«Να Είναι Κανείς ή να Μην Είναι»—Ένας Ατομικός Φυσικός;
Αφήγησις υπό Φρεντ Ουίλσον
«ΑΥΤΟ είναι το ερώτημα» που με απασχολούσε χρόνια πριν, στις αρχές της δεκαετίας του 1940. ‘Ε, δεν ήταν δύσκολο ερώτημα,’ μπορεί να πήτε. Είναι αλήθεια ότι επιφανειακά φαίνεται εύκολο, διότι ο κόσμος μόλις έμπαινε στην ατομική εποχή. Για τους φυσικούς, αφθονούσαν οι επικερδείς εργασίες, και μάλιστα εργασία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, απορροφητική. Προς τι, λοιπόν, το ερώτημα;
Βασικά, επειδή περιελαμβάνετο και η θρησκεία. Κάτι ακόμη πιο ενδιαφέρον και πιο απορροφητικό μπήκε στη ζωή μου. Αλλ’ ας γυρίσουμε μερικά χρόνια πίσω, για να δούμε πώς συνέβησαν τα πράγματα.
Η οικογένειά μας ζούσε σ’ ένα χαρακτηριστικό μικρό χωριό κάποιας πεδιάδας του Καναδά, όπου τα πάντα εξαρτώντο από τη σοδειά του σιταριού. Μάθαμε από πολύ μικρή ηλικία την αξία της σκληρής εργασίας και μετά το σχολείο κερδίζαμε χρήματα εργαζόμενοι σε καταστήματα, κόβοντας ξύλα, μεταφέροντας σιτηρά ή οδηγώντας άλογα. Στο σπίτι, οι τρεις αδελφοί μου κι εγώ θρηνούσαμε που δεν είχαμε μια αδελφή, διότι αυτό εσήμαινε ότι έπρεπε να ετοιμάζωμε το φαγητό, να πλένωμε τα πιάτα και να πλένωμε και να σιδερώνωμε τα ρούχα. Μόνο ύστερα από χρόνια εκτίμησα πραγματικά την αξία των όσων έμαθα εκείνα τα χρόνια.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΑΔΙΑ
Η θρησκεία έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή, παρά τις προσπάθειές μας να μην «ανακατευθούμε.» Η μητέρα ανήκε σ’ ένα αυστηρό δόγμα «της κολάσεως» που συναθροίζετο στην «Αίθουσα του Ευαγγελίου», το μόνο όνομα που μάθαμε ποτέ για τη θρησκεία μας. Ο πατέρας ήταν Τέκτων και άφηνε τα πάντα σχετικά με τη θρησκεία στη μητέρα. Πώς τον ζήλευα που καθόταν στο σπίτι και διάβαζε την εφημερίδα, ενώ εμείς έπρεπε να πάμε στο Κατηχητικό! Η μητέρα και ο παππούς διάβαζαν καθημερινά τη Γραφή και, αν εμείς δεν φροντίζαμε να φύγωμε από το σπίτι, έπρεπε να συμμετάσχωμε.
Αυτό που μ’ έκανε να στραφώ εναντίον της θρησκείας, ακόμη και από τα παιδικά μου χρόνια, ήταν κάτι που συνέβη ένα χειμωνιάτικο απόγευμα. Ήταν η σειρά μου να ανάψω τη φωτιά στο χωλ για μια ειδική συνάθροισι μ’ ένα περιοδεύοντα ευαγγελιστή, Η φωτιά μόλις είχε ανάψει ωραία, όταν μπήκε μέσα ο ίδιος ο κήρυκας! Μ’ έβαλε να καθήσω σε μια καρέκλα και άρχισε το κήρυγμα, ζητώντας μου να πέσω στα γόνατά μου επί τόπου για να «σωθώ.» «Αν δεν το κάνης αυτό,» είπε, «θα είναι σαν να αποκαλής τη μητέρα σου ψεύτρα.» Αυτό βέβαια, δεν θα το έκανα ποτέ. Αλλά, συγχρόνως, δεν μπορούσα να κάνω κι αυτό που μου ζητούσε. Τελικά βαρέθηκε και μ’ άφησε να φύγω. Από κείνη τη στιγμή, το ενδιαφέρον μου για τη θρησκεία, εξαφανίσθηκε.
