ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ
1 Μετά τον θάνατο του Αχαάβ, ο Μωάβ+ στασίασε εναντίον του Ισραήλ.
2 Εκείνο το διάστημα, ο Οχοζίας έπεσε από το δικτυωτό πλαίσιο* που υπήρχε στο δάπεδο του ανωγείου του στη Σαμάρεια και τραυματίστηκε. Γι’ αυτό, έστειλε αγγελιοφόρους λέγοντάς τους: «Πηγαίνετε και ρωτήστε τον Βάαλ-ζεβούλ, τον θεό της Ακκαρών,+ αν θα αναρρώσω από αυτόν τον τραυματισμό».+ 3 Αλλά ο άγγελος του Ιεχωβά είπε στον Ηλία*+ τον Θεσβίτη: «Σήκω, πήγαινε να συναντήσεις τους αγγελιοφόρους του βασιλιά της Σαμάρειας και πες τους: “Μήπως δεν υπάρχει Θεός στον Ισραήλ και πηγαίνετε να ρωτήσετε τον Βάαλ-ζεβούλ, τον θεό της Ακκαρών;+ 4 Να λοιπόν τι λέει ο Ιεχωβά στον βασιλιά: «Δεν πρόκειται να σηκωθείς από το κρεβάτι στο οποίο είσαι ξαπλωμένος, επειδή οπωσδήποτε θα πεθάνεις»”». Κατόπιν ο Ηλίας έφυγε.
5 Μόλις οι αγγελιοφόροι επέστρεψαν στον Οχοζία, εκείνος τους ρώτησε: «Γιατί γυρίσατε πίσω;» 6 Αυτοί του απάντησαν: «Ήρθε ένας άνθρωπος και μας είπε: “Πηγαίνετε, επιστρέψτε στον βασιλιά που σας έστειλε και πείτε του: «Να τι λέει ο Ιεχωβά: “Μήπως δεν υπάρχει Θεός στον Ισραήλ και στέλνεις να ρωτήσεις τον Βάαλ-ζεβούλ, τον θεό της Ακκαρών; Γι’ αυτό, δεν πρόκειται να σηκωθείς από το κρεβάτι στο οποίο είσαι ξαπλωμένος, επειδή οπωσδήποτε θα πεθάνεις”»”».+ 7 Τότε τους ρώτησε: «Πώς ήταν ο άνθρωπος που ήρθε και σας είπε αυτά τα λόγια;» 8 Εκείνοι του απάντησαν: «Φορούσε τρίχινο ρούχο+ και δερμάτινη ζώνη στη μέση του».+ Αμέσως αυτός είπε: «Ο Ηλίας ο Θεσβίτης ήταν».
9 Τότε ο βασιλιάς έστειλε σε αυτόν έναν πεντηκόνταρχο με τους 50 άντρες του. Εκείνος ανέβηκε ως τον Ηλία, ο οποίος καθόταν στην κορυφή του βουνού, και του είπε: «Άνθρωπε του αληθινού Θεού,+ ο βασιλιάς λέει: “Κατέβα”». 10 Αλλά ο Ηλίας απάντησε στον πεντηκόνταρχο: «Αν εγώ είμαι άνθρωπος του Θεού, να πέσει φωτιά από τους ουρανούς+ και να καταφάει εσένα και τους 50 άντρες σου». Και κατέβηκε φωτιά από τους ουρανούς και κατέφαγε εκείνον και τους 50 άντρες του.
11 Ο βασιλιάς έστειλε ξανά σε αυτόν άλλον πεντηκόνταρχο με τους 50 άντρες του. Εκείνος πήγε και του είπε: «Άνθρωπε του αληθινού Θεού, αυτό λέει ο βασιλιάς: “Κατέβα γρήγορα”». 12 Αλλά ο Ηλίας τούς απάντησε: «Αν εγώ είμαι άνθρωπος του αληθινού Θεού, να πέσει φωτιά από τους ουρανούς και να καταφάει εσένα και τους 50 άντρες σου». Και κατέβηκε φωτιά του Θεού από τους ουρανούς και κατέφαγε εκείνον και τους 50 άντρες του.
13 Τότε ο βασιλιάς έστειλε ξανά τρίτο πεντηκόνταρχο και τους 50 άντρες του. Αλλά ο τρίτος πεντηκόνταρχος ανέβηκε και γονάτισε μπροστά στον Ηλία και άρχισε να τον εκλιπαρεί για εύνοια και να του λέει: «Άνθρωπε του αληθινού Θεού, σε παρακαλώ, ας σταθεί πολύτιμη στα μάτια σου η ζωή μου και η ζωή* αυτών των 50 υπηρετών σου. 14 Ήδη έπεσε φωτιά από τους ουρανούς και κατέφαγε τους δύο προηγούμενους πεντηκόνταρχους και τους 50 άντρες του καθενός τους, αλλά τώρα ας φανεί πολύτιμη στα μάτια σου η ζωή* μου».
15 Τότε ο άγγελος του Ιεχωβά είπε στον Ηλία: «Κατέβα μαζί του. Μην τον φοβάσαι». Σηκώθηκε λοιπόν και κατέβηκε μαζί του στον βασιλιά. 16 Έπειτα ο Ηλίας είπε στον βασιλιά: «Αυτό λέει ο Ιεχωβά: “Έστειλες αγγελιοφόρους να ρωτήσουν τον Βάαλ-ζεβούλ, τον θεό της Ακκαρών.+ Μήπως δεν υπάρχει Θεός στον Ισραήλ;+ Γιατί δεν ρώτησες να μάθεις τον λόγο του; Γι’ αυτό, δεν πρόκειται να σηκωθείς από το κρεβάτι στο οποίο είσαι ξαπλωμένος, επειδή οπωσδήποτε θα πεθάνεις”». 17 Ο βασιλιάς λοιπόν πέθανε, σύμφωνα με τον λόγο του Ιεχωβά τον οποίο είχε πει ο Ηλίας· και επειδή δεν είχε γιο, έγινε βασιλιάς στη θέση του ο Ιωράμ,*+ το δεύτερο έτος του Ιωράμ,+ του γιου του Ιωσαφάτ, του βασιλιά του Ιούδα.
18 Όσο για την υπόλοιπη ιστορία του Οχοζία,+ όσα έκανε, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο των χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ;
2 Όταν ο Ιεχωβά επρόκειτο να πάρει τον Ηλία+ στους ουρανούς μέσα σε ανεμοθύελλα,+ ο Ηλίας και ο Ελισαιέ+ έφυγαν από τα Γάλγαλα.+ 2 Ο Ηλίας είπε στον Ελισαιέ: «Μείνε εδώ, σε παρακαλώ, επειδή ο Ιεχωβά με έχει στείλει στη Βαιθήλ». Αλλά ο Ελισαιέ είπε: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά και ότι ζεις εσύ,* δεν θα σε αφήσω». Έτσι λοιπόν, κατέβηκαν στη Βαιθήλ.+ 3 Τότε οι γιοι των προφητών* στη Βαιθήλ πήγαν στον Ελισαιέ και του είπαν: «Το ξέρεις ότι σήμερα ο Ιεχωβά παίρνει τον κύριό σου και αυτός δεν θα είναι πια κεφαλή σου;»+ Και εκείνος είπε: «Το ξέρω. Σωπάστε».
4 Κατόπιν ο Ηλίας τού είπε: «Ελισαιέ, μείνε εδώ, σε παρακαλώ, επειδή ο Ιεχωβά με έχει στείλει στην Ιεριχώ».+ Αλλά εκείνος είπε: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά και ότι ζεις εσύ,* δεν θα σε αφήσω». Έτσι λοιπόν, πήγαν στην Ιεριχώ. 5 Τότε οι γιοι των προφητών στην Ιεριχώ πλησίασαν τον Ελισαιέ και του είπαν: «Το ξέρεις ότι σήμερα ο Ιεχωβά παίρνει τον κύριό σου και αυτός δεν θα είναι πια κεφαλή σου;» Και εκείνος είπε: «Το ξέρω. Σωπάστε».
6 Κατόπιν ο Ηλίας τού είπε: «Μείνε εδώ, σε παρακαλώ, επειδή ο Ιεχωβά με έχει στείλει στον Ιορδάνη». Αλλά εκείνος είπε: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά και ότι ζεις εσύ,* δεν θα σε αφήσω». Έτσι λοιπόν, προχώρησαν και οι δύο μαζί. 7 Και 50 από τους γιους των προφητών τούς ακολούθησαν και στάθηκαν παρακολουθώντας από κάποια απόσταση, ενώ αυτοί οι δύο στάθηκαν δίπλα στον Ιορδάνη. 8 Έπειτα ο Ηλίας πήρε το επίσημο ρούχο του,+ το τύλιξε και χτύπησε τα νερά, και αυτά χωρίστηκαν στα αριστερά και στα δεξιά, ώστε και οι δύο πέρασαν απέναντι πάνω σε ξερό έδαφος.+
9 Μόλις πέρασαν απέναντι, ο Ηλίας είπε στον Ελισαιέ: «Πες μου τι θέλεις να κάνω για εσένα προτού παρθώ μακριά σου». Και ο Ελισαιέ είπε: «Θα μπορούσα, σε παρακαλώ, να λάβω διπλό μερίδιο*+ από το πνεύμα σου;»+ 10 Εκείνος απάντησε: «Δύσκολο πράγμα ζήτησες. Αν με δεις τη στιγμή που θα παίρνομαι μακριά σου, θα γίνει αυτό που ζητάς· αν όχι, δεν θα γίνει».
11 Ενώ προχωρούσαν συζητώντας, εμφανίστηκε ξαφνικά ένα πύρινο άρμα και πύρινα άλογα+ που χώρισαν τον έναν από τον άλλον, και ο Ηλίας ανέβηκε στους ουρανούς μέσα στην ανεμοθύελλα.+ 12 Καθώς ο Ελισαιέ παρακολουθούσε, φώναζε: «Πατέρα μου, πατέρα μου! Το άρμα του Ισραήλ και οι ιππείς του!»+ Όταν δεν τον έβλεπε πια, έπιασε τα ρούχα του και τα έσκισε στα δύο.+ 13 Μετά μάζεψε το επίσημο ρούχο+ του Ηλία, το οποίο είχε πέσει από αυτόν, και γύρισε πίσω και στάθηκε στην όχθη του Ιορδάνη. 14 Πήρε το επίσημο ρούχο του Ηλία, το οποίο είχε πέσει από αυτόν, χτύπησε τα νερά και είπε: «Πού είναι ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ηλία;» Μόλις χτύπησε τα νερά, αυτά χωρίστηκαν στα αριστερά και στα δεξιά, και ο Ελισαιέ πέρασε απέναντι.+
15 Όταν οι γιοι των προφητών στην Ιεριχώ τον είδαν από μακριά, είπαν: «Το πνεύμα του Ηλία κάθισε πάνω στον Ελισαιέ».+ Πήγαν λοιπόν να τον συναντήσουν και τον προσκύνησαν μέχρις εδάφους. 16 Του είπαν: «Μαζί με τους υπηρέτες σου βρίσκονται 50 ικανοί άντρες. Ας πάνε, παρακαλούμε, να ψάξουν για τον κύριό σου. Μπορεί το πνεύμα* του Ιεχωβά να τον σήκωσε και μετά να τον έριξε σε κάποιο βουνό ή σε κάποια κοιλάδα».+ Εκείνος όμως είπε: «Μην τους στείλετε». 17 Αλλά αυτοί εξακολούθησαν να τον πιέζουν ώσπου ήρθε σε δύσκολη θέση και είπε: «Στείλτε τους». Έστειλαν λοιπόν τους 50 άντρες, οι οποίοι έψαχναν τρεις ημέρες, αλλά δεν τον βρήκαν. 18 Όταν επέστρεψαν, εκείνος ήταν ακόμη στην Ιεριχώ+ και τους είπε: «Δεν σας είπα εγώ να μην πάτε;»
19 Αργότερα οι άντρες της πόλης είπαν στον Ελισαιέ: «Ο κύριός μου βλέπει ότι η πόλη βρίσκεται σε καλή τοποθεσία,+ αλλά το νερό είναι κακής ποιότητας και η γη είναι άγονη».* 20 Τότε εκείνος είπε: «Φέρτε μου μια μικρή καινούρια κούπα και βάλτε μέσα αλάτι». Και του την πήγαν. 21 Κατόπιν πήγε στην πηγή του νερού και έριξε το αλάτι+ και είπε: «Να τι λέει ο Ιεχωβά: “Γιάτρεψα αυτό το νερό. Δεν θα προκαλεί πια θάνατο ή έλλειψη γονιμότητας”».* 22 Και το νερό γιατρεύτηκε και παραμένει έτσι μέχρι σήμερα, σύμφωνα με τα λόγια του Ελισαιέ.
23 Από εκεί ανέβηκε στη Βαιθήλ. Καθώς προχωρούσε στον δρόμο, βγήκαν μικρά αγόρια από την πόλη και άρχισαν να τον κοροϊδεύουν+ και να του λένε: «Ανέβαινε, φαλακρέ! Ανέβαινε, φαλακρέ!» 24 Τελικά εκείνος γύρισε και τα κοίταξε και τα καταράστηκε στο όνομα του Ιεχωβά. Τότε βγήκαν δύο θηλυκές αρκούδες+ από το δάσος και κατασπάραξαν 42 από αυτά τα παιδιά.+ 25 Εκείνος συνέχισε τον δρόμο του προς το όρος Κάρμηλος,+ και από εκεί επέστρεψε στη Σαμάρεια.
3 Ο Ιωράμ,+ ο γιος του Αχαάβ, έγινε βασιλιάς του Ισραήλ στη Σαμάρεια το δέκατο όγδοο έτος του βασιλιά Ιωσαφάτ του Ιούδα, και βασίλεψε 12 χρόνια. 2 Έκανε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά, αλλά όχι στον ίδιο βαθμό με τον πατέρα του ή τη μητέρα του, διότι απομάκρυνε την ιερή στήλη του Βάαλ που είχε φτιάξει ο πατέρας του.+ 3 Ωστόσο, έμεινε προσκολλημένος στις αμαρτίες του Ιεροβοάμ, του γιου του Ναβάτ, τις οποίες εκείνος είχε ωθήσει τον Ισραήλ να διαπράξει.+ Δεν απομακρύνθηκε από αυτές.
4 Ο δε Μησά, ο βασιλιάς του Μωάβ, εξέτρεφε πρόβατα και πλήρωνε στον βασιλιά του Ισραήλ ως φόρο υποτελείας 100.000 αρνιά και 100.000 ακούρευτα κριάρια. 5 Μόλις πέθανε ο Αχαάβ,+ ο βασιλιάς του Μωάβ στασίασε εναντίον του βασιλιά του Ισραήλ.+ 6 Γι’ αυτό, ο βασιλιάς Ιωράμ βγήκε εκείνη την ημέρα από τη Σαμάρεια και συγκέντρωσε όλο τον Ισραήλ. 7 Επίσης έστειλε μήνυμα στον βασιλιά Ιωσαφάτ του Ιούδα, λέγοντας: «Ο βασιλιάς του Μωάβ στασίασε εναντίον μου. Θα έρθεις μαζί μου να πολεμήσουμε εναντίον του Μωάβ;» Εκείνος είπε: «Θα έρθω.+ Εγώ και εσύ είμαστε ένα—το ίδιο ο λαός μου και ο λαός σου, τα άλογά μου και τα άλογά σου».+ 8 Κατόπιν ρώτησε: «Από ποιον δρόμο πρέπει να ανεβούμε;» Αυτός απάντησε: «Από τον δρόμο της ερήμου του Εδώμ».
9 Τότε ξεκίνησε ο βασιλιάς του Ισραήλ μαζί με τον βασιλιά του Ιούδα και τον βασιλιά του Εδώμ+ και ακολούθησαν κυκλική πορεία. Έπειτα όμως από εφτά ημέρες, δεν υπήρχε πια νερό για το στρατόπεδο και για τα ζώα που είχαν μαζί τους. 10 Ο βασιλιάς του Ισραήλ είπε: «Αλίμονο! Ο Ιεχωβά κάλεσε εμάς τους τρεις βασιλιάδες μόνο και μόνο για να μας δώσει στο χέρι του Μωάβ!» 11 Αμέσως ο Ιωσαφάτ είπε: «Δεν υπάρχει εδώ προφήτης του Ιεχωβά μέσω του οποίου να ρωτήσουμε τον Ιεχωβά;»+ Και ένας υπηρέτης του βασιλιά του Ισραήλ απάντησε: «Υπάρχει ο Ελισαιέ,+ ο γιος του Σαφάτ, αυτός που έχυνε νερό στα χέρια του Ηλία».*+ 12 Τότε ο Ιωσαφάτ είπε: «Ο Ιεχωβά μιλάει μέσω αυτού». Έτσι λοιπόν, ο βασιλιάς του Ισραήλ, ο Ιωσαφάτ και ο βασιλιάς του Εδώμ πήγαν να τον βρουν.
13 Ο Ελισαιέ είπε στον βασιλιά του Ισραήλ: «Τι σχέση έχω εγώ με εσένα;*+ Πήγαινε στους προφήτες του πατέρα σου και στους προφήτες της μητέρας σου».+ Αλλά ο βασιλιάς του Ισραήλ τού είπε: «Μη με διώχνεις, επειδή ο Ιεχωβά είναι αυτός που κάλεσε εμάς τους τρεις βασιλιάδες για να μας δώσει στο χέρι του Μωάβ». 14 Τότε ο Ελισαιέ είπε: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά των στρατευμάτων, τον οποίο υπηρετώ,* αν δεν σεβόμουν τον βασιλιά Ιωσαφάτ+ του Ιούδα, εσένα δεν θα γύριζα καν να σε κοιτάξω ούτε θα σου έδινα καμιά σημασία.+ 15 Τώρα όμως φέρτε μου έναν αρπιστή».*+ Μόλις άρχισε να παίζει ο αρπιστής, το χέρι του Ιεχωβά ήρθε πάνω του.+ 16 Και είπε: «Να τι λέει ο Ιεχωβά: “Σκάψτε αυλάκια σε όλη αυτή την κοιλάδα,* 17 διότι αυτό λέει ο Ιεχωβά: «Ούτε άνεμο θα δείτε ούτε βροχή· και όμως αυτή η κοιλάδα* θα γεμίσει νερό,+ και θα πιείτε από αυτό, εσείς, τα κοπάδια σας και τα υπόλοιπα ζώα σας»”. 18 Αλλά αυτό είναι εύκολο στα μάτια του Ιεχωβά,+ ο οποίος επιπλέον θα δώσει τον Μωάβ στο χέρι σας.+ 19 Πρέπει να καταστρέψετε κάθε οχυρωμένη πόλη+ και κάθε εκλεκτή πόλη, πρέπει να κόψετε κάθε καλό δέντρο, πρέπει να φράξετε όλες τις πηγές νερού και πρέπει να αχρηστέψετε με πέτρες κάθε καλό χωράφι».+
20 Και το πρωί, την ώρα της πρωινής προσφοράς των σιτηρών,+ άρχισε ξαφνικά να έρχεται νερό από τη μεριά του Εδώμ, και ο τόπος γέμισε νερό.
21 Όλοι οι Μωαβίτες άκουσαν ότι είχαν ανεβεί οι βασιλιάδες για να πολεμήσουν εναντίον τους, γι’ αυτό συγκέντρωσαν όλους τους άντρες που ήταν ικανοί για πόλεμο* και παρατάχθηκαν στα σύνορα. 22 Όταν σηκώθηκαν νωρίς το πρωί, ο ήλιος έλαμπε πάνω στο νερό και, στους Μωαβίτες από την απέναντι πλευρά, το νερό φαινόταν κόκκινο σαν αίμα. 23 Εκείνοι είπαν: «Αυτό είναι αίμα! Σίγουρα οι βασιλιάδες έσφαξαν ο ένας τον άλλον με σπαθί. Τώρα λοιπόν, στα λάφυρα,+ Μωάβ!» 24 Μόλις μπήκαν στο στρατόπεδο του Ισραήλ, οι Ισραηλίτες σηκώθηκαν και άρχισαν να σκοτώνουν τους Μωαβίτες, οι οποίοι τράπηκαν σε φυγή.+ Κατόπιν εισέβαλαν στον Μωάβ, σκοτώνοντας τους Μωαβίτες καθώς προέλαυναν. 25 Κατεδάφισαν τις πόλεις, και κάθε άντρας έριχνε μια πέτρα σε κάθε καλό χωράφι, γεμίζοντας τα χωράφια με πέτρες· έφραξαν κάθε πηγή νερού+ και έκοψαν κάθε καλό δέντρο.+ Τελικά έμειναν όρθια μόνο τα πέτρινα τείχη της Κιρ-αρεσέθ,+ και οι σφενδονιστές την περικύκλωσαν και την κατέστρεψαν.
26 Όταν ο βασιλιάς του Μωάβ είδε ότι η μάχη είχε χαθεί, πήρε μαζί του 700 άντρες οπλισμένους με σπαθιά για να ανοίξουν δρόμο ως τον βασιλιά του Εδώμ·+ δεν τα κατάφεραν όμως. 27 Πήρε λοιπόν τον πρωτότοκο γιο του, ο οποίος επρόκειτο να βασιλέψει στη θέση του, και τον πρόσφερε ως ολοκαύτωμα+ πάνω στο τείχος. Και επήλθε μεγάλη αγανάκτηση εναντίον του Ισραήλ, γι’ αυτό εκείνοι αποσύρθηκαν και επέστρεψαν στη γη τους.
4 Κάποια από τις συζύγους των γιων των προφητών+ είπε στενοχωρημένη στον Ελισαιέ: «Ο υπηρέτης σου, ο σύζυγός μου, πέθανε, και εσύ ξέρεις καλά ότι ο υπηρέτης σου φοβόταν πάντοτε τον Ιεχωβά.+ Τώρα έχει έρθει ένας πιστωτής να πάρει και τα δυο μου παιδιά ως δούλους του». 2 Ο Ελισαιέ τη ρώτησε: «Τι μπορώ να κάνω για εσένα; Πες μου, τι έχεις στο σπίτι;» Εκείνη απάντησε: «Η υπηρέτριά σου δεν έχει τίποτα απολύτως στο σπίτι εκτός από ένα μικρό δοχείο* λάδι».+ 3 Τότε της είπε: «Πήγαινε έξω και ζήτησε δοχεία από όλους τους γείτονές σου, άδεια δοχεία. Μην αρκεστείς σε λίγα. 4 Μετά μπες μέσα και κλείσε την πόρτα πίσω από εσένα και τους γιους σου. Γέμισε όλα αυτά τα δοχεία και βάζε τα γεμάτα στην άκρη». 5 Εκείνη λοιπόν έφυγε.
Αφού έκλεισε την πόρτα πίσω της και πίσω από τους γιους της, αυτοί της έδιναν τα δοχεία και εκείνη έχυνε μέσα λάδι.+ 6 Όταν γέμισαν τα δοχεία, είπε στον έναν γιο της: «Φέρε μου και άλλο δοχείο».+ Αλλά αυτός της είπε: «Δεν έχει άλλο δοχείο». Τότε το λάδι σταμάτησε.+ 7 Έπειτα εκείνη πήγε και το ανέφερε στον άνθρωπο του αληθινού Θεού, ο οποίος είπε: «Πήγαινε, πούλησε το λάδι, πλήρωσε τα χρέη σου και με ό,τι απομείνει μπορείς να ζήσεις εσύ και οι γιοι σου».
8 Μια ημέρα ο Ελισαιέ πήγε στη Σουνάμ,+ όπου υπήρχε μια εξέχουσα γυναίκα, η οποία επέμενε να γευματίσει αυτός μαζί τους.+ Έκτοτε, όποτε περνούσε, σταματούσε εκεί για να φάει. 9 Η γυναίκα λοιπόν είπε στον σύζυγό της: «Ξέρω ότι αυτός που έρχεται εδώ τακτικά είναι άγιος άνθρωπος του Θεού. 10 Σε παρακαλώ, ας φτιάξουμε ένα μικρό δωμάτιο στην ταράτσα+ και ας βάλουμε εκεί ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι, μια καρέκλα και έναν λυχνοστάτη ώστε, όποτε έρχεται σε εμάς, να μένει εκεί».+
11 Μια ημέρα αυτός ήρθε και ανέβηκε στο δωμάτιο στην ταράτσα για να ξαπλώσει. 12 Τότε είπε στον Γιεζί+ τον υπηρέτη του: «Φώναξε τη Σουναμίτισσα».+ Τη φώναξε λοιπόν και εκείνη ήρθε. 13 Κατόπιν είπε στον Γιεζί: «Σε παρακαλώ, πες της: “Εσύ έκανες όλο αυτόν τον κόπο για εμάς.+ Τι μπορώ να κάνω εγώ για εσένα;+ Θέλεις να μιλήσω εκ μέρους σου στον βασιλιά+ ή στον αρχιστράτηγο;”» Αλλά αυτή απάντησε: «Δεν χρειάζομαι τίποτα. Ζω ανάμεσα στον λαό μου». 14 Εκείνος λοιπόν ρώτησε: «Τότε τι μπορώ να κάνω για αυτήν;» Και ο Γιεζί απάντησε: «Δεν έχει γιο,+ και ο άντρας της είναι γέρος». 15 Αμέσως εκείνος είπε: «Φώναξέ την». Τη φώναξε λοιπόν και αυτή στάθηκε στην είσοδο. 16 Κατόπιν της είπε: «Του χρόνου τέτοιον καιρό, θα κρατάς στην αγκαλιά σου γιο».+ Αυτή όμως είπε: «Όχι, κύριέ μου, άνθρωπε του αληθινού Θεού! Μη λες ψέματα στην υπηρέτριά σου».
17 Ωστόσο, η γυναίκα έμεινε έγκυος και γέννησε γιο τον ίδιο καιρό το επόμενο έτος, ακριβώς όπως της είχε πει ο Ελισαιέ. 18 Το παιδί μεγάλωσε, και μια ημέρα πήγε να βρει τον πατέρα του, που ήταν με τους θεριστές. 19 Και του έλεγε: «Το κεφάλι μου, ωχ, το κεφάλι μου!» Τελικά ο πατέρας του είπε στον υπηρέτη: «Πήγαινέ τον στη μητέρα του». 20 Τον πήγε λοιπόν στη μητέρα του, και καθόταν στα γόνατά της μέχρι το μεσημέρι, και τότε πέθανε.+ 21 Έπειτα αυτή ανέβηκε, τον έβαλε στο κρεβάτι του ανθρώπου του αληθινού Θεού,+ έκλεισε την πόρτα πίσω της και έφυγε. 22 Μετά φώναξε τον σύζυγό της και είπε: «Στείλε μου, σε παρακαλώ, έναν υπηρέτη και ένα γαϊδούρι για να πάω γρήγορα στον άνθρωπο του αληθινού Θεού και να επιστρέψω». 23 Εκείνος όμως ρώτησε: «Γιατί πηγαίνεις να τον δεις σήμερα; Δεν είναι ούτε νέα σελήνη+ ούτε σάββατο». Αλλά του απάντησε: «Μην ανησυχείς, όλα είναι καλά». 24 Σαμάρωσε λοιπόν το γαϊδούρι και είπε στον υπηρέτη της: «Προχώρα γρήγορα. Μην επιβραδύνεις για χάρη μου αν δεν σου πω».
