Είμαι Ευγνώμων που Επέζησα
ΑΝ ΕΧΕΤΕ δει την κινηματογραφική ταινία Η Γέφυρα του Ποταμού Κβάι, μπορεί εύκολα να συμμεριστείτε την ιστορία μου. Ήμουν αιχμάλωτος των Ιαπώνων στη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου και βρισκόμουν ανάμεσα σ’ εκείνους που εξαναγκάστηκαν να κατασκευάσουν τη σιδηροδρομική γραμμή κατά μήκος του ποταμού Κβάι (τώρα Χουάε Νόι).
Τα στρατεύματά μας, που αποτελούνταν από Ολλανδούς και ντόπιους, είχαν παραδοθεί στην Μπάντουνγκ της Ιάβας, το Μάρτιο του 1942, έπειτα από μέρες διαρκούς υποχώρησης έναντι του αριθμητικά ανώτερου ιαπωνικού στρατού. Μείναμε μερικές εβδομάδες σε μια τοπική κρατική φυλακή· έπειτα, κάποια μέρα, νωρίς το πρωί, μας είπαν να ετοιμαστούμε για μια μεγάλη πορεία.
Πρώτα, όμως, μας πήγαν με το τρένο από την Μπάντουνγκ στην Μπατάβια (τωρινή Τζακάρτα), την πρωτεύουσα της Ιάβας. Εκεί μας έβαλαν σ’ ένα πλοίο για το ταξίδι μας ως τη Σιγκαπούρη. Στη Σιγκαπούρη μάς στρίμωξαν σε κάποιο τρένο το οποίο μας μετέφερε σε απόσταση χιλίων εξακοσίων χιλιομέτρων περίπου μέχρι το Σιάμ (τωρινή Ταϋλάνδη). Προτού φτάσουμε στην πρωτεύουσα, την Μπανγκόκ, το τρένο έστριψε δυτικά ακολουθώντας μια δευτερεύουσα σιδηροδρομική γραμμή και έφτασε στην Κανσαναμπούρι, κοντά στα σύνορα της Βιρμανίας (τωρινή Μιανμάρ).
Σύμφωνα με το σχέδιο που είχε εκπονηθεί, η προτεινόμενη σιδηροδρομική γραμμή θα ακολουθούσε τον ποταμό Κβάι, κι αυτό γιατί ο ποταμός προμήθευε νερό για να πίνουμε και να πλενόμαστε. Εμείς, οι μισοπεθαμένοι από την πείνα αιχμάλωτοι, έπρεπε να κατασκευάσουμε τις σιδηροδρομικές γραμμές ως τη Βιρμανία. Φορτηγά μάς μετέφεραν μέχρι το τέρμα ενός ασφαλτοστρωμένου δρόμου και κατόπιν ακολουθήσαμε ένα χωματόδρομο που μας έβγαλε στο πρώτο στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου. Το επόμενο πρωί μας οδήγησαν σ’ ένα δεύτερο στρατόπεδο.
Απ’ αυτό το δεύτερο στρατόπεδο άρχισε η μεγάλη μας πορεία. Αλλά προτού σας περιγράψω τι συνέβη, επιτρέψτε μου να πω μερικά πράγματα για το παρελθόν μου και για το πώς κατέληξα αιχμάλωτος πολέμου των Ιαπώνων.
Ο Πόλεμος Φτάνει στις Ολλανδικές Ινδίες
Η μητέρα μου ήταν γερμανικής καταγωγής και ο πατέρας μου ήταν Ολλανδός. Ζούσαμε σε μια ωραία, καταπράσινη φάρμα στην πλαγιά του ηφαιστείου Μπούκιτ Ντάουν στην Ιάβα, το τέταρτο σε μέγεθος νησί από τα 13.600 και πλέον νησιά που απάρτιζαν τις Ολλανδικές Ινδίες (τωρινή Ινδονησία). Ο πατέρας είχε μια φυτεία με καουτσουκόδεντρα, και εγώ πήγαινα σχολείο στη μεγάλη πόλη Μπάντουνγκ. Όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος το 1939, μετακομίσαμε γύρω στα 550 χιλιόμετρα μακριά, στην πόλη Λάχατ της Σουμάτρας.