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, η οικονομική κρίσις έπληξε τις πεδιάδες κι αντιμετωπίζαμε μεγάλη δυσκολία να ανταποκριθούμε στον οικογενειακό προϋπολογισμό. Η κατάστασις έφθασε στο αποκορύφωμα το 1937, οπότε όλοι οι νέοι αναγκάσθηκαν να φύγουν για να βρουν εργασία σε επαρχίες όπου η καταστροφή δεν ήταν τόσο μεγάλη. Εγώ, μαζί με άλλους, κατευθύνθηκα προς τη Μανιτόμπα. Ύστερα από μερικούς μήνες εργασίας, ταχυδρομήσαμε τα χρήματα μας και γυρίσαμε σπίτι.
Αυτά τα χρήματα με βοήθησαν να πληρώσω τα δίδακτρα και την κατοικία μου, στη διάρκεια των σπουδών μου στο Πανεπιστήμιο του Σασκάτσεβαν. Το πρόγραμμα κάλυπτε μια σειρά μαθημάτων, μεταξύ των οποίων και βιολογία, η οποία περιλάμβανε εκπαίδευσι στα βασικά στοιχεία της εξελίξεως. Λόγω της θρησκευτικής μου πείρας για τον Άδη, αυτή η θεωρία φαινόταν αληθοφανής. Το να αμφισβητήσωμε τη θεωρία, θα εσήμαινε να ‘δεχθούμε το απαράδεκτο,’ δηλαδή τη δημιουργία. Έτσι, είχαμε τυφλή πίστι στη θεωρία και δεν κάναμε ερωτήσεις.
Αφού αποφοίτησα το 1938, αποφάσισα να ειδικευθώ στην ατομική φυσική. Τα πράγματα άρχισαν να είναι κάπως καλύτερα οικονομικώς επειδή εμάς, τους αποφοίτους, μας μίσθωναν ως εργαστηριακούς εκπαιδευτές για τους φοιτητές. Εργαζόμουν, επίσης, και ως τεχνικός σ’ ένα εργοστάσιο ραδού που λειτουργούσε στο πανεπιστήμιο για τη χρήσι της καρκινολογικής κλινικής στη θεραπεία των καρκίνων του δέρματος. Σαν τεχνικός, η δουλειά μου ήταν να αντλώ το ραδιενεργό αέριο ραδόν και να το αποθηκεύω σε λεπτά, χρυσά σωληνάρια, τα οποία εκόβοντο κατόπιν σε μικρούς «κόκκους» τους οποίους εισήγε ο γιατρός στον ιστό γύρω από τον καρκίνο. Η ακτινοβολία από το ραδόν προσβάλλει τα καρκινοπαθή κύτταρα, χωρίς να επηρεάζη τα υγιή κύτταρα. Μπορούσαμε να καθορίσωμε την έντασι που χρειαζόταν σε κάθε προγραμματισμένη εγχείρησι, επειδή το ραδόν φθείρεται με σταθερό ρυθμό. Αυτή η απόδειξις σχεδίου και τάξεως των ραδιενεργών στοιχείων, ήταν ένας από τους πολλούς λόγους που μ’ έκαναν ν’ αναρωτιέμαι: Πώς θα μπορούσαν όλ’ αυτά να συμβούν τυχαία, όπως θέλει να πιστεύομε η θεωρία της εξελίξεως;
Εκείνο τον καιρό, εργαζόμουν για το πτυχίο μου κοντά στον Δρα Τζ. Χέρτζμπεργκ (κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ της χημείας το 1971), που διεξήγε πειράματα για να καθορίση την απόστασι μεταξύ των ατόμων στο μόριο του θειούχου πυριτίου. Αυτό το έκανε με το να μετρά το μήκος κύματος των γραμμών στο φάσμα απορροφήσεως του θειούχου πυριτίου και με τη χρήσι πολύπλοκων μαθηματικών τύπων. Κι εδώ, πάλι, υπήρχε απόδειξις τάξεως και σχεδίου. Αυτό εσήμαινε ότι πίσω απ’ όλ’ αυτά πρέπει να υπήρχε κάποιος Επιστήμων και Μαθηματικός! Αλλά τα ζωτικά ερωτήματα παρέμεναν αναπάντητα: Ποιος; Πώς; Πότε;
Όλοι οι απόφοιτοι κάναμε αίτησι για υποτροφίες και πόσο υπερήφανος ήμουν που δέχθηκα προσφορές από το Τεχνολογικό Ίδρυμα της Μασσαχουσέττης και το Πανεπιστήμιο Κόρνελ των Ηνωμένων Πολιτειών! Ωστόσο, η παγκόσμια σκηνή άλλαζε με ανησυχητικό ρυθμό. Θυμάμαι πώς αισθανθήκαμε όλοι εμείς, του τμήματος φυσικής, την ημέρα που οι εφημερίδες ανήγγειλαν ‘Το άτομο διασπάσθηκε!’ Τα λόγια του Δρα Χέρτζμπεργκ είχαν κάποια ίχνη συντριβής, όταν είπε πολύ συγκινημένος: «Τι άλλο θα κάνουν στη συνέχεια;» Καθώς εξελίσσετο ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, αναρωτιόμαστε πώς θα μας επηρέαζε. Έπειτα, ο Καναδάς έκλεισε τα σύνορά του και κανείς πτυχιούχος επιστήμων δεν μπορούσε να βγη από τη χώρα. Έτσι, έκανα αίτησι (το 1941) και πήρα υποτροφία από το Εθνικό Συμβούλιο Ερευνών, για να συνεχίσω τις σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο.
