ιακώβ υπηρέτησε εφτά χρόνια για τη Ραχήλ,+ αλλά στα μάτια του φάνηκαν σαν λίγες ημέρες επειδή την αγαπούσε.

21 Κατόπιν ο Ιακώβ είπε στον Λάβαν: «Δώσε μου τη σύζυγό μου για να έχω σχέσεις μαζί της, επειδή οι ημέρες της υπηρεσίας μου συμπληρώθηκαν». 22 Τότε ο Λάβαν συγκέντρωσε όλους τους άντρες του τόπου και έκανε συμπόσιο. 23 Το βράδυ, όμως, πήρε την κόρη του τη Λεία και την έφερε σε εκείνον για να έχει σχέσεις μαζί της. 24 Ο Λάβαν έδωσε επίσης τη Ζελφά την υπηρέτριά του στην κόρη του τη Λεία για να είναι δική της υπηρέτρια.+ 25 Το πρωί ο Ιακώβ είδε ότι ήταν η Λεία! Είπε λοιπόν στον Λάβαν: «Τι είναι αυτό που μου έκανες; Για τη Ραχήλ δεν σε υπηρέτησα; Γιατί με εξαπάτησες;»+ 26 Τότε ο Λάβαν είπε: «Εδώ στα μέρη μας δεν συνηθίζουμε να δίνουμε τη μικρότερη πριν από την πρωτότοκη. 27 Γιόρτασε την εβδομάδα αυτής της γυναίκας. Έπειτα θα σου δοθεί και η άλλη, και ως αντάλλαγμα θα με υπηρετήσεις άλλα εφτά χρόνια».+ 28 Έτσι και έκανε ο Ιακώβ και γιόρτασε την εβδομάδα αυτής της γυναίκας, και μετά εκείνος του έδωσε για σύζυγο την κόρη του τη Ραχήλ. 29 Επιπρόσθετα, ο Λάβαν έδωσε τη Βαλλά την υπηρέτριά του+ στην κόρη του τη Ραχήλ για να είναι δική της υπηρέτρια.+

30 Κατόπιν ο Ιακώβ είχε σχέσεις και με τη Ραχήλ και την αγάπησε περισσότερο από τη Λεία· και τον υπηρέτησε άλλα εφτά χρόνια.+ 31 Όταν ο Ιεχωβά είδε ότι η Λεία ήταν στερημένη από αγάπη,* της έδωσε την ικανότητα να μείνει έγκυος·*+ αλλά η Ραχήλ ήταν στείρα.+ 32 Έτσι λοιπόν, η Λεία έμεινε έγκυος και γέννησε γιο και τον ονόμασε Ρουβήν,*+ γιατί είπε: «Ο Ιεχωβά είδε την ταλαιπωρία μου,+ και τώρα ο σύζυγός μου θα αρχίσει να με αγαπάει». 33 Και έμεινε πάλι έγκυος και γέννησε γιο και είπε: «Ο Ιεχωβά άκουσε, διότι ήμουν στερημένη από αγάπη, και έτσι μου έδωσε και αυτόν επίσης». Τον ονόμασε λοιπόν Συμεών.*+ 34 Και έμεινε ξανά έγκυος και γέννησε γιο και είπε: «Αυτή πια τη φορά ο σύζυγός μου θα προσκολληθεί σε εμένα, επειδή του έχω γεννήσει τρεις γιους». Έτσι λοιπόν, του δόθηκε το όνομα Λευί.*+ 35 Και έμεινε έγκυος άλλη μια φορά και γέννησε γιο και είπε: «Αυτή τη φορά θα εξυμνήσω τον Ιεχωβά». Γι’ αυτό, τον ονόμασε Ιούδα.*+ Έπειτα έπαψε να γεννάει.

30 Όταν η Ραχήλ είδε ότι δεν είχε γεννήσει παιδιά στον Ιακώβ, ζήλεψε την αδελφή της και είπε στον Ιακώβ: «Δώσε μου παιδιά, αλλιώς θα πεθάνω». 2 Τότε ο θυμός του Ιακώβ άναψε εναντίον της Ραχήλ και είπε: «Μήπως είμαι εγώ στη θέση του Θεού, ο οποίος σε εμπόδισε να κάνεις παιδιά;»* 3 Και αυτή είπε: «Ορίστε η δούλη μου η Βαλλά.+ Κοιμήσου μαζί της, ώστε να γεννήσει παιδιά για εμένα* και μέσω εκείνης να αποκτήσω και εγώ παιδιά». 4 Τότε του έδωσε για σύζυγο την υπηρέτριά της τη Βαλλά και ο Ιακώβ κοιμήθηκε μαζί της.+ 5 Η Βαλλά έμεινε έγκυος και όταν ήρθε η ώρα γέννησε στον Ιακώβ έναν γιο. 6 Τότε η Ραχήλ είπε: «Ο Θεός ενήργησε ως κριτής μου και άκουσε τη φωνή μου, γι’ αυτό μου έδωσε έναν γιο». Να γιατί τον ονόμασε Δαν.*+ 7 Η Βαλλά, η υπηρέτρια της Ραχήλ, έμεινε έγκυος άλλη μια φορά και όταν ήρθε η ώρα γέννησε στον Ιακώβ έναν δεύτερο γιο. 8 Τότε η Ραχήλ είπε: «Πάλεψα σκληρά με την αδελφή μου. Και βγήκα νικήτρια!» Τον ονόμασε λοιπόν Νεφθαλί.*+

9 Όταν η Λεία είδε ότι είχε πάψει να κάνει παιδιά, πήρε την υπηρέτριά της τη Ζελφά και την έδωσε στον Ιακώβ για σύζυγο.+ 10 Και η υπηρέτρια της Λείας η Ζελφά γέννησε έναν γιο στον Ιακώβ. 11 Τότε η Λεία είπε: «Τι καλοτυχία!» Τον ονόμασε λοιπόν Γαδ.*+ 12 Έπειτα η Ζελφά, η υπηρέτρια της Λείας, γέννησε έναν δεύτερο γιο στον Ιακώβ. 13 Τότε η Λεία είπε: «Τι ευτυχία! Είναι βέβαιο ότι οι κόρες θα με αποκαλούν ευτυχισμένη».+ Τον ονόμασε λοιπόν Ασήρ.*+

14 Τις ημέρες του θερισμού του σιταριού, καθώς ο Ρουβήν+ περπατούσε στον αγρό, βρήκε μανδραγόρες και τους έφερε στη μητέρα του τη Λεία. Η Ραχήλ λοιπόν είπε στη Λεία: «Δώσε μου, σε παρακαλώ, μερικούς από τους μανδραγόρες του γιου σου». 15 Τότε εκείνη της είπε: «Λίγο είναι που πήρες τον σύζυγό μου;+ Θέλεις τώρα να πάρεις και τους μανδραγόρες του γιου μου;» Είπε λοιπόν η Ραχήλ: «Πολύ καλά. Θα πλαγιάσει μαζί σου απόψε σε αντάλλαγμα για τους μανδραγόρες του γιου σου».

16 Καθώς ο Ιακώβ ερχόταν από τον αγρό το βράδυ, η Λεία βγήκε να τον συναντήσει και είπε: «Με εμένα θα έχεις σχέσεις, επειδή σε έχω μισθώσει με τους μανδραγόρες του γιου μου». Αυτός λοιπόν πλάγιασε μαζί της εκείνη τη νύχτα. 17 Και ο Θεός άκουσε τη Λεία και της απάντησε, και αυτή έμεινε έγκυος και όταν ήρθε η ώρα γέννησε στον Ιακώβ έναν πέμπτο γιο. 18 Τότε η Λεία είπε: «Ο Θεός μού έδωσε τον μισθό μου επειδή έδωσα την υπηρέτριά μου στον σύζυγό μου». Τον ονόμασε λοιπόν Ισσάχαρ.*+ 19 Και η Λεία έμεινε έγκυος άλλη μια φορά και όταν ήρθε η ώρα γέννησε έναν έκτο γιο στον Ιακώβ.+ 20 Τότε η Λεία είπε: «Ο Θεός προίκισε εμένα, και μάλιστα με καλή προίκα. Επιτέλους, ο σύζυγός μου θα με ανεχτεί,+ διότι του γέννησα έξι γιους».+ Τον ονόμασε λοιπόν Ζαβουλών.*+ 21 Ύστερα γέννησε μια κόρη και την ονόμασε Δείνα.+

22 Τελικά ο Θεός θυμήθηκε τη Ραχήλ και την άκουσε και της απάντησε, δίνοντάς της την ικανότητα να μείνει έγκυος.*+ 23 Έμεινε λοιπόν έγκυος και γέννησε γιο. Τότε είπε: «Ο Θεός αφαίρεσε την ντροπή μου!»+ 24 Τον ονόμασε λοιπόν Ιωσήφ,*+ λέγοντας: «Ο Ιεχωβά προσθέτει σε εμένα και άλλον γιο».

25 Αφού η Ραχήλ γέννησε τον Ιωσήφ, ο Ιακώβ είπε αμέσως στον Λάβαν: «Άφησέ με να φύγω ώστε να πάω στον τόπο μου και στη χώρα μου.+ 26 Δώσε μου τις συζύγους και τα παιδιά μου, για τους οποίους υπηρέτησα κοντά σου, ώστε να φύγω, διότι εσύ ξέρεις καλά πώς σε έχω υπηρετήσει».+ 27 Τότε ο Λάβαν τού είπε: «Αν βρήκα εύνοια στα μάτια σου,—εγώ έχω καταλάβει από τους οιωνούς* ότι ο Ιεχωβά με ευλογεί χάρη σε εσένα». 28 Και πρόσθεσε: «Καθόρισέ μου τον μισθό σου και εγώ θα σου τον δώσω».+ 29 Ο Ιακώβ λοιπόν του είπε: «Εσύ ξέρεις πώς σε υπηρέτησα και πώς πέρασε το κοπάδι σου μαζί μου·+ 30 είχες λίγα πριν έρθω, αλλά το κοπάδι σου αυξήθηκε και έγινε πολυάριθμο, και ο Ιεχωβά σε έχει ευλογήσει από τότε που ήρθα εδώ. Πότε λοιπόν θα κάνω κάτι για το δικό μου σπίτι;»+

31 Τότε εκείνος είπε: «Τι να σου δώσω;» Και ο Ιακώβ απάντησε: «Δεν θα μου δώσεις τίποτα απολύτως! Αν κάνεις για εμένα αυτό που θα σου πω, θα ξαναρχίσω να βόσκω και να φυλάω τα γιδοπρόβατά σου.+ 32 Θα περάσω ανάμεσα από όλο το κοπάδι σου σήμερα. Εσύ βάλε στην άκρη κάθε πρόβατο πιτσιλωτό και με χρωματιστές κηλίδες και κάθε σκούρο καφετί νεαρό κριάρι και κάθε κατσίκα που έχει χρωματιστές κηλίδες και είναι πιτσιλωτή. Στο εξής, αυτά θα είναι ο μισθός μου.+ 33 Και η δικαιοσύνη μου* θα μιλήσει για εμένα όταν έρθεις κάποια ημέρα στο μέλλον για να επιθεωρήσεις τον μισθό μου· κάθε ζώο που δεν είναι πιτσιλωτό και δεν έχει χρωματιστές κηλίδες ανάμεσα στις κατσίκες και δεν είναι σκούρο καφετί ανάμεσα στα νεαρά κριάρια θα θεωρηθεί κλεμμένο αν βρίσκεται σε εμένα».

34 Και ο Λάβαν είπε: «Θαυμάσια! Ας γίνει όπως λες».+ 35 Εκείνη την ημέρα λοιπόν, έβαλε στην άκρη τους τράγους που είχαν ραβδώσεις και χρωματιστές κηλίδες και όλες τις κατσίκες που ήταν πιτσιλωτές και είχαν χρωματιστές κηλίδες, κάθε ζώο στο οποίο υπήρχε κάποιο λευκό σημείο και κάθε σκούρο καφετί νεαρό κριάρι, και τα έδωσε στους γιους του για να τα προσέχουν. 36 Έπειτα φρόντισε να υπάρχει ανάμεσα στον ίδιο και στον Ιακώβ μια απόσταση ταξιδιού τριών ημερών, και ο Ιακώβ έβοσκε τα κοπάδια του Λάβαν που είχαν απομείνει.

37 Κατόπιν ο Ιακώβ πήρε χλωρές βέργες από αγριοκυδωνιά, αμυγδαλιά και πλάτανο και τις ξεφλούδισε σε διάφορα σημεία, κάνοντας να φανεί το άσπρο ξύλο από τις βέργες. 38 Μετά έβαλε τις ξεφλουδισμένες βέργες μπροστά στα γιδοπρόβατα, μέσα στα αυλάκια, στις ποτίστρες όπου τα ζώα έρχονταν να πιουν, ώστε να ζευγαρώνουν μπροστά στις βέργες όταν έρχονταν να πιουν.

39 Έτσι λοιπόν, τα γιδοπρόβατα ζευγάρωναν μπροστά στις βέργες και γεννούσαν ζώα ραβδωτά, πιτσιλωτά και με χρωματιστές κηλίδες. 40 Έπειτα ο Ιακώβ ξεχώρισε τα νεαρά κριάρια και έβαλε τα κοπάδια να κοιτάζουν τα ραβδωτά και όλα τα σκούρα καφετιά ζώα ανάμεσα στα κοπάδια του Λάβαν. Κατόπιν ξεχώρισε τα δικά του κοπάδια για να μην είναι μαζί με του Λάβαν. 41 Και όποτε τα εύρωστα ζώα ήταν έτοιμα για ζευγάρωμα, ο Ιακώβ έβαζε τις βέργες μέσα στα αυλάκια μπροστά στα μάτια των γιδοπροβάτων, ώστε να ζευγαρώνουν κοντά στις βέργες. 42 Όταν όμως τα ζώα ήταν καχεκτικά, δεν έβαζε τις βέργες εκεί. Ως αποτέλεσμα, τα καχεκτικά ζώα παρέμεναν πάντοτε στον Λάβαν, αλλά τα εύρωστα γίνονταν του Ιακώβ.+

43 Και ο άνθρωπος έγινε πολύ πλούσιος και απέκτησε μεγάλα κοπάδια και υπηρέτες και υπηρέτριες και καμήλες και γαϊδούρια.+

31 Κάποτε άκουσε ότι οι γιοι του Λάβαν έλεγαν: «Ο Ιακώβ πήρε όλα όσα ανήκαν στον πατέρα μας, και από ό,τι ανήκε στον πατέρα μας συγκέντρωσε όλο αυτόν τον πλούτο».+ 2 Όταν ο Ιακώβ έβλεπε το πρόσωπο του Λάβαν, καταλάβαινε ότι εκείνος δεν είχε την ίδια στάση απέναντί του όπως παλιότερα.+ 3 Τελικά ο Ιεχωβά είπε στον Ιακώβ: «Γύρισε στη γη των πατέρων σου και στους συγγενείς σου+ και εγώ θα παραμείνω μαζί σου». 4 Τότε ο Ιακώβ έστειλε μήνυμα στη Ραχήλ και στη Λεία να έρθουν στον αγρό, εκεί που είχε το κοπάδι του, 5 και τους είπε:

«Έχω καταλάβει ότι η στάση του πατέρα σας απέναντί μου έχει αλλάξει,+ αλλά ο Θεός του πατέρα μου ήταν μαζί μου.+ 6 Εσείς ξέρετε ότι υπηρέτησα τον πατέρα σας με όλη μου τη δύναμη.+ 7 Και ο πατέρας σας προσπάθησε να με εξαπατήσει και άλλαξε τον μισθό μου 10 φορές· αλλά ο Θεός δεν του επέτρεψε να μου κάνει κακό. 8 Αν έλεγε: “Τα πιτσιλωτά θα είναι ο μισθός σου”, τότε όλο το κοπάδι γεννούσε πιτσιλωτά· αλλά αν έλεγε: “Τα ραβδωτά θα είναι ο μισθός σου”, τότε όλο το κοπάδι γεννούσε ραβδωτά ζώα.+ 9 Έτσι λοιπόν, ο Θεός έπαιρνε από τον πατέρα σας τα ζωντανά του και τα έδινε σε εμένα. 10 Κάποια φορά που το κοπάδι ήταν έτοιμο για ζευγάρωμα, σήκωσα τα μάτια μου και είδα σε όνειρο ότι οι τράγοι που ζευγάρωναν με τις κατσίκες ήταν ραβδωτοί, πιτσιλωτοί και με στίγματα.+ 11 Τότε ο άγγελος του αληθινού Θεού μού είπε στο όνειρο: “Ιακώβ!” Και εγώ απάντησα: “Ορίστε!” 12 Και συνέχισε: “Σήκωσε τα μάτια σου, σε παρακαλώ, και δες ότι όλοι οι τράγοι που ζευγαρώνουν με τις κατσίκες είναι ραβδωτοί, πιτσιλωτοί και με στίγματα, διότι είδα όλα όσα σου κάνει ο Λάβαν.+ 13 Εγώ είμαι ο αληθινός Θεός της Βαιθήλ,+ όπου έχρισες μια στήλη και έκανες ευχή σε εμένα.+ Τώρα σήκω, βγες από αυτή τη γη και γύρισε στη γη όπου γεννήθηκες”».+

14 Τότε η Ραχήλ και η Λεία απάντησαν: «Μήπως έχουμε πια εμείς να κληρονομήσουμε κάποιο μερίδιο στο σπίτι του πατέρα μας; 15 Δεν μας θεωρεί ξένες εφόσον μας πούλησε και τρώει τα χρήματα που δόθηκαν για εμάς;+ 16 Όλα τα πλούτη που πήρε ο Θεός από τον πατέρα μας είναι δικά μας και των παιδιών μας.+ Τώρα λοιπόν, κάνε ό,τι σου είπε ο Θεός».+

17 Κατόπιν ο Ιακώβ σηκώθηκε και ανέβασε τα παιδιά του και τις συζύγους του στις καμήλες,+ 18 και άρχισε να οδηγεί όλο το κοπάδι του και όλα τα αγαθά που είχε συγκεντρώσει,+ τα ζωντανά που είχε αποκτήσει στην Παδάν-αράμ, για να πάει στον Ισαάκ τον πατέρα του στη γη Χαναάν.+

19 Ο δε Λάβαν είχε πάει να κουρέψει τα πρόβατά του, και η Ραχήλ έκλεψε τα θεραφίμ*+ του πατέρα της.+ 20 Επιπλέον, ο Ιακώβ ξεγέλασε τον Λάβαν τον Αραμαίο, επειδή δεν του είχε πει ότι θα έφευγε. 21 Και έφυγε βιαστικά και πέρασε τον Ποταμό,*+ αυτός και όλα όσα είχε. Έπειτα κατευθύνθηκε προς την ορεινή περιοχή της Γαλαάδ.+ 22 Την τρίτη ημέρα, είπαν στον Λάβαν ότι ο Ιακώβ είχε φύγει. 23 Τότε εκείνος πήρε μαζί του τους αδελφούς* του και τον καταδίωξε εφτά ημέρες και τον πρόφτασε στην ορεινή περιοχή της Γαλαάδ. 24 Και τη νύχτα, ο Θεός εμφανίστηκε στον Λάβαν τον Αραμαίο+ σε όνειρο+ και του είπε: «Πρόσεξε τι θα πεις στον Ιακώβ, είτε καλό είτε κακό».*+

25 Ο Λάβαν λοιπόν πλησίασε τον Ιακώβ, ο οποίος είχε στήσει τη σκηνή του στο βουνό, ενώ ο Λάβαν είχε κατασκηνώσει με τους αδελφούς του στην ορεινή περιοχή της Γαλαάδ. 26 Κατόπιν ο Λάβαν είπε στον Ιακώβ: «Τι ήταν αυτό που έκανες; Γιατί με ξεγέλασες και πήρες τις κόρες μου σαν να ήταν αιχμάλωτες που πιάστηκαν στη μάχη; 27 Γιατί έφυγες στα κρυφά και με ξεγέλασες και δεν μου το είπες; Αν μου το έλεγες, θα σε ξεπροβόδιζα με χαρές και με τραγούδια, με ντέφια και με άρπες. 28 Δεν μου έδωσες καν την ευκαιρία να φιλήσω τα εγγόνια* μου και τις κόρες μου. Ήταν ανόητο αυτό που έκανες. 29 Εγώ έχω τη δύναμη να σας κάνω κακό, αλλά ο Θεός του πατέρα σας μου μίλησε χθες τη νύχτα και μου είπε: “Πρόσεξε τι θα πεις στον Ιακώβ, είτε καλό είτε κακό”.+ 30 Και έστω έφυγες επειδή λαχταρούσες να γυρίσεις στο σπίτι του πατέρα σου, αλλά τους θεούς μου γιατί τους έκλεψες;»+

31 Ο Ιακώβ απάντησε στον Λάβαν: «Φοβήθηκα, διότι είπα μέσα μου πως μπορεί να έπαιρνες από εμένα τις κόρες σου με τη βία. 32 Εκείνος στον οποίο θα βρεις τους θεούς σου δεν θα ζήσει. Μπροστά στους αδελφούς μας, εξέτασε οτιδήποτε έχω και πάρε ό,τι είναι δικό σου». Ο Ιακώβ όμως δεν ήξερε ότι τους είχε κλέψει η Ραχήλ. 33 Ο Λάβαν λοιπόν μπήκε στη σκηνή του Ιακώβ και στη σκηνή της Λείας και στη σκηνή όπου βρίσκονταν οι δύο δούλες,+ αλλά δεν τους βρήκε. Έπειτα, βγήκε από τη σκηνή της Λείας και μπήκε στη σκηνή της Ραχήλ. 34 Στο μεταξύ, η Ραχήλ είχε πάρει τα θεραφίμ και τα είχε βάλει μέσα στο καλάθι του γυναικείου σαμαριού της καμήλας και καθόταν πάνω τους. Και ο Λάβαν έψαξε καλά όλη τη σκηνή αλλά δεν τα βρήκε. 35 Τότε εκείνη είπε στον πατέρα της: «Μη θυμώσεις, κύριέ μου, που δεν μπορώ να σηκωθώ μπροστά σου, γιατί έχω τα συνηθισμένα των γυναικών».+ Και εκείνος έψαξε προσεκτικά αλλά δεν βρήκε τα θεραφίμ.+

36 Τότε ο Ιακώβ θύμωσε και άρχισε να επιπλήττει τον Λάβαν. Του είπε λοιπόν: «Ποιο είναι το έγκλημά μου, και για ποια αμαρτία με καταδιώκεις με τόση μανία; 37 Τώρα που έψαξες καλά όλα μου τα αγαθά, τι βρήκες που ανήκει στο σπίτι σου; Βάλε το εδώ, μπροστά στους αδελφούς μου και στους αδελφούς σου, και ας κρίνουν αυτοί ανάμεσα στους δυο μας. 38 Στα 20 χρόνια που ήμουν μαζί σου, οι προβατίνες σου και οι κατσίκες σου δεν απέβαλαν ποτέ,+ ούτε έφαγα ποτέ τα κριάρια του κοπαδιού σου. 39 Δεν σου έφερα κανένα ζώο κατασπαραγμένο από άγρια θηρία.+ Εγώ επιβαρυνόμουν τη ζημιά για αυτό. Είτε έκλεβαν κάποιο ζώο την ημέρα είτε τη νύχτα, ζητούσες αποζημίωση από εμένα. 40 Την ημέρα με έτρωγε η ζέστη και τη νύχτα το κρύο, και ο ύπνος έφευγε από τα μάτια μου.+ 41 Πάνε 20 χρόνια που είμαι στο σπίτι σου. Σε υπηρέτησα 14 χρόνια για τις δύο κόρες σου και 6 χρόνια για το κοπάδι σου, και εσύ άλλαξες τον μισθό μου 10 φορές.+ 42 Αν ο Θεός του πατέρα μου,+ ο Θεός του Αβραάμ και Αυτός τον οποίο φοβάται ο Ισαάκ,*+ δεν ήταν στο πλευρό μου, τώρα θα με είχες διώξει με άδεια χέρια. Ο Θεός είδε την ταλαιπωρία μου και τον μόχθο των χεριών μου, γι’ αυτό και σε έλεγξε χθες τη νύχτα».+

43 Τότε ο Λάβαν απάντησε στον Ιακώβ: «Οι κόρες είναι κόρες μου και τα παιδιά, παιδιά μου, και το κοπάδι, κοπάδι μου, και καθετί που βλέπεις είναι δικό μου και των θυγατέρων μου. Πώς θα μπορούσα σήμερα να βλάψω αυτές ή τα παιδιά που έχουν γεννήσει; 44 Έλα τώρα να κάνουμε διαθήκη, εγώ και εσύ, και αυτή θα αποτελεί μάρτυρα ανάμεσά μας». 45 Πήρε λοιπόν ο Ιακώβ μια πέτρα και την έστησε ως στήλη.+ 46 Κατόπιν ο Ιακώβ είπε στους αδελφούς του: «Μαζέψτε πέτρες!» Και μάζεψαν πέτρες και έφτιαξαν μια στοίβα. Έπειτα έφαγαν εκεί, πάνω στη στοίβα από τις πέτρες. 47 Και ο Λάβαν την ονόμασε Ιεγάρ-σαχαδουθά,* αλλά ο Ιακώβ την ονόμασε Γαλεέδ.*

48 Και ο Λάβαν είπε: «Αυτή η στοίβα από πέτρες είναι μάρτυρας ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα σήμερα». Γι’ αυτό την ονόμασε Γαλεέδ+ 49 και Σκοπιά, επειδή είπε: «Ας στέκεται σκοπός ο Ιεχωβά ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα όταν δεν θα βλέπουμε ο ένας τον άλλον. 50 Αν κακομεταχειριστείς τις κόρες μου και αν αρχίσεις να παίρνεις συζύγους εκτός από τις κόρες μου, μολονότι δεν θα υπάρχει κανένας άνθρωπος μαζί μας, να θυμάσαι ότι ο Θεός θα είναι μάρτυρας ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα». 51 Στη συνέχεια ο Λάβαν είπε στον Ιακώβ: «Να η στοίβα από πέτρες και να η στήλη που έστησα ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα. 52 Αυτή η στοίβα είναι μάρτυρας, και η στήλη δίνει μαρτυρία,+ ότι δεν θα περάσω αυτή τη στοίβα για να σου κάνω κακό ούτε εσύ θα περάσεις αυτή τη στοίβα και αυτή τη στήλη για να μου κάνεις κακό. 53 Ο Θεός του Αβραάμ+ και ο Θεός του Ναχώρ, ο Θεός του πατέρα τους, ας κρίνει ανάμεσά μας». Και ο Ιακώβ ορκίστηκε σε Αυτόν τον οποίο φοβόταν ο πατέρας του ο Ισαάκ.*+

54 Έπειτα ο Ιακώβ πρόσφερε θυσία πάνω στο βουνό και προσκάλεσε τους αδελφούς του να φάνε ψωμί. Έτσι λοιπόν, έφαγαν και διανυκτέρευσαν στο βουνό. 55 Ωστόσο, ο Λάβαν σηκώθηκε νωρίς το πρωί και φίλησε τα εγγόνια* του+ και τις κόρες του και τους ευλόγησε.+ Κατόπιν έφυγε και γύρισε στον τόπο του.+

32 Έπειτα ο Ιακώβ συνέχισε τον δρόμο του και τον συνάντησαν οι άγγελοι του Θεού. 2 Μόλις τους είδε ο Ιακώβ, είπε: «Αυτό είναι το στρατόπεδο του Θεού!» Έτσι λοιπόν, ονόμασε εκείνον τον τόπο Μαχαναΐμ.*

3 Κατόπιν ο Ιακώβ έστειλε αγγελιοφόρους για να πάνε πριν από αυτόν στον αδελφό του τον Ησαύ στη γη Σηείρ,+ στην περιοχή* του Εδώμ,+ 4 και τους διέταξε: «Πείτε το εξής στον κύριό μου, τον Ησαύ: “Αυτό λέει ο υπηρέτης σου ο Ιακώβ: «Ζούσα* κοντά στον Λάβαν όλα αυτά τα χρόνια και έμενα εκεί μέχρι τώρα.+ 5 Και απέκτησα ταύρους, γαϊδούρια, πρόβατα, υπηρέτες και υπηρέτριες,+ και στέλνω αυτό το μήνυμα για να ειδοποιήσω τον κύριό μου, ώστε να βρω εύνοια στα μάτια σου»”».