Η μητέρα μου ήταν Ρωμαιοκαθολική, κι έτσι έστειλαν τους δύο αδελφούς μου κι εμένα σ’ ένα Καθολικό οικοτροφείο. Μια μέρα, στη διάρκεια του μαθήματος, ρώτησα τον ιερέα: «Γιατί ο Χίτλερ διώκει τους Εβραίους αφού και ο Ιησούς ήταν Εβραίος;» Εκείνος απάντησε θυμωμένα ότι ο Ιησούς δεν ήταν Εβραίος, δηλώνοντας άκαμπτα ότι ήταν ο Θεός, μέρος της Τριάδας.
«Μα, η Μαρία, η μητέρα του Ιησού, δεν ήταν Εβραία;» ρώτησα.
Ο ιερέας θύμωσε ακόμη πιο πολύ και απάντησε: «Θα σου πω όταν μεγαλώσεις. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να καταλάβεις τώρα!»
Στην Ευρώπη, ο γερμανικός στρατός εισέβαλε στην Ολλανδία το Μάιο του 1940. Οι Ολλανδικές Ινδίες ήταν τότε ολλανδική αποικία. Πριν απ’ αυτό ο πατέρας μου είχε προσχωρήσει στην Εθνικοσοσιαλιστική Ένωση, πιστεύοντας ότι αυτό το πολιτικό κόμμα θα πρόσφερε στις Ολλανδικές Ινδίες καλύτερη άμυνα σε καιρό πολέμου. Αλλά όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ολλανδία, η Εθνικοσοσιαλιστική Ένωση άρχισε να υποστηρίζει τον Χίτλερ. Ο πατέρας μου αμέσως παραιτήθηκε από το κόμμα, αλλά ήταν πολύ αργά. Ο Ολλανδικός Στρατός συγκέντρωσε όλα τα μέλη της Εθνικοσοσιαλιστικής Ένωσης που βρίσκονταν στις Ολλανδικές Ινδίες και τους έβαλε σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Φυλάκισαν και τον πατέρα μου.
Όταν το γερμανικό πολεμικό πλοίο Βίσμαρκ βυθίστηκε το Μάιο του 1941, πολλοί μαθητές στο οικοτροφείο όπου ήμασταν χάρηκαν. Ξέροντας ότι η μητέρα μου ήταν γερμανικής καταγωγής, φώναζαν: «Οι μόνοι καλοί Γερμανοί είναι οι νεκροί Γερμανοί!» Στη διάρκεια του μαθήματος, ρώτησα τον ιερέα: «Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι Καθολικοί επίσκοποι και ιερείς στη Γερμανία θα έπρεπε να πεθάνουν;» Εκείνος έφυγε αμέσως από την αίθουσα. Όταν επέστρεψε, έπειτα από μια ώρα, μας απαγόρεψε να αναφερθούμε ξανά στην πολιτική και στον πόλεμο.
Η μητέρα δυσκολευόταν να τα βγάλει πέρα με τη φάρμα τώρα που ο πατέρας ήταν πολιτικός κρατούμενος. Έτσι επέστρεψα στο σπίτι για να τη βοηθήσω, ενώ οι δυο αδελφοί μου έμειναν στο σχολείο. Σε κάποιο γράμμα του, ο πατέρας μίλησε για ένα συγκρατούμενό του, έναν αντιρρησία συνείδησης, ο οποίος του δίδασκε ενδιαφέροντα πράγματα από την Αγία Γραφή.
