Είμεθα Πολύ Ανθρώπινοι για να Επιζήσωμε;
«Απλή διανοητική εντιμότης μάς ανάγκασε ν’ αντιμετωπίσουμε την παράδοξη δυνατότητα ότι εμείς οι άνθρωποι βρισκόμεθα περίπου στο τέλος των ημερών μας, ότι τα προβλήματά μας επιβιώσεως δεν θα λυθούν επειδή είμεθα απλώς πάρα πολύ ανθρώπινοι.» Έτσι έγραψε ένας από τους σπουδαιοτέρους συγγραφείς και εκδότας της Αμερικής, ο Ρ. Χ. Ρόβερ, στο τέλος της έκτης δεκαετίας του εικοστού αιώνος.
Τον Μάιο του 1971 περίπου 800 Αυστραλοί επιστήμονες εξέφρασαν ομοίους φόβους και τον Ιανουάριο του 1972 έτσι έκαμε και η «Λέσχη της Ρώμης,» μια ομάς επιστημόνων και βιομηχάνων. Περίπου ταυτόχρονα Βρεττανοί επιστήμονες προειδοποίησαν μέσω του περιοδικού Οικολογία (στην Αγγλική) ότι «δυνατόν εμείς να περιπλέξωμε τον δρόμο μας για την εξαφάνισι.» Και σύμφωνα με τον Καθηγητή Μάρμορ, «ποτέ προηγουμένως στην ιστορία της η ίδια η ύπαρξις του ανθρώπου δεν βρισκόταν σε τόσο επικίνδυνη θέσι.»
Ποια είναι η αιτία του διλήμματος του ανθρώπου που φαίνεται ν’ απειλή την ίδια του επιβίωσι; Υπάρχουν εκείνοι που ισχυρίζονται ότι φταίει η βιολογική φύσις του ανθρώπου, ότι η κατασκευή της διανοίας του ανθρώπου και του σώματός του είναι τέτοια ώστε να καταδικάζη την ύπαρξί του. Άλλοι επιμένουν ότι δεν συμβαίνει αυτό, αλλ’ ότι η δυσκολία βρίσκεται στις «ιερές αγελάδες» των ελευθέρων επιχειρήσεων, στον εθνικισμό και στον πόλεμο. Αναμφιβόλως αυτές «οι ιερές αγελάδες» επηρεάζουν το ζήτημα, όπως το επηρεάζουν και ο υπερπληθυσμός σε ωρισμένες περιοχές, η μόλυνσις και η εξάντλησις των φυσικών πόρων—οι παράγοντες που ευθύνονται κατά τους Αυστραλούς επιστήμονας.
Η ανθρώπινη λογίκευσις μόνη της δεν μπορεί να φθάση στη λύσι, επειδή το πρόβλημα είναι πολύ μεγάλο για να το λύση ο άνθρωπος. Οι άνθρωποι δυνατόν να συμπεραίνουν, όπως έκαμαν πολλοί, ότι ο άνθρωπος κατευθύνεται προς την εξαφάνισι, όπως ακριβώς εκατοντάδες άλλα πλάσματα της γης έχουν εξαφανισθή ή προχωρούν προς την εξαφάνισι· και είναι αλήθεια ότι φαίνεται να υπάρχη μικρή ελπίδα όπως οι άνθρωποι αλλάξουν την πορεία τους. Αλλ’ ας μη λησμονούμε πώς ο άνθρωπος βρέθηκε πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη. Δεν δημιουργήθηκε μόνος του, ούτε υπάρχει η ελαχίστη απόδειξις ότι εξελίχθηκε από μια κατώτερη μορφή ζωής ή πλάσματος. Ετέθη εδώ από τον Δημιουργόν ολοκλήρου του σύμπαντος. Αν αφήνονταν στον εαυτό τους, ασφαλώς οι άνθρωποι θα εξαφανίζονταν. Αλλ’ ο Δημιουργός δεν πρόκειται να επιτρέψη να συμβή τέτοιο πράγμα.
