Οικογενειακές Ευθύνες στην Τήρησι Καθαρής της Λατρείας του Ιεχωβά
ΓΙΑ την τήρησι της αγνότητος λατρείας του Ιεχωβά, η Γραφή αναθέτει στη Χριστιανική εκκλησία την ευθύνη της ‘εκβολής του κακού εκ μέσου αυτών’. (1 Κορ. 5:13) Αυτή η εκβολή, ή αποκοπή από την επικοινωνία ή αφορισμός από την ορατή οργάνωσι του Θεού προφυλάσσει την αγνή λατρεία Του, ενεργεί ως προστασία για ολόκληρη την εκκλησία, μπορεί δε και να υποκινήση εκείνον που υπέπεσε σε σφάλμα να μετανοήση για τις κακές του πράξεις και να έλθη σε συμφιλίωσι με τον Θεό.—2 Κορ. 7:10.
Στο τεύχος 1ης Οκτωβρίου 1963 του περιοδικού Η Σκοπιά εξετέθησαν οι Γραφικές αρχές που σχετίζονται με την αποκοπή από την επικοινωνία ή τον αφορισμό. Εξητάσθησαν από τον λόγον του Θεού ο σκοπός της ενεργείας αυτής, οι συνέπειες για τους αποκοπτομένους και η στάσις που πρέπει να λαμβάνεται από τα άλλα μέλη της Χριστιανικής εκκλησίας. Οι αρχές είναι θετικές, σαφείς κι ευκολονόητες εκεί όπου το αποκεκομμένο πρόσωπο δεν σχετίζεται με άλλους στη Χριστιανική εκκλησία. Κάθε συναναστροφή με αυτόν διακόπτεται.
Αλλά τι θα λεχθή για κείνους που σχετίζονται με το άτομο που απεκόπη; Ποια πρέπει να είναι η στάσις εκείνων που έχουν οικογενειακές ή εξ αίματος σχέσεις με αυτόν; Στην ανάλυσι των ευθυνών των μελών οικογενειών για την τήρησι αγνής της λατρείας του Ιεχωβά, υπάρχουν δύο καταστάσεις, που πρέπει να εξετασθούν. Η μία είναι, όταν οι συγγενείς που είναι εν τάξει με την εκκλησία δεν συγκατοικούν κάτω από την ίδια στέγη μ’ εκείνον που απεκόπη· δηλαδή, όταν οι συγγενείς δεν είναι του αμέσου οικογενειακού κύκλου. Η άλλη κατάστασις είναι, όταν αυτοί που είναι εν τάξει με την εκκλησία κατοικούν κάτω από την ίδια στέγη με το αποκεκομμένο άτομο, όταν, δηλαδή, αυτό είναι μέλος του αμέσου οικογενειακού κύκλου.
ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΤΟΥ ΜΗ ΑΜΕΣΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΚΥΚΛΟΥ
Η αποκοπή από την επικοινωνία ενός συγγενούς δεν εξαλείφει τους φυσικούς δεσμούς αίματος. Εν τούτοις, καλό είναι να κατανοηθή ότι μόνο οι επαφές, που είναι απολύτως αναγκαίες σε ζητήματα που ανάγονται στα οικογενειακά συμφέροντα, πρέπει να διεξαγώνται μ’ έναν ο οποίος είναι αποκεκομμένος και ζη έξω από τον οικογενειακό κύκλο.
Η αρχή ενταύθα είναι όμοια μ’ εκείνη που μνημονεύεται στο τεύχος 1ης Οκτωβρίου της Σκοπιάς, σελίς 601, όπου ετονίσθη ότι Χριστιανοί, οι οποίοι έχουν κοσμική απασχόλησι στην ίδια επιχείρησι, όπου εργάζεται κι ένα αποκεκομμένο άτομο, δεν συνδιαλέγονται με αυτό, εκτός αν είναι αναγκαίο για τη διεξαγωγή της εργασίας. Στην περίπτωσι του αποκεκομμένου συγγενούς, που δεν συγκατοικεί στο ίδιο σπίτι, η επαφή με αυτόν τηρείται, επίσης, σε ό,τι είναι απολύτως αναγκαίο. Όπως γίνεται και με την κοσμική εργασία, η επαφή αυτή περιορίζεται ή και περικόπτεται εντελώς, αν αυτό είναι οπωσδήποτε δυνατόν.