25 Έφυγε λοιπόν και πήγε στον άνθρωπο του αληθινού Θεού στο όρος Κάρμηλος. Μόλις την είδε από μακριά ο άνθρωπος του αληθινού Θεού, είπε στον Γιεζί τον υπηρέτη του: «Δες! Η Σουναμίτισσα είναι εκεί πέρα. 26 Τρέξε, σε παρακαλώ, να την προϋπαντήσεις και ρώτησέ την: “Είσαι καλά; Είναι καλά ο άντρας σου; Είναι καλά το παιδί σου;”» Και εκείνη είπε: «Όλα καλά». 27 Μόλις έφτασε στον άνθρωπο του αληθινού Θεού στο βουνό, τον έπιασε από τα πόδια.+ Αμέσως ο Γιεζί πλησίασε για να την απομακρύνει, αλλά ο άνθρωπος του αληθινού Θεού είπε: «Άφησέ την, γιατί είναι πολύ πικραμένη,* και ο Ιεχωβά μού το έκρυψε και δεν μου το είπε». 28 Τότε εκείνη τον ρώτησε: «Ζήτησα εγώ από τον κύριό μου γιο; Δεν είπα: “Μη μου δίνεις ψεύτικες ελπίδες”;»+
29 Αμέσως εκείνος είπε στον Γιεζί: «Τύλιξε τα ρούχα σου γύρω από τη μέση σου,+ πάρε το μπαστούνι μου στο χέρι σου και πήγαινε. Αν ανταμώσεις κάποιον, μην τον χαιρετήσεις· και αν σε χαιρετήσει κάποιος, μην του απαντήσεις. Πήγαινε και ακούμπησε το μπαστούνι μου στο πρόσωπο του αγοριού». 30 Τότε η μητέρα του αγοριού είπε: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά και ότι ζεις εσύ,* δεν θα φύγω από κοντά σου».+ Εκείνος λοιπόν σηκώθηκε και πήγε μαζί της. 31 Ο Γιεζί προπορεύτηκε και ακούμπησε το μπαστούνι στο πρόσωπο του αγοριού, αλλά δεν υπήρξε κανένα σημείο ζωής.+ Γύρισε λοιπόν πίσω να συναντήσει τον Ελισαιέ και του είπε: «Το αγόρι δεν ξύπνησε».
32 Όταν ο Ελισαιέ ήρθε στο σπίτι, το αγόρι κειτόταν νεκρό στο κρεβάτι του.+ 33 Εκείνος μπήκε μέσα, έκλεισε την πόρτα και άρχισε να προσεύχεται στον Ιεχωβά.+ 34 Μετά ανέβηκε στο κρεβάτι, ξάπλωσε πάνω στο παιδί, έβαλε το στόμα του πάνω στο στόμα του, τα μάτια του πάνω στα μάτια του και τις παλάμες του πάνω στις παλάμες του και έμεινε γερμένος πάνω του, και το σώμα του παιδιού άρχισε να ζεσταίνεται.+ 35 Εκείνος περπάτησε πέρα δώθε μέσα στο σπίτι, ανέβηκε στο κρεβάτι και έγειρε πάλι πάνω του. Το αγόρι φταρνίστηκε εφτά φορές και μετά άνοιξε τα μάτια του.+ 36 Τότε ο Ελισαιέ φώναξε τον Γιεζί και είπε: «Πες στη Σουναμίτισσα να έρθει». Της είπε λοιπόν να έρθει και αυτή πήγε. Ο Ελισαιέ τής είπε: «Πάρε τον γιο σου».+ 37 Και αυτή μπήκε μέσα και έπεσε στα πόδια του και τον προσκύνησε μέχρις εδάφους· μετά πήρε τον γιο της και βγήκε έξω.
38 Όταν ο Ελισαιέ επέστρεψε στα Γάλγαλα, υπήρχε πείνα στον τόπο.+ Οι γιοι των προφητών+ κάθονταν μπροστά του, και εκείνος είπε στον υπηρέτη του:+ «Βάλε τη μεγάλη χύτρα και ετοίμασε φαγητό για τους γιους των προφητών». 39 Βγήκε λοιπόν κάποιος από αυτούς στον αγρό να μαζέψει μολόχες, και βρήκε ένα άγριο κληματώδες φυτό και μάζεψε από αυτό άγρια κολοκύθια, γεμίζοντας το ρούχο του. Κατόπιν γύρισε, τα έκοψε και τα έριξε στη χύτρα, χωρίς να ξέρει τι ήταν αυτά. 40 Αργότερα σέρβιραν το φαγητό στους άντρες, αλλά μόλις εκείνοι το δοκίμασαν, φώναξαν: «Θάνατος υπάρχει στη χύτρα, άνθρωπε του αληθινού Θεού». Και δεν μπόρεσαν να το φάνε. 41 Τότε εκείνος είπε: «Φέρτε αλεύρι». Αφού το έριξε στη χύτρα, είπε: «Σερβίρετέ το». Και δεν υπήρχε τίποτα βλαβερό στη χύτρα.+
42 Κάποιος ήρθε από τη Βάαλ-σαλισά+ και έφερε στον άνθρωπο του αληθινού Θεού 20 κριθαρένια ψωμιά+ φτιαγμένα από τους πρώτους ώριμους καρπούς, καθώς και ένα σακούλι με καινούρια σιτηρά.+ Έπειτα ο Ελισαιέ είπε: «Δώσε στους ανθρώπους να φάνε». 43 Αλλά ο υπηρέτης του ρώτησε: «Πώς μπορώ να βάλω τόσο λίγο φαγητό μπροστά σε 100 άντρες;»+ Τότε εκείνος απάντησε: «Δώσε τους να φάνε, γιατί να τι λέει ο Ιεχωβά: “Θα φάνε και θα μείνει και περίσσευμα”».+ 44 Τότε εκείνος το έβαλε μπροστά τους και έφαγαν και έμεινε περίσσευμα,+ όπως είχε πει ο Ιεχωβά.
5 Ο Νεεμάν, ο αρχιστράτηγος του βασιλιά της Συρίας, ήταν επιφανής άνθρωπος και έχαιρε εκτίμησης από τον κύριό του, επειδή μέσω αυτού ο Ιεχωβά είχε δώσει νίκες* στη Συρία. Ήταν κραταιός πολεμιστής, αν και λεπρός.* 2 Σε μια επιδρομή τους, οι Σύριοι είχαν αιχμαλωτίσει από τη γη του Ισραήλ ένα μικρό κορίτσι, το οποίο έγινε υπηρέτρια της συζύγου του Νεεμάν. 3 Αυτή είπε στην κυρία της: «Μακάρι να πήγαινε ο κύριός μου να δει τον προφήτη+ στη Σαμάρεια! Εκείνος θα τον θεράπευε από τη λέπρα του».+ 4 Και αυτός* πήγε και ανέφερε στον κύριό του τι είχε πει το κορίτσι από τον Ισραήλ.
5 Τότε ο βασιλιάς της Συρίας είπε: «Πήγαινε, και εγώ θα στείλω επιστολή στον βασιλιά του Ισραήλ». Ξεκίνησε λοιπόν παίρνοντας μαζί του 10 τάλαντα* ασήμι, 6.000 κομμάτια χρυσάφι και 10 αλλαξιές ρούχα. 6 Και ήρθε στον βασιλιά του Ισραήλ φέρνοντας την επιστολή, η οποία έλεγε: «Με αυτή την επιστολή, στέλνω και τον υπηρέτη μου τον Νεεμάν για να τον θεραπεύσεις από τη λέπρα του». 7 Μόλις ο βασιλιάς του Ισραήλ διάβασε την επιστολή, έσκισε τα ρούχα του και είπε: «Θεός είμαι εγώ ώστε να θανατώνω και να διατηρώ στη ζωή;+ Αυτός μου στέλνει τον άνθρωπο και μου λέει να τον θεραπεύσω από τη λέπρα του! Το βλέπετε και μόνοι σας ότι ψάχνει αφορμή για διαμάχη».
8 Αλλά όταν ο Ελισαιέ, ο άνθρωπος του αληθινού Θεού, άκουσε ότι ο βασιλιάς του Ισραήλ έσκισε τα ρούχα του, του έστειλε αμέσως μήνυμα, λέγοντας: «Γιατί έσκισες τα ρούχα σου; Ας έρθει, παρακαλώ, σε εμένα για να διαπιστώσει ότι υπάρχει προφήτης στον Ισραήλ».+ 9 Πήγε λοιπόν ο Νεεμάν με τα άλογά του και τα πολεμικά του άρματα και στάθηκε στην είσοδο του σπιτιού του Ελισαιέ. 10 Εντούτοις, ο Ελισαιέ έστειλε έναν αγγελιοφόρο να του πει: «Πήγαινε να πλυθείς εφτά φορές+ στον Ιορδάνη,+ και η σάρκα σου θα αποκατασταθεί, και θα καθαριστείς». 11 Τότε ο Νεεμάν αγανάκτησε και ξεκίνησε να φύγει, λέγοντας: «Εγώ έλεγα μέσα μου: “Θα βγει να με συναντήσει και θα σταθεί εδώ και θα επικαλεστεί το όνομα του Ιεχωβά του Θεού του, κουνώντας το χέρι του πέρα δώθε πάνω από τη λέπρα για να τη θεραπεύσει”. 12 Δεν είναι ο Αβανά και ο Φαρφάρ, οι ποταμοί της Δαμασκού,+ καλύτεροι από όλα τα νερά του Ισραήλ; Δεν μπορώ να πλυθώ σε αυτούς και να καθαριστώ;» Και γύρισε και έφυγε οργισμένος.
13 Τότε πλησίασαν οι υπηρέτες του και του είπαν: «Πατέρα μου, αν ο προφήτης σού είχε πει να κάνεις κάτι δύσκολο, δεν θα το έκανες; Πόσο μάλλον τώρα, που σου είπε απλώς: “Πλύσου και θα καθαριστείς”;» 14 Κατέβηκε λοιπόν και βυθίστηκε στον Ιορδάνη εφτά φορές, όπως του είχε πει ο άνθρωπος του αληθινού Θεού.+ Αμέσως η σάρκα του αποκαταστάθηκε και έγινε σαν μικρού παιδιού,+ και ο ίδιος καθαρίστηκε.+
15 Κατόπιν γύρισε στον άνθρωπο του αληθινού Θεού+ μαζί με ολόκληρη τη συνοδεία* του, στάθηκε μπροστά του και είπε: «Τώρα ξέρω ότι δεν υπάρχει Θεός πουθενά σε όλη τη γη παρά μόνο στον Ισραήλ.+ Και τώρα δέξου, σε παρακαλώ, ένα δώρο* από τον υπηρέτη σου». 16 Ωστόσο, ο Ελισαιέ είπε: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά, τον οποίο υπηρετώ,* δεν θα το δεχτώ».+ Και τον πίεζε να το δεχτεί, αλλά εκείνος αρνούνταν. 17 Τελικά ο Νεεμάν είπε: «Αφού δεν το δέχεσαι, ας δοθεί, σε παρακαλώ, στον υπηρέτη σου φορτίο δύο μουλαριών από το χώμα αυτής της γης, επειδή ο υπηρέτης σου δεν θα προσφέρει πια ολοκαύτωμα ή θυσία σε άλλους θεούς εκτός από τον Ιεχωβά. 18 Αλλά ας συγχωρήσει ο Ιεχωβά τον υπηρέτη σου για ένα μόνο πράγμα: Όταν ο κύριός μου μπαίνει στον οίκο* του Ριμμών για να προσκυνήσει, στηρίζεται στο χέρι μου, και έτσι αναγκάζομαι να προσκυνώ στον οίκο του Ριμμών. Όταν προσκυνώ στον οίκο του Ριμμών, ας συγχωρήσει, παρακαλώ, ο Ιεχωβά τον υπηρέτη σου για αυτό». 19 Εκείνος του είπε: «Πήγαινε με ειρήνη». Αφού έφυγε από εκείνον και είχε διανύσει κάποια απόσταση, 20 ο Γιεζί,+ ο υπηρέτης του Ελισαιέ, του ανθρώπου του αληθινού Θεού,+ είπε μέσα του: “Ορίστε! Ο κύριός μου λυπήθηκε αυτόν τον Σύριο, τον Νεεμάν,+ και δεν δέχτηκε από αυτόν όσα έφερε. Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά, θα τρέξω πίσω του και θα πάρω κάτι από αυτόν”. 21 Έτρεξε λοιπόν ο Γιεζί πίσω από τον Νεεμάν. Όταν ο Νεεμάν είδε κάποιον να τρέχει πίσω του, κατέβηκε από το άρμα του να τον συναντήσει και ρώτησε: «Όλα καλά;» 22 Εκείνος απάντησε: «Όλα καλά. Ο κύριός μου με έστειλε, λέγοντας: “Τώρα μόλις ήρθαν σε εμένα δύο νεαροί από την ορεινή περιοχή του Εφραΐμ, από τους γιους των προφητών. Δώσε τους, σε παρακαλώ, ένα τάλαντο ασήμι και δύο αλλαξιές ρούχα”».+ 23 Ο Νεεμάν είπε: «Έλα, πάρε δύο τάλαντα». Και τον πίεζε+ και τύλιξε μέσα σε δύο σάκους δύο τάλαντα ασήμι, μαζί με δύο αλλαξιές ρούχα, και τους έδωσε σε δύο υπηρέτες του οι οποίοι τους μετέφεραν μπροστά από αυτόν.
24 Μόλις εκείνος έφτασε στο Οφήλ,* πήρε τους σάκους από το χέρι των αντρών, τους έβαλε στο σπίτι και είπε στους άντρες να φύγουν. Αφού έφυγαν, 25 μπήκε και στάθηκε κοντά στον κύριό του. Τότε ο Ελισαιέ τον ρώτησε: «Πού είχες πάει, Γιεζί;» Αλλά αυτός απάντησε: «Ο υπηρέτης σου δεν πήγε πουθενά».+ 26 Τότε του είπε: «Δεν ήταν η καρδιά μου εκεί μαζί σου όταν ο άνθρωπος κατέβηκε από το άρμα του να σε συναντήσει; Είναι καιρός να δέχεσαι ασήμι ή να δέχεσαι ρούχα ή ελαιώνες ή αμπέλια ή πρόβατα ή βόδια ή υπηρέτες ή υπηρέτριες;+ 27 Τώρα η λέπρα του Νεεμάν+ θα κολλήσει σε εσένα και στους απογόνους σου για πάντα». Αμέσως εκείνος έφυγε από μπροστά του έχοντας γίνει λεπρός, λευκός σαν χιόνι.+
6 Οι γιοι των προφητών+ είπαν στον Ελισαιέ: «Κοίτα! Το μέρος στο οποίο μένουμε μαζί σου δεν μας χωράει. 2 Ας πάμε, σε παρακαλούμε, στον Ιορδάνη. Ας πάρει από εκεί ο καθένας μας έναν κορμό και ας φτιάξουμε εκεί ένα μέρος για να μείνουμε». Εκείνος είπε: «Πηγαίνετε». 3 Ένας από αυτούς ρώτησε: «Θα έρθεις, σε παρακαλώ, μαζί με τους υπηρέτες σου;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Θα έρθω». 4 Πήγε λοιπόν μαζί τους, και έφτασαν στον Ιορδάνη και άρχισαν να κόβουν δέντρα. 5 Ενώ κάποιος έκοβε ένα δέντρο, η κεφαλή του τσεκουριού έπεσε στο νερό, και αυτός φώναξε: «Αλίμονο, κύριέ μου, ήταν δανεικό!» 6 Ο άνθρωπος του αληθινού Θεού ρώτησε: «Πού έπεσε;» Και του έδειξε το μέρος. Τότε εκείνος έκοψε ένα κομμάτι ξύλο, το έριξε εκεί και έκανε την κεφαλή του τσεκουριού να επιπλεύσει. 7 Μετά είπε: «Μάζεψέ την». Και αυτός άπλωσε το χέρι του και την πήρε.
8 Ο δε βασιλιάς της Συρίας άρχισε πόλεμο εναντίον του Ισραήλ.+ Συνεννοήθηκε λοιπόν με τους υπηρέτες του και είπε: «Θα στρατοπεδεύσω μαζί σας στο τάδε μέρος». 9 Τότε ο άνθρωπος του αληθινού Θεού+ έστειλε μήνυμα στον βασιλιά του Ισραήλ, λέγοντας: «Πρόσεξε να μην περάσεις από αυτό το μέρος, επειδή εκεί θα κατεβούν οι Σύριοι». 10 Έστειλε λοιπόν ο βασιλιάς του Ισραήλ μήνυμα στους ανθρώπους του που ήταν στο μέρος για το οποίο τον είχε προειδοποιήσει ο άνθρωπος του αληθινού Θεού. Αυτός συνέχισε να τον προειδοποιεί, και ο βασιλιάς απέφυγε εκείνο το μέρος σε αρκετές περιπτώσεις.*+
11 Αυτό εξόργισε τον βασιλιά* της Συρίας, ο οποίος κάλεσε τους υπηρέτες του και τους είπε: «Εμπρός, πείτε μου! Ποιος από εμάς είναι με τον βασιλιά του Ισραήλ;» 12 Τότε ένας υπηρέτης του απάντησε: «Κανείς μας, κύριέ μου βασιλιά! Ο Ελισαιέ, ο προφήτης που είναι στον Ισραήλ, αυτός λέει στον βασιλιά του Ισραήλ όσα λες εσύ στο υπνοδωμάτιό σου».+ 13 Εκείνος πρόσταξε: «Πηγαίνετε και μάθετε πού είναι, για να στείλω ανθρώπους να τον πιάσουν». Αργότερα τον πληροφόρησαν: «Είναι στη Δωθάν».+ 14 Αμέσως έστειλε εκεί άλογα και πολεμικά άρματα, καθώς και ένα μεγάλο στράτευμα· έφτασαν νύχτα και περικύκλωσαν την πόλη.
15 Όταν ο υπηρέτης* του ανθρώπου του αληθινού Θεού σηκώθηκε νωρίς και βγήκε έξω, είδε ότι ένα στράτευμα με άλογα και πολεμικά άρματα είχε περικυκλώσει την πόλη. Αμέσως ο υπηρέτης φώναξε: «Αλίμονο, κύριέ μου! Τι θα κάνουμε;» 16 Εκείνος όμως αποκρίθηκε: «Μη φοβάσαι!+ Περισσότεροι είναι μαζί μας παρά μαζί τους».+ 17 Τότε ο Ελισαιέ άρχισε να προσεύχεται και να λέει: «Ιεχωβά, άνοιξε τα μάτια του, σε παρακαλώ, για να δει».+ Αμέσως ο Ιεχωβά άνοιξε τα μάτια του υπηρέτη και αυτός είδε ότι η ορεινή περιοχή ήταν γεμάτη πύρινα άλογα και πολεμικά άρματα+ γύρω από τον Ελισαιέ.+
18 Όταν οι Σύριοι κατέβηκαν προς αυτόν, ο Ελισαιέ προσευχήθηκε στον Ιεχωβά: «Σε παρακαλώ, τύφλωσε αυτούς τους ανθρώπους».*+ Και τους τύφλωσε, όπως είχε ζητήσει ο Ελισαιέ. 19 Κατόπιν ο Ελισαιέ τούς είπε: «Δεν είναι αυτός ο δρόμος ούτε είναι αυτή η πόλη. Ακολουθήστε με, και εγώ θα σας οδηγήσω στον άνθρωπο που ψάχνετε». Αλλά τους οδήγησε στη Σαμάρεια.+
20 Όταν έφτασαν στη Σαμάρεια, ο Ελισαιέ είπε: «Ιεχωβά, άνοιξε τα μάτια τους για να δουν». Τότε ο Ιεχωβά άνοιξε τα μάτια τους, και είδαν ότι βρίσκονταν στο μέσο της Σαμάρειας. 21 Μόλις τους είδε ο βασιλιάς του Ισραήλ, είπε στον Ελισαιέ: «Να τους σκοτώσω, να τους σκοτώσω, πατέρα μου;» 22 Εκείνος όμως απάντησε: «Δεν πρέπει να τους σκοτώσεις. Γίνεται να σκοτώσεις άτομα που αιχμαλώτισες με το σπαθί σου και με το τόξο σου; Δώσε τους ψωμί και νερό για να φάνε και να πιουν+ και να επιστρέψουν στον κύριό τους». 23 Έτσι λοιπόν, παρέθεσε ένα μεγάλο συμπόσιο για αυτούς, και έφαγαν και ήπιαν, και μετά τους άφησε να φύγουν για να επιστρέψουν στον κύριό τους. Και οι ληστρικές ομάδες των Συρίων+ δεν ξαναήρθαν ούτε μία φορά στη γη του Ισραήλ.
24 Αργότερα ο Βεν-αδάδ, ο βασιλιάς της Συρίας, συγκέντρωσε ολόκληρο τον στρατό του* και ανέβηκε και πολιόρκησε τη Σαμάρεια.+ 25 Ως αποτέλεσμα, έγινε μεγάλη πείνα+ στη Σαμάρεια. Η πολιορκία κράτησε τόσο πολύ ώστε ένα κεφάλι γαϊδουριού+ έφτασε να στοιχίζει 80 κομμάτια ασήμι και ένα τέταρτο του καβ* κόπρανα περιστεριών στοίχιζε 5 κομμάτια ασήμι. 26 Καθώς ο βασιλιάς του Ισραήλ περπατούσε πάνω στο τείχος, κάποια γυναίκα τού φώναξε: «Βοήθησέ με, κύριέ μου βασιλιά!» 27 Εκείνος αποκρίθηκε: «Αν δεν σε βοηθήσει ο Ιεχωβά, από πού θα σου βρω βοήθεια εγώ; Από το αλώνι; Ή μήπως από το πατητήρι του κρασιού ή του λαδιού;» 28 Ο βασιλιάς τη ρώτησε: «Τι σου συμβαίνει;» Εκείνη απάντησε: «Αυτή η γυναίκα μού είπε: “Δώσε να φάμε τον γιο σου σήμερα, και αύριο τρώμε τον δικό μου”.+ 29 Βράσαμε λοιπόν τον γιο μου και τον φάγαμε.+ Την επόμενη ημέρα της είπα: “Δώσε να φάμε τον γιο σου”. Αλλά εκείνη τον έκρυψε».
30 Μόλις ο βασιλιάς άκουσε τα λόγια της γυναίκας, έσκισε τα ρούχα του.+ Καθώς περπατούσε πάνω στο τείχος, ο λαός είδε ότι φορούσε σάκο κάτω από τα ρούχα του.* 31 Κατόπιν είπε: «Έτσι να κάνει ο Θεός σε εμένα και να προσθέσει σε αυτό, αν το κεφάλι του Ελισαιέ, του γιου του Σαφάτ, μείνει πάνω του σήμερα!»+
32 Ο δε Ελισαιέ καθόταν στο σπίτι του, και οι πρεσβύτεροι κάθονταν μαζί του. Ο βασιλιάς έστειλε έναν αγγελιοφόρο πριν πάει ο ίδιος, αλλά προτού φτάσει ο αγγελιοφόρος, ο Ελισαιέ είπε στους πρεσβυτέρους: «Είδατε που αυτός ο γιος δολοφόνου+ έστειλε να μου κόψουν το κεφάλι; Προσέξτε: μόλις έρθει ο αγγελιοφόρος, κλείστε την πόρτα και κρατήστε την κλειστή ώστε να μην μπει. Δεν ακούτε τα βήματα του κυρίου του που έρχεται αμέσως έπειτα από αυτόν;» 33 Ενόσω μιλούσε ακόμη μαζί τους, ήρθε σε αυτόν ο αγγελιοφόρος, και ο βασιλιάς είπε: «Αυτή η συμφορά είναι από τον Ιεχωβά. Γιατί να περιμένω πια τον Ιεχωβά;»
7 Τότε ο Ελισαιέ είπε: «Ακούστε τον λόγο του Ιεχωβά. Αυτό λέει ο Ιεχωβά: “Αύριο περίπου τέτοια ώρα, στην πύλη* της Σαμάρειας, ένα σεάχ* λεπτό αλεύρι θα στοιχίζει έναν σίκλο,* και δύο σεάχ κριθάρι θα στοιχίζουν έναν σίκλο”».+ 2 Ο δε υπασπιστής στον οποίο στηριζόταν ο βασιλιάς είπε στον άνθρωπο του αληθινού Θεού: «Ακόμη και αν ο Ιεχωβά άνοιγε τους κρουνούς των ουρανών, θα μπορούσε να γίνει αυτό;»*+ Τότε εκείνος είπε: «Θα το δεις με τα ίδια σου τα μάτια,+ αλλά εσύ δεν πρόκειται να φας».+
3 Στην είσοδο της πύλης της πόλης, υπήρχαν τέσσερις λεπροί.+ Αυτοί είπαν μεταξύ τους: «Γιατί καθόμαστε εδώ και περιμένουμε να πεθάνουμε; 4 Αν πούμε: “Ας μπούμε στην πόλη”, ενώ υπάρχει πείνα στην πόλη,+ θα πεθάνουμε εκεί. Και αν καθίσουμε εδώ, πάλι θα πεθάνουμε. Ας πάμε λοιπόν στο στρατόπεδο των Συρίων. Αν μας χαρίσουν τη ζωή, θα ζήσουμε· αν μας θανατώσουν, θα πεθάνουμε». 5 Σηκώθηκαν λοιπόν το σούρουπο και μπήκαν στο στρατόπεδο των Συρίων. Μόλις έφτασαν στα περίχωρα του στρατοπέδου τους, είδαν ότι δεν ήταν κανείς εκεί.
6 Ο Ιεχωβά είχε κάνει το στρατόπεδο των Συρίων να ακούσει τον ήχο πολεμικών αρμάτων και αλόγων, τον ήχο ενός τεράστιου στρατεύματος.+ Είπαν λοιπόν ο ένας στον άλλον: «Ο βασιλιάς του Ισραήλ μίσθωσε τους βασιλιάδες των Χετταίων και τους βασιλιάδες της Αιγύπτου για να έρθουν εναντίον μας!» 7 Γι’ αυτό, σηκώθηκαν αμέσως και τράπηκαν σε φυγή το σούρουπο, αφήνοντας πίσω τις σκηνές τους, τα άλογα, τα γαϊδούρια, ολόκληρο το στρατόπεδο όπως ήταν, και τράπηκαν σε φυγή για να σώσουν τη ζωή* τους.
8 Όταν οι λεπροί έφτασαν στα περίχωρα του στρατοπέδου, μπήκαν σε μια σκηνή και έφαγαν και ήπιαν. Πήραν από εκεί ασήμι, χρυσάφι και ρούχα και πήγαν και τα έκρυψαν. Μετά επέστρεψαν και μπήκαν σε άλλη σκηνή και πήραν διάφορα πράγματα από εκεί και πήγαν και τα έκρυψαν.
9 Τελικά είπαν μεταξύ τους: «Αυτό που κάνουμε δεν είναι σωστό. Σήμερα είναι ημέρα καλών νέων! Αν δεν πούμε τίποτα και περιμένουμε ως το χάραμα, θα είμαστε άξιοι τιμωρίας. Πάμε λοιπόν τώρα να το αναφέρουμε στην κατοικία του βασιλιά». 10 Πήγαν λοιπόν και φώναξαν στους φύλακες της πύλης και τους ανέφεραν: «Μπήκαμε στο στρατόπεδο των Συρίων, αλλά δεν ήταν κανείς εκεί—δεν ακούσαμε κανέναν. Είχαν μείνει μόνο τα άλογα και τα γαϊδούρια δεμένα, και οι σκηνές όπως ήταν». 11 Αμέσως οι φύλακες της πύλης φώναξαν, και αυτό αναφέρθηκε στην κατοικία του βασιλιά.
12 Ευθύς, ο βασιλιάς σηκώθηκε μέσα στη νύχτα και είπε στους υπηρέτες του: «Εγώ θα σας πω τι σχεδιάζουν οι Σύριοι. Επειδή ξέρουν ότι πεινάμε,+ άφησαν το στρατόπεδο και κρύφτηκαν στον αγρό, λέγοντας: “Θα βγουν από την πόλη, θα τους πιάσουμε ζωντανούς και εμείς θα μπούμε μέσα”».+ 13 Τότε ένας υπηρέτης του είπε: «Ας πάρουν κάποιοι, παρακαλώ, πέντε από τα άλογα που απομένουν στην πόλη. Άλλωστε, και αυτοί θα έχουν την ίδια κατάληξη όπως όλο το πλήθος του Ισραήλ που απομένει εδώ. Και αυτοί θα καταλήξουν όπως όλοι οι Ισραηλίτες που αφανίστηκαν. Ας τους στείλουμε έξω και ας δούμε». 14 Πήραν λοιπόν δύο άρματα με άλογα, και ο βασιλιάς τούς έστειλε έξω στο στρατόπεδο των Συρίων, λέγοντας: «Πηγαίνετε να δείτε». 15 Αυτοί ακολούθησαν τα ίχνη των Συρίων μέχρι τον Ιορδάνη, και όλος ο δρόμος ήταν γεμάτος ρούχα και αντικείμενα που είχαν πετάξει εκείνοι καθώς έτρεχαν πανικόβλητοι. Οι απεσταλμένοι επέστρεψαν και το ανέφεραν στον βασιλιά.