6 Αργότερα οι αγγελιοφόροι επέστρεψαν στον Ιακώβ, λέγοντας: «Βρήκαμε τον αδελφό σου τον Ησαύ και έρχεται να σε συναντήσει, έχοντας 400 άντρες μαζί του».+ 7 Και ο Ιακώβ φοβήθηκε και ανησύχησε πάρα πολύ.+ Χώρισε λοιπόν τον λαό που ήταν μαζί του, καθώς και τα γιδοπρόβατα, τα βόδια και τις καμήλες, σε δύο καταυλισμούς, 8 γιατί είπε: «Αν ο Ησαύ επιτεθεί στον έναν καταυλισμό, τότε ο άλλος καταυλισμός θα μπορέσει να γλιτώσει».

9 Έπειτα ο Ιακώβ είπε: «Θεέ του πατέρα μου του Αβραάμ και Θεέ του πατέρα μου του Ισαάκ, Ιεχωβά, εσύ που μου λες: “Γύρισε στη γη σου και στους συγγενείς σου και εγώ θα κάνω να πάνε καλά τα πράγματα για εσένα”,+ 10 εγώ είμαι ανάξιος όλης της όσιας αγάπης και όλης της πιστότητας που έδειξες στον υπηρέτη σου,+ επειδή μόνο με το μπαστούνι μου διάβηκα τον Ιορδάνη και τώρα το σπιτικό μου σχηματίζει δύο καταυλισμούς.+ 11 Σώσε με, σε ικετεύω,+ από το χέρι του αδελφού μου του Ησαύ, επειδή τον φοβάμαι, μη τυχόν έρθει και επιτεθεί σε εμένα,+ καθώς και στις μητέρες και στα παιδιά τους. 12 Και εσύ είπες: “Ασφαλώς θα κάνω να πάνε καλά τα πράγματα για εσένα και θα κάνω τους απογόνους* σου σαν τους κόκκους της άμμου της θάλασσας, οι οποίοι είναι αδύνατον να μετρηθούν”».+

13 Και διανυκτέρευσε εκεί. Έπειτα πήρε μερικά από τα αποκτήματά του για να τα δώσει ως δώρο στον Ησαύ τον αδελφό του:+ 14 200 κατσίκες, 20 τράγους, 200 προβατίνες, 20 κριάρια, 15 30 καμήλες που θήλαζαν τα μικρά τους, 40 αγελάδες, 10 ταύρους, 20 θηλυκά γαϊδούρια και 10 ενήλικα αρσενικά γαϊδούρια.+

16 Τα παρέδωσε στους υπηρέτες του, το ένα κοπάδι μετά το άλλο, και τους είπε: «Περάστε απέναντι μπροστά από εμένα και αφήστε κάποια απόσταση ανάμεσα στο ένα κοπάδι και στο επόμενο». 17 Διέταξε επίσης τον πρώτο υπηρέτη: «Σε περίπτωση που σε συναντήσει ο Ησαύ ο αδελφός μου και σε ρωτήσει: “Σε ποιον ανήκεις και πού πηγαίνεις και σε ποιον ανήκουν τα ζώα που προπορεύονται από εσένα;” 18 τότε πρέπει να πεις: “Στον υπηρέτη σου, τον Ιακώβ. Είναι δώρο που στέλνει στον κύριό μου, τον Ησαύ.+ Δες! Είναι και αυτός πίσω μας”». 19 Και διέταξε και τον δεύτερο και τον τρίτο και όλους όσους ακολουθούσαν τα κοπάδια: «Έτσι να μιλήσετε στον Ησαύ όταν τον συναντήσετε. 20 Και πρέπει επίσης να πείτε: “Ο υπηρέτης σου ο Ιακώβ είναι πίσω μας”». Διότι είπε μέσα του: «Αν τον εξευμενίσω στέλνοντας ένα δώρο μπροστά από εμένα,+ ίσως αργότερα που θα τον δω με δεχτεί φιλικά». 21 Έτσι λοιπόν, το δώρο πέρασε απέναντι μπροστά από αυτόν, ενώ ο ίδιος διανυκτέρευσε στον καταυλισμό.

22 Αργότερα εκείνη τη νύχτα, σηκώθηκε και πήρε τις δύο συζύγους του+ και τις δύο υπηρέτριές του+ και τους 11 νεαρούς γιους του και διάβηκε το πέρασμα του Ιαβόκ.+ 23 Τους πήρε λοιπόν και τους έφερε στην απέναντι πλευρά του ποταμιού,* μαζί με ό,τι άλλο είχε.

24 Τελικά ο Ιακώβ έμεινε μόνος του. Τότε ένας άντρας άρχισε να παλεύει μαζί του μέχρι που χάραξε η αυγή.+ 25 Όταν είδε ότι δεν είχε υπερισχύσει πάνω του, άγγιξε την άρθρωση του ισχίου του, και το ισχίο του Ιακώβ εξαρθρώθηκε στη διάρκεια της πάλης του με αυτόν.+ 26 Έπειτα είπε: «Άφησέ με να φύγω, γιατί χαράζει η αυγή». Τότε ο Ιακώβ αποκρίθηκε: «Δεν πρόκειται να σε αφήσω να φύγεις ώσπου να με ευλογήσεις».+ 27 Και αυτός τον ρώτησε: «Ποιο είναι το όνομά σου;» Και εκείνος είπε: «Ιακώβ». 28 Τότε του είπε: «Το όνομά σου δεν θα είναι πια Ιακώβ αλλά Ισραήλ,*+ διότι αναμετρήθηκες με τον Θεό+ και τους ανθρώπους και στο τέλος υπερίσχυσες». 29 Και ο Ιακώβ ρώτησε: «Πες μου, σε παρακαλώ: Ποιο είναι το όνομά σου;» Ωστόσο, αυτός είπε: «Γιατί ρωτάς το όνομά μου;»+ Τότε τον ευλόγησε εκεί. 30 Γι’ αυτό, ο Ιακώβ ονόμασε εκείνον τον τόπο Φανουήλ,*+ επειδή είπε: «Είδα τον Θεό πρόσωπο με πρόσωπο, και όμως επέζησα».*+

31 Και ο ήλιος έλαμπε από πάνω του όταν εκείνος πέρασε από τη Φανουήλ, αλλά κούτσαινε εξαιτίας του ισχίου του.+ 32 Να γιατί μέχρι σήμερα οι γιοι του Ισραήλ δεν συνηθίζουν να τρώνε τον μηριαίο τένοντα,* που βρίσκεται στην άρθρωση του ισχίου, επειδή αυτός άγγιξε την άρθρωση του ισχίου του Ιακώβ κοντά στον μηριαίο τένοντα.

33 Κάποια στιγμή ο Ιακώβ σήκωσε τα μάτια του και είδε να έρχεται ο Ησαύ, έχοντας 400 άντρες μαζί του.+ Μοίρασε λοιπόν τα παιδιά στη Λεία, στη Ραχήλ και στις δύο υπηρέτριες.+ 2 Έβαλε μπροστά τις υπηρέτριες και τα παιδιά τους,+ έπειτα τη Λεία και τα παιδιά της+ και πίσω τη Ραχήλ+ και τον Ιωσήφ. 3 Ο ίδιος προχώρησε μπροστά από αυτούς και προσκύνησε μέχρις εδάφους εφτά φορές καθώς πλησίαζε τον αδελφό του.

4 Αλλά ο Ησαύ έτρεξε να τον συναντήσει και τον αγκάλιασε και τον φίλησε, και ξέσπασαν σε κλάματα. 5 Όταν σήκωσε τα μάτια του και είδε τις γυναίκες και τα παιδιά, είπε: «Ποιοι είναι αυτοί μαζί σου;» Και ο Ιακώβ απάντησε: «Είναι τα παιδιά με τα οποία ευνόησε ο Θεός τον υπηρέτη σου».+ 6 Τότε πλησίασαν οι υπηρέτριες με τα παιδιά τους και προσκύνησαν, 7 και πλησίασε επίσης η Λεία με τα παιδιά της και προσκύνησαν. Έπειτα πλησίασε ο Ιωσήφ με τη Ραχήλ και προσκύνησαν και αυτοί.+

8 Ο Ησαύ είπε: «Για ποιον λόγο έστειλες όλο αυτό το καραβάνι που συνάντησα;»+ Αυτός απάντησε: «Ήθελα να βρω εύνοια στα μάτια του κυρίου μου».+ 9 Κατόπιν ο Ησαύ είπε: «Έχω πολλά αποκτήματα, αδελφέ μου.+ Κράτησε ό,τι έχεις». 10 Ωστόσο, ο Ιακώβ είπε: «Όχι, σε παρακαλώ. Αν βρήκα εύνοια στα μάτια σου, πρέπει να πάρεις το δώρο μου από το χέρι μου, επειδή το έφερα για να μπορέσω να δω το πρόσωπό σου. Και είδα το πρόσωπό σου σαν να έβλεπα το πρόσωπο του Θεού, εφόσον με δέχτηκες με ευχαρίστηση.+ 11 Πάρε, σε παρακαλώ, το δώρο που σου προσφέρθηκε ως ευλογία εκ μέρους μου,+ επειδή ο Θεός με ευνόησε και έχω ό,τι χρειάζομαι».+ Και συνέχισε να τον πιέζει, ώστε το πήρε.

12 Αργότερα ο Ησαύ είπε: «Ας ξεκινήσουμε να φύγουμε, και ας πηγαίνω εγώ μπροστά από εσένα». 13 Αυτός όμως του είπε: «Ο κύριός μου ξέρει ότι τα παιδιά είναι ευαίσθητα+ και ότι έχω να φροντίζω προβατίνες και αγελάδες που θηλάζουν τα μικρά τους. Αν τα αναγκάσω να πάνε πολύ γρήγορα έστω μία ημέρα, τότε όλο το κοπάδι θα πεθάνει. 14 Ας πάει, παρακαλώ, ο κύριός μου μπροστά από τον υπηρέτη του, αλλά εγώ θα συνεχίσω το ταξίδι πιο αργά, ακολουθώντας τον ρυθμό των ζώων μου και των παιδιών μέχρι να έρθω στον κύριό μου στο Σηείρ».+ 15 Κατόπιν ο Ησαύ είπε: «Σε παρακαλώ, ας σου αφήσω μερικούς άντρες μου για να έρθουν μαζί σου». Και αυτός είπε: «Γιατί να το κάνεις αυτό; Ας βρω απλώς εύνοια στα μάτια του κυρίου μου». 16 Έτσι λοιπόν, εκείνη την ημέρα ο Ησαύ πήρε τον δρόμο της επιστροφής για το Σηείρ.

17 Και ο Ιακώβ κατευθύνθηκε προς τη Σοκχώθ+ και έφτιαξε εκεί ένα σπίτι για τον εαυτό του και στέγαστρα για το κοπάδι του. Γι’ αυτό ονόμασε εκείνον τον τόπο Σοκχώθ.*

18 Έχοντας ταξιδέψει από την Παδάν-αράμ,+ ο Ιακώβ έφτασε ασφαλής στην πόλη Συχέμ,+ στη γη Χαναάν,+ και κατασκήνωσε κοντά στην πόλη. 19 Κατόπιν απέκτησε ένα κομμάτι γης στο μέρος όπου είχε κατασκηνώσει, δίνοντας στους γιους του Εμμώρ, του πατέρα του Συχέμ, 100 κομμάτια χρήματος.+ 20 Εκεί έστησε ένα θυσιαστήριο και το ονόμασε «Ο Θεός, ο Θεός του Ισραήλ».+

34 Η Δείνα, η κόρη του Ιακώβ και της Λείας,+ συνήθιζε να πηγαίνει και να κάνει παρέα με* τις κοπέλες του τόπου.+ 2 Όταν την είδε ο Συχέμ, ο γιος του Εμμώρ του Ευαίου,+ ενός αρχηγού του τόπου, την πήρε και πλάγιασε μαζί της και την ατίμασε. 3 Και συνδέθηκε* συναισθηματικά με τη Δείνα, την κόρη του Ιακώβ, και ερωτεύτηκε την κοπέλα και της μίλησε με πειστικά λόγια.* 4 Τελικά ο Συχέμ είπε στον Εμμώρ+ τον πατέρα του: «Πάρε μου αυτή την κοπέλα για σύζυγο».

5 Όταν ο Ιακώβ άκουσε ότι εκείνος είχε μιάνει τη Δείνα την κόρη του, οι γιοι του ήταν με το κοπάδι του στον αγρό. Γι’ αυτό, ο Ιακώβ δεν είπε τίποτα μέχρι να επιστρέψουν. 6 Αργότερα ο Εμμώρ, ο πατέρας του Συχέμ, πήγε να μιλήσει με τον Ιακώβ. 7 Αλλά οι γιοι του Ιακώβ έμαθαν τι έγινε και επέστρεψαν αμέσως από τον αγρό. Ένιωσαν προσβεβλημένοι και θύμωσαν πολύ, επειδή εκείνος είχε ντροπιάσει τον Ισραήλ πλαγιάζοντας με την κόρη του Ιακώβ,+ κάτι που δεν έπρεπε να γίνει.+

8 Ο Εμμώρ μίλησε μαζί τους, λέγοντας: «Ο γιος μου ο Συχέμ θέλει πολύ* την κόρη σας. Δώστε την, σας παρακαλώ, σε αυτόν για σύζυγο 9 και συμπεθερέψτε μαζί μας. Δώστε μας τις κόρες σας και πάρτε τις δικές μας κόρες.+ 10 Μπορείτε να κατοικείτε μαζί μας και ο τόπος θα είναι στη διάθεσή σας. Κατοικήστε και κάντε εμπόριο εδώ και εγκατασταθείτε εδώ». 11 Κατόπιν ο Συχέμ είπε στον πατέρα της και στους αδελφούς της: «Ας βρω εύνοια στα μάτια σας και θα σας δώσω οτιδήποτε μου ζητήσετε. 12 Απαιτήστε από εμένα πολύ υψηλό νυφικό τίμημα και δώρο.+ Είμαι πρόθυμος να δώσω οτιδήποτε μου πείτε. Μόνο δώστε μου την κοπέλα για σύζυγο».

13 Και οι γιοι του Ιακώβ απάντησαν στον Συχέμ και στον Εμμώρ τον πατέρα του με δόλο επειδή εκείνος είχε μιάνει τη Δείνα την αδελφή τους. 14 Τους είπαν: «Μας είναι αδύνατον να κάνουμε κάτι τέτοιο, να δώσουμε την αδελφή μας σε άντρα που είναι απερίτμητος,*+ επειδή αυτό είναι επαίσχυντο για εμάς. 15 Θα συμφωνήσουμε μαζί σας μόνο υπό αυτόν τον όρο: να γίνετε σαν εμάς και να κάνετε περιτομή σε όλους τους άρρενές σας.+ 16 Τότε θα σας δώσουμε τις κόρες μας και θα πάρουμε τις δικές σας κόρες, και θα κατοικήσουμε μαζί σας και θα γίνουμε ένας λαός. 17 Αν όμως δεν μας ακούσετε και δεν κάνετε περιτομή, τότε θα πάρουμε την κόρη μας και θα φύγουμε».

18 Τα λόγια αυτά άρεσαν στον Εμμώρ+ και στον Συχέμ, τον γιο του Εμμώρ.+ 19 Ο νεαρός άντρας έκανε αμέσως ό,τι ζήτησαν,+ επειδή έβρισκε ευχαρίστηση στην κόρη του Ιακώβ, και ήταν ο πιο τιμημένος σε ολόκληρο τον οίκο του πατέρα του.

20 Έτσι λοιπόν, ο Εμμώρ και ο γιος του ο Συχέμ πήγαν στην πύλη της πόλης και είπαν στους άντρες της πόλης τους:+ 21 «Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να έχουν ειρηνικές σχέσεις μαζί μας. Ας κατοικήσουν στον τόπο μας και ας κάνουν εμπόριο εδώ, διότι ο τόπος είναι αρκετά μεγάλος για να χωρέσει και αυτούς. Μπορούμε να πάρουμε τις κόρες τους για συζύγους και να τους δώσουμε τις δικές μας κόρες.+ 22 Αλλά μόνο υπό αυτόν τον όρο θα συμφωνήσουν να κατοικήσουν μαζί μας ώστε να γίνουμε ένας λαός: να περιτμηθούν όλοι οι άρρενες ανάμεσά μας όπως ακριβώς περιτέμνονται αυτοί.+ 23 Δεν θα είναι τότε δικά μας τα αποκτήματά τους, τα πλούτη τους και όλα τα ζωντανά τους; Ας συμφωνήσουμε λοιπόν με αυτό που ζήτησαν ώστε να κατοικήσουν μαζί μας». 24 Όλοι όσοι έβγαιναν από την πύλη της πόλης άκουσαν τον Εμμώρ και τον γιο του τον Συχέμ, και όλοι οι άρρενες περιτμήθηκαν, όλοι όσοι έβγαιναν από την πύλη της πόλης.

25 Ωστόσο, την τρίτη ημέρα, ενώ εκείνοι ακόμη πονούσαν, δύο γιοι του Ιακώβ, ο Συμεών και ο Λευί, αδελφοί της Δείνας,+ πήραν ο καθένας το σπαθί του, μπήκαν στην ανυποψίαστη πόλη και σκότωσαν όλους τους άρρενες.+ 26 Σκότωσαν τον Εμμώρ και τον γιο του τον Συχέμ με το σπαθί και έπειτα πήραν τη Δείνα από το σπίτι του Συχέμ και έφυγαν. 27 Οι άλλοι γιοι του Ιακώβ ήρθαν στην πόλη όπου βρίσκονταν οι σκοτωμένοι άντρες και τη λεηλάτησαν, επειδή εκείνοι είχαν μιάνει την αδελφή τους.+ 28 Πήραν τα γιδοπρόβατά τους, τα βόδια τους, τα γαϊδούρια τους και οτιδήποτε υπήρχε στην πόλη και στον αγρό. 29 Πήραν επίσης όλα τα αποκτήματά τους, αιχμαλώτισαν όλα τα μικρά παιδιά τους και τις συζύγους τους και άρπαξαν ό,τι υπήρχε στα σπίτια.

30 Τότε ο Ιακώβ είπε στον Συμεών και στον Λευί:+ «Φέρατε πάνω μου μεγάλη συμφορά,* επειδή με κάνατε μισητό* στους κατοίκους του τόπου, στους Χαναναίους και στους Φερεζαίους. Εγώ έχω λίγους ανθρώπους, και αυτοί ασφαλώς θα συγκεντρωθούν για να μου επιτεθούν, και θα αφανιστώ τόσο εγώ όσο και το σπιτικό μου». 31 Εκείνοι όμως είπαν: «Έπρεπε δηλαδή να μεταχειριστούν την αδελφή μας σαν πόρνη;»

35 Έπειτα ο Θεός είπε στον Ιακώβ: «Σήκω, ανέβα στη Βαιθήλ+ και κατοίκησε εκεί και φτιάξε ένα θυσιαστήριο εκεί για τον αληθινό Θεό, ο οποίος εμφανίστηκε σε εσένα όταν έφυγες για να γλιτώσεις από τον Ησαύ τον αδελφό σου».+

2 Τότε ο Ιακώβ είπε στο σπιτικό του και σε όλους εκείνους που ήταν μαζί του: «Πετάξτε τους ξένους θεούς που έχετε+ και καθαριστείτε και αλλάξτε τα ρούχα σας, 3 και ας σηκωθούμε να ανεβούμε στη Βαιθήλ. Εκεί θα φτιάξω ένα θυσιαστήριο για τον αληθινό Θεό, ο οποίος μου απάντησε την ημέρα της στενοχώριας μου και ήταν μαζί μου οπουδήποτε και αν* πήγα».+ 4 Έδωσαν λοιπόν στον Ιακώβ όλους τους ξένους θεούς που είχαν και τα σκουλαρίκια που φορούσαν στα αφτιά τους, και ο Ιακώβ τα έθαψε* κάτω από το μεγάλο δέντρο που βρισκόταν κοντά στη Συχέμ.

5 Καθώς ταξίδευαν, τρόμος από τον Θεό κυρίευσε τις πόλεις γύρω τους, ώστε δεν καταδίωξαν τους γιους του Ιακώβ. 6 Τελικά ο Ιακώβ έφτασε στη Λουζ,+ δηλαδή τη Βαιθήλ, η οποία είναι στη γη Χαναάν, αυτός και όλος ο λαός που ήταν μαζί του. 7 Εκεί έχτισε ένα θυσιαστήριο και ονόμασε τον τόπο Ελ-βαιθήλ,* επειδή εκεί του είχε αποκαλυφτεί ο αληθινός Θεός όταν είχε φύγει για να γλιτώσει από τον αδελφό του.+ 8 Αργότερα η Δεββώρα,+ η παραμάνα της Ρεβέκκας, πέθανε και θάφτηκε στους πρόποδες της Βαιθήλ κάτω από μια βελανιδιά. Αυτός λοιπόν την ονόμασε Αλλόν-βακούθ.*

9 Ο Θεός εμφανίστηκε στον Ιακώβ άλλη μια φορά στη διάρκεια της επιστροφής του από την Παδάν-αράμ και τον ευλόγησε. 10 Και του είπε ο Θεός: «Το όνομά σου είναι Ιακώβ.+ Από εδώ και πέρα, το όνομά σου δεν θα είναι Ιακώβ, αλλά Ισραήλ». Και άρχισε να τον αποκαλεί Ισραήλ.+ 11 Επιπλέον ο Θεός τού είπε: «Εγώ είμαι ο Θεός ο Παντοδύναμος.+ Να είσαι καρποφόρος και να πληθυνθείς. Από εσένα θα βγουν έθνη και εκκλησία εθνών+ και από εσένα θα προέλθουν* βασιλιάδες.+ 12 Και τη γη που έδωσα στον Αβραάμ και στον Ισαάκ, σε εσένα θα τη δώσω, καθώς και στους απογόνους* σου έπειτα από εσένα».+ 13 Τότε ο Θεός έφυγε από τον τόπο όπου είχε μιλήσει μαζί του.