Ένα σπουδαίο σημείο, που πρέπει να ληφθή υπ’ όψιν, είναι ότι, ενώ υπάρχουν φυσικοί δεσμοί, αυτό μπορεί ν’ αποτελή λόγο για μια κατά περιστάσεις επαφή, οι δε πνευματικοί δεσμοί τελείως χωρίζονται. Δεν μπορεί να υπάρξη συζήτησις σε ζητήματα λατρείας με συγγενείς που είναι αποκεκομμένοι.
Τι θα γίνη αν ένα άτομο αποκεκομμένο από την εκκλησία του Θεού επισκεφθή απροσδόκητα αφιερωμένους συγγενείς; Τι πρέπει τότε να κάνουν οι Χριστιανοί; Αν αυτή η επίσκεψις γίνεται για πρώτη φορά, ο αφιερωμένος Χριστιανός μπορεί, αν το επιτρέπη η συνείδησίς του, να κάμη οικογενειακές φιλοφρονήσεις σ’ εκείνη ιδιαίτερα την περίπτωσι. Εν τούτοις, αν η συνείδησίς του δεν το επιτρέπη, δεν υποχρεούται προς τούτο. Αν, εν τούτοις, παρέχονται φιλοφρονήσεις, ο Χριστιανός πρέπει να καταστήση σαφές ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνη τακτική συνήθεια. Αν καταστή συνήθεια, αυτό δεν θα διαφέρη από τη συναναστροφή με οποιοδήποτε άλλο αποκεκομμένο άτομο, και παραβιάζει το πνεύμα της περί αποκοπής από επικοινωνία αποφάσεως. Ο αφωρισμένος συγγενής πρέπει να μάθη ότι οι επισκέψεις του δεν είναι τώρα ευπρόσδεκτοι όπως ήσαν προηγουμένως, όταν εβάδιζε ορθά με τον Ιεχωβά.—2 Ιωάν. 9-11.
Είναι ουσιώδες για τους αφιερωμένους Χριστιανούς της εκκλησίας να καθιστούν σαφές, με τις πράξεις των, στον αποκεκομμένο συγγενή ότι η πορεία του αποδοκιμάζεται από την οικογένεια. Πρέπει να τηρούν μια σταθερή στάσι υπέρ των αρχών της δικαιοσύνης. Ο κακοποιός πρέπει να κατανοήση ότι η κατάστασίς του άλλαξε πλήρως, ότι οι πιστοί Χριστιανοί συγγενείς του αποδοκιμάζουν τελείως την κακή του πορεία και δείχνουν την αποδοκιμασία αυτή περιορίζοντας τις επαφές σ’ εκείνες μόνο που είναι αναπόφευκτες.
Η σπουδαιότης τούτου μπορεί αμέσως να παρατηρηθή σε μικρότερες κοινότητες, όπου μερικές εκκλησίες μπορεί να περιλαμβάνουν διαφόρους συγγενικούς οικογενειακούς ομίλους. Αν όλοι οι οικογενειακοί δεσμοί μ’ ένα αφωρισμένο άτομο εξακολουθούσαν να τηρούνται όπως πριν, με ποιά έννοια θα μπορούσε να λεχθή ότι οι αδελφοί συνεργούσαν στη διαδικασία της αποκοπής, που προορίζεται να τηρήση καθαρή την ορατή οργάνωσι του Θεού; Πραγματικά, αυτοί θα παρεβίαζαν το πνεύμα της πράξεως αποκοπής. Επί πλέον, αντί να είναι αυτό μια καλωσύνη σ’ εκείνον που απεκόπη, θα είναι πραγματικά μια βλάβη σ’ αυτόν.
Το να επιτρέπεται η διεξαγωγή αναγκαίας εργασίας με συγγενείς που είναι αποκεκομμένοι πρέπει να θεωρήται ως εξαίρεσις. Οι Γραφικοί κανόνες είναι: «Να προσέχητε τους ποιούντας τας διχοστασίας και τα σκάνδαλα εναντίον της διδαχής την οποίαν σεις εμάθετε, και απομακρύνεσθε απ’ αυτών.» «Να μη συναναστρέφησθε, εάν τις, αδελφός ονομαζόμενος, ήναι πόρνος, ή πλεονέκτης, ή ειδωλολάτρης, ή λοίδορος, ή μέθυσος, ή άρπαξ· με τον τοιούτον μηδέ να συντρώγητε.» «Εκβάλετε τον κακόν εκ μέσου υμών.»—Ρωμ. 16:17· 1 Κορ. 5:11, 13.