16 Τότε ο λαός βγήκε και λεηλάτησε το στρατόπεδο των Συρίων, έτσι ώστε ένα σεάχ λεπτό αλεύρι έφτασε να στοιχίζει έναν σίκλο, και δύο σεάχ κριθάρι έφτασαν να στοιχίζουν έναν σίκλο, σύμφωνα με τον λόγο του Ιεχωβά.+ 17 Ο βασιλιάς είχε διορίσει υπεύθυνο της πύλης τον υπασπιστή στον οποίο είχε εμπιστοσύνη, αλλά ο λαός τον ποδοπάτησε μέχρι θανάτου στην πύλη, ακριβώς όπως είχε πει ο άνθρωπος του αληθινού Θεού στον βασιλιά τότε που εκείνος κατέβηκε σε αυτόν. 18 Συνέβη ακριβώς αυτό που είχε πει ο άνθρωπος του αληθινού Θεού στον βασιλιά: «Δύο σεάχ κριθάρι θα στοιχίζουν έναν σίκλο, και ένα σεάχ λεπτό αλεύρι θα στοιχίζει έναν σίκλο αύριο τέτοια ώρα στην πύλη της Σαμάρειας».+ 19 Αλλά ο υπασπιστής είχε πει στον άνθρωπο του αληθινού Θεού: «Ακόμη και αν ο Ιεχωβά άνοιγε τους κρουνούς των ουρανών, θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο;»* Τότε ο Ελισαιέ είχε πει: «Θα το δεις με τα ίδια σου τα μάτια, αλλά εσύ δεν πρόκειται να φας». 20 Αυτό ακριβώς του συνέβη, επειδή ο λαός τον ποδοπάτησε μέχρι θανάτου στην πύλη.
8 Ο Ελισαιέ είπε στη γυναίκα της οποίας τον γιο είχε επαναφέρει στη ζωή:+ «Σήκω και φύγε, εσύ και το σπιτικό σου, και μετανάστευσε όπου μπορείς, διότι ο Ιεχωβά έχει αναγγείλει ότι θα πέσει στον τόπο πείνα+ επί εφτά χρόνια». 2 Σηκώθηκε λοιπόν η γυναίκα και έκανε ό,τι της είπε ο άνθρωπος του αληθινού Θεού. Εγκαταστάθηκε μαζί με το σπιτικό της στη γη των Φιλισταίων,+ όπου έμεινε εφτά χρόνια.
3 Αφού πέρασαν εφτά χρόνια, η γυναίκα επέστρεψε από τη γη των Φιλισταίων και πήγε στον βασιλιά για να διεκδικήσει το σπίτι της και τον αγρό της. 4 Εκείνη την ώρα, ο βασιλιάς έλεγε στον Γιεζί, τον υπηρέτη του ανθρώπου του αληθινού Θεού: «Αφηγήσου μου, σε παρακαλώ, όλα τα μεγάλα πράγματα που έχει κάνει ο Ελισαιέ».+ 5 Και καθώς αφηγούνταν στον βασιλιά πώς αυτός είχε επαναφέρει στη ζωή το νεκρό παιδί,+ η γυναίκα της οποίας τον γιο είχε επαναφέρει στη ζωή ήρθε στον βασιλιά για να διεκδικήσει το σπίτι της και τον αγρό της.+ Αμέσως ο Γιεζί είπε: «Κύριέ μου βασιλιά, αυτή είναι η γυναίκα και αυτός είναι ο γιος της, τον οποίο ο Ελισαιέ επανέφερε στη ζωή». 6 Τότε ο βασιλιάς ρώτησε τη γυναίκα και εκείνη του αφηγήθηκε το περιστατικό. Κατόπιν έθεσε στη διάθεσή της έναν αυλικό, λέγοντάς του: «Φρόντισε να της επιστραφούν όλα όσα της ανήκουν και να της δοθούν τα χρήματα που θα είχε κερδίσει από τις σοδειές της όλο το διάστημα που έλειπε».
7 Ο δε Ελισαιέ πήγε στη Δαμασκό+ όταν ο Βεν-αδάδ,+ ο βασιλιάς της Συρίας, ήταν άρρωστος. Ανέφεραν λοιπόν στον βασιλιά: «Έχει έρθει ο άνθρωπος του αληθινού Θεού».+ 8 Τότε ο βασιλιάς είπε στον Αζαήλ:+ «Πάρε ένα δώρο μαζί σου και πήγαινε να συναντήσεις τον άνθρωπο του αληθινού Θεού.+ Ρώτησε τον Ιεχωβά μέσω αυτού: “Θα αναρρώσω από αυτή την αρρώστια;”» 9 Ο Αζαήλ πήγε να τον συναντήσει και πήρε ως δώρο μαζί του κάθε είδους αγαθά της Δαμασκού, για τη μεταφορά των οποίων χρειάστηκαν 40 καμήλες. Πήγε και στάθηκε μπροστά του και είπε: «Ο γιος σου, ο Βεν-αδάδ ο βασιλιάς της Συρίας, με έστειλε σε εσένα, ρωτώντας: “Θα αναρρώσω από αυτή την αρρώστια;”» 10 Ο Ελισαιέ τού απάντησε: «Πήγαινε και πες του: “Ασφαλώς θα αναρρώσεις”, αλλά ο Ιεχωβά μού έδειξε ότι αυτός σίγουρα θα πεθάνει».+ 11 Και συνέχισε να τον κοιτάζει ώσπου εκείνος ένιωσε άβολα. Κατόπιν ο άνθρωπος του αληθινού Θεού ξέσπασε σε κλάματα. 12 Τότε ο Αζαήλ ρώτησε: «Γιατί κλαίει ο κύριός μου;» Αυτός απάντησε: «Επειδή ξέρω τι κακό θα κάνεις στον λαό του Ισραήλ.+ Τα οχυρώματά τους θα τα πυρπολήσεις, τους επίλεκτους άντρες τους θα τους σκοτώσεις με σπαθί, τα παιδιά τους θα τα κάνεις κομμάτια και τις έγκυες γυναίκες τους θα τις σκίσεις».+ 13 Ο Αζαήλ είπε: «Πώς θα μπορούσε ο υπηρέτης σου, που δεν είναι παρά ένας σκύλος, να κάνει κάτι τέτοιο;» Ο Ελισαιέ όμως αποκρίθηκε: «Ο Ιεχωβά μού έδειξε ότι εσύ θα γίνεις βασιλιάς της Συρίας».+
14 Έπειτα ο Αζαήλ έφυγε από τον Ελισαιέ και επέστρεψε στον κύριό του, ο οποίος τον ρώτησε: «Τι σου είπε ο Ελισαιέ;» Εκείνος απάντησε: «Μου είπε ότι θα αναρρώσεις οπωσδήποτε».+ 15 Αλλά την επόμενη ημέρα, ο Αζαήλ πήρε ένα κλινοσκέπασμα, το βούτηξε σε νερό και το κράτησε* πάνω στο πρόσωπό του μέχρι που εκείνος πέθανε.+ Και στη θέση του έγινε βασιλιάς ο Αζαήλ.+
16 Το πέμπτο έτος του Ιωράμ,+ του γιου του Αχαάβ, βασιλιά του Ισραήλ, ενόσω ο Ιωσαφάτ ήταν βασιλιάς του Ιούδα, έγινε βασιλιάς ο Ιωράμ,+ ο γιος του βασιλιά Ιωσαφάτ του Ιούδα. 17 Ήταν 32 χρονών όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ οχτώ χρόνια. 18 Βάδισε στα χνάρια των βασιλιάδων του Ισραήλ,+ όπως είχαν βαδίσει οι βασιλιάδες του οίκου του Αχαάβ,+ διότι η κόρη του Αχαάβ είχε γίνει σύζυγός του·+ και έκανε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά.+ 19 Αλλά ο Ιεχωβά δεν θέλησε να καταστρέψει τον Ιούδα για χάρη του Δαβίδ του υπηρέτη του,+ εφόσον του είχε υποσχεθεί να δώσει λυχνάρι* σε αυτόν+ και στους γιους του για πάντα.
20 Στις ημέρες του, ο Εδώμ στασίασε εναντίον του Ιούδα+ και εγκατέστησε δικό του βασιλιά.+ 21 Γι’ αυτό, ο Ιωράμ πέρασε στο Σαΐρ μαζί με όλα τα άρματά του, και σηκώθηκε τη νύχτα και κατατρόπωσε τους Εδωμίτες που είχαν περικυκλώσει τον ίδιο και τους διοικητές των αρμάτων· και οι στρατιώτες κατέφυγαν στις σκηνές τους. 22 Αλλά ο Εδώμ συνεχίζει τον στασιασμό του εναντίον του Ιούδα μέχρι αυτή την ημέρα. Τον ίδιο καιρό στασίασε και η Λιβνά.+
23 Όσο για την υπόλοιπη ιστορία του Ιωράμ, όλα τα έργα του, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο των χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα; 24 Έπειτα ο Ιωράμ πλάγιασε με τους προπάτορές του και θάφτηκε με αυτούς στην Πόλη του Δαβίδ.+ Και στη θέση του έγινε βασιλιάς ο γιος του ο Οχοζίας.+
25 Το δωδέκατο έτος του Ιωράμ, του γιου του Αχαάβ, βασιλιά του Ισραήλ, έγινε βασιλιάς ο Οχοζίας, ο γιος του βασιλιά Ιωράμ του Ιούδα.+ 26 Ο Οχοζίας ήταν 22 χρονών όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε έναν χρόνο στην Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του λεγόταν Γοθολία+ και ήταν εγγονή* του βασιλιά Αμρί+ του Ισραήλ. 27 Αυτός βάδισε στα χνάρια του οίκου του Αχαάβ+ και έκανε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά, όπως ο οίκος του Αχαάβ, γιατί ήταν συγγενής του οίκου του Αχαάβ μέσω γάμου.+ 28 Πήγε λοιπόν μαζί με τον Ιωράμ, τον γιο του Αχαάβ, να πολεμήσει εναντίον του βασιλιά Αζαήλ της Συρίας στη Ραμώθ-γαλαάδ,+ αλλά οι Σύριοι τραυμάτισαν τον Ιωράμ.+ 29 Ο βασιλιάς Ιωράμ επέστρεψε στην Ιεζραέλ+ για να γιατρευτεί από τα τραύματα που του είχαν προξενήσει οι Σύριοι στη Ραμά, όταν πολεμούσε εναντίον του βασιλιά Αζαήλ της Συρίας.+ Ο δε Οχοζίας, ο γιος του Ιωράμ, ο βασιλιάς του Ιούδα, κατέβηκε στην Ιεζραέλ για να δει τον Ιωράμ, τον γιο του Αχαάβ, επειδή ήταν τραυματισμένος.*
9 Τότε ο Ελισαιέ ο προφήτης φώναξε έναν από τους γιους των προφητών και του είπε: «Τύλιξε τα ρούχα σου γύρω από τη μέση σου, πάρε γρήγορα αυτή τη φιάλη με το λάδι και πήγαινε στη Ραμώθ-γαλαάδ.+ 2 Όταν φτάσεις εκεί, ψάξε να βρεις τον Ιηού,+ τον γιο του Ιωσαφάτ, γιου του Νιμσί· πήγαινε εκεί που βρίσκεται και ζήτησέ του να σηκωθεί ανάμεσα από τους αδελφούς του και να σε ακολουθήσει στο εσώτατο δωμάτιο. 3 Μετά πάρε τη φιάλη με το λάδι, χύσε το πάνω στο κεφάλι του και πες: “Αυτό λέει ο Ιεχωβά: «Σε χρίω βασιλιά του Ισραήλ»”.+ Έπειτα άνοιξε την πόρτα και φύγε αμέσως».
4 Έτσι λοιπόν, ο υπηρέτης του προφήτη ξεκίνησε για τη Ραμώθ-γαλαάδ. 5 Όταν έφτασε, οι αρχηγοί του στρατεύματος κάθονταν εκεί. Τότε είπε: «Έχω ένα μήνυμα για εσένα, αρχηγέ». Ο Ιηού ρώτησε: «Για ποιον από εμάς;» Εκείνος απάντησε: «Για εσένα, αρχηγέ». 6 Σηκώθηκε λοιπόν ο Ιηού και μπήκε στο σπίτι· ο υπηρέτης έχυσε το λάδι πάνω στο κεφάλι του και του είπε: «Αυτό λέει ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ: “Σε χρίω βασιλιά του λαού του Ιεχωβά, του Ισραήλ.+ 7 Πρέπει να εξολοθρεύσεις τον οίκο του Αχαάβ του κυρίου σου, και εγώ θα πάρω εκδίκηση για το αίμα των υπηρετών μου των προφητών και όλων των υπηρετών του Ιεχωβά που πέθαναν από τα χέρια της Ιεζάβελ.+ 8 Όλος ο οίκος του Αχαάβ θα αφανιστεί· και εγώ θα εξαλείψω από τον Αχαάβ κάθε άντρα,* ακόμη και τους αβοήθητους και αδύναμους στον Ισραήλ.+ 9 Και θα κάνω τον οίκο του Αχαάβ σαν τον οίκο του Ιεροβοάμ,+ του γιου του Ναβάτ, και σαν τον οίκο του Βαασά,+ του γιου του Αχιά. 10 Όσο για την Ιεζάβελ, οι σκύλοι θα τη φάνε στο χωράφι της Ιεζραέλ+ και κανείς δεν θα τη θάψει”». Κατόπιν άνοιξε την πόρτα και έφυγε γρήγορα.+
11 Όταν ο Ιηού γύρισε στους υπηρέτες του κυρίου του, αυτοί τον ρώτησαν: «Όλα καλά; Γιατί ήρθε αυτός ο τρελός σε εσένα;» Εκείνος τους απάντησε: «Ξέρετε τώρα τι άνθρωπος είναι αυτός και πώς μιλάει». 12 Αλλά αυτοί αποκρίθηκαν: «Όχι, όχι! Πες μας την αλήθεια». Εκείνος συνέχισε: «Αυτό μου είπε και μετά πρόσθεσε: “Αυτό λέει ο Ιεχωβά: «Σε χρίω βασιλιά του Ισραήλ»”».+ 13 Πήρε τότε γρήγορα ο καθένας το ρούχο του και το έστρωσε μπροστά του, πάνω στα γυμνά σκαλοπάτια,+ και σάλπιζαν με το κέρας και έλεγαν: «Ο Ιηού έγινε βασιλιάς!»+ 14 Τότε ο Ιηού,+ ο γιος του Ιωσαφάτ, γιου του Νιμσί, συνωμότησε εναντίον του Ιωράμ.
Ο Ιωράμ βρισκόταν σε επιφυλακή στη Ραμώθ-γαλαάδ,+ ο ίδιος μαζί με όλο τον Ισραήλ, εξαιτίας του βασιλιά Αζαήλ+ της Συρίας. 15 Αργότερα επέστρεψε στην Ιεζραέλ+ για να αναρρώσει από τα τραύματα που του είχαν προξενήσει οι Σύριοι όταν πολεμούσε τον βασιλιά Αζαήλ της Συρίας.+
Τότε ο Ιηού είπε: «Αν συμφωνείτε,* μην αφήσετε κανέναν να διαφύγει από την πόλη, για να μην πάει και δώσει αναφορά στην Ιεζραέλ». 16 Έπειτα ο Ιηού ανέβηκε στο άρμα του και πήγε στην Ιεζραέλ, διότι ο Ιωράμ βρισκόταν εκεί τραυματισμένος, ο δε βασιλιάς Οχοζίας του Ιούδα είχε κατεβεί να τον δει. 17 Καθώς ο φρουρός στεκόταν στον πύργο της Ιεζραέλ, είδε το πλήθος των αντρών του Ιηού να πλησιάζει. Αμέσως είπε: «Βλέπω ένα πλήθος αντρών». Ο Ιωράμ είπε: «Πάρε έναν ιππέα και στείλε τον να τους συναντήσει και να ρωτήσει: “Έρχεστε ειρηνικά;”» 18 Έτσι λοιπόν, ένας καβαλάρης πήγε να τον συναντήσει και είπε: «Αυτό λέει ο βασιλιάς: “Έρχεστε ειρηνικά;”» Ο Ιηού όμως απάντησε: «Τι σε ενδιαφέρει εσένα αν ερχόμαστε ειρηνικά; Ακολούθησέ με!»
Έπειτα ο φρουρός ανέφερε: «Ο αγγελιοφόρος έφτασε σε αυτούς, αλλά δεν επέστρεψε». 19 Έστειλε λοιπόν δεύτερο καβαλάρη, ο οποίος όταν έφτασε σε αυτούς είπε: «Αυτό λέει ο βασιλιάς: “Έρχεστε ειρηνικά;”» Ο Ιηού όμως απάντησε: «Τι σε ενδιαφέρει εσένα αν ερχόμαστε ειρηνικά; Ακολούθησέ με!»
20 Έπειτα ο φρουρός ανέφερε: «Έφτασε σε αυτούς, αλλά δεν επέστρεψε· και ο αρχηγός τους οδηγεί σαν τον Ιηού, τον εγγονό* του Νιμσί, γιατί οδηγεί ξέφρενα». 21 Τότε ο Ιωράμ είπε: «Ζέψτε το άρμα!» Και έζεψαν το πολεμικό άρμα του, και βγήκε ο βασιλιάς Ιωράμ του Ισραήλ και ο βασιλιάς Οχοζίας+ του Ιούδα, ο καθένας στο πολεμικό άρμα του, για να συναντήσουν τον Ιηού. Τον πρόλαβαν στο χωράφι του Ναβουθέ+ του Ιεζραελίτη.
22 Μόλις ο Ιωράμ είδε τον Ιηού, ρώτησε: «Έρχεσαι ειρηνικά, Ιηού;» Εκείνος όμως απάντησε: «Πώς μπορεί να υπάρξει ειρήνη ενόσω συνεχίζονται η πορνεία της Ιεζάβελ+ της μητέρας σου και οι πολλές μαγγανείες της;»+ 23 Αμέσως ο Ιωράμ γύρισε το άρμα του για να τραπεί σε φυγή και είπε στον Οχοζία: «Μας έστησαν παγίδα, Οχοζία!» 24 Ο Ιηού πήρε το τόξο του και χτύπησε τον Ιωράμ ανάμεσα στους ώμους, και το βέλος βγήκε διαπερνώντας την καρδιά του, και αυτός σωριάστηκε μέσα στο πολεμικό άρμα του. 25 Τότε ο Ιηού είπε στον Βιδκάρ τον υπασπιστή του: «Σήκωσέ τον και πέταξέ τον στο χωράφι του Ναβουθέ του Ιεζραελίτη.+ Θυμήσου ότι εγώ και εσύ ακολουθούσαμε έφιπποι* τον Αχαάβ τον πατέρα του όταν ο Ιεχωβά εξήγγειλε εναντίον του:+ 26 “«Όσο βέβαιο είναι ότι είδα χθες το αίμα του Ναβουθέ+ και το αίμα των γιων του», λέει ο Ιεχωβά, «σε αυτό το χωράφι θα σου ανταποδώσω ό,τι έκανες»,+ λέει ο Ιεχωβά”. Σήκωσέ τον λοιπόν και πέταξέ τον στο χωράφι, σύμφωνα με τον λόγο του Ιεχωβά».+
27 Όταν ο βασιλιάς Οχοζίας+ του Ιούδα είδε τι συνέβαινε, τράπηκε σε φυγή από τον δρόμο του οικήματος του κήπου. (Αργότερα ο Ιηού τον καταδίωξε και είπε: «Σκοτώστε τον και αυτόν!» Και τον χτύπησαν ενώ ανέβαινε με το άρμα προς τη Γουρ, που είναι κοντά στην Ιβλεάμ.+ Αλλά συνέχισε τη φυγή του ως τη Μεγιδδώ και πέθανε εκεί. 28 Κατόπιν οι υπηρέτες του τον μετέφεραν με άρμα στην Ιερουσαλήμ και τον έθαψαν στον τάφο του μαζί με τους προπάτορές του, στην Πόλη του Δαβίδ.+ 29 Ο Οχοζίας είχε γίνει βασιλιάς του Ιούδα+ το ενδέκατο έτος του Ιωράμ, του γιου του Αχαάβ.)
30 Όταν ο Ιηού έφτασε στην Ιεζραέλ,+ η Ιεζάβελ+ το άκουσε. Έβαψε λοιπόν τα μάτια της με μαύρο χρώμα,* στόλισε το κεφάλι της και κοίταξε από το παράθυρο. 31 Καθώς ο Ιηού έμπαινε από την πύλη, εκείνη είπε: «Του βγήκε σε καλό του Ζιμβρί, του φονιά του κυρίου του;»+ 32 Τότε αυτός κοίταξε προς το παράθυρο και είπε: «Ποιος είναι μαζί μου; Ποιος;»+ Ευθύς δυο τρεις αυλικοί κοίταξαν προς αυτόν. 33 Και είπε: «Ρίξτε την κάτω!» Και την έριξαν κάτω, και το αίμα της πιτσίλισε τον τοίχο και τα άλογα, και αυτός την ποδοπάτησε με τα άλογα. 34 Μετά μπήκε μέσα και έφαγε και ήπιε. Κατόπιν είπε: «Φροντίστε, σας παρακαλώ, για αυτή την καταραμένη και θάψτε την. Στο κάτω κάτω είναι κόρη βασιλιά».+ 35 Αλλά όταν πήγαν να τη θάψουν, δεν βρήκαν τίποτα παρά μόνο το κρανίο της, τα πόδια της και τις παλάμες των χεριών της.+ 36 Όταν επέστρεψαν και του το ανέφεραν, αυτός είπε: «Έτσι εκπληρώνεται ο λόγος του Ιεχωβά+ τον οποίο είπε μέσω του υπηρέτη του, του Ηλία του Θεσβίτη: “Στο χωράφι της Ιεζραέλ, οι σκύλοι θα φάνε τις σάρκες της Ιεζάβελ.+ 37 Και το νεκρό σώμα της Ιεζάβελ θα γίνει κοπριά στην επιφάνεια του χωραφιού της Ιεζραέλ, ώστε να μην πουν: «Αυτή είναι η Ιεζάβελ»”».
10 Ο Αχαάβ+ είχε 70 γιους στη Σαμάρεια. Έτσι λοιπόν, ο Ιηού έγραψε επιστολές και τις έστειλε στη Σαμάρεια προς τους άρχοντες της Ιεζραέλ, τους πρεσβυτέρους+ και τους παιδοκόμους του Αχαάβ, λέγοντας: 2 «Οι γιοι του κυρίου σας είναι μαζί σας, και έχετε στη διάθεσή σας πολεμικά άρματα, άλογα, μια οχυρωμένη πόλη και όπλα. Όταν λοιπόν φτάσει σε εσάς αυτή η επιστολή, 3 διαλέξτε τον καλύτερο και πιο κατάλληλο* από τους γιους του κυρίου σας και βάλτε τον στον θρόνο του πατέρα του. Κατόπιν πολεμήστε για τον οίκο του κυρίου σας».
4 Εκείνοι όμως παρέλυσαν από φόβο και είπαν: «Αν δεν μπόρεσαν να του αντισταθούν δύο βασιλιάδες,+ πώς θα του αντισταθούμε εμείς;» 5 Γι’ αυτό, ο επιστάτης του ανακτόρου,* ο κυβερνήτης της πόλης, οι πρεσβύτεροι και οι παιδοκόμοι έστειλαν στον Ιηού το εξής μήνυμα: «Εμείς είμαστε υπηρέτες σου, και θα κάνουμε ό,τι μας πεις. Δεν θα ανακηρύξουμε κανέναν βασιλιά. Κάνε ό,τι φαίνεται καλό στα μάτια σου».
6 Τότε τους έγραψε δεύτερη επιστολή, λέγοντας: «Αν ανήκετε σε εμένα και είστε πρόθυμοι να με υπακούσετε, φέρτε τα κεφάλια των γιων του κυρίου σας και ελάτε σε εμένα αύριο τέτοια ώρα στην Ιεζραέλ».
Και οι 70 γιοι του βασιλιά ήταν μαζί με τους διακεκριμένους άντρες της πόλης οι οποίοι τους ανέτρεφαν. 7 Μόλις έφτασε σε αυτούς η επιστολή, πήραν τους γιους του βασιλιά και τους έσφαξαν, 70 άντρες,+ και έβαλαν τα κεφάλια τους σε καλάθια και του τα έστειλαν στην Ιεζραέλ. 8 Ο αγγελιοφόρος μπήκε και του είπε: «Έφεραν τα κεφάλια των γιων του βασιλιά». Τότε εκείνος είπε: «Βάλτε τα σε δύο σωρούς στην είσοδο της πύλης της πόλης και αφήστε τα εκεί μέχρι το πρωί». 9 Όταν βγήκε έξω το πρωί, στάθηκε μπροστά σε όλο τον λαό και είπε: «Εσείς είστε αθώοι.* Εγώ όντως συνωμότησα εναντίον του κυρίου μου και τον σκότωσα,+ αλλά όλους αυτούς ποιος τους θανάτωσε; 10 Μάθετε λοιπόν ότι δεν θα μείνει ανεκπλήρωτος* ούτε ένας λόγος του Ιεχωβά τον οποίο είπε ο Ιεχωβά εναντίον του οίκου του Αχαάβ.+ Ο Ιεχωβά εκτέλεσε αυτό που είπε μέσω του υπηρέτη του, του Ηλία».+ 11 Επιπλέον, ο Ιηού θανάτωσε όλους όσους είχαν απομείνει από τον οίκο του Αχαάβ στην Ιεζραέλ, καθώς επίσης όλους τους διακεκριμένους άντρες του, τους γνωστούς του και τους ιερείς του,+ μέχρι που δεν άφησε να επιζήσει κανένας δικός του.+
12 Κατόπιν σηκώθηκε και ξεκίνησε για τη Σαμάρεια. Στον δρόμο βρισκόταν το οίκημα όπου έδεναν τα πρόβατα* οι βοσκοί. 13 Εκεί ο Ιηού συνάντησε τους αδελφούς του βασιλιά Οχοζία+ του Ιούδα και τους ρώτησε: «Ποιοι είστε εσείς;» Εκείνοι απάντησαν: «Είμαστε οι αδελφοί του Οχοζία, και κατεβαίνουμε να ρωτήσουμε αν είναι καλά οι γιοι του βασιλιά και οι γιοι της βασιλομήτορος».* 14 Αμέσως αυτός είπε: «Πιάστε τους ζωντανούς!» Και τους έπιασαν ζωντανούς και τους έσφαξαν στη στέρνα του οικήματος όπου έδεναν τα πρόβατα, 42 άντρες. Δεν άφησε κανέναν ζωντανό.+
15 Καθώς έφευγε από εκεί, αντάμωσε τον Ιωναδάβ,+ τον γιο του Ρηχάβ,+ που ερχόταν να τον συναντήσει. Όταν τον χαιρέτησε,* τον ρώτησε: «Είναι η καρδιά σου πλήρως μαζί μου,* όπως είναι η καρδιά μου με την καρδιά σου;»
Ο Ιωναδάβ απάντησε: «Είναι».
«Τότε δώσε μου το χέρι σου».
Του έδωσε λοιπόν το χέρι του, και ο Ιηού τον ανέβασε στο άρμα του. 16 Έπειτα του είπε: «Έλα μαζί μου και δες ότι δεν ανέχομαι κανέναν ανταγωνισμό απέναντι στον* Ιεχωβά».+ Και τον πήρε μαζί του στο πολεμικό άρμα του. 17 Έπειτα έφτασε στη Σαμάρεια και άρχισε να θανατώνει όλους όσους είχαν απομείνει εκεί από τον οίκο του Αχαάβ ώσπου τους αφάνισε,+ σύμφωνα με ό,τι είχε πει ο Ιεχωβά στον Ηλία.+
18 Επίσης, ο Ιηού συγκέντρωσε όλο τον λαό και τους είπε: «Ο Αχαάβ λάτρεψε τον Βάαλ λίγο,+ αλλά ο Ιηού θα τον λατρέψει πολύ περισσότερο. 19 Γι’ αυτό λοιπόν, καλέστε να έρθουν σε εμένα όλοι οι προφήτες του Βάαλ,+ όλοι οι λάτρεις του και όλοι οι ιερείς του.+ Να μην απουσιάσει ούτε ένας, επειδή ετοιμάζω μεγάλη θυσία για τον Βάαλ. Όποιος απουσιάσει δεν θα ζήσει». Αλλά ο Ιηού ενήργησε με πανουργία, σκοπεύοντας να εξολοθρεύσει τους λάτρεις του Βάαλ.
