ΜΑΩΛ
(Μαώλ) [από μια ρίζα που σημαίνει «χορεύω· στροβιλίζομαι»· ή, πιθανώς από μια ρίζα που σημαίνει «παίζω αυλό»].
Κάποιος του οποίου οι γιοι, παρότι διέθεταν μεγάλη σοφία, δεν έφτασαν σε σοφία τον Βασιλιά Σολομώντα. (1Βα 4:31) Ορισμένοι θεωρούν ότι ο προσδιορισμός “γιοι του Μαώλ” σημαίνει έναν όμιλο μουσικών ή χορευτών.—Παράβαλε Ψλ 150:4, όπου η ίδια εβραϊκή λέξη αποδίδεται “κυκλικός χορός”.