ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
της Σκοπιάς
Ελληνική
  • ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
  • yb90 σ. 192-252
  • Σουρινάμ

Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.

Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.

  • Σουρινάμ
  • Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1990
  • Υπότιτλοι
  • Η Αλήθεια Έρχεται με Φεριμπότ
  • «Η Βασιλεία του Θεού Ήρθε»
  • Ένας Ταπεινός Αδελφός Προσφέρεται να Βοηθήσει
  • Ένας Φτωχός Ελαιοχρωματιστής Δίνει το Παράδειγμα
  • Γίνονται Γνωστοί στο Κοινό
  • Το Άγγελμα της Βασιλείας Διαδίδεται από Μεγάφωνα
  • Το Ένα Γίνεται Τρία—Αλλά δεν Υπάρχει Αύξηση
  • Μια Νέα Εποχή Αρχίζει: Έρχεται Ένας Ιεραπόστολος
  • Ένα Έτος Σταδιακής Εκπαίδευσης
  • Ξανά από την Αρχή
  • Στο Σωστό Δρόμο και Πάλι
  • Υπηρεσία Αγρού Εναντίον Φαρμάκων
  • «Δικά μου Παιδιά»
  • Αναμνήσεις από Αγαπητούς Εργάτες
  • Η Ειδική Στρατηγική του Επισκόπου Τμήματος
  • Το Πρώτο Βήμα Προς τις Αγροτικές Περιοχές
  • Στα Ενδότερα των Αγροτικών Περιοχών
  • Γάμος ή Αυτοκίνητο;
  • Αλλαγή Υπευθύνου
  • Προσαρμογή στη Ζωή του Ιεραποστόλου
  • Ανταποκριτές του Ξύπνα! σε Εχθρικό Έδαφος
  • Με το Κανό στα Ίχνη των Ιεραποστόλων
  • Ο Πρώτος Βουσνέγρος Αδελφός!
  • Η Ταινία της Εταιρίας Επηρέασε την Απόφαση της Κυβέρνησης
  • Μια Ψυχρή Υποδοχή
  • Μια Πράξη Πίστης από μια Φτωχή Αδελφή
  • Μια Καινούρια Αίθουσα Προαναγγέλλει μια Καινούρια Εποχή
  • Ο Γείτονας Είναι Γόης Φιδιών
  • Αντίο και Καλό Ταξίδι
  • Κάτοικοι του Βροχερού Δάσους Ικετεύουν για Βοήθεια
  • «Ο Ιεχωβά Τους Συνάγει»
  • Το Πρώτο Έντυπο στη Σρανάν Τόνγκο
  • Χιλιάδες Άτομα Ακούνε το Άγγελμα στις Αγροτικές Περιοχές
  • Πρόθυμοι Νεαροί Πρωτοπόροι
  • «Μήπως Υπάρχουν Φίδια Εδώ;»
  • Ένας Ενθουσιώδης Σπουδαστής Εγκαθίσταται
  • Ο Εκσκαφέας Έγινε Καινούρια Αίθουσα Βασιλείας
  • Το Βιβλίο Παράδεισος Ανοίγει το Δρόμο
  • Εγκάρδια Ανταπόκριση
  • Κι Άλλη Βοήθεια από τη Γαλαάδ
  • Η «Συνέλευση στο Νερό»
  • Αχ, Αυτά τα Πούλμαν!
  • Αποφασισμένοι να Μείνουν
  • Οι Μετακομίσεις Οδηγούν στην Ίδρυση μιας Εκκλησίας και μιας Σχολής
  • Σύγκρουση Πεποιθήσεων
  • Ένας Καταραμένος Άνθρωπος Κερδίζει την Εύνοια του Θεού
  • Ενσωματώνονται κι Άλλες Εθνικές Ομάδες
  • Τι θα Πούμε για τους Ινδουιστές;
  • ‘Να Παντρεύεστε Μόνο εν Κυρίω’
  • Μια Πρωτότυπη Ιδέα
  • Νώε—Το Θέμα Συζήτησης στο Ποτάμι
  • Η Πρώτη Αίθουσα Βασιλείας στο Βροχερό Δάσος
  • Πτώση—Γιατί;
  • Οι Μάρτυρες Παίρνουν Νέα Ώθηση
  • Άλλη μια «Πόρτα» Ανοίγει στο Βροχερό Δάσος
  • Ο Κλήρος Αντιδράει
  • «Πότε θα μας Επισκεφθείτε;»
  • Αύξηση Ανάμεσα στον Αγγλόφωνο Πληθυσμό
  • Προσγείωση στην Τρομακτική Πραγματικότητα
  • Μέσα από την Καρδιά της Μάχης
  • Και Τώρα η Επιστροφή
  • Έτρεχαν για να Σώσουν τη Ζωή τους
  • Ο Πηδαλιούχος-Ποιμένας
  • Δεκαπλάσια Αύξηση
  • Ο Ιεχωβά δεν θα Λησμονήσει το Έργο τους
Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1990
yb90 σ. 192-252

Σουρινάμ

Φίδια και τζάγκουαρ καραδοκούν στο ορεινό βροχερό δάσος που σκεπάζει όλο σχεδόν το Σουρινάμ—τη μικρότερη χώρα της Νότιας Αμερικής, τόσο σε έκταση όσο και σε πληθυσμό. Αλλά όσο για το θάρρος των λάτρεων του Ιεχωβά Θεού, η χώρα είναι ασυναγώνιστη.

ΣΤΙΣ 31 Ιουλίου 1667 οι αιώνια αντίπαλες αυτοκρατορίες της Βρετανίας και της Ολλανδίας υπέγραψαν μια συνθήκη ειρήνης και αντάλλαξαν κτήσεις: Οι Ολλανδοί παρέδωσαν στους Βρετανούς το Νέο Άμστερνταμ, ενώ οι Βρετανοί παραχώρησαν στους Ολλανδούς το Σουρινάμ. Πιθανόν να είστε εξοικειωμένοι με το μερίδιο των Βρετανών στην ανταλλαγή—το Νέο Άμστερνταμ, το οποίο μετονόμασαν σε Νέα Υόρκη. Τι μπορούμε να πούμε όμως για το Σουρινάμ;

Η χώρα που ονομαζόταν στο παρελθόν Ολλανδική Γουιάνα, και τώρα ονομάζεται Σουρινάμ, βρίσκεται στη βορειοανατολική ακτή της Νότιας Αμερικής, σφηνωμένη ανάμεσα στη Γουιάνα, στη Βραζιλία και στη Γαλλική Γουιάνα. Το τροπικό της κλίμα θα σας θύμιζε τη Φλόριδα (Η.Π.Α.), αν και σε έκταση είναι λίγο μικρότερη από εκείνη τη χερσόνησο. Αλλά, αν σας αρέσει να κολυμπάτε σε γαλανές θάλασσες ή να ξεκουράζεστε σε άσπρες ακρογιαλιές, το Σουρινάμ μπορεί να μην είναι ο κατάλληλος τόπος για εσάς. Στην πραγματικότητα, η λασπώδης ακτή της χώρας έχει τόσο αφιλόξενη όψη που οι πρώτοι άποικοι την ονόμασαν Άγρια Ακτή. Αν όμως είστε άτομο που αγαπάει την περιπέτεια, βάλτε σε μια βαλίτσα το εντομοαπωθητικό σας, τα χάπια σας για την ελονοσία και την κουνουπιέρα σας, κι ελάτε να εξερευνήσετε το πιο πλούσιο και πιο μυστηριώδες φυσικό περιβάλλον απ’ όλα: το μεγάλο βροχερό δάσος.

Από το αεροπλάνο, ο θόλος του βροχερού δάσους σχηματίζει ένα μονότονο πράσινο χαλί, το οποίο διασχίζουν μόνο πολυάριθμα ποτάμια που ρέουν προς τα βόρεια σχηματίζοντας μαιάνδρους και εκβάλλουν στον Ατλαντικό Ωκεανό. Ωστόσο, αν ρίξετε μια ματιά κάτω απ’ αυτό το χαλί, θα διαπιστώσετε ότι πρόκειται για τη φυσική κατοικία ζώων με τη μεγαλύτερη ποικιλία από οπουδήποτε αλλού: αυτός είναι ο κόσμος του άπιαστου τζάγκουαρ, του πολύχρωμου παπαγάλου μακάο, του ωρυόμενου πίθηκου και του γιγάντιου ανακόνδα.

Αλλά και ο ανθρώπινος πληθυσμός του Σουρινάμ χαρακτηρίζεται από ποικιλία. Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν οι Αμερινδοί. Μετά ήρθαν οι μαύροι δούλοι από τη δυτική Αφρική, τους οποίους τους έφερναν για να δουλεύουν στις φυτείες καφέ. Αργότερα, διάφοροι δούλοι που δραπέτευσαν, γνωστοί επίσης ως Βουσνέγροι, σχημάτισαν φυλές που διασκορπίστηκαν μέσα στο πυκνό βροχερό δάσος, το οποίο καλύπτει το 80 τοις εκατό του εδάφους του Σουρινάμ. Κατόπιν, έφτασαν άποικοι από τις ανατολικές Ινδίες και την Ινδονησία. Προσθέστε σ’ αυτούς τους Κινέζους, τους Λιβανέζους, τους Εβραίους, καθώς και τους απογόνους των Ολλανδών αποίκων και θα καταλάβετε γιατί ο πληθυσμός του Σουρινάμ, που είναι 400.000 κάτοικοι, ονομάζεται μερικές φορές «ο κόσμος σε μέγεθος τσέπης».

Τα εξίσου ποικίλα πιστεύω των Ινδουιστών, Μουσουλμάνων, Μοραβών (Προτεσταντών), Ρωμαιοκαθολικών, ανιμιστών, φετιχιστών, καθώς και των υπόλοιπων κατοίκων της χώρας έχουν δημιουργήσει ένα συνονθύλευμα θρησκειών. Προσθέστε σ’ αυτό το συνονθύλευμα την ποικιλία δέκα περίπου γλωσσών, αρχίζοντας από την ολλανδική (την επίσημη γλώσσα) και φτάνοντας στη σρανάν τόνγκο (την τοπική γλώσσα) και θα καταλάβετε γιατί το βιβλίο Σουρινάμ—Χώρα Εφτά Λαών (Suriname—Land of Seven Peoples) σημειώνει ότι «απέχουμε πολύ» ακόμη από την επίτευξη εθνικής ενότητας.

Αλλά λίγο μετά τη χαραυγή αυτού του αιώνα άρχισε να μιλιέται στο Σουρινάμ άλλη μια γλώσσα—η ‘αγνή γλώσσα’ της αλήθειας της Αγίας Γραφής—η οποία επέφερε ενότητα οπουδήποτε κι αν την έμαθαν. (Σοφ. 3:9, ΜΝΚ) Παρ’ όλα αυτά, η διάδοση της αλήθειας της Αγίας Γραφής στις πόλεις, στις αγροτικές περιοχές και στο βροχερό δάσος απαίτησε θάρρος, υπομονή, θυσίες και, πάνω απ’ όλα, την υποστήριξη του Ιεχωβά Θεού. Πώς τα κατάφεραν οι δούλοι του Ιεχωβά; Σας προσκαλούμε να ξαναζήσετε μαζί μας τα κυριότερα γεγονότα εννέα δεκαετιών κηρύγματος της Βασιλείας. Έτσι, ας κάνουμε ένα χρονικό άλμα προς τα πίσω, φτάνοντας στο έτος 1903. Βρισκόμαστε στο βορειοδυτικό Σουρινάμ.

Η Αλήθεια Έρχεται με Φεριμπότ

Η ατμάκατος διέσχιζε με κόπο την εκβολή του ποταμού Κουραντίν, μεταφέροντας επιβάτες από τη Γουιάνα στη μικρή πόλη Νίου Νικερί του Σουρινάμ. Κάποιος επιβάτης, ο κύριος Χερμπονέ, ένας έμπορος γύρω στα 25 του χρόνια, ανυπομονούσε να φτάσει στην ακτή για να δείξει στους φίλους του τα βιβλία που είχε φέρει μαζί του.

Οι φίλοι του—ο φούρναρης Μάρι Ντονκ, ο μπακάλης Άλφρεντ Μπέιτενμαν και ο τσαγκάρης Τζούλιαν Ντίκμουτ—εντυπωσιάστηκαν γρήγορα από τις απλές εξηγήσεις των Γραφικών αληθειών που περιείχαν τα βιβλία. Πριν περάσει πολύς καιρός, οι τέσσερις φίλοι σχημάτισαν μια ομάδα μελέτης της Αγίας Γραφής και συναθροίζονταν στο σπίτι του φούρναρη, του Μάρι Ντονκ. Εκεί, μελετούσαν κι άλλα έντυπα που είχε εκδώσει ο συγγραφέας των βιβλίων, ο Κάρολος Τ. Ρώσσελ, ο πρώτος πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο Μάρι Ντονκ, ένας εύγλωττος Εβραίος, ανέλαβε την ηγεσία και παρακινούσε τους πελάτες του να γίνουν κι αυτοί μέλη της ομάδας. Η ανταπόκριση από μέρους των πελατών ήταν αργή μέχρι τη στιγμή που ο φούρναρης χρησιμοποίησε το σύνθημα που θυμούνται ακόμη και σήμερα οι ηλικιωμένοι κάτοικοι του Νικερί: «Νίαν μπρίεντα σόντρο φρίεντα!» (Φάτε ψωμί άφοβα!) «Αυτό σήμαινε», εξηγεί η 83χρονη Λιν Μπέιτενμαν, η κόρη του Άλφρεντ Μπέιτενμαν, «ότι, ύστερα από τις συναθροίσεις, μοίραζε στους ανθρώπους ψωμί δωρεάν».

Η μέθοδος αυτή έφερε αποτελέσματα. Ο αριθμός αυτών που παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις ‘φούσκωσε’ σαν φρεσκοζυμωμένο ψωμί, και αυτό συνέβαινε μέχρι που ο φούρναρης, ο Ντονκ, άρχισε να παρακινεί το ακροατήριό του να πηγαίνει μαζί του για κήρυγμα στις αγροτικές περιοχές τις Κυριακές. Τότε, οι περισσότεροι απ’ αυτούς που παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις εγκατέλειψαν την ομάδα.

Εντούτοις, από το 1910 ως το 1914, ορισμένοι πιστοί ακολουθούσαν τον αδελφό Ντονκ σε μια περιοχή στην οποία έχει γίνει αποξήρανση, έξω από το Νικερί, έμπαιναν μέσα στο αυλάκι μιας φυτείας κακάο και εκεί γινόταν το βάφτισμά τους. «Εκείνες οι τελετές βαφτίσματος προσέλκυαν εκατοντάδες παρατηρητές», λέει ο Τζέιμς Μπράουν, που είναι τώρα 86 χρονών. Θυμάται ότι παρακολουθούσε συνεπαρμένος τον αδελφό Ντονκ, καθώς εκείνος βύθισε κάτω από το νερό έναν καινούριο μαθητή με τα ρούχα, και φώναξε δυνατά: «Στο όνομα του Πατρός». Κατόπιν, βύθισε το ίδιο άτομο για δεύτερη φορά και φώναξε: «Στο όνομα του Υιού», κι έπειτα για τρίτη φορά, λέγοντας: «Στο όνομα του Αγίου Πνεύματος». Αφού έγιναν αυτά, ο βαφτιστής στράφηκε στους παρατηρητές και φώναξε δυνατά: «Ελάτε! Βαφτιστείτε για να ζήσετε!» Μερικοί ήρθαν, αλλά το έκαναν κυρίως γιατί φοβούνταν ότι το τέλος του κόσμου θα ερχόταν το 1914. Όταν το 1914 ήρθε και παρήλθε, πολλοί από αυτούς απομακρύνθηκαν.

«Η Βασιλεία του Θεού Ήρθε»

Ωστόσο, γύρω στο 1920, το έργο των Σπουδαστών της Γραφής, οι οποίοι αγωνίζονταν παρά τις δυσκολίες, πήρε ώθηση, όταν έφτασε με πλοίο ένας αδελφός από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο οποίος πρόβαλε το Φωτόδραμα της Δημιουργίας.

«Όλη η πόλη μιλούσε γι’ αυτό», αφηγείται ο Τζέιμς Μπράουν. «Έφτασα νωρίς στην αποθήκη της φυτείας κακάο και κάθησα στην πρώτη σειρά. Ο χώρος ήταν ασφυκτικά γεμάτος με 500 άτομα. Άρχισε η προβολή. Ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο—τα σλάιντς, την ταινία, τη μουσική! Κάποιος σηκώθηκε και είπε: ‘Απόψε η Βασιλεία του Θεού ήρθε στο Νικερί!’»

Τώρα άρχισε να υπάρχει και πάλι αύξηση και, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, οι αδελφοί έχτισαν ένα μικρό χώρο συναθροίσεων στην αυλή του αδελφού Ντονκ. Η εκκλησία του Νικερί όμως θα δοκιμαζόταν και πάλι από προβλήματα.

Ένας Ταπεινός Αδελφός Προσφέρεται να Βοηθήσει

Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 έγινε γνωστό ότι ο τρόπος ζωής του Μάρι Ντονκ ερχόταν σε αντίθεση με τις ηθικές αρχές της Γραφής. Ωστόσο, αυτός συνέχιζε να διεξάγει τις συναθροίσεις. Ποιος θα διόρθωνε την κατάσταση;

Ο Άλφρεντ Μπέιτενμαν, μικρόσωμος και γλυκομίλητος, είχε προσφέρει διακριτικά στην εκκλησία οικονομική υποστήριξη από τότε που βαφτίστηκε, το 1903. «Αλλά στη διάρκεια μιας συνάθροισης», αναπολεί η Λιν, «παραξενεύτηκα όταν είδα τον πατέρα μου να βγαίνει μπροστά, να υψώνει τη φωνή του και να ανακοινώνει ότι από τότε και στο εξής οι συναθροίσεις θα διεξάγονταν στο σαλόνι του δικού μας σπιτιού». Ευτυχώς, οι περισσότεροι αδελφοί υποστήριξαν αυτή τη μετακίνηση, αλλά υπήρξαν ορισμένοι που παρέμειναν με το φούρναρη, τον Ντονκ, κι εκείνη η ομάδα βαθμιαία διαλύθηκε.