20 Στη συνέχεια ο Ιηού είπε: «Κηρύξτε* επίσημη σύναξη για τον Βάαλ». Έτσι και έκαναν. 21 Κατόπιν ο Ιηού έστειλε μήνυμα σε όλο τον Ισραήλ, και ήρθαν όλοι οι λάτρεις του Βάαλ. Δεν έμεινε ούτε ένας που να μην έρθει. Μπήκαν στον οίκο* του Βάαλ,+ και ο οίκος του Βάαλ γέμισε από άκρη σε άκρη. 22 Τότε είπε στον υπεύθυνο της ιματιοθήκης: «Φέρε ρούχα για όλους τους λάτρεις του Βάαλ». Και εκείνος έφερε φορεσιές για αυτούς. 23 Κατόπιν ο Ιηού μπήκε μαζί με τον Ιωναδάβ,+ τον γιο του Ρηχάβ, στον οίκο του Βάαλ. Και είπε στους λάτρεις του Βάαλ: «Ψάξτε προσεκτικά και φροντίστε να μην υπάρχουν εδώ λάτρεις του Ιεχωβά, μόνο λάτρεις του Βάαλ». 24 Τελικά μπήκαν να προσφέρουν θυσίες και ολοκαυτώματα. Ο δε Ιηού είχε τοποθετήσει έξω 80 άντρες του και τους είχε πει: «Αν ξεφύγει κάποιος από αυτούς που παραδίδω στα χέρια σας, θα δοθεί η δική σας ζωή αντί για τη δική του».*
25 Μόλις ο Ιηού τελείωσε την προσφορά του ολοκαυτώματος, είπε στους φρουρούς* και στους υπασπιστές: «Μπείτε μέσα και σκοτώστε τους! Μην ξεφύγει ούτε ένας!»+ Οι φρουροί και οι υπασπιστές λοιπόν τους σκότωναν με το σπαθί και τους πετούσαν έξω, και προχώρησαν μέχρι το εσωτερικό αγιαστήριο* του οίκου του Βάαλ. 26 Κατόπιν έβγαλαν έξω τις ιερές στήλες+ του οίκου του Βάαλ και τις έκαψαν μία μία.+ 27 Γκρέμισαν την ιερή στήλη+ του Βάαλ, καθώς και τον οίκο του Βάαλ,+ τον οποίο μετέτρεψαν σε αποχωρητήριο, όπως παραμένει μέχρι σήμερα.
28 Με αυτόν τον τρόπο ο Ιηού αφάνισε τον Βάαλ από τον Ισραήλ. 29 Ωστόσο, ο Ιηού δεν απομακρύνθηκε από τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ, του γιου του Ναβάτ, τις οποίες εκείνος είχε ωθήσει τον Ισραήλ να διαπράξει σε σχέση με τα χρυσά μοσχάρια στη Βαιθήλ και στη Δαν.+ 30 Ο Ιεχωβά λοιπόν είπε στον Ιηού: «Επειδή ενήργησες καλά και έκανες το σωστό στα μάτια μου πραγματοποιώντας όλα όσα είχα στην καρδιά μου να κάνω στον οίκο του Αχαάβ,+ οι γιοι σου θα καθίσουν στον θρόνο του Ισραήλ μέχρι την τέταρτη γενιά τους».+ 31 Αλλά ο Ιηού δεν φρόντισε να περπατάει με όλη του την καρδιά σύμφωνα με τον Νόμο του Ιεχωβά, του Θεού του Ισραήλ.+ Δεν απομακρύνθηκε από τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ τις οποίες εκείνος είχε ωθήσει τον Ισραήλ να διαπράξει.+
32 Εκείνες τις ημέρες ο Ιεχωβά άρχισε να αφαιρεί σταδιακά εδάφη από τον Ισραήλ. Ο Αζαήλ έκανε επιθέσεις σε όλη την περιοχή του Ισραήλ,+ 33 από τον Ιορδάνη και προς την ανατολή, σε όλη τη γη της Γαλαάδ—τη γη των Γαδιτών, των Ρουβηνιτών και των Μανασσιτών+—από την Αροήρ, που βρίσκεται στην κοιλάδα του* Αρνών, ως τη Γαλαάδ και τη Βασάν.+
34 Όσο για την υπόλοιπη ιστορία του Ιηού, όλα τα έργα του και όλη την κραταιότητά του, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο των χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ; 35 Έπειτα ο Ιηού πλάγιασε με τους προπάτορές του, και τον έθαψαν στη Σαμάρεια· και στη θέση του έγινε βασιλιάς ο γιος του ο Ιωάχαζ.+ 36 Η διάρκεια* της βασιλείας του Ιηού στον Ισραήλ από τη Σαμάρεια ήταν 28 χρόνια.
11 Όταν η Γοθολία,+ η μητέρα του Οχοζία, είδε ότι ο γιος της πέθανε,+ σηκώθηκε και θανάτωσε όλους τους βασιλικούς κληρονόμους.*+ 2 Ωστόσο, η Ιωσαβεέ, η κόρη του βασιλιά Ιωράμ, η αδελφή του Οχοζία, πήρε κρυφά τον Ιωάς,+ τον γιο του Οχοζία, ανάμεσα από τους γιους του βασιλιά που επρόκειτο να θανατωθούν και τον πήγε μαζί με την παραμάνα του σε ένα εσωτερικό υπνοδωμάτιο. Κατάφεραν να τον κρατήσουν κρυμμένο από τη Γοθολία, και έτσι δεν θανατώθηκε. 3 Παρέμεινε κρυμμένος μαζί με την παραμάνα του στον οίκο του Ιεχωβά έξι χρόνια, ενώ τη χώρα την κυβερνούσε η Γοθολία.
4 Τον έβδομο χρόνο, ο Ιωδαέ κάλεσε τους εκατόνταρχους της Καρικής Σωματοφυλακής και των φρουρών του ανακτόρου*+ να έρθουν να τον συναντήσουν στον οίκο του Ιεχωβά. Έκανε συμφωνία* μαζί τους και τους όρκισε μέσα στον οίκο του Ιεχωβά. Έπειτα τους έδειξε τον γιο του βασιλιά.+ 5 Τους έδωσε την εξής διαταγή: «Αυτό πρέπει να κάνετε: Ένα τρίτο από εσάς θα είστε σε υπηρεσία αυτό το Σάββατο και θα φυλάτε προσεκτικά τη βασιλική κατοικία,*+ 6 ένα τρίτο θα βρίσκεται στην Πύλη του Θεμελίου και ένα τρίτο θα βρίσκεται στην πύλη πίσω από τους φρουρούς του ανακτόρου. Θα φυλάτε τον οίκο* εκ περιτροπής. 7 Οι δύο υποδιαιρέσεις σας που κανονικά θα ήταν εκτός υπηρεσίας το Σάββατο πρέπει να φυλάνε προσεκτικά τον οίκο του Ιεχωβά για να προστατέψουν τον βασιλιά. 8 Πρέπει να σχηματίσετε κλοιό γύρω από τον βασιλιά, έχοντας ο καθένας τα όπλα του στο χέρι. Όποιος μπει μέσα στις γραμμές θα θανατωθεί. Να μένετε με τον βασιλιά οπουδήποτε πηγαίνει».*
9 Οι εκατόνταρχοι+ ενήργησαν ακριβώς όπως είχε διατάξει ο Ιωδαέ ο ιερέας. Έτσι λοιπόν, πήρε ο καθένας τους άντρες του που ήταν σε υπηρεσία το Σάββατο, καθώς και εκείνους που ήταν εκτός υπηρεσίας το Σάββατο, και πήγαν στον Ιωδαέ τον ιερέα.+ 10 Τότε ο ιερέας έδωσε στους εκατόνταρχους τα δόρατα και τις στρογγυλές ασπίδες του βασιλιά Δαβίδ που βρίσκονταν στον οίκο του Ιεχωβά. 11 Και οι φρουροί του ανακτόρου+ πήραν τις θέσεις τους, έχοντας ο καθένας τα όπλα του στο χέρι, από τη δεξιά πλευρά του οίκου μέχρι την αριστερή, κοντά στο θυσιαστήριο+ και κοντά στον οίκο, ολόγυρα στον βασιλιά. 12 Τότε ο Ιωδαέ έφερε έξω τον γιο του βασιλιά+ και έβαλε πάνω του το στέμμα* και τη Μαρτυρία,*+ και τον έκαναν βασιλιά και τον έχρισαν. Άρχισαν να χειροκροτούν και να λένε: «Ζήτω ο βασιλιάς!»+
13 Όταν η Γοθολία άκουσε τον θόρυβο του λαού που έτρεχε, πήγε αμέσως στον οίκο του Ιεχωβά όπου είχε συγκεντρωθεί ο λαός.+ 14 Τότε είδε τον βασιλιά να στέκεται κοντά στον στύλο, σύμφωνα με το έθιμο.+ Οι αρχηγοί και οι σαλπιγκτές+ ήταν μαζί με τον βασιλιά, και όλος ο λαός του τόπου χαιρόταν και σάλπιζε με τις σάλπιγγες. Αμέσως η Γοθολία έσκισε τα ρούχα της και φώναξε: «Συνωμοσία! Συνωμοσία!» 15 Ο Ιωδαέ ο ιερέας όμως διέταξε τους εκατόνταρχους,+ τους διορισμένους επικεφαλής του στρατεύματος: «Βγάλτε την μέσα από τις γραμμές των στρατιωτών και, αν την ακολουθήσει κανείς, θανατώστε τον με σπαθί!» Διότι ο ιερέας είχε πει: «Μην τη θανατώσετε μέσα στον οίκο του Ιεχωβά». 16 Την έπιασαν λοιπόν και, όταν την έφεραν στο μέρος από όπου τα άλογα μπαίνουν στη βασιλική κατοικία,*+ τη θανάτωσαν εκεί.
17 Κατόπιν ο Ιωδαέ έκανε διαθήκη ανάμεσα στον Ιεχωβά και στον βασιλιά και τον λαό+ ότι θα συνέχιζαν να είναι λαός του Ιεχωβά. Έκανε επίσης διαθήκη ανάμεσα στον βασιλιά και στον λαό.+ 18 Έπειτα όλος ο λαός του τόπου πήγε στον οίκο* του Βάαλ και γκρέμισε τα θυσιαστήριά του,+ έκανε θρύψαλα τις εικόνες του+ και σκότωσε τον Ματτάν, τον ιερέα του Βάαλ,+ μπροστά στα θυσιαστήρια.
Στη συνέχεια ο ιερέας διόρισε επιστάτες για τον οίκο του Ιεχωβά.+ 19 Επιπρόσθετα, πήρε τους εκατόνταρχους,+ την Καρική Σωματοφυλακή, τους φρουρούς του ανακτόρου+ και όλο τον λαό του τόπου για να συνοδεύσουν τον βασιλιά από τον οίκο του Ιεχωβά στη βασιλική κατοικία* μέσω της πύλης της ανακτορικής φρουράς. Έπειτα αυτός κάθισε στον θρόνο των βασιλιάδων.+ 20 Όλος λοιπόν ο λαός του τόπου χαιρόταν και η πόλη ήταν ήσυχη, γιατί είχαν θανατώσει τη Γοθολία με σπαθί στη βασιλική κατοικία.
21 Ο Ιωάς+ ήταν εφτά χρονών όταν έγινε βασιλιάς.+
12 Ο Ιωάς+ έγινε βασιλιάς το έβδομο έτος του Ιηού,+ και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ 40 χρόνια. Η μητέρα του λεγόταν Ζιβιάχ και ήταν από τη Βηρ-σαβεέ.+ 2 Ο Ιωάς έκανε το σωστό στα μάτια του Ιεχωβά όλες τις ημέρες κατά τις οποίες του έδινε κατεύθυνση ο Ιωδαέ ο ιερέας. 3 Αλλά τους υψηλούς τόπους+ δεν τους κατέστρεψε· ο λαός εξακολούθησε να θυσιάζει και να υψώνει καπνό θυσίας εκεί.
4 Ο Ιωάς είπε στους ιερείς: «Πάρτε όλα τα χρήματα τα οποία προσφέρονται στον οίκο του Ιεχωβά για τις άγιες προσφορές,+ τα χρήματα που έχουν οριστεί για τον καθέναν,+ το συγκεκριμένο ποσό που πρέπει να δίνει κάθε άτομο* και όλα τα χρήματα που η καρδιά του καθενός τον υποκινεί να προσφέρει στον οίκο του Ιεχωβά.+ 5 Οι ιερείς θα παίρνουν οι ίδιοι τα χρήματα από εκείνους που τα δίνουν* και θα τα χρησιμοποιούν για να επισκευάζουν τον οίκο, όπου υπάρχει κάποια ζημιά».*+
6 Το εικοστό τρίτο έτος του βασιλιά Ιωάς, οι ιερείς δεν είχαν επισκευάσει ακόμη τις ζημιές του οίκου.+ 7 Γι’ αυτό, ο βασιλιάς Ιωάς κάλεσε τον Ιωδαέ+ τον ιερέα και τους άλλους ιερείς και τους είπε: «Γιατί δεν επισκευάζετε τις ζημιές του οίκου; Τώρα λοιπόν, μην παίρνετε άλλα χρήματα από αυτούς που δίνουν παρά μόνο αν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για τις επισκευές του οίκου».+ 8 Τότε οι ιερείς συμφώνησαν να μην παίρνουν άλλα χρήματα από τον λαό και να μην έχουν εκείνοι την ευθύνη για τις επισκευές του οίκου.
9 Κατόπιν ο Ιωδαέ ο ιερέας πήρε ένα κιβώτιο,+ άνοιξε μια τρύπα στο καπάκι του και το τοποθέτησε δίπλα στο θυσιαστήριο, στα δεξιά καθώς μπαίνει κανείς στον οίκο του Ιεχωβά. Εκεί έβαζαν οι ιερείς που υπηρετούσαν ως θυρωροί όλα τα χρήματα τα οποία προσφέρονταν στον οίκο του Ιεχωβά.+ 10 Όποτε έβλεπαν ότι υπήρχαν πολλά χρήματα στο κιβώτιο, ο γραμματέας του βασιλιά και ο αρχιερέας ανέβαιναν και μάζευαν* τα χρήματα που είχαν προσφερθεί στον οίκο του Ιεχωβά και τα μετρούσαν.+ 11 Τα χρήματα που είχαν μετρήσει τα έδιναν σε αυτούς που ήταν διορισμένοι να επιβλέπουν τις εργασίες στον οίκο του Ιεχωβά. Αυτοί με τη σειρά τους πλήρωναν τους ξυλουργούς, τους οικοδόμους που εργάζονταν στον οίκο του Ιεχωβά,+ 12 τους χτίστες και τους λιθοτόμους. Αγόραζαν επίσης ξύλα και πελεκημένες πέτρες, ώστε να επισκευαστούν οι ζημιές του οίκου του Ιεχωβά, και χρησιμοποιούσαν τα χρήματα για όλες τις άλλες δαπάνες επισκευής του οίκου.
13 Ωστόσο, με τα χρήματα που προσφέρονταν στον οίκο του Ιεχωβά δεν φτιάχτηκαν ασημένιες λεκάνες, λυχνοψάλιδα, κούπες, σάλπιγγες+ ούτε κανενός είδους χρυσό ή ασημένιο αντικείμενο για τον οίκο του Ιεχωβά.+ 14 Τα έδιναν μόνο σε αυτούς που έκαναν τις εργασίες, και με αυτά επισκεύαζαν τον οίκο του Ιεχωβά. 15 Δεν ζητούσαν λογαριασμό από τους άντρες στους οποίους έδιναν τα χρήματα για να πληρώνουν τους εργάτες, επειδή ήταν αξιόπιστοι.+ 16 Αλλά τα χρήματα για τις προσφορές για ενοχή+ και τα χρήματα για τις προσφορές για αμαρτία δεν τα έφερναν στον οίκο του Ιεχωβά· αυτά ανήκαν στους ιερείς.+
17 Τότε ήταν που ο Αζαήλ,+ ο βασιλιάς της Συρίας, ανέβηκε να πολεμήσει εναντίον της Γαθ+ και την κατέλαβε. Έπειτα αποφάσισε να επιτεθεί στην* Ιερουσαλήμ.+ 18 Τότε ο βασιλιάς Ιωάς του Ιούδα πήρε όλες τις άγιες προσφορές που είχαν καθαγιάσει οι προπάτορές του, συγκεκριμένα ο Ιωσαφάτ, ο Ιωράμ και ο Οχοζίας, οι βασιλιάδες του Ιούδα, καθώς και τις δικές του άγιες προσφορές και όλο το χρυσάφι που βρισκόταν στα θησαυροφυλάκια του οίκου του Ιεχωβά και της κατοικίας* του βασιλιά και τα έστειλε στον Αζαήλ, τον βασιλιά της Συρίας.+ Έτσι λοιπόν, εκείνος αποσύρθηκε από την Ιερουσαλήμ.
19 Όσο για την υπόλοιπη ιστορία του Ιωάς, όλα τα έργα του, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο των χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα; 20 Ωστόσο, οι υπηρέτες του Ιωάς οργάνωσαν συνωμοσία εναντίον του+ και τον σκότωσαν στο οίκημα του Υψώματος,*+ στον δρόμο που κατεβαίνει στη Σιλλά. 21 Οι υπηρέτες που του επιτέθηκαν και τον θανάτωσαν ήταν ο Ιωζαχάρ, ο γιος της Σιμεάθ, και ο Ιεχωζαβάδ, ο γιος του Σωμήρ.+ Τον έθαψαν με τους προπάτορές του στην Πόλη του Δαβίδ, και στη θέση του έγινε βασιλιάς ο γιος του ο Αμαζίας.+
13 Το εικοστό τρίτο έτος του Ιωάς,+ του γιου του Οχοζία,+ βασιλιά του Ιούδα, έγινε βασιλιάς του Ισραήλ στη Σαμάρεια ο Ιωάχαζ, ο γιος του Ιηού,+ και βασίλεψε 17 χρόνια. 2 Έκανε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά και ενέμεινε στην αμαρτία του Ιεροβοάμ, του γιου του Ναβάτ, την οποία εκείνος είχε ωθήσει τον Ισραήλ να διαπράξει.+ Δεν απομακρύνθηκε από αυτήν. 3 Ως αποτέλεσμα, ο θυμός του Ιεχωβά+ άναψε εναντίον του Ισραήλ,+ και εκείνος τους έδωσε στο χέρι του βασιλιά Αζαήλ+ της Συρίας και στο χέρι του Βεν-αδάδ,+ του γιου του Αζαήλ, όλες τις ημέρες τους.
4 Αργότερα ο Ιωάχαζ ικέτευσε για την εύνοια* του Ιεχωβά, και ο Ιεχωβά τον άκουσε, διότι είχε δει ότι ο βασιλιάς της Συρίας καταδυνάστευε τον Ισραήλ.+ 5 Ο Ιεχωβά λοιπόν προμήθευσε στον Ισραήλ έναν σωτήρα+ για να τους ελευθερώσει από τη λαβή της Συρίας, και έτσι οι Ισραηλίτες μπορούσαν να κατοικούν στα σπίτια τους όπως προηγουμένως.* 6 (Ωστόσο, δεν απομακρύνθηκαν από την αμαρτία του οίκου του Ιεροβοάμ, την οποία εκείνος είχε ωθήσει τον Ισραήλ να διαπράξει.+ Συνέχισαν να διαπράττουν αυτή την αμαρτία,* και ο ιερός στύλος*+ παρέμεινε στημένος στη Σαμάρεια.) 7 Το στράτευμα που είχε απομείνει στον Ιωάχαζ αποτελούνταν μόνο από 50 ιππείς, 10 άρματα και 10.000 πεζούς στρατιώτες, επειδή ο βασιλιάς της Συρίας τούς είχε εξολοθρεύσει+ ποδοπατώντας τους σαν το χώμα κατά το αλώνισμα.+
8 Όσο για την υπόλοιπη ιστορία του Ιωάχαζ, όλα τα έργα του και την κραταιότητά του, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο των χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ; 9 Έπειτα ο Ιωάχαζ πλάγιασε με τους προπάτορές του, και τον έθαψαν στη Σαμάρεια·+ και στη θέση του έγινε βασιλιάς ο γιος του ο Ιωάς.
10 Το τριακοστό έβδομο έτος του βασιλιά Ιωάς του Ιούδα, έγινε βασιλιάς του Ισραήλ στη Σαμάρεια ο Ιωάς,+ ο γιος του Ιωάχαζ, και βασίλεψε 16 χρόνια. 11 Έκανε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά και δεν απομακρύνθηκε από καμιά από τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ, του γιου του Ναβάτ, τις οποίες εκείνος είχε ωθήσει τον Ισραήλ να διαπράξει.+ Συνέχισε να διαπράττει* αυτές τις αμαρτίες.
12 Όσο για την υπόλοιπη ιστορία του Ιωάς, όλα τα έργα του και την κραταιότητά του και το πώς πολέμησε εναντίον του βασιλιά Αμαζία του Ιούδα,+ δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο των χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ; 13 Έπειτα ο Ιωάς πλάγιασε με τους προπάτορές του, και στον θρόνο του κάθισε ο Ιεροβοάμ.*+ Ο δε Ιωάς θάφτηκε στη Σαμάρεια με τους βασιλιάδες του Ισραήλ.+
14 Όταν ο Ελισαιέ+ προσβλήθηκε από την αρρώστια από την οποία τελικά πέθανε, κατέβηκε σε αυτόν ο Ιωάς, ο βασιλιάς του Ισραήλ, και έκλαιγε από πάνω του, λέγοντας: «Πατέρα μου, πατέρα μου! Το άρμα του Ισραήλ και οι ιππείς του!»+ 15 Τότε ο Ελισαιέ τού είπε: «Πάρε τόξο και βέλη». Και εκείνος πήρε τόξο και βέλη. 16 Στη συνέχεια είπε στον βασιλιά του Ισραήλ: «Βάλε το χέρι σου στο τόξο». Αφού έβαλε το χέρι του σε αυτό, ο Ελισαιέ έθεσε τα χέρια του πάνω στα χέρια του βασιλιά. 17 Κατόπιν είπε: «Άνοιξε το παράθυρο που βλέπει προς την ανατολή». Και το άνοιξε. Ο Ελισαιέ πρόσταξε: «Τόξευσε!» Και τόξευσε. Εκείνος συνέχισε: «Το βέλος της νίκης* του Ιεχωβά, το βέλος της νίκης επί* της Συρίας! Θα χτυπήσεις* τη Συρία στην Αφέκ+ μέχρι να την αποτελειώσεις».
18 Έπειτα είπε: «Πάρε τα βέλη», και τα πήρε. Κατόπιν πρόσταξε τον βασιλιά του Ισραήλ: «Χτύπησε το έδαφος». Χτύπησε λοιπόν το έδαφος τρεις φορές και σταμάτησε. 19 Και ο άνθρωπος του αληθινού Θεού αγανάκτησε με αυτόν και είπε: «Έπρεπε να χτυπήσεις το έδαφος πέντε ή έξι φορές! Τότε θα χτυπούσες τη Συρία μέχρι να την αποτελειώσεις. Τώρα όμως θα τη χτυπήσεις μόνο τρεις φορές».+
20 Ύστερα ο Ελισαιέ πέθανε και τον έθαψαν. Στην αρχή κάθε χρόνου,* εισέβαλλαν στη χώρα ληστρικές ομάδες Μωαβιτών.+ 21 Την ώρα που κάποιοι έθαβαν έναν άνθρωπο, είδαν μια τέτοια ληστρική ομάδα. Έριξαν λοιπόν γρήγορα τον άνθρωπο μέσα στον τάφο του Ελισαιέ και το έβαλαν στα πόδια. Μόλις ο άνθρωπος ακούμπησε στα κόκαλα του Ελισαιέ, επανήλθε στη ζωή+ και στάθηκε όρθιος.
22 Ο δε βασιλιάς Αζαήλ+ της Συρίας καταδυνάστευε τον Ισραήλ+ όλες τις ημέρες του Ιωάχαζ. 23 Ωστόσο, ο Ιεχωβά εκδήλωνε εύνοια και έλεος προς αυτούς+ και τους έδειχνε το ενδιαφέρον του για χάρη της διαθήκης που είχε κάνει με τον Αβραάμ,+ τον Ισαάκ+ και τον Ιακώβ.+ Δεν θέλησε να τους καταστρέψει, και δεν τους έχει απορρίψει μέχρι σήμερα. 24 Όταν πέθανε ο βασιλιάς Αζαήλ της Συρίας, έγινε βασιλιάς στη θέση του ο γιος του ο Βεν-αδάδ. 25 Ο Ιωάς, ο γιος του Ιωάχαζ, πήρε από τον Βεν-αδάδ, τον γιο του Αζαήλ, τις πόλεις που είχε πάρει αυτός με πόλεμο από τον Ιωάχαζ τον πατέρα του. Τρεις φορές τον χτύπησε*+ ο Ιωάς, και ανέκτησε τις πόλεις του Ισραήλ.
14 Το δεύτερο έτος του Ιωάς,+ του γιου του Ιωάχαζ, βασιλιά του Ισραήλ, έγινε βασιλιάς ο Αμαζίας, ο γιος του βασιλιά Ιωάς του Ιούδα. 2 Ήταν 25 χρονών όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ 29 χρόνια. Η μητέρα του λεγόταν Ιωαδδίν και ήταν από την Ιερουσαλήμ.+ 3 Αυτός έκανε το σωστό στα μάτια του Ιεχωβά, αλλά όχι σαν τον Δαβίδ+ τον προπάτορά του. Ενήργησε όπως ακριβώς ο Ιωάς ο πατέρας του.+ 4 Αλλά δεν κατέστρεψε τους υψηλούς τόπους·+ ο λαός εξακολούθησε να θυσιάζει και να υψώνει καπνό θυσίας εκεί.+ 5 Μόλις απέκτησε τον απόλυτο έλεγχο της βασιλείας του, σκότωσε τους υπηρέτες του που είχαν σκοτώσει τον πατέρα του τον βασιλιά.+ 6 Τους γιους όμως των δολοφόνων δεν τους θανάτωσε, σύμφωνα με την εντολή του Ιεχωβά που είναι γραμμένη στο βιβλίο του Νόμου του Μωυσή: «Οι πατέρες δεν πρέπει να θανατώνονται για τους γιους τους, και οι γιοι δεν πρέπει να θανατώνονται για τους πατέρες τους· ο καθένας πρέπει να θανατώνεται για τη δική του αμαρτία».+ 7 Επίσης εξόντωσε τους Εδωμίτες+ στην Κοιλάδα του Αλατιού,+ 10.000 άντρες, και κατέλαβε σε αυτόν τον πόλεμο τη Σελά,+ η οποία μετονομάστηκε σε Ιοκθεήλ και έτσι ονομάζεται μέχρι σήμερα.
8 Τότε ο Αμαζίας έστειλε αγγελιοφόρους στον Ιωάς, τον γιο του Ιωάχαζ, γιου του Ιηού, τον βασιλιά του Ισραήλ, λέγοντας: «Έλα να αναμετρηθούμε στη μάχη».*+ 9 Ο βασιλιάς Ιωάς του Ισραήλ απάντησε στον βασιλιά Αμαζία του Ιούδα: «Η αγκαθιά στον Λίβανο έστειλε το εξής μήνυμα στον κέδρο στον Λίβανο: “Δώσε την κόρη σου στον γιο μου για σύζυγο”. Αλλά ένα θηρίο του Λιβάνου πέρασε και ποδοπάτησε την αγκαθιά. 10 Πράγματι, εξόντωσες τον Εδώμ,+ γι’ αυτό η καρδιά σου έγινε αλαζονική. Απόλαυσε τη δόξα σου, αλλά μείνε στην κατοικία σου.* Γιατί να προκαλέσεις καταστροφή και να πέσεις, παρασύροντας μαζί σου και τον Ιούδα;» 11 Ο Αμαζίας όμως δεν τον άκουσε.+
Γι’ αυτό, ο βασιλιάς Ιωάς του Ισραήλ ανέβηκε και αναμετρήθηκε με τον βασιλιά Αμαζία του Ιούδα σε μάχη στη Βαιθ-σεμές,+ η οποία ανήκει στον Ιούδα.+ 12 Ο Ιούδας νικήθηκε από τον Ισραήλ, και έτσι ο καθένας έφυγε για το σπίτι* του. 13 Ο βασιλιάς Ιωάς του Ισραήλ έπιασε στη Βαιθ-σεμές τον βασιλιά Αμαζία του Ιούδα, τον γιο του Ιωάς, γιου του Οχοζία. Έπειτα πήγαν στην Ιερουσαλήμ, και ο Ιωάς άνοιξε ρήγμα στο τείχος της Ιερουσαλήμ από την Πύλη του Εφραΐμ+ μέχρι τη Γωνιακή Πύλη,+ 400 πήχεις.* 14 Πήρε όλο το χρυσάφι και το ασήμι και όλα τα αντικείμενα που βρίσκονταν στον οίκο του Ιεχωβά και στα θησαυροφυλάκια της κατοικίας* του βασιλιά, καθώς και ομήρους. Ύστερα επέστρεψε στη Σαμάρεια.