Περίπου εκείνη την εποχή κάλεσαν το μεγάλο μου αδελφό στο στρατό, και τρεις μήνες αργότερα πήγα κι εγώ ως εθελοντής. Η εργασία που μου ανέθεσαν ήταν σε γραφείο σε μια δημόσια υπηρεσία, αλλά όταν οι Ιάπωνες επιτέθηκαν στο Περλ Χάρμπορ το Δεκέμβριο του 1941, με μετέθεσαν αμέσως στο στρατό των Ολλανδικών Ινδιών και με εκπαίδευσαν για μάχες στη ζούγκλα. Μάθαμε να θάβουμε πολεμοφόδια μέσα στη ζούγκλα και να σημειώνουμε τα μέρη αυτά σε στρατιωτικούς χάρτες. Αυτό γινόταν για να διασφαλιστεί το γεγονός ότι, με τη βοήθεια αυτών των χαρτών, θα είχαμε πάντοτε στη διάθεσή μας πολεμοφόδια για να τα χρησιμοποιούμε στις μάχες που γίνονταν στη ζούγκλα.
Σύντομα οι ιαπωνικές στρατιωτικές δυνάμεις έκαναν απόβαση στα νησιά Μπιλίτον (τώρα Μπελίτουνγκ) και στη Σουμάτρα. Εκεί οι δυνάμεις μας, που υστερούσαν αριθμητικά, τις αντιμετώπισαν. Οι Ιάπωνες γρήγορα κατέλαβαν την Παλεμπάνγκ, μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Σουμάτρας. Εμείς λάβαμε τη διαταγή να οπισθοχωρήσουμε από τον πορθμό της Σούντα στο Μέρακ, στη δυτική ακτή της Ιάβας, και από εκεί οπισθοχωρήσαμε στην Μπατάβια. Τελικά, όπως είπα νωρίτερα, παραδοθήκαμε στους Ιάπωνες στην Μπάντουνγκ και γίναμε αιχμάλωτοι πολέμου.
Βλέπω τον Πατέρα Μου
Από μια απρόσμενη τροπή των γεγονότων, οι ιαπωνικές δυνάμεις κατοχής αποφυλάκισαν τον πατέρα μου εκεί στην Μπάντουνγκ, μαζί με όλους τους άλλους πολιτικούς κρατουμένους. Έτσι, εκείνος πήγε να μείνει στο σπίτι μιας θείας μου στην Μπάντουνγκ. Εκεί έμαθε ότι ήμουν φυλακισμένος κάπου κοντά και με επισκέφτηκε. Μπόρεσα να του πω πού ζούσε τώρα η οικογένειά μας και ότι, όπως ανακοινώθηκε, ο μεγάλος μου αδελφός ήταν αγνοούμενος.
Ο πατέρας άρχισε να μου λέει γεμάτος ενθουσιασμό τι είχε μάθει για την Αγία Γραφή από το συγκρατούμενό του. Μου είπε ότι το όνομα του Θεού δεν ήταν Ιησούς, αλλά κάποιο όνομα που τότε μου φάνηκε παράξενο—Ιεχωβά. Δυστυχώς, οι Ιάπωνες δεν επέτρεψαν στον πατέρα άλλες επισκέψεις, κι έτσι δεν του ξαναμίλησα. Η ελευθερία του πατέρα μου δεν κράτησε πολύ. Ανακάλυψα μετά τον πόλεμο ότι είχε πεθάνει σ’ ένα ιαπωνικό στρατόπεδο συγκέντρωσης κοντά στην Μπάντουνγκ τον Οκτώβριο του 1944.
Η Κατασκευή της Σιδηροδρομικής Γραμμής
Όπως σας περιέγραψα στην αρχή, εμείς οι αιχμάλωτοι πολέμου μεταφερθήκαμε στα σύνορα της Βιρμανίας. Μας χώρισαν σε ομάδες, και το σχέδιο ήταν κάθε ομάδα να κατασκευάσει σιδηροδρομικές γραμμές μήκους 20 περίπου χιλιομέτρων. Το πρώτο κομμάτι έπρεπε να συναντήσει το έργο του άλλου συνεργείου που είχε ξεκινήσει 20 χιλιόμετρα μπροστά από το πρώτο. Τα συνεργεία κρατουμένων που ολοκλήρωναν τμήματα της σιδηροδρομικής γραμμής επρόκειτο τελικά να συναντηθούν με άλλα συνεργεία κρατουμένων που τοποθετούσαν γραμμές από το εσωτερικό της Βιρμανίας.