Εκεί συμπλήρωσα το πρόγραμμα για το πτυχίο μου της Φυσικής και, συγχρόνως, εργαζόμουν στο Πανεπιστήμιο ως πολιτικός εκπαιδευτής του στρατού στο θεμελιώδες ραντάρ. Όταν αυτά τα μαθήματα τέλειωσαν το 1943, οι εκπαιδευτές έπρεπε να εκλέξουν: ή να πάνε σε βιομηχανία ή να πάνε στο ναυτικό ως χειριστές ραντάρ στην ευπρόσβλητη ανατολική ακτή του Καναδά, μέχρις ότου μπορέσωμε να εξακολουθήσαμε τις σπουδές μας. Ωστόσο, το 1942 είχα νυμφευθή με μια σπουδάστρια της φυσιοθεραπείας και οι περισσότερες φοιτήτριες από την τάξι της Γκραίης, κατετάσσοντο στο Σώμα Νοσοκόμων. Επειδή αυτό εσήμαινε ότι θα χωριζόμαστε, αποφασίσαμε να μην καταταγούμε στις ένοπλες δυνάμεις και βρήκα δουλειά ως πειραματικός φυσικός σε μια εταιρία κατασκευής οργάνων αεροπλάνου.
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΑΡΧΙΖΕΙ ΝΑ ΠΑΙΡΝΗ ΜΟΡΦΗ
Μολονότι κανείς από τους δυο μας δεν ήταν πολύ θρησκευόμενος (στην πραγματικότητα, είχα αρχίσει να διδάσκω στη Γκραίης τα βασικά στοιχεία της εξελίξεως), νοιώθαμε την ανάγκη να ανήκωμε σε κάποια εκκλησία. Έτσι, παρακολουθήσαμε διάφορες εκκλησίες. Ύστερα από κάθε εκκλησιασμό, αναλύαμε αυτά που είχαμε ακούσει: την ανασκόπησι κάποιου βιβλίου τη μια, μια ομιλία για την ένταξι στο στρατό την άλλη! Με τόσο λίγα περιθώρια εκλογής, αποφασίσαμε απλώς να αγοράσωμε μια Βίβλο και να την διαβάζωμε μόνοι μας. Μερικές εβδομάδες αργότερα, μας επισκέφθηκε μια κυρία και διάβασε μερικά εδάφια της Γραφής στη σύζυγό μου, κάνοντας πρότασι να ξανάλθη. «Της είπα ότι είμαι απασχολημένη με τη μελέτη για τις τελικές εξετάσεις μου και ότι μπορεί να ξανάλθη σε λίγους μήνες,» μου είπε αργότερα η Γκραίης. «Α, καλά,» απάντησα, «κατά πάσα πιθανότητα δεν πρόκειται να ξανάλθη.» Αλλά έκανα λάθος, διότι η κυρία ξαναήλθε. Επειδή είχαμε επισκέψεις, διευθετήσαμε μια συνάντησι για το άλλο βράδυ.