14 Ο Ιακώβ έστησε λοιπόν μια στήλη στον τόπο όπου είχε μιλήσει μαζί του, μια πέτρινη στήλη, και έκανε πάνω της σπονδή και έχυσε πάνω της λάδι.+ 15 Και ο Ιακώβ συνέχισε να αποκαλεί τον τόπο όπου ο Θεός είχε μιλήσει μαζί του Βαιθήλ.+

16 Κατόπιν αναχώρησαν από τη Βαιθήλ. Και ενώ είχαν ακόμη αρκετό δρόμο μέχρι την Εφράθ, ήρθε η ώρα της Ραχήλ να γεννήσει και είχε πολύ δύσκολο τοκετό. 17 Αλλά ενώ αγωνιζόταν να γεννήσει το παιδί, η μαία τής είπε: «Μη φοβάσαι, γιατί θα αποκτήσεις και αυτόν τον γιο».+ 18 Καθώς έσβηνε η ζωή της* (επειδή πέθαινε), τον ονόμασε Βεν-ονί,* αλλά ο πατέρας του τον ονόμασε Βενιαμίν.*+ 19 Η Ραχήλ λοιπόν πέθανε και θάφτηκε στον δρόμο για την Εφράθ, δηλαδή τη Βηθλεέμ.+ 20 Ο Ιακώβ έστησε μια στήλη πάνω από τον τάφο της. Αυτή είναι η στήλη του τάφου της Ραχήλ μέχρι σήμερα.

21 Έπειτα ο Ισραήλ αναχώρησε και κατασκήνωσε λίγο πιο πέρα από τον πύργο Εδέρ. 22 Κάποια φορά, ενόσω ο Ισραήλ κατοικούσε σε εκείνον τον τόπο, ο Ρουβήν πήγε και πλάγιασε με τη Βαλλά, την παλλακίδα του πατέρα του, και ο Ισραήλ το έμαθε.+

Ο Ιακώβ λοιπόν είχε 12 γιους. 23 Οι γιοι από τη Λεία ήταν ο πρωτότοκος του Ιακώβ ο Ρουβήν,+ έπειτα ο Συμεών, ο Λευί, ο Ιούδας, ο Ισσάχαρ και ο Ζαβουλών. 24 Οι γιοι από τη Ραχήλ ήταν ο Ιωσήφ και ο Βενιαμίν. 25 Οι γιοι από τη Βαλλά, την υπηρέτρια της Ραχήλ, ήταν ο Δαν και ο Νεφθαλί. 26 Οι γιοι από τη Ζελφά, την υπηρέτρια της Λείας, ήταν ο Γαδ και ο Ασήρ. Αυτοί είναι οι γιοι του Ιακώβ, τους οποίους απέκτησε στην Παδάν-αράμ.

27 Τελικά ο Ιακώβ έφτασε εκεί που βρισκόταν ο πατέρας του ο Ισαάκ στη Μαμβρή,+ στην περιοχή της Κιριάθ-αρβά, δηλαδή της Χεβρών, όπου ο Αβραάμ καθώς και ο Ισαάκ είχαν κατοικήσει ως ξένοι.+ 28 Και ο Ισαάκ έζησε 180 χρόνια.+ 29 Έπειτα ο Ισαάκ εξέπνευσε και πέθανε και προστέθηκε στον λαό του,* έχοντας ζήσει πολύχρονη και ικανοποιητική ζωή·* και τον έθαψαν ο Ησαύ και ο Ιακώβ, οι γιοι του.+

36 Αυτή είναι η ιστορία του Ησαύ, δηλαδή του Εδώμ.+

2 Ο Ησαύ πήρε τις συζύγους του από τις κόρες της Χαναάν: την Αδά,+ την κόρη του Αιλών του Χετταίου,+ και την Οολιβαμά,+ την κόρη του Ανά, την εγγονή του Σεβεγών του Ευαίου, 3 και τη Βασεμάθ,+ την κόρη του Ισμαήλ, την αδελφή του Νεβαϊώθ.+

4 Η Αδά γέννησε στον Ησαύ τον Ελιφάς και η Βασεμάθ γέννησε τον Ραγουήλ

5 και η Οολιβαμά γέννησε τον Ιεούς, τον Ιαλάμ και τον Κορέ.+

Αυτοί είναι οι γιοι του Ησαύ, τους οποίους απέκτησε στη γη Χαναάν. 6 Έπειτα ο Ησαύ πήρε τις συζύγους του, τους γιους του, τις κόρες του, όλα τα μέλη* του σπιτικού του, το κοπάδι του και όλα τα άλλα ζώα του, καθώς και όλα τα πλούτη που είχε συγκεντρώσει+ στη γη Χαναάν, και πήγε σε έναν άλλον τόπο αρκετά μακριά από τον Ιακώβ τον αδελφό του.+ 7 Διότι τα αγαθά τους είχαν γίνει τόσο πολλά ώστε δεν μπορούσαν να μένουν μαζί, και η γη όπου κατοικούσαν* δεν μπορούσε να τους θρέψει επειδή είχαν πολλά κοπάδια. 8 Και έτσι ο Ησαύ κατοίκησε στην ορεινή περιοχή του Σηείρ.+ Ο Ησαύ είναι ο Εδώμ.+

9 Και αυτή είναι η ιστορία του Ησαύ, του πατέρα των Εδωμιτών, στην ορεινή περιοχή του Σηείρ.+

10 Αυτά είναι τα ονόματα των γιων του Ησαύ: Ελιφάς, ο γιος της Αδά, της συζύγου του Ησαύ· Ραγουήλ, ο γιος της Βασεμάθ, της συζύγου του Ησαύ.+

11 Οι γιοι του Ελιφάς ήταν ο Θεμάν,+ ο Ωμάρ, ο Ζεφώ, ο Γοθώμ και ο Κενέζ.+ 12 Η Θιμνά έγινε παλλακίδα του Ελιφάς, του γιου του Ησαύ. Με τον καιρό γέννησε στον Ελιφάς τον Αμαλήκ.+ Αυτοί είναι οι γιοι της Αδά, της συζύγου του Ησαύ.

13 Αυτοί είναι οι γιοι του Ραγουήλ: ο Ναχάθ, ο Ζερά, ο Σαμμάχ και ο Μιζά. Αυτοί ήταν οι γιοι της Βασεμάθ,+ της συζύγου του Ησαύ.

14 Αυτοί ήταν οι γιοι της Οολιβαμά, κόρης του Ανά, εγγονής του Σεβεγών, συζύγου του Ησαύ, τους οποίους γέννησε στον Ησαύ: ο Ιεούς, ο Ιαλάμ και ο Κορέ.

15 Αυτοί είναι οι σεΐχηδες* των γιων του Ησαύ:+ οι γιοι του Ελιφάς, του πρωτοτόκου του Ησαύ: ο σεΐχης Θεμάν, ο σεΐχης Ωμάρ, ο σεΐχης Ζεφώ, ο σεΐχης Κενέζ,+ 16 ο σεΐχης Κορέ, ο σεΐχης Γοθώμ και ο σεΐχης Αμαλήκ. Αυτοί είναι οι σεΐχηδες του Ελιφάς+ στη γη του Εδώμ. Αυτοί είναι οι γιοι από την Αδά.

17 Αυτοί είναι οι γιοι του Ραγουήλ, του γιου του Ησαύ: ο σεΐχης Ναχάθ, ο σεΐχης Ζερά, ο σεΐχης Σαμμάχ και ο σεΐχης Μιζά. Αυτοί είναι οι σεΐχηδες του Ραγουήλ στη γη του Εδώμ.+ Αυτοί είναι οι γιοι από τη Βασεμάθ, τη σύζυγο του Ησαύ.

18 Τέλος, αυτοί είναι οι γιοι της Οολιβαμά, της συζύγου του Ησαύ: ο σεΐχης Ιεούς, ο σεΐχης Ιαλάμ και ο σεΐχης Κορέ. Αυτοί είναι οι σεΐχηδες της Οολιβαμά, της κόρης του Ανά, της συζύγου του Ησαύ.

19 Αυτοί είναι οι γιοι του Ησαύ και αυτοί είναι οι σεΐχηδές τους. Αυτός είναι ο Εδώμ.+

20 Αυτοί είναι οι γιοι του Σηείρ του Χορίτη, οι κάτοικοι εκείνης της γης:+ ο Λωτάν, ο Σωβάλ, ο Σεβεγών, ο Ανά,+ 21 ο Δησών, ο Εζέρ και ο Δησάν.+ Αυτοί είναι οι σεΐχηδες των Χοριτών, οι γιοι του Σηείρ, στη γη του Εδώμ.

22 Οι γιοι του Λωτάν ήταν ο Χορί και ο Αιμάμ, και αδελφή του Λωτάν ήταν η Θιμνά.+

23 Αυτοί είναι οι γιοι του Σωβάλ: ο Αλβάν, ο Μαναχάθ, ο Εβάλ, ο Σεφώ και ο Ωνάμ.

24 Αυτοί είναι οι γιοι του Σεβεγών:+ ο Αϊά και ο Ανά. Αυτός είναι ο Ανά που βρήκε τις θερμές πηγές στην έρημο ενώ έβοσκε τα γαϊδούρια του Σεβεγών του πατέρα του.

25 Αυτά είναι τα παιδιά του Ανά: ο Δησών και η Οολιβαμά, η κόρη του Ανά.

26 Αυτοί είναι οι γιοι του Δησών: ο Αμαδάν, ο Εσβάν, ο Ιθράν και ο Χεράν.+

27 Αυτοί είναι οι γιοι του Εζέρ: ο Βαλαάν, ο Ζααβάν και ο Ακάν.

28 Αυτοί είναι οι γιοι του Δησάν: ο Ουζ και ο Αράν.+

29 Αυτοί είναι οι σεΐχηδες των Χοριτών: ο σεΐχης Λωτάν, ο σεΐχης Σωβάλ, ο σεΐχης Σεβεγών, ο σεΐχης Ανά, 30 ο σεΐχης Δησών, ο σεΐχης Εζέρ, ο σεΐχης Δησάν.+ Αυτοί είναι οι σεΐχηδες των Χοριτών σύμφωνα με τους σεΐχηδές τους στη γη Σηείρ.

31 Και αυτοί είναι οι βασιλιάδες που βασίλεψαν στη γη του Εδώμ+ προτού βασιλέψει βασιλιάς στους Ισραηλίτες.*+ 32 Ο Βελά, ο γιος του Βεώρ, βασίλεψε στον Εδώμ, και το όνομα της πόλης του ήταν Διναβά. 33 Όταν πέθανε ο Βελά, βασίλεψε στη θέση του ο Ιωβάβ, ο γιος του Ζερά από τη Βοσόρρα. 34 Όταν πέθανε ο Ιωβάβ, βασίλεψε στη θέση του ο Χουσάμ από τη γη των Θεμανιτών. 35 Όταν πέθανε ο Χουσάμ, βασίλεψε στη θέση του ο Αδάδ, ο γιος του Βεδάδ, ο οποίος νίκησε τους Μαδιανίτες+ στην περιοχή* του Μωάβ, και το όνομα της πόλης του ήταν Αβίθ. 36 Όταν πέθανε ο Αδάδ, βασίλεψε στη θέση του ο Σαμλά από τη Μασρεκά. 37 Όταν πέθανε ο Σαμλά, βασίλεψε στη θέση του ο Σιαούλ από τη Ρεχωβώθ που είναι κοντά στον Ποταμό. 38 Όταν πέθανε ο Σιαούλ, βασίλεψε στη θέση του ο Βάαλ-χανάν, ο γιος του Αχβώρ. 39 Όταν πέθανε ο Βάαλ-χανάν, ο γιος του Αχβώρ, βασίλεψε στη θέση του ο Αδάρ. Το όνομα της πόλης του ήταν Παού και το όνομα της συζύγου του ήταν Μεεταβεήλ, κόρη της Ματρέδ, που ήταν κόρη του Μεζαάβ.

40 Αυτά είναι λοιπόν τα ονόματα των σεΐχηδων του Ησαύ σύμφωνα με τις οικογένειές τους, τους τόπους τους και τα ονόματά τους: ο σεΐχης Θιμνά, ο σεΐχης Αλβά, ο σεΐχης Ιεθέθ,+ 41 ο σεΐχης Οολιβαμά, ο σεΐχης Ηλά, ο σεΐχης Φινών, 42 ο σεΐχης Κενέζ, ο σεΐχης Θεμάν, ο σεΐχης Μιβσάρ, 43 ο σεΐχης Μαγδιήλ και ο σεΐχης Ιράμ. Αυτοί είναι οι σεΐχηδες του Εδώμ σύμφωνα με τους οικισμούς τους στη γη της ιδιοκτησίας τους.+ Αυτός είναι ο Ησαύ, ο πατέρας των Εδωμιτών.+

37 Ο Ιακώβ συνέχισε να κατοικεί στη γη Χαναάν, όπου είχε ζήσει ο πατέρας του ως ξένος.+

2 Αυτή είναι η ιστορία του Ιακώβ.

Όταν ο Ιωσήφ+ ήταν νεαρός, 17 χρονών, έβοσκε τα πρόβατα+ μαζί με τους γιους της Βαλλά+ και της Ζελφά,+ οι οποίες ήταν σύζυγοι του πατέρα του. Και ο Ιωσήφ έφερε άσχημη αναφορά για αυτούς στον πατέρα τους. 3 Ο Ισραήλ αγαπούσε τον Ιωσήφ περισσότερο από όλους τους άλλους γιους του+ επειδή ήταν ο γιος των γηρατειών του, και είχε ζητήσει να φτιάξουν για αυτόν έναν εκλεκτό χιτώνα.* 4 Όταν οι αδελφοί του είδαν ότι ο πατέρας τους αγαπούσε εκείνον περισσότερο από όλους τους, άρχισαν να τον μισούν και δεν μπορούσαν να του μιλούν ειρηνικά.

5 Αργότερα ο Ιωσήφ είδε ένα όνειρο και το είπε στους αδελφούς του,+ και αυτοί βρήκαν έναν επιπλέον λόγο για να τον μισούν. 6 Τους είπε: «Ακούστε, σας παρακαλώ, αυτό το όνειρο που είδα. 7 Εκεί που δέναμε δεμάτια στη μέση του αγρού, το δεμάτι μου σηκώθηκε και στάθηκε όρθιο, και τα δικά σας δεμάτια έκαναν κύκλο και το προσκύνησαν».+ 8 Και οι αδελφοί του τού είπαν: «Μήπως θέλεις να γίνεις βασιλιάς μας και να μας εξουσιάσεις;»+ Βρήκαν λοιπόν άλλον έναν λόγο για να τον μισούν, δηλαδή τα όνειρά του και αυτά που είπε.

9 Έπειτα εκείνος είδε ένα ακόμη όνειρο και το αφηγήθηκε στους αδελφούς του: «Είδα πάλι ένα όνειρο. Αυτή τη φορά με προσκυνούσαν ο ήλιος, η σελήνη και 11 άστρα».+ 10 Κατόπιν το αφηγήθηκε στον πατέρα του καθώς και στους αδελφούς του, και ο πατέρας του τον επέπληξε και του είπε: «Τι σημαίνει αυτό το όνειρο που είδες; Μήπως θα έρθουμε εγώ και η μητέρα σου και οι αδελφοί σου να σε προσκυνήσουμε μέχρις εδάφους;» 11 Και οι αδελφοί του άρχισαν να τον ζηλεύουν,+ αλλά ο πατέρας του κράτησε αυτόν τον λόγο στο μυαλό του.

12 Οι αδελφοί του λοιπόν πήγαν να βοσκήσουν το κοπάδι του πατέρα τους κοντά στη Συχέμ.+ 13 Κάποια στιγμή, ο Ισραήλ είπε στον Ιωσήφ: «Οι αδελφοί σου βόσκουν τα ζώα κοντά στη Συχέμ, έτσι δεν είναι; Έλα να σε στείλω σε αυτούς». Τότε εκείνος αποκρίθηκε: «Είμαι έτοιμος να πάω!» 14 Του είπε λοιπόν: «Πήγαινε, σε παρακαλώ, και δες αν οι αδελφοί σου είναι καλά. Δες πώς είναι το κοπάδι και έλα να μου πεις». Τότε εκείνος έφυγε από την κοιλάδα της Χεβρών+ και πήγε προς τη Συχέμ. 15 Αργότερα τον βρήκε κάποιος άνθρωπος να περιπλανιέται σε έναν αγρό και τον ρώτησε: «Τι ψάχνεις;» 16 Και εκείνος είπε: «Ψάχνω τους αδελφούς μου. Πες μου, σε παρακαλώ, πού βόσκουν τα κοπάδια;» 17 Ο άνθρωπος απάντησε: «Έφυγαν από εδώ· τους άκουσα να λένε: “Ας πάμε στη Δωθάν”». Έτσι λοιπόν, ο Ιωσήφ συνέχισε να ακολουθεί τους αδελφούς του και τους βρήκε στη Δωθάν.

18 Αυτοί λοιπόν τον είδαν από μακριά, και προτού φτάσει κοντά τους, άρχισαν να συνωμοτούν για να τον θανατώσουν. 19 Είπαν ο ένας στον άλλον: «Δείτε! Έρχεται ο ονειροπαρμένος.+ 20 Ελάτε τώρα να τον σκοτώσουμε και να τον ρίξουμε μέσα σε έναν από τους νερόλακκους, και θα πούμε ότι τον καταβρόχθισε ένα αρπακτικό θηρίο. Τότε να δούμε τι θα γίνουν τα όνειρά του». 21 Όταν το άκουσε ο Ρουβήν,+ προσπάθησε να τον γλιτώσει από αυτούς. Είπε λοιπόν: «Ας μην αφαιρέσουμε τη ζωή του».*+ 22 Τους είπε επίσης: «Μη χύσετε αίμα.+ Ρίξτε τον μέσα σε αυτόν τον νερόλακκο στην έρημο, αλλά μην του κάνετε κακό».*+ Σκοπός του ήταν να τον γλιτώσει από αυτούς για να τον επιστρέψει στον πατέρα του.

23 Μόλις λοιπόν ο Ιωσήφ έφτασε στους αδελφούς του, αυτοί του έβγαλαν τον χιτώνα του, τον εκλεκτό χιτώνα που φορούσε,+ 24 και πήραν τον Ιωσήφ και τον έριξαν στον νερόλακκο. Εκείνον τον καιρό ο λάκκος ήταν άδειος· δεν είχε νερό.

25 Κατόπιν κάθισαν να φάνε. Όταν σήκωσαν τα μάτια τους, είδαν ένα καραβάνι Ισμαηλιτών+ που ερχόταν από τη Γαλαάδ. Μετέφεραν με τις καμήλες τους λάδανο, βάλσαμο και ρητινοφόρο φλοιό+ και κατευθύνονταν προς την Αίγυπτο. 26 Τότε ο Ιούδας είπε στους αδελφούς του: «Τι θα κερδίσουμε αν σκοτώσουμε τον αδελφό μας και καλύψουμε το αίμα του;+ 27 Ελάτε τώρα να τον πουλήσουμε+ στους Ισμαηλίτες, και ας μη βάλουμε το χέρι μας πάνω του. Άλλωστε είναι αδελφός μας, σάρκα μας». Άκουσαν λοιπόν τον αδελφό τους. 28 Και την ώρα που περνούσαν από εκεί οι Μαδιανίτες+ έμποροι, έβγαλαν τον Ιωσήφ από τον νερόλακκο και τον πούλησαν στους Ισμαηλίτες για 20 κομμάτια ασήμι.+ Εκείνοι έφεραν τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο.

29 Αργότερα, όταν ο Ρουβήν επέστρεψε στον νερόλακκο και είδε ότι ο Ιωσήφ δεν βρισκόταν εκεί, έσκισε τα ρούχα του. 30 Μόλις επέστρεψε στους αδελφούς του, αναφώνησε: «Πάει το παιδί! Και τώρα, τι θα κάνω εγώ;»

31 Πήραν λοιπόν τον χιτώνα του Ιωσήφ, έσφαξαν έναν τράγο και βούτηξαν τον χιτώνα στο αίμα. 32 Έπειτα έστειλαν τον εκλεκτό χιτώνα στον πατέρα τους και είπαν: «Βρήκαμε αυτόν εδώ τον χιτώνα.+ Σε παρακαλούμε, δες τον προσεκτικά μήπως είναι του γιου σου». 33 Και εκείνος τον είδε προσεκτικά και αναφώνησε: «Είναι ο χιτώνας του γιου μου! Πρέπει να τον καταβρόχθισε κάποιο αρπακτικό θηρίο! Σίγουρα κατασπαράχτηκε ο Ιωσήφ!» 34 Τότε ο Ιακώβ έσκισε τα ρούχα του και έβαλε σάκο γύρω από τους γοφούς του και πένθησε τον γιο του πολλές ημέρες. 35 Και όλοι οι γιοι του και όλες οι κόρες του προσπαθούσαν να τον παρηγορήσουν, αλλά εκείνος ήταν απαρηγόρητος και έλεγε: «Θα κατεβώ στον Τάφο*+ πενθώντας τον γιο μου!» Και ο πατέρας του συνέχισε να κλαίει για αυτόν.

36 Οι δε Μαδιανίτες τον πούλησαν στην Αίγυπτο στον Πετεφρή, έναν αυλικό του Φαραώ+ και αρχηγό της σωματοφυλακής.+

38 Εκείνον περίπου τον καιρό, ο Ιούδας έφυγε από τους αδελφούς του και έστησε τη σκηνή του κοντά σε κάποιον Οδολλαμίτη που λεγόταν Ειρά. 2 Εκεί ο Ιούδας είδε την κόρη ενός Χαναναίου+ ο οποίος λεγόταν Σιουά. Την πήρε λοιπόν και είχε σχέσεις μαζί της 3 και αυτή έμεινε έγκυος. Όταν ήρθε ο καιρός, γέννησε γιο και εκείνος τον ονόμασε Ηρ.+ 4 Έμεινε πάλι έγκυος και γέννησε γιο και τον ονόμασε Αυνάν. 5 Γέννησε ακόμη έναν γιο και τον ονόμασε Σηλά. Εκείνος* βρισκόταν στην Αχζίβ+ όταν γεννήθηκε ο Σηλά.

6 Αργότερα ο Ιούδας πήρε σύζυγο για τον Ηρ, τον πρωτότοκό του, το όνομα της οποίας ήταν Θάμαρ.+ 7 Ο Ηρ όμως, ο πρωτότοκος του Ιούδα, προκάλεσε τη δυσαρέσκεια του Ιεχωβά, και έτσι ο Ιεχωβά τον θανάτωσε. 8 Γι’ αυτό, ο Ιούδας είπε στον Αυνάν: «Κοιμήσου με τη σύζυγο του αδελφού σου και κάνε ανδραδελφικό γάμο μαζί της, ώστε να φέρεις σε ύπαρξη απόγονο για τον αδελφό σου».+ 9 Αλλά ο Αυνάν ήξερε ότι ο απόγονος δεν θα θεωρούνταν δικός του.+ Έτσι λοιπόν, όταν είχε σχέσεις με τη σύζυγο του αδελφού του, άφηνε να χάνεται το σπέρμα του στη γη, ώστε να μη δώσει απόγονο στον αδελφό του.+ 10 Αυτό που έκανε ήταν κακό στα μάτια του Ιεχωβά, και ως αποτέλεσμα θανάτωσε και αυτόν επίσης.+ 11 Ο Ιούδας τότε είπε στη Θάμαρ τη νύφη του: «Μείνε στο σπίτι του πατέρα σου ως χήρα μέχρι να μεγαλώσει ο γιος μου ο Σηλά», διότι είπε μέσα του: “Μπορεί να πεθάνει και αυτός σαν τους αδελφούς του”.+ Πήγε λοιπόν η Θάμαρ και έμεινε στο σπίτι του πατέρα της.

