Η Πόλη Φίλιπποι της Μακεδονίας
Ο προσδιορισμός της σας Ρωμαϊκής αποικίας απέδωσε στην πόλη αυτή απαλλαγή από φόρους, και άλλα προνόμια, ανάμεσα στα οποία πιθανώς και το προνόμιο Ρωμαϊκής πολιτείας, δευτερεύουσας μορφής. Οι πολίτες επομένως είχαν μια ισχυρότερη προσήλωση και αίσθημα προς τη Ρώμη, απ’ όσο μπορούσε να γίνει αλλιώς. Αυτό το γεγονός μπορεί να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο οι κύριοι του κοριτσιού από το οποίο ο απόστολος Παύλος εξόρκισε δαιμόνιο μαντείας, τόνισαν το σημείο αυτό ενώπιον των δικαστικών, «Ρωμαίοι όντες», στις κατηγορίες τους εναντίον του Παύλου και του Σίλα. (Πράξ. 16:16-24) Θα γινόταν επίσης πολύ κατανοητό στους Φιλιππήσιους Χριστιανούς, αυτό που έγραψε αργότερα ο Παύλος προτρέποντας τους να «συμπεριφέρονται σαν πολίτες», άξια με το ευαγγέλιο του Χριστού και υπενθυμίζοντας τους ότι «το πολίτευμα ημών είναι εν ουρανοίς», διότι η κοσμική Ρωμαϊκή ιδιότητα του πολίτη θα εκτιμούνταν πολύ στους Φιλίππους, σαν κάτι για το οποίο να καυχώνται.—Φιλιππ. 1:27· 3:20, Διάστιχη Μετάφραση της Βασιλείας.
Η Επίσκεψη του Παύλου
Οι Φίλιπποι είχαν το προνόμιο να είναι η πρώτη πόλη της Ευρώπης που άκουσε τον Παύλο να κηρύττει το Ευαγγέλιο το έτος 50 μ.Χ. περίπου, στη διάρκεια του δευτέρου ιεραποστολικού ταξιδιού του. Ο Παύλος πήγε εκεί υπακούοντας σ’ ένα νυχτερινό όραμα στην Τρωάδα της Μικράς Ασίας, στο οποίο ένας Μακεδόνας τον ικέτευσε: «Διάβα εις Μακεδονίαν και βοήθησον ημάς». (Πράξ. 16:8-19) Ο Παύλος και οι σύντροφοι του, περιλαμβανομένου προφανώς και του χρονογράφου τους Λουκά, έμειναν εκεί πολλές μέρες, και το Σάββατο, «εξήλθον έξω της πόλεως πλησίον του ποταμού», όπου ο Λουκάς αφηγείται ότι, «εσυνηθίζετο να γίνηται προσευχή». Μερικοί νομίζουν ότι δεν υπήρχε συναγωγή στους Φιλίππους, λόγω του στρατιωτικού χαρακτήρα της πόλης ότι στους εκεί Ιουδαίους απαγορευόταν να συναθροίζονται μέσα στην πόλη για λατρεία. (Βλέπε Βοήθημα στη λέξη «Ceasar» σελ. 273, παρ. 1) Οπωσδήποτε, ο Παύλος μίλησε στις εκεί συγκεντρωμένες γυναίκες, και βρήκε μία, ονομαζόμενη Λυδία, που λάτρευε το Θεό, και «της οποίας ο Κύριος διήνοιξε την καρδίαν διά να προσέχη εις τα λαλούμενα υπό του Παύλου». Αυτή και η οικογένεια της βαφτίστηκαν, και ήταν τόσο μεγάλη η εκτίμηση και η φιλοξενία της, ώστε παρακάλεσε (τον Παύλο και τους συντρόφους του), «λέγουσα . . . εισέλθετε εις τον οίκον μου, και μείνατε».—Πράξ. 16:11-15.