Ήμαστε λίγο ανήσυχοι όταν η γυναίκα επέστρεψε με το σύζυγό της. Μια από τις πρώτες ερωτήσεις που έκανα ήταν: «Τι πιστεύετε για τον Άδη;» «Στην πραγματικότητα δεν έχει σημασία τι πιστεύομε εμείς,» ήταν η απάντησις. «Εκείνο που είναι σημαντικό είναι τι διδάσκει η Αγία Γραφή. Έχετε Αγία Γραφή;» Στη συνέχεια μας έδειξε από τη δική μας, καινούργια Γραφή, ότι σε ωρισμένα μέρη όπου το εδάφιο γράφει «άδης», οι περιθωριακές σημειώσεις γράφουν, «ή, τάφος.» Αυτό πραγματικά μας έβαλε σε σκέψεις! Έτσι, άρχισε μια σειρά Γραφικών συζητήσεων με τον Τέιζ και την Έλσι Χούρνβολντ, που αφιέρωναν όλο τον χρόνο τους σ’ αυτό το έργο κηρύγματος. Ύστερα από μερικές επισκέψεις, μας είπαν ότι, σαν Μάρτυρες του Ιεχωβά, ήσαν υπό απαγόρευσι στον Καναδά. Αυτό δεν μας ανησύχησε και πολύ, επειδή απολαμβάναμε όσα μαθαίναμε. Πράγματι, ύστερα από λίγο, η σύζυγός μου κι εγώ αρχίσαμε να τους συνοδεύουμε στη διακήρυξι του «ευαγγελίου» από σπίτι σε σπίτι. Τρεις μήνες αργότερα, στις 22 Αυγούστου 1943, βαπτισθήκαμε σε μια συνέλευσι στο Ντητρόιτ του Μίτσιγκαν των Η.Π.Α.
Εκείνο τον καιρό, πολλοί από μας πιστεύαμε ότι ο Αρμαγεδδών ήταν πάρα πολύ κοντά. (Αποκ. 16:14, 16) Έτσι, νοιώθαμε ότι έπρεπε να αφιερώσωμε περισσότερο χρόνο στα έργο κηρύγματος, όπως έκαναν ο Τέιζ και η Έλσι. Επίσης, η συνείδησίς μου άρχισε να μ’ ενοχλή λόγω της εργασίας μου. Ήταν σε αρμονία με τη Χριστιανική ουδετερότητα; Λέγαμε στους άλλους για τη Βασιλεία και ο Ιησούς Χριστός είχε πει: «Η βασιλεία η εμή δεν είναι εκ του κόσμου τούτου.» (Ιωάν. 18:36) Εγώ, λοιπόν, ήμουν μέρος του καθώς βοηθούσα στην παραγωγή οργάνων για πολεμικά αεροπλάνα; (Ησ. 2:2-4) Εξ άλλου, καθώς σκεπτόμουν τα χρόνια που δαπάνησα για να γίνω φυσικός, έπρεπε ν’ αφήσω μια τέτοια εργασία; Ύστερα από πολλή σκέψι, υπέβαλα την παραίτησί μου τον Νοέμβριο του 1943 και άρχισα να εργάζωμαι ως ολοχρόνιος κήρυκας του «ευαγγελίου.»
Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΙΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Μέχρις εκείνο τον καιρό, είχα εξαιρεθή από τη στρατιωτική υπηρεσία, επειδή η εργασία μου εθεωρείτο ουσιώδης στις πολεμικές επιχειρήσεις. Αλλά, κατόπιν, η εξαίρεσίς μου ακυρώθηκε και κατέφθασε η πρόσκλησις για στρατιωτική υπηρεσία. Με επιστολές προς τις εξουσίες, εξήγησα την επιθυμία μου να συνεχίσω ως ολοχρόνιος διάκονος και γι’ αυτό ζητούσα απαλλαγή από υποχρεωτική υπηρεσία. Η απάντησίς τους ήλθε στις 25 Δεκεμβρίου με τη μορφή έξη αστυνομικών. Οι δύο στάθηκαν στην κυρία είσοδο, οι δύο στην πίσω είσοδο και οι δύο μπήκαν στο σπίτι μας. Κι εγώ πού ήμουν; Στην μπανιέρα! Ήταν το τελευταίο μου άνετο μπάνιο, για αρκετό καιρό. Με συνέλαβαν με την κατηγορία μη εκπληρώσεως υποχρεωτικής υπηρεσίας και καταδικάσθηκα σ’ ένα μήνα φυλάκισι στο Τορόντο, μετά από τον οποίο θα ξαναγύριζα στο στρατό.