Ο Θεός εδημιούργησε τη γη και τον άνθρωπο και ενδιαφέρεται για την τύχη τους. Ο Λόγος του μας λέγει ότι δεν έπλασεν αυτή τη γη «ματαίως, αλλ’ έπλασεν αυτήν διά να κατοικήται.» Και ο Θεός στον Λόγο του όχι μόνον μας λέγει ποιος είναι ο σκοπός του σχετικά με αυτή τη γη, αλλά περαιτέρω μας βεβαιώνει: «Ο λόγος ο εξερχόμενος εκ του στόματός μου δεν θέλει επιστρέψει εις εμέ κενός, αλλά θέλει εκτελέσει το θέλημά μου και θέλει ευοδωθή εις ό,τι αυτόν αποστέλλω.»—Ησ. 45:18· 55:11.
Είναι, λοιπόν, ο άνθρωπος «πάρα πολύ ανθρώπινος για να επιβιώση; Πώς μπορούσε να συμβαίνη αυτό αφού ο άνθρωπος δημιουργήθηκε ‘κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του Θεού’; Ο πρώτος άνθρωπος είχε τη δυνατότητα να ζη αιωνίως, και μάλιστα με παραδεισιακές συνθήκες, διότι μόνον αν παρήκουε στον Θεό του επρόκειτο να πεθάνη. Έτσι ο άνθρωπος είχε τη δυνατότητα—διανοητικώς, σωματικώς, συγκινησιακώς και ηθικώς—να ζη αιωνίως.—Γεν. 1:26, 27· 2:16, 17.
Τότε γιατί ο κόσμος βρίσκεται σ’ ένα τέτοιον κυκεώνα; Γιατί φαίνεται ότι το ανθρώπινο γένος απειλείται μ’ εξαφάνισι; Υπάρχουν δυο βασικοί λόγοι και αυτοί είναι στενά συνδεδεμένοι. Ο ένας είναι ότι ο άνθρωπος παρήκουσε στον Θεό και εξέλεξε να διευθύνη ο ίδιος τον δρόμο του. Εν τούτοις δεν είχε ούτε το δικαίωμα ούτε την ικανότητα να ενεργή έτσι. (Ιερεμ. 10:23) Μάλιστα συνέβη όπως διαβάζομε: «Ο αληθής Θεός έκαμε τον άνθρωπο ευθύν, αλλ’ αυτοί οι ίδιοι επεζήτησαν λογισμούς πολλούς.» (Εκκλησ. 7:29) Με το να πηγαίνη ο άνθρωπος αντίθετα με το ρητό θέλημα του Δημιουργού και Σχεδιαστού του, ήταν αναπόφευκτο να μπη σε δυσκολίες, όπως ακριβώς θα είχε δυσκολία ο καθένας που θα προσπαθούσε να χρησιμοποιήση μια περίπλοκη μηχανή αντίθετα με τις οδηγίες που εδόθησαν από τον κατασκευαστή της.—Ωσηέ 8:7.
Ο δεύτερος βασικός λόγος γιατί το μέλλον εμφανίζεται τόσο απαίσιο στον άνθρωπο οφείλεται στον αόρατο ‘άρχοντα του κόσμου τούτου,’ ο οποίος έχει εξαπατήσει σχεδόν όλο το ανθρώπινο γένος. Από το ένα μέρος ματαιώνει τις ευγενείς προσπάθειες των εντίμων ανθρώπων και από το άλλο μέρος, υποβοηθεί ιδιοτελείς ανθρώπους στα σχέδιά των. Δεν είναι άλλος παρά ο «θεός αυτού του συστήματος πραγμάτων,» ο ‘άρχων της εξουσίας του αέρος, το πνεύμα το οποίον ενεργεί την σήμερον εις τους υιούς της απειθείας.’ Αυτός ονομάζεται «ο δράκων ο μέγας, ο όφις ο αρχαίος, ο καλούμενος Διάβολος και ο Σατανάς.» Χωρίς τον Θεό, οι άνθρωποι είναι πιόνια στα χέρια του.—Ιωάν. 12:31· 2 Κορ. 4:4, ΜΝΚ· Εφεσ. 2:2· Αποκάλ. 12:9.