12 Έπειτα από κάποιο διάστημα, πέθανε η σύζυγος του Ιούδα, η κόρη του Σιουά.+ Αφού ο Ιούδας τήρησε την περίοδο του πένθους, πήγε στους κουρευτές των προβάτων του στη Θιμνάχ+ μαζί με τον φίλο του τον Ειρά, τον Οδολλαμίτη.+ 13 Και κάποιοι είπαν στη Θάμαρ: «Ο πεθερός σου ανεβαίνει στη Θιμνάχ να κουρέψει τα πρόβατά του». 14 Τότε εκείνη έβγαλε τα ρούχα της χηρείας της, φόρεσε πέπλο, σκεπάστηκε με σάλι και κάθισε στην είσοδο της Εναΐμ, η οποία βρίσκεται στον δρόμο για τη Θιμνάχ, επειδή είδε ότι ο Σηλά είχε μεγαλώσει αλλά δεν της τον είχαν δώσει για σύζυγο.+

15 Όταν την είδε ο Ιούδας, την πέρασε αμέσως για πόρνη, επειδή είχε σκεπάσει το πρόσωπό της. 16 Την πλησίασε λοιπόν ενώ εκείνη βρισκόταν δίπλα στον δρόμο και της είπε: «Άφησέ με, σε παρακαλώ, να έχω σχέσεις μαζί σου», διότι δεν ήξερε ότι ήταν η νύφη του.+ Ωστόσο, εκείνη είπε: «Τι θα μου δώσεις για να έχεις σχέσεις μαζί μου;» 17 Αυτός απάντησε: «Θα σου στείλω ένα κατσικάκι από το κοπάδι μου». Εκείνη όμως είπε: «Θα μου δώσεις κάποια εγγύηση μέχρι να το στείλεις;» 18 Αυτός συνέχισε: «Τι εγγύηση να σου δώσω;» Και εκείνη είπε: «Το σφραγιδοφόρο δαχτυλίδι σου+ και το κορδόνι σου και το ραβδί που έχεις στο χέρι σου». Τότε της τα έδωσε και είχε σχέσεις μαζί της, και εκείνη έμεινε έγκυος από αυτόν. 19 Έπειτα σηκώθηκε και έφυγε και έβγαλε το σάλι της και φόρεσε τα ρούχα της χηρείας της.

20 Και ο Ιούδας έστειλε ένα κατσικάκι με τον φίλο του τον Οδολλαμίτη+ για να πάρει πίσω την εγγύηση από το χέρι της γυναίκας, αλλά εκείνος δεν τη βρήκε. 21 Ρώτησε λοιπόν τους άντρες του τόπου της: «Πού είναι εκείνη η ιερόδουλη, που ήταν στην Εναΐμ δίπλα στον δρόμο;» Αλλά αυτοί είπαν: «Δεν υπήρξε ποτέ ιερόδουλη σε αυτόν τον τόπο». 22 Τελικά επέστρεψε στον Ιούδα και είπε: «Δεν τη βρήκα, και μάλιστα οι άντρες του τόπου είπαν: “Δεν υπήρξε ποτέ ιερόδουλη σε αυτόν τον τόπο”». 23 Και ο Ιούδας είπε: «Ας τα κρατήσει, για να μη γίνουμε περίγελος. Πάντως, εγώ έστειλα αυτό το κατσικάκι, αλλά εσύ δεν κατάφερες να τη βρεις».

24 Ωστόσο, περίπου τρεις μήνες αργότερα, είπαν στον Ιούδα: «Η Θάμαρ η νύφη σου ενήργησε σαν πόρνη, και τώρα είναι έγκυος από την πορνεία της». Τότε ο Ιούδας είπε: «Φέρτε την έξω και ας καεί».+ 25 Καθώς την έφερναν έξω, εκείνη έστειλε το εξής μήνυμα στον πεθερό της: «Έμεινα έγκυος από τον άντρα στον οποίο ανήκουν αυτά». Έπειτα πρόσθεσε: «Σε παρακαλώ, δες σε ποιον ανήκουν αυτά, το σφραγιδοφόρο δαχτυλίδι και το κορδόνι και το ραβδί».+ 26 Αφού ο Ιούδας τα είδε, είπε: «Εκείνη είναι πιο δίκαιη από εμένα, επειδή δεν την έδωσα στον Σηλά τον γιο μου».+ Και δεν είχε πια σεξουαλικές σχέσεις μαζί της.

27 Όταν ήρθε ο καιρός να γεννήσει, στην κοιλιά της είχε δίδυμα. 28 Καθώς γεννούσε, ο ένας έβγαλε έξω το χέρι του και η μαία πήρε αμέσως μια κατακόκκινη κλωστή και την έδεσε γύρω από το χέρι του, λέγοντας: «Αυτός βγήκε πρώτος». 29 Αλλά μόλις αυτός τράβηξε το χέρι του, βγήκε ο αδελφός του, και αυτή αναφώνησε: «Τι ρήξη προκάλεσες!» Γι’ αυτό, τον ονόμασε Φαρές.*+ 30 Ύστερα βγήκε ο αδελφός του, στο χέρι του οποίου ήταν δεμένη η κατακόκκινη κλωστή, και ονομάστηκε Ζερά.+

39 Ο δε Ιωσήφ οδηγήθηκε κάτω στην Αίγυπτο,+ και κάποιος Αιγύπτιος που ονομαζόταν Πετεφρής,+ αυλικός του Φαραώ και αρχηγός της σωματοφυλακής, τον αγόρασε από τους Ισμαηλίτες+ που τον είχαν φέρει εκεί. 2 Αλλά ο Ιεχωβά ήταν μαζί με τον Ιωσήφ.+ Ως αποτέλεσμα, έγινε επιτυχημένος και διορίστηκε υπεύθυνος για το σπιτικό του κυρίου του, του Αιγυπτίου. 3 Και ο κύριός του είδε ότι ο Ιεχωβά ήταν μαζί του και ότι ο Ιεχωβά έστεφε με επιτυχία οτιδήποτε έκανε αυτός.

4 Ο Ιωσήφ έβρισκε εύνοια στα μάτια του και έγινε ο προσωπικός του υπηρέτης. Εκείνος λοιπόν τον διόρισε υπεύθυνο για το σπιτικό του και τον έκανε επιστάτη όλων όσων είχε. 5 Από τότε που τον διόρισε υπεύθυνο για το σπιτικό του και επιστάτη όλων όσων είχε, ο Ιεχωβά ευλογούσε το σπίτι του Αιγυπτίου χάρη στον Ιωσήφ, και η ευλογία του Ιεχωβά ήταν σε όλα όσα είχε εκείνος στο σπίτι και στον αγρό.+ 6 Τελικά, εμπιστεύτηκε όλα τα υπάρχοντά του στη φροντίδα του Ιωσήφ, και το μόνο που τον απασχολούσε ήταν τι φαγητό θα έτρωγε. Επιπλέον, ο Ιωσήφ έγινε γεροδεμένος και όμορφος.

7 Έπειτα λοιπόν από αυτά, η σύζυγος του κυρίου του άρχισε να κοιτάζει πονηρά τον Ιωσήφ και να λέει: «Πλάγιασε μαζί μου». 8 Αλλά αυτός αρνούνταν και έλεγε στη σύζυγο του κυρίου του: «Ο κύριός μου δεν γνωρίζει τι υπάρχει υπό την επίβλεψή μου στο σπίτι και έχει εμπιστευτεί όλα τα υπάρχοντά του στη φροντίδα μου. 9 Κανείς δεν είναι μεγαλύτερος από εμένα σε αυτό το σπίτι, και εκείνος δεν μου έχει απαγορεύσει τίποτα απολύτως εκτός από εσένα, επειδή είσαι σύζυγός του. Πώς λοιπόν θα μπορούσα να κάνω αυτό το μεγάλο κακό και να αμαρτήσω εναντίον του Θεού;»+

10 Εκείνη μιλούσε στον Ιωσήφ καθημερινά, αλλά αυτός δεν δεχόταν να πλαγιάσει μαζί της ή να μείνουν μαζί οι δυο τους. 11 Κάποια ημέρα όμως που μπήκε στο σπίτι για να κάνει την εργασία του, δεν ήταν εκεί κανείς από τους υπηρέτες του σπιτιού. 12 Τότε εκείνη τον άρπαξε από το ρούχο του και είπε: «Πλάγιασε μαζί μου!» Αλλά αυτός άφησε το ρούχο του στο χέρι της και έφυγε γρήγορα από εκεί. 13 Μόλις εκείνη είδε ότι είχε αφήσει το ρούχο του στο χέρι της και είχε φύγει, 14 άρχισε να φωνάζει στους ανθρώπους του σπιτιού της και να τους λέει: «Δείτε! Μας έφερε αυτόν τον Εβραίο για να μας κάνει περίγελο. Ήρθε σε εμένα για να πλαγιάσει μαζί μου, αλλά εγώ άρχισα να φωνάζω με όλη μου τη δύναμη. 15 Και μόλις με άκουσε να φωνάζω και να ουρλιάζω, άφησε το ρούχο του δίπλα μου και έφυγε γρήγορα». 16 Έπειτα έβαλε το ρούχο του δίπλα της μέχρι που γύρισε στο σπίτι ο κύριός του.

17 Κατόπιν του είπε την ίδια ιστορία: «Ο Εβραίος υπηρέτης που μας έφερες ήρθε σε εμένα για να με κάνει περίγελο. 18 Αλλά μόλις άρχισα να φωνάζω και να ουρλιάζω, άφησε το ρούχο του δίπλα μου και έφυγε γρήγορα». 19 Μόλις ο κύριός του άκουσε τα λόγια της συζύγου του, η οποία του είπε: «Αυτό και αυτό μου έκανε ο υπηρέτης σου», άναψε από θυμό. 20 Έτσι λοιπόν, ο κύριος του Ιωσήφ τον πήρε και τον παρέδωσε στη φυλακή, το μέρος όπου κρατούνταν οι φυλακισμένοι του βασιλιά, και αυτός παρέμενε εκεί.+

21 Αλλά ο Ιεχωβά εξακολουθούσε να είναι μαζί με τον Ιωσήφ και να του δείχνει όσια αγάπη και έκανε να κερδίσει την εύνοια του ανώτατου αξιωματικού της φυλακής.+ 22 Και ο ανώτατος αξιωματικός της φυλακής διόρισε τον Ιωσήφ υπεύθυνο όλων των φυλακισμένων που βρίσκονταν εκεί, και οτιδήποτε έκαναν, αυτός ήταν που φρόντιζε να γίνεται.+ 23 Ο ανώτατος αξιωματικός της φυλακής δεν φρόντιζε απολύτως τίποτα από όσα είχε στην ευθύνη του ο Ιωσήφ, επειδή ο Ιεχωβά ήταν μαζί με τον Ιωσήφ και ο Ιεχωβά έστεφε με επιτυχία οτιδήποτε έκανε αυτός.+

40 Έπειτα από αυτά, ο αρχιοινοχόος+ του βασιλιά της Αιγύπτου και ο αρχιαρτοποιός αμάρτησαν εναντίον του κυρίου τους, του βασιλιά της Αιγύπτου. 2 Ο Φαραώ λοιπόν αγανάκτησε με τους δύο αξιωματούχους του, τον αρχιοινοχόο και τον αρχιαρτοποιό,+ 3 και τους έβαλε στο δεσμωτήριο που υπήρχε στην κατοικία του αρχηγού της σωματοφυλακής,+ εκεί που ήταν φυλακισμένος και ο Ιωσήφ.+ 4 Κατόπιν ο αρχηγός της σωματοφυλακής διόρισε τον Ιωσήφ να είναι μαζί τους και να τους φροντίζει,+ και εκείνοι παρέμειναν στο δεσμωτήριο για κάποιο διάστημα.*

5 Ο οινοχόος και ο αρτοποιός του βασιλιά της Αιγύπτου, οι οποίοι κρατούνταν στη φυλακή, είδαν και οι δύο κάποιο όνειρο την ίδια νύχτα, και το κάθε όνειρο είχε τη δική του ερμηνεία. 6 Το επόμενο πρωί, όταν ο Ιωσήφ μπήκε και τους είδε, αυτοί φαίνονταν στενοχωρημένοι. 7 Ρώτησε λοιπόν τους αξιωματούχους του Φαραώ που βρίσκονταν και αυτοί υπό κράτηση στην κατοικία του κυρίου του: «Γιατί είναι τα πρόσωπά σας σκυθρωπά σήμερα;» 8 Τότε εκείνοι του απάντησαν: «Είδαμε και οι δύο κάποιο όνειρο, αλλά δεν έχουμε εδώ ερμηνευτή». Ο Ιωσήφ τούς είπε: «Δεν ανήκουν οι ερμηνείες στον Θεό;+ Αφηγηθείτε το σε εμένα, σας παρακαλώ».

9 Ο αρχιοινοχόος λοιπόν αφηγήθηκε το όνειρό του στον Ιωσήφ, λέγοντας: «Στο όνειρό μου υπήρχε ένα κλήμα μπροστά μου. 10 Το κλήμα είχε τρεις κληματόβεργες και, καθώς έβγαζε βλαστάρια, άνθισε, και τα τσαμπιά του έγιναν ώριμα σταφύλια. 11 Και είχα το ποτήρι του Φαραώ στο χέρι μου και πήρα τα σταφύλια και τα έστυψα μέσα στο ποτήρι του Φαραώ. Έπειτα έβαλα το ποτήρι στο χέρι του Φαραώ». 12 Τότε ο Ιωσήφ τού είπε: «Αυτή είναι η ερμηνεία: Οι τρεις κληματόβεργες είναι τρεις ημέρες. 13 Σε τρεις ημέρες από τώρα, ο Φαραώ θα σε βγάλει από εδώ* και θα σε αποκαταστήσει στο αξίωμά σου,+ και εσύ θα βάζεις το ποτήρι του Φαραώ στο χέρι του, όπως έκανες προηγουμένως, όταν ήσουν ο οινοχόος του.+ 14 Παρ’ όλα αυτά, θυμήσου με όταν πάνε καλά τα πράγματα για εσένα. Δείξε μου, σε παρακαλώ, καλοσύνη* και μίλησε για εμένα στον Φαραώ, ώστε να βγω από αυτό το μέρος. 15 Στην πραγματικότητα, εμένα με απήγαγαν από τη γη των Εβραίων,+ και δεν έχω κάνει κάτι εδώ για το οποίο θα έπρεπε να με βάλουν στη φυλακή».*+

16 Όταν ο αρχιαρτοποιός είδε ότι ο Ιωσήφ είχε δώσει καλή ερμηνεία, του είπε: «Είδα και εγώ ένα όνειρο: Υπήρχαν τρία καλάθια με άσπρο ψωμί πάνω στο κεφάλι μου, 17 και στο επάνω καλάθι υπήρχαν κάθε είδους αρτοσκευάσματα για τον Φαραώ, και κάποια πουλιά τα έτρωγαν από το καλάθι πάνω από το κεφάλι μου». 18 Τότε ο Ιωσήφ απάντησε: «Αυτή είναι η ερμηνεία: Τα τρία καλάθια είναι τρεις ημέρες. 19 Σε τρεις ημέρες από τώρα, ο Φαραώ θα σε αποκεφαλίσει* και θα σε κρεμάσει πάνω σε ένα ξύλο, και τα πουλιά θα τρώνε τη σάρκα σου».+

20 Την τρίτη ημέρα λοιπόν, ο Φαραώ είχε τα γενέθλιά του+ και έκανε συμπόσιο για όλους τους υπηρέτες του και έφερε μπροστά τους τόσο τον αρχιοινοχόο όσο και τον αρχιαρτοποιό.* 21 Και επανέφερε τον αρχιοινοχόο στη θέση που είχε ως οινοχόος, και εκείνος συνέχισε να δίνει το ποτήρι στον Φαραώ. 22 Τον αρχιαρτοποιό όμως τον κρέμασε, ακριβώς όπως τους είχε δώσει την ερμηνεία ο Ιωσήφ.+ 23 Ωστόσο, ο αρχιοινοχόος δεν θυμήθηκε τον Ιωσήφ· διαρκώς τον ξεχνούσε.+

41 Αφού πέρασαν δύο ολόκληρα χρόνια, ο Φαραώ είδε όνειρο+ ότι στεκόταν κοντά στον Νείλο Ποταμό. 2 Και από τον ποταμό ανέβαιναν εφτά ωραίες και παχιές αγελάδες και έβοσκαν στο χορτάρι του Νείλου.+ 3 Έπειτα από αυτές ανέβαιναν άλλες εφτά αγελάδες από τον Νείλο, οι οποίες φαίνονταν άσχημες και αδύνατες, και στάθηκαν δίπλα στις παχιές αγελάδες κοντά στην όχθη του Νείλου. 4 Κατόπιν οι άσχημες και αδύνατες αγελάδες έφαγαν τις εφτά ωραίες και παχιές αγελάδες. Τότε ο Φαραώ ξύπνησε.

5 Ύστερα ξανακοιμήθηκε και είδε δεύτερο όνειρο. Εφτά στάχυα ανέβαιναν από ένα στέλεχος, μεστά και εκλεκτά.+ 6 Και έπειτα από αυτά μεγάλωναν εφτά στάχυα που ήταν αδύνατα και καμένα από τον ανατολικό άνεμο. 7 Και τα αδύνατα στάχυα κατάπιαν τα εφτά μεστά και εκλεκτά στάχυα. Τότε ο Φαραώ ξύπνησε και κατάλαβε ότι ήταν όνειρο.

8 Αλλά το πρωί, το πνεύμα του ταράχτηκε. Ο Φαραώ λοιπόν έστειλε να καλέσουν όλους τους μάγους ιερείς και τους σοφούς άντρες της Αιγύπτου. Τους αφηγήθηκε τα όνειρά του, αλλά δεν μπόρεσε κανείς να του τα ερμηνεύσει.

9 Τότε ο αρχιοινοχόος μίλησε στον Φαραώ, λέγοντας: «Σου εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου σήμερα. 10 Ο Φαραώ ήταν αγανακτισμένος με τους υπηρέτες του. Γι’ αυτό, με έβαλε στο δεσμωτήριο που υπήρχε στην κατοικία του αρχηγού της σωματοφυλακής, εμένα και τον αρχιαρτοποιό.+ 11 Έπειτα είδαμε και οι δύο κάποιο όνειρο την ίδια νύχτα. Το κάθε όνειρο είχε τη δική του ερμηνεία.+ 12 Και υπήρχε μαζί μας εκεί κάποιος νεαρός Εβραίος, υπηρέτης του αρχηγού της σωματοφυλακής.+ Όταν του αφηγηθήκαμε τα όνειρα,+ έδωσε στον καθέναν την ερμηνεία του ονείρου του. 13 Συνέβη ό,τι ακριβώς έλεγε η ερμηνεία που μας είχε δώσει. Εγώ αποκαταστάθηκα στο αξίωμά μου, ενώ τον άλλον τον κρέμασαν».+

14 Έτσι λοιπόν, ο Φαραώ έστειλε να καλέσουν τον Ιωσήφ,+ και τον έφεραν γρήγορα από τη φυλακή.*+ Αυτός ξυρίστηκε, άλλαξε ρούχα και πήγε στον Φαραώ. 15 Κατόπιν ο Φαραώ είπε στον Ιωσήφ: «Είδα ένα όνειρο, αλλά δεν υπάρχει κανείς να το ερμηνεύσει. Και έμαθα ότι εσύ μπορείς να ακούσεις ένα όνειρο και να το ερμηνεύσεις».+ 16 Τότε ο Ιωσήφ απάντησε στον Φαραώ: «Ας μη γίνεται λόγος για εμένα! Ο Θεός θα μιλήσει για την ευημερία του Φαραώ».+

17 Στη συνέχεια ο Φαραώ είπε στον Ιωσήφ: «Στο όνειρό μου στεκόμουν στην όχθη του Νείλου Ποταμού. 18 Και από τον Νείλο ανέβαιναν εφτά ωραίες και παχιές αγελάδες και άρχισαν να βόσκουν στο χορτάρι του Νείλου.+ 19 Έπειτα από αυτές ανέβαιναν άλλες εφτά αγελάδες, καχεκτικές και πολύ άσχημες και αδύνατες. Τόσο άσχημες αγελάδες δεν έχω ξαναδεί σε όλη τη γη της Αιγύπτου. 20 Και οι σκελετωμένες και άσχημες αγελάδες έφαγαν τις πρώτες εφτά παχιές αγελάδες. 21 Αλλά αφού τις καταβρόχθισαν, κανείς δεν μπορούσε να το διακρίνει, επειδή η εμφάνισή τους ήταν το ίδιο άσχημη όπως πρώτα. Τότε ξύπνησα.

22 »Ύστερα είδα στο όνειρό μου εφτά στάχυα που ανέβαιναν από ένα στέλεχος, μεστά και εκλεκτά.+ 23 Έπειτα από αυτά μεγάλωναν εφτά στάχυα ζαρωμένα, αδύνατα και καμένα από τον ανατολικό άνεμο. 24 Κατόπιν τα αδύνατα στάχυα κατάπιαν τα εφτά εκλεκτά στάχυα. Το είπα λοιπόν στους μάγους ιερείς,+ αλλά κανείς δεν μπόρεσε να μου το εξηγήσει».+

25 Τότε ο Ιωσήφ είπε στον Φαραώ: «Τα όνειρα του Φαραώ είναι στην ουσία ένα όνειρο. Ο αληθινός Θεός είπε στον Φαραώ όσα πρόκειται να κάνει.+ 26 Οι εφτά καλές αγελάδες είναι εφτά χρόνια. Παρόμοια, τα εφτά καλά στάχυα είναι εφτά χρόνια. Τα δύο όνειρα είναι στην ουσία ένα. 27 Οι εφτά σκελετωμένες και άσχημες αγελάδες που ανέβηκαν έπειτα από αυτές είναι εφτά χρόνια, και τα εφτά άδεια στάχυα, τα καμένα από τον ανατολικό άνεμο, θα αποδειχτούν εφτά χρόνια πείνας. 28 Είναι όπως το είπα στον Φαραώ: Ο αληθινός Θεός έδειξε στον Φαραώ όσα πρόκειται να κάνει.

29 »Έρχονται εφτά χρόνια μεγάλης αφθονίας σε όλη τη γη της Αιγύπτου. 30 Έπειτα από αυτά όμως, θα έρθουν οπωσδήποτε εφτά χρόνια πείνας και όλη η αφθονία στη γη της Αιγύπτου θα ξεχαστεί και η πείνα θα εξαντλήσει τη γη.+ 31 Και κανείς δεν θα θυμάται την προηγούμενη αφθονία, επειδή η πείνα που θα ακολουθήσει θα είναι πολύ μεγάλη. 32 Το όνειρο δόθηκε στον Φαραώ δύο φορές επειδή αυτό το ζήτημα είναι εδραιωμένο από τον αληθινό Θεό, και ο αληθινός Θεός θα το πραγματοποιήσει σύντομα.

33 »Τώρα λοιπόν, ας ψάξει ο Φαραώ να βρει έναν άντρα με φρόνηση και σοφία και ας τον τοποθετήσει υπεύθυνο στη γη της Αιγύπτου. 34 Ας αναλάβει δράση ο Φαραώ και ας διορίσει επιβλέποντες σε αυτή τη γη και ας συγκεντρώνει το ένα πέμπτο των προϊόντων της Αιγύπτου στη διάρκεια των εφτά ετών αφθονίας.+ 35 Και ας συγκεντρώνουν όλα τα τρόφιμα στη διάρκεια αυτών των καλών ετών που έρχονται και ας συσσωρεύουν σιτηρά με την εξουσιοδότηση του Φαραώ για να τα αποθηκεύουν ως τρόφιμα στις πόλεις και να τα φυλάνε εκεί.+ 36 Τα τρόφιμα θα χρησιμεύσουν ως απόθεμα για τα εφτά χρόνια πείνας τα οποία θα έρθουν στη γη της Αιγύπτου, ώστε να μην αφανιστεί αυτή η γη από την πείνα».+

37 Αυτή η πρόταση φάνηκε καλή στον Φαραώ και σε όλους τους υπηρέτες του. 38 Είπε λοιπόν ο Φαραώ στους υπηρέτες του: «Μπορεί να βρεθεί άλλος άντρας σαν αυτόν, στον οποίο είναι το πνεύμα του Θεού;» 39 Έπειτα ο Φαραώ είπε στον Ιωσήφ: «Εφόσον ο Θεός σε έκανε να τα γνωρίζεις όλα αυτά, δεν υπάρχει κανείς που να έχει τέτοια φρόνηση και σοφία όση εσύ. 40 Εσύ προσωπικά θα είσαι υπεύθυνος για το σπιτικό μου, και όλος ο λαός μου θα σε υπακούει απόλυτα.+ Μόνο ως προς το βασιλικό αξίωμα* θα είμαι μεγαλύτερος από εσένα». 41 Ο Φαραώ είπε ακόμη στον Ιωσήφ: «Δες! Σε καθιστώ υπεύθυνο σε όλη τη γη της Αιγύπτου».+ 42 Τότε ο Φαραώ έβγαλε το σφραγιδοφόρο δαχτυλίδι του από το χέρι του και το έβαλε στο χέρι του Ιωσήφ και τον έντυσε με ρούχα από εκλεκτό λινό ύφασμα και έβαλε ένα χρυσό περιδέραιο γύρω από τον λαιμό του. 43 Επιπλέον, τον ανέβασε στο δεύτερο τιμητικό άρμα του, και μπροστά από αυτόν διαλαλούσαν: «Αβρέχ!»* Με αυτόν τον τρόπο τον κατέστησε υπεύθυνο σε όλη τη γη της Αιγύπτου.