Η θεμελιώδης αρχή γι’ αυτό το ζήτημα βρίσκεται στο Ματθαίον 12:47-50. Κάποιος είπε στον Ιησού: «Ιδού, η μήτηρ σου και οι αδελφοί σου ίστανται έξω, ζητούντες να λαλήσωσι προς σε.» Ο Ιησούς απήντησε: «Τις είναι η μήτηρ μου, και τίνες οι αδελφοί μου; . . . όστις κάμη το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς, αυτός μου είναι αδελφός και αδελφή και μήτηρ.»
Οι Βιβλικές αρχές δεν υποστηρίζουν τακτική συναναστροφή με συγγενείς, που δεν συγκατοικούν στο ίδιο σπίτι μ’ ένα αποκεκομμένο άτομο. Ο κύριος σκοπός μας πρέπει να είναι το να τηρούμε αγνή τη λατρεία του Ιεχωβά. Δεν πρέπει να προσέχωμε σε πόσο πλησίασμα μπορούμε να φθάνωμε προς τους συγγενείς, που είναι αποκεκομμένοι από την οργάνωσι του Ιεχωβά, αλλά πρέπει ‘να μη τους συναναστρεφώμεθα’.
ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΚΥΚΛΟ
Επιπρόσθετες αρχές έρχονται να παίξουν τον ρόλο τους στην περίπτωσι, που ένα αποκεκομμένο άτομο κατοικεί στο ίδιο σπίτι και αποτελεί μέρος του ιδίου οικογενειακού κύκλου με Χριστιανούς. Μερικές από τις Γραφικές αρχές, που είναι ανάγκη να ληφθούν υπ’ όψιν, βρίσκονται στα εδάφια (1) 1 Τιμόθεον 5:8: «Αλλ’ εάν τις δεν προνοή περί των εαυτού, και μάλιστα των οικείων, ηρνήθη την πίστιν, και είναι απίστου χειρότερος.» (2) Ματθαίος 22:21: «Απόδοτε λοιπόν τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα, και τα του Θεού εις τον Θεόν.» (3) Ματθαίος 19:5, 6: «“Ένεκεν τούτου θέλει αφήσει άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα, και θέλει προσκολληθή εις την γυναίκα αυτού, και θέλουσιν είσθαι οι δύο εις σάρκα μίαν” . . . Εκείνο λοιπόν το οποίον ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος ας μη χωρίζη.» (4) Κολοσσαείς 3:18, 19: «Αι γυναίκες, υποτάσσεσθε εις τους άνδρας σας, . . . Οι άνδρες, αγαπάτε τας γυναίκας σας.» (5) Εφεσίους 6:1, 2: «Τα τέκνα, υπακούετε εις τους γονείς σας εν Κυρίω . . . “Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα”.»
Ο Χριστιανός κεφαλή του οίκου, ο πατήρ, πρέπει, λοιπόν, να συνεχίση τον φυσικό του δεσμό και να προμηθεύη τροφή, στέγη και ιματισμό σ’ εκείνους του οίκου του που είναι αποκεκομμένοι. Αν ο αποκεκομμένος είναι ανήλικο παιδί, οι γονείς δεν μπορούν να χωρισθούν απ’ αυτό. Αποτελεί ακόμη μέρος του οίκου. Οι νόμοι του Θεού απαιτούν να φέρεται η ευθύνη των γονέων. Ακόμη και οι νόμοι του Καίσαρος απαιτούν να γίνεται προμήθεια για τ’ ανήλικα τέκνα από τους γονείς. Οι γονείς, λοιπόν, είναι ακόμη κάτω από την εντολή του Θεού να διορθώσουν και να διαπαιδαγωγήσουν το παιδί. Αυτό πρέπει να γίνεται με τη χρήσι Γραφικών αρχών. Οι γονείς πρέπει ν’ απαιτούν από τον ανήλικο να παρακολουθή την οικογενειακή συμμελέτη και ν’ ακούη, μολονότι δεν θα μετέχη στη συζήτησι με τον όμιλο. Οι γονείς πρέπει έντονα να του συνιστούν την ανάγνωσι της Γραφής και των εκδόσεων που επεξηγούν τη Γραφή, όπως είναι τα περιοδικά Η Σκοπιά και Ξύπνα! και τ’ άλλα Γραφικά βοηθήματα. Αν ο αποκεκομμένος ανήλικος έχη ερωτήσεις να υποβάλη, μπορεί ν’ απευθύνη ερώτησι σ’ έναν από τους γονείς του ιδιαιτέρως και θα του υποδειχθή το πώς να εύρη τις απαντήσεις ή θα του δοθή απάντησις, αλλ’ αυτό είναι όλο. Αυτό, μαζί με την παρακολούθησι των Χριστιανικών συναθροίσεων από τον ανήλικο, θα υποβοηθήση στην επανένταξί του. (Ιάκ. 5:20) Οι γονείς πρέπει να εκτιμούν τη σοβαρότητα της αφιερώσεως και του βαπτίσματος του τέκνου των και να κατανοήσουν ότι η αφιέρωσις στον Ιεχωβά θέτει το παιδί κάτω από τις επανορθωτικές διευθετήσεις του Ιεχωβά όταν οι νόμοι του παραβιάζονται.
