Επεσκέφθη ο Ιησούς ή οι Απόστολοι τη Βρεττανία;
Κι εβάδισαν τα πόδια εκείνα, στον παλιό καιρό, στης Αγγλίας τα πράσινα βουνά; Κι είδε κανείς τον Άγιο του Θεού Αμνό στις τερπνές της Αγγλίας βοσκές;
ΟΤΑΝ ο Γουλιέλμος Μπλαίηκ έγραψε τα λόγια του γνωστού αυτού άσματος, επανέλαβε ένα ερώτημα που τίθεται συχνά και προσέθεσε σε πολλές παραδόσεις, που εκύλησαν δια μέσου των ετών. Επεσκέφθη ποτέ ο Ιησούς ο ίδιος τη Βρεττανία, και τι γνωρίζομε για την πρώτη εισαγωγή της Χριστιανοσύνης σ’ αυτές τις νήσους;
Οι παραδόσεις φαίνεται ότι αυξάνουν καλύτερα, όταν εκλείπουν οι αποδείξεις, διότι υπάρχει περισσότερη αιτία για θεωριολογία· κι έτσι έχομε εδώ πολλές ιστορίες, αλλά πολύ λίγες αποδείξεις. Λέγεται, λόγου χάριν, ότι ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, μαζί με τον Λάζαρο, τη Μαρία, τη Μάρθα και άλλους μαθητάς, έπλευσαν με πλοίο χωρίς κουπιά και πανιά στη Μεσόγειο Θάλασσα. Τελικά, φθάνοντας στη Μασσαλία, διέσχισαν τη Γαλλία, απεβιβάσθησαν στη Βρεττανία και κατηυθύνθησαν στο Γκλάστονμπουρυ της κομητείας Σόμερσετ. Στο Ουίρραλ, ή Λόφον του Ουίρυαλ, ο Ιωσήφ εφύτευσε τη ράβδο του, από την οποία ξεφύτρωσε ένα θαυματουργικό ακανθόδενδρο, το πρώτο από τα είδη, που είναι ακόμη γνωστό ίσαμε σήμερα ως άκανθα του Γκλάστονμπουρυ. Αυτός κι οι ακόλουθοί του λέγεται ότι ανήγειραν μια μικρή πλινθόκτιστη εκκλησία και κατώκησαν κοντά σ’ ένα αρχαίο φρέαρ των Δρουιδών που τώρα λέγεται Ποτηρίου Φρέαρ, διότι υποτίθεται ότι εκεί κοντά ο Ιωσήφ έθαψε το ποτήριον που εχρησιμοποιήθη στο δείπνον του Κυρίου.
Ένας άλλος θρύλος πλέκεται γύρω από τα μη ιστορούμενα χρόνια της ζωής του Ιησού, από δώδεκα ως τριάντα ετών. Ήταν, όπως νομίζουν, ο καιρός για να επισκεφθή την Αγγλία! Έτσι, με τον φύλακά του, Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας, όπως λέγεται, ήλθε να κάμη μια εμπορική επίσκεψι, που εσχετίζετο με το εμπόριο των μετάλλων, λόγος, για τον οποίον η ιστορία βρίσκεται στην αρχαία μεταλλευτική κομητεία κασσιτέρου της Κορνουάλλης. Λέγεται ότι αργότερα ο Ιησούς επέστρεψε και παρέμεινε στο Γκλάστονμπουρυ για να ετοιμασθή για τη διακονία του. Αυτή η συναναστροφή έδωσε αφορμή στον Ιωσήφ να επιστρέψη εκεί αργότερα.
Αλλ’ αυτά δεν είναι όλα. Κι ο Παύλος, επίσης, ήλθε στη Βρεττανία, όπως λέγουν μερικοί, εκήρυξε στο Λονδίνον στο Γκόσπελ Όουκ και στον τόπο του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Παύλου και ίδρυσε το Αββαείον του Μπάγκορ στη Βόρειο Ουαλλία. Για καλή αναλογία ο κατάλογος των επισκεπτών πλαισιώνεται με τον Σίμωνα τον Ζηλωτήν, τον Αριστόβουλον και τον Πέτρον ακόμη.
ΕΞΕΤΑΣΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΝ
Πόσο ακριβώς ισχυρές είναι οι αποδείξεις για οποιονδήποτε απ’ αυτούς τους θρύλους ή ιστορίες; Εν πρώτοις, οι περισσότερες πηγές, που παρατίθενται για την υποστήριξι αυτών, είναι πρόσφατες ή είναι πολύ γενικές σε χαρακτήρα και επεξετάθησαν με τη θεωρία. Ένα σχόλιο, που έγινε από ένα συγγραφέα, μεταπλέκεται και διευρύνεται από μεταγενεστέρους, κι όταν γίνεται αυτό μισή δωδεκάδα φορές, το αποτέλεσμα είναι προφανώς έξη διαφορετικές «πηγές». Τα προεξέχοντα μεταξύ των συγγραμμάτων, που μνημονεύονται συχνά, είναι τα του Ουίλλιαμ Μάλμεσμπουρυ, αλλ’ επειδή αυτός έζησε στον δωδέκατον αιώνα, πολύ απομακρυσμένος από τα φημολογούμενα γεγονότα, οι ιστορήσεις του συχνά αποτυγχάνουν ν’ αντικατοπτρίσουν τα γνήσια γεγονότα. Προσθέστε σ’ αυτό την αντιλογία, που βρίσκεται μεταξύ της μιας παραδόσεως και της άλλης, και είναι πρόδηλον ότι «είναι σχεδόν αδύνατον να προσδιορισθούν τα μέσα, με τα οποία η Χριστιανοσύνη εισήχθη για πρώτη φορά στη Βρεττανία . . . όπως σκευωρούν οι διάφοροι θρύλοι . . . πρέπει να παρατηρηθή ότι ελάχιστη προσκομίζουν ιστορική υποστήριξι.»1
Ο ιστορικός Γκίλδας, γράφοντας στον έκτον αιώνα, βεβαιώνει ότι η Χριστιανοσύνη ήλθε στη Βρεττανία στο τελευταίο έτος του Ρωμαίου αυτοκράτορας Τιβερίου Καίσαρος και κατόπιν μειώνει τη δύναμι του επιχειρήματός του, όταν παραπονήται για την παντελή έλλειψι στοιχείων σ’ αυτό το θέμα κατά τους πρώτους αιώνες. Δεν κάνει υπαινιγμό για κάποια αντίθετη θεωρία, ότι έγινε με τη μεταστροφή στον δεύτερον αιώνα ενός βασιλέως των Βρεττανών, του Λουκίου, οπότε εγκαθιδρύθη για πρώτη φορά η Χριστιανοσύνη. Όταν μαθαίνωμε ότι δίδονται είκοσι τρεις διάφορες χρονολογίες γι’ αυτή τη μεταστροφή, κι αυτό γίνεται αμφίβολο. Μια επιστολή, την οποίαν έστειλε δήθεν ο Λούκιος στον πάπα, απεδείχθη ότι ήταν πλαστή.
Ονόματα τόπων συνελέγησαν ως λεπτά άχυρα υποστηρίξεως για τις επισκέψεις του Ιησού και του Παύλου. Μεταξύ αυτών είναι τα χωρία Κρος και Κρίστον, πλησίον του Πρίντυ, Σόμερσετ· το Φρέαρ του Ιησού πλησίον του Πάντστοου, Κόρνουωλ· ο Παράδεισος κοντά στο Μπώρνχαμ, Σόμερσετ· το Άλσος του Παύλου, στο Πόρτσμουθ Χάρμπορ· και το Αρουίστλι (Αριστόβουλος), στο Μοντγκομερυσάιρ, Ουαλλία. Ωστόσο, μολονότι η προέλευσις πολλών απ’ αυτά τα ονόματα μπορεί να είναι πολύ παλαιά, καμμιά απόδειξις δεν προβάλλεται για το ότι αυτά υπήρχαν και πριν από χίλια εννεακόσια χρόνια. Τα υποβλητικά ονόματα τόπων ακούονται πολύ ωραία, ώσπου να βρούμε, λόγου χάριν, ότι το «Κρουξ» ή Κρος Πηκ απλώς αντανακλά την αρχαία Αγγλική λέξι «κρουκ» που σημαίνει λόφος.