Μέσα στην τροπική ζέστη και στην υγρασία, η κατασκευή μιας σιδηροδρομικής γραμμής με τα χέρια, στην ουσία χωρίς καθόλου μηχανικό εξοπλισμό, ήταν αρκετά εξαντλητική, ακόμη και για ανθρώπους σε καλή φυσική κατάσταση. Αλλά έτσι όπως ήμασταν μισοπεθαμένοι από την πείνα, ήταν σχεδόν πέρα από τα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Κάτι που μεγάλωσε την εξαθλίωσή μας ήταν το γεγονός ότι έπειτα από λίγο χρειαζόταν να δουλεύουμε ξυπόλυτοι και σχεδόν γυμνοί επειδή, μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες και με τις συνεχείς βροχές από τους μουσώνες, τα ρούχα μας και οι μπότες μας είχαν λιώσει.
Σαν να μην έφτανε αυτό, δεν είχαμε ουσιαστικά καθόλου φάρμακα και επιδέσμους. Μέσα στην απόγνωσή μας, χρησιμοποιούσαμε τις κουνουπιέρες μας για επιδέσμους. Αλλά έτσι, χωρίς κουνουπιέρες, ήμασταν εκτεθειμένοι στις επιθέσεις που μας έκαναν ολόκληρα σμήνη από μύγες τη μέρα και ορδές από κουνούπια τη νύχτα. Οι ασθένειες σύντομα άρχισαν να οργιάζουν. Η ελονοσία, η δυσεντερία και η ηπατίτιδα προσέβαλαν πολλούς από τους αξιοθρήνητους κρατουμένους.
Κατόπιν, τρομερά τροπικά έλκη παρουσιάστηκαν ακόμη και σ’ αυτούς που φαίνονταν πιο γεροί. Η έλλειψη φαρμάκων ανάγκαζε τους ελάχιστους γιατρούς που βρίσκονταν ανάμεσά μας να περιποιούνται τα έλκη με φύλλα τσαγιού, κατακάθια από καφέ και λάσπη. Το μόνο φάρμακο που μας έδιναν οι Ιάπωνες ήταν ταμπλέτες κινίνου το οποίο βοηθάει στην πρόληψη της ελονοσίας. Κάτω από τέτοιες συνθήκες δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τα κρούσματα θανάτων αυξάνονταν ραγδαία, ώσπου οι έξι νεκροί τη μέρα—κυρίως από ελονοσία και τροπικά έλκη—ήταν κάτι το συνηθισμένο. Αυτό που πραγματικά προκαλεί έκπληξη είναι το γεγονός ότι παρ’ όλη αυτή τη στέρηση και τις ταλαιπωρίες, η σιδηροδρομική γραμμή για τη Βιρμανία τελικά ολοκληρώθηκε!
Αλλά τότε οι συμμαχικές δυνάμεις άρχισαν βομβιστικές επιδρομές με στόχο τις γραμμές. Αυτές οι επιδρομές γίνονταν κυρίως τη νύχτα. Συχνά, χρησιμοποιούνταν ωρολογιακές βόμβες, αλλά συνήθως νωρίς το επόμενο πρωί είχαν όλες εκραγεί. Δική μας δουλειά, των αιχμαλώτων, ήταν να επισκευάζουμε ό,τι βλάβες είχαν προκληθεί το προηγούμενο βράδυ. Αφού τέλειωσε η σιδηροδρομική γραμμή, κατασκευάσαμε επίσης μερικά τούνελ για τη φύλαξη πολυβόλων στους πρόποδες ενός στενού του βουνού Τρεις Παγόδες, στα σύνορα μεταξύ Βιρμανίας και Σιάμ. Δυο γέφυρες περνούσαν πάνω από τον ποταμό Κβάι σ’ εκείνο το σημείο. Εκεί βρισκόμουν όταν τέλειωσε ο πόλεμος.