Κατόπιν, ο αδελφός Μπέιτενμαν ήρθε σε επαφή με τα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας στη Νέα Υόρκη, παρέλαβε έντυπα και από το 1936 κι έπειτα ποίμαινε πιστά την εκκλησία που του είχε ανατεθεί.

Αλλά προς το παρόν, ας στρέψουμε την προσοχή μας 240 χιλιόμετρα ανατολικά κι ας γυρίσουμε 25 χρόνια πίσω. Έχουμε φτάσει στην πρωτεύουσα, το Παραμαρίμπο, το έτος 1911.

Ένας Φτωχός Ελαιοχρωματιστής Δίνει το Παράδειγμα

Όταν επισκέφτηκαν κάποτε το λιμάνι του Παραμαρίμπο, οι πίλγκριμς (όπως ονομάζονταν τότε οι επίσκοποι περιοχής) Μπλέικ και Πάουελ, από τις Ηνωμένες Πολιτείες, συνάντησαν τον Φρέντερικ Μπρέιγουεϊτ, έναν ταπεινό ελαιοχρωματιστή που είχε γεννηθεί στο Μπαρμπάντος και ήταν σχεδόν 40 χρονών. Ο Φρέντερικ αναγνώρισε ότι αυτή ήταν η αλήθεια και βοήθησε τη γυναίκα του, την Κλεοπάτρα, καθώς κι ένα φίλο του να ενδιαφερθούν κι αυτοί. Αυτός άρχισε να διεξάγει συναθροίσεις στο μικροσκοπικό ξύλινο σπίτι του.

Όπως και οι πίλγκριμς, ο Φρέντερικ αναζητούσε τρόπους για να μιλάει στους άλλους σχετικά με τις αλήθειες της Αγίας Γραφής. Έτσι, ενώ βρισκόταν στην εργασία του, έδωσε μαρτυρία στον ξυλουργό Βίλεμ Τελγκτ. Στον ξυλουργό άρεσαν αυτά που άκουσε και, μαζί μ’ ένα δικό του φίλο, άρχισε να παρακολουθεί τις συναθροίσεις των «Ειλικρινών Σπουδαστών της Γραφής», με αποτέλεσμα ο αριθμός των ατόμων που μελετούσαν να αυξηθεί από τρεις σε πέντε.

Ο αδελφός Μπρέιγουεϊτ εκτιμούσε αυτές τις συναθροίσεις. «Αν και ήταν φτωχός», αφηγήθηκε πριν από λίγα χρόνια ο Βίλεμ Τελγκτ, «ο αδελφός Μπρέιγουεϊτ φορούσε πάντα στις συναθροίσεις ένα φρεσκοσιδερωμένο άσπρο κοστούμι. Μερικές μέρες, όταν δεν είχε αρκετά χρήματα για ένα γεύμα, μπορούσες να ακούσεις το άδειο του στομάχι να γουργουρίζει, αλλά παρ’ όλα αυτά εκείνος διεξήγε κάθε συνάθροιση με τον ίδιο ενθουσιασμό».

Ο Βίλεμ Τελγκτ παρακινήθηκε από το παράδειγμα του αδελφού Μπρέιγουεϊτ και βαφτίστηκε στις 19 Φεβρουαρίου 1919· αργότερα αυτός έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στην επέκταση των συμφερόντων της Βασιλείας.

Γίνονται Γνωστοί στο Κοινό

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, οι Σπουδαστές της Γραφής ήταν ελάχιστα γνωστοί στην πρωτεύουσα. Αυτή η κατάσταση όμως άλλαξε στα μέσα της δεκαετίας του 1930, όταν ένας απ’ αυτούς, κάποιος αδελφός Γκρέιαμ, άρχισε να στήνει έναν πάγκο μπροστά από κάποιο κατάστημα που βρισκόταν απέναντι από την πολυσύχναστη αγορά. Αυτός άνοιγε τη φθαρμένη βαλίτσα του και επιδείκνυε τα βιβλία της Εταιρίας με τα χρωματιστά εξώφυλλα. Κάθε εργάσιμη μέρα της εβδομάδας, αυτός ο ηλικιωμένος αγγλόφωνος αδελφός έπιανε το πόστο του.

Συχνά, αυτοί που πήγαιναν για ψώνια μαζεύονταν γύρω από τη βαλίτσα, πρόθυμοι να δημιουργήσουν αντιλογίες. «Αλλά ο αδελφός Γκρέιαμ έκανε σύντομα, πολύ σύντομα σχόλια», αφηγήθηκε ο Λίο Μιούντεν, που πέθανε πρόσφατα σε ηλικία 78 ετών. «Κάποια μέρα, είδα στη βαλίτσα του ένα βιβλιάριο, το εξώφυλλο του οποίου έδειχνε ένα νεαρό άντρα να τρέχει. Ρώτησα λοιπόν τον αδελφό Γκρέιαμ: ‘Πού πάει αυτός τρέχοντας;’ Ο ηλικιωμένος αδελφός σήκωσε τα μάτια του, με κοίταξε και είπε: ‘Αν διαβάσεις το βιβλιάριο θα μάθεις’. Αυτό ήταν όλο. Έτσι, διάβασα το βιβλιάριο Διαφυγή εις την Βασιλείαν και έμαθα!»

Το Άγγελμα της Βασιλείας Διαδίδεται από Μεγάφωνα

Οι άνθρωποι στο Παραμαρίμπο έμαθαν το άγγελμα της Βασιλείας από βιβλία, αλλά επιπλέον το άκουσαν κι από δίσκους. Πώς συνέβη αυτό; Κάθε Κυριακή βράδυ ο Κορνέλους Βόιτ, ένας καταστηματάρχης που συμπαθούσε τους Μάρτυρες, τοποθετούσε το πικάπ του και ένα μεγάλο μεγάφωνο στο δεύτερο όροφο του σπιτιού του. «Μετά», αφηγήθηκε ο αδελφός Τελγκτ, «έπαιζε μια ηχογραφημένη Ρωμαιοκαθολική Λειτουργία και μετά απ’ αυτή, θρησκευτική μουσική. Ύστερα, όταν είχαν πια συγκεντρωθεί αρκετοί άνθρωποι, άλλαζε το δίσκο και γυρνούσε την ένταση στη διαπασών. Ξαφνικά, η φωνή του Ιωσήφ Φ. Ρόδερφορντ, του δεύτερου πρόεδρου της Εταιρίας, ακουγόταν βροντερή μέχρι εκεί που βρισκόταν το ακροατήριο και πολύ πιο πέρα».

Εντούτοις, τα απογεύματα των εργάσιμων ημερών ο Βόιτ δεν χρειαζόταν ποτέ να προσελκύσει ακροατήριο, αλλά απλώς περίμενε να έρθει η ώρα που ο γιος του, ο Λούις, ένας πολύ γνωστός γιατρός, άρχιζε να δέχεται επισκέψεις στο ιατρείο του που βρισκόταν δίπλα στο σπίτι του. Μόλις η αίθουσα αναμονής γέμιζε από ασθενείς, ο Βόιτ έπαιζε τους δίσκους του. Η Έλεν Βόιτ, η γυναίκα του γιατρού, θυμάται: «Οι ασθενείς αναγκάζονταν να ακούσουν τον αδελφό Ρόδερφορντ είτε τους άρεσε είτε όχι». Ναι, με τη χρήση βιβλίων και δίσκων, οι Μάρτυρες είχαν γίνει τώρα γνωστοί στο πλατύ κοινό.

Το Ένα Γίνεται Τρία—Αλλά δεν Υπάρχει Αύξηση

Αφού ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος διεξάχθηκε πολύ πιο μακριά από τα σύνορα του Σουρινάμ, οι αδελφοί εκεί δεν χτυπήθηκαν από τους θανατηφόρους ανέμους του πολέμου. Ωστόσο, η εκκλησία του Παραμαρίμπο αντιμετώπισε κάποιες αναταραχές. Τι είδους; Διαμάχες μεταξύ των αδελφών.

«Γύρω στο 1945», λέει ο Λίο Λίφντε, ένας 80χρονος που παρακολουθεί τις συναθροίσεις από το 1938, «η εκκλησία είχε διασπαστεί σε τρεις διαφορετικές ομάδες που συναθροίζονταν σε τρεις διαφορετικές τοποθεσίες, ενώ τα μέλη και των τριών ομάδων αυτοαποκαλούνταν Μάρτυρες του Ιεχωβά». Επιπρόσθετα, όταν ανακοινώθηκε το 1946 ότι ο τρίτος πρόεδρος της Εταιρίας, ο Νάθαν Ο. Νορ, θα επισκεπτόταν το Σουρινάμ, «υπήρχαν τρεις ομάδες που περίμεναν με ανυπομονησία να υποδεχτούν τον πρόεδρό ‘τους’», προσθέτει ο αδελφός Μιούντεν. Πώς θα αντιδρούσε ο αδελφός Νορ;

Τη Δευτέρα, 1η Απριλίου 1946, ο αδελφός Νορ έφτασε στο Παραμαρίμπο μαζί με τον Φρέντερικ Γ. Φρανς, που ήταν τότε αντιπρόεδρος της Εταιρίας. Την ίδια εκείνη νύχτα, 39 αδελφοί από όλες τις παρατάξεις συγκεντρώθηκαν σε ουδέτερο έδαφος, στο προαύλιο ενός σχολείου, για να ακούσουν τι θα έλεγαν οι αδελφοί Φρανς και Νορ. Κατόπιν, όταν έφτασε η ώρα για την υποβολή ερωτήσεων, οι αδελφοί εξέφρασαν τις διιστάμενες απόψεις τους. Στην αρχή ο πρόεδρος τους άκουσε, αλλά σε λίγο το ποτήρι ξεχείλισε.

«Ο αδελφός Νορ υπήρξε σύντομος», θυμάται ο αδελφός Μιούντεν. «Είπε: ‘Ποιος από εσάς θέλει να έρθει εδώ ένας ιεραπόστολος;’ Όλοι σηκώσαμε τα χέρια μας. ‘Ωραία’, είπε ο αδελφός Νορ. ‘Θα έρθει εδώ αυτόν το μήνα’». Πράγματι, όπως το υποσχέθηκε, στις 27 Απριλίου 1946, έφτασε ένας απόφοιτος της Γαλαάδ που ονομαζόταν Άλβιν Λίντο.

Μια Νέα Εποχή Αρχίζει: Έρχεται Ένας Ιεραπόστολος

Ο Αμερικανός Άλβιν Λίντο, 26 χρονών, εγκαταστάθηκε στο σπίτι του αδελφού Μπατίστα και άρχισε να επανασυνδέει τις διάφορες παρατάξεις σε μια ομάδα. Ύστερα από ένα μήνα, ο αδελφός Λίντο ανέφερε με χαρά: ‘Ο αριθμός των ευαγγελιζομένων που δίνουν έκθεση έργου αυξήθηκε από 2 σε 18’. Με τη σειρά του, ο αδελφός Νορ επιφύλασσε καλά νέα για το Σουρινάμ. Τους έγραψε ότι από την 1η Ιουνίου 1946 θα ιδρυόταν γραφείο τμήματος. «Είμαι βέβαιος», πρόσθετε ο αδελφός Νορ, «ότι αυτός είναι ο κατάλληλος καιρός για την προώθηση του έργου στο Παραμαρίμπο».

Αφού διορίστηκε επίσκοπος τμήματος, ο Λίντο στρώθηκε στη δουλειά. Πρώτα απ’ όλα, μετέφερε το τμήμα από το σπίτι του αδελφού Μπατίστα στο δεύτερο όροφο ενός ευρύχωρου διώροφου κτιρίου στην οδό Ζουαρτενχόβενμπρουχ 50 και διαμόρφωσε τον πρώτο όροφο σε Αίθουσα Βασιλείας. Έπειτα, άρχισε να διεξάγει μια εβδομαδιαία μελέτη βιβλίου, τη Συνάθροιση Υπηρεσίας και τη Μελέτη Σκοπιάς. Στη συνέχεια δίδαξε τους αδελφούς πώς να διεξάγουν οικιακές Γραφικές μελέτες.

Κατόπιν, ο αδελφός Λίντο ανακοίνωσε: «Περνάμε στην επίθεση!» Ένας παλιός αδελφός θυμάται: «Μας ενθάρρυνε να πάρουμε μέρος στη διανομή του βιβλίου Τέκνα από σπίτι σε σπίτι. Στην αρχή ήμουν διστακτικός, αλλά ο αδελφός Λίντο μού είπε: ‘Ή θα κολυμπήσεις ή θα βουλιάξεις’. Έτσι, γέμισα την τσάντα μου με βιβλία και πρόσφερα το καινούριο έντυπο στους ανθρώπους που έμεναν κοντά στην αίθουσα. Με μεγάλη μου χαρά διαπίστωσα ότι σε λίγη ώρα η τσάντα μου είχε αδειάσει».

Αλλά, μερικοί αδελφοί, που προτιμούσαν να κάνουν ομιλίες παρά να διανέμουν βιβλία, μουρμούριζαν: ‘Δεν έχουμε καμιά σχέση με την Εταιρία Σκοπιά. Εμείς πιστεύουμε στον πάστορα Ρώσσελ’. Έτσι, αυτοί «βούλιαξαν». Οι περισσότεροι αδελφοί όμως υποστήριξαν την εκστρατεία με τα βιβλία. Αλλά συναισθάνονταν ότι τους έλειπε η εκπαίδευση. Τους επόμενους μήνες θα ικανοποιούνταν αυτή ακριβώς η ανάγκη τους.

Ένα Έτος Σταδιακής Εκπαίδευσης

Το Σεπτέμβριο του 1946 εγκαινιάστηκε στην εκκλησία του Παραμαρίμπο η Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας. Τον ίδιο εκείνο μήνα έγινε έναρξη μιας εκστρατείας δημόσιων ομιλιών που εκφωνούνταν στην Αίθουσα Βασιλείας. Τα διαφημιστικά φυλλάδια τράβηξαν την προσοχή του κοινού—αλλά και της αστυνομίας.

Την Τετάρτη, πριν από τη μέρα που επρόκειτο να εκφωνηθεί η πρώτη ομιλία, ο ομιλητής κλήθηκε να παρουσιαστεί στο αστυνομικό τμήμα. ‘Είμαστε η πρώτη χώρα στην οποία αναπτύσσει δραστηριότητα η Εταιρία Σκοπιά;’ ρώτησαν οι αστυνομικοί. Όταν έμαθαν ότι το Σουρινάμ ήταν στην πραγματικότητα ένας από τους τελευταίους τόπους στους οποίους έφτασε η Εταιρία, έπαψαν να έχουν αντιρρήσεις. Από τότε κι έπειτα διεξάγονται Δημόσιες Συναθροίσεις.

Στη διάρκεια του επόμενου μήνα, του Οκτωβρίου, η εκκλησία υποδέχτηκε τον Μαξ και την Άλθια Γκάρι καθώς και τις Φίλις και Βίβιαν Γκόσλιν, που ήταν όλοι απόφοιτοι της Γαλαάδ. Εργαζόμενοι ώμο προς ώμο με τους ντόπιους αδελφούς, οι «πέντε Αμερικανοί από τη Σκοπιά», όπως οι ιεραπόστολοι έγιναν γνωστοί σ’ όλη την πόλη, συνέβαλαν στην πρόοδο των ευαγγελιζομένων.

Στα τέλη του 1946, η σκληρή εργασία και η στοργική φροντίδα των ιεραποστόλων είχε επιτελέσει πολλά: Το κήρυγμα είχε ενταθεί και η ενότητα είχε πάρει τη θέση των διαιρέσεων. Αλλά επρόκειτο να σημειωθεί ακόμη περισσότερη πρόοδος.

Το Δεκέμβριο έλαβε χώρα η «Θεοκρατική Συνέλευση Ευφραινόμενα Έθνη»—η πρώτη συνέλευση περιφερείας στο Σουρινάμ. Οι 20 ευαγγελιζόμενοι ενθουσιάστηκαν τόσο πολύ με την παρουσίαση του βιβλίου «Έστω ο Θεός Αληθής» που χρειάστηκαν μόλις μια ώρα για να μοιράσουν 8.000 διαφημιστικά της δημόσιας ομιλίας. Την ομιλία την παρακολούθησαν 213 άτομα—αριθμός που αποτελούσε ανώτατο όριο παραβρισκομένων όλων των εποχών!

Τον ίδιο εκείνο μήνα, οι αδελφοί παρέλασαν στους εμπορικούς δρόμους κρατώντας μπροστά τους τα περιοδικά Σκοπιά και Ξύπνα! Διάφοροι περίεργοι περαστικοί μαζεύονταν γύρω από τους ευαγγελιζομένους. Κάποιος άντρας, που οδηγούσε μια γαϊδουράμαξα, εντόπισε μια αδελφή που κρατούσε τα περιοδικά και οδήγησε την άμαξά του κατευθείαν στη γωνία που στεκόταν εκείνη. Ήθελε τα περιοδικά. Εκείνο το πρωινό διατέθηκαν 101 περιοδικά. Το έργο δρόμου είχε αρχίσει!

