ΑΔΝΑ
(Αδνά) [Τέρψη].
1. Ισραηλίτης, απόγονος του πατρικού οίκου του Φαάθ-μωάβ και ένας από εκείνους οι οποίοι συμφώνησαν να εξαποστείλουν τις μη Ισραηλίτισσες συζύγους τους στην εκκαθάριση που έλαβε χώρα κατόπιν της συμβουλής του ιερέα Έσδρα.—Εσδ 10:30, 44.
2. Ιερέας από τον πατρικό οίκο του Χαρίμ, επί των ημερών του Αρχιερέα Ιεχωακείμ και του Νεεμία, καθώς και του ιερέα Έσδρα.—Νε 12:12-15, 26.