Την άνοιξη του 1945, αφού είχα δουλέψει σε καταναγκαστικά έργα περισσότερο από τρία χρόνια ως αιχμάλωτος πολέμου, οι Ιάπωνες σ’ εκείνη την περιοχή υποχώρησαν. Ήμουν πολύ άρρωστος και υπέφερα από ελονοσία, αμοιβαδική δυσεντερία και ηπατίτιδα. Είχα μείνει λιγότερο από 40 κιλά. Ωστόσο, ήμουν ευγνώμων που είχα επιζήσει από εκείνα τα φοβερά χρόνια.
Μετά τον Πόλεμο
Το καλοκαίρι του 1945, με ξαναπήγαν πίσω στο Σιάμ, όπου μου έδωσαν τροφή και φάρμακα· ωστόσο, χρειάστηκαν περίπου τρεις μήνες ώσπου να ανακτήσω την υγεία μου σε κάποιο βαθμό. Κατόπιν συνέχισα να υπηρετώ στο στρατό, πρώτα στην Μπανγκόκ, έπειτα στις Ολλανδικές Ινδίες και συγκεκριμένα στα νησιά Σουμπάβα, Μπάλι και Κελέβη (τωρινό Σουλαβέσι).
Προσπάθησα να έρθω σε επαφή με τη μητέρα μου και με το μικρό αδελφό μου. Όταν τα κατάφερα, ζήτησα ειδική άδεια, κι αυτό γιατί η μητέρα επρόκειτο να πάει στην Ολλανδία λόγω κάποιας σοβαρής ασθένειας. Μου έδωσαν άδεια τρεις εβδομάδες και χάρηκα πάρα πολύ όταν την ξαναείδα στην Μπατάβια. Το Φεβρουάριο του 1947, η μητέρα μου έφυγε από τις Ολλανδικές Ινδίες και πήγε στην Ολλανδία, όπου έμεινε μέχρι το θάνατό της το 1966. Κι εγώ αποφάσισα να μεταναστεύσω στην Ολλανδία, όπου και απολύθηκα από το στρατό το Δεκέμβριο του 1947, αφού είχα υπηρετήσει ως στρατιώτης έξι χρόνια.
Δεν ήταν εύκολο να βρω καλή δουλειά. Στο τέλος, όμως, έπειτα από τρία χρόνια σε νυχτερινό σχολείο, έδωσα τις τελικές εξετάσεις και πήρα ειδικότητα ως μηχανικός στα πλοία. Η οικογένεια με την οποία έμενα με ρώτησε τι δώρο θα ήθελα με αφορμή το γεγονός αυτό. Ζήτησα μια Αγία Γραφή και μου έδωσαν μια «Καινή Διαθήκη», την οποία διάβαζα συχνά τις νύχτες στ’ ανοιχτά της θάλασσας, οπουδήποτε με πήγαινε η δουλειά μου.
Το 1958, μετακόμισα στο Άμστερνταμ όπου σχεδίαζα να λάβω εκπαίδευση για να πάρω κάποιο ανώτερο πτυχίο. Αλλά διαπίστωσα ότι η υγεία μου, στην οποία ήδη άρχιζαν να παρουσιάζονται οι συνέπειες από τις ταλαιπωρίες του πολέμου, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί σ’ αυτή τη μελέτη που απαιτούσε συγκέντρωση. Τότε θυμήθηκα τους Αυστραλούς αιχμαλώτους πολέμου με τους οποίους είχα αναπτύξει φιλικές σχέσεις στην κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής και αποφάσισα να κάνω αίτηση για να μεταναστεύσω στην Αυστραλία.
Αρχίζω να Βρίσκω Απαντήσεις
Προτού φύγω από το Άμστερνταμ για την Αυστραλία, επισκέφτηκα πολλές εκκλησίες ψάχνοντας για απαντήσεις στα ερωτήματά μου. Έπειτα από κάποια λειτουργία, ρώτησα τον εφημέριο αν ήξερε το προσωπικό όνομα του Θεού. Αυτός απάντησε ότι το όνομά του ήταν Ιησούς. Ήξερα ότι αυτό δεν ήταν σωστό, αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ ποιο μου είχε πει ο πατέρας μου πριν από πολλά χρόνια ότι ήταν το όνομα του Θεού.