15 Όσο για την υπόλοιπη ιστορία του Ιωάς, όσα έκανε και την κραταιότητά του και το πώς πολέμησε εναντίον του βασιλιά Αμαζία του Ιούδα, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο των χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ; 16 Έπειτα ο Ιωάς πλάγιασε με τους προπάτορές του και θάφτηκε στη Σαμάρεια+ με τους βασιλιάδες του Ισραήλ· και στη θέση του έγινε βασιλιάς ο γιος του ο Ιεροβοάμ.*+
17 Ο Αμαζίας,+ ο γιος του Ιωάς, ο βασιλιάς του Ιούδα, έζησε άλλα 15 χρόνια μετά τον θάνατο του Ιωάς,+ του γιου του Ιωάχαζ, βασιλιά του Ισραήλ.+ 18 Όσο για την υπόλοιπη ιστορία του Αμαζία, δεν είναι γραμμένη στο βιβλίο των χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα; 19 Αργότερα οργανώθηκε εναντίον του συνωμοσία+ στην Ιερουσαλήμ, και αυτός κατέφυγε στη Λαχείς· αλλά έστειλαν κάποιους που τον καταδίωξαν στη Λαχείς και τον θανάτωσαν εκεί. 20 Τον μετέφεραν λοιπόν πίσω με άλογα, και θάφτηκε στην Ιερουσαλήμ με τους προπάτορές του στην Πόλη του Δαβίδ.+ 21 Κατόπιν όλος ο λαός του Ιούδα πήρε τον Αζαρία,*+ που ήταν 16 χρονών,+ και τον έκανε βασιλιά στη θέση του πατέρα του τού Αμαζία.+ 22 Αυτός ανοικοδόμησε την Ελάθ+ και την επανέφερε στον Ιούδα, αφού ο βασιλιάς* είχε πλαγιάσει με τους προπάτορές του.+
23 Το δέκατο πέμπτο έτος του Αμαζία, του γιου του Ιωάς, βασιλιά του Ιούδα, έγινε βασιλιάς στη Σαμάρεια ο Ιεροβοάμ,+ ο γιος του βασιλιά Ιωάς του Ισραήλ, και βασίλεψε 41 χρόνια. 24 Αυτός έκανε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά. Δεν απομακρύνθηκε από καμιά από τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ, του γιου του Ναβάτ, τις οποίες εκείνος είχε ωθήσει τον Ισραήλ να διαπράξει.+ 25 Επανέφερε το όριο του Ισραήλ από τη Λεβώ-αιμάθ*+ μέχρι τη Θάλασσα της Αραβά,*+ σύμφωνα με ό,τι είχε πει ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ, μέσω του υπηρέτη του, του Ιωνά,+ του γιου του Αμαθαΐ, του προφήτη από τη Γαθ-χεφέρ.+ 26 Διότι ο Ιεχωβά είχε δει τις πίκρες και τα βάσανα του Ισραήλ.+ Δεν απέμενε κανείς για να βοηθήσει τον Ισραήλ, ούτε καν οι αβοήθητοι ή οι αδύναμοι. 27 Αλλά ο Ιεχωβά είχε υποσχεθεί να μην εξαλείψει το όνομα του Ισραήλ κάτω από τους ουρανούς.+ Γι’ αυτό, τους έσωσε με το χέρι του Ιεροβοάμ, του γιου του Ιωάς.+
28 Όσο για την υπόλοιπη ιστορία του Ιεροβοάμ, όλα τα έργα του και την κραταιότητά του, το πώς πολέμησε και το πώς επανέφερε τη Δαμασκό+ και την Αιμάθ+ για τον Ιούδα στον Ισραήλ, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο των χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ; 29 Έπειτα ο Ιεροβοάμ πλάγιασε με τους προπάτορές του, με τους βασιλιάδες του Ισραήλ· και στη θέση του έγινε βασιλιάς ο γιος του ο Ζαχαρίας.+
15 Το εικοστό έβδομο έτος του βασιλιά Ιεροβοάμ* του Ισραήλ, έγινε βασιλιάς ο Αζαρίας,*+ ο γιος του βασιλιά Αμαζία+ του Ιούδα. 2 Ήταν 16 χρονών όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ 52 χρόνια. Η μητέρα του λεγόταν Ιεχολία και ήταν από την Ιερουσαλήμ. 3 Αυτός έκανε το σωστό στα μάτια του Ιεχωβά, όπως ακριβώς είχε κάνει ο πατέρας του ο Αμαζίας.+ 4 Αλλά δεν κατέστρεψε τους υψηλούς τόπους·+ ο λαός εξακολούθησε να θυσιάζει και να υψώνει καπνό θυσίας εκεί.+ 5 Ο Ιεχωβά έπληξε τον βασιλιά με λέπρα, και αυτός παρέμεινε λεπρός+ ως την ημέρα του θανάτου του· και έμενε σε ξεχωριστή κατοικία,+ ενώ ο γιος του ο Ιωθάμ+ ήταν υπεύθυνος για τη βασιλική κατοικία* και έκρινε τον λαό του τόπου.+ 6 Όσο για την υπόλοιπη ιστορία του Αζαρία,+ όλα τα έργα του, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο των χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα; 7 Έπειτα ο Αζαρίας πλάγιασε με τους προπάτορές του,+ και τον έθαψαν με τους προπάτορές του στην Πόλη του Δαβίδ· και στη θέση του έγινε βασιλιάς ο γιος του ο Ιωθάμ.
8 Το τριακοστό όγδοο έτος του βασιλιά Αζαρία+ του Ιούδα, έγινε βασιλιάς του Ισραήλ στη Σαμάρεια ο Ζαχαρίας,+ ο γιος του Ιεροβοάμ, και βασίλεψε έξι μήνες. 9 Αυτός έκανε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά, όπως είχαν κάνει οι προπάτορές του. Δεν απομακρύνθηκε από τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ, του γιου του Ναβάτ, τις οποίες εκείνος είχε ωθήσει τον Ισραήλ να διαπράξει.+ 10 Τότε συνωμότησε εναντίον του ο Σαλλούμ, ο γιος του Ιαβείς, και τον δολοφόνησε+ στην Ιβλεάμ.+ Αφού τον θανάτωσε, έγινε αυτός βασιλιάς στη θέση του. 11 Όσο για την υπόλοιπη ιστορία του Ζαχαρία, είναι γραμμένη στο βιβλίο των χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ. 12 Έτσι εκπληρώθηκε αυτό που είχε πει ο Ιεχωβά στον Ιηού: «Οι γιοι σου θα καθίσουν στον θρόνο του Ισραήλ μέχρι την τέταρτη γενιά τους».+ Αυτό και έγινε.
13 Ο Σαλλούμ, ο γιος του Ιαβείς, έγινε βασιλιάς το τριακοστό ένατο έτος του βασιλιά Οζία+ του Ιούδα, και βασίλεψε στη Σαμάρεια έναν πλήρη μήνα. 14 Κατόπιν ο Μεναήμ, ο γιος του Γαδεί, ανέβηκε από τη Θερσά+ στη Σαμάρεια και δολοφόνησε εκεί τον Σαλλούμ,+ τον γιο του Ιαβείς. Αφού τον θανάτωσε, έγινε αυτός βασιλιάς στη θέση του. 15 Όσο για την υπόλοιπη ιστορία του Σαλλούμ και τη συνωμοσία την οποία οργάνωσε, αυτά είναι γραμμένα στο βιβλίο των χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ. 16 Τότε ο Μεναήμ ήρθε από τη Θερσά και εξάλειψε τη Θιψά και όλους όσους ήταν σε αυτήν και στην περιοχή της, επειδή δεν του άνοιξε τις πύλες της. Την εξάλειψε και έσκισε όλες τις έγκυες γυναίκες της.
17 Το τριακοστό ένατο έτος του βασιλιά Αζαρία του Ιούδα, έγινε βασιλιάς του Ισραήλ ο Μεναήμ, ο γιος του Γαδεί, και βασίλεψε στη Σαμάρεια 10 χρόνια. 18 Αυτός έκανε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά. Όλες τις ημέρες του δεν απομακρύνθηκε από καμιά από τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ, του γιου του Ναβάτ, τις οποίες εκείνος είχε ωθήσει τον Ισραήλ να διαπράξει.+ 19 Όταν ο βασιλιάς Πουλ+ της Ασσυρίας εισέβαλε στη χώρα, ο Μεναήμ τού έδωσε 1.000 τάλαντα* ασήμι ώστε εκείνος να τον βοηθήσει να ενισχύσει τη βασιλική του εξουσία.+ 20 Ο Μεναήμ λοιπόν συγκέντρωσε το ασήμι από τον Ισραήλ, αποσπώντας το από τους επιφανείς, πλούσιους ανθρώπους.+ Έδωσε στον βασιλιά της Ασσυρίας 50 σίκλους* ασήμι από κάθε άντρα. Ύστερα ο βασιλιάς της Ασσυρίας αποσύρθηκε και δεν έμεινε στη χώρα. 21 Όσο για την υπόλοιπη ιστορία του Μεναήμ,+ όλα τα έργα του, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο των χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ; 22 Έπειτα ο Μεναήμ πλάγιασε με τους προπάτορές του· και στη θέση του έγινε βασιλιάς ο γιος του ο Φεκαΐας.
23 Το πεντηκοστό έτος του βασιλιά Αζαρία του Ιούδα, έγινε βασιλιάς του Ισραήλ στη Σαμάρεια ο Φεκαΐας, ο γιος του Μεναήμ, και βασίλεψε δύο χρόνια. 24 Αυτός έκανε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά. Δεν απομακρύνθηκε από τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ, του γιου του Ναβάτ, τις οποίες εκείνος είχε ωθήσει τον Ισραήλ να διαπράξει.+ 25 Τότε ο υπασπιστής του ο Φεκά,+ ο γιος του Ρεμαλία, συνωμότησε εναντίον του και τον δολοφόνησε στη Σαμάρεια, στον οχυρωμένο πύργο της κατοικίας* του βασιλιά, μαζί με τον Αργόβ και τον Αριέ. Είχε μαζί του 50 άντρες από τη Γαλαάδ. Αφού τον θανάτωσε, έγινε αυτός βασιλιάς στη θέση του. 26 Όσο για την υπόλοιπη ιστορία του Φεκαΐα, όλα τα έργα του, αυτά είναι γραμμένα στο βιβλίο των χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ.
27 Το πεντηκοστό δεύτερο έτος του βασιλιά Αζαρία του Ιούδα, έγινε βασιλιάς του Ισραήλ στη Σαμάρεια ο Φεκά,+ ο γιος του Ρεμαλία, και βασίλεψε 20 χρόνια. 28 Αυτός έκανε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά. Δεν απομακρύνθηκε από τις αμαρτίες του Ιεροβοάμ, του γιου του Ναβάτ, τις οποίες εκείνος είχε ωθήσει τον Ισραήλ να διαπράξει.+ 29 Στις ημέρες του βασιλιά Φεκά του Ισραήλ, εισέβαλε ο βασιλιάς Θεγλάθ-φελασάρ+ της Ασσυρίας και κατέλαβε την Ιγιών, την Αβέλ-βαιθ-μααχά,+ την Ιανώχ, την Κέδες,+ την Ασώρ, τη Γαλαάδ+ και τη Γαλιλαία, όλη τη γη του Νεφθαλί,+ και οδήγησε τους κατοίκους σε εξορία στην Ασσυρία.+ 30 Τότε ο Ωσιέ,+ ο γιος του Ηλά, οργάνωσε συνωμοσία εναντίον του Φεκά, του γιου του Ρεμαλία, και του επιτέθηκε και τον θανάτωσε· και έγινε αυτός βασιλιάς στη θέση του το εικοστό έτος του Ιωθάμ,+ του γιου του Οζία. 31 Όσο για την υπόλοιπη ιστορία του Φεκά, όλα τα έργα του, αυτά είναι γραμμένα στο βιβλίο των χρονικών των βασιλιάδων του Ισραήλ.
32 Το δεύτερο έτος του Φεκά, του γιου του Ρεμαλία, βασιλιά του Ισραήλ, έγινε βασιλιάς ο Ιωθάμ,+ ο γιος του βασιλιά Οζία+ του Ιούδα. 33 Ήταν 25 χρονών όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ 16 χρόνια. Η μητέρα του λεγόταν Ιερουσά και ήταν κόρη του Σαδώκ.+ 34 Αυτός έκανε το σωστό στα μάτια του Ιεχωβά, όπως ακριβώς είχε κάνει ο πατέρας του ο Οζίας.+ 35 Αλλά δεν κατέστρεψε τους υψηλούς τόπους· ο λαός εξακολούθησε να θυσιάζει και να υψώνει καπνό θυσίας εκεί.+ Αυτός έχτισε την άνω πύλη του οίκου του Ιεχωβά.+ 36 Όσο για την υπόλοιπη ιστορία του Ιωθάμ, όσα έκανε, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο των χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα; 37 Εκείνες τις ημέρες ο Ιεχωβά άρχισε να στέλνει εναντίον του Ιούδα τον Ρεζίν, τον βασιλιά της Συρίας, και τον Φεκά,+ τον γιο του Ρεμαλία.+ 38 Έπειτα ο Ιωθάμ πλάγιασε με τους προπάτορές του και θάφτηκε με αυτούς στην Πόλη του Δαβίδ του προπάτορά του. Και στη θέση του έγινε βασιλιάς ο γιος του ο Άχαζ.
16 Το δέκατο έβδομο έτος του Φεκά, του γιου του Ρεμαλία, έγινε βασιλιάς ο Άχαζ,+ ο γιος του βασιλιά Ιωθάμ του Ιούδα. 2 Ο Άχαζ ήταν 20 χρονών όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ 16 χρόνια. Αυτός δεν έκανε το σωστό στα μάτια του Ιεχωβά του Θεού του όπως είχε κάνει ο Δαβίδ ο προπάτοράς του.+ 3 Αντίθετα, βάδισε στα χνάρια των βασιλιάδων του Ισραήλ,+ και μάλιστα έκαψε τον ίδιο του τον γιο ως θυσία,*+ ακολουθώντας τις απεχθείς συνήθειες των εθνών+ τα οποία ο Ιεχωβά είχε διώξει μπροστά από τους Ισραηλίτες. 4 Επίσης, θυσίαζε και ύψωνε καπνό θυσίας στους υψηλούς τόπους,+ πάνω στους λόφους και κάτω από κάθε θαλερό δέντρο.+
5 Τότε ήταν που ο βασιλιάς Ρεζίν της Συρίας και ο Φεκά, ο γιος του Ρεμαλία, ο βασιλιάς του Ισραήλ, ανέβηκαν να πολεμήσουν εναντίον της Ιερουσαλήμ.+ Έστησαν πολιορκία εναντίον του Άχαζ, αλλά δεν μπόρεσαν να καταλάβουν την πόλη. 6 Εκείνον τον καιρό ο βασιλιάς Ρεζίν της Συρίας επανέφερε την Ελάθ+ στον Εδώμ και εκδίωξε τους Ιουδαίους* από αυτήν. Και οι Εδωμίτες μπήκαν στην Ελάθ και την κατέχουν μέχρι σήμερα. 7 Ο Άχαζ λοιπόν έστειλε αγγελιοφόρους στον βασιλιά Θεγλάθ-φελασάρ+ της Ασσυρίας, λέγοντας: «Εγώ είμαι υπηρέτης σου και γιος σου. Ανέβα και σώσε με από το χέρι του βασιλιά της Συρίας και από το χέρι του βασιλιά του Ισραήλ, οι οποίοι μου επιτίθενται». 8 Έπειτα ο Άχαζ πήρε το ασήμι και το χρυσάφι που βρισκόταν στον οίκο του Ιεχωβά και στα θησαυροφυλάκια της κατοικίας* του βασιλιά και το έστειλε στον βασιλιά της Ασσυρίας για να τον δωροδοκήσει.+ 9 Ο δε βασιλιάς της Ασσυρίας ανταποκρίθηκε στο αίτημά του: Ανέβηκε στη Δαμασκό, την κατέλαβε και οδήγησε τους κατοίκους της σε εξορία στην Κιρ,+ ενώ θανάτωσε τον Ρεζίν.+
10 Κατόπιν ο βασιλιάς Άχαζ πήγε να συναντήσει τον βασιλιά Θεγλάθ-φελασάρ της Ασσυρίας στη Δαμασκό. Όταν είδε το θυσιαστήριο που υπήρχε στη Δαμασκό, έστειλε στον Ουριγία τον ιερέα το σχέδιο του θυσιαστηρίου που έδειχνε λεπτομερώς πώς ήταν φτιαγμένο.+ 11 Ο Ουριγίας+ ο ιερέας κατασκεύασε ένα θυσιαστήριο+ σύμφωνα με όλες τις οδηγίες που είχε στείλει ο βασιλιάς Άχαζ από τη Δαμασκό και ολοκλήρωσε την κατασκευή του προτού επιστρέψει ο βασιλιάς Άχαζ. 12 Όταν ο βασιλιάς επέστρεψε από τη Δαμασκό και είδε το θυσιαστήριο, πλησίασε και έκανε προσφορές πάνω σε αυτό.+ 13 Και πάνω σε αυτό το θυσιαστήριο έκανε να βγάζουν καπνό τα ολοκαυτώματά του και οι προσφορές σιτηρών του· επίσης πάνω σε αυτό έκανε τις σπονδές του και αυτό ράντιζε με το αίμα από τις θυσίες συμμετοχής που πρόσφερε. 14 Κατόπιν μετακίνησε το χάλκινο θυσιαστήριο+ που ήταν ενώπιον του Ιεχωβά από τη θέση του μπροστά στον οίκο, δηλαδή μεταξύ του δικού του θυσιαστηρίου και του οίκου του Ιεχωβά, και το τοποθέτησε στη βόρεια πλευρά του δικού του θυσιαστηρίου. 15 Ο βασιλιάς Άχαζ διέταξε τον Ουριγία+ τον ιερέα: «Να κάνεις το πρωινό ολοκαύτωμα να βγάζει καπνό πάνω στο μεγάλο θυσιαστήριο,+ το ίδιο και τη βραδινή προσφορά σιτηρών,+ το ολοκαύτωμα και την προσφορά σιτηρών του βασιλιά, καθώς και τα ολοκαυτώματα, τις προσφορές σιτηρών και τις σπονδές όλου του λαού. Επίσης, να το ραντίζεις με όλο το αίμα των ολοκαυτωμάτων και με όλο το αίμα των υπόλοιπων θυσιών. Όσο για το χάλκινο θυσιαστήριο, θα αποφασίσω τι θα γίνει με αυτό». 16 Και ο Ουριγίας ο ιερέας έκανε όλα όσα είχε διατάξει ο βασιλιάς Άχαζ.+
17 Επιπλέον, ο βασιλιάς Άχαζ έκοψε σε κομμάτια τα πλαϊνά πλαίσια των καροτσιών+ και έβγαλε από τα καρότσια τις λεκάνες,+ ενώ κατέβασε και τη Θάλασσα από τους χάλκινους ταύρους+ που τη στήριζαν και την τοποθέτησε πάνω σε ένα λιθόστρωτο μέρος.+ 18 Επίσης, τη σκεπαστή κατασκευή για το Σάββατο, την οποία είχαν χτίσει στον οίκο, και την εξωτερική είσοδο του βασιλιά τις μετατόπισε από τον οίκο του Ιεχωβά. Το έκανε αυτό εξαιτίας του βασιλιά της Ασσυρίας.
19 Όσο για την υπόλοιπη ιστορία του Άχαζ, όσα έκανε, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο των χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα;+ 20 Έπειτα ο Άχαζ πλάγιασε με τους προπάτορές του και θάφτηκε με αυτούς στην Πόλη του Δαβίδ· και στη θέση του έγινε βασιλιάς ο γιος του ο Εζεκίας.*+
17 Το δωδέκατο έτος του βασιλιά Άχαζ του Ιούδα, έγινε βασιλιάς του Ισραήλ στη Σαμάρεια ο Ωσιέ,+ ο γιος του Ηλά, και κυβέρνησε εννιά χρόνια. 2 Έκανε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά, αλλά όχι στον ίδιο βαθμό με τους προγενέστερους βασιλιάδες του Ισραήλ. 3 Ο βασιλιάς Σαλμανασάρ της Ασσυρίας ανέβηκε εναντίον του Ωσιέ,+ ο οποίος έγινε υπηρέτης του και άρχισε να του πληρώνει φόρο υποτελείας.+ 4 Ωστόσο, ο βασιλιάς της Ασσυρίας έμαθε ότι ο Ωσιέ είχε αναμειχθεί σε συνωμοσία, διότι είχε στείλει αγγελιοφόρους στον βασιλιά Σω της Αιγύπτου+ και δεν έφερε τον φόρο υποτελείας στον βασιλιά της Ασσυρίας όπως τα προηγούμενα χρόνια. Γι’ αυτό, τον έκλεισε στη φυλακή και τον κρατούσε δέσμιο.
5 Ο βασιλιάς της Ασσυρίας εισέβαλε σε ολόκληρη τη χώρα και ήρθε στη Σαμάρεια και την πολιορκούσε τρία χρόνια. 6 Τελικά την κατέλαβε το ένατο έτος του Ωσιέ.+ Κατόπιν οδήγησε τον λαό του Ισραήλ σε εξορία+ στην Ασσυρία και τους έβαλε να κατοικήσουν στην Αλά και στη Χαβώρ, που είναι στον ποταμό Γωζάν,+ και στις πόλεις των Μήδων.+
7 Αυτό συνέβη επειδή ο λαός του Ισραήλ είχε αμαρτήσει εναντίον του Ιεχωβά του Θεού του, ο οποίος τους ανέβασε από τη γη της Αιγύπτου ελευθερώνοντάς τους από τον έλεγχο του Φαραώ, του βασιλιά της Αιγύπτου.+ Λάτρευαν* άλλους θεούς,+ 8 ακολουθούσαν τα έθιμα των εθνών που ο Ιεχωβά είχε διώξει μπροστά από τους Ισραηλίτες και ακολουθούσαν τα έθιμα των βασιλιάδων του Ισραήλ, τα οποία εκείνοι είχαν θεσπίσει.
9 Οι Ισραηλίτες εκζητούσαν πράγματα που δεν ήταν σωστά σύμφωνα με τον Ιεχωβά τον Θεό τους. Έφτιαχναν υψηλούς τόπους σε όλες τις πόλεις τους,+ από φυλάκιο μέχρι οχυρωμένη πόλη.* 10 Έστηναν για τον εαυτό τους ιερές στήλες και ιερούς στύλους*+ πάνω σε κάθε ψηλό λόφο και κάτω από κάθε θαλερό δέντρο·+ 11 και σε όλους τους υψηλούς τόπους ύψωναν καπνό θυσίας, όπως τα έθνη τα οποία ο Ιεχωβά είχε οδηγήσει σε εξορία διώχνοντάς τα από μπροστά τους.+ Έκαναν ασεβή πράγματα για να προσβάλουν τον Ιεχωβά.
12 Υπηρετούσαν αηδιαστικά είδωλα,*+ σχετικά με τα οποία ο Ιεχωβά τούς είχε πει: «Δεν πρέπει να το κάνετε αυτό!»+ 13 Ο Ιεχωβά εξακολούθησε να προειδοποιεί τον Ισραήλ και τον Ιούδα μέσω όλων των προφητών του και μέσω κάθε οραματιστή,+ λέγοντας: «Επιστρέψτε από τις ασεβείς οδούς σας!+ Τηρήστε τις εντολές μου και τα νομοθετήματά μου σύμφωνα με όλο τον νόμο τον οποίο διέταξα στους προπάτορές σας και τον οποίο σας έστειλα μέσω των υπηρετών μου των προφητών». 14 Εκείνοι όμως δεν άκουσαν, αλλά παρέμειναν εξίσου πεισματάρηδες με τους προπάτορές τους,* οι οποίοι δεν είχαν δείξει πίστη στον Ιεχωβά τον Θεό τους.+ 15 Απέρριπταν τις διατάξεις του και τη διαθήκη του,+ την οποία είχε κάνει με τους προπάτορές τους, και τις υπενθυμίσεις του, τις οποίες τους είχε δώσει ως προειδοποίηση.+ Λάτρευαν άχρηστα είδωλα+ και έγιναν άχρηστοι και οι ίδιοι,+ μιμούμενοι τα γύρω έθνη, τα οποία ο Ιεχωβά τούς είχε διατάξει να μη μιμηθούν.+
16 Εγκατέλειπαν όλες τις εντολές του Ιεχωβά του Θεού τους. Έφτιαξαν χυτά αγάλματα* δύο μοσχαριών+ και έναν ιερό στύλο,*+ προσκυνούσαν όλο το στράτευμα των ουρανών+ και υπηρετούσαν τον Βάαλ.+ 17 Επίσης έκαιγαν τους γιους τους και τις κόρες τους ως θυσία,*+ ασκούσαν μαντεία+ και αναζητούσαν οιωνούς, και έκαναν αποκλειστικά και μόνο* το κακό στα μάτια του Ιεχωβά για να τον προσβάλουν.
18 Γι’ αυτό, ο Ιεχωβά θύμωσε πάρα πολύ με τον Ισραήλ και τον απομάκρυνε από μπροστά του.+ Δεν άφησε να απομείνει κανείς παρά μόνο η φυλή του Ιούδα.
19 Ακόμη και ο Ιούδας δεν τήρησε τις εντολές του Ιεχωβά του Θεού του·+ περπάτησαν και αυτοί σύμφωνα με τα έθιμα που είχε ακολουθήσει ο Ισραήλ.+ 20 Ο Ιεχωβά απέρριψε όλους τους απογόνους του Ισραήλ και τους ταπείνωσε και τους έδωσε στο χέρι των λεηλατητών, ώσπου τους έδιωξε από μπροστά του. 21 Απέσχισε τον Ισραήλ από τον οίκο του Δαβίδ, και αυτοί ανακήρυξαν βασιλιά τον Ιεροβοάμ, τον γιο του Ναβάτ.+ Αλλά ο Ιεροβοάμ έκανε τον Ισραήλ να πάψει να ακολουθεί τον Ιεχωβά και τον ώθησε να διαπράξει μεγάλη αμαρτία. 22 Ο λαός του Ισραήλ συνέχισε να διαπράττει όλες τις αμαρτίες που είχε διαπράξει ο Ιεροβοάμ.+ Δεν απομακρύνθηκαν από αυτές 23 ώσπου ο Ιεχωβά εκδίωξε τον Ισραήλ από μπροστά του, όπως είχε πει μέσω όλων των υπηρετών του των προφητών.+ Ο Ισραήλ λοιπόν εξορίστηκε από τη γη του στην Ασσυρία,+ όπου παραμένει μέχρι σήμερα.
24 Στη συνέχεια ο βασιλιάς της Ασσυρίας έφερε ανθρώπους από τη Βαβυλώνα, τη Χουθά, την Αβά, την Αιμάθ και τη Σεφαρβαΐμ+ και τους εγκατέστησε στις πόλεις της Σαμάρειας στη θέση των Ισραηλιτών. Αυτοί πήραν στην κατοχή τους τη Σαμάρεια και έμειναν στις πόλεις της. 25 Αρχικά, όταν κατοίκησαν εκεί, δεν φοβούνταν* τον Ιεχωβά. Γι’ αυτό, ο Ιεχωβά τούς έστειλε λιοντάρια+ τα οποία σκότωσαν μερικούς. 26 Κάποιοι λοιπόν πληροφόρησαν τον βασιλιά της Ασσυρίας: «Τα έθνη που οδήγησες σε εξορία και τα εγκατέστησες στις πόλεις της Σαμάρειας δεν γνωρίζουν τη θρησκεία* του Θεού αυτής της γης. Γι’ αυτό και εκείνος τους στέλνει λιοντάρια τα οποία τους θανατώνουν, επειδή κανείς τους δεν γνωρίζει τη θρησκεία του Θεού αυτής της γης».