Ξανά από την Αρχή

Το 1948 οι ευαγγελιζόμενοι ξεπέρασαν τους εκατό. Αλλά μετά, με την ίδια ταχύτητα που πέφτει η νύχτα στις τροπικές χώρες, η μείωση πήρε τη θέση της αύξησης. Το Μάρτιο του 1949 απέμειναν μόνο 88 δραστήριοι ευαγγελιζόμενοι. Παρουσιάστηκαν και πάλι διαμάχες. Τι δεν πήγαινε καλά;

Ένας ιεραπόστολος αποκάλυψε σοβαρότατες παρατυπίες που συνέβαιναν στον ιεραποστολικό οίκο. Οι αδελφοί Ν. Ο. Νορ και Μ. Τζ. Χένσελ, μέλη του προσωπικού των κεντρικών γραφείων, εξέτασαν το θέμα όταν επισκέφτηκαν το Σουρινάμ τον Απρίλιο του 1949. Αργότερα, έστειλαν τον Τζον Χέμαγουεϊ, που υπηρετούσε τότε ως ιεραπόστολος στη Γουιάνα, να διερευνήσει την υπόθεση. Αυτά που έφερε στο φως είχαν σαν αποτέλεσμα την αναχώρηση τριών ιεραποστόλων, κι έτσι οι Γκάρι έμειναν μόνοι τους με μια εκκλησία 59 ευαγγελιζομένων. Οι αδελφοί έπρεπε να αρχίσουν ξανά από την αρχή. Το πρόβλημα ήταν πώς θα υποκινούνταν και πάλι ώστε να αναλάβουν δράση.

Ο Μαξ Γκάρι διορίστηκε προσωρινός επίσκοπος τμήματος και αποδείχτηκε στοργικός ποιμένας στη διάρκεια μιας θλιβερής εποχής. Η σκαπάνισσα Νέλι φαν Μάαλσεν, που είναι τώρα 76 χρονών, θυμάται: «Εκείνο τον καιρό ήμουν λυπημένη και βρισκόμουν σε σύγχυση, όπως και πολλοί στην εκκλησία, αλλά», λέει με θέρμη, «ο Μαξ ήταν στοργικός αδελφός. Σε έκανε να αισθάνεσαι άνετα. Ακόμη και τώρα, όταν σκέφτομαι τον αδελφό και την αδελφή Γκάρι, τα μάτια μου βουρκώνουν».

Επί τρεις μήνες ο Μαξ Γκάρι επούλωνε, σαν να λέγαμε, τις πληγές της μειωμένης ομάδας. Μετά, το Νοέμβριο του 1949, ο Τζ. Φράνσις Κόουλμαν και ο Σ. «Μπερτ» Σίμοναϊτ, δυο νέοι απόφοιτοι της Γαλαάδ από τον Καναδά, έφτασαν για να βοηθήσουν τους αδελφούς να ορθοποδήσουν και πάλι.

Προηγουμένως, το τμήμα και ο ιεραποστολικός οίκος είχαν μεταφερθεί στις στενόχωρες εγκαταστάσεις της οδού Χεμίενελαντς 80. Γι’ αυτό, νοικιάστηκε ένας δεύτερος οίκος στην οδό Πρίνσεν, προκειμένου να στεγάσει τα άτομα που μόλις είχαν φτάσει. Ο Μπερτ Σίμοναϊτ, 27 χρονών, διορίστηκε νέος επίσκοπος τμήματος.

Στις 22 Ιανουαρίου 1950, οι αδελφοί ένιωσαν το ενδιαφέρον της οργάνωσης του Ιεχωβά μ’ έναν αληθινά προσωπικό τρόπο. Εκείνη τη μέρα ο αδελφός Νορ έφτασε στο Σουρινάμ με αποκλειστικό σκοπό να τους ενθαρρύνει. ‘Αν και οι άνθρωποι μας κουτσομπολεύουν και λένε άσχημα πράγματα για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά’, είπε ο αδελφός Νορ σε 75 αδελφούς, ‘εσείς να μην ενοχλείστε από αυτό. Με τον τρόπο της ζωής σας και το άγγελμα που κηρύττετε, θα είστε σε θέση να παρηγορήσετε αυτούς που ψάχνουν για την αλήθεια. Αυτό πρέπει να το κάνουμε ανεξάρτητα από το τι έχουν κάνει ή θα κάνουν στο μέλλον άλλοι άνθρωποι’.

Ύστερα από ένα τριήμερο εποικοδομητικής συναναστροφής, ο αδελφός Νορ αποχαιρέτησε τους αδελφούς. Εκείνοι, ενισχυμένοι από την επίσκεψή του, άρχισαν να αγωνίζονται.

Στο Σωστό Δρόμο και Πάλι

Αφού επανέφεραν την εκκλησία του Παραμαρίμπο στο σωστό δρόμο, οι ιεραπόστολοι έστρεψαν κατόπιν την προσοχή τους προς τα δυτικά, στο Νικερί, όπου ο αδελφός Μπέιτενμαν και πέντε ακόμη ευαγγελιζόμενοι—ανεπηρέαστοι από τα συμβάντα στο Παραμαρίμπο—κήρυτταν το άγγελμα της Βασιλείας από το 1936 χωρίς διακοπή. Οι Γκάρι μετακόμισαν στο Νικερί για να βοηθήσουν τον αδελφό Μπέιτενμαν, που ήταν πια 71 χρονών. Αργότερα, ο τόπος των συναθροίσεων μεταφέρθηκε από το σπίτι του αδελφού Μπέιτενμαν στον ιεραποστολικό οίκο που βρισκόταν στην οδό Γκουβερνέρ.

Ο Τζον και ο Τζέιμς Μπράουν, αξιόπιστοι αδελφοί που πλησίαζαν τότε τα 50 τους χρόνια, βοηθούσαν τον αδελφό Γκάρι, πράγμα που αποτέλεσε και για τους ίδιους μεγάλη εκπαίδευση. Αργότερα, ο Τζον και ο Τζέιμς έκαναν υπαίθριες δημόσιες ομιλίες κάθε Τετάρτη βράδυ στο Νικερί και σε γύρω χωριά κάτω από το φως μιας λάμπας πετρελαίου.

Στη συνέχεια, γνώρισε επίσης την αλήθεια ο αδελφός τους, ο Άντον Μπράουν, και η «Εκκλησία των Μπράουν», όπως την ονόμαζαν οι κάτοικοι της πόλης, ενέτεινε ακόμη περισσότερο τις δραστηριότητές της. Τον καιρό που έλαβε χώρα η πρώτη συνέλευση περιοχής στο Νικερί, το Φεβρουάριο του 1953, ο αριθμός των ευαγγελιζομένων είχε τριπλασιαστεί, φτάνοντας τους 21. Ήταν φανερό ότι η παρουσία των ιεραποστόλων ωφελούσε την εκκλησία. Αλλά πώς τα πήγαιναν οι άλλοι ιεραπόστολοι, ο Μπερτ Σίμοναϊτ και ο Φράνσις Κόουλμαν, στο Παραμαρίμπο;

Υπηρεσία Αγρού Εναντίον Φαρμάκων

Ο Μπερτ και ο Φράνσις έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν για να αναζωογονήσουν μερικούς παλιούς ευαγγελιζομένους, αλλά μάταια. Συχνά αυτοί οι ευαγγελιζόμενοι απέφευγαν να εμφανιστούν στα ραντεβού που έκλειναν για να πάνε στην υπηρεσία αγρού, δίνοντας τη στερεότυπη απάντηση: «Αδελφέ, δεν μπόρεσα να έρθω. Πήρα φάρμακα».

Ναι, εξαιτίας όλων των εντερικών παράσιτων που υπάρχουν στις τροπικές χώρες, πότε-πότε μια τέτοια απάντηση μπορεί να ήταν αληθινή. «Αλλά», είπε ο Μπερτ, «είτε είχα δίκιο είτε όχι, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι σ’ αυτή τη μικρή εκκλησία κατανάλωναν τεράστια ποσότητα φαρμάκων». Όμως τι μπορούσε να γίνει σχετικά μ’ αυτό;

Η αδελφή φαν Μάαλσεν τους βοήθησε στο σημείο αυτό. Κάποια μέρα, την προηγούμενη της οποίας δεν είχε πάει στην υπηρεσία αγρού, αυτή είπε: «Αδελφέ, πρέπει να σου πω την αλήθεια. Ήμουν πάρα πολύ κουρασμένη». Η ειλικρίνειά της συγκίνησε τον Μπερτ, που, ψηλός καθώς ήταν, έσκυψε, την αγκάλιασε ελαφρά και της είπε: «Νέλι, απ’ όσο ξέρω, νομίζω ότι είσαι το πρώτο άτομο που μου λέει την αλήθεια γι’ αυτό το θέμα». Ο Μπερτ υπέθεσε ότι αυτό το σχόλιο θα διαδιδόταν ανάμεσα στους ευαγγελιζομένους. «Έτσι πρέπει να έγινε», λέει, «γιατί η ποσότητα των φαρμάκων που κατανάλωναν φάνηκε να μειώνεται αισθητά».

«Δικά μου Παιδιά»

Υπήρχαν πολλοί στην εκκλησία που εκτιμούσαν τους ιεραποστόλους για το σκληρό τους έργο. Έτσι, πριν περάσει πολύς καιρός, ο Μπερτ και ο Φράνσις είχαν μπει στα σπίτια και στην καρδιά των ευαγγελιζομένων. Ακόμη και σήμερα, αν αναφέρει κανείς τον Μπερτ και τον Φράνσις σε παλιούς αδελφούς, τα άτονα μάτια βγάζουν σπίθες, τα ρυτιδιασμένα πρόσωπα χαμογελούν και οι αναμνήσεις έρχονται στην επιφάνεια.

«Τον Μπερτ και τον Φράνσις τους είχα σαν συγγενείς. Ήταν δικά μου παιδιά», λέει η Όμα (Γιαγιά) ντε Φρις, που είναι τώρα 91 χρονών. Καθισμένη στην κουνιστή πολυθρόνα της δείχνει το δεύτερο όροφο του διπλανού σπιτιού. «Εκεί έμεναν. Ήταν εύθυμοι γείτονες».

«Όποτε ακούγαμε τον Μπερτ να σφυρίζει, ξέραμε ότι έβγαινε στην υπηρεσία», αφηγείται η κόρη της Όμα, η Λόις.

«Και όταν ο Φράνσις έπαιζε το βιολί του και με κάποιο τρόπο έβγαζε μουσική παίζοντας με δυο κουτάλια ξέραμε ότι ξεκουραζόταν», προσθέτει μια άλλη κόρη, η Χιλ. «Αλλά όταν ακούγαμε τον Μπερτ να ψέλνει δυνατά τον 81ο Ύμνο της Βασιλείας, ‘Η Χαρωπή Ωδή της Βασιλείας’, ξέραμε ότι έκανε ντους».

«Επίσης», παρεμβαίνει η Ντετ, μια τρίτη κόρη, «όταν μυρίζαμε το φαγητό τους που καιγόταν, ξέραμε ότι τα αγόρια μελετούσαν». Έτσι η Όμα άρχισε να τους προμηθεύει έτοιμο φαγητό. Γελάει από την καρδιά της και ολοκληρώνει την ιστορία προσθέτοντας: «Έδενα ένα ταψί με φαγητό σ’ ένα σκουπόξυλο και το έβγαζα από το παράθυρο του δεύτερου ορόφου του σπιτιού μου. Τότε ο Μπερτ άπλωνε τα μακριά του χέρια από δίπλα, έπαιρνε το ταψί και το γεύμα ήταν έτοιμο!»

Πόσο λυπήθηκαν οι αδελφοί όταν ο Φράνσις προσβλήθηκε από την τρομερή τροπική ασθένεια φιλαρία! Αν και τον έπιανε πυρετός και το πόδι του πρηζόταν όλο και περισσότερο, ο Φράνσις συνέχισε την ιεραποστολική του υπηρεσία για περισσότερα από δυο χρόνια ακόμη. Τελικά όμως η αρρώστια τον ανάγκασε να επιστρέψει στον Καναδά. Ο αδελφός Κόουλμαν είχε ενισχύσει σε μεγάλο βαθμό την εκκλησία. Με τη βοήθειά του, το πνεύμα της εκκλησίας είχε βελτιωθεί αισθητά και ο αριθμός των ευαγγελιζομένων αυξήθηκε σε 83.

Αναμνήσεις από Αγαπητούς Εργάτες

Επειδή υπήρχε αύξηση στον αριθμό των ευαγγελιζομένων, ο Μπερτ Σίμοναϊτ έγραψε στο Μπρούκλιν: «Δεν θα ήταν θαυμάσιο αν ξεπερνούσαμε φέτος τους εκατό ευαγγελιζομένους;» Και πράγματι, ο Απρίλιος του 1952 έφερε αύξηση 30 τοις εκατό—οι ευαγγελιζόμενοι έγιναν 109.

Γνωρίστε δυο αγαπητούς εργάτες εκείνης της εποχής: τον Χέντρικ Κερκ και τον Γουίλιαμ Τζακ. Ο Χέντρικ, ένας σωματώδης άντρας με θερμό χαμόγελο και φιλικό βλέμμα, ήταν στο παρελθόν αρχηγός συμμορίας και πιο γνωστός στην αστυνομία παρά στην καθώς πρέπει κοινωνία. «Ο Χέντρικ ήταν ένα ακατέργαστο διαμάντι», θυμάται ο Μπερτ. Γνώρισε την αλήθεια, υποστήριξε την εκκλησία ολόκαρδα και αργότερα έγινε ο πρώτος ντόπιος ειδικός σκαπανέας.

Από την άλλη μεριά ήταν ο Γουίλιαμ, ένας εύθυμος και ακούραστος εργάτης 70 περίπου χρονών. Ζούσε σε μια άθλια καλύβα και φορούσε χιλιομπαλωμένα, αλλά καθαρά ρούχα. Ταξίδευε επί ώρες με το ξύλινο κανό του για να δώσει μαρτυρία στους ανθρώπους που ζούσαν σκορπισμένοι κατά μήκος της όχθης του ποταμού. Όταν έβρισκε άτομα που ενδιαφέρονταν, η αδύνατη κράση της καρδιάς του δεν τον εμπόδιζε να διανύει μεγάλες αποστάσεις για να τα επισκεφθεί.

«Ξεκινήσαμε νωρίς κάποιο πρωί», αναπολεί ο Μπερτ, «και κωπηλατούσαμε επί ώρες αντίθετα στο ρεύμα για να επισκεφθούμε κάποια ενδιαφερόμενη οικογένεια. Τελικά φτάσαμε, ξεκουραστήκαμε λιγάκι και αρχίσαμε τη μελέτη γύρω στις έξι το απόγευμα. Στην αρχή, ο αδελφός Τζακ έκανε μελέτη από το βιβλίο ‘Η Αλήθεια Ελευθερώσει Υμάς’. Κατόπιν πέρασε στη Σκοπιά και ύστερα από αυτό, ενώ εγώ κουτουλούσα από τη νύστα, εκείνος εξέτασε ένα τρίτο έντυπο. Λόγω της απόστασης, δεν μπορούσε να επισκέπτεται αυτή την οικογένεια παρά μόνο κάθε δεύτερη εβδομάδα, αλλά αξιοποιούσε την ώρα που περνούσε μαζί τους! Την επόμενη μέρα επιστρέψαμε κωπηλατώντας. Ήταν ωραία εποχή εκείνη».

Η Ειδική Στρατηγική του Επισκόπου Τμήματος

Το Δεκέμβριο του 1951 ανακοινώθηκαν μερικά ευχάριστα νέα: Άλλοι τέσσερις ιεραπόστολοι, ο Σέντρικ και η Γουίλμα Πόινερ, η Μιούριελ Σίμοναϊτ και η Κόνι Μακ Κόνελ, διορίστηκαν να υπηρετούν στο Σουρινάμ. Αλλά σύντομα μετά απ’ αυτό έφτασαν άσχημα νέα: Ο γενικός εισαγγελέας, τον οποίο είχαν στρέψει εναντίον μας οι κληρικοί του χριστιανικού κόσμου της αποικίας, αρνήθηκε να χορηγήσει άδεια εισόδου σε οποιονδήποτε απ’ αυτούς.

Παρ’ όλα αυτά, ο επίσκοπος τμήματος τον επισκεπτόταν συνέχεια. Τελικά, ο γενικός εισαγγελέας είπε: ‘Μπορούν να μπουν δυο ιεραπόστολοι. Αποφάσισε ποιους θέλεις’. Επειδή η εκκλησία χρειαζόταν άλλον έναν αδελφό, ο Σίμοναϊτ διάλεξε τους Πόινερ. ‘Η αίτηση έγινε δεκτή’. Αλλά ο επίσκοπος τμήματος δεν είχε την πρόθεση να αφήσει το ζήτημα όπως είχε.

«Στη συνέχεια ανέφερα ότι η Μιούριελ Σίμοναϊτ ήταν αδελφή μου», αφηγείται ο Μπερτ, «και ότι έλπιζα πως δεν θα μας κρατούσε μακριά τον έναν από τον άλλον, απαγορεύοντάς της την είσοδο». Ο γενικός εισαγγελέας δεν μπορούσε βέβαια να απαντήσει αρνητικά. Και πάλι, ‘η αίτηση έγινε δεκτή’. Αλλά δεν υπήρχε τρόπος να χορηγηθεί άδεια στην Κόνι Μακ Κόνελ. Το αποτέλεσμα παρέμενε τρεις στους τέσσερις. Αλλά ο Μπερτ δεν αποκαρδιώθηκε. Απλώς άλλαξε στρατηγική.

Ο ίδιος εξηγεί: «Από τα γράμματα που μου έστελνε η αδελφή μου, ενόσω υπηρετούσε με την αδελφή Μακ Κόνελ στο Κεμπέκ του Καναδά, είχα μάθει πολλά πράγματα γι’ αυτή την κοπέλα. Αργότερα λοιπόν, όταν τη συνάντησα στη συνέλευση που έγινε στη Νέα Υόρκη το 1953, αρραβωνιαστήκαμε, κι εκείνη πήρε άδεια εισόδου στο Σουρινάμ ως μνηστή μου. Παντρευτήκαμε εκεί και το τελικό αποτέλεσμα ήταν τέσσερις στους τέσσερις, κάτι που μου έδωσε μεγάλη ικανοποίηση και έκανε όλους μας να γελάσουμε αρκετές φορές με την καρδιά μας».