Όσον αφορά τη σχέσι μεταξύ συζύγων, πρέπει αυτοί να συμμορφώνονται με τα λόγια του Ιησού στο Ματθαίον 19:5, 6. Κανείς δεν μπορεί να χωρίση τον άνδρα και τη γυναίκα, ούτε ακόμη και όταν ένας από τους δύο είναι αποκεκομμένος. Η εξαίρεσις, φυσικά, είναι σε περίπτωσι διαπράξεως μοιχείας. Τότε ο αθώος σύντροφος μπορεί ν’ αποχωρισθή, αν το επιθυμή. (Ματθ. 19:9) Όταν παρακολουθούν συναθροίσεις εκκλησίας στην Αίθουσα Βασιλείας, ο σύζυγος και η σύζυγος, μαζί και τα παιδιά, πρέπει να παραμένουν μαζί και να μη χωρίζονται επειδή ένας είναι αποκεκομμένος. Εδώ δεν πρόκειται περί πνευματικής επικοινωνίας. Συμπαρακάθηνται απλώς ως οικογένεια. Αυτός ο οικογενειακός δεσμός δεν πρέπει να συγχέεται. Εν τούτοις, θα ήταν ακατάλληλο για τον σύντροφο που είναι εν τάξει να προσπαθήση να εκβιάση συναναστροφή του αποκεκομμένου συντρόφου με τους άλλους αδελφούς μέσα στην εκκλησία, όταν συνομιλή μαζί τους. Ενώ ο οικογενειακός όμιλος μένει μαζί, το αποκεκομμένο μέλος δεν μπορεί ακόμη να συναναστρέφεται τα άλλα μέλη της εκκλησίας.
Αλλά μήπως αυτή η αρχή του να παραμένουν μαζί εφαρμόζεται και όταν ένας άνδρας και μια γυναίκα είναι μνηστευμένοι κι ο ένας κατόπιν αποκόπτεται; Όχι, διότι ο γάμος δεν συνετέλέσθη. Ο Χριστιανός πρέπει να χωρίση του δεσμό με τον αποκεκομμένον. «“Εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αποχωρίσθητε”. (2 Κορ. 6:17) Αν ο Χριστιανός παραβλέψη τούτο με το να νυμφευθή τον αποκεκομμένον, μπορεί κι αυτός επίσης ν’ αποκοπή.
Μολονότι οι καθιερωμένοι οικογενειακοί δεσμοί μέσα στον οίκο παραμένουν αδιάσπαστοι, όταν ένας αποκοπή, και οι φυσιολογικές λειτουργίες του οίκου συνεχίζονται κάθε μέρα όπως συνήθως, υπάρχει κάτι που έχει διασπασθή. Αυτό είναι η πνευματική επικοινωνία μεταξύ του αποκεκομμένου και των άλλων του οικογενειακού κύκλου. Όπως συμβαίνει με τ’ άλλα παραδείγματα, που εμνημονεύθησαν προηγουμένως, όταν ένας έχη αποκοπή, η συζήτησις με αυτόν για ζητήματα σχετικά με τη λατρεία πρέπει να παύση.