Λαμβάνοντας υπ’ όψι τη βαρβαρική φύσι των ιθαγενών κατοίκων της Βρεττανίας του καιρού εκείνου, η δήθεν προθυμότης του λαού για τη Χριστιανοσύνη είναι αινιγματική. Ούτε εκείνοι που ακολουθούσαν τη Δρουιδική θρησκεία δεν ήσαν ήδη διατεθειμένοι να την αποδεχθούν διότι επίστευαν στην αθανασία της ψυχής και σε μια τριάδα (αποτελούμενη από τον Βελί, τον Ταράν και τον Εσού). Αυτές οι δοξασίες δεν αποτελούσαν μέρος της αποστολικής Χριστιανοσύνης. Ήσαν ειδωλολατρικές και χρησιμοποιούσαν ειδωλολατρικά σύμβολα, όπως ο ιξός με τα τρία λευκόμουρά του, που παρίσταναν την τριάδα και ξεφύτρωναν από μια απλή δρυ, που εθεωρείτο ως το ιερό δένδρο ή η βασική θεότης.a
ΕΛΛΕΙΨΙΣ ΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ
Επειδή ο Παύλος εξέφρασε την επιθυμία να πάη στην Ισπανία (Ρωμ. 15:24, 28), διετυπώθη η εικασία ότι συνέχισε το ταξίδι του για να επισκεφθή τις Βρεττανικές Νήσους. Αυτή η ιδέα βασίζεται μερικώς στο σχόλιο του Κλήμεντος Ρώμης, ενός αρχαίου συγγραφέως, ο οποίος είπε ότι ο Παύλος, «έχοντας διδάξει δικαιοσύνη σε όλο τον κόσμο και έχοντας φθάσει στο άκρον όριον της δύσεως . . . υπέστη μαρτύριον». Μολονότι πολύ αόριστο αυτό, η Βρεττανία λέγεται ότι ήταν αυτό το άκρον όριον. Αλλά πόσο δυνατός είναι αυτός ο ισχυρισμός, όταν δεν γνωρίζωμε αν ο Παύλος κατώρθωσε καν να φθάση και στην Ισπανία;
Περαίνοντας τη δεύτερη επιστολή του προς τον Τιμόθεο, ο Παύλος έστειλε τους χαιρετισμούς των αδελφών, κατονομάζοντας μεταξύ άλλων τον Πούδην και την Κλαυδία. (2 Τιμ. 4:21) Ένας αρχαίος Βρεττανός βασιλεύς είχε μια κόρη που ωνομάζετο Κλαυδία, η οποία είχε σταλή στη Ρώμη για να εκπαιδευθή. Επειδή ο Ρωμαίος σύζυγός της ωνομάζετο Πούδης, το ζεύγος συνεδέθη μ’ αυτό το εδάφιο για να καταδειχθή μια σχέσις με Χριστιανούς στη Βρεττανία, παρά το γεγονός ότι τα δύο αυτά ονόματα είναι χωρισμένα στην προς Τιμόθεον επιστολή με το όνομα Λίνος, πράγμα ασύνηθες προκειμένου για ανδρόγυνο.b Δεν υπάρχει τίποτα πέρα από τα ονόματα για να υποστηρίξη την ταυτότητα και, επειδή και τα δύο ονόματα συναντώνται συχνά στα κλασικά συγγράμματα του καιρού εκείνου, η ομοιότης δεν έχει αξία.