Μολονότι ιδιοτελείς άνθρωποι τυφλά απειλούν την επιβίωσί των, η επιβίωσις του ανθρωπίνου γένους είναι εξασφαλισμένη, επειδή ο Δημιουργός ενδιαφέρεται περισσότερο για την επιβίωσι του ανθρώπου παρά ο ίδιος ο άνθρωπος. Ακριβώς όπως ένας σοφός και στοργικός πατέρας συχνά ενδιαφέρεται περισσότερο για την ευημερία των παιδιών του παρά αυτά τα ίδια, έτσι και ο Μέγας Δημιουργός ενδιαφέρεται περισσότερο για την επιβίωσι του ανθρωπίνου γένους παρά οι ίδιοι οι άνθρωποι. Αλλ’ εκεί η αναλογία τελειώνει· διότι ενώ οι επίγειοι πατέρες συχνά φαίνονται αβοήθητοι σε τέτοιες καταστάσεις, ο Δημιουργός, ο Ιεχωβά Θεός, μπορεί και θα κάμη κάτι γι’ αυτό, και μάλιστα στο πολύ εγγύς μέλλον.
Τι; Ο Λόγος του μας λέγει σε μια προφητεία που εφαρμόζεται σ’ αυτή τη γενεά: Ο καιρός ήλθε για «να διαφθείρη τους διαφθείροντας την γην.» Εκείνοι που τώρα διαφθείρουν τη γη οι ίδιοι θα καταστραφούν κατά τον «πόλεμον της ημέρας εκείνης της μεγάλης του Θεού του Παντοκράτορος,» τον Αρμαγεδδώνα.—Αποκάλ. 11:18· 16:14, 16.
Περαιτέρω, ο Θεός υπόσχεται να κάμη αυτή τη γη ένα κατάλληλο τόπο στον οποίο να ζη κανείς: ‘Η γη θα είναι γεμάτη από τη γνώσι του Θεού, καθώς τα ύδατα σκεπάζουν τη θάλασσα’· ‘οι άνθρωποι δεν θα μαθαίνουν πια τον πόλεμο, αλλ’ ο καθένας θα κάθεται κάτω από την άμπελό του και τη συκιά του,’ ακόμη και ‘ο θάνατος, το πένθος, η κραυγή και ο πόνος δεν θα υπάρχουν πια.’ Ο Δημιουργός είναι αποφασισμένος να κάμη αυτή τη γη ένα τόπο που θα φέρη δόξα, όχι δυσφήμισι σ’ Αυτόν.—Ησ. 11:9· Μιχ. 4:1-4· 1 Κορ. 15:25, 26· Αποκάλ. 21:4.
Το ανθρώπινον γένος δεν είναι «πάρα πολύ ανθρώπινο» για να επιβιώση και η βιολογική φύσις του ανθρώπου δεν πρέπει να θεωρήται εξ ολοκλήρου υπεύθυνη για τον κυκεώνα στον οποίον ο κόσμος βρίσκεται. Η αλήθεια αυτή αποδεικνύεται από το ένα και ήμισυ εκατομμύριο Χριστιανούς μάρτυρας του Ιεχωβά οι οποίοι ζουν με ειρήνη και ενότητα ο ένας με τον άλλον, ακόμη και με τις παρούσες συνθήκες. Μαζί τους η συνεργατικότης αντικατέστησε τη φιλονεικία, και η αδελφική αγάπη την πλεονεξία. Με αυτούς ο Δημιουργός θ’ αρχίση ‘τη νέα του γη, όπου πρόκειται να κατοική δικαιοσύνη.’—2 Πέτρ. 3:13.