44 Ο Φαραώ είπε επίσης στον Ιωσήφ: «Εγώ είμαι ο Φαραώ, αλλά χωρίς τη δική σου έγκριση, κανείς δεν θα μπορεί να κάνει το παραμικρό* σε όλη τη γη της Αιγύπτου».+ 45 Έπειτα ο Φαραώ έδωσε στον Ιωσήφ το όνομα Ζαφνάθ-πανεάχ και του έδωσε για σύζυγο την Ασενέθ,+ την κόρη του Ποτιφερά, του ιερέα της Ων.* Και ο Ιωσήφ άρχισε να επιθεωρεί* τη γη της Αιγύπτου.+ 46 Ο Ιωσήφ ήταν 30 χρονών+ όταν στάθηκε μπροστά στον* Φαραώ, τον βασιλιά της Αιγύπτου.

Κατόπιν ο Ιωσήφ έφυγε από τον Φαραώ και περιόδευσε όλη τη γη της Αιγύπτου. 47 Και στη διάρκεια των εφτά ετών αφθονίας, η γη καρποφορούσε πλούσια.* 48 Και ο Ιωσήφ συγκέντρωνε από τη γη της Αιγύπτου όλα τα τρόφιμα των εφτά ετών και τα συσσώρευε στις πόλεις. Σε κάθε πόλη αποθήκευε τα τρόφιμα από τους αγρούς που βρίσκονταν γύρω της. 49 Συνέχισε να συσσωρεύει σιτηρά σε πολύ μεγάλη ποσότητα, σαν την άμμο της θάλασσας, μέχρι που τελικά σταμάτησαν να κρατούν λογαριασμό γιατί η ποσότητά τους δεν μπορούσε να μετρηθεί.

50 Προτού έρθει το έτος της πείνας, ο Ιωσήφ απέκτησε δύο γιους,+ τους οποίους γέννησε σε αυτόν η Ασενέθ, η κόρη του Ποτιφερά, του ιερέα της Ων.* 51 Ο Ιωσήφ ονόμασε τον πρωτότοκο Μανασσή,*+ διότι είπε: «Ο Θεός με έκανε να ξεχάσω όλα μου τα προβλήματα και όλο το σπιτικό του πατέρα μου». 52 Και τον δεύτερο τον ονόμασε Εφραΐμ,*+ διότι είπε: «Ο Θεός με έκανε καρποφόρο στη γη της ταλαιπωρίας μου».+

53 Έπειτα, τα εφτά χρόνια αφθονίας στη γη της Αιγύπτου τελείωσαν,+ 54 και άρχισαν τα εφτά χρόνια πείνας, ακριβώς όπως είχε πει ο Ιωσήφ.+ Η πείνα έπληξε όλες τις χώρες, αλλά σε όλη τη γη της Αιγύπτου υπήρχε ψωμί.*+ 55 Τελικά, υπέφερε από την πείνα και όλη η Αίγυπτος, και ο λαός άρχισε να κραυγάζει προς τον Φαραώ για ψωμί.+ Τότε ο Φαραώ είπε σε όλους τους Αιγυπτίους: «Πηγαίνετε στον Ιωσήφ και κάντε ό,τι σας πει».+ 56 Η πείνα συνεχιζόταν σε όλο το πρόσωπο της γης.+ Τότε ο Ιωσήφ άρχισε να ανοίγει όλες τις σιταποθήκες που υπήρχαν ανάμεσά τους και να πουλάει στους Αιγυπτίους,+ επειδή η πείνα ήταν αφόρητη στην Αίγυπτο. 57 Επιπλέον, άνθρωποι από όλη τη γη έρχονταν στην Αίγυπτο να αγοράσουν τρόφιμα από τον Ιωσήφ, επειδή η πείνα ήταν αφόρητη σε όλη τη γη.+

42 Όταν ο Ιακώβ έμαθε ότι υπήρχαν σιτηρά στην Αίγυπτο,+ είπε στους γιους του: «Τι κάθεστε και κοιτάζετε ο ένας τον άλλον;» 2 Και πρόσθεσε: «Άκουσα ότι υπάρχουν σιτηρά στην Αίγυπτο. Κατεβείτε εκεί και αγοράστε μια ποσότητα για εμάς, ώστε να μείνουμε ζωντανοί και να μην πεθάνουμε».+ 3 Έτσι λοιπόν, 10 αδελφοί του Ιωσήφ+ κατέβηκαν να αγοράσουν σιτηρά από την Αίγυπτο. 4 Ο Ιακώβ όμως δεν έστειλε τον Βενιαμίν,+ τον αδελφό του Ιωσήφ, με τους άλλους αδελφούς του, διότι είπε: «Ίσως του συμβεί κάποιο θανατηφόρο ατύχημα».+

5 Και έτσι οι γιοι του Ισραήλ ήρθαν μαζί με τους άλλους που έρχονταν να αγοράσουν τρόφιμα, επειδή η πείνα είχε φτάσει και στη γη Χαναάν.+ 6 Ο Ιωσήφ ήταν αυτός που κυβερνούσε την Αίγυπτο+ και που πουλούσε σιτηρά σε όλους τους ανθρώπους της γης.+ Γι’ αυτό, οι αδελφοί του Ιωσήφ ήρθαν και τον προσκύνησαν με τα πρόσωπά τους μέχρις εδάφους.+ 7 Όταν ο Ιωσήφ είδε τους αδελφούς του, τους αναγνώρισε αμέσως, αλλά κράτησε την ταυτότητά του κρυφή από αυτούς.+ Τους μίλησε λοιπόν με σκληρότητα και είπε: «Από πού ήρθατε;» Εκείνοι απάντησαν: «Από τη γη Χαναάν για να αγοράσουμε τρόφιμα».+

8 Ο Ιωσήφ λοιπόν αναγνώρισε τους αδελφούς του, αλλά εκείνοι δεν τον αναγνώρισαν. 9 Αμέσως ο Ιωσήφ θυμήθηκε τα όνειρα που είχε δει σχετικά με αυτούς+ και τους είπε: «Είστε κατάσκοποι! Ήρθατε να δείτε τις ευάλωτες περιοχές* αυτού του τόπου!» 10 Τότε εκείνοι του είπαν: «Όχι, κύριέ μου! Οι υπηρέτες σου ήρθαν να αγοράσουν τρόφιμα. 11 Είμαστε όλοι μας γιοι του ίδιου ανθρώπου. Είμαστε ειλικρινείς. Οι υπηρέτες σου δεν είναι κατάσκοποι». 12 Αυτός όμως τους είπε: «Δεν είναι έτσι! Ήρθατε να δείτε τις ευάλωτες περιοχές αυτού του τόπου!» 13 Τότε εκείνοι αποκρίθηκαν: «Οι υπηρέτες σου είναι 12 αδελφοί.+ Είμαστε γιοι του ίδιου ανθρώπου+ στη γη Χαναάν και ο νεότερος είναι τώρα με τον πατέρα μας,+ ενώ ο άλλος δεν υπάρχει πια».+

14 Ωστόσο, ο Ιωσήφ τούς είπε: «Συμβαίνει αυτό που σας είπα—“Είστε κατάσκοποι!” 15 Με αυτό θα δοκιμαστείτε: Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Φαραώ, δεν πρόκειται να φύγετε από αυτόν τον τόπο αν δεν έρθει εδώ ο νεότερος αδελφός σας.+ 16 Στείλτε έναν από εσάς να φέρει τον αδελφό σας ενώ εσείς θα είστε δέσμιοι. Με αυτόν τον τρόπο θα δοκιμαστούν τα λόγια σας για να φανεί αν λέτε την αλήθεια. Και αν όχι, τότε, όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Φαραώ, είστε κατάσκοποι». 17 Και τους έθεσε όλους υπό κράτηση τρεις ημέρες.

18 Την τρίτη ημέρα, ο Ιωσήφ τούς είπε: «Κάντε αυτό που θα σας πω και θα ζήσετε, διότι εγώ φοβάμαι τον Θεό. 19 Αν είστε ειλικρινείς, ας μείνει ένας από τους αδελφούς σας δέσμιος στο οίκημα όπου κρατείστε, αλλά οι υπόλοιποι μπορείτε να φύγετε και να πάρετε σιτηρά για να ανακουφίσετε τα σπιτικά σας από την πείνα.+ 20 Κατόπιν να μου φέρετε τον νεότερο αδελφό σας ώστε τα λόγια σας να αποδειχτούν αξιόπιστα, και δεν θα πεθάνετε». Έτσι και έκαναν.

21 Και έλεγαν μεταξύ τους: «Σίγουρα τιμωρούμαστε για αυτό που κάναμε στον αδελφό μας,+ επειδή βλέπαμε τη στενοχώρια* του όταν μας ικέτευε να δείξουμε συμπόνια, αλλά δεν ακούγαμε. Να γιατί ήρθε πάνω μας αυτή η στενοχώρια». 22 Τότε ο Ρουβήν τούς απάντησε: «Δεν σας έλεγα εγώ: “Μην αμαρτήσετε εναντίον του παιδιού” αλλά εσείς δεν ακούγατε;+ Τώρα το αίμα του ζητείται πίσω».+ 23 Δεν ήξεραν όμως ότι ο Ιωσήφ τούς καταλάβαινε, διότι υπήρχε διερμηνέας ανάμεσά τους. 24 Ο Ιωσήφ λοιπόν απομακρύνθηκε από κοντά τους και άρχισε να κλαίει.+ Όταν επέστρεψε και τους μίλησε πάλι, πήρε από αυτούς τον Συμεών+ και τον έδεσε μπροστά στα μάτια τους.+ 25 Κατόπιν έδωσε εντολή να γεμίσουν τα σακιά* τους με σιτηρά, να επιστρέψουν τα χρήματα του καθενός στο σακί του και να τους δώσουν προμήθειες για το ταξίδι. Έτσι και έγινε σε αυτούς.

26 Αυτοί λοιπόν φόρτωσαν τα σιτηρά τους στα γαϊδούρια τους και έφυγαν από εκεί. 27 Όταν ένας από αυτούς άνοιξε το σακί του στο κατάλυμα για να δώσει ζωοτροφή στο γαϊδούρι του, είδε τα χρήματά του στο στόμιο του σακιού του. 28 Και είπε στους αδελφούς του: «Μου επέστρεψαν τα χρήματα· δείτε, είναι στο σακί μου!» Τότε η καρδιά τους παρέλυσε και γύρισαν έντρομοι ο ένας στον άλλον και είπαν: «Τι είναι αυτό που μας έκανε ο Θεός;»

29 Όταν ήρθαν στον Ιακώβ τον πατέρα τους στη γη Χαναάν, του είπαν όλα όσα τους συνέβησαν, λέγοντας: 30 «Ο άνθρωπος που είναι ο κύριος της χώρας μάς μίλησε με σκληρότητα+ και μας κατηγόρησε ότι κατασκοπεύαμε τη χώρα. 31 Εμείς όμως του είπαμε: “Είμαστε ειλικρινείς. Δεν είμαστε κατάσκοποι.+ 32 Είμαστε 12 αδελφοί,+ οι γιοι του πατέρα μας. Ο ένας δεν υπάρχει πια+ και ο νεότερος είναι τώρα με τον πατέρα μας στη γη Χαναάν”.+ 33 Αλλά ο άνθρωπος που είναι ο κύριος της χώρας μάς είπε: “Από αυτό θα καταλάβω αν είστε ειλικρινείς: Αφήστε έναν αδελφό σας μαζί μου.+ Κατόπιν πάρτε κάτι για να ανακουφίσετε τα σπιτικά σας από την πείνα και πηγαίνετε.+ 34 Και φέρτε μου τον νεότερο αδελφό σας ώστε να βεβαιωθώ ότι δεν είστε κατάσκοποι, αλλά ότι είστε ειλικρινείς. Τότε θα σας δώσω πίσω τον αδελφό σας, και μπορείτε να κάνετε εμπόριο σε αυτόν τον τόπο”».

35 Καθώς άδειαζαν τα σακιά τους, τι να δουν! Το σακούλι με τα χρήματα του καθενός ήταν στο σακί του. Όταν εκείνοι και ο πατέρας τους είδαν τα σακούλια με τα χρήματα, φοβήθηκαν. 36 Και ο Ιακώβ ο πατέρας τους φώναξε: «Μου στερήσατε τα παιδιά μου!+ Ο Ιωσήφ δεν υπάρχει πια,+ ο Συμεών δεν υπάρχει πια+ και τώρα θέλετε να πάρετε τον Βενιαμίν! Πάνω σε εμένα έχουν πέσει όλα αυτά!» 37 Ο Ρουβήν όμως είπε στον πατέρα του: «Τους δικούς μου δύο γιους να θανατώσεις αν δεν σου τον φέρω πίσω.+ Άφησέ τον στη φροντίδα μου και εγώ θα σου τον επιστρέψω».+ 38 Ωστόσο, εκείνος είπε: «Ο γιος μου δεν θα κατεβεί μαζί σας, επειδή ο αδελφός του είναι νεκρός και μόνο αυτός απέμεινε.+ Αν του συμβεί κάποιο θανατηφόρο ατύχημα στο ταξίδι σας, τότε σίγουρα θα κάνετε τα γκρίζα μαλλιά μου να κατεβούν στον Τάφο*+ με λύπη».+

43 Η πείνα ήταν μεγάλη στη χώρα.+ 2 Όταν λοιπόν είχαν φάει πια τα σιτηρά που είχαν φέρει από την Αίγυπτο,+ τους είπε ο πατέρας τους: «Πηγαίνετε πάλι και αγοράστε λίγα τρόφιμα για εμάς». 3 Τότε ο Ιούδας τού είπε: «Ο άνθρωπος μας προειδοποίησε ρητά: “Δεν θα με ξαναδείτε* αν δεν είναι μαζί σας ο αδελφός σας”.+ 4 Αν στείλεις τον αδελφό μας μαζί μας, θα κατεβούμε και θα αγοράσουμε τρόφιμα για εσένα. 5 Αν όμως δεν τον στείλεις, δεν θα κατεβούμε, διότι ο άνθρωπος μας είπε: “Δεν θα με ξαναδείτε αν δεν είναι μαζί σας ο αδελφός σας”».+ 6 Και ο Ισραήλ+ ρώτησε: «Ήταν ανάγκη να μου δημιουργήσετε τέτοιο πρόβλημα λέγοντας στον άνθρωπο ότι έχετε και άλλον αδελφό;» 7 Εκείνοι αποκρίθηκαν: «Ο άνθρωπος ρώτησε συγκεκριμένα για εμάς και τους συγγενείς μας, λέγοντας: “Ζει ακόμη ο πατέρας σας; Έχετε άλλον αδελφό;” και εμείς του είπαμε πώς έχουν τα πράγματα.+ Πού να ξέραμε ότι θα έλεγε: “Κατεβάστε τον αδελφό σας”;»+

8 Τότε ο Ιούδας παρακάλεσε τον Ισραήλ τον πατέρα του: «Άφησε το αγόρι να έρθει μαζί μου+ και ας σηκωθούμε να φύγουμε, ώστε να μείνουμε ζωντανοί και να μην πεθάνουμε+—ούτε εμείς ούτε εσύ ούτε τα παιδιά μας.+ 9 Εγγυώμαι εγώ για την ασφάλειά του.*+ Εμένα να θεωρήσεις υπεύθυνο. Αν δεν σου τον φέρω πίσω και δεν τον παρουσιάσω μπροστά σου, θα έχω αμαρτήσει εναντίον σου για πάντα. 10 Μάλιστα αν δεν είχαμε καθυστερήσει, θα είχαμε πάει και θα είχαμε γυρίσει δύο φορές τώρα».

11 Ο Ισραήλ ο πατέρας τους λοιπόν τους είπε: «Αν πρέπει να γίνει έτσι, τότε κάντε το εξής: Πάρτε τα καλύτερα προϊόντα αυτής της γης στα σακιά* σας και πηγαίνετέ τα στον άνθρωπο ως δώρο:+ λίγο βάλσαμο,+ λίγο μέλι, λάδανο, ρητινοφόρο φλοιό,+ φιστίκια και αμύγδαλα. 12 Πάρτε τα διπλάσια χρήματα μαζί σας. Επίσης, πάρτε τα χρήματα που επιστράφηκαν στο στόμιο των σακιών σας.+ Ίσως έγινε λάθος. 13 Πάρτε τον αδελφό σας και φύγετε, πηγαίνετε πίσω στον άνθρωπο. 14 Μακάρι να κάνει ο Θεός ο Παντοδύναμος να σας λυπηθεί ο άνθρωπος και να σας αφήσει να φύγετε μαζί με τον άλλον αδελφό σας και με τον Βενιαμίν. Και εγώ, αν είναι να στερηθώ τα παιδιά μου, ας τα στερηθώ!»+

15 Έτσι λοιπόν, οι άντρες πήραν αυτό το δώρο και τα διπλάσια χρήματα στα χέρια τους, καθώς και τον Βενιαμίν. Κατόπιν σηκώθηκαν και κατέβηκαν στην Αίγυπτο και παρουσιάστηκαν ξανά ενώπιον του Ιωσήφ.+ 16 Όταν ο Ιωσήφ είδε μαζί τους τον Βενιαμίν, είπε αμέσως στον άνθρωπο που ήταν υπεύθυνος για το σπιτικό του: «Πήγαινε αυτούς τους άντρες στο σπίτι και σφάξε ζώα και ετοίμασε το γεύμα, επειδή θα φάνε μαζί μου το μεσημέρι». 17 Αμέσως εκείνος έκανε ακριβώς όπως του είπε ο Ιωσήφ+ και τους πήγε στο σπίτι του Ιωσήφ. 18 Αυτοί όμως φοβήθηκαν που τους πήγαν εκεί και έλεγαν: «Μας έφεραν εδώ εξαιτίας των χρημάτων που επιστράφηκαν στα σακιά μας την προηγούμενη φορά. Τώρα θα μας επιτεθούν και θα μας κάνουν δούλους και θα πάρουν τα γαϊδούρια μας!»+

19 Γι’ αυτό, πλησίασαν τον άνθρωπο που ήταν υπεύθυνος για το σπιτικό του Ιωσήφ και του μίλησαν στην είσοδο του σπιτιού 20 και του είπαν: «Συγχώρησέ μας, κύριέ μου! Εμείς κατεβήκαμε την προηγούμενη φορά για να αγοράσουμε τρόφιμα.+ 21 Αλλά όταν φτάσαμε στο κατάλυμά μας και αρχίσαμε να ανοίγουμε τα σακιά μας, τα χρήματα του καθενός βρίσκονταν στο στόμιο του σακιού του—το βάρος τους ήταν ατόφιο.+ Θα θέλαμε λοιπόν να τα επιστρέψουμε προσωπικά. 22 Φέραμε μάλιστα και άλλα χρήματα για να αγοράσουμε τρόφιμα. Δεν ξέρουμε ποιος έβαλε τα χρήματά μας μέσα στα σακιά μας».+ 23 Τότε αυτός είπε: «Δεν υπάρχει πρόβλημα. Μη φοβάστε. Ο Θεός σας και Θεός του πατέρα σας έβαλε θησαυρό στα σακιά σας. Τα χρήματά σας ήρθαν πρώτα σε εμένα». Έπειτα τους έφερε τον Συμεών.+

24 Κατόπιν ο άνθρωπος τους έβαλε μέσα στο σπίτι του Ιωσήφ και τους έδωσε νερό για να πλύνουν τα πόδια τους και ζωοτροφή για τα γαϊδούρια τους. 25 Και εκείνοι ετοίμασαν το δώρο+ για τον Ιωσήφ που θα ερχόταν το μεσημέρι, διότι είχαν ακούσει ότι θα έτρωγαν εκεί.+ 26 Όταν ο Ιωσήφ μπήκε στο σπίτι, του έφεραν μέσα στο σπίτι το δώρο τους και τον προσκύνησαν μέχρις εδάφους.+ 27 Έπειτα εκείνος τους ρώτησε αν ήταν καλά και είπε: «Πώς είναι ο ηλικιωμένος πατέρας σας για τον οποίο μου μιλήσατε; Ζει ακόμη;»+ 28 Τότε είπαν: «Ο υπηρέτης σου ο πατέρας μας είναι καλά. Ζει ακόμη». Κατόπιν έσκυψαν και τον προσκύνησαν.+

29 Όταν σήκωσε τα μάτια του και είδε τον Βενιαμίν τον αδελφό του, τον γιο της μητέρας του,+ είπε: «Αυτός είναι ο αδελφός σας ο νεότερος για τον οποίο μου μιλήσατε;»+ Και πρόσθεσε: «Είθε ο Θεός να σου δείχνει εύνοια, γιε μου». 30 Τότε ο Ιωσήφ έφυγε βιαστικά, επειδή δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα αισθήματά του για τον αδελφό του, και έψαξε ένα μέρος για να κλάψει. Μπήκε λοιπόν σε ένα εσωτερικό δωμάτιο και ξέσπασε σε κλάματα.+ 31 Έπειτα έπλυνε το πρόσωπό του και βγήκε έξω, συγκρατώντας πλέον τη συγκίνησή του, και είπε: «Σερβίρετε το γεύμα». 32 Σέρβιραν χωριστά τον Ιωσήφ και χωριστά εκείνους, ενώ χωριστά έφαγαν και οι Αιγύπτιοι που ήταν μαζί του, διότι οι Αιγύπτιοι δεν μπορούσαν να γευματίσουν με τους Εβραίους, επειδή αυτό είναι απεχθές στους Αιγυπτίους.+

33 Έβαλαν τα αδέλφια* να καθίσουν μπροστά του, τον πρωτότοκο σύμφωνα με τα δικαιώματα που είχε ως πρωτότοκος+ και τον νεότερο σύμφωνα με τη νεαρή του ηλικία, και αυτοί κοίταζαν κατάπληκτοι ο ένας τον άλλον. 34 Εκείνος έστελνε συνεχώς μερίδες φαγητού από το τραπέζι του στο δικό τους, αλλά τη μερίδα του Βενιαμίν την έκανε πέντε φορές μεγαλύτερη από τις μερίδες όλων των άλλων.+ Έτσι λοιπόν, συνέχισαν να συμποσιάζουν και να πίνουν μαζί του μέχρι κορεσμού.

44 Αργότερα διέταξε τον άνθρωπο που ήταν υπεύθυνος για το σπιτικό του: «Γέμισε τα σακιά των αντρών με όσα τρόφιμα μπορούν να σηκώσουν και βάλε τα χρήματα του καθενός στο στόμιο του σακιού του.+ 2 Αλλά να βάλεις το ποτήρι μου, το ασημένιο ποτήρι, στο στόμιο του σακιού του νεοτέρου μαζί με τα χρήματα για τα σιτηρά του». Και εκείνος εκτέλεσε τις οδηγίες του Ιωσήφ.

3 Το πρωί, αφού έφεξε, άφησαν τους άντρες να φύγουν μαζί με τα γαϊδούρια τους. 4 Προτού εκείνοι απομακρυνθούν πολύ από την πόλη, ο Ιωσήφ είπε στον άνθρωπο που ήταν υπεύθυνος για το σπιτικό του: «Σήκω! Καταδίωξέ τους! Μόλις τους προφτάσεις, να τους πεις: “Γιατί ανταποδώσατε κακό αντί καλού; 5 Αυτό δεν είναι το ποτήρι από το οποίο πίνει ο κύριός μου και μέσω του οποίου διαβάζει επιδέξια οιωνούς; Αυτό που κάνατε ήταν πολύ κακό”».

6 Εκείνος λοιπόν τους πρόφτασε και τους είπε αυτά τα λόγια. 7 Αλλά εκείνοι του είπαν: «Τι είναι αυτό που λέει ο κύριός μου; Είναι αδιανόητο να έκαναν οι υπηρέτες σου κάτι τέτοιο. 8 Τα χρήματα που βρήκαμε στο στόμιο των σακιών μας σου τα φέραμε πίσω από τη γη Χαναάν.+ Πώς λοιπόν θα μπορούσαμε να κλέψουμε ασήμι ή χρυσάφι από το σπίτι του κυρίου σου; 9 Σε όποιον από τους δούλους σου βρεθεί, αυτός να πεθάνει, ενώ οι υπόλοιποι θα γίνουμε δούλοι του κυρίου μου». 10 Εκείνος είπε: «Ας γίνει όπως λέτε: Σε όποιον βρεθεί, αυτός θα γίνει δούλος μου, αλλά οι υπόλοιποι θα είστε αθώοι». 11 Τότε ο καθένας κατέβασε γρήγορα το σακί του στη γη και το άνοιξε. 12 Εκείνος έψαξε προσεκτικά, αρχίζοντας με τον μεγαλύτερο και τελειώνοντας με τον νεότερο. Τελικά το ποτήρι βρέθηκε στο σακί του Βενιαμίν.+

13 Τότε έσκισαν τα ρούχα τους και ο καθένας τους έβαλε το φορτίο του ξανά πάνω στο γαϊδούρι του και επέστρεψαν στην πόλη. 14 Όταν ο Ιούδας+ και οι αδελφοί του μπήκαν στο σπίτι του Ιωσήφ, εκείνος ήταν ακόμη εκεί· και έπεσαν μπροστά του μέχρις εδάφους.+ 15 Ο Ιωσήφ τούς είπε: «Τι ήταν αυτό που κάνατε; Δεν ξέρατε ότι ένας άνθρωπος σαν εμένα μπορεί και διαβάζει επιδέξια οιωνούς;»+ 16 Τότε ο Ιούδας αποκρίθηκε: «Τι να πούμε στον κύριό μου; Τι να απαντήσουμε; Και πώς να αποδείξουμε ότι είμαστε δίκαιοι; Ο αληθινός Θεός ανακάλυψε το σφάλμα των δούλων σου.+ Τώρα είμαστε δούλοι του κυρίου μου, τόσο εμείς όσο και εκείνος στα χέρια του οποίου βρέθηκε το ποτήρι!» 17 Ωστόσο, ο Ιωσήφ είπε: «Μου είναι αδιανόητο να το κάνω αυτό! Ο άντρας στα χέρια του οποίου βρέθηκε το ποτήρι, αυτός θα γίνει δούλος μου.+ Οι υπόλοιποι ανεβείτε με ειρήνη στον πατέρα σας».