Τώρα πράγματι είχα καιρό να σκεφθώ τη θέσι μου. Το ερώτημα «‘να είμαι ή να μην είμαι’ ένας ατομικός φυσικός;» φαινόταν να παίρνη αρνητική απάντησι. Αλλά, παραδόξως, δεν ένοιωθα λύπη. ‘Κάποτε στο μέλλον, θα μπορέσω να συνεχίσω τις σπουδές μου,’ σκέφθηκα. Πιο σημαντικά ερωτήματα είχαν λάβει ικανοποιητικές απαντήσεις. Γνώριζα ότι υπάρχει ένας Δημιουργός του οποίου το όνομα είναι Ιεχωβά. (Ψαλμ. 83:18) Επίσης, γνώριζα τον σκοπό του να εγκαθιδρύση μια νέα τάξι ειρήνης και δικαιοσύνης. Και ακόμη, μπορούσαμε και μείς να συμμετάσχωμε σ’ αυτό. Ήξερα πού πηγαίναμε και γιατί. Έτσι, στη διάρκεια του μηνός που έμεινα στη φυλακή χρησιμοποίησα συνετά τον χρόνο μου διαβάζοντας ολόκληρη την Αγία Γραφή. Πόσο βοήθησε αυτό στην ενίσχυσι της αποφάσεώς μου!
Ωστόσο, στενοχωρήθηκα όταν έλαβα ένα γράμμα από τη θρησκευόμενη μητέρα μου. «Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι ένα από τα αγόρια μου θα γινόταν εγκληματίας,» έγραφε στο γράμμα. Ωστόσο, ο άθρησκος πατέρας μου έγραφε: «Γιε μου, αν αυτό το πιστεύης, μην αφήσης κανένα, ακόμη και τον Πρωθυπουργό Μακένζι Κινγκ, να σε κάνη ν’ αλλάξης απόφασι.» Η αντίδρασις του κάθε γονέως ήταν ακριβώς η αντίθετη απ’ ό,τι περίμενα!
Τις πρώτες μέρες μου στη φυλακή, οι άλλοι φυλακισμένοι στο δικό μας συγκρότημα κελλιών με χλεύαζαν. Και τι άνθρωποι ήσαν—κλέφτες, ναρκομανείς και σιχαμεροί μέθυσοι! Ανάμεσά τους ήταν και ο τότε υπ’ αριθμόν 1 Δημόσιος Κίνδυνος, ο Μίκεϋ ΜακΝτόναλντ, που περίμενε να δικασθή γιατί έκλεψε ένα φορτηγό φορτωμένο με ουίσκυ. Μια μέρα που οι άλλοι μ’ έβριζαν, αυτός είπε: «Ακούστε, μάγκες! Όλοι μας είμαστε εδώ γιατί παραβήκαμε τον νόμο. Ο φίλος δεν έκανε τίποτε κακό. Αφήστε τον ήσυχο γιατί αλλιώς . . . !» Μετά απ’ αυτό, κανείς δεν με ξαναενόχλησε.
Αφού εξέτισα την ποινή μου, παραπέμφθηκα για κατάταξι στον στρατό. Ο επικεφαλής αξιωματικός υπέγραψε όλα τα χαρτιά και τώρα ήμουν στρατιώτης. Όταν αρνήθηκα να υπακούσω ωρισμένες διαταγές, παραπέμφθηκα σε στρατοδικείο. Στη δίκη, είχα πλήρη ευκαιρία να παρουσιάσω την υπεράσπισί μου ενώπιον των τριών δικαστών. Ήταν μια καινούργια και συγκινητική πείρα για μένα να διαπιστώσω πώς ‘το άγιο πνεύμα σας διδάσκει τι πρέπει να είπητε,’ διότι πράγματι το άγιο πνεύμα με βοήθησε να θυμηθώ κατάλληλα εδάφια όπως το Ιωάννης 17:16 και Δανιήλ 2:44. (Λουκ. 12:11, 12) Μετά τη δίκη, ένας από τους δικαστές με πήρε παράμερα. Δεν μπορούσε να καταλάβη γιατί δεν ήθελα να υπηρετήσω, αφού είχα ήδη γίνει αξιωματικός του στρατού από το Τμήμα Εκπαιδεύσεως Αξιωματικών στο πανεπιστήμιο. Με παρώτρυνε, λοιπόν, να καταταγώ στον στρατό ως στρατιωτικός εφημέριος, οπότε θα σταματούσαν τη δίκη. Το κεντρικό σημείο της αρνήσεώς μου ήταν: «Ποιος είναι πιο αξιόμεμπτος, εκείνος που ευλογεί τα όπλα ή αυτός που τραβά τη σκανδάλη;» Καταδικάσθηκα σε έξη μήνες φυλάκισι σ’ ένα στρατιωτικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως στο Νιαγάρα-ον-δε-Λέηκ.