Το Πρώτο Βήμα Προς τις Αγροτικές Περιοχές

Μέχρι τότε, οι αδελφοί είχαν συγκεντρώσει την προσοχή τους στις πόλεις Παραμαρίμπο και Νικερί. Αλλά το 1953 η αλήθεια εισχώρησε στο χωριό Μίερζορχ, όταν μετακόμισε εκεί ο Λίο Τουάρτ.

Ο Λίο, που ήταν τότε 40 χρονών, είχε γνωρίσει την αλήθεια το 1944. Κοντόσωμος, αεικίνητος, έχοντας πάντα στο κεφάλι του ένα καφετί τσόχινο καπέλο, ο Λίο εργαζόταν ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Παραμαρίμπο και είχε πολύ καλή φήμη για την εντιμότητά του. Αν και οι συγχωριανοί του τον είχαν σε μεγάλη υπόληψη, ο Λίο δεν κατάφερνε να δημιουργήσει πρόσβαση ανάμεσα στους χωρικούς, όσον αφορά τη μαθήτευση· αυτό βέβαια συνέβαινε ώσπου το τμήμα έστειλε εκεί τις «δυνάμεις κρούσεως»—δηλαδή τον Χέντρικ Κερκ.

Σε λίγο καιρό, ο Χέντρικ και ο Λίο γνώρισαν τρεις άντρες που συμφώνησαν να κάνουν Γραφική μελέτη. Με την υποκίνηση του πνεύματος του Ιεχωβά και την καθοδήγηση που τους πρόσφερε ο Χέντρικ μέσω της επισταμένης επίβλεψής του, και οι τρεις σημείωσαν πρόοδο και βαφτίστηκαν. Συνδέθηκαν με τον Λίο και έγιναν μια αρμονική ομάδα.

Η ομαδική εργασία υπήρξε επίσης το μυστικό της επιτυχίας που γνώρισε το επόμενο σχέδιό τους: η ανέγερση μιας Αίθουσας Βασιλείας. Κανείς τους δεν είχε χρήματα, αλλά οι τρεις καινούριοι αδελφοί ξεχώρισαν ορισμένα κομμάτια από τα χωράφια τους, φύτεψαν σ’ αυτά ρύζι και συνεισέφεραν τις εισπράξεις από τη σοδειά στο οικοδομικό έργο.

Ο αδελφός Τουάρτ όμως δεν είχε δικά του χωράφια για να μπορεί να φυτέψει ρύζι. Προκειμένου να συμβάλει στο οικοδομικό έργο, δανείστηκε από την τράπεζα 200 φιορίνια, τα οποία θα ξεπλήρωνε λίγο-λίγο από το πενιχρό του εισόδημα. Αυτοί οι τέσσερις φτωχοί αδελφοί πέτυχαν το σκοπό τους και έχτισαν μια ωραία Αίθουσα Βασιλείας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στα μισά του οικοδομικού έργου αυτοί οι αδελφοί διέκοψαν τις εργασίες για να παρακολουθήσουν μια ειδική συνέλευση που έγινε στο Παραμαρίμπο. Το βράδυ της Δευτέρας 18 Ιανουαρίου 1954 ήταν ανάμεσα στους 159 παρόντες, οι οποίοι άκουσαν τις ομιλίες που εκφώνησαν οι αδελφοί Νορ και Χένσελ.

«Στη συνέλευση, ο αδελφός Νορ και ο αδελφός Χένσελ είπαν ότι ήθελαν να επισκεφθούν την καινούρια μας αίθουσα», διηγείται ο αδελφός Λίο Τουάρτ, που είναι τώρα 77 χρονών. «Είχα λίγο τρακ», λέει ενώ διορθώνει το τσόχινο καπέλο του, «αλλά αυτό αποδείχτηκε περιττό. Οι δυο αδελφοί μάς επαίνεσαν για την εργασία μας. ‘Μόνο’, είπε ο αδελφός Νορ, ‘μην κόψετε αυτό το όμορφο δέντρο μάνγκο που βρίσκεται μπροστά στην αίθουσα. Θα σας δίνει σκιά και δροσιά’. Ακολουθήσαμε τη συμβουλή του αδελφού Νορ, και το δέντρο αυτό είναι ακόμη εκεί, δίνοντάς μας σκιά, δροσιά και μάνγκο».

Στα Ενδότερα των Αγροτικών Περιοχών

Για να συμβαδίζει με την αύξηση, το γραφείο τμήματος μεταφέρθηκε σ’ ένα τετραώροφο σπίτι στην οδό Ζουαρτενχόβενμπρουχ. Στον πρώτο όροφο βρισκόταν ένα υποδηματοποιείο που ονομαζόταν Φάτμα. Στο δεύτερο όροφο ήταν η Αίθουσα Βασιλείας και η κουζίνα, ο τρίτος όροφος χρησίμευε ως γραφείο τμήματος και ιεραποστολικός οίκος, ενώ ο τελευταίος όροφος χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη για τα έντυπα.

Η Μιούριελ Σίμοναϊτ, που ήταν τότε 28 χρονών, ξεκινούσε από αυτή την τοποθεσία και πήγαινε τακτικά για κήρυγμα στο Όνφερνταχτ και στο Πάραναμ, χωριά που βρίσκονται 30 περίπου χιλιόμετρα νότια από το Παραμαρίμπο. «Ξεκινούσαμε νωρίς το πρωί και ταξιδεύαμε δωρεάν με το λεωφορείο που μετέφερε τους εργάτες σ’ ένα ορυχείο βωξίτη», θυμάται η Έλεν Βόιτ, που πήγαινε μαζί με τη Μιούριελ μια φορά την εβδομάδα. «Μετά κηρύτταμε στους ανθρώπους που έμεναν κοντά στο ορυχείο, τρώγαμε ένα σάντουιτς το μεσημέρι, κηρύτταμε και πάλι και επιστρέφαμε μαζί με τους εργάτες. Όταν φτάναμε στο σπίτι, γύρω στις έξι το βράδυ, ήμασταν κουρασμένες, αλλά ικανοποιημένες».

Ύστερα από κάποιο διάστημα η Μιούριελ συνάντησε τον ήρεμο και λυγερό Ρούντι Πάτερ, ο οποίος δέχτηκε την αλήθεια. Αλλά ο Ρούντι ήθελε να διαδώσει την αλήθεια ακόμη πιο μακριά και είχε και το μεταφορικό μέσο γι’ αυτόν το σκοπό—μια μεγάλη μοτοσικλέτα Χάρλεϊ-Ντέιβιντσον.

Ο ίδιος αφηγείται: «Η Μιούριελ πήγαινε στο Πάραναμ νωρίς και εργαζόταν εκεί όλη τη μέρα. Μετά, όταν βράδιαζε, εγώ πήγαινα με τη Χάρλεϊ στο Πάραναμ όπου συναντούσα τη Μιούριελ και κάναμε κι άλλες Γραφικές μελέτες. Όταν κόντευαν μεσάνυχτα, η Μιούριελ ανέβαινε στο πίσω κάθισμα της Χάρλεϊ και γυρίζαμε σπίτι».

Γάμος ή Αυτοκίνητο;

Η ανταπόκριση των ανθρώπων σ’ εκείνα τα χωριά ήταν τόσο ελπιδοφόρα που αργότερα ο Ρούντι σκέφτηκε να αγοράσει ένα αυτοκίνητο ώστε να μπορεί να μεταφέρει κι άλλους ευαγγελιζομένους. «Είχα μερικές οικονομίες», λέει ο Ρούντι, «αλλά χρειαζόμουν αυτά τα χρήματα για να καλύψω τα έξοδα του γάμου μου, που θα γινόταν σύντομα. Συζητήσαμε το ζήτημα με τη Μαίρη, την αρραβωνιαστικιά μου, που μελετούσε επίσης την Αγία Γραφή, κι εκείνη συμφώνησε να αναβάλουμε το γάμο. Έτσι, αγόρασα ένα αυτοκίνητο Χίλμαν, αγγλικής κατασκευής, και από τότε και στο εξής πέντε από εμάς κηρύτταμε στις αγροτικές περιοχές». Ποια ήταν τα αποτελέσματα; Το 1954 είχαν σχηματιστεί όμιλοι μελέτης στο Πάραναμ, στο Όνφερνταχτ και σε τρεις ακόμη τοποθεσίες έξω από την πόλη.

Παρεμπιπτόντως, ο γάμος τελικά έγινε. Και σήμερα ο αδελφός και η αδελφή Πάτερ είναι ευαγγελιζόμενοι στο Παραμαρίμπο και χαίρουν μεγάλης εκτίμησης.

Αλλαγή Υπευθύνου

Στα τέλη του 1954 είχαν συντελεστεί αρκετές αλλαγές. Ο Σέντρικ και η Γουίλμα Πόινερ, που αποδείχτηκαν αποτελεσματικοί ιεραπόστολοι, είχαν φύγει από τη χώρα. Ο Μαξ και η Άλθια Γκάρι είχαν πάει στο Κουρασάο, όπου εργάστηκαν ως ιεραπόστολοι επί δέκα ακόμη χρόνια πριν επιστρέψουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι πρώτοι ντόπιοι ειδικοί σκαπανείς, ο Χέντρικ Κερκ και η Μέλι Ντίκμουτ, κόρη του τσαγκάρη Τζούλιαν Ντίκμουτ, είχαν σταλθεί σε καινούριους τομείς. Και η γυναίκα του Μπερτ Σίμοναϊτ, η Κόνι, περίμενε παιδί, πράγμα που έκανε απαραίτητη την αποστολή ενός άλλου ιεραποστόλου, ο οποίος θα έπαιρνε τη θέση του αδελφού Σίμοναϊτ ως επίσκοπος τμήματος.

Το Νοέμβριο λοιπόν του 1954, ο Μπερτ παρέδωσε την επίβλεψη της χώρας στον Ντερκ Στεχένχα, ένα συνεσταλμένο Ολλανδό ιεραπόστολο 22 μόλις χρονών. Είναι περιττό να πούμε ότι ο αδελφός Στεχένχα χρειάστηκε κάμποσο καιρό για να προσανατολιστεί.

Προσαρμογή στη Ζωή του Ιεραποστόλου

«Δυο μέρες μετά την άφιξή μου», αφηγείται ο Ντερκ, που είναι τώρα 57 χρονών, «ο Μπερτ και η Κόνι ξεκίνησαν για το έργο περιοχής, ενώ η Μιούριελ βρισκόταν στο εξωτερικό. Βρέθηκα λοιπόν τρομαγμένος και μόνος σ’ εκείνο το μεγάλο σπίτι».

Κατόπιν, την ώρα που ο Ντερκ κόντευε να αποκοιμηθεί, ένας διαπεραστικός θόρυβος, κάτι σαν ιιιχ, ιιιχ, αντήχησε στο υπνοδωμάτιό του. Μια ατμομηχανή έπαιρνε σφυρίζοντας τη στροφή που υπήρχε δίπλα στο σπίτι. Όταν το τρένο ανέπτυξε και πάλι ταχύτητα, όλοι οι θόρυβοι του δρόμου καλύφτηκαν από το αγκομαχητό της μηχανής, σου, σου, σου. Ένας κατάμαυρος καπνός και σπίθες γέμισαν το δρόμο, το σπίτι και το δωμάτιό του. «Μετά», συνεχίζει ο Ντερκ, «έμεινα με ανοιχτό το στόμα βλέποντας τις σπίθες που χόρευαν να προσγειώνονται πάνω στα 100 τοις εκατό νάιλον πουκάμισα που είχα φέρει από τη Νέα Υόρκη κι έπειτα να τα διαπερνάνε, αφήνοντας πολλές τρύπες σ’ όλα τα πουκάμισά μου. Ένιωθα δυστυχισμένος».

Οι επόμενες μέρες έφεραν επιπλέον ζέστη, θόρυβο, καπνό, σπίθες και τρύπες στα πουκάμισά του. «Κατόπιν, τα πράγματα έγιναν χειρότερα», προσθέτει ο Ντερκ, «όταν είδα να τριγυρνάνε στην κουζίνα μεγάλοι αρουραίοι. Δεν μπορούσα πια να αντέξω αυτή την κατάσταση». Ευτυχώς, η Έλεν Βόιτ λυπήθηκε τον ολομόναχο ιεραπόστολο και τον έκανε να αισθάνεται σαν στο σπίτι του ετοιμάζοντάς του φαγητό. «Η Έλεν», λέει ο Ντερκ με ευγνωμοσύνη, «μου φέρθηκε σαν μητέρα».

Όταν όμως γύρισαν οι άλλοι ιεραπόστολοι, ο Ντερκ σύντομα ένιωσε άνετα και, με την καθοδήγηση του Μπερτ, στρώθηκε στη δουλειά.

Ύστερα από μερικούς μήνες, ο Ντερκ και ο Μπερτ έστρεψαν την προσοχή τους σ’ ένα δύσκολο τομέα: το παρθένο βροχερό δάσος. ‘Θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε κάποια πρόσβαση εκεί;’ αναρωτιούνταν. Για να βρουν την απάντηση, το Σεπτέμβριο του 1955 ετοίμασαν τα πράγματά τους, πήραν το τρένο και μπήκαν στο πυκνό δάσος. Ένα συναρπαστικό κεφάλαιο στο κήρυγμα της Βασιλείας άρχιζε.

Ανταποκριτές του Ξύπνα! σε Εχθρικό Έδαφος

Μέχρι τότε, κανένας από τους κατοίκους του βροχερού δάσους, τους Αμερινδούς και τους Βουσνέγρους, δεν είχε γνωρίσει την αλήθεια. Ωστόσο, μερικοί Βουσνέγροι είχαν ακούσει για πρώτη φορά το άγγελμα της Βασιλείας το 1947, μέσω ομιλιών που εκφωνούνταν σ’ ένα στρατώνα όπου οι Βουσνέγροι στεγάζονταν όταν επισκέπτονταν την πρωτεύουσα.

Επίσης, το 1950 δυο αδελφοί επισκέφθηκαν το Γκανσέ, ένα χωριό στις όχθες του ποταμού Σουρινάμ με πληθυσμό 1.300 Βουσνέγρους. Αλλά ο ντόπιος πάστορας των Μοραβών διαλάλησε: «Δυο ψευδοπροφήτες πουλάνε βιβλία!» Στη συνέχεια, μόλις οι Μάρτυρες είχαν διαθέσει τέσσερα βιβλία σ’ έναν ηλικιωμένο άντρα που έμενε σε καλύβα, εκατοντάδες εξαγριωμένα μέλη της εκκλησίας κυνήγησαν τους Μάρτυρες μέχρι το ποτάμι. Οι αδελφοί μπήκαν όπως-όπως στο κανό τους και άρχισαν αμέσως να κωπηλατούν, γλιτώνοντας παρά τρίχα το λιντσάρισμα.

Τώρα, έπειτα από πέντε χρόνια, αυτό το περιστατικό γυρνούσε στο μυαλό τόσο του Μπερτ όσο και του Ντερκ, καθώς το τρένο έμπαινε ξεφυσώντας στο Κάμπελ. Αυτός ήταν ο τελευταίος σταθμός, ενώ από εκεί κι έπειτα έπρεπε να κωπηλατήσουν δυο ώρες για να φτάσουν στον τελικό προορισμό τους, το Γκανσέ. Πώς θα τους συμπεριφέρονταν αυτή τη φορά; Για να προλάβει τις εχθρικές αντιδράσεις, το τμήμα είχε στείλει μια επιστολή στον αρχηγό του χωριού, με την οποία ζητούσε την άδειά του προκειμένου να επισκεφθούν το Γκανσέ δυο ανταποκριτές του Ξύπνα! με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών για τη συγγραφή ενός άρθρου σχετικά με τους Βουσνέγρους. Ο αρχηγός είχε απαντήσει ότι οι ανταποκριτές ήταν ευπρόσδεκτοι.

Εκείνη τη μέρα, όταν ο Μπερτ και ο Ντερκ έφτασαν με το κανό στο Γκανσέ, ο αρχηγός και οι βοηθοί του βρίσκονταν εκεί για να τους προϋπαντήσουν. «Μας έκαναν υποδοχή επισήμων», διηγείται ο Ντερκ. «Μας έδειξαν το μέρος που θα μέναμε, ένα από τα καλύτερα σπίτια του χωριού, και μετά μας συνόδεψαν μέχρι το ποτάμι, όπου με ευγένεια γύρισαν την πλάτη τους προς το μέρος μας ώσπου να τελειώσουμε το μπάνιο μας. Ύστερα από αυτό, κάναμε παρέα μαζί τους, ενώ τις περισσότερες συζητήσεις τις έκανε ο Μπερτ, που μιλούσε τη σρανάν τόνγκο».