18 Τότε ο Ιούδας τον πλησίασε και είπε: «Σε ικετεύω, κύριέ μου, σε παρακαλώ, επίτρεψε στον δούλο σου να σου μιλήσει και μη θυμώσεις με τον δούλο σου, διότι είσαι σαν τον ίδιο τον Φαραώ.+ 19 Ο κύριός μου ρώτησε τους δούλους του: “Έχετε πατέρα ή αδελφό;” 20 Εμείς λοιπόν είπαμε στον κύριό μου: “Έχουμε έναν ηλικιωμένο πατέρα και ένα παιδί των γηρατειών του, το νεότερο.+ Αλλά ο αδελφός του είναι νεκρός,+ και έτσι αυτός είναι ο μόνος που απέμεινε από τους γιους της μητέρας του,+ και ο πατέρας του τον αγαπάει”. 21 Έπειτα είπες στους δούλους σου: “Κατεβάστε τον σε εμένα για να τον δω”.+ 22 Εμείς όμως είπαμε στον κύριό μου: “Το αγόρι δεν μπορεί να αφήσει τον πατέρα του. Αν τον αφήσει, ο πατέρας του σίγουρα θα πεθάνει”.+ 23 Κατόπιν είπες στους δούλους σου: “Αν δεν κατεβεί μαζί σας ο νεότερος αδελφός σας, δεν μπορείτε να με ξαναδείτε”.*+

24 »Ανεβήκαμε λοιπόν στον δούλο σου τον πατέρα μας και του είπαμε τα λόγια του κυρίου μου. 25 Αργότερα ο πατέρας μας είπε: “Πηγαίνετε πάλι και αγοράστε λίγα τρόφιμα για εμάς”.+ 26 Εμείς όμως αποκριθήκαμε: “Δεν μπορούμε να κατεβούμε. Αν είναι μαζί μας ο νεότερος αδελφός μας θα κατεβούμε, διότι δεν μπορούμε να δούμε τον άνθρωπο αν δεν είναι μαζί μας ο νεότερος αδελφός μας”.+ 27 Τότε ο δούλος σου ο πατέρας μου μας είπε: “Ξέρετε καλά ότι η σύζυγός μου μού γέννησε μονάχα δύο γιους.+ 28 Αλλά ο ένας έφυγε από κοντά μου και εγώ είπα: «Σίγουρα κατασπαράχτηκε!»+ και δεν τον έχω δει μέχρι τώρα. 29 Αν πάρετε και αυτόν από μπροστά μου και του συμβεί κάποιο θανατηφόρο ατύχημα, σίγουρα θα κάνετε τα γκρίζα μαλλιά μου να κατεβούν στον Τάφο*+ με οδύνη”.+

30 »Και τώρα, αν επιστρέψω στον δούλο σου τον πατέρα μου χωρίς να έχουμε μαζί μας το αγόρι, εφόσον η ζωή* του είναι δεμένη με τη ζωή* του αγοριού, 31 μόλις δει ότι αυτό λείπει, εκείνος θα πεθάνει, και οι δούλοι σου θα κάνουν τα γκρίζα μαλλιά του δούλου σου του πατέρα μας να κατεβούν στον Τάφο* με λύπη. 32 Ο δούλος σου εγγυήθηκε στον πατέρα μου για το αγόρι, λέγοντας: “Αν δεν σου τον φέρω πίσω, θα έχω αμαρτήσει εναντίον του πατέρα μου για πάντα”.+ 33 Τώρα λοιπόν, σε παρακαλώ, ας μείνει ο δούλος σου αντί για το αγόρι ως δούλος του κυρίου μου, ώστε το αγόρι να γυρίσει πίσω με τους αδελφούς του. 34 Πώς μπορώ να επιστρέψω στον πατέρα μου χωρίς να έχω το αγόρι μαζί μου; Δεν αντέχω να δω τη συμφορά που θα βρει τον πατέρα μου!»

45 Τότε ο Ιωσήφ δεν μπορούσε να συγκρατηθεί άλλο μπροστά σε όλους τους υπηρέτες του.+ Γι’ αυτό φώναξε: «Βγάλτε τους όλους έξω!» Κανένας άλλος δεν έμεινε μαζί του ενόσω ο Ιωσήφ φανερωνόταν στους αδελφούς του.+

2 Κατόπιν άρχισε να κλαίει τόσο δυνατά ώστε το άκουσαν οι Αιγύπτιοι και το άκουσε και ο οίκος του Φαραώ. 3 Τελικά ο Ιωσήφ είπε στους αδελφούς του: «Είμαι ο Ιωσήφ. Ζει ακόμη ο πατέρας μου;» Αλλά οι αδελφοί του δεν μπορούσαν να του απαντήσουν καθόλου, επειδή είχαν μείνει άφωνοι με αυτό που τους είπε. 4 Ο Ιωσήφ λοιπόν είπε στους αδελφούς του: «Ελάτε κοντά μου, σας παρακαλώ». Και εκείνοι πήγαν κοντά του.

Κατόπιν είπε: «Είμαι ο Ιωσήφ ο αδελφός σας, τον οποίο πουλήσατε στην Αίγυπτο.+ 5 Τώρα όμως μην ταράζεστε και μην κατηγορείτε ο ένας τον άλλον που με πουλήσατε εδώ· επειδή ο Θεός με έστειλε πριν από εσάς για τη διατήρηση της ζωής σας.+ 6 Αυτό είναι το δεύτερο έτος πείνας σε αυτή τη γη+ και μένουν ακόμη πέντε χρόνια στα οποία δεν θα υπάρξει όργωμα ούτε θερισμός. 7 Αλλά ο Θεός με έστειλε πριν από εσάς για να σας κρατήσει ζωντανούς μέσω μεγάλης απελευθέρωσης, ώστε να διατηρηθεί για εσάς υπόλοιπο+ στη γη. 8 Δεν με στείλατε λοιπόν εσείς εδώ, αλλά ο αληθινός Θεός, ώστε να με διορίσει αρχισύμβουλο* του Φαραώ και κύριο ολόκληρου του οίκου του και άρχοντα όλης της γης της Αιγύπτου.+

9 »Γυρίστε γρήγορα στον πατέρα μου και πείτε του: “Αυτό είπε ο γιος σου ο Ιωσήφ: «Ο Θεός με διόρισε κύριο όλης της Αιγύπτου.+ Κατέβα σε εμένα. Μην καθυστερήσεις.+ 10 Θα κατοικείς στη γη Γεσέν,+ σε ένα μέρος όπου θα είσαι κοντά μου—εσύ, οι γιοι σου, οι εγγονοί σου, τα γιδοπρόβατά σου, τα βόδια σου και όλα όσα έχεις. 11 Εγώ θα σε εφοδιάζω εκεί με τρόφιμα, γιατί μένουν ακόμη πέντε χρόνια πείνας.+ Ειδάλλως, εσύ και το σπιτικό σου και όλα όσα έχεις θα πέσετε σε μεγάλη φτώχεια»”. 12 Εσείς και ο αδελφός μου ο Βενιαμίν βλέπετε τώρα με τα ίδια σας τα μάτια ότι εγώ είμαι αυτός που σας μιλάει.+ 13 Πρέπει λοιπόν να πείτε στον πατέρα μου για όλη τη δόξα μου στην Αίγυπτο και για όλα όσα έχετε δει. Πηγαίνετε γρήγορα να φέρετε τον πατέρα μου εδώ».

14 Κατόπιν αγκάλιασε τον Βενιαμίν τον αδελφό του* και ξέσπασε σε κλάματα, και ο Βενιαμίν έκλαψε και αυτός στην αγκαλιά του Ιωσήφ.+ 15 Και φίλησε όλους τους αδελφούς του και τους αγκάλιασε κλαίγοντας, και έπειτα οι αδελφοί του μίλησαν μαζί του.

16 Τα νέα έφτασαν στον οίκο του Φαραώ: «Ήρθαν οι αδελφοί του Ιωσήφ!» Ο Φαραώ και οι υπηρέτες του χάρηκαν όταν το άκουσαν αυτό. 17 Ο Φαραώ λοιπόν είπε στον Ιωσήφ: «Πες στους αδελφούς σου: “Κάντε το εξής: Φορτώστε τα υποζύγιά σας και πηγαίνετε στη γη Χαναάν 18 και πάρτε τον πατέρα σας και τα σπιτικά σας και ελάτε εδώ σε εμένα. Θα σας δώσω τα αγαθά της γης της Αιγύπτου και θα τρώτε* τα εκλεκτότερα προϊόντα* αυτής της γης”.+ 19 Σε διατάζω επίσης να τους πεις:+ “Κάντε το εξής: Πάρτε άμαξες+ από τη γη της Αιγύπτου για τα παιδιά σας και τις συζύγους σας και ανεβάστε τον πατέρα σας σε μια άμαξα και ελάτε εδώ.+ 20 Μην ανησυχείτε για τα υπάρχοντά σας,+ επειδή ό,τι καλύτερο υπάρχει σε όλη τη γη της Αιγύπτου είναι δικό σας”».

21 Οι γιοι του Ισραήλ το έκαναν αυτό, και ο Ιωσήφ τούς έδωσε άμαξες σύμφωνα με τις εντολές του Φαραώ, καθώς και προμήθειες για το ταξίδι. 22 Στον καθέναν τους έδωσε από μία αλλαξιά ρούχα, αλλά στον Βενιαμίν έδωσε 300 κομμάτια ασήμι και πέντε αλλαξιές ρούχα.+ 23 Και στον πατέρα του έστειλε τα εξής: 10 γαϊδούρια που μετέφεραν αγαθά της Αιγύπτου και 10 θηλυκά γαϊδούρια που μετέφεραν σιτηρά και ψωμί και προμήθειες για τον πατέρα του, για το ταξίδι. 24 Έτσι λοιπόν, ξεπροβόδισε τους αδελφούς του και, καθώς έφευγαν, τους είπε: «Μη θυμώσετε ο ένας με τον άλλον στον δρόμο».+

25 Έπειτα εκείνοι ανέβηκαν από την Αίγυπτο και έφτασαν στη γη Χαναάν, στον πατέρα τους τον Ιακώβ. 26 Και του ανέφεραν: «Ο Ιωσήφ είναι ζωντανός και είναι ο άρχοντας όλης της γης της Αιγύπτου!»+ Αλλά εκείνος έμεινε ανέκφραστος,* επειδή δεν τους πίστευε.+ 27 Όταν του είπαν όλα όσα τους είχε πει ο Ιωσήφ και είδε τις άμαξες που είχε στείλει για να τον μεταφέρουν, το πνεύμα του πατέρα τους του Ιακώβ άρχισε να αναζωογονείται. 28 Και ο Ισραήλ φώναξε: «Αρκεί! Ο γιος μου ο Ιωσήφ είναι ζωντανός! Πρέπει να πάω να τον δω προτού πεθάνω!»+

46 Έτσι λοιπόν, ο Ισραήλ πήρε όλα όσα είχε* και αναχώρησε. Όταν έφτασε στη Βηρ-σαβεέ,+ πρόσφερε θυσίες στον Θεό του πατέρα του, του Ισαάκ.+ 2 Τότε ο Θεός μίλησε στον Ισραήλ σε όραμα τη νύχτα και είπε: «Ιακώβ, Ιακώβ!» Εκείνος απάντησε: «Ορίστε!» 3 Έπειτα του είπε: «Εγώ είμαι ο αληθινός Θεός, ο Θεός του πατέρα σου.+ Μη φοβηθείς να κατεβείς στην Αίγυπτο, γιατί εκεί θα σε κάνω μεγάλο έθνος.+ 4 Εγώ θα κατεβώ μαζί σου στην Αίγυπτο και εγώ θα σε φέρω πίσω από εκεί,+ και ο Ιωσήφ θα βάλει το χέρι του πάνω στα μάτια σου».*+

5 Έπειτα ο Ιακώβ αναχώρησε από τη Βηρ-σαβεέ, και οι γιοι του Ισραήλ μετέφεραν τον Ιακώβ τον πατέρα τους και τα παιδιά τους και τις συζύγους τους στις άμαξες που είχε στείλει ο Φαραώ για να τον μεταφέρουν. 6 Πήραν μαζί τα κοπάδια τους και τα αγαθά τους, τα οποία είχαν συγκεντρώσει στη γη Χαναάν. Και έτσι έφτασαν στην Αίγυπτο, ο Ιακώβ και όλοι οι απόγονοί του. 7 Έφερε μαζί του στην Αίγυπτο τους γιους του και τους εγγονούς του, τις κόρες του και τις εγγονές του—όλους τους απογόνους του.

8 Αυτά είναι λοιπόν τα ονόματα των γιων του Ισραήλ που ήρθαν στην Αίγυπτο:+ ο Ιακώβ και οι γιοι του· πρωτότοκος του Ιακώβ ήταν ο Ρουβήν.+

9 Οι γιοι του Ρουβήν ήταν ο Ανώχ, ο Φαλλού, ο Εσρών και ο Χαρμί.+

10 Οι γιοι του Συμεών+ ήταν ο Ιεμουήλ, ο Ιαμίν, ο Οχάδ, ο Ιαχίν, ο Ζωάρ και ο Σιαούλ,+ ο γιος μιας Χαναναίας.

11 Οι γιοι του Λευί+ ήταν ο Γηρσών, ο Καάθ και ο Μεραρί.+

12 Οι γιοι του Ιούδα+ ήταν ο Ηρ, ο Αυνάν, ο Σηλά,+ ο Φαρές+ και ο Ζερά.+ Ωστόσο, ο Ηρ και ο Αυνάν πέθαναν στη γη Χαναάν.+

Οι γιοι του Φαρές ήταν ο Εσρών και ο Αμούλ.+

13 Οι γιοι του Ισσάχαρ ήταν ο Θωλά, ο Φουά, ο Ιόβ και ο Σιμρών.+

14 Οι γιοι του Ζαβουλών+ ήταν ο Σερέδ, ο Αιλών και ο Ιαλεήλ.+

15 Αυτοί είναι οι γιοι της Λείας, τους οποίους γέννησε στον Ιακώβ στην Παδάν-αράμ, όπου γέννησε και την κόρη του τη Δείνα.+ Όλοι οι γιοι του και οι κόρες του* ήταν 33.

16 Οι γιοι του Γαδ+ ήταν ο Σιφών, ο Αγγί, ο Σουνί, ο Εσβών, ο Ηρί, ο Αροδί και ο Αρηλί.+

17 Οι γιοι του Ασήρ+ ήταν ο Ιμνά, ο Ισβά, ο Ισβί και ο Βεριά, και αδελφή τους ήταν η Σερά.

Οι γιοι του Βεριά ήταν ο Χέβερ και ο Μαλχιήλ.+

18 Αυτοί είναι οι γιοι της Ζελφά,+ την οποία ο Λάβαν έδωσε στην κόρη του τη Λεία. Αυτούς γέννησε στον Ιακώβ—συνολικά 16 άτομα.*

19 Οι γιοι της συζύγου του Ιακώβ, της Ραχήλ, ήταν ο Ιωσήφ+ και ο Βενιαμίν.+

20 Ο Ιωσήφ απέκτησε στη γη της Αιγύπτου τον Μανασσή+ και τον Εφραΐμ,+ τους οποίους γέννησε σε αυτόν η Ασενέθ,+ η κόρη του Ποτιφερά, του ιερέα της Ων.*

21 Οι γιοι του Βενιαμίν+ ήταν ο Βελά, ο Βεχέρ, ο Ασβήλ, ο Γηρά,+ ο Νεεμάν, ο Εχί, ο Ρος, ο Μουππίμ, ο Ουππίμ+ και ο Αρέδ.+

22 Αυτοί είναι οι γιοι της Ραχήλ, τους οποίους γέννησε στον Ιακώβ—συνολικά 14 άτομα.*

23 Ο γιος* του Δαν+ ήταν ο Ουσίμ.+

24 Οι γιοι του Νεφθαλί+ ήταν ο Ιασιήλ, ο Γουνί, ο Ιεσέρ και ο Σιλέμ.+

25 Αυτοί είναι οι γιοι της Βαλλά, την οποία ο Λάβαν έδωσε στην κόρη του τη Ραχήλ. Αυτούς γέννησε στον Ιακώβ—συνολικά εφτά άτομα.*

26 Όλοι όσοι* κατάγονταν από τον Ιακώβ και πήγαν μαζί του στην Αίγυπτο, εκτός από τις συζύγους των γιων του Ιακώβ, ήταν 66.+ 27 Οι γιοι του Ιωσήφ τους οποίους απέκτησε στην Αίγυπτο ήταν δύο.* Όλα τα άτομα* του οίκου του Ιακώβ που ήρθαν στην Αίγυπτο ήταν 70.+

28 Ο Ιακώβ έστειλε τον Ιούδα+ πιο μπροστά για να πει στον Ιωσήφ ότι βρισκόταν στον δρόμο για τη Γεσέν. Όταν έφτασαν στη γη Γεσέν,+ 29 ο Ιωσήφ έβαλε να του ετοιμάσουν το άρμα του και ανέβηκε για να συναντήσει τον Ισραήλ τον πατέρα του στη Γεσέν. Όταν παρουσιάστηκε σε αυτόν, αμέσως τον αγκάλιασε* και έκλαιγε αρκετή ώρα.* 30 Έπειτα ο Ισραήλ είπε στον Ιωσήφ: «Τώρα μπορώ να πεθάνω· σε είδα και ξέρω ότι είσαι ζωντανός».

31 Κατόπιν ο Ιωσήφ είπε στους αδελφούς του και στο σπιτικό του πατέρα του: «Ας ανεβώ να ενημερώσω τον Φαραώ+ και να του πω: “Οι αδελφοί μου και το σπιτικό του πατέρα μου που ήταν στη γη Χαναάν ήρθαν εδώ σε εμένα.+ 32 Είναι βοσκοί+ και εκτρέφουν ζώα,+ και έφεραν τα γιδοπρόβατα και τα βόδια τους και όλα όσα έχουν”.+ 33 Όταν ο Φαραώ σάς καλέσει και σας ρωτήσει: “Με τι ασχολείστε;” 34 εσείς να πείτε: “Οι υπηρέτες σου είμαστε κτηνοτρόφοι από τη νεότητά μας μέχρι τώρα, και εμείς και οι προπάτορές μας”,+ ώστε να κατοικήσετε στη γη Γεσέν,+ επειδή κάθε βοσκός προβάτων είναι απεχθής στους Αιγυπτίους».+

47 Έτσι λοιπόν, ο Ιωσήφ πήγε και ενημέρωσε τον Φαραώ,+ λέγοντας: «Ο πατέρας μου και οι αδελφοί μου και τα γιδοπρόβατα και τα βόδια τους και όλα όσα έχουν ήρθαν από τη γη Χαναάν και είναι στη γη Γεσέν».+ 2 Πήρε πέντε από τους αδελφούς του και τους παρουσίασε στον Φαραώ.+

3 Ο Φαραώ ρώτησε τους αδελφούς του: «Με τι ασχολείστε;» Εκείνοι απάντησαν: «Οι υπηρέτες σου είμαστε βοσκοί προβάτων, και εμείς και οι προπάτορές μας».+ 4 Έπειτα είπαν στον Φαραώ: «Ήρθαμε να κατοικήσουμε ως ξένοι σε αυτή τη γη+ επειδή δεν υπάρχουν βοσκοτόπια για τα κοπάδια των υπηρετών σου, καθώς η πείνα είναι μεγάλη στη γη Χαναάν.+ Επίτρεψε λοιπόν, σε παρακαλούμε, στους υπηρέτες σου να κατοικήσουν στη γη Γεσέν».+ 5 Τότε ο Φαραώ είπε στον Ιωσήφ: «Ο πατέρας σου και οι αδελφοί σου ήρθαν εδώ σε εσένα. 6 Η γη της Αιγύπτου είναι στη διάθεσή σου. Βάλε τον πατέρα σου και τους αδελφούς σου να κατοικήσουν στο καλύτερο μέρος της.+ Ας κατοικήσουν στη γη Γεσέν, και αν ξέρεις κάποιους ικανούς άντρες ανάμεσά τους, να τους διορίσεις υπεύθυνους για τα ζωντανά μου».

7 Κατόπιν ο Ιωσήφ έφερε μέσα τον Ιακώβ τον πατέρα του και τον παρουσίασε στον Φαραώ, και ο Ιακώβ ευλόγησε τον Φαραώ. 8 Ο Φαραώ ρώτησε τον Ιακώβ: «Πόσων χρονών είσαι;» 9 Ο Ιακώβ τού απάντησε: «Τα χρόνια των περιπλανήσεών μου* είναι 130. Λίγα και οδυνηρά υπήρξαν τα χρόνια της ζωής μου+ και δεν έχουν φτάσει τα χρόνια που έζησαν οι προπάτορές μου στις δικές τους περιπλανήσεις».*+ 10 Έπειτα ο Ιακώβ ευλόγησε τον Φαραώ και έφυγε από μπροστά του.

11 Ο Ιωσήφ λοιπόν εγκατέστησε τον πατέρα του και τους αδελφούς του στη γη της Αιγύπτου και τους έδωσε ιδιοκτησία στο καλύτερο μέρος της, στη γη Ραμεσσής,+ ακριβώς όπως είχε διατάξει ο Φαραώ. 12 Και ο Ιωσήφ εφοδίαζε τον πατέρα του και τους αδελφούς του και ολόκληρο το σπιτικό του πατέρα του με τρόφιμα,* σύμφωνα με τον αριθμό των παιδιών τους.

13 Δεν υπήρχαν λοιπόν τρόφιμα* σε όλο τον τόπο, επειδή η πείνα ήταν πολύ μεγάλη, και η γη της Αιγύπτου και η γη Χαναάν εξαντλήθηκαν από την πείνα.+ 14 Ο Ιωσήφ συγκέντρωνε όλα τα χρήματα που υπήρχαν στη γη της Αιγύπτου και στη γη Χαναάν για τα σιτηρά τα οποία αγόραζαν οι άνθρωποι+ και έφερνε τα χρήματα στον οίκο του Φαραώ. 15 Με τον καιρό τα χρήματα από τη γη της Αιγύπτου και τη γη Χαναάν εξαντλήθηκαν, και όλοι οι Αιγύπτιοι άρχισαν να έρχονται στον Ιωσήφ και να του λένε: «Δώσε μας τρόφιμα! Γιατί να πεθάνουμε μπροστά στα μάτια σου επειδή τελείωσαν τα χρήματά μας;» 16 Τότε ο Ιωσήφ έλεγε: «Αν σας τελείωσαν τα χρήματα, παραδώστε τα ζωντανά σας, και τότε θα σας δώσω τρόφιμα σε αντάλλαγμα για τα ζωντανά σας». 17 Άρχισαν λοιπόν να φέρνουν τα ζωντανά τους στον Ιωσήφ και εκείνος τους έδινε τρόφιμα σε αντάλλαγμα για τα άλογα, τα πρόβατα, τα βόδια και τα γαϊδούρια τους, και τους προμήθευε τρόφιμα σε αντάλλαγμα για όλα τα ζωντανά τους στη διάρκεια εκείνου του χρόνου.

18 Αφού πέρασε εκείνος ο χρόνος, τον επόμενο χρόνο άρχισαν να έρχονται σε αυτόν και να λένε: «Δεν θα κρύψουμε από τον κύριό μας ότι τα χρήματα και τα κοπάδια των ζώων μας δόθηκαν ήδη στον κύριό μας. Δεν έχουμε τίποτα άλλο για τον κύριό μας εκτός από τα σώματά μας και τη γη μας. 19 Γιατί να πεθάνουμε μπροστά στα μάτια σου και εμείς και η γη μας; Αγόρασε εμάς και τη γη μας και δώσε μας σε αντάλλαγμα τρόφιμα, και εμείς μαζί με τη γη μας θα γίνουμε δούλοι του Φαραώ. Δώσε μας σπόρο για να ζήσουμε και να μην πεθάνουμε και για να μην ερημωθεί η γη μας». 20 Ο Ιωσήφ λοιπόν αγόρασε όλη τη γη των Αιγυπτίων για τον Φαραώ, επειδή κάθε Αιγύπτιος πούλησε τον αγρό του, γιατί η πείνα ήταν πολύ μεγάλη· και η γη έγινε του Φαραώ.