Αυτό το στρατόπεδο αποτελείτο από μικρούς στρατώνες με καμμιά δωδεκαριά κελλιά κι ένα μεγάλο, περιφραγμένο περίβολο. Με σαφή λόγια, ο αξιωματικός υπηρεσίας—ένας κοντόχοντρος άνδρας με φωνή ταύρου—μας πληροφόρησε τι περίμενε από μας. Δεν θα είχαμε καμμιά απολύτως συζήτησι και όλα θα γίνονταν «τροχάδην.» Ξύναμε πατώματα ώσπου τα χέρια μας έσκαζαν και έβγαζαν φουσκάλες. Ύστερα τρέχαμε γύρω στον περίβολο κάτω από τον καυτό ήλιο ώσπου ο ιδρώτας έτρεχε στην πλάτη μας. Αν κανείς βραδυπορούσε, ήταν εκεί ο φύλακας για να του δώση ώθησι με το κοντάκι του όπλου του. Κατόπιν, σηκώναμε ένα κάδο νερό στα κεφάλια μας και πάλι τροχάδην, έπρεπε να κάνωμε το γύρο του περίβολου με το κρύο νερό να χύνεται πάνω μας. Αυτή ήταν η καθημερινή ρουτίνα.
Σ’ αυτό το στρατόπεδο, ήμαστε φυλακισμένοι τρεις Μάρτυρες. Αλλά ύστερ’ από λίγο, ο ένας αποφάσισε να πάη στο στρατό. Ενώ περίμενε την αποφυλάκισί του, του επέτρεψαν να μου μιλήση προσπαθώντας να με πείση ν’ ακολουθήσω την πορεία του. Αλλά εγώ κατανοούσα ότι, η γνώσις που είχα για τους σκοπούς του Θεού, ήταν αποτέλεσμα της συναναστροφής μου με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ήμουν, λοιπόν, αποφασισμένος να παραμείνω μαζί τους.
Με τις σκληρές συνθήκες του στρατοπέδου, ο καιρός περνούσε αργά. Αλλά, τελικά, αποφυλακίσθηκα και μεταφέρθηκα πάλι στους στρατώνες. Η διαδικασία επαναλήφθηκε και, σύντομα, με πληροφόρησαν για ένα δεύτερο στρατοδικείο.
Η επόμενη ποινή ήταν πάλι εξάμηνη, αλλά σε πολιτικό στρατόπεδο εργασίας στο Μπέργουως του βορείου Οντάριο. Το ταξίδι ήταν αξέχαστο, διότι πήγα σαν μέρος μιας αλυσοδεμένης συνοδείας κρατουμένων, που φορούσαν χειροπέδες ανά δύο και ήταν όλοι μαζί δεμένοι με μια βαρειά αλυσίδα. Καθώς περνούσαμε από τους δρόμους του κεντρικού Τορόντο προς το σιδηροδρομικό σταθμό και καθήσαμε στις θέσεις μας στο τραίνο, ακόμη αλυσοδεμένοι μαζί, ήμαστε το αντικείμενο της περιέργειας πολλών. Ήμουν ο μόνος Μάρτυς στη συνοδεία.
Στο Μπέργουως η ζωή ήταν καλύτερη απ’ ό,τι στη στρατιωτική φυλακή, διότι εργαζόμαστε έξω κόβοντας δένδρα και τα σέρναμε στο χιόνι, τον χειμώνα του 1944. Τα βράδια μπορούσαμε να διαβάζωμε και να συζητούμε. Έτσι, μπορούσα να δίνω σημαντική μαρτυρία σε άλλους φυλακισμένους. Ύστερα από πέντε μήνες περίπου, αποφυλακίσθηκα, και απολύθηκα με ατιμωτική έξοδο από το στρατό. Είχα χαρακτηρισθή ως καθυστερημένος από τα τεστ υγείας PULHEMS. Σ’ αυτά τα τεστ, κάθε γράμμα αντιπροσωπεύει ένα μέλος του ανθρωπίνου σώματος (U=άνω άκρα κ.λ.π.) και όποιος έπαιρνε «8» σε κάποιο γράμμα, απελύετο. Εγώ πήρα «8» στο «S» (Ικανότης αντιλήψεως). Με απλά λόγια, με θεωρούσαν διανοητικώς ανισόρροπο.
