55 Ωστόσο, ο Λάβαν σηκώθηκε νωρίς το πρωί και φίλησε+ τα παιδιά του και τις κόρες του και τους ευλόγησε.+ Κατόπιν ο Λάβαν τράβηξε το δρόμο του για να επιστρέψει στον τόπο του.+
41 Και ο υπηρέτης έφυγε. Ο δε Δαβίδ σηκώθηκε από ένα κοντινό σημείο που ήταν στα νότια. Και έπεσε με το πρόσωπό του μέχρις εδάφους+ και προσκύνησε τρεις φορές, και άρχισαν να φιλούν+ ο ένας τον άλλον και να κλαίνε ο ένας για τον άλλον ώσπου ο Δαβίδ έκλαψε περισσότερο.+
20 Τότε εκείνος άφησε τους ταύρους και έτρεξε πίσω από τον Ηλία και είπε: «Ας φιλήσω, σε παρακαλώ, τον πατέρα μου και τη μητέρα μου.+ Μετά θα σε ακολουθήσω». Και αυτός του είπε: «Πήγαινε, γύρισε πίσω· διότι σου έκανα εγώ τίποτα;»