Η σιωπή του Βιβλικού υπομνήματος απαιτεί τον σεβασμό μας. Πουθενά οι Γραφές δεν υπαινίσσονται ότι ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας ήταν φύλαξ του Ιησού. Αν ήταν σπουδαίο να γνωρίζωμε το αν ανεχώρησε ο Ιησούς από την Παλαιστίνη μεταξύ του δωδεκάτου και του τριακοστού έτους της ηλικίας του, η πληροφορία αυτή θα εδίδετο στη Γραφή. Γιατί να σπαταλούμε χρόνον σε θεωρίες περί «σιωπηλών ετών» και να χάνωμε τον ακριβή σκοπό της διακονίας του Ιησού επάνω στη γη;
ΑΠΟΒΑΛΕΤΕ ΤΟΥΣ ΘΡΥΛΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙ
Δεν υπάρχει πραγματική υποστήριξις για τις πολλές παραδόσεις που πείθουν μόνον τους ευπίστους. «Οσοδήποτε χαριτωμένοι και συγκινητικοί κι αν είναι αυτοί οι θρύλοι, η αλήθεια της ιστορίας μάς αναγκάζει να ομολογήσωμε ότι δεν έχουν θεμέλιο πραγματικά. Η Χριστιανοσύνη στη Βρεττανία στη διάρκεια της Ρωμαϊκής κατοχής δεν μπορεί να καυχηθή ούτε για αποστολική προέλευσι ούτε για σθεναρή ζωή».2
Δεν θ’ αναγνώσωμε, λοιπόν, στη Γραφή μας περισσότερα απ’ όσα εκτίθενται σαφώς εκεί, ούτε θ’ αρπάσωμε άχυρα βρυκόλακος για να προσπαθήσωμε να υποστηρίξωμε μια θεωρία, της οποίας κύριος σκοπός είναι να υποστηρίξη την αξιοπιστία του ισχυρισμού της Αγγλικανικής Εκκλησίας περί αποστολικής προελεύσεως. Ο άλλοτε πρεσβύτερος του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Παύλου Ερρίκος Χ. Μίλμαν, είπε ότι «Η επίσκεψις του Αγίου Παύλου στη Βρεττανία, κατά τη γνώμη μου, είναι ένας μύθος εθνικής θρησκευτικής ματαιοδοξίας».3
Οι πρώτοι Χριστιανοί ησχολούντο στη διάδοσι των αγαθών νέων όσο το δυνατόν περισσότερο, και το έκαναν αυτό χωρίς μεροληψία, πηγαίνοντας εκεί όπου το πνεύμα τούς ωδηγούσε. Αντί να ξεχωρίζουν ένα μικρό νησί και ν’ αγάλλωνται σε παραδόσεις αμφιβόλου κύρους, οι αληθινοί Χριστιανοί σήμερα θα δαπανήσουν επίσης χρόνον στη διάδοσι του Θείου λόγου, όχι μόνο στη Βρεττανία, αλλά και σ’ όλη την υφήλιο.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Το Αιώνιον Ευαγγέλιον, υπό Ε. Νιούγκας, σελίς 19.
2 Ιστορία της Εκκλησίας της Αγγλίας, υπό Χ. Ο. Ουέικμαν, σελίς 4, έκδοσις 7η.
3 Η Ιστορία της Χριστιανοσύνης, υπό Χ. Χ. Μίλμαν, τόμος 1ος, σελίς 458.
[Υποσημειώσεις]
a Βλέπε Αι Δύο Βαβυλώνες υπό Α. Χίσλοπ, και Γκόλντεν Μπάου υπό Σερ Ι. Γ. Φρέιζερ. Ευρετήριον υπό τον τίτλον «Ιξός».
b Ο Παύλος πάντοτε κατωνόμαζε τον Ακύλα και την Πρίσκαν [ή Πρίσκιλλαν] μαζί.—Ρωμ. 16:3· 1 Κορ. 16:19· 2 Τιμ. 4:19.