ΕΥΤΥΧΗΣ ΚΑΤΑΛΗΞΙΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΣ
Παρά την ‘δυσμενή σύστασι’, κλήθηκα να βοηθήσω στο τυπογραφείο που χρησιμοποιούσε η Εταιρία Σκοπιά. Η Γκραίης ήδη εργαζόταν εκεί. Το να χειρίζομαι ένα πιεστήριο, ήταν μια καινούργια, αλλά απολαυστική εμπειρία και ήταν απόλαυσις να εργάζωμαι μ’ ένα θαυμάσιο όμιλο ομοπίστων μου. Ύστερα από τέσσερα χρόνια, τον Ιούνιο του 1944, η απαγόρευσις ήρθη, το γραφείο της Εταιρίας στο Τορόντο ξανάνοιξε και σύντομα άρχισαν να γίνωνται σχέδια για την έναρξι ανοιχτού έργου κηρύγματος της Βασιλείας.
Το Δεκέμβριο του 1945, διωρισθήκαμε να εργασθούμε στο τμήμα εντύπων της Εταιρίας, στο Βανκούβερ. Δυο χρόνια αργότερα, συμμετείχαμε στο έργο περιοχής και επισκεπτόμαστε τις εκκλησίες στην όμορφη κοιλάδα Φρέηζερ. Ύστερα από ένα έτος σ’ αυτό το συναρπαστικό έργο, με συγκίνησι λάβαμε την πρόσκλησι για τη Βιβλική Σχολή Γαλαάδ της Σκοπιάς, για να εκπαιδευθούμε ως ιεραπόστολοι. Πόσο ενίσχυσε αυτό την πίστι μας για την Πηγή της ‘δυναμικής ενεργείας’ ή ‘μεγαλειότητος της δυνάμεως’ που εκδηλώνεται στο μικροσκοπικό άτομο! (Ησ. 40:26) Πολύ γρήγορα, έφθασε η μέρα της αποφοιτήσεως και πέρασε, κι εμείς ετοιμάζαμε τις βαλίτσες μας για το διορισμό μας στο εξωτερικό. Καθώς ξεχωρίζαμε τα απαραίτητα είδη, δίστασα πολύ για δυο βιβλία του Δρα Χέρτζμπεργκ σχετικά με τη δομή του ατόμου και του μορίου, δυο τόμους που υπήρξαν η βάσις για τις σπουδές μου. Τελικά τα άφησα πίσω. Το ερώτημα, είχε λάβει οριστική απάντησι.
Στις 29 Δεκεμβρίου 1949, φθάσαμε στον διορισμό μας, στο Σαντιάγκο της Χιλής. Στην αρχή, τα ισπανικά ήταν πρόβλημα. Αλλά, έπειτα, αρχίσαμε να βλέπωμε ότι οι κόποι μας παρήγαν καρπούς, με τη μορφή παραγωγικών Γραφικών μελετών με ειλικρινή άτομα, μερικά από τα οποία δεν είχαν δει ποτέ προηγουμένως την Αγία Γραφή. Μερικοί απ’ αυτούς τους στοργικούς Χιλιανούς έγιναν πνευματικοί αδελφοί και αδελφές μας. Τι συγκινητικό ήταν να βλέπωμε τον ενθουσιασμό τους και τον ζήλο τους για την αλήθεια! Το έργο κηρύγματος της Βασιλείας προώδευε αλματωδώς, καθώς ενώνοντο μαζί μας περισσότεροι ιεραπόστολοι και σχηματίζοντο εκκλησίες σ’ ολόκληρη τη χώρα. Η νέα μας κλήσις ήταν αληθινά ανταποδοτική!
Με τα χρόνια, ήλθαν νέα προνόμια υπηρεσίας: βοήθεια για την επέκτασι του γραφείου τμήματος της Εταιρίας στο Σαντιάγκο, υπηρεσία ως εκπαιδευτής στη Σχολή Διακονίας της Βασιλείας, και επισκέψεις σε γραφεία τμημάτων και ιεραποστολικούς οίκους σε εννέα γειτονικές χώρες για ενθάρρυνσι και βοήθεια στην ενοποίησι του έργου κηρύγματος. Τι χαρά και ικανοποίησις ήταν να βλέπωμε τις ευλογίες του Ιεχωβά καθώς ο αριθμός των υμνητών του σ’ αυτές τις χώρες αύξανε όλο και πιο πολύ!