Και τώρα ο Παύλος, αφού απάντησε στην πρόσκληση να έρθει στη Μακεδονία, αντιμετώπισε διωγμό από την πρώτη ακόμη πόλη, αυτή τη φορά όχι από Ιουδαϊκές πηγές, όπως είχε γίνει στη Γαλατία. Οι άρχοντες της πόλεως ενήργησαν σύμφωνα με ψεύτικες κατηγορίες που έγιναν από τους κυρίους του δαιμονισμένου κοριτσιού οι οποίοι είχαν χάσει το εισόδημα τους, γιατί αυτή δεν μπορούσε πια να συνεχίσει το έργο της μαντείας της, από το οποίο είχαν κερδίσει πολλά. Τον Παύλο και τον Σίλα τους χτύπησαν με ράβδους, τους έβαλαν στη φυλακή, και έκλεισαν τα πόδια τους σε ξύλινα δεσμά.—Πράξ. 16:16-24.
Στο μέσον της νύχτας όμως, καθώς αυτοί προσεύχονταν και αινούσαν το Θεό με ύμνους, και άκουγαν οι άλλοι φυλακισμένοι, έγινε ένα θαύμα. Ένας σεισμός έσπασε τα δεσμά των φυλακισμένων και άνοιξε τις πόρτες. Ο δεσμοφύλακας, γνωρίζοντας ότι θα αντιμετώπιζε την ποινή του θανάτου για τον χαμό των φυλακισμένων που του είχαν ανατεθεί, ετοιμαζόταν ν’ αυτοκτονήσει, οπότε ο Παύλος φώναξε, «Μη πράξης μηδέν κακόν εις σεαυτόν· διότι πάντες είμεθα εδώ»! Ο δεσμοφύλακας και η οικογένεια του τότε άκουσαν τον Παύλο και τον Σίλα, επιμελήθηκαν τα τραύματα τους από το χτυπήματα, κι έγιναν βαφτισμένοι πιστοί.—Πράξ. 16:25-34.
Το επόμενο πρωί, αφού έμαθαν ίσως για το θαυματουργικό γεγονός, οι άρχοντες της πόλης διέταξαν το δεσμοφύλακα να απολύσει τον Παύλο. Αλλά ο Παύλος ενδιαφερόταν να διεκδικήσει, να υπερασπίσει και να εδραιώσει νομικά τα καλά νέα, περισσότερο από την άμεση απόλυση του. Δεν ήθελε να υποβληθεί σε μια κρυφή απόλυση «από την πίσω πόρτα», για να τηρηθούν τα προσχήματα στους άρχοντες της πόλης. Επέστησε την προσοχή τους στο ότι ήταν Ρωμαίος πολίτης, και στο ότι είχαν χτυπήσει δημοσία κι αυτόν και τον Σίλα, χωρίς να είναι κατάδικοι. Όχι, βέβαια! Έπρεπε αυτοί να ομολογήσουν καθαρά ότι αυτοί οι ίδιοι, και όχι οι Χριστιανοί, ενήργησαν παράνομα. Οι άρχοντες, όταν άκουσαν ότι ο Παύλος και ο Σίλας ήταν Ρωμαίοι πολίτες, φοβήθηκαν, και πηγαίνοντας προσωπικά σ’ αυτούς, ‘τους ικέτευαν’, τους έβγαλαν και τους παρακάλεσαν να εγκαταλείψουν την πόλη.—Πράξ. 16:35-40.
Ωστόσο, ο Παύλος ίδρυσε μια καλή εκκλησία στους Φιλίππους, μια εκκλησία που ήταν πάντοτε αγαπητή στην καρδιά του. Η αγάπη των αδελφών γι’ αυτόν εκδηλώθηκε με την επιμελή φροντίδα τους και την πρόνοια που έλαβαν γι’ αυτόν ακόμη και όταν αυτός βρισκόταν αλλού. (Φιλιππ. 4:16) Ο Παύλος επισκέφθηκε πάλι τους Φιλίππους στη διάρκεια του τρίτου ιεραποστολικού ταξιδιού του, και, ίσως επίσης και τρίτη φορά, μετά την απόλυση του από την πρώτη φυλάκιση του στη Ρώμη.—Πράξ. 20:1, 2, 6· Φιλιππ. 1:19· 2:24.