Την επόμενη μέρα, ενώ έκαναν περιήγηση στο χωριό, οι αδελφοί έδωσαν προσεκτικά μαρτυρία σε ορισμένους χωρικούς. Ύστερα από λίγες μέρες, νωρίς το πρωί της Κυριακής, έφυγαν για το Κάμπελ. Εκεί, έμειναν στο πανδοχείο περιμένοντας να πάρουν το τρένο που θα έφευγε την άλλη μέρα.a

Με το Κανό στα Ίχνη των Ιεραποστόλων

Αλλά μερικές ώρες μετά την αναχώρηση των ιεραποστόλων, έφτασε στο Γκανσέ ένας 18χρονος Βουσνέγρος, ο Φρέντερικ Βάχτερ. Οι φίλοι του τού είπαν ότι είχαν πάει εκεί δυο ψηλοί, λευκοί άντρες, για τους οποίους πίστευαν ότι ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ο Φρέντερικ απογοητεύτηκε. Ένα χρόνο έψαχνε τους Μάρτυρες και τώρα τους είχε χάσει την τελευταία στιγμή! Αλλά όταν άκουσε ότι οι ιεραπόστολοι θα έφευγαν με το τρένο την άλλη μέρα, ο Φρέντερικ είπε: «Πρέπει να τους προλάβω πριν φύγει το τρένο». Θα τα κατάφερνε;

Όταν ξύπνησαν οι ιεραπόστολοι, τη Δευτέρα το πρωί, πρόσεξαν ότι έξω τους περίμενε ένας κοντός, ντροπαλός Βουσνέγρος. «Πήγατε να κηρύξετε στο χωριό μου;» ρώτησε ο Φρέντερικ. «Ναι», απάντησαν οι έκπληκτοι ιεραπόστολοι. «Γιατί ρωτάς;»

«Δεν σας πρόλαβα εκεί, αλλά ήρθα για να μάθω περισσότερα για τις διδασκαλίες σας». Οι ιεραπόστολοι κάθησαν μαζί με τον Φρέντερικ και απάντησαν στα ερωτήματά του σχετικά με το Σάββατο, το βάφτισμα, τη Βασιλεία, καθώς και πολλά άλλα, αλλά ήταν περίεργοι να μάθουν πώς αυτό το έξυπνο αγόρι ήξερε κάτι για τον Ιεχωβά εξαρχής. Να η ιστορία του Φρέντερικ:

Το 1950, λίγο πριν διώξουν τους δυο αδελφούς από το Γκανσέ, εκείνοι είχαν διαθέσει τέσσερα βιβλία στο θείο του Φρέντερικ. Ύστερα από τέσσερα χρόνια ο Φρέντερικ βρήκε αυτά τα βιβλία, τα διάβασε και έμαθε ποια είναι η αληθινή κατάσταση των νεκρών. Από τότε κι έπειτα, αρνιόταν να πάρει μέρος στις δεισιδαιμονικές τελετουργίες της φυλής του. Εγκατέλειψε επίσης την Εκκλησία των Μοραβών και έλπιζε ότι κάποια μέρα θα συναντούσε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά.

Εκείνο το πρωί της Δευτέρας, η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε. Τώρα όμως είχε φτάσει πια το τρένο. Πριν φύγουν, οι ιεραπόστολοι του έδωσαν ένα βιβλίο «Έστω ο Θεός Αληθής» και τον προσκάλεσαν να επισκεφθεί το τμήμα όταν θα πήγαινε στην πρωτεύουσα. Ο Φρέντερικ τους το υποσχέθηκε.

Ο Πρώτος Βουσνέγρος Αδελφός!

Τον επόμενο μήνα, τον Οκτώβριο, ένας ξυπόλυτος νεαρός χτύπησε την πόρτα του ιεραποστολικού οίκου. Ο Ντερκ Στεχένχα θυμάται: «Ο Φρέντερικ είχε διαβάσει το βιβλίο ‘Έστω ο Θεός Αληθής’, θυμόταν και την παραμικρή λεπτομέρεια και είχε κατανοήσει την αλήθεια. Επί δυο βδομάδες ερχόταν κάθε μέρα στον ιεραποστολικό οίκο και μελετούσαμε. Στις συναθροίσεις όμως δεν ερχόταν. Αυτό μας προβλημάτιζε».

«Κάποια μέρα, αφού του είχαμε πει και πάλι να έρθει στη συνάθροιση», συνεχίζει ο Ντερκ, «ο Φρέντερικ κατέβασε το κεφάλι και μουρμούρισε: ‘Δεν έχω παπούτσια’. Ντρεπόταν να έρθει. Εμείς βέβαια δεν θέλαμε να τον κάνουμε ‘Χριστιανό του ρυζιού’ δίνοντάς του παπούτσια. Απεναντίας του είπα: ‘Θα είναι σκοτεινά γιατί θα προβάλουμε μια ταινία. Κανένας δεν θα δει ότι δεν έχεις παπούτσια’. Πόσο χαρήκαμε όταν είδαμε τον Φρέντερικ στο ακροατήριο εκείνο το βράδυ!» Και πόσο ευχαριστήθηκε εκείνος όταν έμαθε από την ταινία «Η Κοινωνία του Νέου Κόσμου εν Δράσει» ότι χιλιάδες Αφρικανοί υπηρετούν τον Ιεχωβά χαρούμενα—χωρίς παπούτσια!

Ύστερα από δυο βδομάδες ο Φρέντερικ γύρισε σπίτι του έχοντας μια άλλη επιθυμία: να παρακολουθήσει τη Συνέλευση «Θριαμβεύουσα Βασιλεία» που θα γινόταν το Δεκέμβριο εκείνης της χρονιάς. Δούλευε τη μια μέρα μετά την άλλη για να εξοικονομήσει τα χρήματα που του χρειάζονταν για το ταξίδι μέχρι τον τόπο της συνέλευσης. Και τα κατάφερε. Στις 11 Δεκεμβρίου βαφτίστηκε. Ω, τι χαρά νιώσαμε εκείνη τη μέρα, όταν καλωσορίσαμε τον πρώτο Βουσνέγρο αδελφό μας! Σήμερα, ο αδελφός Βάχτερ χρησιμοποιεί την εξαιρετική του ικανότητα να θυμάται Γραφικά εδάφια με ωφέλιμο τρόπο, καθώς υπηρετεί ως ειδικός σκαπανέας. «Η εμπειρία του Φρέντερικ», ολοκληρώνει ο Ντερκ, «μου θύμισε ότι είμαστε απλά όργανα στα χέρια του Ιεχωβά. Στο κάτω-κάτω, δεν βρήκαμε εμείς τον Φρέντερικ, εκείνος μας βρήκε».

Η Ταινία της Εταιρίας Επηρέασε την Απόφαση της Κυβέρνησης

Πρωτύτερα εκείνο το χρόνο, η ίδια αυτή ταινία που βοήθησε τον αδελφό Βάχτερ είχε χρησιμοποιηθεί και μ’ έναν άλλο τρόπο. Πώς; Όταν έγινε γνωστό στο γραφείο τμήματος ότι δυο νέοι ιεραπόστολοι είχαν διοριστεί στο Σουρινάμ, οι αδελφοί υπέβαλαν αιτήσεις για άδειες εισόδου, αλλά ο γενικός εισαγγελέας, ένας ζηλωτής Προτεστάντης, τις απέρριψε. Όταν όμως ο γενικός εισαγγελέας πήγε διακοπές, οι αδελφοί κανόνισαν γρήγορα μια συνάντηση με τον υπουργό δικαιοσύνης και αστυνομίας, ο οποίος ήταν Μουσουλμάνος. Θα μπορούσαν να πείσουν εκείνον; Ο Ντερκ διηγείται:

«Ο υπουργός με άκουσε πρώτα κι ύστερα έβγαλε ένα φάκελο γεμάτο υπογραμμισμένα τεύχη της Σκοπιάς. Κατόπιν διάβασε από ένα τεύχος ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν υποστηρίζουν τα πενταετή προγράμματα αυτού του κόσμου. ‘Το Σουρινάμ έχει ένα πενταετές πρόγραμμα’, είπε, ‘γι’ αυτό δεν θέλουμε μια θρησκεία που εναντιώνεται στο πρόγραμμά μας’».

Ο επίσκοπος τμήματος διευκρίνισε τη θέση μας σχετικά με την υπακοή στις κυβερνήσεις και ο υπουργός φάνηκε να ικανοποιείται. Αλλά το πραγματικό εμπόδιο για την έκδοση των αδειών ήταν ο κλήρος του Χριστιανικού κόσμου. «Αφού ο υπουργός ήταν Μουσουλμάνος», συνεχίζει ο Ντερκ, «του είπα ότι ο Χριστιανικός κόσμος μάς αντιπαθεί επειδή δεν πιστεύουμε στην Τριάδα. Εμείς πιστεύουμε σ’ έναν αληθινό Θεό, όπως και οι Μουσουλμάνοι. Ο υπουργός βρήκε αυτή την παρατήρηση ενδιαφέρουσα, άρχισε να καταλαβαίνει καλύτερα τη θέση μας και υποσχέθηκε να μας βοηθήσει».

Πέρασαν εβδομάδες χωρίς καμιά είδηση. Τότε, ο Δρ Λούις Βόιτ, που αργότερα έγινε Μάρτυρας, πρότεινε το εξής: «Ο υπουργός και ο αναπληρωτής γενικός εισαγγελέας είναι πελάτες μου. Θα τους καλέσω λοιπόν σπίτι μου μαζί με τις γυναίκες τους. Ελάτε κι εσείς οι ιεραπόστολοι για να προβάλετε την ταινία της Εταιρίας. Ίσως αυτό να σπάσει τον πάγο της προκατάληψης».

Πράγματι, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι παρακολούθησαν την ταινία της Εταιρίας και εντυπωσιάστηκαν. «Ύστερα από δυο εβδομάδες», αφηγείται ο Ντερκ, «πήραμε τις άδειες». Είχε ανοίξει ο δρόμος για τους ιεραποστόλους Ουίλεμ «Ουίμ» και Γκρίτκι «Γκρε» φαν Ζέιλ.

Μια Ψυχρή Υποδοχή

Στις 7 Δεκεμβρίου 1955, ο γενικός εισαγγελέας, που μέχρι τότε είχε γυρίσει από τις διακοπές του και ήταν πυρ και μανία, περίμενε ανυπόμονα να φτάσει το παλιό ατμόπλοιο Κοτίκα. Αργότερα, μόλις οι επιβάτες Ουίμ και Γκρε φαν Ζέιλ αποβιβάστηκαν, ο γενικός εισαγγελέας τούς κάλεσε να παρουσιαστούν μπροστά του. «Ο γενικός εισαγγελέας μάς κοίταζε λες και ήμασταν εγκληματίες», θυμάται ο Ουίμ. «Μας δήλωσε: ‘Μπορείτε να εργάζεστε μόνο μέσα στο Παραμαρίμπο. Αν κηρύξετε ένα βήμα έξω από την πόλη, θα απελαθείτε!’ Μετά μας έδωσε ένα έγγραφο που περιείχε αυτούς τους περιορισμούς και μας επέτρεψε να φύγουμε. Τι εγκάρδια υποδοχή!», λέει αστεϊζόμενος ο αδελφός φαν Ζέιλ.

Εντούτοις, όπως αποδείχτηκε, οι δυο ιεραπόστολοι στήριξαν κατά πολύ την εκκλησία. Μάλιστα, πριν ακόμη έρθουν στο Σουρινάμ, είχαν ήδη δημιουργήσει ένα θαυμάσιο υπόμνημα υπηρεσίας. Και οι δυο γνώρισαν την αλήθεια στην Ολλανδία, στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, βαφτίστηκαν το 1945 και αργότερα απέκτησαν πείρα στο έργο περιοχής.

Με την επιπλέον βοήθεια που πρόσφεραν, ήρθε η αύξηση. Το Φεβρουάριο του 1956 το τμήμα έγραψε: «Χωρίζουμε την εκκλησία στα δύο». Τον Απρίλιο: «Τα καταφέραμε! Είχαμε αύξηση 47 τοις εκατό». Και τον Ιούνιο: «Φτάσαμε τους 200 ευαγγελιζομένους!» Το τμήμα κατέληξε: «Οι προοπτικές είναι λαμπρές!»

Στο μεταξύ, η οικογένεια του αδελφού Σίμοναϊτ—τα μέλη της οποίας είχαν αυξηθεί με τη γέννηση της μικρούλας Κάντι—μετακόμισε τον επόμενο χρόνο σε μια φυτεία με καρύδες, στο Κορονί, για να εργαστούν ως ειδικοί σκαπανείς. Αλλά αργότερα, το 1957, η επιδείνωση της υγείας του Μπερτ τους ανάγκασε να επιστρέψουν στον Καναδά. Στα οχτώ χρόνια που έμεινε στο Σουρινάμ, ο Μπερτ είχε εργαστεί ολόψυχα. Με την ευλογία του Ιεχωβά, ποίμανε με επιτυχία την εκκλησία, μεταμορφώνοντάς την, σαν να λέγαμε, από ένα παιδί με ασταθή χαρακτήρα σ’ ένα αξιόπιστο, υπεύθυνο νεαρό άτομο. Αυτό δεν ήταν καθόλου μικρό κατόρθωμα! Σήμερα, η οικογένεια Σίμοναϊτ συμβάλλει στη φροντίδα των συμφερόντων της Βασιλείας στη Γουατεμάλα.

Μια Πράξη Πίστης από μια Φτωχή Αδελφή

Το 1955, ύστερα από μια συνάθροιση στην ετοιμόρροπη Αίθουσα Βασιλείας πάνω από το υποδηματοποιείο, η Στέλα Ντόλατ γύριζε σπίτι της έχοντας πέσει σε βαθιά συλλογή. Την ώρα που έμπαινε στο σπιτάκι της, με τα δέντρα μάνγκο και τα χρυσόφυλλα να το αγκαλιάζουν από παντού, είχε πάρει την απόφασή της. ‘Θα προσφέρω το κτήμα μου στην εκκλησία για να χτίσουν εδώ μια καλύτερη αίθουσα’. Συζήτησε το ζήτημα με τη μητέρα της, που ήταν επίσης Μάρτυρας, και πήραν και οι δυο την απόφαση: ‘Το δίνουμε δωρεάν’. Μόνο που, επειδή δεν είχε πού αλλού να πάει, η Στέλα ρώτησε αν θα ήταν δυνατόν να μεταφερθεί το σπίτι της στο πίσω μέρος του κτήματος. «Δεν υπάρχει πρόβλημα», είπαν οι αδελφοί. «Θα το μεταφέρουμε».

Ωστόσο, για την αδελφή Ντόλατ, η ιδιοκτησία της—την οποία είχε κληρονομήσει από την προγιαγιά της, που την έλαβε το 1863 όταν απελευθερώθηκε από τη δουλεία—δεν ήταν απλώς ένας τόπος διαμονής. Με το να πουλάει τους καρπούς των δέντρων εξασφάλιζε επίσης ένα μικρό εισόδημα. Έτσι, το να χάσει την ιδιοκτησία της σήμαινε ότι θα έχανε τα προς το ζην. «Η απόφαση της Στέλας», λέει ένας αδελφός με θαυμασμό, «ήταν μια πράξη πίστης».

Οι αδελφοί δέχτηκαν με ευγνωμοσύνη τη δωρεά, αλλά δεν είχαν χρήματα για να χτίσουν. Ύστερα όμως από λίγους μήνες, δεν τους έμεναν περιθώρια εκλογής· έπρεπε να χτίσουν. Γιατί; Το Δεκέμβριο του 1955, την ώρα που εκατό και πλέον άτομα ήταν συγκεντρωμένα στην παλιά Αίθουσα Βασιλείας, το κτίριο άρχισε να τρέμει. Το οικοδόμημα δεν μπορούσε πια να αντέξει τόσο πολλούς ανθρώπους. «Ανησυχήσαμε», θυμάται ο Ουίμ φαν Ζέιλ. «Νομίζαμε ότι το πάτωμα θα υποχωρούσε και ότι όλοι μας θα προσγειωνόμασταν στα παπούτσια του κάτω ορόφου!» Στο τέλος της συνάθροισης ανακοινώθηκε ότι όσοι κάθονταν στην πρώτη σειρά μπορούσαν να σηκωθούν και να κατέβουν τις σκάλες, ενώ όλοι οι άλλοι έπρεπε να περιμένουν στις θέσεις τους. Ύστερα απ’ αυτό, βγήκε η επόμενη σειρά των αδελφών και ούτω καθεξής, μέχρι που η αίθουσα άδειασε. «Εκείνη τη μέρα», προσθέτει ο Ουίμ, «πήραμε τελικά την απόφαση και είπαμε, ‘Έχουμε δεν έχουμε λεφτά, εμπρός να χτίσουμε μια καινούρια αίθουσα’».

Μια Καινούρια Αίθουσα Προαναγγέλλει μια Καινούρια Εποχή

Ο Βίλεμ Τελγκτ, που είχε βαφτιστεί το 1919, επέβλεπε το έργο. «Μην μπεις στον κόπο να βγάλεις έξω τα έπιπλα», είπε στη Στέλα. «Θα μεταφέρουμε το σπίτι σου όπως είναι». Οι περαστικοί κοίταζαν σαστισμένοι καθώς οι αδελφοί σήκωσαν το εύθραυστο σπίτι, το τοποθέτησαν πάνω σε κορμούς δέντρων και το κύλησαν προς τα πίσω. «Μπορεί το παράθυρό μου να βλέπει στο δρόμο;» ρώτησε η Στέλα, «θα έχω καλύτερη θέα από εκεί». Κανένα πρόβλημα. Μετατόπισαν το σπίτι της κατά 90 μοίρες. Ύστερα από λίγο, η Στέλα μπήκε στο σπίτι, διόρθωσε τους πίνακες στον τοίχο, έβαλε την καρέκλα της μπροστά στο παράθυρο και ήταν έτοιμη να παρακολουθήσει την ομάδα οικοδόμησης επί το έργον. Τι έβλεπε;

Πρώτα απ’ όλα, οι αδελφοί ξερίζωσαν τα δέντρα. Κατόπιν, έριξαν τα θεμέλια και έχτισαν τους χοντρούς, συμπαγείς τσιμεντένιους τοίχους. Μετά τα χρήματα τελείωσαν. Η Εταιρία όμως τους βοήθησε, χορηγώντας τους ένα δάνειο, και η κατασκευή συνεχίστηκε. Αφού πέρασαν έξι μήνες και δαπανήθηκαν 13.000 φιορίνια (περ. 1.176.000 δρχ.) η κατασκευή της αίθουσας, χωρητικότητας 200 θέσεων, ολοκληρώθηκε. Η αφιέρωση ορίστηκε για τις 13 Ιανουαρίου 1957.