Γι’ αυτό, αν η σύζυγος είναι εκείνη που απεκόπη, ο σύζυγος θα εξακολουθήση να διεξάγη την οικογενειακή Γραφική μελέτη με τα τέκνα, και σε κατάλληλες περιπτώσεις μπορεί να οδηγή τα τέκνα του σε προσευχή. Η σύζυγος μπορεί να παρακάθεται και ν’ ακούη την προσευχή ή να παρακολουθή τη συμμελέτη, λαμβάνοντας έτσι πολύτιμες πληροφορίες, αλλά δεν θα μετέχη στην εξέτασι.
Αν ο σύζυγος είναι εκείνος που απεκόπη, η σύζυγος και τα τέκνα είναι ακόμη σε υποταγή στην κεφαλή για τα οικογενειακά ζητήματα. Αυτό δεν καταργείται. Η σύζυγος δεν γίνεται κεφαλή του οίκου στις εκδηλώσεις των καθημερινών επιδιώξεων της ζωής. Αλλ’ αν ο σύζυγος ειλικρινά θέλη να κάνη ό,τι είναι ορθόν, θα προβή στις αναγκαίες ενέργειες για να εναρμονισθή με τον Ιεχωβά και την ορατή του οργάνωσι. Θα κατανοήση ότι δεν είναι ενδεδειγμένος να διευθύνη τα οικογενειακά πνευματικά πράγματα. Εν τούτοις, η σύζυγος, σε κάποιον κατάλληλο καιρό, όταν ο σύζυγος δεν έχη την εποπτεία της καταστάσεως, θα κάμη διευθετήσεις ώστε να συμμελετά τη Γραφή με τα τέκνα της.
Η ίδια αρχή εφαρμόζεται και στις ώρες των γευμάτων. Δεν μπορεί να υπάρχη πνευματική συναναστροφή εδώ. Ο αποκεκομμένος αρχηγός της οικογενείας δεν είναι σε θέσι να οδηγήση την οικογένεια του σε προσευχή, ούτε θα ήταν κατάλληλο να καλέση κάποιον άλλον παρόντα να εκπροσωπήση την οικογένεια στην προσευχή, κάνοντας έτσι τους άλλους να προσεύχονται κάτω από τη δική του κατεύθυνσι. Όποιος θέλει να προσευχηθή μπορεί να το πράξη ιδιαιτέρως. Εν τούτοις, σε περίπτωσι που αυτός απουσιάζει, τα πιστά αφιερωμένα μέλη της οικογενείας θα μπορούσαν να ενώνωνται σε ομαδική προσευχή.
Αν ο αποκεκομμένος σύζυγος επιμένη να προσεύχεται τις ώρες των γευμάτων, τα αφιερωμένα μέλη του οίκου δεν θα λέγουν «Αμήν» στην προσευχή, ούτε θα συνδέουν τα χέρια, όπως μερικοί συνηθίζουν, διότι αυτό θα εσήμαινε πνευματική συμμετοχή, θα μπορούσαν να κλίνουν τα κεφάλια των και ν’ αναπέμπουν δική τους σιωπηλή προσευχή στον Ιεχωβά. Αν επιμένη να εκφράζη τις απόψεις του σε θρησκευτικά ζητήματα, δεν μπορεί να εμποδισθή από το να το πράξη στο σπίτι του· αλλά τα πιστά Χριστιανικά μέλη του οίκου δεν είναι υποχρεωμένα να μετέχουν σε συζήτησι. Δείχνουν σεβασμό στην απόφασι περί αποκοπής του πταίστου από την οργάνωσι του Θεού. «Πρέπει να πειθαρχώμεν εις τον Θεόν μάλλον παρά εις τους ανθρώπους.»—Πράξ 5:29.
Αποτελεί σοβαρή ευθύνη για τους Χριστιανούς να τηρούν αγνή τη λατρεία του Ιεχωβά. Για να το πράξη αυτό ο Χριστιανός, θα συμμορφώνεται με τις δίκαιες απαιτήσεις του Ιεχωβά, ακόμη και όταν μέλη της δικής του οικογενείας αποκόπτονται από την ορατή οργάνωσι του Θεού. Η αγάπη στον Θεό έρχεται πρώτη. Ο Χριστιανός λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να δείξη ότι συμφωνεί με τους τρόπους ενεργείας του Ιεχωβά, ευαρεστώντας έτσι Αυτόν και τηρώντας αγνή λατρεία.