21 Ύστερα μετέφερε τον λαό σε πόλεις, από τη μία άκρη της περιοχής της Αιγύπτου ως την άλλη.+ 22 Μόνο τη γη των ιερέων δεν αγόρασε,+ επειδή ο Φαραώ χορηγούσε τρόφιμα στους ιερείς και αυτοί ζούσαν από το χορήγημα που τους παρείχε ο Φαραώ. Γι’ αυτό δεν πούλησαν τη γη τους. 23 Κατόπιν ο Ιωσήφ είπε στον λαό: «Δείτε! Σήμερα αγόρασα εσάς και τη γη σας για τον Φαραώ. Ορίστε! Πάρτε σπόρο και σπείρετε τη γη. 24 Από τη σοδειά της, να δώσετε το ένα πέμπτο στον Φαραώ,+ αλλά τα τέσσερα πέμπτα θα είναι δικά σας για να σπείρετε τον αγρό και για να φάτε εσείς και όσοι είναι στα σπίτια σας, καθώς και τα παιδιά σας». 25 Και εκείνοι είπαν: «Μας διατήρησες στη ζωή.+ Ας βρούμε εύνοια στα μάτια του κυρίου μου και θα γίνουμε δούλοι του Φαραώ».+ 26 Έπειτα ο Ιωσήφ θέσπισε ένα διάταγμα, που ισχύει μέχρι σήμερα στη γη της Αιγύπτου, να ανήκει το ένα πέμπτο της συγκομιδής στον Φαραώ. Μόνο η γη των ιερέων δεν έγινε ιδιοκτησία του Φαραώ.+

27 Ο Ισραήλ συνέχισε να κατοικεί στη γη της Αιγύπτου, στη γη Γεσέν,+ και εγκαταστάθηκαν σε αυτήν και ήταν καρποφόροι και πληθύνθηκαν πολύ.+ 28 Και ο Ιακώβ έζησε στη γη της Αιγύπτου 17 χρόνια, έτσι ώστε οι ημέρες της ζωής του Ιακώβ έφτασαν τα 147 χρόνια.+

29 Όταν πλησίαζε ο καιρός να πεθάνει ο Ισραήλ,+ κάλεσε τον γιο του τον Ιωσήφ και είπε: «Αν, τώρα, βρήκα εύνοια στα μάτια σου, βάλε το χέρι σου, σε παρακαλώ, κάτω από τον μηρό μου και δείξε μου όσια αγάπη και πιστότητα: Σε παρακαλώ, μη με θάψεις στην Αίγυπτο.+ 30 Όταν πεθάνω,* να με μεταφέρεις έξω από την Αίγυπτο και να με θάψεις στον τάφο των προπατόρων μου».+ Και αυτός είπε: «Θα κάνω ό,τι μου λες». 31 Κατόπιν εκείνος είπε: «Ορκίσου μου». Του ορκίστηκε λοιπόν.+ Τότε ο Ισραήλ προσκύνησε τον Θεό από το κεφάλι του κρεβατιού του.+

48 Έπειτα από αυτά, είπαν στον Ιωσήφ: «Ο πατέρας σου γίνεται όλο και πιο αδύναμος». Τότε εκείνος πήρε μαζί του τους δύο γιους του, τον Μανασσή και τον Εφραΐμ.+ 2 Κατόπιν ανέφεραν στον Ιακώβ: «Ήρθε ο γιος σου ο Ιωσήφ». Ο Ισραήλ, λοιπόν, έβαλε όλη του τη δύναμη και ανακάθισε στο κρεβάτι του. 3 Και είπε ο Ιακώβ στον Ιωσήφ:

«Ο Θεός ο Παντοδύναμος μου εμφανίστηκε στη Λουζ στη γη Χαναάν και με ευλόγησε.+ 4 Και μου είπε: “Εγώ θα σε κάνω καρποφόρο και θα σε πληθύνω και θα σε μετατρέψω σε εκκλησία λαών+ και θα δώσω αυτή τη γη στους απογόνους* σου έπειτα από εσένα ως μόνιμη ιδιοκτησία”.+ 5 Και τώρα οι δύο γιοι σου, τους οποίους απέκτησες στη γη της Αιγύπτου, προτού έρθω σε εσένα στην Αίγυπτο, είναι δικοί μου.+ Ο Εφραΐμ και ο Μανασσής θα γίνουν δικοί μου όπως είναι δικοί μου ο Ρουβήν και ο Συμεών.+ 6 Τα παιδιά όμως που θα αποκτήσεις έπειτα από αυτούς θα γίνουν δικά σου. Θα φέρουν πάνω τους το όνομα των αδελφών τους σε ό,τι αφορά την κληρονομιά τους.+ 7 Όσο για εμένα, όταν ερχόμουν από την Παδάν, η Ραχήλ πέθανε+ δίπλα μου στη γη Χαναάν, ενώ απέμενε αρκετός δρόμος μέχρι την Εφράθ.+ Την έθαψα λοιπόν εκεί, στον δρόμο για την Εφράθ, δηλαδή τη Βηθλεέμ».+

8 Κατόπιν ο Ισραήλ είδε τους γιους του Ιωσήφ και ρώτησε: «Ποιοι είναι αυτοί;» 9 Και ο Ιωσήφ είπε στον πατέρα του: «Είναι οι γιοι μου, τους οποίους μου έδωσε ο Θεός σε αυτόν τον τόπο».+ Τότε αυτός είπε: «Φέρε τους σε εμένα, σε παρακαλώ, για να τους ευλογήσω».+ 10 Τα μάτια του Ισραήλ είχαν εξασθενήσει λόγω ηλικίας και δεν έβλεπε. Ο Ιωσήφ λοιπόν τους έφερε κοντά του, και αυτός τους φίλησε και τους αγκάλιασε. 11 Έπειτα ο Ισραήλ είπε στον Ιωσήφ: «Δεν φανταζόμουν ότι θα σε έβλεπα,+ αλλά να που ο Θεός με άφησε να δω και τους απογόνους* σου». 12 Τότε ο Ιωσήφ τούς πήρε από τα γόνατα του Ισραήλ και προσκύνησε με το πρόσωπό του μέχρις εδάφους.

13 Και πήρε ο Ιωσήφ και τους δύο, τον Εφραΐμ+ με το δεξί του χέρι, προς τα αριστερά του Ισραήλ, και τον Μανασσή+ με το αριστερό του χέρι, προς τα δεξιά του Ισραήλ, και τους έφερε κοντά του. 14 Ωστόσο, ο Ισραήλ άπλωσε το δεξί του χέρι και το έβαλε πάνω στο κεφάλι του Εφραΐμ, παρότι ήταν ο νεότερος, και έβαλε το αριστερό του χέρι πάνω στο κεφάλι του Μανασσή. Έβαλε σκόπιμα τα χέρια του έτσι, αν και ο Μανασσής ήταν ο πρωτότοκος.+ 15 Ύστερα ευλόγησε τον Ιωσήφ και είπε:+

«Ο αληθινός Θεός ενώπιον του οποίου περπάτησαν οι πατέρες μου, ο Αβραάμ και ο Ισαάκ,+

ο αληθινός Θεός που με ποιμαίνει σε όλη μου τη ζωή μέχρι αυτή την ημέρα,+

16 ο άγγελος που με έχει σώσει* από κάθε συμφορά,+ ας ευλογήσει αυτά τα αγόρια.+

Ας συνεχιστεί μέσω αυτών το όνομά μου και το όνομα των πατέρων μου, του Αβραάμ και του Ισαάκ,

ας αυξηθούν ώστε να γίνουν πλήθος στη γη».+

17 Όταν ο Ιωσήφ είδε ότι ο πατέρας του είχε βάλει το δεξί του χέρι πάνω στο κεφάλι του Εφραΐμ, δυσαρεστήθηκε και προσπάθησε να πάρει το χέρι του πατέρα του από το κεφάλι του Εφραΐμ και να το βάλει στο κεφάλι του Μανασσή. 18 Ο Ιωσήφ είπε στον πατέρα του: «Όχι έτσι, πατέρα μου, επειδή αυτός είναι ο πρωτότοκος.+ Βάλε το δεξί σου χέρι στο κεφάλι του». 19 Αλλά ο πατέρας του αρνούνταν και είπε: «Το ξέρω, γιε μου, το ξέρω. Και αυτός θα γίνει λαός και θα γίνει και αυτός μεγάλος. Ωστόσο, ο νεότερος αδελφός του θα γίνει μεγαλύτερος από αυτόν+ και οι απόγονοί του* θα γίνουν τόσο πολλοί ώστε να σχηματίσουν έθνη».+ 20 Και συνέχισε να τους ευλογεί εκείνη την ημέρα,+ λέγοντας:

«Όταν οι Ισραηλίτες ευλογούν ο ένας τον άλλον, ας σε μνημονεύουν λέγοντας:

“Είθε ο Θεός να σε κάνει σαν τον Εφραΐμ και σαν τον Μανασσή”».

Έτσι λοιπόν, συνέχισε να βάζει τον Εφραΐμ πριν από τον Μανασσή.

21 Έπειτα ο Ισραήλ είπε στον Ιωσήφ: «Δες, εγώ πεθαίνω,+ αλλά ο Θεός οπωσδήποτε θα παραμείνει μαζί σας και θα σας ξαναφέρει στη γη των προπατόρων σας.+ 22 Και εγώ σου δίνω ένα μερίδιο γης* παραπάνω από ό,τι στους αδελφούς σου, το οποίο πήρα από το χέρι των Αμορραίων με το σπαθί μου και με το τόξο μου».

49 Και ο Ιακώβ κάλεσε τους γιους του και είπε: «Συγκεντρωθείτε για να σας πω τι θα σας συμβεί στο τελικό διάστημα των ημερών. 2 Συναχθείτε και ακούστε, γιοι του Ιακώβ, ναι, ακούστε τον Ισραήλ τον πατέρα σας.

3 »Ρουβήν,+ εσύ είσαι ο πρωτότοκός μου,+ το σφρίγος μου και η απαρχή των αναπαραγωγικών μου δυνάμεων, η εξοχότητα της αξιοπρέπειας και η εξοχότητα της ισχύος. 4 Εξαιτίας της απερισκεψίας σου, που ήταν σαν ασυγκράτητα νερά, δεν θα έχεις εξοχότητα, επειδή ανέβηκες στο κρεβάτι του πατέρα σου.+ Τότε μόλυνες* το κρεβάτι μου. Ναι, ανέβηκε σε αυτό!

5 »Ο Συμεών και ο Λευί είναι αδέλφια.+ Όργανα βίας είναι τα φονικά τους όπλα.+ 6 Στη συντροφιά τους μην μπεις, ψυχή* μου. Με τη σύναξή τους μην ενωθείς, τιμή μου,* επειδή μέσα στον θυμό τους σκότωσαν ανθρώπους+ και για ευχαρίστηση έκοψαν τένοντες ταύρων. 7 Καταραμένος να είναι ο θυμός τους, επειδή είναι αμείλικτος, και η σφοδρή οργή τους, επειδή είναι βάναυση.+ Ας τους διασπείρω στον Ιακώβ και ας τους διασκορπίσω στον Ισραήλ.+

8 »Εσένα, όμως, Ιούδα,+ οι αδελφοί σου θα σε εξυμνήσουν.+ Το χέρι σου θα είναι πάνω στον αυχένα των εχθρών σου.+ Οι γιοι του πατέρα σου θα σε προσκυνήσουν.+ 9 Ο Ιούδας είναι νεαρό λιοντάρι.+ Αφού πιάσεις τη λεία σου, γιε μου, θα ανεβείς. Κουλουριάστηκε και ξάπλωσε σαν λιοντάρι και, όπως το λιοντάρι, ποιος τολμάει να τον ξυπνήσει; 10 Το σκήπτρο δεν θα απομακρυνθεί από τον Ιούδα+ ούτε η διοικητική ράβδος ανάμεσα από τα πόδια του, μέχρι να έρθει ο Σηλώ,*+ και σε αυτόν θα ανήκει η υπακοή των λαών.+ 11 Έχοντας δέσει το γαϊδούρι του σε κλήμα και το πουλάρι του γαϊδουριού του σε εκλεκτό κλήμα, θα πλύνει τα ρούχα του στο κρασί και τη φορεσιά του στο αίμα των σταφυλιών. 12 Κατακόκκινα είναι τα μάτια του από το κρασί και λευκά τα δόντια του από το γάλα.

13 »Ο Ζαβουλών+ θα κατοικεί κοντά στην ακρογιαλιά, κοντά στην ακτή όπου αγκυροβολούν τα πλοία,+ και το πιο μακρινό του σύνορο θα είναι προς τη Σιδώνα.+

14 »Ο Ισσάχαρ+ είναι γαϊδούρι με γερά κόκαλα, ξαπλωμένο ανάμεσα στους δύο σάκους του σαμαριού. 15 Και θα δει ότι ο τόπος ξεκούρασης είναι καλός και ότι εκείνη η γη είναι ευχάριστη. Θα γείρει τον ώμο του για να σηκώσει το φορτίο και θα δεχτεί να κάνει καταναγκαστική εργασία.

16 »Ο Δαν+ θα κρίνει τον λαό του ως μία από τις φυλές του Ισραήλ.+ 17 Ας είναι ο Δαν φίδι στην άκρη του δρόμου, κερασφόρο φίδι δίπλα στο μονοπάτι, το οποίο δαγκώνει τις φτέρνες του αλόγου και ο αναβάτης του πέφτει προς τα πίσω.+ 18 Θα προσμένω τη σωτηρία σου, Ιεχωβά.

19 »Στον Γαδ+ ληστρική ομάδα θα κάνει επιδρομή, αλλά εκείνος θα τους καταδιώξει κατά πόδας.+

20 »Το ψωμί* του Ασήρ+ θα είναι άφθονο* και αυτός θα προμηθεύει βασιλικά εδέσματα.+

21 »Ο Νεφθαλί+ είναι λυγερή ελαφίνα. Λέει ελκυστικά λόγια.+

22 »Ο Ιωσήφ+ είναι κλωνάρι καρποφόρου δέντρου, καρποφόρου δέντρου δίπλα σε πηγή, του οποίου τα κλαδιά απλώνονται πάνω από τον τοίχο. 23 Αλλά οι τοξότες τον ταλαιπωρούσαν και τον τόξευσαν και έτρεφαν εχθρότητα εναντίον του.+ 24 Και όμως, το τόξο του έμεινε στη θέση του+ και τα χέρια του παρέμειναν δυνατά και ευλύγιστα.+ Αυτό ήταν από τα χέρια του δυνατού του Ιακώβ, από τον ποιμένα, την πέτρα του Ισραήλ. 25 Αυτός* είναι από τον Θεό του πατέρα σου, εκείνον που θα σε βοηθήσει, και είναι με τον Παντοδύναμο, εκείνον που θα σε ευλογήσει με τις ευλογίες των ουρανών από πάνω, με τις ευλογίες των βαθών από κάτω,+ με τις ευλογίες των μαστών και της μήτρας. 26 Οι ευλογίες του πατέρα σου θα είναι ανώτερες από τις ευλογίες των αιώνιων βουνών, από τα επιθυμητά πράγματα των παντοτινών λόφων.+ Θα παραμείνουν πάνω στο κεφάλι του Ιωσήφ, πάνω στην κορυφή του κεφαλιού εκείνου που ξεχωρίστηκε από τους αδελφούς του.+

27 »Ο Βενιαμίν+ θα κατασπαράζει σαν λύκος.+ Το πρωί θα τρώει τη λεία του και το βράδυ θα μοιράζει λάφυρα».+

28 Όλοι αυτοί είναι οι 12 φυλές του Ισραήλ, και αυτά τους είπε ο πατέρας τους όταν τους ευλογούσε. Έδωσε στον καθέναν την ευλογία+ που του ταίριαζε.

29 Έπειτα τους έδωσε τις εξής εντολές: «Εγώ θα προστεθώ στον λαό μου.*+ Θάψτε με μαζί με τους πατέρες μου στη σπηλιά που υπάρχει στον αγρό του Εφρών του Χετταίου,+ 30 τη σπηλιά στον αγρό Μαχπελάχ μπροστά στη Μαμβρή, στη γη Χαναάν, τον αγρό που αγόρασε ο Αβραάμ από τον Εφρών τον Χετταίο για να έχει έναν ιδιόκτητο τόπο ταφής. 31 Εκεί έθαψαν τον Αβραάμ και τη σύζυγό του τη Σάρρα.+ Εκεί έθαψαν τον Ισαάκ+ και τη σύζυγό του τη Ρεβέκκα και εκεί έθαψα εγώ τη Λεία. 32 Ο αγρός και η σπηλιά που υπάρχει σε αυτόν αγοράστηκαν από τους γιους του Χετ».+

33 Και έτσι ο Ιακώβ ολοκλήρωσε τις οδηγίες που έδωσε στους γιους του. Κατόπιν μάζεψε τα πόδια του πάνω στο κρεβάτι και εξέπνευσε και προστέθηκε στον λαό του.*+

50 Τότε ο Ιωσήφ έπεσε πάνω στον πατέρα του+ και έκλαψε και τον φίλησε. 2 Έπειτα διέταξε τους υπηρέτες του, τους γιατρούς, να ταριχεύσουν+ τον πατέρα του. Έτσι λοιπόν, οι γιατροί ταρίχευσαν τον Ισραήλ 3 και χρειάστηκαν 40 ολόκληρες ημέρες, διότι τόσες ημέρες απαιτούνται για την ταρίχευση· και οι Αιγύπτιοι έκλαιγαν για αυτόν 70 ημέρες.

4 Όταν πέρασαν οι ημέρες του πένθους για αυτόν, ο Ιωσήφ είπε στους αυλικούς* του Φαραώ: «Αν βρήκα εύνοια στα μάτια σας, δώστε στον Φαραώ το εξής μήνυμα: 5 “Ο πατέρας μου με έβαλε να ορκιστώ,+ λέγοντας: «Δες, εγώ πεθαίνω.+ Και εσύ πρέπει να με θάψεις στον τάφο+ που έχω σκάψει στη γη Χαναάν».+ Σε παρακαλώ, άφησέ με να ανεβώ και να θάψω τον πατέρα μου, και μετά θα επιστρέψω”». 6 Ο Φαραώ αποκρίθηκε: «Πήγαινε και θάψε τον πατέρα σου ακριβώς όπως σε έβαλε να ορκιστείς».+

7 Ο Ιωσήφ λοιπόν ανέβηκε να θάψει τον πατέρα του, και μαζί του πήγαν όλοι οι υπηρέτες του Φαραώ, οι πρεσβύτεροι+ της αυλής του και όλοι οι πρεσβύτεροι της γης της Αιγύπτου 8 και όλο το σπιτικό του Ιωσήφ και οι αδελφοί του και το σπιτικό του πατέρα του.+ Μόνο τα μικρά τους παιδιά και τα γιδοπρόβατα και τα βόδια τους άφησαν στη γη Γεσέν. 9 Μαζί του ανέβηκαν επίσης άρματα+ και ιππείς, και η συνοδεία ήταν πολύ μεγάλη. 10 Κατόπιν έφτασαν στο αλώνι του Ατάδ, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή του Ιορδάνη, και εκεί πένθησαν με μεγάλο θρήνο, και ο Ιωσήφ συνέχισε να πενθεί τον πατέρα του εφτά ημέρες. 11 Οι κάτοικοι του τόπου, οι Χαναναίοι, τους είδαν να πενθούν στο αλώνι του Ατάδ και είπαν εντυπωσιασμένοι: «Οι Αιγύπτιοι έχουν βαρύ πένθος!» Να γιατί η τοποθεσία αυτή, η οποία βρίσκεται στην περιοχή του Ιορδάνη, ονομάστηκε Αβέλ-μισραΐμ.*

12 Έτσι λοιπόν, οι γιοι του έκαναν για εκείνον ακριβώς όπως τους είχε δώσει εντολή.+ 13 Οι γιοι του τον μετέφεραν στη γη Χαναάν και τον έθαψαν στη σπηλιά του αγρού Μαχπελάχ, του αγρού μπροστά στη Μαμβρή, τον οποίο είχε αγοράσει ο Αβραάμ από τον Εφρών τον Χετταίο για να έχει έναν ιδιόκτητο τόπο ταφής.+ 14 Αφού έθαψε τον πατέρα του, ο Ιωσήφ επέστρεψε στην Αίγυπτο μαζί με τους αδελφούς του και όλους όσους είχαν πάει μαζί του για να θάψουν τον πατέρα του.

15 Όταν οι αδελφοί του Ιωσήφ είδαν ότι ο πατέρας τους ήταν νεκρός, είπαν: «Ο Ιωσήφ μπορεί να έχει εχθρικά αισθήματα για εμάς και να μας ανταποδώσει όλο το κακό που του κάναμε».+ 16 Γι’ αυτό, έστειλαν μήνυμα στον Ιωσήφ το οποίο έλεγε: «Ο πατέρας σου, προτού πεθάνει, έδωσε την εξής εντολή: 17 “Αυτό θα πείτε στον Ιωσήφ: «Σε ικετεύω, συγχώρησε, σε παρακαλώ, την παράβαση των αδελφών σου και την αμαρτία που έκαναν προξενώντας σου τέτοιο κακό»”. Τώρα συγχώρησε, σε παρακαλούμε, την παράβαση που έκαναν οι υπηρέτες του Θεού του πατέρα σου». Και ο Ιωσήφ έκλαψε όταν του τα είπαν αυτά. 18 Μετά ήρθαν και οι αδελφοί του και έπεσαν κάτω, μπροστά του, και είπαν: «Ορίστε! Είμαστε δούλοι σου!»+ 19 Ο Ιωσήφ τούς είπε: «Μη φοβάστε. Μήπως είμαι εγώ στη θέση του Θεού; 20 Αν και εσείς θέλατε να μου κάνετε κακό,+ ο Θεός είχε κατά νου να το μετατρέψει σε καλό για να διατηρήσει πολλούς ανθρώπους στη ζωή, όπως κάνει σήμερα.+ 21 Τώρα λοιπόν, μη φοβάστε. Εγώ θα συνεχίσω να εφοδιάζω εσάς και τα μικρά παιδιά σας με τρόφιμα».+ Και τους παρηγόρησε μιλώντας τους καθησυχαστικά.

22 Ο Ιωσήφ συνέχισε να κατοικεί στην Αίγυπτο, αυτός και το σπιτικό του πατέρα του· και ο Ιωσήφ έζησε 110 χρόνια. 23 Είδε τα εγγόνια του Εφραΐμ,*+ καθώς και τους γιους του Μαχίρ,+ του γιου του Μανασσή. Στα γόνατα του Ιωσήφ γεννήθηκαν αυτοί.* 24 Τελικά είπε στους αδελφούς του: «Εγώ πεθαίνω, αλλά ο Θεός θα στρέψει οπωσδήποτε την προσοχή του σε εσάς+ και θα σας ανεβάσει από αυτή τη γη στη γη για την οποία ορκίστηκε στον Αβραάμ, στον Ισαάκ και στον Ιακώβ».+ 25 Γι’ αυτό, ο Ιωσήφ έβαλε τους γιους του Ισραήλ να ορκιστούν, λέγοντας: «Ο Θεός θα στρέψει οπωσδήποτε την προσοχή του σε εσάς. Υποσχεθείτε μου λοιπόν ότι θα πάρετε τα κόκαλά μου από εδώ».+ 26 Και ο Ιωσήφ πέθανε σε ηλικία 110 χρονών, και τον ταρίχευσαν+ και τον τοποθέτησαν σε ένα φέρετρο στην Αίγυπτο.

Ή αλλιώς «άδεια».

Ή αλλιώς «των ορμητικών νερών».

Ή αλλιώς «το πνεύμα».

Ή αλλιώς «εκπέτασμα· ατμόσφαιρα».

Δηλαδή τα νερά που είναι πάνω και τα νερά που είναι κάτω.

Ή αλλιώς «εκπέτασμα· ατμόσφαιρα».

Ή αλλιώς «εκπέτασμα· ατμόσφαιρα».

Ή αλλιώς «φώτα».

Ή αλλιώς «ζωντανές ψυχές».

Ή αλλιώς «τέρατα».

Ή αλλιώς «ζωντανές ψυχές».

Ή αλλιώς «ζωντανές ψυχές».

Η εβραϊκή λέξη αναφέρεται στα ερπετά, αλλά και σε άλλα είδη που δεν ανήκουν στις υπόλοιπες κατηγορίες του εδαφίου.

Η εβραϊκή λέξη αναφέρεται στα ερπετά, αλλά και σε άλλα είδη που δεν ανήκουν στις υπόλοιπες κατηγορίες του εδαφίου.

Η εβραϊκή λέξη αναφέρεται στα ερπετά, αλλά και σε άλλα είδη που δεν ανήκουν στις υπόλοιπες κατηγορίες του εδαφίου.

Ή αλλιώς «ζωή ως ψυχή· ζωντανή ψυχή».

Κυριολεκτικά «όλο το στράτευμά τους».

Εδώ αναφέρεται πρώτη φορά το ξεχωριστό προσωπικό όνομα του Θεού, יהוה (ΓΧΒΧ). Βλέπε Παράρτημα Α4.