Στην περίοδο της κατασκευής, πολλοί ευαγγελιζόμενοι έκαναν το εξής σχόλιο: «Αυτή η αίθουσα θα μας εξυπηρετήσει μέχρι τον Αρμαγεδδώνα». Ύστερα όμως από την αφιέρωση δεν ήταν πια τόσο βέβαιοι, γιατί είχαν συγκεντρωθεί 899 άτομα! Το ακροατήριο—που είχε καθήσει μέσα στην αίθουσα, πάνω στα περβάζια των παραθύρων και έξω—απόλαυσε το πρόγραμμα, το οποίο περιλάμβανε ομιλίες και προβολή σλάιντς, ενώ ήταν διανθισμένο με μια έξοχη παράσταση της χορωδίας στην οποία συμμετείχαν μόνο Μάρτυρες. Όταν οι αδελφοί επέστρεψαν χαρούμενοι στα σπίτια τους εκείνο το βράδυ ένιωθαν ότι μια νέα εποχή επέκτασης πλησίαζε για το Παραμαρίμπο.

Ο Γείτονας Είναι Γόης Φιδιών

Με τον καιρό υπήρξε ανάγκη να μεταφερθεί ο ιεραποστολικός οίκος σε καλύτερες εγκαταστάσεις. Τώρα πια το σπίτι φιλοξενούσε, όχι μόνο αρουραίους, αλλά και φίδια. Πώς συνέβαινε αυτό; Στην πίσω αυλή του ιεραποστολικού οίκου έμενε μαζί με τα φίδια του κάποιος μάγος-γιατρός που ασκούσε δαιμονισμό με τη βοήθεια των ταπέιτσλανγκεν (βόες συσφιγκτήρες). Μερικές φορές, οι βόες, που είχαν μήκος 2 μέτρα, έβγαιναν από το καλάθι τους και γλιστρούσαν μέσα στην καλύβα όπου οι αδελφοί έβαζαν τα ποδήλατά τους. «Όταν η Γκρε και η Μιούριελ πήγαιναν να πάρουν τα ποδήλατά τους», διηγείται ο Ουίμ φαν Ζέιλ, «βρίσκονταν πρόσωπο με πρόσωπο με τους βόες που αιωρούνταν από το ταβάνι». Η Γκρε προσθέτει: «Εκείνα τα φίδια ανέβαιναν ακόμη και τις σκάλες που οδηγούσαν στην κουζίνα».

Δεν είναι άξιο απορίας που οι ιεραπόστολοι δεν λυπήθηκαν καθόλου όταν το τμήμα και ο ιεραποστολικός οίκος μεταφέρθηκαν στην οδό Βέιντα του Παραμαρίμπο.

Αντίο και Καλό Ταξίδι

Το 1958, όταν έφυγε η Μιούριελ Σίμοναϊτ, τα μέλη της ιεραποστολικής οικογένειας μειώθηκαν σε τέσσερα. Αυτή η αφοσιωμένη εργάτρια είχε βοηθήσει πολλούς ανθρώπους να γνωρίσουν την αλήθεια. Αφού παντρεύτηκε τον ιεραπόστολο Γουόλτερ Κλινκ, που ήταν τότε επίσκοπος τμήματος στη Λιβερία, υπέμεινε μεγάλη κακομεταχείριση σε εκείνη τη χώρα λόγω της αλήθειας. Η αρρώστια ανάγκασε αυτήν και τον άντρα της να επιστρέψουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σήμερα, η Μιούριελ συντροφεύει τον άντρα της στο έργο περιοχής εκεί.

Επίσης, το 1958 είπαμε καλό ταξίδι στον 25χρονο Μαξ Ρέιτς, τον πρώτο ντόπιο σκαπανέα που φοίτησε στη Σχολή Γαλαάδ. Ο Μαξ, ένας στοχαστικός αδελφός που γνώρισε την αλήθεια από τον Μπερτ ενώ εργαζόταν ως δάσκαλος στο Κορονί, παρακολούθησε την 32η τάξη της Γαλαάδ και επέστρεψε στο Σουρινάμ. Εκεί κι αν τον περίμενε δουλειά!

Κάτοικοι του Βροχερού Δάσους Ικετεύουν για Βοήθεια

Μόλις ήρθε από τη Γαλαάδ, ο Μαξ έλαβε έναν απαιτητικό διορισμό: Να βρει ενδιαφερόμενα άτομα στις όχθες των ποταμών μέσα στο βροχερό δάσος. Μερικές εβδομάδες ύστερα από την επιστροφή του Μαξ από το πρώτο του ταξίδι, το τμήμα έλαβε μια επιστολή από ένα χωριό Βουσνέγρων. ‘Σας ευχαριστώ για τη χαρά που μου δώσατε στέλνοντας τον αδελφό Ρέιτς για να μου αποκαλύψει το ευαγγέλιο’, έγραφε ένας ιθαγενής. ‘Προσπαθώ να κηρύξω τα καλά νέα από σπίτι σε σπίτι. Θέλω να μάθω περισσότερα και το ίδιο θέλουν και πολλοί άλλοι’. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: «Είμαστε πρόθυμοι, αλλά χρειαζόμαστε βοήθεια!»

Οι αδελφοί της περιοχής έσπευσαν να βοηθήσουν αγοράζοντας μια μικρή βάρκα με εξωλέμβιο κινητήρα δέκα ίππων. Το τριμελές πλήρωμα την οδήγησε αντίθετα στο ρεύμα του ποταμού Σουρινάμ. Οι αδελφοί είχαν διπλή αποστολή: Να κηρύξουν σε όλα τα χωριά και να εντοπίσουν ένα μέρος όπου θα μπορούσαν να εγκατασταθούν ειδικοί σκαπανείς.

Αφού προχώρησαν γύρω στα 100 χιλιόμετρα μέσα στην ενδοχώρα, οι αδελφοί εντόπισαν προς μεγάλη τους έκπληξη ένα χωριό που δεν αναφερόταν στο χάρτη. Έμαθαν ότι 800 Βουσνέγροι, από κάθε γωνιά του βροχερού δάσους, είχαν εγκατασταθεί εκεί προσωρινά για να εργαστούν στην κατασκευή ενός φράγματος κι ενός υδροηλεκτρικού σταθμού. Οι αδελφοί συνειδητοποίησαν ότι είχαν κάνει μια σημαντική ανακάλυψη. Αυτό το χωριό, το Σουραλκοκόντρε, τους πρόσφερε την καταπληκτική ευκαιρία να κηρύξουν σε μέλη πολλών διαφορετικών φυλών—Σαραμακάνερ, Οκάνερ, Ματσουάριερ, Αλούκου, Παραμακάνερ και Κουίντι—ενώ ήταν όλα συγκεντρωμένα σ’ έναν τόπο! Ασφαλώς, αυτό ήταν το κατάλληλο μέρος για να σταλθούν οι ειδικοί σκαπανείς.

Ύστερα από δυο μήνες, η βάρκα ξαναγύρισε. Το φορτίο των εντύπων, οι σάκοι με το ρύζι, τα μαγειρικά σκεύη και οι αιώρες έκαναν φανερό ότι το πλήρωμα, ο Μαξ Ρέιτς και ο Φρέντερικ Βάχτερ, σχεδίαζε να παραμείνει. Και σύντομα, αφού στον ορίζοντα δεν υπήρχε ούτε κάποιος ενάντιος αρχηγός χωριού ούτε κληρικοί, 20 Βουσνέγροι από διάφορες φυλές μελετούσαν την Αγία Γραφή με τους Γκάντο Βόρτου σμα (Ανθρώπους του Λόγου του Θεού), όπως ονόμαζαν οι χωρικοί τους αδελφούς. Αργότερα οργανώθηκαν συναθροίσεις, και τον επόμενο χρόνο το Σουραλκοκόντρε έγινε η πρώτη εκκλησία στο τροπικό βροχερό δάσος.

Στη συνέχεια, όταν η κατασκευή του φράγματος ολοκληρώθηκε γύρω στα τέλη του 1963, οι Βουσνέγροι του Σουραλκοκόντρε γύρισαν ο καθένας στον τόπο της καταγωγής του. Αλλά 21 από αυτούς πήραν μαζί τους κάτι πολύτιμο: την ακριβή γνώση για τον Ιεχωβά Θεό. Έτσι, η αλήθεια εισχώρησε σε αρκετά χωριά του βροχερού δάσους. «Η ανακάλυψη του Σουραλκοκόντρε», καταλήγει ο αδελφός Ρέιτς, «έγινε με την καθοδηγία του Ιεχωβά».

«Ο Ιεχωβά Τους Συνάγει»

Η καθοδηγία του Ιεχωβά έγινε επίσης έκδηλη με αυτά που συνέβηκαν στις όχθες ενός άλλου ποταμού, του Σαραμάκα. Κάποιο πρωινό, στα τέλη του 1960, ένας θεοφοβούμενος Βουσνέγρος, ονόματι Σίιντο, πήγαινε με το κανό του στην εκκλησία. Πριν από χρόνια είχε εγκαταλείψει τον ανιμισμό, είχε βαφτιστεί Μοραβός και είχε μετακομίσει πιο κοντά σ’ αυτή την εκκλησία, στην προσπάθειά του να υπηρετεί τον Θεό καλύτερα.

Όταν κόντευε να φτάσει στην εκκλησία εκείνο το πρωινό, άκουσε φασαρία. Μετά, είδε ότι μπροστά στην εκκλησία υπήρχαν τραπέζια φορτωμένα εμπορεύματα. Βρισκόταν στο κέντρο ενός εκκλησιαστικού παζαριού. Φέρνοντας στο νου του την αφήγηση της Αγίας Γραφής για τον Ιησού, που έδιωξε τους εμπόρους από το ναό, αναρωτήθηκε: ‘Πώς γίνεται λοιπόν να στήνουν αυτοί ολόκληρη αγορά εδώ;’ Αηδιασμένος, έκανε στροφή, γύρισε με το κανό στο σπίτι του και είπε στη γυναίκα του: «Δεν θα ξαναπάω ποτέ στην εκκλησία!»

Ωστόσο, η επιθυμία του να υπηρετεί τον Θεό δεν έσβησε. Έτσι, όταν ένας γνωστός του τού μίλησε για τους Μάρτυρες, αυτός αμέσως ενδιαφέρθηκε. ‘Ίσως να είναι αυτοί οι αληθινοί Χριστιανοί’, σκέφτηκε και αποφάσισε να το εξακριβώσει. Τον Ιανουάριο του 1961, ο Σίιντο, μαζί με το φίλο του, τον Μπάγια Μίζντιαν, ταξίδεψαν μέχρι την πρωτεύουσα και μπήκαν στο ποδοσφαιρικό γήπεδο, όπου γινόταν η συνέλευση. Πολλά κεφάλια γύρισαν προς το μέρος τους.

«‘Βουσνέγροι!’ είπαμε αυθόρμητα όταν τους είδαμε», θυμάται η Νάταλι Χόιτ Στεχένχα, πρώην ιεραπόστολος στην Ουρουγουάη και τώρα σύζυγος του Ντερκ. «Προκάλεσαν αίσθηση». Εκείνη την εποχή, ο μόνος Βουσνέγρος αδελφός ήταν ο Φρέντερικ Βάχτερ, και τώρα, εκεί που δεν το περίμενε κανείς, είχαν φτάσει άλλοι δυο. Η αδελφή Στεχένχα προσθέτει: «Εμείς οι ιεραπόστολοι είπαμε μεταξύ μας: ‘Ο Ιεχωβά τους συνάγει. Έρχονται!’» Και πράγματι, ο Σίιντο και ο Μπάγια ήρθαν. Όταν έμαθαν ποιες ήταν οι απαιτήσεις του Ιεχωβά, νομιμοποίησαν τους γάμους τους, βαφτίστηκαν και άρχισαν να κηρύττουν με ζήλο στις όχθες του ποταμού Σαραμάκα.

Στο μεταξύ, άλλοι σκαπανείς είχαν βρει ενδιαφερόμενα άτομα στις όχθες του ανατολικότερου ποταμού της χώρας, του Μαρονί. Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του 1960 είχαν δημιουργηθεί προσβάσεις κατά μήκος τριών ποταμών. Είχαν μπει τα θεμέλια για περαιτέρω διείσδυση στο βροχερό δάσος.

Το Πρώτο Έντυπο στη Σρανάν Τόνγκο

Πολλοί Βουσνέγροι που γνώρισαν την αλήθεια εκείνα τα χρόνια θυμούνται τη Φίλι Σλάχταντ. Στο παρελθόν, η Φίλι ήταν ζηλώτρια πολιτική ακτιβίστρια, αλλά έγινε Μάρτυρας και, μολονότι έπασχε από φιλαρία, πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα να πρηστεί πολύ το ένα της πόδι, μετέφρασε με υπομονή το βιβλιάριο «Τούτο το Ευαγγέλιον της Βασιλείας» στη σρανάν τόνγκο—ήταν το πρώτο έντυπο της Εταιρίας που εκδόθηκε στην τοπική γλώσσα. Αργότερα, η αδελφή Σλάχταντ μετέφρασε κι άλλα έντυπα στη σρανάν τόνγκο. Τελικά, η αρρώστια της έκανε αναγκαίο τον ακρωτηριασμό του ποδιού της και την επιστροφή της στην Ολλανδία. «Κι όμως, όποτε επισκέπτομαι την Ολλανδία», λέει ένας πρεσβύτερος, «οι Βουσνέγροι αδελφοί με επιφορτίζουν να της δώσω τα γράμματά τους. Δεν έχουν ξεχάσει τους κόπους που κατέβαλε με αγάπη η πρώτη τους μεταφράστρια».

Χιλιάδες Άτομα Ακούνε το Άγγελμα στις Αγροτικές Περιοχές

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 έγιναν διαθέσιμα κι άλλα μέσα για το κήρυγμα της Βασιλείας. Στη συνέλευση του 1961, ο Μίλτον Τζ. Χένσελ παρουσίασε το βιβλίο Από τον Απολεσθέντα Παράδεισο στον Αποκαταστημένο Παράδεισο, στην ολλανδική. Ύστερα από οχτώ μήνες είχαν διανεμηθεί και τα 3.800 αντίτυπα.

Την ίδια εκείνη εβδομάδα της συνέλευσης, ο ραδιοφωνικός σταθμός Απίντι, που έχει εμβέλεια σε όλη τη χώρα, πήρε συνέντευξη από τον αδελφό Χένσελ. Μετά το τέλος της συνέντευξης, ο αδελφός Χένσελ ζήτησε να δοθεί άδεια για τη μετάδοση τακτικών ραδιοφωνικών εκπομπών. Ο ιδιοκτήτης του σταθμού συμφώνησε, και από τότε, επί τρεις σχεδόν δεκαετίες, το εβδομαδιαίο δεκαπεντάλεπτο πρόγραμμα, «Πράγματα που Σκέφτονται οι Άνθρωποι», βγαίνει στον αέρα, διαδίδοντας την αλήθεια της Αγίας Γραφής.

Εκτός από το ότι χρησιμοποιούσαν το ραδιόφωνο για να διαδώσουν τα καλά νέα, οι αδελφοί πρόβαλαν επίσης ευρέως τις ταινίες της Εταιρίας, αν και αυτό αποτελούσε αρκετά δύσκολο εγχείρημα. «Φόρτωνα όπως-όπως στη μοτοσικλέτα μου εκείνο το μηχάνημα προβολής, μάρκας Μπελ και Χάουελ, τα χαρτοκιβώτια με τις ταινίες και τη γεννήτρια», διηγείται ένας σκαπανέας, «και πήγαινα στις αγροτικές περιοχές. Οι ταινίες τραβούσαν τους χωρικούς κατά εκατοντάδες και τα κουνούπια κατά χιλιάδες». Το 1961, 30.000 άτομα είχαν ακούσει το άγγελμα της Βασιλείας μέσω αυτών των ταινιών. Σαν να λέγαμε, το καλλιεργήσιμο χώμα των αγροτικών περιοχών είχε οργωθεί και ο σπόρος είχε σπαρθεί. Τώρα ήταν καιρός να αποσταλούν εργάτες για να ποτίσουν το σπόρο της αλήθειας. Αλλά ποιοι θα ήταν αυτοί;

Πρόθυμοι Νεαροί Πρωτοπόροι

Προβλέποντας την ανάγκη που θα υπήρχε για σκαπανείς πρόθυμους να εργαστούν στις αγροτικές περιοχές, ο Ντερκ Στεχένχα και ο Ουίμ φαν Ζέιλ συγκέντρωσαν δώδεκα νεαρούς. Ο Γιούσουφ Σλέμαν, που ήταν τότε 20 χρονών, θυμάται: «Μια φορά την εβδομάδα, ο Ντερκ και ο Ουίμ εξέταζαν μαζί μας διάφορες Γραφικές διδασκαλίες, αντιρρήσεις που συναντούμε στη διακονία αγρού, καθώς και προβλήματα που ήταν δυνατόν να αντιμετωπίσουμε. Ύστερα από αυτή την εκπαίδευση, ξέραμε τι αναμενόταν από εμάς. Έπρεπε να βγούμε έξω και να αποδειχτούμε πρωτοπόροι». Και πράγματι βγήκαν έξω και πήγαν στους καινούριους διορισμούς τους με κάθε μέσο: με τα πόδια, με λεωφορεία, με ποδήλατα, με κανό.