Λίγο αργότερα με επισκέφτηκε στο σπίτι ένα ζευγάρι και μου εξήγησαν ότι θα ήθελαν να μοιραστούν μαζί μου καλά νέα μέσα από την Αγία Γραφή. Στη διάρκεια της συζήτησης, με ρώτησαν αν ήξερα το όνομα του Θεού. Απάντησα: «Ιησούς». Μου εξήγησαν ότι αυτό είναι το όνομα του Γιου του Θεού και κατόπιν μου έδειξαν στην Αγία Γραφή ότι το όνομα του Θεού είναι Ιεχωβά. (Έξοδος 6:3) Αμέσως θυμήθηκα ότι αυτό το όνομα μου είχε πει ο πατέρας μου. Όταν ρώτησα σε ποια θρησκεία ανήκαν, απάντησαν: «Στους Μάρτυρες του Ιεχωβά».
Οι Μάρτυρες με επισκέφτηκαν ξανά, αλλά εγώ δεν πειθόμουν εύκολα. Ύστερα από μερικές μέρες, συνάντησα έναν εφημέριο της Ολλανδικής Μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας και τον ρώτησα ποια ήταν η άποψή του για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Εκείνος απάντησε ότι δεν του ήταν συμπαθείς, αλλά τους επαίνεσε για ένα πράγμα—δεν έπαιρναν μέρος στον πόλεμο. Έπειτα απ’ όλες τις φρικαλεότητες που είχαν δει τα μάτια μου στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, αυτό με εντυπωσίασε.
Ύστερα από μερικές μέρες, το 1959, μετανάστευσα στην Αυστραλία, όπου και πάλι με βρήκαν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Έκοψα τους δεσμούς μου με την Καθολική Εκκλησία, αφού προηγουμένως είχα φτάσει στο σημείο να καταλάβω, μεταξύ άλλων, ότι τα δόγματα περί κόλασης και Τριάδας που δίδασκε η εκκλησία δεν ήταν σωστά. Η γνώση της Αγίας Γραφής με βοήθησε να απαλλαγώ από τους εφιάλτες και τις ενοχές που είχα επί χρόνια, λόγω των εμπειριών μου από τον πόλεμο. Η αλήθεια που βρίσκεται στην Αγία Γραφή με απελευθέρωσε.—Ιωάννης 8:32.
Αφιερώθηκα στον Ιεχωβά Θεό και βαφτίστηκα το 1963. Λίγο καιρό αργότερα μετακόμισα στο Τάουνσβιλ, στην ακτή της βόρειας Κουίνσλαντ, όπου συμμετείχα στο ολοχρόνιο έργο κηρύγματος. Εκεί συνάντησα τη Μίριελ, που ήταν κι αυτή πιστή Μάρτυρας, και παντρευτήκαμε το 1966. Από τότε υπηρετούμε τον Ιεχωβά μαζί, συχνά στην ολοχρόνια διακονία.
Όταν ακούσαμε ότι υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη για κήρυκες των καλών νέων στην αυστραλιανή ενδοχώρα, προσφερθήκαμε εθελοντικά να υπηρετήσουμε στο Άλις Σπρινγκς, στην καρδιά αυτής της αχανούς χώρας. Εδώ υπηρετούμε μαζί ευτυχισμένοι επί πολλά χρόνια. Σε όλα αυτά τα χρόνια, η σύζυγός μου κι εγώ είχαμε το προνόμιο να βοηθήσουμε πολλούς άλλους στο δρόμο για την πνευματική ελευθερία και την αιώνια ζωή.—Όπως το αφηγήθηκε ο Τάνκρεϊντ Ε. βαν Χετς.
[Εικόνα στη σελίδα 21]
Ο Τάνκρεϊντ Ε. βαν Χετς και η σύζυγός του