ΑΔΝΑΧ
(Αδνάχ) [Τέρψη].
1. Γενναίος αξιωματικός του Μανασσή ο οποίος εγκατέλειψε τον Σαούλ και αυτομόλησε στο στρατό του Δαβίδ, στη Σικλάγ. Πολέμησε στο πλευρό του Δαβίδ παίρνοντας μέρος στην καταδίωξη της ληστρικής ομάδας των Αμαληκιτών που ερήμωσε το στρατόπεδο του Δαβίδ στη Σικλάγ, και έγινε ένας από τους αρχηγούς του στρατεύματος του Δαβίδ.—1Χρ 12:20, 21· 1Σα 30:1, 2, 17-19.
2. Ιουδαίος στρατηγός στη διάρκεια της βασιλείας του Ιωσαφάτ, ο οποίος διοικούσε 300.000 γενναίους, κραταιούς πολεμιστές και είχε υπό τον έλεγχό του μια επιπρόσθετη δύναμη 480.000 αντρών διοικούμενη από τους στρατηγούς Ιεχωανάν και Αμασία. Όλοι αυτοί διακονούσαν το βασιλιά στην Ιερουσαλήμ.—2Χρ 17:13-16, 19.