Ο Πολ Νάαρεντορπ, ένας ικανός αδελφός που τότε ήταν 20 περίπου χρονών, θυμάται πώς ταξίδευε με μοτοσικλέτα: «Είχα ένα πτυσσόμενο ράντζο πιασμένο σφιχτά ανάμεσα στα πόδια μου, ενώ τη βαλίτσα μου, την τσάντα με τα έντυπα και τα άλλα υπάρχοντά μου τα φόρτωνα πίσω. Αλλά όταν παντρεύτηκα, το 1963, το φορτίο μου διπλασιάστηκε—τώρα είχα δυο ράντζα, μια μεγαλύτερη βαλίτσα, δυο τσάντες για το κήρυγμα και, φυσικά, τη γυναίκα μου!» Ο ίδιος όμως προσθέτει: «Ήταν ωραία εποχή εκείνη».

Η Χιλ ντε Φρις, που ήταν τότε 23 χρονών, στάλθηκε μαζί με τη 19χρονη αδελφή της, τη Λόις, σ’ ένα χωριό στο βορειοδυτικό Σουρινάμ. «Από το μηνιαίο μας επίδομα, που ήταν 45 φιορίνια (περ. 4.200 δρχ.), δίναμε 15 για ενοίκιο», αναπολεί η Χίλ. «Δεν είχαμε ούτε τρεχούμενο νερό ούτε ηλεκτρικό! Πλενόμασταν με νερό από τις τάφρους και πίναμε βρόχινο νερό».

Η Λόις θυμάται: «Δεν είχαμε λεφτά να αγοράσουμε αρκετό πετρέλαιο, γι’ αυτό και ανάβαμε τη λάμπα μόνο στη διάρκεια των συναθροίσεων. Τα άλλα βράδια καθόμασταν στα σκοτεινά. Αλλά με το να ανταλλάσσουμε τα έντυπα με είδη τροφίμων, καταφέρναμε πάντα να τα βγάζουμε πέρα. Παρ’ όλες τις δυσκολίες, ήμασταν ευτυχισμένες».

«Μήπως Υπάρχουν Φίδια Εδώ;»

Οι επισκέψεις που έκαναν σε απομονωμένους ευαγγελιζομένους ήταν μια από τις συγκινητικές εμπειρίες που δοκίμασαν αυτοί οι νεαροί σκαπανείς. Ας ακολουθήσουμε τον Πολ Νάαρεντορπ στο ταξίδι που έκανε μαζί με τον Ρίτσενελ Λίνγκερ, ένα φτωχό ψαρά, ηλικίας τότε 60 περίπου χρονών, που έμενε σε μια καλύβα κοντά στις ακτές του Ατλαντικού.

Αν και συνήθως ήταν μόνος του, ο αδελφός Λίνγκερ έκανε ένα ταξίδι για κήρυγμα κάθε εβδομάδα. Αυτή τη φορά τον συντρόφευε ο Πολ. Ξεκίνησαν στις τρεις το πρωί και κωπηλατούσαν αντίθετα στο ρεύμα τρεις ώρες ώσπου έφτασαν σ’ ένα χωριό Αμερινδών και κήρυξαν εκεί όλη τη μέρα. Γύρω στις εφτά το βράδυ είχαν επιστρέψει σπίτι. Ύστερα από δυο ώρες είχαν την ικανοποίηση να φάνε το πρώτο ζεστό γεύμα τους εκείνη τη μέρα!

Αλλά ο Πολ, που είχε μεγαλώσει στην πόλη, ήταν ανήσυχος. «Μήπως υπάρχουν φίδια εδώ;» ρώτησε. «Ε, ναι, υπάρχουν μερικά», απάντησε ήρεμα ο αδελφός Λίνγκερ, «κυρίως σακασνέκις [κροταλίες των τροπικών χωρών]». Ο Πολ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Το δάγκωμα αυτού του φιδιού είναι θανατηφόρο», είπε. «Την περασμένη εβδομάδα βρήκα έναν», συνέχισε ο αδελφός Λίνγκερ δείχνοντας ένα σημείο στην καλαμένια οροφή ακριβώς πάνω από το κεφάλι του Πολ. «Τον είδα την ώρα που έτρωγα. Είπα μέσα μου: ‘Κάτσε εκεί και θα σου δείξω εγώ’. Αφού τέλειωσα το φαγητό μου κι έπλυνα τα πιάτα, τον σκότωσα με μια σπάθα. Ήταν τόσο μακρύς», πρόσθεσε, έχοντας τα χέρια του σε απόσταση 1,2 μέτρα το ένα από το άλλο. Ο Πολ έμεινε και πάλι με το στόμα ανοιχτό.

Αλλά ο αδελφός Λίνγκερ δεν είχε την πρόθεση να τρομάξει τον επισκέπτη του. Γι’ αυτόν, ένα τέτοιο συμβάν ήταν κάτι συνηθισμένο. «Εκείνη τη νύχτα», θυμάται ο Πολ, «μάζεψα τα πόδια μου, τράβηξα την κουβέρτα πάνω από το κεφάλι μου και προσευχήθηκα πολλή ώρα στον Ιεχωβά πριν αποκοιμηθώ».

Ναι, πολλοί από εκείνους τους νεαρούς σκαπανείς της δεκαετίας του 1960 ωρίμασαν έχοντας τέτοιες εμπειρίες και σήμερα είναι στύλοι των εκκλησιών.

Ένας Ενθουσιώδης Σπουδαστής Εγκαθίσταται

Ένας άλλος σκαπανέας εκείνης της εποχής, ο 19χρονος Σέσιλ Πίνας, εργαζόταν ακούραστα στο Γουαγκενίνγκεν, έναν οικισμό 190 περίπου χιλιόμετρα δυτικά από την πρωτεύουσα. Εκεί συνάντησε τον Άντολφ «Τζεφ» Τζέφερι, ένα μηχανικό 21 χρονών, που άκουσε την αλήθεια και τη ρούφηξε.

Η Γραφική μελέτη με τον Τζεφ διαρκούσε τρεις με τέσσερις ώρες. Ύστερα από μια μελέτη, ο Σέσιλ και ο σύντροφός του είπαν: «Τζεφ, εμείς κουραστήκαμε. Πάμε στο σπίτι μας». Ο Τζεφ είπε: «Θα σας συνοδέψω μέχρι τα μισά του δρόμου». Οι σκαπανείς σταμάτησαν στα μισά του δρόμου, αλλά ο Τζεφ συνέχιζε να κάνει ερωτήσεις σχετικά με την Αγία Γραφή. Οι σκαπανείς συνέχισαν το δρόμο τους με τον Τζεφ να τους ακολουθεί. Όταν έφτασαν στο σπίτι οι σκαπανείς είπαν: «Καληνύχτα Τζεφ». Αλλά ο Τζεφ συνέχιζε να κάνει ερωτήσεις. «Άκουσε Τζεφ», είπε ο Σέσιλ, «εσύ μπορείς να συνεχίσεις να κάνεις ερωτήσεις, αλλά εγώ θα πέσω στο κρεβάτι. Γι’ αυτό, αν δεν απαντήσω, να ξέρεις ότι έχω κοιμηθεί». ‘Καλή ιδέα’, σκέφτηκε ο Τζεφ. Ξάπλωσε στο πάτωμα και η συζήτηση συνεχίστηκε μέχρι που ο Σέσιλ σώπασε.

Την άλλη μέρα, ο Τζεφ μετέφερε τα υπάρχοντά του στο σπίτι των σκαπανέων. «Πριν το καλοκαταλάβουμε», λέει ο Σέσιλ γελώντας, «είχε εγκατασταθεί στο σπίτι μας. Μελετούσαμε κάθε στιγμή που είχαμε χρόνο. Μέσα σε τρεις μήνες ο Τζεφ βαφτίστηκε και ύστερα από δυο χρόνια έγινε ειδικός σκαπανέας».

Ο Εκσκαφέας Έγινε Καινούρια Αίθουσα Βασιλείας

Ο ενθουσιώδης Τζεφ, ένας από τους τρεις μηχανικούς που εργάζονταν στο Γουαγκενίνγκεν, βρήκε έναν πεταμένο εκσκαφέα και πρότεινε: «Ας τον αγοράσουμε να τον φτιάξουμε και κατόπιν τον πουλάμε και χρησιμοποιούμε τα χρήματα για να χτίσουμε μια Αίθουσα Βασιλείας». Οι ιδιοκτήτες είπαν: «Αυτό το πράγμα δεν μπορεί να φτιαχτεί. Είναι κατασκουριασμένο. Πάρτε το».

Αφού ξερίζωσαν τα αγριόχορτα, που είχαν το ίδιο ύψος μ’ εκείνους, διαπίστωσαν ότι το ερείπιο ήταν διαλυμένο σε πολλά κομμάτια. Μετά, οι αδελφοί αγόρασαν τα κομμάτια που έλειπαν και επισκεύασαν τον εκσκαφέα κομμάτι-κομμάτι. Έπειτα από δυο χρόνια, έφτασε η μέρα που θα δοκίμαζαν τη μηχανή. «Είχαμε αγωνία», αφηγείται ο Τζεφ. «Κάποιος αδελφός δοκίμασε τη μηχανή κι αυτή πήρε εμπρός! Ζητωκραυγάσαμε από τη χαρά μας. Μετά ο εκσκαφέας προχώρησε. Κι άλλες ζητωκραυγές. Τι υπέροχη στιγμή ήταν εκείνη!»

Ο εκσκαφέας πουλήθηκε για 15.000 φιορίνια (περ. 1.395.000 δρχ.). Αυτά τα χρήματα, μαζί μ’ ένα δάνειο, χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση μιας Αίθουσας Βασιλείας κι ενός σπιτιού για τους σκαπανείς. Έτσι, η αληθινή λατρεία απέκτησε άλλη μια βάση στις αγροτικές περιοχές.

Στη διάρκεια των ετών αρκετοί σκαπανείς και ιεραπόστολοι έχουν οικοδομήσει πάνω σ’ αυτό το θεμέλιο. Σήμερα, εκτιμάται πολύ στο Γουαγκενίνγκεν το έργο του Ράιαν και της Μάρθας ντου Ράαν, αποφοίτων της Γαλαάδ από τη Ναμίμπια.

Το 1963, ο ηλικιωμένος αδελφός Τελγκτ ήταν και πάλι απασχολημένος μ’ ένα οικοδομικό πρόγραμμα: την κατασκευή ενός γραφείου τμήματος κι ενός ιεραποστολικού οίκου στην πρωτεύουσα. Για να εξοικειωθούν οι αδελφοί με τη νέα τοποθεσία, διευθετήθηκε μια συνέλευση επί τόπου στο κτήμα. Εκατοντάδες ανθρώπινα πόδια ισοπέδωσαν το έδαφος, προετοιμάζοντάς το για την κατασκευή. Αργότερα, πρόσφεραν τις εργασίες τους εκατό εθελοντές, συνταξιούχοι τεχνίτες οι περισσότεροι, οι οποίοι τέλειωσαν το κτίριο ύστερα από ενάμιση χρόνο. Πρόκειται για ένα διώροφο κτίριο με χώρο για γραφεία, Αίθουσα Βασιλείας και δωμάτια για τους ιεραποστόλους. Από τον Αύγουστο του 1964 αυτές οι νέες εγκαταστάσεις στη Βίχερστραατ είναι το μέρος όπου στεγάζεται το γραφείο τμήματος.

Το Βιβλίο Παράδεισος Ανοίγει το Δρόμο

Αφού τελείωσε η κατασκευή του τμήματος, οι αδελφοί συγκέντρωσαν τις προσπάθειές τους στην επίδοση μαρτυρίας στις όχθες τριών ποταμών: του Σαραμάκα, του Σουρινάμ και του Ταπαναχονί. Ο Νελ Πίνας, αδελφός του Σέσιλ, και ο Μπάγια Μίσντιαν επισκέφτηκαν τους Βουσνέγρους της φυλής Οκάνερ, οι οποίοι ζουν στις όχθες του μακρινού ποταμού Ταπαναχονί—σε μια περιοχή, την οποία μέχρι τότε δεν είχε επισκεφτεί κανένας Μάρτυρας. Κι όμως, το άγγελμα της Βασιλείας είχε ήδη ακουστεί εκεί. Το βιβλίο Από τον Απολεσθέντα Παράδεισο στον Αποκαταστημένο Παράδεισο είχε ανοίξει το δρόμο. Πώς είχε συμβεί αυτό;

Το 1959, ο Νελ Πίνας συζήτησε τις εικόνες του βιβλίου με την Εντουίνα Άπασον, μια αναλφάβητη Οκάνερ την οποία συνάντησε στην Αλμπίνα, ένα χωριό στο βορειοανατολικό Σουρινάμ. Στην Εντουίνα άρεσαν πάρα πολύ αυτά που μάθαινε, αλλά ύστερα από εφτά μήνες επέστρεψε στον Ταπαναχονί. Η επαφή μαζί της χάθηκε.

Εντούτοις, έπειτα από οχτώ χρόνια, μια εβδομάδα πριν πάει στον Ταπαναχονί, ο Νελ συνάντησε την Εντουίνα στην πρωτεύουσα. Εκείνη του είπε ότι όλο εκείνο τον καιρό κήρυττε στους ανθρώπους της φυλής της χρησιμοποιώντας τις εικόνες του βιβλίου Παράδεισος. Όταν έμαθε ότι ο Νελ έφευγε για τον Ταπαναχονί, τον παρακάλεσε να αναζητήσει δυο ενδιαφερόμενα άτομα: τον Γιαμπού, ένα νεαρό άντρα, και την Ταϊόνι, μια νεαρή γυναίκα.

Εγκάρδια Ανταπόκριση

Δυο μέρες αφότου έφτασαν στον Ταπαναχονί, οι αδελφοί βρήκαν το χωριό του Γιαμπού, το Γιάουσα, αλλά εκείνος έλειπε. Το επόμενο βράδυ όμως, ο Γιαμπού ήρθε και συνάντησε τους αδελφούς. Τους είπε ότι είχε κόψει κάθε σχέση με το δαιμονισμό και ότι ήθελε να υπηρετεί τον Θεό. Πήρε πέντε μέρες άδεια από τη δουλειά του και μελετούσε με τους αδελφούς οχτώ ώρες κάθε μέρα. Όταν πέρασαν εκείνες οι μέρες, είχε την επιθυμία να υπηρετεί τον αληθινό Θεό, τον Ιεχωβά.

Στη συνέχεια οι αδελφοί έψαξαν να βρουν την Ταϊόνι, μια 20χρονη Βουσνέγρα κοπέλα, που κήρυττε ήδη στο χωριό της, το Γκρανμπόρι, δείχνοντας τις εικόνες του βιβλίου Παράδεισος. Αλλά ο αδελφός της, ένας μάγος-γιατρός, της είχε πάρει το βιβλίο. Η Ταϊόνι έκλαιγε και προσευχόταν: «Ιεχωβά, σε παρακαλώ, δώσε μου ένα άλλο βιβλίο Παράδεισος». Δεν είναι λοιπόν άξιο απορίας που οι δυο αδελφοί ένιωθαν υποχρεωμένοι να τη βρουν οπωσδήποτε!

Κάποια μέρα η Ταϊόνι άκουσε ότι σ’ ένα κοντινό χωριό είχαν φτάσει Μάρτυρες. Χωρίς να χάσει καιρό πήγε ως εκείνο το χωριό κωπηλατώντας, αλλά οι αδελφοί είχαν φύγει. Πόσο απογοητεύτηκε! Αργότερα όμως οι αδελφοί επέστρεψαν και μελέτησαν μαζί της τρεις μέρες. Τους διηγήθηκε ότι, όταν δεν είχε τίποτα να φάει, οι συγγενείς της τής πρόσφεραν κρέας άγριων ζώων, από το οποίο δεν είχαν στραγγίσει το αίμα. Εκείνη αρνιόταν πάντα. Ο πατέρας της την απείλησε ότι θα τη χτυπούσε, αν δεν εγκατέλειπε τα καινούρια της πιστεύω. Εκείνη όμως είπε: «Ακόμη κι αν απειλήσουν να με σκοτώσουν, εγώ δεν θα το βάλω κάτω». Και αυτά τα έλεγε ένα αναλφάβητο κορίτσι που είχε μάθει την αλήθεια μόνο από εικόνες! Συγκινημένοι από την πίστη της, οι αδελφοί τής έδωσαν το τελευταίο αντίτυπο του βιβλίου Παράδεισος που διέθεταν. Εκείνη έσφιξε το βιβλίο στην αγκαλιά της. Ήταν καταχαρούμενη και ευχαριστούσε τον Ιεχωβά, επειδή απάντησε στην προσευχή της.

Ύστερα από δυο μήνες οι αδελφοί επέστρεψαν στο Παραμαρίμπο, αλλά αργότερα ο Νελ και η γυναίκα του, η Γκέρντα, μετακόμισαν στον Ταπαναχονί για να εργαστούν ως ειδικοί σκαπανείς, επεκτείνοντας αυτή την πρόσβαση που είχε δημιουργηθεί στο βροχερό δάσος.

Κι Άλλη Βοήθεια από τη Γαλαάδ

Ύστερα από λίγο καιρό, το 1968, έφτασαν οι απόφοιτοι της Γαλαάδ Ρότζερ και Γκλόρια Βέρμπρουκ από τον Καναδά και Ρολφ και Μάργκρετ Βίκχορστ από τη Γερμανία, διπλασιάζοντας τα μέλη της ιεραποστολικής οικογένειας από τέσσερα σε οχτώ. Οι νέοι ιεραπόστολοι, με τη θερμή τους προσωπικότητα και το γνήσιο ενδιαφέρον που έδειχναν για την ευημερία των άλλων, έγιναν γρήγορα αγαπητοί στους ντόπιους αδελφούς.