Ή αλλιώς «ψυχή». Στην εβραϊκή, νέφες, που κυριολεκτικά σημαίνει «πλάσμα που αναπνέει». Βλέπε Γλωσσάριο.

Κυριολεκτικά «γινόταν τέσσερις κεφαλές».

Ή αλλιώς «Τίγρης».

Ή αλλιώς «ζωντανή ψυχή».

Ή αλλιώς «Ανδρίς». Στην εβραϊκή, η λέξη «γυναίκα» παράγεται ετυμολογικά από τη λέξη «άντρας», όπως η λέξη «ανδρίς» από τη λέξη «ανήρ».

Ή αλλιώς «θα είναι μαζί με τη».

Ή αλλιώς «οξυδερκές· επιτήδειο».

Ή αλλιώς «αυτό», δηλαδή το δέντρο.

Κυριολεκτικά «στο σπέρμα σου». Η εβραϊκή λέξη θα μπορούσε επίσης να έχει και συλλογική έννοια.

Κυριολεκτικά «στο σπέρμα της». Η εβραϊκή λέξη θα μπορούσε επίσης να έχει και συλλογική έννοια.

Ή αλλιώς «θα σε πλήξει στο».

Σημαίνει «χωματένιος άνθρωπος· ανθρωπότητα· ανθρώπινο γένος».

Ή αλλιώς «τροφή».

Σημαίνει «ζωντανή».

Ή αλλιώς «στον αιώνα».

Ή αλλιώς «Γέννησα».

Κυριολεκτικά «και το πρόσωπό του έπεσε».

Ή αλλιώς «δεν θα υπάρξει εξύψωση;»

Κυριολεκτικά «τη δύναμή της».

Κυριολεκτικά «από το πρόσωπο της γης».

Ή αλλιώς «στη γη Νωδ».

Ή αλλιώς «αυλό».

Σημαίνει «ορισμένος· τοποθετημένος».

Κυριολεκτικά «άλλο σπέρμα».

Ή αλλιώς «Αδάμ· ανθρωπότητα».

Κυριολεκτικά «τον Θεό». Βλέπε Γλωσσάριο.

Πιθανότατα σημαίνει «ανάπαυση· παρηγοριά».

Ή αλλιώς «ανακούφιση από».

Εβραϊκός ιδιωματισμός που αναφέρεται στους αγγελικούς γιους του Θεού.

Ή αλλιώς «επειδή αυτός ενεργεί σύμφωνα με τη σάρκα».

Πιθανώς σημαίνει «καταρρίπτοντες», δηλαδή αυτοί που κάνουν άλλους να πέσουν κάτω. Βλέπε Γλωσσάριο.

Ή αλλιώς «λυπήθηκε».

Ή αλλιώς «πόνο».

Η εβραϊκή λέξη αναφέρεται στα ερπετά, αλλά και σε άλλα είδη που δεν ανήκουν στις υπόλοιπες κατηγορίες του εδαφίου.

Ή αλλιώς «άμεμπτος».

Κυριολεκτικά «στις γενιές του».

Ή αλλιώς «άνθρωπος».

Κυριολεκτικά «ένα κιβώτιο»· ένα μεγάλο σκάφος.

Ο πήχης ισοδυναμούσε με 44,5 εκ. Βλέπε Παράρτημα Β14.

Στην εβραϊκή, τσόχαρ. Σύμφωνα με άλλη άποψη, το τσόχαρ αναφέρεται σε στέγη με κλίση ενός πήχη, όχι σε άνοιγμα για φως ή σε παράθυρο.

Ή αλλιώς «το πνεύμα της ζωής».

Η εβραϊκή λέξη αναφέρεται στα ερπετά, αλλά και σε άλλα είδη που δεν ανήκουν στις υπόλοιπες κατηγορίες του εδαφίου.

Ή πιθανώς «Πρέπει να πάρεις μαζί σου εφτά ζευγάρια από κάθε καθαρό ζώο».

Ή πιθανώς «εφτά ζευγάρια από τα πετούμενα πλάσματα του ουρανού».

Η εβραϊκή λέξη αναφέρεται στα ερπετά, αλλά και σε άλλα είδη που δεν ανήκουν στις υπόλοιπες κατηγορίες του εδαφίου.

Ή αλλιώς «το πνεύμα της ζωής».

Ο πήχης ισοδυναμούσε με 44,5 εκ. Βλέπε Παράρτημα Β14.

Κυριολεκτικά «κάθε σάρκα».

Ή αλλιώς «την πνοή του πνεύματος της ζωής».

Η εβραϊκή λέξη αναφέρεται στα ερπετά, αλλά και σε άλλα είδη που δεν ανήκουν στις υπόλοιπες κατηγορίες του εδαφίου.

Κυριολεκτικά «θυμήθηκε τον».

Ή αλλιώς «εμποδίστηκε».

Ή αλλιώς «κανέναν τόπο ανάπαυσης για το πέλμα του ποδιού του».

Η εβραϊκή λέξη αναφέρεται στα ερπετά, αλλά και σε άλλα είδη που δεν ανήκουν στις υπόλοιπες κατηγορίες του εδαφίου.

Η εβραϊκή λέξη αναφέρεται στα ερπετά, αλλά και σε άλλα είδη που δεν ανήκουν στις υπόλοιπες κατηγορίες του εδαφίου.

Ή αλλιώς «κατευναστική· εξευμενιστική».

Ή αλλιώς «στην εξουσία σας».

Ή αλλιώς «την ψυχή».

Ή αλλιώς «για το αίμα της ψυχής σας».

Ή αλλιώς «ζωντανή ψυχή».

Ή αλλιώς «ζωντανό πλάσμα».

Ή αλλιώς «ζωντανή ψυχή».

Ή αλλιώς «κάθε ζωντανή ψυχή από κάθε σάρκα».

Ή αλλιώς «κάθε ζωντανή ψυχή από κάθε σάρκα».

Ή αλλιώς «Οι πρώτες πόλεις».

Ή πιθανώς «Αυτές αποτελούν τη μεγάλη πόλη».

Ή πιθανώς «και μεγαλύτερος αδελφός του Ιάφεθ».

Σημαίνει «διαίρεση».

Ή αλλιώς «ο πληθυσμός της γης».

Σημαίνει «σύγχυση».

Ή αλλιώς «θα αποκτήσουν ευλογία για τον εαυτό τους».

Ή αλλιώς «τις ψυχές».

Κυριολεκτικά «Στο σπέρμα».

Ή αλλιώς «για να ζήσει εκεί ως ξένος».

Ή αλλιώς «να μείνει η ψυχή μου ζωντανή».

Κυριολεκτικά «στο σπέρμα».

Κυριολεκτικά «το σπέρμα».

Κυριολεκτικά «το σπέρμα σου».

Δηλαδή τη Νεκρά Θάλασσα.

Ή αλλιώς «κατοικούσε σε σκηνές».

Κυριολεκτικά «αδελφός».

Ή αλλιώς «τις ψυχές».

Κυριολεκτικά «σπέρμα».

Κυριολεκτικά «ένας γιος».

Κυριολεκτικά «κάποιος που θα βγει από τα σπλάχνα».

Κυριολεκτικά «το σπέρμα σου».

Ή αλλιώς «του πίστωσε δικαιοσύνη».

Ή αλλιώς «το κάθε κομμάτι τους έτσι ώστε να ταιριάζει με το άλλο».

Κυριολεκτικά «το σπέρμα σου».

Κυριολεκτικά «Στο σπέρμα».

Κυριολεκτικά «το σπέρμα».

Σημαίνει «ο Θεός ακούει».

Ή αλλιώς «όναγρο», ένα είδος άγριου γαϊδουριού, παρότι μερικοί πιστεύουν ότι αναφέρεται στη ζέβρα. Πιθανότατα πρόκειται για αναφορά στην ανεξάρτητη ιδιοσυγκρασία.

Ή πιθανώς «θα βρίσκεται σε έχθρα με όλους τους αδελφούς του».

Κυριολεκτικά «Θεός όρασης».

Σημαίνει «πηγάδι Εκείνου που ζει και με βλέπει».

Ή αλλιώς «άμεμπτος».

Σημαίνει «ο πατέρας είναι υψηλός (εξυψωμένος)».

Σημαίνει «πατέρας πλήθους· πατέρας πολλών».

Κυριολεκτικά «στο σπέρμα».

Κυριολεκτικά «το σπέρμα».

Κυριολεκτικά «στο σπέρμα».

Κυριολεκτικά «το σπέρμα σου».

Κυριολεκτικά «το σπέρμα σου».

Κυριολεκτικά «στο σπέρμα».

Ή αλλιώς «αυτή η ψυχή πρέπει».

Κυριολεκτικά «να εκκοπεί».

Πιθανώς σημαίνει «φιλόνικη».

Σημαίνει «αρχόντισσα».

Σημαίνει «γέλιο».

Κυριολεκτικά «το σπέρμα».

Κυριολεκτικά «για να ενισχύσετε την καρδιά σας».

Το σεάχ ισοδυναμούσε με 7,33 λίτρα. Βλέπε Παράρτημα Β14.

Κυριολεκτικά «Ο δρόμος των γυναικών είχε κλείσει για τη Σάρρα».

Ή αλλιώς «θα αποκτήσουν ευλογία για τον εαυτό τους».

Ή αλλιώς «την προστασία του σπιτιού μου». Κυριολεκτικά «τη σκιά της στέγης μου».

Ή αλλιώς «στρίμωχναν πολύ».

Δηλαδή οι υλοποιημένοι άγγελοι.

Δηλαδή οι υλοποιημένοι άγγελοι.

Ή αλλιώς «έχει ενταθεί».

Ή αλλιώς «την ψυχή».

Ή αλλιώς «όσια αγάπη».

Ή αλλιώς «την ψυχή μου ζωντανή».

Ή αλλιώς «Έτσι η ψυχή μου θα συνεχίσει να ζει».

Σημαίνει «κάτι μικρό».

Ή αλλιώς «ζούσε ως ξένος».

Δηλαδή δεν είχε σεξουαλικές σχέσεις μαζί της.

Ή αλλιώς «δίκαιο».

Κυριολεκτικά «Δες, αυτό είναι για εσένα κάλυμμα των ματιών».

Ή αλλιώς «είχε κλείσει τελείως κάθε μήτρα στον οίκο του Αβιμέλεχ».

Ή πιθανώς «θα γελάσει σε βάρος μου».

Κυριολεκτικά «Άκουσε τη φωνή της».

Κυριολεκτικά «σπέρμα σου».

Κυριολεκτικά «σπέρμα σου».

Ή αλλιώς «όσια αγάπη».

Πιθανώς σημαίνει «πηγάδι του όρκου» ή «πηγάδι των εφτά».

Ή αλλιώς «κατοίκησε ως ξένος».

Κυριολεκτικά «πολλές ημέρες».

Ή αλλιώς «το μαχαίρι για τη σφαγή».

Ή αλλιώς «το μαχαίρι για τη σφαγή».

Σημαίνει «ο Ιεχωβά θα προμηθεύσει· ο Ιεχωβά θα φροντίσει».

Κυριολεκτικά «το σπέρμα σου». Η εβραϊκή λέξη θα μπορούσε επίσης να έχει και συλλογική έννοια.

Κυριολεκτικά «το σπέρμα σου». Η εβραϊκή λέξη θα μπορούσε επίσης να έχει και συλλογική έννοια.

Ή αλλιώς «τις πόλεις».

Κυριολεκτικά «σπέρματός σου». Η εβραϊκή λέξη θα μπορούσε επίσης να έχει και συλλογική έννοια.

Ή πιθανώς «μεγάλος αρχηγός».

Ή αλλιώς «Αν συμφωνεί η ψυχή σας».

Ο σίκλος ισοδυναμούσε με 11,4 γρ. Βλέπε Παράρτημα Β14.

Ο σίκλος ισοδυναμούσε με 11,4 γρ. Βλέπε Παράρτημα Β14.

Κυριολεκτικά «Στο σπέρμα».

Ο σίκλος ισοδυναμούσε με 11,4 γρ. Βλέπε Παράρτημα Β14.

Ο σίκλος ισοδυναμούσε με 11,4 γρ. Βλέπε Παράρτημα Β14.

Πιθανότατα αναφέρεται στον Λάβαν.

Κυριολεκτικά «για να στραφώ στα δεξιά ή στα αριστερά».

Ή αλλιώς «να σου πούμε καλό ή κακό».

Δηλαδή την υπηρέτρια που ήταν κάποτε παραμάνα της.

Δηλαδή χιλιάδες επί δέκα χιλιάδες. Ή αλλιώς «μητέρα χιλιάδων μυριάδων».

Κυριολεκτικά «το σπέρμα σου».

Ή αλλιώς «τις πόλεις».

Ποιητική έκφραση που αναφέρεται στον θάνατο.

Ή αλλιώς «περιτειχισμένους καταυλισμούς».

Ποιητική έκφραση που αναφέρεται στον θάνατο.

Ή πιθανώς «Βρισκόταν σε έχθρα με όλους τους αδελφούς του».

Σημαίνει «δασύτριχος».

Σημαίνει «αυτός που πιάνει τη φτέρνα· αυτός που υποσκελίζει».

Ή αλλιώς «δώσε μου μια μπουκιά».

Κυριολεκτικά «το κόκκινο, αυτό το κόκκινο».

Ή αλλιώς «γιατί πεθαίνω από την πείνα».

Σημαίνει «κόκκινος».

Κυριολεκτικά «στο σπέρμα».

Κυριολεκτικά «σπέρμα σου». Η εβραϊκή λέξη θα μπορούσε επίσης να έχει και συλλογική έννοια.

Κυριολεκτικά «σπέρμα σου». Η εβραϊκή λέξη θα μπορούσε επίσης να έχει και συλλογική έννοια.

Κυριολεκτικά «σπέρματός σου». Η εβραϊκή λέξη θα μπορούσε επίσης να έχει και συλλογική έννοια.

Ή αλλιώς «να αγκαλιάζει τη».

Ή αλλιώς «κοιλάδα του χειμάρρου».

Ή αλλιώς «κοιλάδα του χειμάρρου».

Σημαίνει «διαμάχη».

Σημαίνει «κατηγορία».

Σημαίνει «ανοιχτοί χώροι».

Κυριολεκτικά «το σπέρμα».

Κυριολεκτικά «πίκρα στο πνεύμα».

Ή αλλιώς «να σε ευλογήσει η ψυχή μου».

Ή αλλιώς «να με ευλογήσει η ψυχή σου».

Ή αλλιώς «θα σε ευλογήσει η ψυχή μου».

Ή αλλιώς «να με ευλογήσει η ψυχή σου».

Σημαίνει «αυτός που πιάνει τη φτέρνα· αυτός που υποσκελίζει».

Ή αλλιώς «παρηγορείται με τη σκέψη ότι θα σε σκοτώσει».

Κυριολεκτικά «στο σπέρμα».

Κυριολεκτικά «στο σπέρμα».

Κυριολεκτικά «το σπέρμα σου».

Κυριολεκτικά «το σπέρμα σου».

Ή αλλιώς «θα αποκτήσουν ευλογία για τον εαυτό τους».

Σημαίνει «οίκος του Θεού».

Κυριολεκτικά «με ειρήνη».

Κυριολεκτικά «αδελφός».

Ή αλλιώς «εξ αίματος συγγενής μου».

Κυριολεκτικά «αδελφός».

Κυριολεκτικά «μισούνταν».

Κυριολεκτικά «άνοιξε τη μήτρα της».

Σημαίνει «Δείτε! Γιος!»

Σημαίνει «άκουσμα».

Σημαίνει «προσκόλληση· προσκολλημένος».

Σημαίνει «εξυμνημένος· αντικείμενο εξύμνησης».

Ή αλλιώς «σου στέρησε τον καρπό της κοιλιάς;»

Κυριολεκτικά «να γεννήσει στα γόνατά μου».

Σημαίνει «κριτής».

Σημαίνει «η πάλη μου».

Σημαίνει «καλοτυχία».

Σημαίνει «ευτυχισμένος· ευτυχία».

Σημαίνει «αυτός είναι μισθός».

Σημαίνει «ανοχή».

Κυριολεκτικά «την άκουσε και άνοιξε τη μήτρα της».

Συντετμημένη μορφή του Ιωσηφίας, που σημαίνει «είθε να προσθέσει (αυξήσει) ο Γιαχ».

Ή αλλιώς «τις αποδείξεις».

Ή αλλιώς «εντιμότητά μου».

Ή αλλιώς «τους εφέστιους θεούς· τα είδωλα».

Δηλαδή τον Ευφράτη.

Ή αλλιώς «συγγενείς».

Κυριολεκτικά «Πρόσεξε να μην πεις στον Ιακώβ από καλό μέχρι κακό».

Κυριολεκτικά «τους γιους».

Κυριολεκτικά «ο φόβος του Ισαάκ».

Αραμαϊκή έκφραση που σημαίνει «στοίβα μαρτυρίας».

Εβραϊκή έκφραση που σημαίνει «στοίβα μαρτυρίας».

Κυριολεκτικά «στον φόβο του πατέρα του τού Ισαάκ».

Κυριολεκτικά «τους γιους».

Σημαίνει «δύο στρατόπεδα· δύο καταυλισμοί».

Κυριολεκτικά «στον αγρό».

Ή αλλιώς «Κατοικούσα ως ξένος».

Κυριολεκτικά «το σπέρμα».

Ή αλλιώς «της κοιλάδας του χειμάρρου».

Σημαίνει «εκείνος που αναμετριέται (εμμένει στην αναμέτρησή του) με τον Θεό» ή «ο Θεός αναμετριέται».

Σημαίνει «πρόσωπο του Θεού».

Ή αλλιώς «η ψυχή μου διασώθηκε».

Κυριολεκτικά «τον τένοντα του μηριαίου νεύρου».

Σημαίνει «σκηνές· στέγαστρα».

Ή αλλιώς «να βλέπει».

Ή αλλιώς «η ψυχή του συνδέθηκε».

Κυριολεκτικά «μίλησε στην καρδιά της κοπέλας».

Ή αλλιώς «Η ψυχή του γιου μου του Συχέμ έχει συνδεθεί με».

Κυριολεκτικά «που έχει ακροβυστία».

Ή αλλιώς «Μου επιφέρατε εξοστρακισμό».

Κυριολεκτικά «με κάνατε δυσωδία».

Ή αλλιώς «στον δρόμο στον οποίο».

Ή αλλιώς «έκρυψε».

Σημαίνει «ο Θεός της Βαιθήλ».

Σημαίνει «βελανιδιά κλάματος».

Κυριολεκτικά «από την οσφύ σου θα βγουν».

Κυριολεκτικά «στο σπέρμα».

Ή αλλιώς «έβγαινε η ψυχή της».

Σημαίνει «γιος του πένθους μου».

Σημαίνει «γιος του δεξιού χεριού».

Ποιητική έκφραση που αναφέρεται στον θάνατο.

Κυριολεκτικά «γέρος και πλήρης ημερών».

Ή αλλιώς «όλες τις ψυχές».

Ή αλλιώς «ζούσαν ως ξένοι».

Δηλαδή οι φύλαρχοι.

Κυριολεκτικά «γιους του Ισραήλ».

Κυριολεκτικά «στον αγρό».

Ή αλλιώς «ένα όμορφο μακρύ ρούχο».

Ή αλλιώς «Ας μη χτυπήσουμε την ψυχή του».

Ή αλλιώς «μην απλώσετε χέρι πάνω του».

Ή αλλιώς «Σιεόλ». Πρόκειται για τον κοινό τάφο του ανθρωπίνου γένους. Βλέπε Γλωσσάριο.

Δηλαδή ο Ιούδας.

Σημαίνει «ρήξη», κάτι που πιθανότατα αναφέρεται στη ρήξη του περινέου.

Κυριολεκτικά «για ημέρες».

Κυριολεκτικά «θα υψώσει το κεφάλι σου».

Ή αλλιώς «όσια αγάπη».

Κυριολεκτικά «στη στέρνα· στον λάκκο».

Κυριολεκτικά «θα υψώσει το κεφάλι σου από εσένα».

Κυριολεκτικά «ύψωσε το κεφάλι του αρχιοινοχόου και του αρχιαρτοποιού ανάμεσα στους υπηρέτες του».

Κυριολεκτικά «τη στέρνα· τον λάκκο».

Ή αλλιώς «ως προς τον θρόνο».

Προφανώς μια προτροπή για απόδοση τιμής και εξοχότητας.

Κυριολεκτικά «να σηκώσει το χέρι του ή το πόδι του».

Δηλαδή της Ηλιούπολης.

Ή αλλιώς «να περιοδεύει».

Ή αλλιώς «όταν μπήκε στην υπηρεσία του».

Κυριολεκτικά «με τις χούφτες».

Δηλαδή της Ηλιούπολης.

Σημαίνει «αυτός που κάνει κάποιον να ξεχάσει».

Σημαίνει «διπλά καρποφόρος».

Ή αλλιώς «τροφή».

Ή αλλιώς «τα αδύνατα σημεία».

Ή αλλιώς «τη στενοχώρια της ψυχής».

Ή αλλιώς «δοχεία».

Ή αλλιώς «Σιεόλ». Πρόκειται για τον κοινό τάφο του ανθρωπίνου γένους. Βλέπε Γλωσσάριο.

Κυριολεκτικά «Δεν θα ξαναδείτε το πρόσωπό μου».

Ή αλλιώς «Εγώ θα είμαι εγγυητής για αυτόν».

Ή αλλιώς «δοχεία».

Κυριολεκτικά «αυτούς».

Κυριολεκτικά «να ξαναδείτε το πρόσωπό μου».

Ή αλλιώς «Σιεόλ». Πρόκειται για τον κοινό τάφο του ανθρωπίνου γένους. Βλέπε Γλωσσάριο.

Ή αλλιώς «ψυχή».

Ή αλλιώς «την ψυχή».

Ή αλλιώς «Σιεόλ». Πρόκειται για τον κοινό τάφο του ανθρωπίνου γένους. Βλέπε Γλωσσάριο.

Κυριολεκτικά «πατέρα».

Κυριολεκτικά «έπεσε στον λαιμό του Βενιαμίν του αδελφού του».

Ή αλλιώς «ζείτε από».

Κυριολεκτικά «το πάχος».

Ή αλλιώς «η καρδιά εκείνου μούδιασε».

Ή αλλιώς «όλους τους δικούς του».

Δηλαδή για να τα κλείσει όταν ο Ιακώβ πεθάνει.

Ή αλλιώς «Όλες οι ψυχές των γιων του και των θυγατέρων του».

Ή αλλιώς «16 ψυχές».

Δηλαδή της Ηλιούπολης.

Ή αλλιώς «14 ψυχές».

Κυριολεκτικά «Οι γιοι».

Ή αλλιώς «εφτά ψυχές».

Ή αλλιώς «Όλες οι ψυχές που».

Ή αλλιώς «δύο ψυχές».

Ή αλλιώς «Όλες οι ψυχές».

Κυριολεκτικά «έπεσε στον λαιμό του».

Ή αλλιώς «έκλαιγε πάνω στον λαιμό του ξανά και ξανά».

Ή αλλιώς «της παροίκησής μου· που κατοικούσα ως ξένος».

Ή αλλιώς «στη δική τους παροίκηση· ενόσω κατοικούσαν ως ξένοι».

Κυριολεκτικά «ψωμί».

Κυριολεκτικά «ψωμί».

Κυριολεκτικά «πλαγιάσω με τους πατέρες μου».

Κυριολεκτικά «στο σπέρμα».

Κυριολεκτικά «το σπέρμα».

Ή αλλιώς «έχει απολυτρώσει».

Κυριολεκτικά «το σπέρμα του».

Ή αλλιώς «ένα ύψωμα γης». Κυριολεκτικά «έναν ώμο».

Ή αλλιώς «βεβήλωσες».

Βλέπε Γλωσσάριο.

Ή πιθανώς «διάθεσή μου».

Σημαίνει «εκείνος του οποίου είναι· εκείνος στον οποίο ανήκει».

Ή αλλιώς «Η τροφή».

Κυριολεκτικά «παχύ».

Δηλαδή ο Ιωσήφ.

Ποιητική έκφραση που αναφέρεται στον θάνατο.

Ποιητική έκφραση που αναφέρεται στον θάνατο.

Ή αλλιώς «στο σπιτικό».

Σημαίνει «πένθος των Αιγυπτίων».

Ή αλλιώς «την τρίτη γενιά των γιων του Εφραΐμ».

Δηλαδή τους είχε σαν γιους του και τους έδειξε ειδική εύνοια.

    Εκδόσεις Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας (2008–2025)
    Αποσύνδεση
    Σύνδεση
    • Ελληνική Νοηματική Γλώσσα
    • Κοινή Χρήση
    • Προτιμήσεις
    • Copyright © 2025 Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania
    • Όροι Χρήσης
    • Πολιτική Απορρήτου
    • Ρυθμίσεις Απορρήτου
    • JW.ORG
    • Σύνδεση
    Κοινή Χρήση