Ο Απρίλιος του 1969 έφερε μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή μας. Διωρισθήκαμε στο γραφείο τμήματος του Σάο Πάολο της Βραζιλίας. Και έπρεπε, βέβαια να μάθωμε μια νέα γλώσσα, την Πορτογαλική. Το να φύγωμε από τη Χιλή δεν ήταν εύκολο, αφού είχαμε δει τον λαό του Ιεχωβά ν’ αυξάνη εκεί από 200 σε 6.000, σε διάστημα 19 ετών. Μεταξύ αυτών ήταν και μερικοί από τα πνευματικά μας παιδιά και εγγόνια, καθώς και πολλοί από κείνους με τους οποίους είχαμε εργασθή χρόνια. Ωστόσο, το σύνθημα μας ήταν «Ιδού εγώ, απόστειλόν με.» (Ησ. 6:8) Με βαρειά καρδιά είπαμε σ’ όλους «Χάστα Λουέγκο», αλλά και με πολλές ευτυχισμένες αναμνήσεις που θα διατηρούμε στα επόμενα χρόνια.
Στη Βραζιλία υπήρχαν ήδη 55.000 άτομα που με ζήλο κήρυτταν το «ευαγγέλιον.» Το έργο έκανε πρόοδο σ’ αυτή την Καθολική χώρα, όπου τόσο πολλοί στρέφονται προς τον πνευματισμό. Ωστόσο, κι εδώ υπάρχει το ίδιο πρόθυμο πνεύμα στην υπηρεσία του Ιεχωβά και χιλιάδες δέχονται τις Γραφικές αλήθειες κάθε χρόνο και αφιερώνουν τη ζωή τους στον Θεό. Με το πρόθυμο έργο τους, υπάρχουν τώρα πάνω από 106.000 διαγγελείς της Βασιλείας σε 2.012 εκκλησίες της Βραζιλίας. Στο Σάο Πάολο, η οικογένεια Μπέθελ, που φροντίζει για τις ανάγκες αυτών των εκκλησιών, έχει αυξηθή από 40 σε 155. Πριν από πέντε χρόνια, είχαμε τη χαρά να δούμε την αφιέρωσι ενός νέου εργοστασίου για εκτύπωσι της Σκοπιάς και του Ξύπνα! στην Πορτογαλική γλώσσα. Τώρα, λόγω πλήρους ανεπαρκείας του χώρου, είμαστε πάλι καθ’ οδόν ενός οικοδομικού προγράμματος που περιλαμβάνει ένα νέο οίκο Μπέθελ και εργοστάσιο που βρίσκεται σε μια ειρηνική τοποθεσία ανάμεσα στις θαυμαστές δημιουργίες του Ιεχωβά, 140 χιλιόμετρα (87 μίλια) από το Σάο Πάολο. Και μόνον ο Ιεχωβά γνωρίζει τι αυξήσεις επιφυλάσσονται ακόμη για τον λαό του σ’ αυτή τη χώρα.
Μήπως λυπήθηκα ποτέ που δεν απάντησα καταφατικά στο ερώτημα: «‘Να είμαι ή να μην είμαι’ ένας ατομικός φυσικός;» Εξακολουθώ να βρίσκω την ατομική φυσική, τρομερά ενδιαφέρουσα και απορροφητική. Αλλά πώς θα μπορούσε να υπάρχη λύπη αφού γνώρισα τον μεγάλο Επιστήμονα και Μαθηματικό που σχεδίασε και δημιούργησε το άτομο; Πώς θα μπορούσαμε να λυπηθούμε που είμαστε μέρος μιας παγκόσμιας πνευματικής οικογένειας, αφιερωμένης στον Ιεχωβά; Χωρίς καμμιά λύπη, νοιώθω όπως ο Ασάφ που διεκήρυξε: «Αλλά δι’ εμέ, το να προσκολλώμαι εις τον Θεόν είναι το αγαθόν μου· έθεσα την ελπίδα μου επί Κύριον τον Θεόν, δια να κηρύττω πάντα τα έργα σου.»—Ψαλμ. 73:28.
[Εικόνα του Φρεντ Ουίλσον στη σελίδα 5]