27 Τότε ο βασιλιάς της Ασσυρίας διέταξε: «Κανονίστε να επιστρέψει και να κατοικήσει εκεί ένας από τους ιερείς τους οποίους εξορίσατε, ώστε να τους διδάξει τη θρησκεία του Θεού αυτής της γης». 28 Ένας λοιπόν από τους ιερείς οι οποίοι είχαν εξοριστεί από τη Σαμάρεια επέστρεψε και κατοίκησε στη Βαιθήλ,+ και άρχισε να τους διδάσκει πώς έπρεπε να φοβούνται* τον Ιεχωβά.+
29 Εντούτοις, το κάθε έθνος έφτιαξε τον δικό του θεό,* τον οποίο έβαλε στους οίκους λατρείας στους υψηλούς τόπους που είχαν φτιάξει οι Σαμαρείτες· έτσι έκανε καθένα από τα διάφορα έθνη στις πόλεις όπου έμενε. 30 Οι άντρες λοιπόν της Βαβυλώνας έφτιαξαν τη Σοκχώθ-βενώθ, οι άντρες της Χουθ έφτιαξαν τον Νεργάλ, οι άντρες της Αιμάθ+ έφτιαξαν την Ασιμά 31 και οι Αβίτες έφτιαξαν τον Νιβάζ και τον Ταρτάκ. Οι Σεφαρβαΐτες έκαιγαν τους γιους τους στη φωτιά για τον Αδραμμέλεχ και τον Αναμμέλεχ, τους θεούς της Σεφαρβαΐμ.+ 32 Παρότι φοβούνταν τον Ιεχωβά, διόρισαν ιερείς για τους υψηλούς τόπους από τον λαό γενικά, οι οποίοι ιερουργούσαν για αυτούς στους οίκους λατρείας στους υψηλούς τόπους.+ 33 Φοβούνταν μεν τον Ιεχωβά, αλλά λάτρευαν τους δικούς τους θεούς σύμφωνα με τη θρησκεία* των εθνών από τα οποία είχαν εκτοπιστεί.+
34 Μέχρι σήμερα ασκούν τις προηγούμενες θρησκείες τους.* Κανείς τους δεν λατρεύει* τον Ιεχωβά και κανείς δεν ακολουθεί τα νομοθετήματά του, τις κρίσεις του, τον Νόμο και την εντολή που έδωσε ο Ιεχωβά στους γιους του Ιακώβ, τον οποίο μετονόμασε σε Ισραήλ.+ 35 Όταν ο Ιεχωβά έκανε διαθήκη μαζί τους,+ τους διέταξε: «Δεν πρέπει να φοβάστε άλλους θεούς και δεν πρέπει να τους προσκυνήσετε ούτε να τους υπηρετήσετε ούτε να θυσιάσετε σε αυτούς.+ 36 Αλλά τον Ιεχωβά, ο οποίος σας ανέβασε από τη γη της Αιγύπτου με μεγάλη δύναμη και απλωμένο βραχίονα,+ αυτόν πρέπει να φοβάστε,+ αυτόν πρέπει να προσκυνάτε και σε αυτόν πρέπει να θυσιάζετε. 37 Πρέπει να τηρείτε πάντοτε προσεκτικά τις διατάξεις, τις κρίσεις, τον Νόμο και την εντολή που έγραψε για εσάς,+ και δεν πρέπει να φοβάστε άλλους θεούς. 38 Δεν πρέπει να ξεχάσετε τη διαθήκη που έχω κάνει μαζί σας,+ και δεν πρέπει να φοβάστε άλλους θεούς. 39 Αλλά τον Ιεχωβά τον Θεό σας πρέπει να φοβάστε, εφόσον αυτός θα σας σώζει από το χέρι όλων των εχθρών σας».
40 Ωστόσο, αυτοί δεν υπάκουσαν, και ασκούσαν την προηγούμενη θρησκεία τους.*+ 41 Αυτά τα έθνη λοιπόν άρχισαν να φοβούνται τον Ιεχωβά,+ αλλά υπηρετούσαν και τις δικές τους γλυπτές εικόνες. Τόσο οι γιοι τους όσο και οι εγγονοί τους ενεργούν μέχρι σήμερα όπως οι προπάτορές τους.
18 Το τρίτο έτος του Ωσιέ,+ του γιου του Ηλά, βασιλιά του Ισραήλ, έγινε βασιλιάς ο Εζεκίας,+ ο γιος του βασιλιά Άχαζ+ του Ιούδα. 2 Ήταν 25 χρονών όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ 29 χρόνια. Η μητέρα του λεγόταν Αβί* και ήταν κόρη του Ζαχαρία.+ 3 Αυτός έκανε το σωστό στα μάτια του Ιεχωβά,+ όπως είχε κάνει ο Δαβίδ ο προπάτοράς του.+ 4 Αυτός ήταν που κατέστρεψε τους υψηλούς τόπους,+ έκανε θρύψαλα τις ιερές στήλες και έκοψε τον ιερό στύλο.*+ Επίσης έκανε κομμάτια το χάλκινο φίδι που είχε φτιάξει ο Μωυσής·+ διότι μέχρι τότε ο λαός του Ισραήλ ύψωνε καπνό θυσίας σε αυτό, το αποκαλούμενο χάλκινο είδωλο του φιδιού.* 5 Εμπιστεύτηκε στον Ιεχωβά,+ τον Θεό του Ισραήλ· δεν υπήρξε κανείς όμοιός του ανάμεσα σε όλους τους βασιλιάδες του Ιούδα, ούτε έπειτα από αυτόν ούτε πριν από αυτόν. 6 Προσκολλήθηκε στον Ιεχωβά.+ Δεν έπαψε να τον ακολουθεί· τηρούσε τις εντολές που είχε δώσει ο Ιεχωβά στον Μωυσή. 7 Και ο Ιεχωβά ήταν μαζί του. Σε οτιδήποτε έκανε, ενεργούσε σοφά. Στασίασε εναντίον του βασιλιά της Ασσυρίας και αρνήθηκε να τον υπηρετήσει.+ 8 Επιπλέον, νίκησε τους Φιλισταίους+ ως τη Γάζα και τις περιοχές της, από φυλάκιο μέχρι οχυρωμένη πόλη.*
9 Το τέταρτο έτος του βασιλιά Εζεκία, δηλαδή το έβδομο έτος του Ωσιέ,+ του γιου του Ηλά, βασιλιά του Ισραήλ, ανέβηκε ο βασιλιάς Σαλμανασάρ της Ασσυρίας εναντίον της Σαμάρειας και άρχισε να την πολιορκεί.+ 10 Την κατέλαβαν+ έπειτα από τρία χρόνια· το έκτο έτος του Εζεκία, που αντιστοιχούσε στο ένατο έτος του βασιλιά Ωσιέ του Ισραήλ, η Σαμάρεια καταλήφθηκε. 11 Κατόπιν ο βασιλιάς της Ασσυρίας οδήγησε τον Ισραήλ σε εξορία+ στην Ασσυρία και τους εγκατέστησε στην Αλά και στη Χαβώρ, που είναι στον ποταμό Γωζάν, και στις πόλεις των Μήδων.+ 12 Αυτό συνέβη επειδή δεν είχαν ακούσει τη φωνή του Ιεχωβά του Θεού τους, αλλά παραβίαζαν τη διαθήκη του, όλα όσα είχε διατάξει ο Μωυσής, ο υπηρέτης του Ιεχωβά.+ Ούτε έδιναν προσοχή ούτε υπάκουαν.
13 Το δέκατο τέταρτο έτος του βασιλιά Εζεκία, ο Σενναχειρείμ, ο βασιλιάς της Ασσυρίας,+ ανέβηκε εναντίον όλων των οχυρωμένων πόλεων του Ιούδα και τις κατέλαβε.+ 14 Γι’ αυτό, ο βασιλιάς Εζεκίας του Ιούδα έστειλε το εξής μήνυμα στον βασιλιά της Ασσυρίας στη Λαχείς: «Έφταιξα. Φύγε από το έδαφός μου, και εγώ θα σου δώσω ό,τι απαιτήσεις». Ο βασιλιάς της Ασσυρίας απαίτησε από τον βασιλιά Εζεκία του Ιούδα να καταβάλει 300 τάλαντα* ασήμι και 30 τάλαντα χρυσάφι. 15 Έδωσε λοιπόν ο Εζεκίας όλο το ασήμι που βρισκόταν στον οίκο του Ιεχωβά και στα θησαυροφυλάκια της κατοικίας* του βασιλιά.+ 16 Εκείνον τον καιρό, ο βασιλιάς Εζεκίας του Ιούδα έβγαλε* τις πόρτες του ναού+ του Ιεχωβά και τους παραστάτες που ο ίδιος είχε επικαλύψει*+ και τα έδωσε στον βασιλιά της Ασσυρίας.
17 Ο βασιλιάς της Ασσυρίας έστειλε κατόπιν τον Ταρτάν,* τον Ραβσαρίς* και τον Ραβσάκη* με τεράστιο στράτευμα από τη Λαχείς+ στον βασιλιά Εζεκία στην Ιερουσαλήμ.+ Αυτοί ανέβηκαν στην Ιερουσαλήμ και στάθηκαν στον αγωγό της άνω δεξαμενής, που είναι στη λεωφόρο του αγρού του καθαριστή ρούχων.+ 18 Όταν φώναξαν να βγει έξω ο βασιλιάς, πήγαν σε αυτούς ο Ελιακείμ,+ γιος του Χελκία, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για το σπιτικό,* ο Σεβνάχ+ ο γραμματέας και ο Ιωάχ, γιος του Ασάφ, ο υπομνηματογράφος.
19 Ο Ραβσάκης λοιπόν τους είπε: «Πείτε, παρακαλώ, στον Εζεκία: “Αυτό λέει ο μεγάλος βασιλιάς, ο βασιλιάς της Ασσυρίας: «Πού βασίζεις τη σιγουριά σου;+ 20 Λες: “Έχω στρατηγική και τη δύναμη να πολεμήσω”, αλλά αυτά είναι κενά λόγια. Σε ποιον έθεσες την εμπιστοσύνη σου και τόλμησες να στασιάσεις εναντίον μου;+ 21 Εσύ εμπιστεύεσαι στην υποστήριξη την οποία προσφέρει αυτό το τσακισμένο καλάμι, η Αίγυπτος,+ που, αν κάποιος στηριχτεί πάνω του, θα μπει στην παλάμη του και θα την τρυπήσει. Έτσι είναι ο Φαραώ, ο βασιλιάς της Αιγύπτου, για όλους όσους εμπιστεύονται σε αυτόν. 22 Και αν μου πείτε: “Εμπιστευόμαστε στον Ιεχωβά τον Θεό μας”,+ δεν είναι αυτός του οποίου τους υψηλούς τόπους και τα θυσιαστήρια κατέστρεψε ο Εζεκίας,+ ενώ λέει στον Ιούδα και στην Ιερουσαλήμ: “Πρέπει να προσκυνάτε μπροστά σε αυτό το θυσιαστήριο στην Ιερουσαλήμ”;»”+ 23 Τώρα λοιπόν, βάλε το εξής στοίχημα, παρακαλώ, με τον κύριό μου, τον βασιλιά της Ασσυρίας: Εγώ θα σου δώσω 2.000 άλογα αν εσύ καταφέρεις να βρεις αναβάτες για αυτά.+ 24 Πώς λοιπόν θα μπορούσες να αποκρούσεις έστω και τον κυβερνήτη που είναι ο μικρότερος υπηρέτης του κυρίου μου, αφού εμπιστεύεσαι στην Αίγυπτο για άρματα και ιππείς; 25 Και μήπως χωρίς εξουσιοδότηση από τον Ιεχωβά ανέβηκα εγώ εναντίον αυτού του τόπου για να τον καταστρέψω; Ο ίδιος ο Ιεχωβά μού είπε: “Ανέβα εναντίον αυτής της γης και κατάστρεψέ την”».
26 Τότε ο Ελιακείμ, γιος του Χελκία, και ο Σεβνάχ+ και ο Ιωάχ είπαν στον Ραβσάκη:+ «Μίλησε, παρακαλούμε, στους υπηρέτες σου στην αραμαϊκή* γλώσσα,+ γιατί εμείς την καταλαβαίνουμε· μη μας μιλάς στη γλώσσα των Ιουδαίων, ενώ ακούει ο λαός που είναι πάνω στο τείχος».+ 27 Αλλά ο Ραβσάκης τούς είπε: «Μήπως ο κύριός μου με έστειλε να πω αυτά τα λόγια μόνο στον κύριό σου και σε εσένα; Δεν με έστειλε να μιλήσω και στους άντρες που κάθονται πάνω στο τείχος, σε εκείνους που θα φάνε τα ίδια τους τα περιττώματα και θα πιουν τα ίδια τους τα ούρα μαζί με εσάς;»
28 Τότε ο Ραβσάκης στάθηκε και φώναξε δυνατά στη γλώσσα των Ιουδαίων: «Ακούστε τα λόγια του μεγάλου βασιλιά, του βασιλιά της Ασσυρίας.+ 29 Αυτό λέει ο βασιλιάς: “Μη σας εξαπατά ο Εζεκίας, γιατί δεν είναι ικανός να σας σώσει από το χέρι μου.+ 30 Και μη σας κάνει ο Εζεκίας να εμπιστεύεστε στον Ιεχωβά, λέγοντας: «Ο Ιεχωβά οπωσδήποτε θα μας σώσει, και αυτή η πόλη δεν θα δοθεί στο χέρι του βασιλιά της Ασσυρίας».+ 31 Μην ακούτε τον Εζεκία, διότι αυτό λέει ο βασιλιάς της Ασσυρίας: «Κάντε ειρήνη μαζί μου και παραδοθείτε,* και ο καθένας σας θα τρώει από το κλήμα του και από τη συκιά του και θα πίνει το νερό της στέρνας του, 32 μέχρι να έρθω και να σας πάρω σε μια γη σαν τη δική σας,+ γη με σιτηρά και καινούριο κρασί, γη με ψωμί και αμπέλια, γη με ελαιόδεντρα και μέλι. Αν το κάνετε αυτό, θα ζήσετε και δεν θα πεθάνετε. Μην ακούτε τον Εζεκία, γιατί σας παροδηγεί λέγοντας: “Ο Ιεχωβά θα μας σώσει”. 33 Έσωσε κάποιος από τους θεούς των εθνών τη γη του από το χέρι του βασιλιά της Ασσυρίας; 34 Πού είναι οι θεοί της Αιμάθ+ και της Αρφάδ; Πού είναι οι θεοί της Σεφαρβαΐμ,+ της Ενά και της Ιββά; Έσωσαν τη Σαμάρεια από το χέρι μου;+ 35 Ποιοι από όλους τους θεούς αυτών των τόπων έσωσαν τη γη τους από το χέρι μου ώστε να σώσει και ο Ιεχωβά την Ιερουσαλήμ από το χέρι μου;»”»+
36 Αλλά ο λαός έμεινε σιωπηλός και δεν του απάντησε λέξη, γιατί ο βασιλιάς είχε διατάξει: «Δεν πρέπει να του απαντήσετε».+ 37 Αλλά ο Ελιακείμ, γιος του Χελκία, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για το σπιτικό,* ο Σεβνάχ ο γραμματέας και ο Ιωάχ, γιος του Ασάφ, ο υπομνηματογράφος, πήγαν στον Εζεκία με τα ρούχα τους σκισμένα και του μετέφεραν τα λόγια του Ραβσάκη.
19 Μόλις τα άκουσε αυτά ο βασιλιάς Εζεκίας, έσκισε τα ρούχα του και σκεπάστηκε με σάκο και μπήκε στον οίκο του Ιεχωβά.+ 2 Μετά έστειλε τον Ελιακείμ τον υπεύθυνο για το σπιτικό,* τον Σεβνάχ τον γραμματέα και τους πρεσβυτέρους των ιερέων, σκεπασμένους με σάκο, στον προφήτη Ησαΐα,+ τον γιο του Αμώζ. 3 Αυτοί του είπαν: «Να τι λέει ο Εζεκίας: “Αυτή η ημέρα είναι ημέρα οδύνης, επίπληξης* και ατίμωσης· διότι είμαστε σαν ετοιμόγεννη γυναίκα που δεν έχει τη δύναμη να γεννήσει.*+ 4 Ίσως ακούσει ο Ιεχωβά ο Θεός σου όλα τα λόγια του Ραβσάκη, τον οποίο έστειλε ο βασιλιάς της Ασσυρίας, ο κύριός του, για να χλευάσει τον ζωντανό Θεό,+ και του ζητήσει ο Ιεχωβά ο Θεός σου λογαριασμό για τα λόγια που άκουσε. Γι’ αυτό, προσευχήσου+ για χάρη του υπολοίπου που έχει επιζήσει”».
5 Πήγαν λοιπόν οι υπηρέτες του βασιλιά Εζεκία στον Ησαΐα,+ 6 και ο Ησαΐας τούς είπε: «Αυτό να πείτε στον κύριό σας: “Να τι λέει ο Ιεχωβά: «Μη φοβάσαι+ εξαιτίας των λόγων με τους οποίους άκουσες να με βλασφημούν οι υπηρέτες του βασιλιά της Ασσυρίας.+ 7 Εγώ βάζω μια σκέψη στο μυαλό του* ώστε, όταν ακούσει μια είδηση, να επιστρέψει στη γη του· και θα τον κάνω να πέσει από σπαθί στην ίδια του τη γη»”».+
8 Όταν ο Ραβσάκης άκουσε ότι ο βασιλιάς της Ασσυρίας είχε αναχωρήσει από τη Λαχείς,+ επέστρεψε σε αυτόν και τον βρήκε να πολεμάει εναντίον της Λιβνά.+ 9 Ο δε βασιλιάς άκουσε ότι ο βασιλιάς Τιρχάκα της Αιθιοπίας είχε βγει να τον πολεμήσει. Γι’ αυτό, έστειλε πάλι αγγελιοφόρους+ στον Εζεκία, λέγοντας: 10 «Αυτό να πείτε στον βασιλιά Εζεκία του Ιούδα: “Μη σε εξαπατά ο Θεός σου, στον οποίο εμπιστεύεσαι, επειδή υπόσχεται: «Η Ιερουσαλήμ δεν θα δοθεί στο χέρι του βασιλιά της Ασσυρίας».+ 11 Άκουσες βέβαια τι έκαναν οι βασιλιάδες της Ασσυρίας σε όλους τους τόπους αφιερώνοντάς τους στην καταστροφή.+ Και θα σωθείς εσύ; 12 Μήπως οι θεοί των εθνών τα οποία κατέστρεψαν οι προπάτορές μου μπόρεσαν να τα σώσουν; Πού είναι η Γωζάν, η Χαρράν,+ η Ρεζέφ και ο λαός της Εδέμ που ήταν στην Τελ-ασσάρ; 13 Πού είναι ο βασιλιάς της Αιμάθ, ο βασιλιάς της Αρφάδ και ο βασιλιάς των πόλεων Σεφαρβαΐμ, Ενά και Ιββά;”»+
14 Ο Εζεκίας πήρε τις επιστολές από το χέρι των αγγελιοφόρων και τις διάβασε. Έπειτα ανέβηκε στον οίκο του Ιεχωβά και τις* άπλωσε ενώπιον του Ιεχωβά.+ 15 Και ο Εζεκίας άρχισε να προσεύχεται+ ενώπιον του Ιεχωβά και να λέει: «Ιεχωβά, Θεέ του Ισραήλ, εσύ που κάθεσαι ενθρονισμένος πάνω από τα* χερουβείμ,+ μόνο εσύ είσαι ο αληθινός Θεός όλων των βασιλείων της γης.+ Εσύ έκανες τους ουρανούς και τη γη. 16 Γείρε το αφτί σου, Ιεχωβά, και άκουσε!+ Στρέψε το βλέμμα σου,+ Ιεχωβά, και δες! Άκουσε τα λόγια που έστειλε ο Σενναχειρείμ για να χλευάσει τον ζωντανό Θεό. 17 Όντως, Ιεχωβά, οι βασιλιάδες της Ασσυρίας ερήμωσαν τα έθνη και τους τόπους τους.+ 18 Και έριξαν τους θεούς τους στη φωτιά, επειδή δεν ήταν θεοί+ αλλά έργο ανθρώπινων χεριών,+ ξύλο και πέτρα. Να γιατί μπόρεσαν να τους καταστρέψουν. 19 Αλλά εσύ, Ιεχωβά Θεέ μας, σε παρακαλώ, σώσε μας από το χέρι του, για να γνωρίσουν όλα τα βασίλεια της γης ότι μόνο εσύ, Ιεχωβά, είσαι Θεός».+
20 Τότε ο Ησαΐας, ο γιος του Αμώζ, έστειλε το εξής μήνυμα στον Εζεκία: «Αυτό λέει ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ: “Άκουσα την προσευχή σου+ προς εμένα σχετικά με τον βασιλιά Σενναχειρείμ της Ασσυρίας.+ 21 Αυτός είναι ο λόγος που είπε ο Ιεχωβά εναντίον του:
«Η παρθένα κόρη της Σιών σε καταφρονεί, σε ειρωνεύεται.
Η κόρη της Ιερουσαλήμ κουνάει το κεφάλι της κοροϊδευτικά.
22 Ποιον χλεύασες και βλασφήμησες;+
Ενάντια σε ποιον ύψωσες τη φωνή σου+
και σήκωσες τα αλαζονικά σου μάτια;
Ενάντια στον Άγιο του Ισραήλ!+
23 Μέσω των αγγελιοφόρων σου+ χλεύασες τον Ιεχωβά+ και είπες:
“Με το πλήθος των πολεμικών μου αρμάτων
θα ανεβώ στα ύψη των βουνών,
στα πιο απομακρυσμένα μέρη του Λιβάνου.
Θα κόψω τους ψηλούς κέδρους του, τις εκλεκτές αρκεύθους του.
Θα μπω στα πιο απόμερα καταφύγιά του, στα πυκνότερα δάση του.
24 Θα σκάψω πηγάδια και θα πιω ξένα νερά·
θα ξεράνω όλα τα ποτάμια* της Αιγύπτου με τα πέλματα των ποδιών μου”.
25 Δεν άκουσες; Από παλιά έχει αποφασιστεί.*+
Από περασμένες ημέρες το έχω προετοιμάσει.*+
Τώρα θα το πραγματοποιήσω.+
Θα μετατρέψεις οχυρωμένες πόλεις σε ερημωμένους σωρούς ερειπίων.+
26 Οι κάτοικοί τους θα είναι αβοήθητοι·
θα τρομοκρατηθούν και θα ντροπιαστούν.
Θα γίνουν σαν τη βλάστηση του αγρού και το χλωρό χορτάρι,+
σαν το χορτάρι στις στέγες που καίγεται από τον ανατολικό άνεμο.
27 Αλλά εγώ ξέρω καλά πότε κάθεσαι, πότε βγαίνεις, πότε μπαίνεις+
και πότε εξοργίζεσαι εναντίον μου,+
28 επειδή η οργή σου εναντίον μου+ και ο βρυχηθμός σου έφτασαν ως τα αφτιά μου.+
Γι’ αυτό, θα βάλω το άγκιστρό μου στη μύτη σου και το χαλινάρι μου+ ανάμεσα στα χείλη σου,
και θα σε κάνω να γυρίσεις από τον δρόμο από τον οποίο ήρθες».+
29 »”Και αυτό θα είναι το σημείο για εσένα:* Φέτος θα φάτε ό,τι φυτρώσει μόνο του·* του χρόνου θα φάτε τα σιτηρά που θα βλαστήσουν από αυτό·+ αλλά τον τρίτο χρόνο θα σπείρετε και θα θερίσετε, θα φυτέψετε αμπέλια και θα φάτε τους καρπούς τους.+ 30 Όσοι από τον οίκο του Ιούδα διαφύγουν, όσοι απομείνουν,+ θα βγάλουν ρίζες κάτω και καρπούς πάνω. 31 Διότι υπόλοιπο θα βγει από την Ιερουσαλήμ και επιζώντες από το όρος Σιών. Ο ζήλος του Ιεχωβά των στρατευμάτων θα το κάνει αυτό.+
32 »”Γι’ αυτό, να τι λέει ο Ιεχωβά για τον βασιλιά της Ασσυρίας:+
«Δεν θα μπει σε αυτή την πόλη+
ούτε θα τοξεύσει βέλος εκεί
ούτε θα σταθεί απέναντί της με ασπίδα
ούτε θα ανεγείρει πολιορκητικό πρόχωμα εναντίον της.+
33 Θα γυρίσει από τον δρόμο από τον οποίο ήρθε·
δεν θα μπει σε αυτή την πόλη», δηλώνει ο Ιεχωβά.
34 «Εγώ θα υπερασπίσω αυτή την πόλη+ και θα τη σώσω για χάρη μου+
και για χάρη του υπηρέτη μου του Δαβίδ»”».+
35 Την ίδια νύχτα βγήκε ο άγγελος του Ιεχωβά και σκότωσε 185.000 άντρες στο στρατόπεδο των Ασσυρίων.+ Όταν σηκώθηκαν νωρίς το πρωί, είδαν όλα τα πτώματα.+ 36 Ως αποτέλεσμα, ο βασιλιάς Σενναχειρείμ της Ασσυρίας έφυγε και επέστρεψε στη Νινευή+ και έμεινε εκεί.+ 37 Και καθώς προσκυνούσε στον οίκο* του θεού του, του Νισρώκ, οι ίδιοι του οι γιοι, ο Αδραμμέλεχ και ο Σαρασάρ, τον θανάτωσαν με σπαθί+ και κατόπιν διέφυγαν στη γη Αραράτ.+ Και στη θέση του έγινε βασιλιάς ο γιος του ο Εσάρ-αδδών.+
20 Εκείνες τις ημέρες ο Εζεκίας αρρώστησε και κόντευε να πεθάνει.+ Τότε ήρθε ο προφήτης Ησαΐας, ο γιος του Αμώζ, και του είπε: «Αυτό λέει ο Ιεχωβά: “Δώσε οδηγίες στο σπιτικό σου, γιατί πρόκειται να πεθάνεις· δεν θα αναρρώσεις”».+ 2 Εκείνος γύρισε το πρόσωπό του στον τοίχο και προσευχήθηκε στον Ιεχωβά: 3 «Σε ικετεύω, Ιεχωβά, θυμήσου, σε παρακαλώ, πώς έχω περπατήσει ενώπιόν σου πιστά και με πλήρη καρδιά, καθώς και ότι έχω κάνει το καλό στα μάτια σου».+ Και ο Εζεκίας άρχισε να κλαίει γοερά.
4 Προτού καν ο Ησαΐας βγει στη μεσαία αυλή, ο Ιεχωβά τού είπε:+ 5 «Πήγαινε πίσω και πες στον Εζεκία, τον ηγέτη του λαού μου: “Αυτό λέει ο Ιεχωβά, ο Θεός του Δαβίδ του προπάτορά σου: «Άκουσα την προσευχή σου, είδα τα δάκρυά σου,+ και θα σε γιατρέψω.+ Μεθαύριο θα ανεβείς στον οίκο του Ιεχωβά.+ 6 Θα προσθέσω 15 χρόνια στη ζωή* σου, και θα σώσω εσένα και αυτή την πόλη από το χέρι του βασιλιά της Ασσυρίας,+ και θα υπερασπίσω αυτή την πόλη για χάρη μου και για χάρη του Δαβίδ του υπηρέτη μου»”».+
7 Έπειτα ο Ησαΐας είπε: «Φέρτε μια συκόπιτα». Την έφεραν λοιπόν και την έβαλαν πάνω στο μεγάλο σπυρί· έπειτα από αυτό, εκείνος σιγά σιγά ανέρρωσε.+
8 Ο Εζεκίας είχε ρωτήσει τον Ησαΐα: «Με ποιο σημείο+ θα μου δείξει ο Ιεχωβά ότι θα με γιατρέψει και ότι μεθαύριο θα ανεβώ στον οίκο του Ιεχωβά;» 9 Ο Ησαΐας απάντησε: «Αυτό είναι το σημείο του Ιεχωβά το οποίο θα σου δείξει ότι ο Ιεχωβά θα εκτελέσει τον λόγο που είπε: Θέλεις η σκιά στη σκάλα* να προχωρήσει 10 βαθμίδες ή να πάει πίσω 10 βαθμίδες;»+ 10 Ο Εζεκίας είπε: «Η σκιά είναι εύκολο να απλωθεί 10 βαθμίδες, αλλά όχι να οπισθοχωρήσει 10 βαθμίδες». 11 Έτσι λοιπόν, ο Ησαΐας ο προφήτης επικαλέστηκε τον Ιεχωβά, και Εκείνος έκανε τη σκιά στη σκάλα του Άχαζ να οπισθοχωρήσει 10 βαθμίδες, αν και είχε ήδη κατεβεί τις βαθμίδες.+
12 Εκείνον τον καιρό ο βασιλιάς της Βαβυλώνας, ο Βερωδάχ-βαλαδάν, γιος του Βαλαδάν, έστειλε επιστολές και ένα δώρο στον Εζεκία, διότι είχε ακούσει ότι ήταν άρρωστος.+ 13 Ο Εζεκίας καλωσόρισε* τους απεσταλμένους και τους έδειξε το οίκημα με τους θησαυρούς του+—το ασήμι, το χρυσάφι, το βάλσαμο, άλλα πολύτιμα έλαια, το οπλοστάσιό του και όλα όσα βρίσκονταν στα θησαυροφυλάκιά του. Δεν υπήρξε τίποτα στην κατοικία του* και σε όλη την επικράτειά του που να μην τους το έδειξε.
14 Έπειτα από αυτό, ο Ησαΐας ο προφήτης ήρθε στον βασιλιά Εζεκία και τον ρώτησε: «Τι είπαν αυτοί οι άνθρωποι, και από πού ήρθαν;» Ο Εζεκίας λοιπόν είπε: «Ήρθαν από μακρινή γη, από τη Βαβυλώνα».+ 15 Μετά ο Ησαΐας ρώτησε: «Τι είδαν στην κατοικία σου;»* Ο Εζεκίας απάντησε: «Είδαν οτιδήποτε υπάρχει στην κατοικία μου. Δεν υπήρξε τίποτα στα θησαυροφυλάκιά μου που να μην τους το έδειξα».
16 Τότε ο Ησαΐας είπε στον Εζεκία: «Άκουσε τον λόγο του Ιεχωβά:+ 17 “Έρχονται ημέρες κατά τις οποίες όλα όσα υπάρχουν στην κατοικία σου* και όλα όσα συσσώρευσαν οι προπάτορές σου μέχρι σήμερα θα μεταφερθούν στη Βαβυλώνα.+ Τίποτα δεν θα μείνει”, λέει ο Ιεχωβά. 18 “Και μερικούς από τους γιους που θα αποκτήσεις θα τους πάρουν+ και θα τους κάνουν αυλικούς στο ανάκτορο του βασιλιά της Βαβυλώνας”».+
19 Τότε ο Εζεκίας είπε στον Ησαΐα: «Ο λόγος του Ιεχωβά τον οποίο είπες είναι καλός».+ Και πρόσθεσε: «Είναι καλός αν πρόκειται να υπάρχει ειρήνη και σταθερότητα* στη διάρκεια της ζωής* μου».+
20 Όσο για την υπόλοιπη ιστορία του Εζεκία, όλη την κραταιότητά του και το πώς έφτιαξε τη δεξαμενή+ και τον αγωγό και έφερε το νερό μέσα στην πόλη,+ δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο των χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα; 21 Έπειτα ο Εζεκίας πλάγιασε με τους προπάτορές του·+ και στη θέση του έγινε βασιλιάς ο γιος του ο Μανασσής.+
21 Ο Μανασσής+ ήταν 12 χρονών όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ 55 χρόνια.+ Η μητέρα του λεγόταν Εφσιβά. 2 Αυτός έκανε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά, ακολουθώντας τις απεχθείς συνήθειες των εθνών+ τα οποία ο Ιεχωβά είχε διώξει μπροστά από τον λαό του Ισραήλ.+ 3 Ανοικοδόμησε τους υψηλούς τόπους που είχε καταστρέψει ο πατέρας του ο Εζεκίας+ και έστησε θυσιαστήρια για τον Βάαλ και έφτιαξε έναν ιερό στύλο,*+ όπως είχε κάνει ο Αχαάβ, ο βασιλιάς του Ισραήλ.+ Και προσκυνούσε όλο το στράτευμα των ουρανών και το υπηρετούσε.+ 4 Επίσης έχτισε θυσιαστήρια μέσα στον οίκο του Ιεχωβά,+ για τον οποίο ο Ιεχωβά είχε πει: «Στην Ιερουσαλήμ θα θέσω το όνομά μου».+ 5 Έχτισε και θυσιαστήρια για όλο το στράτευμα των ουρανών+ σε δύο αυλές του οίκου του Ιεχωβά.+ 6 Έκαψε τον ίδιο του τον γιο ως θυσία,* ασκούσε μαγεία, αναζητούσε οιωνούς+ και διόρισε μέντιουμ και μάντεις.+ Έκανε σε μεγάλη κλίμακα το κακό στα μάτια του Ιεχωβά για να τον προσβάλει.
7 Τοποθέτησε τη γλυπτή εικόνα του ιερού στύλου,*+ την οποία είχε φτιάξει, μέσα στον οίκο για τον οποίο ο Ιεχωβά είχε πει στον Δαβίδ και στον γιο του τον Σολομώντα: «Σε αυτόν τον οίκο και στην Ιερουσαλήμ, την οποία επέλεξα από όλες τις φυλές του Ισραήλ, θα θέσω μόνιμα το όνομά μου.+ 8 Και ποτέ ξανά δεν θα κάνω να περιπλανηθούν τα πόδια του Ισραήλ έξω από τη γη που έδωσα στους προπάτορές τους,+ με την προϋπόθεση ότι θα τηρούν προσεκτικά όλα όσα τους έχω διατάξει,+ ολόκληρο τον Νόμο που τους πρόσταξε ο υπηρέτης μου ο Μωυσής να ακολουθούν». 9 Αλλά αυτοί δεν υπάκουσαν, και ο Μανασσής τούς έκανε να λοξοδρομούν, με αποτέλεσμα να κάνουν μεγαλύτερο κακό από τα έθνη τα οποία είχε αφανίσει ο Ιεχωβά μπροστά από τους Ισραηλίτες.+
10 Ο Ιεχωβά μιλούσε συνεχώς μέσω των υπηρετών του των προφητών,+ λέγοντας: 11 «Ο Μανασσής, ο βασιλιάς του Ιούδα, έχει κάνει όλα αυτά τα απεχθή πράγματα· έχει ενεργήσει με μεγαλύτερη πονηρία από ό,τι όλοι οι Αμορραίοι+ πριν από αυτόν,+ και έχει κάνει τον Ιούδα να αμαρτήσει με τα αηδιαστικά είδωλά του.* 12 Συνεπώς να τι λέει ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ: “Εγώ φέρνω στην Ιερουσαλήμ και στον Ιούδα τέτοια καταστροφή+ που όταν κάποιος ακούσει για αυτήν θα κουδουνίσουν και τα δυο του αφτιά.+ 13 Θα απλώσω στην Ιερουσαλήμ το σχοινί μέτρησης+ που εφαρμόστηκε για τη Σαμάρεια+ και θα χρησιμοποιήσω το αλφάδι* που εφαρμόστηκε για τον οίκο του Αχαάβ,+ και θα σκουπίσω την Ιερουσαλήμ όπως σκουπίζει κανείς μια κούπα και τη γυρίζει ανάποδα.+ 14 Θα εγκαταλείψω το υπόλοιπο της κληρονομιάς μου+ και θα τους δώσω στο χέρι των εχθρών τους, και θα γίνουν λεία και λάφυρο για όλους τους εχθρούς τους,+ 15 επειδή έκαναν το κακό στα μάτια μου και με πρόσβαλλαν διαρκώς από την ημέρα που οι προπάτορές τους βγήκαν από την Αίγυπτο μέχρι σήμερα”».+
16 Επίσης ο Μανασσής έχυσε πάρα πολύ αθώο αίμα, ώσπου γέμισε την Ιερουσαλήμ από τη μια άκρη ως την άλλη.+ Εκτός αυτού, διέπραξε ακόμη μια αμαρτία: Υποκίνησε τον Ιούδα να αμαρτήσει κάνοντας το κακό στα μάτια του Ιεχωβά. 17 Όσο για την υπόλοιπη ιστορία του Μανασσή, όλα τα έργα του και τις αμαρτίες που διέπραξε, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο των χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα; 18 Έπειτα ο Μανασσής πλάγιασε με τους προπάτορές του και θάφτηκε στον κήπο της κατοικίας του, στον κήπο του Οζά·+ και στη θέση του έγινε βασιλιάς ο γιος του ο Αμών.
19 Ο Αμών+ ήταν 22 χρονών όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ δύο χρόνια.+ Η μητέρα του λεγόταν Μεσουλλεμέθ και ήταν κόρη του Αρούς από την Ιοτεβά. 20 Αυτός έκανε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά, όπως είχε κάνει ο πατέρας του ο Μανασσής.+ 21 Βάδισε στα χνάρια του πατέρα του και υπηρετούσε και προσκυνούσε τα αηδιαστικά είδωλα που είχε υπηρετήσει ο πατέρας του.+ 22 Εγκατέλειψε λοιπόν τον Ιεχωβά, τον Θεό των προπατόρων του, και δεν περπάτησε στην οδό του Ιεχωβά.+ 23 Τελικά κάποιοι υπηρέτες του βασιλιά Αμών συνωμότησαν εναντίον του και τον θανάτωσαν μέσα στην κατοικία του. 24 Αλλά ο λαός του τόπου σκότωσε όλους όσους είχαν συνωμοτήσει εναντίον του βασιλιά Αμών και έκανε βασιλιά στη θέση του τον γιο του τον Ιωσία.+ 25 Όσο για την υπόλοιπη ιστορία του Αμών, όσα έκανε, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο των χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα; 26 Και τον έθαψαν στον τάφο του, στον κήπο του Οζά,+ και στη θέση του έγινε βασιλιάς ο γιος του ο Ιωσίας.+
22 Ο Ιωσίας+ ήταν οχτώ χρονών όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ 31 χρόνια.+ Η μητέρα του λεγόταν Ιεδιδά και ήταν κόρη του Αδαΐα από τη Βοσκάθ.+ 2 Αυτός έκανε το σωστό στα μάτια του Ιεχωβά και βάδισε πλήρως στα χνάρια του Δαβίδ του προπάτορά του+ χωρίς να παρεκκλίνει δεξιά ή αριστερά.
3 Το δέκατο όγδοο έτος της βασιλείας του, ο Ιωσίας έστειλε τον Σαφάν τον γραμματέα, τον γιο του Αζαλία, γιου του Μεσουλλάμ, στον οίκο του Ιεχωβά,+ λέγοντας: 4 «Ανέβα στον Χελκία+ τον αρχιερέα, και ας συγκεντρώσει αυτός όλα τα χρήματα που προσφέρονται στον οίκο του Ιεχωβά,+ τα οποία έχουν συγκεντρώσει οι θυρωροί από τον λαό.+ 5 Τα χρήματα ας δοθούν σε εκείνους που είναι διορισμένοι να επιβλέπουν τις εργασίες στον οίκο του Ιεχωβά. Εκείνοι με τη σειρά τους θα τα δώσουν σε όσους εργάζονται στον οίκο του Ιεχωβά για να επισκευάζουν τις ζημιές,*+ 6 δηλαδή τους τεχνίτες, τους οικοδόμους και τους χτίστες· αυτοί θα τα χρησιμοποιήσουν για να αγοράσουν ξύλα και πελεκημένες πέτρες ώστε να επισκευαστεί ο οίκος.+ 7 Αλλά δεν πρέπει να τους ζητείται λογαριασμός για τα χρήματα που τους δίνονται, επειδή είναι αξιόπιστοι».+
8 Αργότερα ο Χελκίας ο αρχιερέας είπε στον Σαφάν τον γραμματέα:+ «Βρήκα το βιβλίο του Νόμου+ στον οίκο του Ιεχωβά». Έδωσε λοιπόν ο Χελκίας το βιβλίο στον Σαφάν, ο οποίος άρχισε να το διαβάζει.+ 9 Κατόπιν ο Σαφάν ο γραμματέας πήγε στον βασιλιά και του είπε: «Οι υπηρέτες σου πήραν τα χρήματα που βρίσκονταν στον οίκο και τα παρέδωσαν σε εκείνους που είναι διορισμένοι να επιβλέπουν τις εργασίες στον οίκο του Ιεχωβά».+ 10 Επίσης ο Σαφάν ο γραμματέας είπε στον βασιλιά: «Έχω εδώ ένα βιβλίο+ που μου έδωσε ο Χελκίας ο ιερέας». Μετά ο Σαφάν άρχισε να το διαβάζει ενώπιον του βασιλιά.
11 Μόλις ο βασιλιάς άκουσε τα λόγια του βιβλίου του Νόμου, έσκισε τα ρούχα του.+ 12 Ύστερα έδωσε την εξής διαταγή στον Χελκία τον ιερέα, στον Αχικάμ,+ τον γιο του Σαφάν, στον Αχβώρ, τον γιο του Μιχαΐα, στον Σαφάν τον γραμματέα και στον Ασαΐα, τον υπηρέτη του βασιλιά: 13 «Πηγαίνετε, ρωτήστε τον Ιεχωβά εκ μέρους μου, εκ μέρους του λαού και εκ μέρους όλου του Ιούδα σχετικά με τα λόγια αυτού του βιβλίου που βρέθηκε· διότι η οργή του Ιεχωβά η οποία έχει ανάψει εναντίον μας είναι μεγάλη,+ επειδή οι προπάτορές μας δεν υπάκουσαν στα λόγια αυτού του βιβλίου και δεν τήρησαν όλα όσα είναι γραμμένα σχετικά με εμάς».
14 Έτσι λοιπόν, ο Χελκίας ο ιερέας, ο Αχικάμ, ο Αχβώρ, ο Σαφάν και ο Ασαΐας πήγαν στην Όλδα την προφήτισσα.+ Αυτή ήταν σύζυγος του Σαλλούμ, γιου του Τικβά, γιου του Αράς, του ιματιοφύλακα, και κατοικούσε στο Δεύτερο Τμήμα της Ιερουσαλήμ· και της μίλησαν εκεί.+ 15 Εκείνη τους είπε: «Να τι λέει ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ: “Πείτε στον άνθρωπο που σας έστειλε σε εμένα: 16 «Να τι λέει ο Ιεχωβά: “Εγώ θα φέρω συμφορά σε αυτόν τον τόπο και στους κατοίκους του, όλα τα λόγια του βιβλίου που διάβασε ο βασιλιάς του Ιούδα.+ 17 Εφόσον με εγκατέλειψαν και υψώνουν καπνό θυσίας σε άλλους θεούς+ για να με προσβάλουν με όλο το έργο των χεριών τους,+ η οργή μου θα ανάψει εναντίον αυτού του τόπου και δεν θα σβήσει”».+ 18 Αλλά στον βασιλιά του Ιούδα, ο οποίος σας έστειλε να ρωτήσετε τον Ιεχωβά, να πείτε: «Να τι λέει ο Ιεχωβά, ο Θεός του Ισραήλ: “Σχετικά με τα λόγια που άκουσες, 19 επειδή η καρδιά σου ήταν δεκτική* και ταπείνωσες τον εαυτό σου+ ενώπιον του Ιεχωβά όταν άκουσες τι έχω πει εναντίον αυτού του τόπου και των κατοίκων του—ότι θα γίνουν κάτι φρικαλέο και θα αποτελούν κατάρα—και έσκισες τα ρούχα σου+ και έκλαψες ενώπιόν μου, εγώ σε άκουσα, λέει ο Ιεχωβά. 20 Γι’ αυτό λοιπόν, θα προστεθείς στους προγόνους σου* και θα θαφτείς με ειρήνη, και τα μάτια σου δεν θα δουν τίποτα από όλη τη συμφορά που θα φέρω σε αυτόν τον τόπο”»”». Κατόπιν εκείνοι έφεραν την απάντηση στον βασιλιά.
23 Ο βασιλιάς λοιπόν έστειλε μήνυμα και κάλεσαν όλους τους πρεσβυτέρους του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ.+ 2 Ύστερα ανέβηκε στον οίκο του Ιεχωβά μαζί με όλους τους άντρες του Ιούδα, όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, τους ιερείς και τους προφήτες—όλο τον λαό, από μικρό μέχρι μεγάλο. Διάβασε ενώπιόν τους όλα τα λόγια του βιβλίου+ της διαθήκης,+ το οποίο είχε βρεθεί στον οίκο του Ιεχωβά.+ 3 Ο βασιλιάς στάθηκε κοντά στον στύλο και έκανε διαθήκη* ενώπιον του Ιεχωβά+ ότι θα ακολουθούσε τον Ιεχωβά και θα τηρούσε τις εντολές, τις υπενθυμίσεις και τα νομοθετήματά του με όλη του την καρδιά και με όλη του την ψυχή,* εκτελώντας τα λόγια αυτής της διαθήκης που ήταν γραμμένα στο βιβλίο. Και όλος ο λαός συμφώνησε με τη διαθήκη.+
4 Κατόπιν ο βασιλιάς διέταξε τον Χελκία+ τον αρχιερέα, τους ιερείς της δεύτερης τάξης και τους θυρωρούς να βγάλουν από τον ναό του Ιεχωβά όλα τα σκεύη που είχαν φτιαχτεί για τον Βάαλ, για τον ιερό στύλο*+ και για όλο το στράτευμα των ουρανών. Έπειτα τα έκαψε έξω από την Ιερουσαλήμ, στις αναβαθμίδες του Κιδρόν, και μετέφερε τη στάχτη τους στη Βαιθήλ.+ 5 Τερμάτισε λοιπόν την εργασία όσων ήταν ιερείς ξένων θεών, τους οποίους οι βασιλιάδες του Ιούδα είχαν διορίσει για να υψώνουν καπνό θυσίας στους υψηλούς τόπους που υπήρχαν στις πόλεις του Ιούδα και στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ, καθώς και όσων ύψωναν καπνό θυσίας στον Βάαλ, στον ήλιο, στη σελήνη, στους αστερισμούς του ζωδιακού κύκλου και σε όλο το στράτευμα των ουρανών.+ 6 Έβγαλε τον ιερό στύλο*+ από τον οίκο του Ιεχωβά, τον έφερε στις παρυφές της Ιερουσαλήμ, στην κοιλάδα Κιδρόν, και τον έκαψε εκεί.+ Τον έκανε σκόνη και σκόρπισε τη σκόνη του πάνω στους τάφους του κοινού λαού.+ 7 Γκρέμισε επίσης τα οικήματα όπου έμεναν οι άντρες ιερόδουλοι,+ τα οποία βρίσκονταν μέσα στον οίκο του Ιεχωβά και στα οποία οι γυναίκες ύφαιναν σκηνές που χρησίμευαν ως αγιαστήρια για τον ιερό στύλο.*
8 Έπειτα έβγαλε όλους τους ιερείς από τις πόλεις του Ιούδα, και έκανε ακατάλληλους για λατρεία τους υψηλούς τόπους όπου οι ιερείς ύψωναν καπνό θυσίας, από τη Γααβά+ μέχρι τη Βηρ-σαβεέ.+ Επίσης γκρέμισε τους υψηλούς τόπους των πυλών στην είσοδο της πύλης του Ιησού, του αρχηγού της πόλης, οι οποίοι βρίσκονταν στα αριστερά καθώς έμπαινε κανείς στην πύλη της πόλης. 9 Οι ιερείς των υψηλών τόπων δεν υπηρετούσαν στο θυσιαστήριο του Ιεχωβά στην Ιερουσαλήμ,+ αλλά έτρωγαν άζυμο ψωμί μαζί με τους αδελφούς τους. 10 Έκανε επίσης ακατάλληλο για λατρεία τον Τοφέθ,+ που είναι στην Κοιλάδα των Γιων του Εννόμ,*+ ώστε να μην μπορεί κανείς να κάψει τον γιο του ή την κόρη του ως θυσία* για τον Μολόχ.+ 11 Όσο για τα άλογα τα οποία οι βασιλιάδες του Ιούδα είχαν αφιερώσει* στον ήλιο, απαγόρευσε να μπαίνουν στον οίκο του Ιεχωβά από την αίθουσα* του Νάθαν-μέλεχ του αυλικού, η οποία βρισκόταν στα προστώα·* και έκαψε τα άρματα του ήλιου+ στη φωτιά. 12 Ο βασιλιάς γκρέμισε επίσης τα θυσιαστήρια που είχαν στήσει οι βασιλιάδες του Ιούδα στην ταράτσα+ του ανωγείου του Άχαζ, καθώς και τα θυσιαστήρια που είχε στήσει ο Μανασσής σε δύο αυλές του οίκου του Ιεχωβά.+ Τα συνέτριψε και σκόρπισε τη σκόνη τους στην κοιλάδα Κιδρόν. 13 Και ο βασιλιάς έκανε ακατάλληλους για λατρεία τους υψηλούς τόπους μπροστά από την Ιερουσαλήμ, νότια* από το Όρος της Καταστροφής,* τους οποίους είχε φτιάξει ο Σολομών, ο βασιλιάς του Ισραήλ, για την Αστορέθ, την αηδιαστική θεά των Σιδωνίων, για τον Χεμώς, τον αηδιαστικό θεό του Μωάβ, και για τον Μελχώμ,+ τον απεχθή θεό των Αμμωνιτών.+ 14 Συνέτριψε τις ιερές στήλες, έκοψε τους ιερούς στύλους*+ και γέμισε τους τόπους τους με ανθρώπινα κόκαλα. 15 Επίσης γκρέμισε το θυσιαστήριο της Βαιθήλ, τον υψηλό τόπο που είχε φτιάξει ο Ιεροβοάμ, ο γιος του Ναβάτ, ο οποίος έκανε τον Ισραήλ να αμαρτήσει.+ Αφού γκρέμισε εκείνο το θυσιαστήριο και τον υψηλό τόπο, έκαψε τον υψηλό τόπο, τον έκανε σκόνη, και έκαψε τον ιερό στύλο.*+
16 Όταν ο Ιωσίας στράφηκε και είδε τους τάφους πάνω στο βουνό, έβαλε να πάρουν τα κόκαλα από τους τάφους και τα έκαψε πάνω στο θυσιαστήριο, κάνοντάς το ακατάλληλο για λατρεία, σύμφωνα με τον λόγο του Ιεχωβά τον οποίο είχε εξαγγείλει ο άνθρωπος του αληθινού Θεού που προείπε αυτά τα πράγματα.+ 17 Ύστερα ρώτησε: «Τι είναι εκείνη η ταφόπετρα που βλέπω εκεί πέρα;» Οι άντρες της πόλης τού απάντησαν: «Είναι ο τάφος του ανθρώπου του αληθινού Θεού από τον Ιούδα+ που προείπε τα όσα έκανες εσύ στο θυσιαστήριο της Βαιθήλ». 18 Και αυτός είπε: «Αφήστε τον. Μην πειράξει κανείς τα κόκαλά του». Δεν πείραξαν λοιπόν τα κόκαλά του ούτε τα κόκαλα του προφήτη που είχε έρθει από τη Σαμάρεια.+
19 Ο Ιωσίας επίσης κατέστρεψε όλους τους οίκους λατρείας στους υψηλούς τόπους που υπήρχαν στις πόλεις της Σαμάρειας,+ τους οποίους είχαν φτιάξει οι βασιλιάδες του Ισραήλ για να προσβάλουν τον Θεό, και έκανε σε αυτούς ό,τι είχε κάνει στη Βαιθήλ.+ 20 Θυσίασε λοιπόν πάνω στα θυσιαστήρια όλους τους ιερείς των υψηλών τόπων που ήταν εκεί, και έκαψε ανθρώπινα κόκαλα πάνω σε αυτά.+ Κατόπιν επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ.
21 Στη συνέχεια ο βασιλιάς διέταξε όλο τον λαό: «Γιορτάστε Πάσχα+ για τον Ιεχωβά τον Θεό σας, όπως είναι γραμμένο σε αυτό το βιβλίο της διαθήκης».+ 22 Πάσχα σαν αυτό δεν είχε γιορταστεί από τις ημέρες που έκριναν οι κριτές τον Ισραήλ ούτε όλες τις ημέρες των βασιλιάδων του Ισραήλ και των βασιλιάδων του Ιούδα.+ 23 Το δέκατο όγδοο έτος όμως του βασιλιά Ιωσία, γιορτάστηκε αυτό το Πάσχα για τον Ιεχωβά στην Ιερουσαλήμ.
24 Ο Ιωσίας επίσης εξαφάνισε τα μέντιουμ, τους μάντεις,+ τα θεραφίμ,*+ τα αηδιαστικά είδωλα* και όλα τα αηδιαστικά πράγματα που είχαν εμφανιστεί στη γη του Ιούδα και στην Ιερουσαλήμ, προκειμένου να εκτελέσει τα λόγια του Νόμου,+ τα οποία ήταν γραμμένα στο βιβλίο που είχε βρει ο Χελκίας ο ιερέας στον οίκο του Ιεχωβά.+ 25 Πριν από αυτόν δεν υπήρξε βασιλιάς όμοιός του, ο οποίος επέστρεψε στον Ιεχωβά με όλη του την καρδιά και με όλη του την ψυχή*+ και με όλη του τη δύναμη, σύμφωνα με όλο τον Νόμο του Μωυσή· ούτε εμφανίστηκε όμοιός του έπειτα από αυτόν.
26 Εντούτοις, ο Ιεχωβά δεν απομακρύνθηκε από τον φλογερό θυμό του που έκαιγε εναντίον του Ιούδα εξαιτίας όλων των προσβλητικών πραγμάτων που είχε κάνει ο Μανασσής για να Τον προσβάλει.+ 27 Ο Ιεχωβά είπε: «Θα απομακρύνω και τον Ιούδα από μπροστά μου,+ όπως απομάκρυνα τον Ισραήλ·+ και θα απορρίψω αυτή την πόλη την οποία επέλεξα, την Ιερουσαλήμ, και τον οίκο για τον οποίο είπα: “Το όνομά μου θα παραμένει εκεί”».+
28 Όσο για την υπόλοιπη ιστορία του Ιωσία, όλα τα έργα του, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο των χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα; 29 Στις ημέρες του ο Φαραώ Νεχαώ, ο βασιλιάς της Αιγύπτου, πήγε να συναντήσει τον βασιλιά της Ασσυρίας κοντά στον Ευφράτη Ποταμό, και ο βασιλιάς Ιωσίας βγήκε να τον αντιμετωπίσει· αλλά όταν τον είδε ο Νεχαώ, τον θανάτωσε στη Μεγιδδώ.+ 30 Οι υπηρέτες του λοιπόν μετέφεραν τη σορό του με άρμα από τη Μεγιδδώ στην Ιερουσαλήμ και τον έθαψαν στον τάφο του. Κατόπιν ο λαός του τόπου πήρε τον γιο του Ιωσία τον Ιωάχαζ, τον έχρισε και τον έκανε βασιλιά στη θέση του πατέρα του.+
31 Ο Ιωάχαζ+ ήταν 23 χρονών όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ τρεις μήνες. Η μητέρα του λεγόταν Αμουτάλ+ και ήταν κόρη του Ιερεμία από τη Λιβνά. 32 Αυτός έκανε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά, σύμφωνα με όλα όσα είχαν κάνει οι προπάτορές του.+ 33 Ο Φαραώ Νεχαώ+ τον φυλάκισε στη Ριβλά,+ στη γη της Αιμάθ, για να μη βασιλεύει πια στην Ιερουσαλήμ, και μετά επέβαλε στον τόπο πρόστιμο 100 τάλαντα* ασήμι και ένα τάλαντο χρυσάφι.+ 34 Επιπλέον, ο Φαραώ Νεχαώ έκανε τον γιο του Ιωσία τον Ελιακείμ βασιλιά στη θέση του πατέρα του τού Ιωσία και τον μετονόμασε σε Ιωακείμ· τον Ιωάχαζ όμως τον πήρε στην Αίγυπτο,+ όπου τελικά πέθανε.+ 35 Ο δε Ιωακείμ έδωσε το ασήμι και το χρυσάφι στον Φαραώ, αλλά αναγκάστηκε να φορολογήσει τον λαό προκειμένου να δώσει το ασήμι που απαίτησε ο Φαραώ. Απέσπασε μια καθορισμένη ποσότητα ασήμι και χρυσάφι από κάθε κάτοικο της χώρας για να τα δώσει στον Φαραώ Νεχαώ.
36 Ο Ιωακείμ+ ήταν 25 χρονών όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ 11 χρόνια.+ Η μητέρα του λεγόταν Ζεβουδά και ήταν κόρη του Φεδαΐα από τη Ρουμά. 37 Αυτός έκανε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά,+ σύμφωνα με όλα όσα είχαν κάνει οι προπάτορές του.+
24 Στις ημέρες του Ιωακείμ ήρθε εναντίον του ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ+ της Βαβυλώνας, και ο Ιωακείμ έγινε υπηρέτης του επί τρία χρόνια. Έπειτα όμως στασίασε εναντίον του. 2 Τότε ο Ιεχωβά άρχισε να στέλνει εναντίον του Ιωακείμ ληστρικές ομάδες από Χαλδαίους,+ Συρίους, Μωαβίτες και Αμμωνίτες. Τους έστελνε εναντίον του Ιούδα για να τον καταστρέψει, όπως είχε πει ο Ιεχωβά+ μέσω των υπηρετών του των προφητών. 3 Ασφαλώς αυτό συνέβη στον Ιούδα κατόπιν προσταγής του Ιεχωβά, για να τον απομακρύνει από μπροστά του+ εξαιτίας όλων των αμαρτιών που είχε διαπράξει ο Μανασσής+ 4 και εξαιτίας του αθώου αίματος που είχε χύσει,+ διότι είχε γεμίσει την Ιερουσαλήμ με αθώο αίμα, και ο Ιεχωβά δεν ήταν διατεθειμένος να δώσει συγχώρηση.+
5 Όσο για την υπόλοιπη ιστορία του Ιωακείμ, όλα τα έργα του, δεν είναι γραμμένα αυτά στο βιβλίο των χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα;+ 6 Έπειτα ο Ιωακείμ πλάγιασε με τους προπάτορές του·+ και στη θέση του έγινε βασιλιάς ο γιος του ο Ιωαχίν.
7 Ο βασιλιάς της Αιγύπτου δεν ξανατόλμησε να βγει από τη χώρα του, γιατί ο βασιλιάς της Βαβυλώνας είχε κατακτήσει όλα τα εδάφη που ανήκαν στον βασιλιά της Αιγύπτου,+ από την κοιλάδα του χειμάρρου* της Αιγύπτου+ ως τον Ευφράτη Ποταμό.+
8 Ο Ιωαχίν+ ήταν 18 χρονών όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ τρεις μήνες.+ Η μητέρα του λεγόταν Νεουσθά και ήταν κόρη του Ελνάθαν από την Ιερουσαλήμ. 9 Αυτός έκανε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά, σύμφωνα με όλα όσα είχε κάνει ο πατέρας του. 10 Εκείνον τον καιρό οι υπηρέτες του βασιλιά Ναβουχοδονόσορα της Βαβυλώνας ανέβηκαν εναντίον της Ιερουσαλήμ και άρχισαν να την πολιορκούν.+ 11 Ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ της Βαβυλώνας ήρθε στην πόλη ενόσω οι υπηρέτες του την πολιορκούσαν.
12 Ο βασιλιάς Ιωαχίν του Ιούδα βγήκε και παραδόθηκε στον βασιλιά της Βαβυλώνας+ μαζί με τη μητέρα του, τους υπηρέτες του, τους άρχοντές του και τους αυλικούς του·+ και ο βασιλιάς της Βαβυλώνας τον πήρε αιχμάλωτο το όγδοο έτος της βασιλείας του.+ 13 Κατόπιν έβγαλε από εκεί όλους τους θησαυρούς του οίκου του Ιεχωβά και τους θησαυρούς της κατοικίας* του βασιλιά.+ Έκοψε σε κομμάτια όλα τα χρυσά σκεύη που είχε φτιάξει ο Σολομών, ο βασιλιάς του Ισραήλ, στον ναό του Ιεχωβά.+ Αυτό συνέβη όπως είχε προείπει ο Ιεχωβά. 14 Οδήγησε σε εξορία όλη την Ιερουσαλήμ, όλους τους άρχοντες,+ όλους τους κραταιούς πολεμιστές και κάθε τεχνίτη και μεταλλουργό*+—συνολικά 10.000 άτομα. Κανείς δεν απέμεινε πίσω εκτός από τους πιο φτωχούς του τόπου.+ 15 Οδήγησε λοιπόν τον Ιωαχίν+ σε εξορία στη Βαβυλώνα·+ πήρε επίσης τη μητέρα του βασιλιά, τις συζύγους του, τους αυλικούς του και τους κορυφαίους άντρες του τόπου, οδηγώντας τους σε εξορία από την Ιερουσαλήμ στη Βαβυλώνα. 16 Ο βασιλιάς της Βαβυλώνας οδήγησε επίσης σε εξορία στη Βαβυλώνα όλους τους πολεμιστές—7.000 άντρες—καθώς και 1.000 τεχνίτες και μεταλλουργούς,* που ήταν όλοι κραταιοί και εκπαιδευμένοι για πόλεμο. 17 Επίσης έκανε βασιλιά στη θέση εκείνου τον Ματτανία, θείο του Ιωαχίν,+ και τον μετονόμασε σε Σεδεκία.+
18 Ο Σεδεκίας ήταν 21 χρονών όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ 11 χρόνια. Η μητέρα του λεγόταν Αμουτάλ+ και ήταν κόρη του Ιερεμία από τη Λιβνά. 19 Αυτός έκανε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά, σύμφωνα με όλα όσα είχε κάνει ο Ιωακείμ.+ 20 Αυτά τα πράγματα έγιναν στην Ιερουσαλήμ και στον Ιούδα εξαιτίας του θυμού του Ιεχωβά, ώσπου τους απέρριψε από μπροστά του.+ Και ο Σεδεκίας στασίασε εναντίον του βασιλιά της Βαβυλώνας.+
25 Το ένατο έτος της βασιλείας του Σεδεκία, τον δέκατο μήνα, τη δέκατη ημέρα του μήνα, ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ+ της Βαβυλώνας ήρθε με όλο το στράτευμά του εναντίον της Ιερουσαλήμ.+ Στρατοπέδευσε εναντίον της και έχτισε πολιορκητικό τείχος ολόγυρά της,+ 2 και η πόλη βρισκόταν υπό πολιορκία μέχρι το ενδέκατο έτος του βασιλιά Σεδεκία. 3 Την ένατη ημέρα του τέταρτου μήνα η πείνα ήταν πια μεγάλη+ μέσα στην πόλη και δεν υπήρχε τροφή για τον λαό του τόπου.+ 4 Όταν ανοίχτηκε ρήγμα στο τείχος της πόλης,+ όλοι οι στρατιώτες τράπηκαν σε φυγή τη νύχτα μέσω της πύλης που βρισκόταν ανάμεσα στο διπλό τείχος κοντά στον κήπο του βασιλιά, ενώ οι Χαλδαίοι είχαν περικυκλωμένη την πόλη. Και ο βασιλιάς έφυγε από τον δρόμο της Αραβά.+ 5 Αλλά το στράτευμα των Χαλδαίων καταδίωξε τον βασιλιά, και τον πρόφτασαν στις έρημες πεδιάδες της Ιεριχώς. Όλοι δε οι στρατιώτες του διασκορπίστηκαν από το πλευρό του. 6 Τότε έπιασαν τον βασιλιά,+ τον έφεραν στον βασιλιά της Βαβυλώνας στη Ριβλά και έβγαλαν εναντίον του καταδικαστική απόφαση. 7 Έσφαξαν τους γιους του Σεδεκία μπροστά στα μάτια του· έπειτα ο Ναβουχοδονόσορ τύφλωσε τον Σεδεκία, τον έδεσε με χάλκινα δεσμά και τον έφερε στη Βαβυλώνα.+
8 Τον πέμπτο μήνα, την έβδομη ημέρα του μήνα, στο δέκατο ένατο έτος του βασιλιά Ναβουχοδονόσορα της Βαβυλώνας, ήρθε στην Ιερουσαλήμ ο Νεβουζαραδάν,+ ο αρχηγός της σωματοφυλακής, ο υπηρέτης του βασιλιά της Βαβυλώνας.+ 9 Έκαψε τον οίκο του Ιεχωβά,+ την κατοικία* του βασιλιά+ και όλα τα σπίτια της Ιερουσαλήμ·+ έκαψε επίσης το σπίτι κάθε επιφανούς άντρα.+ 10 Και όλο το στράτευμα των Χαλδαίων που ήταν μαζί με τον αρχηγό της σωματοφυλακής γκρέμισε τα τείχη που περιέβαλλαν την Ιερουσαλήμ.+ 11 Ο Νεβουζαραδάν, ο αρχηγός της σωματοφυλακής, οδήγησε σε εξορία τον υπόλοιπο λαό που απέμεινε στην πόλη, όπως επίσης τους λιποτάκτες που είχαν αυτομολήσει στον βασιλιά της Βαβυλώνας και τον υπόλοιπο πληθυσμό.+ 12 Αλλά ο αρχηγός της σωματοφυλακής άφησε πίσω μερικούς από τους πιο φτωχούς του τόπου για να υπηρετούν ως αμπελουργοί και ως εργάτες για υποχρεωτική εργασία.+ 13 Και οι Χαλδαίοι κομμάτιασαν τους χάλκινους στύλους+ του οίκου του Ιεχωβά, τα καρότσια+ και τη χάλκινη Θάλασσα+ που υπήρχαν στον οίκο του Ιεχωβά, και μετέφεραν τον χαλκό στη Βαβυλώνα.+ 14 Πήραν επίσης τα δοχεία, τα φτυάρια, τα λυχνοψάλιδα, τα ποτήρια και όλα τα χάλκινα σκεύη που χρησιμοποιούνταν στην υπηρεσία του ναού. 15 Ο αρχηγός της σωματοφυλακής πήρε τα πυροδοχεία και τις κούπες που ήταν από γνήσιο χρυσάφι+ και ασήμι.+ 16 Όσο για τους δύο στύλους, τη Θάλασσα και τα καρότσια που είχε φτιάξει ο Σολομών για τον οίκο του Ιεχωβά, ο χαλκός όλων αυτών των αντικειμένων ήταν αδύνατον να ζυγιστεί.+ 17 Κάθε στύλος είχε ύψος 18 πήχεις,*+ και το κιονόκρανό του ήταν χάλκινο· το ύψος του κιονόκρανου ήταν 3 πήχεις, ενώ το πλέγμα και τα ρόδια ολόγυρά του ήταν όλα χάλκινα.+ Ο δεύτερος στύλος με το πλέγμα του ήταν ίδιος με αυτόν.
18 Ο αρχηγός της σωματοφυλακής πήρε επίσης τον Σεραΐα+ τον πρωθιερέα και τον Σοφονία+ τον δεύτερο ιερέα, καθώς και τους τρεις θυρωρούς.+ 19 Και πήρε από την πόλη έναν αυλικό που ήταν υπεύθυνος για τους στρατιώτες, πέντε στενούς συνεργάτες του βασιλιά οι οποίοι βρέθηκαν στην πόλη, όπως επίσης τον γραμματέα του αρχιστράτηγου, εκείνον που στρατολογούσε τον λαό του τόπου, και 60 άντρες από τον κοινό λαό που βρίσκονταν ακόμη στην πόλη. 20 Ο Νεβουζαραδάν,+ ο αρχηγός της σωματοφυλακής, τους οδήγησε στον βασιλιά της Βαβυλώνας στη Ριβλά.+ 21 Ο δε βασιλιάς της Βαβυλώνας τούς εκτέλεσε στη Ριβλά, στη γη της Αιμάθ.+ Έτσι εξορίστηκε ο Ιούδας μακριά από τη γη του.+
22 Ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ της Βαβυλώνας διόρισε τον Γεδαλία,+ τον γιο του Αχικάμ,+ γιου του Σαφάν,+ υπεύθυνο για τον λαό που είχε αφήσει πίσω στη γη του Ιούδα.+ 23 Όταν όλοι οι αρχηγοί του στρατού και οι άντρες τους άκουσαν ότι ο βασιλιάς της Βαβυλώνας διόρισε τον Γεδαλία, πήγαν αμέσως στον Γεδαλία στη Μισπά. Ήταν ο Ισμαήλ ο γιος του Νεθανία, ο Ιωανάν ο γιος του Καρηά, ο Σεραΐας ο γιος του Τανουμέθ του Νετωφαθίτη και ο Ιααζανίας ο γιος του Μααχαθίτη, μαζί με τους άντρες τους.+ 24 Ο Γεδαλίας ορκίστηκε σε αυτούς και στους άντρες τους και είπε: «Μη φοβάστε να είστε υπηρέτες των Χαλδαίων. Μείνετε σε αυτή τη γη και υπηρετήστε τον βασιλιά της Βαβυλώνας, και θα πάνε καλά τα πράγματα για εσάς».+
25 Και τον έβδομο μήνα ο Ισμαήλ,+ ο γιος του Νεθανία, γιου του Ελισαμά, που καταγόταν από τη βασιλική γραμμή,* πήγε μαζί με 10 άλλους άντρες και επιτέθηκαν στον Γεδαλία και τον σκότωσαν, αυτόν και τους Ιουδαίους και τους Χαλδαίους που ήταν μαζί του στη Μισπά.+ 26 Έπειτα όλος ο λαός, από μικρό μέχρι μεγάλο, περιλαμβανομένων και των αρχηγών του στρατού, σηκώθηκαν και πήγαν στην Αίγυπτο,+ διότι φοβούνταν τους Χαλδαίους.+
27 Το τριακοστό έβδομο έτος της εξορίας του βασιλιά Ιωαχίν+ του Ιούδα, τον δωδέκατο μήνα, την εικοστή έβδομη ημέρα του μήνα, ο βασιλιάς Εβίλ-μερωδάχ της Βαβυλώνας, το έτος κατά το οποίο έγινε βασιλιάς, απελευθέρωσε τον* βασιλιά Ιωαχίν του Ιούδα από τη φυλακή.+ 28 Του μίλησε με καλοσύνη και τοποθέτησε τον θρόνο του ψηλότερα από τους θρόνους των άλλων βασιλιάδων που ήταν μαζί του στη Βαβυλώνα. 29 Έβγαλε λοιπόν ο Ιωαχίν τα ρούχα της φυλακής και έτρωγε τακτικά ενώπιόν του όλες τις ημέρες της ζωής του. 30 Ο βασιλιάς τού χορηγούσε τροφή σε τακτική βάση, τη μια ημέρα μετά την άλλη, όλες τις ημέρες της ζωής του.
Πιθανώς ήταν ξύλινο και κάλυπτε έναν φωταγωγό.
Σημαίνει «ο Θεός μου είναι ο Ιεχωβά».
Ή αλλιώς «η ψυχή μου και οι ψυχές».
Ή αλλιώς «ψυχή».
Δηλαδή ο αδελφός του Οχοζία.
Ή αλλιώς «ζει η ψυχή σου».
Η έκφραση «γιοι των προφητών» φαίνεται ότι αναφέρεται σε σχολή για την εκπαίδευση προφητών ή σε όμιλο προφητών.
Ή αλλιώς «ζει η ψυχή σου».
Ή αλλιώς «ζει η ψυχή σου».
Ή αλλιώς «δύο μέρη».
Ή αλλιώς «ο άνεμος».
Ή πιθανώς «προκαλεί αποβολές».
Ή πιθανώς «αποβολές».
Ή αλλιώς «που ήταν υπηρέτης του Ηλία».
Κυριολεκτικά «Τι υπάρχει ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα;»
Κυριολεκτικά «ενώπιον του οποίου στέκομαι».
Ή αλλιώς «μουσικό».
Ή αλλιώς «κοιλάδα του χειμάρρου».
Ή αλλιώς «κοιλάδα του χειμάρρου».
Ή αλλιώς «όλους όσους έβαζαν ζώνη».
Ή αλλιώς «ροΐ».
Ή αλλιώς «γιατί η ψυχή της είναι πικρή μέσα της».
Ή αλλιώς «ζει η ψυχή σου».
Ή αλλιώς «σωτηρία».
Ή αλλιώς «έπασχε από κάποια δερματική ασθένεια».
Πιθανώς εννοείται ο Νεεμάν.
Το τάλαντο ισοδυναμούσε με 34,2 κιλά. Βλέπε Παράρτημα Β14.
Κυριολεκτικά «ολόκληρο τον καταυλισμό».
Κυριολεκτικά «μια ευλογία».
Κυριολεκτικά «ενώπιον του οποίου στέκομαι».
Ή αλλιώς «ναό».
Τοποθεσία στη Σαμάρεια, πιθανώς λόφος ή οχύρωμα.
Ή αλλιώς «περισσότερες από μία ή δύο φορές».
Κυριολεκτικά «την καρδιά του βασιλιά».
Ή αλλιώς «διάκονος».
Κυριολεκτικά «αυτό το έθνος».
Κυριολεκτικά «το στρατόπεδό του».
Το καβ ισοδυναμούσε με 1,22 λίτρα. Βλέπε Παράρτημα Β14.
Ή αλλιώς «από μέσα, κατάσαρκα».
Ή αλλιώς «στις αγορές».
Το σεάχ ισοδυναμούσε με 7,33 λίτρα. Βλέπε Παράρτημα Β14.
Ο σίκλος ισοδυναμούσε με 11,4 γρ. Βλέπε Παράρτημα Β14.
Κυριολεκτικά «αυτός ο λόγος».
Ή αλλιώς «την ψυχή».
Κυριολεκτικά «ένας τέτοιος λόγος».
Ή αλλιώς «έβαλε».
Δηλαδή απόγονο.
Κυριολεκτικά «κόρη».
Ή αλλιώς «άρρωστος».
Κυριολεκτικά «καθέναν που ουρεί στον τοίχο». Εβραϊκή περιφρονητική έκφραση που αναφέρεται στους άρρενες κάθε ηλικίας.
Ή αλλιώς «Αν συμφωνεί η ψυχή σας».
Κυριολεκτικά «γιο».
Κυριολεκτικά «οδηγούσαμε δίιππα άρματα πίσω από».
Ή αλλιώς «μαύρη σκιά ματιών».
Ή αλλιώς «ευθύ».
Κυριολεκτικά «οίκου».
Ή αλλιώς «δίκαιοι».
Κυριολεκτικά «δεν θα πέσει στη γη».
Προφανώς ένας χώρος όπου έδεναν τα πρόβατα για να τα κουρέψουν.
Ή αλλιώς «της κυρίας».
Ή αλλιώς «ευλόγησε».
Κυριολεκτικά «ευθεία με εμένα».
Ή αλλιώς «δες τον ζήλο μου για τον».
Κυριολεκτικά «Αγιάστε».
Ή αλλιώς «ναό».
Ή αλλιώς «θα δοθεί η δική σας ψυχή αντί για τη δική του».
Κυριολεκτικά «δρομείς».
Κυριολεκτικά «την πόλη», πιθανώς ένα οικοδόμημα όμοιο με φρούριο.
Ή αλλιώς «κοιλάδα του χειμάρρου».
Κυριολεκτικά «Οι ημέρες».
Κυριολεκτικά «όλο το σπέρμα της βασιλείας».
Κυριολεκτικά «των δρομέων».
Ή αλλιώς «διαθήκη».
Ή αλλιώς «το βασιλικό ανάκτορο».
Ή αλλιώς «ναό».
Κυριολεκτικά «όταν βγαίνει και όταν μπαίνει».
Ή αλλιώς «διάδημα».
Πιθανώς επρόκειτο για ρόλο που περιείχε τον Νόμο του Θεού.
Ή αλλιώς «στο βασιλικό ανάκτορο».
Ή αλλιώς «ναό».
Ή αλλιώς «στο βασιλικό ανάκτορο».
Ή αλλιώς «ψυχή».
Ή αλλιώς «από τους γνωστούς τους».
Ή αλλιώς «υπάρχουν ρωγμές».
Ή αλλιώς «έβαζαν σε σακούλια». Κυριολεκτικά «έδεναν».
Κυριολεκτικά «ο Αζαήλ προσήλωσε το πρόσωπό του στο να ανεβεί εναντίον της».
Ή αλλιώς «του ανακτόρου».
Ή αλλιώς «στη Βαιθ-μιλλώ».
Ή αλλιώς «απάλυνε το πρόσωπο».
Δηλαδή με ειρήνη και ασφάλεια.
Κυριολεκτικά «Σύμφωνα με αυτήν περπάτησε αυτός».
Βλέπε Γλωσσάριο.
Κυριολεκτικά «να περπατάει σύμφωνα με».
Δηλαδή ο Ιεροβοάμ Β΄.
Ή αλλιώς «σωτηρίας».
Ή αλλιώς «σωτηρίας εναντίον».
Ή αλλιώς «Θα νικήσεις».
Κυριολεκτικά «Όποτε έμπαινε ο χρόνος», πιθανότατα την άνοιξη.
Ή αλλιώς «νίκησε».
Ή αλλιώς «να συναντηθούμε πρόσωπο με πρόσωπο».
Ή αλλιώς «στο ανάκτορό σου».
Κυριολεκτικά «τη σκηνή».
Περίπου 178 μ. Βλέπε Παράρτημα Β14.
Ή αλλιώς «του ανακτόρου».
Δηλαδή ο Ιεροβοάμ Β΄.
Σημαίνει «ο Ιεχωβά έχει βοηθήσει». Αποκαλείται Οζίας στα εδ. 2Βα 15:13· 2Χρ 26:1-23· Ησ 6:1 και Ζαχ 14:5.
Δηλαδή ο πατέρας του ο Αμαζίας.
Ή αλλιώς «την είσοδο της Αιμάθ».
Δηλαδή την Αλμυρή Θάλασσα, ή αλλιώς τη Νεκρά Θάλασσα.
Δηλαδή του Ιεροβοάμ Β΄.
Σημαίνει «ο Ιεχωβά έχει βοηθήσει». Αποκαλείται Οζίας στα εδ. 2Βα 15:13· 2Χρ 26:1-23· Ησ 6:1 και Ζαχ 14:5.
Ή αλλιώς «το βασιλικό ανάκτορο».
Το τάλαντο ισοδυναμούσε με 34,2 κιλά. Βλέπε Παράρτημα Β14.
Ο σίκλος ισοδυναμούσε με 11,4 γρ. Βλέπε Παράρτημα Β14.
Ή αλλιώς «του ανακτόρου».
Κυριολεκτικά «πέρασε τον ίδιο του τον γιο μέσα από τη φωτιά».
Ή αλλιώς «τους άντρες του Ιούδα».
Ή αλλιώς «του ανακτόρου».
Σημαίνει «ο Ιεχωβά ενισχύει».
Κυριολεκτικά «Φοβούνταν».
Δηλαδή σε κάθε μέρος, είτε αραιοκατοικημένο είτε πυκνοκατοικημένο.
Βλέπε Γλωσσάριο.
Ο εβραϊκός όρος ίσως σχετίζεται με μια λέξη που σημαίνει «κοπριά» και χρησιμοποιείται ως περιφρονητική έκφραση.
Κυριολεκτικά «σκλήρυναν τον τράχηλό τους σαν τον τράχηλο των προπατόρων τους».
Ή αλλιώς «μεταλλικά αγάλματα».
Βλέπε Γλωσσάριο.
Κυριολεκτικά «περνούσαν τους γιους τους και τις κόρες τους μέσα από τη φωτιά».
Κυριολεκτικά «πουλούσαν τον εαυτό τους στο να κάνουν».
Ή αλλιώς «δεν λάτρευαν».
Ή αλλιώς «τα θρησκευτικά έθιμα».
Ή αλλιώς «να λατρεύουν».
Ή αλλιώς «τους δικούς του θεούς».
Ή αλλιώς «τα θρησκευτικά έθιμα».
Ή αλλιώς «τηρούν τα προηγούμενα θρησκευτικά τους έθιμα».
Κυριολεκτικά «δεν φοβάται».
Ή αλλιώς «τηρούσαν τα προηγούμενα θρησκευτικά τους έθιμα».
Συντετμημένη μορφή του ονόματος Αβιά.
Βλέπε Γλωσσάριο.
Ή αλλιώς «το αποκαλούμενο Νεχουστάν».
Δηλαδή σε κάθε μέρος, είτε αραιοκατοικημένο είτε πυκνοκατοικημένο.
Το τάλαντο ισοδυναμούσε με 34,2 κιλά. Βλέπε Παράρτημα Β14.
Ή αλλιώς «του ανακτόρου».
Κυριολεκτικά «έκοψε».
Δηλαδή είχε επικαλύψει με χρυσάφι.
Ή αλλιώς «τον διοικητή».
Ή αλλιώς «τον αυλάρχη».
Ή αλλιώς «τον αρχιοινοχόο».
Ή αλλιώς «ανάκτορο».
Ή αλλιώς «στη συριακή».
Κυριολεκτικά «Κάντε ευλογία μαζί μου και ελάτε σε εμένα».
Ή αλλιώς «ανάκτορο».
Ή αλλιώς «ανάκτορο».
Ή αλλιώς «προσβολής».
Κυριολεκτικά «τα παιδιά έφτασαν μέχρι το στόμιο της μήτρας, αλλά δεν υπάρχει δύναμη για τη γέννα».
Κυριολεκτικά «ένα πνεύμα σε αυτόν».
Κυριολεκτικά «την».
Ή πιθανώς «ανάμεσα στα».
Ή αλλιώς «κανάλια του Νείλου».
Κυριολεκτικά «έχει γίνει».
Ή αλλιώς «το έχω διαμορφώσει».
Δηλαδή για τον Εζεκία.
Ή αλλιώς «ό,τι φυτρώσει από πεσμένους σπόρους σιτηρών».
Ή αλλιώς «ναό».
Κυριολεκτικά «στις ημέρες».
Ίσως με αυτή τη σκάλα υπολόγιζαν την ώρα, όπως με ένα ηλιακό ρολόι.
Ή αλλιώς «άκουσε».
Ή αλλιώς «στο ανάκτορό του».
Ή αλλιώς «στο ανάκτορό σου».
Ή αλλιώς «στο ανάκτορό σου».
Ή αλλιώς «αλήθεια».
Κυριολεκτικά «των ημερών».
Βλέπε Γλωσσάριο.
Κυριολεκτικά «Πέρασε τον ίδιο του τον γιο μέσα από τη φωτιά».
Βλέπε Γλωσσάριο.
Ο εβραϊκός όρος ίσως σχετίζεται με μια λέξη που σημαίνει «κοπριά» και χρησιμοποιείται ως περιφρονητική έκφραση.
Ή αλλιώς «νήμα της στάθμης».
Ή αλλιώς «ρωγμές».
Κυριολεκτικά «απαλή».
Ποιητική έκφραση που αναφέρεται στον θάνατο.
Ή αλλιώς «ανανέωσε τη διαθήκη».
Βλέπε Γλωσσάριο.
Βλέπε Γλωσσάριο.
Βλέπε Γλωσσάριο.
Βλέπε Γλωσσάριο.
Βλέπε Γλωσσάριο, «Γέεννα».
Κυριολεκτικά «να περάσει τον γιο του ή την κόρη του μέσα από τη φωτιά».
Κυριολεκτικά «είχαν δώσει».
Ή αλλιώς «τραπεζαρία».
Στέγαστρα στηριγμένα σε κίονες.
Κυριολεκτικά «δεξιά». Δηλαδή νότια, όταν κάποιος κοιτάζει προς την ανατολή.
Δηλαδή το Όρος των Ελαιών, ιδιαίτερα το νοτιότερο ύψωμα, γνωστό και ως Όρος του Σκανδάλου.
Βλέπε Γλωσσάριο.
Βλέπε Γλωσσάριο.
Ή αλλιώς «τους εφέστιους θεούς· τα είδωλα».
Ο εβραϊκός όρος ίσως σχετίζεται με μια λέξη που σημαίνει «κοπριά» και χρησιμοποιείται ως περιφρονητική έκφραση.
Βλέπε Γλωσσάριο.
Το τάλαντο ισοδυναμούσε με 34,2 κιλά. Βλέπε Παράρτημα Β14.
Βλέπε Γλωσσάριο.
Ή αλλιώς «του ανακτόρου».
Ή πιθανώς «κατασκευαστή προμαχώνων».
Ή πιθανώς «κατασκευαστές προμαχώνων».
Ή αλλιώς «το ανάκτορο».
Ο πήχης ισοδυναμούσε με 44,5 εκ. Βλέπε Παράρτημα Β14.
Κυριολεκτικά «το σπέρμα της βασιλείας».
Κυριολεκτικά «ύψωσε το κεφάλι του».