Πρωτύτερα είχε φτάσει στο Παραμαρίμπο κι ένας άλλος απόφοιτος της Γαλαάδ, ο Άλμπερτ Σουρ. Αφού αποφοίτησε από την 20ή τάξη της Γαλαάδ το 1953, ο Άλμπερτ εργάστηκε 13 χρόνια ως ιεραπόστολος στο Κουρασάο, ώσπου η επιληψία, από την οποία πάσχει, τον ανάγκασε να φύγει και να μείνει μαζί με συγγενείς του στο Σουρινάμ. Χωρίς να υπολογίσει την αρρώστια του, ανέλαβε και πάλι το έργο σκαπανέα, μέχρι που η επιδείνωση της υγείας του έκανε αναγκαία την εισαγωγή του σε γηροκομείο. Αλλά ο Άλμπερτ δεν είχε σκοπό να σταματήσει το κήρυγμα της Βασιλείας. Ας του κάνουμε μια επίσκεψη εκεί.

Το πρωί εκθέτει μια ποσότητα περιοδικών Σκοπιά και Ξύπνα! στην αίθουσα αναψυχής. Μετά γράφει το εδάφιο της ημέρας με μεγάλα γράμματα, για να μπορεί να το διαβάσει ένας 80χρονος τρόφιμος που δεν βλέπει καλά. Κατόπιν, μοιράζει περιοδικά σε τροφίμους και νοσοκόμες. Τα βράδια ο Άλμπερτ τα αφιερώνει στην προσωπική μελέτη. «Η υγεία μου, που επιδεινώνεται, δεν μου επιτρέπει να κάνω περισσότερα», λέει ο Άλμπερτ, που είναι τώρα 68 χρονών, «αλλά η επιθυμία της καρδιάς μου εξακολουθεί να είναι το να υπηρετώ τον Ιεχωβά». Εντούτοις, από μετριοφροσύνη δεν αναφέρει ότι σ’ έναν από τους τελευταίους μήνες διέθεσε 126 ώρες στο κήρυγμα. «Οι αφανείς εργάτες όπως ο Άλμπερτ», λέει ένας ιεραπόστολος, «μας θυμίζουν τι σημαίνει πίστη».

Η «Συνέλευση στο Νερό»

Για μερικά χρόνια ο συνολικός αριθμός των ευαγγελιζομένων κυμαινόταν στους 500. Αλλά στη συνέχεια οι ευαγγελιζόμενοι ξεπέρασαν τους 550. Τι συντέλεσε στην αύξηση; Μια έκθεση του τμήματος σημειώνει: «Η Διεθνής Συνέλευση ‘Επί Γης Ειρήνη’ είχε εντυπωσιακή επίδραση στο έργο».

Εκείνη η συνέλευση, που έλαβε χώρα το 1970, έχει μείνει γνωστή ως η «Συνέλευση στο Νερό». Τη νύχτα της 16ης Ιανουαρίου έβρεξε τόσο πολύ όσο δεν είχε βρέξει από το 1902, με αποτέλεσμα να πλημμυρίσει το Παραμαρίμπο και το στάδιό του, όπου θα διεξαγόταν η συνέλευση. «Εκείνο το πρωινό, μερικοί ευαγγελιζόμενοι ξύπνησαν και διαπίστωσαν ότι τα σπίτια τους είχαν γεμίσει με νερό που έφτανε ως τα γόνατα», θυμάται η Γκρε φαν Ζέιλ. «Παρ’ όλα αυτά ξεκίνησαν κατευθείαν για τη συνέλευση». Ένας από τους οργανωτές της συνέλευσης λέει: «Εκπλαγήκαμε όταν είδαμε 1.200 και πλέον άτομα να περπατάνε μέσα στα λασπόνερα για να μπουν στο στάδιο. Ποτέ προηγουμένως δεν είχαμε συγκεντρώσει τόσο μεγάλο πλήθος».

Αχ, Αυτά τα Πούλμαν!

Πλημμύρες συνέβαιναν μόνο περιστασιακά, αλλά το να χαλάνε τα πούλμαν πριν και μετά τις συνελεύσεις ήταν συνηθισμένο γεγονός. Κάποια Κυριακή στα τέλη της δεκαετίας του 1960, 48 άτομα περίμεναν ένα πούλμαν 30 θέσεων που θα τους πήγαινε πίσω στο Παραμαρίμπο, αλλά το πούλμαν δεν ερχόταν. «Αναζητήσαμε τον οδηγό», θυμάται ο Ρολφ Βίκχορστ, «και τον βρήκαμε σκυμμένο πάνω από τη μηχανή που ήταν διαλυμένη σε εκατοντάδες κομμάτια ολόγυρά του. ‘Το κιβώτιο των ταχυτήτων έχει πρόβλημα’, είπε ο οδηγός, ‘αλλά θα το φτιάξω’».

Το ταξίδι της επιστροφής άρχισε ύστερα από τέσσερις ώρες. Σε λίγο η μυρωδιά από κάτι που καιγόταν ήταν διάχυτη σ’ όλο το πούλμαν. «Μόνο η τέταρτη ταχύτητα λειτουργεί», εξήγησε ο οδηγός. Περασμένα μεσάνυχτα το πούλμαν κατέβηκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα μια κατηφόρα και μπήκε σ’ ένα μικροσκοπικό φεριμπότ, αλλά πώς θα ανέβαινε το πούλμαν την ανηφόρα με τέταρτη ταχύτητα; «Τι θέαμα ήταν αυτό», συνεχίζει ο Ρολφ, «νέοι, γέροι, ακόμη και μητέρες με μωρά στην αγκαλιά, έσπρωχναν το πούλμαν στο ρυθμό ενός ύμνου της Βασιλείας και της μηχανής που μούγκριζε. Το πούλμαν ανέβαινε την ανηφόρα σπιθαμή προς σπιθαμή. Τα καταφέραμε. Στις τρεις η ώρα εκείνο το πρωί, ήμασταν στα σπίτια μας».

Κάποια φορά, η εκκλησία του Νικερί νοίκιασε κι εκείνη ένα πούλμαν για τη μεταφορά στον τόπο της συνέλευσης. Η ομάδα ξεκίνησε στις εφτά το πρωί, αλλά γύρω στις δέκα η ώρα το πούλμαν είχε χαλάσει σ’ έναν ερημικό χωματόδρομο. «Θα γυρίσω», υποσχέθηκε ο οδηγός καθώς απομακρυνόταν. «Δεν τον ξαναείδαμε ποτέ», λέει ο Μαξ Ρέιτς, ένας από τους επιβάτες. Όταν τέλειωσαν τα αποθέματα τροφίμων και νερού, δυο αδελφοί άρχισαν να περπατάνε κατά μήκος ενός καναλιού, αναζητώντας βοήθεια. Ύστερα από δεκαπέντε ώρες γύρισαν με μια βάρκα και το ταξίδι συνεχίστηκε. Το μεσημέρι έφτασαν στον τόπο της συνέλευσης, αφού είχαν καλύψει μια διαδρομή 240 χιλιομέτρων σε 30 ώρες. «Α, ναι», προσθέτει ο Μαξ γελώντας, «πάνω στο πούλμαν ήταν γραμμένη η φράση ‘Καλώς Ήρθατε’!»

Αποφασισμένοι να Μείνουν

Επειδή η Νάταλι Στεχένχα περίμενε παιδί, οι Στεχένχα έφυγαν από τον ιεραποστολικό οίκο το Σεπτέμβριο του 1970. Ο Ντερκ Στεχένχα υπήρξε φιλόπονος επίσκοπος τμήματος επί 16 χρόνια. Τώρα η επίβλεψη της χώρας πέρασε στον ιεραπόστολο Ουίμ φαν Ζέιλ.

«Αν και ήμασταν αποφασισμένοι να μείνουμε», παίρνει το λόγο ο Ντερκ, «τα πράγματα ήταν δύσκολα». Η Νάταλι προσθέτει: «Βρήκαμε ένα σπίτι να μείνουμε, αλλά δεν είχαμε χρήματα για το ενοίκιο. Δεν είχαμε ούτε προσόψι». Αλλά αργότερα, διάφοροι αδελφοί τούς βοήθησαν, ενώ ο Ντερκ βρήκε μια δουλειά που του έδωσε τη δυνατότητα να φροντίζει τη γυναίκα του και την κόρη του, τη Σέριλ. Σήμερα, οι Στεχένχα εξακολουθούν να βρίσκονται στο Σουρινάμ, ενώ εργάζονται και οι τρεις ως ολοχρόνιοι διάκονοι.

Οι Μετακομίσεις Οδηγούν στην Ίδρυση μιας Εκκλησίας και μιας Σχολής

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, χιλιάδες Βουσνέγροι μετακόμισαν στην πρωτεύουσα αναζητώντας δουλειά. «Μερικοί από αυτούς», θυμάται η Μάργκρετ Βίκχορστ, «εκδήλωναν τη μεγάλη επιθυμία τους να γνωρίσουν την αλήθεια με το να παρακολουθούν τις συναθροίσεις της εκκλησίας μας, οι οποίες διεξάγονταν στην ολλανδική, μολονότι δεν καταλάβαιναν τη γλώσσα». Για να τους βοηθήσει, ο Φρέντερικ Βάχτερ παρουσίαζε περιλήψεις των προγραμμάτων των συνελεύσεων στις φυλετικές τους γλώσσες. Αργότερα διευθετήθηκαν κι άλλες συναθροίσεις, και τον Ιούνιο του 1971 σχηματίστηκε η πρώτη εκκλησία Βουσνέγρων στην πρωτεύουσα.

Δυο Βουσνέγρες αδελφές, που είχαν μάθει πρόσφατα να διαβάζουν και να γράφουν, διορίστηκαν ειδικές σκαπάνισσες σ’ αυτή την καινούρια εκκλησία και βοήθησαν αρκετές οικογένειες να ταχτούν με το μέρος του Ιεχωβά. Με τη σειρά τους, αυτοί οι καινούριοι μαθητές ήθελαν να μάθουν ανάγνωση. Έτσι, η εκκλησία ίδρυσε μια σχολή για την εκμάθηση ανάγνωσης.

Από το 1975 το ειδικό βιβλιάριο Μάθετε να Διαβάζετε και να Γράφετε, στη σρανάν τόνγκο, χρησιμοποιείται στα μαθήματα αρκετών τάξεων δυο φορές την εβδομάδα. «Οι σπουδαστές παρακολουθούν τα μαθήματα ανελλιπώς», μας πληροφορεί η Ελβίρα Πίνας, μια από τους οχτώ δασκάλους, «γιατί λαχταράνε να διαβάσουν την Αγία Γραφή μόνοι τους. Δείχνουν επίσης επιμονή. Μια ηλικιωμένη αδελφή παρακολουθούσε τα μαθήματα επί εφτά χρόνια, αλλά τώρα ξέρει να διαβάζει». Σήμερα, το 20 τοις εκατό του πληθυσμού είναι αναλφάβητοι, αλλά χάρη στη σχολή μας, αυτό το ποσοστό έχει πέσει στο 5 μόλις τοις εκατό ανάμεσα στους βαφτισμένους Μάρτυρες.

Σύγκρουση Πεποιθήσεων

Η σχολή για την εκμάθηση ανάγνωσης είχε κι άλλο ένα πλεονέκτημα. Το 1974 η Εντουίνα Άπασον (η αναλφάβητη γυναίκα που γνώρισε την αλήθεια από τις εικόνες του βιβλίου Παράδεισος) έγραψε: ‘Είμαι χαρούμενη που διορίστηκα ειδική σκαπάνισσα στις περιοχές που περιστοιχίζουν τις όχθες του Ταπαναχονί. Όταν έφυγα από εκεί, δεν ήξερα να διαβάζω, αλλά τώρα ξέρω. Νιώθω καλύτερα εξαρτισμένη για να βοηθήσω τη φυλή μου’.

Αλλά η επιστροφή της Εντουίνας στις ρίζες της απαιτούσε θάρρος. Γιατί; Οι άνθρωποι της φυλής της ζουν, τρώνε, εργάζονται και κοιμούνται με το φόβο των νεκρών προγόνων, ενώ θεωρούν πολύτιμα διάφορα φυλαχτά, τα οποία πιστεύουν πως τους παρέχουν προστασία από τα κακά πνεύματα. Τρέφουν επίσης ευλάβεια για τη φύση και πιστεύουν ότι στα ποτάμια, στα δέντρα και στις πέτρες κατοικούν ζωντανά πνεύματα. «Οποιαδήποτε αλλαγή από αυτόν τον τρόπο ζωής», λέει η Εντουίνα, «προκαλεί σάλο».

Οι διδασκαλίες της Αγίας Γραφής και οι φυλετικές πεποιθήσεις ήρθαν για πρώτη φορά σε σύγκρουση όταν η Εντουίνα περίμενε τα έμμηνά της. Βλέπετε, οι χωρικοί πιστεύουν ότι το φυλαχτό τους χάνει τη δύναμή του, όταν βρίσκεται κοντά σε μια γυναίκα που έχει περίοδο, και ότι τότε ένα κακό πνεύμα μπορεί να πλήξει ολόκληρη την οικογένεια με θανατηφόρα ασθένεια. Για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, όλες οι γυναίκες που έχουν περίοδο πρέπει να μένουν σε μια καλύβα μακριά από το χωριό. Επειδή ρίζα αυτής της πεποίθησης είναι ο φόβος για τους δαίμονες, η Εντουίνα αρνήθηκε να το κάνει αυτό και, όπως το είχε προβλέψει, προκλήθηκε σάλος.

Την απείλησαν και τη χτύπησαν με ρόπαλα, αλλά εκείνη δεν ενέδωσε. Αργότερα, μερικές γυναίκες, με τις οποίες μελετούσε την Αγία Γραφή, μιμήθηκαν τη θαρραλέα στάση της, με μοναδικό αποτέλεσμα να τις εξευτελίσουν και να τις πετάξουν έξω από τις καλύβες τους. Η Εντουίνα τις πήρε στη δική της, και σύσσωμη αυτή η άφοβη ομάδα γυναικών αντιμετώπισε την εκδικητικότητα της φυλής, αλλά δεν έπαψαν να κηρύττουν. Έπειτα από κάποιο διάστημα επενέβηκε ένας ανέλπιστος σωτήρας. Ποιος ήταν αυτός;

Ένας Καταραμένος Άνθρωπος Κερδίζει την Εύνοια του Θεού

Πρωτύτερα, η αδελφή Άπασον είχε κηρύξει στον Παϊτού, ένα μάγο-γιατρό 70 περίπου χρονών. Αυτός είχε το παρατσούκλι Αμάκα (Αιώρα) επειδή η κατάρα κάποιου αντίπαλου μάγου-γιατρού τον είχε κάνει να χάσει την υγεία του και να βρίσκεται συνέχεια πάνω στην αιώρα του. Ο Παϊτού κατανόησε γρήγορα το άγγελμα της Αγίας Γραφής και κάποια μέρα έκανε κάτι που προκάλεσε συναγερμό στους χωρικούς: σηκώθηκε από την αιώρα του και μάζεψε τα είδωλα, τα φυλαχτά και τα μαγικά φίλτρα του. Μετά μπήκε στο κανό του και έριξε το μαγικό του εξοπλισμό στο ποτάμι. Ύστερα απ’ αυτό η υγεία του βελτιώθηκε, και αυτός ύψωσε το ανάστημά του για να υπερασπιστεί τους κήρυκες.

Κατ’ αρχήν, ο Παϊτού έχτισε καλύβες για τις γυναίκες που είχαν χάσει τις δικές τους, εξαιτίας του διωγμού. Μετά, ξεχορτάριασε κάποια έκταση ώστε αυτή να είναι κατάλληλη για καλλιέργεια και να μπορούν οι γυναίκες να εξασφαλίζουν τα προς το ζην. Τώρα οι γυναίκες προόδευσαν γρήγορα και βαφτίστηκαν. Μια από αυτές, η αδελφή Νταϊάρι, συγκινημένη από τη βοήθεια που έλαβε, αναφώνησε: «Πώς να ευχαριστήσω τον Ιεχωβά; Ο μόνος τρόπος είναι με το να κάνω σκαπανικό!» Και αυτό κάνει μέχρι σήμερα. Το 1975 ο Παϊτού βαφτίστηκε, ενώ το ίδιο εκείνο έτος σχηματίστηκε στο χωριό της Εντουίνα, το Γκόντο Όλο, μια εκκλησία 20 ευαγγελιζομένων. Τι ανταμοιβή ήταν αυτή για τους φορείς της αληθινής λατρείας!

Ενσωματώνονται κι Άλλες Εθνικές Ομάδες

Αλλά πόσο βαθιά είχε διεισδύσει η αληθινή λατρεία στο Μουσουλμανικό και στο Ινδουιστικό τμήμα του πληθυσμού του Σουρινάμ; Μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970 μόνο λίγοι είχαν ενδιαφερθεί. Αλλά το 1974 το γραφείο τμήματος μπόρεσε να αναφέρει επιτέλους ότι μερικοί Μουσουλμάνοι ινδονησιακής καταγωγής είχαν ανταποκριθεί ευνοϊκά. Χρειαζόταν θάρρος για να το κάνουν αυτό. Γιατί;

«Πολλοί προέρχονται από οικογένειες, των οποίων τα μέλη είναι στενά προσκολλημένα στις παραδόσεις», εξηγούν ο Τζαν και η Τζόαν Μπουίς, Γαλααδίτες ινδονησιακής καταγωγής, που δίδαξαν την αλήθεια σε αρκετούς Μουσουλμάνους. «Συχνά, όταν κόβουν τους δεσμούς τους με αυτές τις παραδόσεις, αντιμετωπίζουν διωγμό», προσθέτει ο Τζαν. «Κάποτε μελετούσα την Αγία Γραφή μ’ ένα νεαρό Μουσουλμάνο. Αλλά οι συγγενείς του μου έδιναν να καταλάβω ότι δεν ήμουν ευπρόσδεκτος, με το να σκουπίζουν μανιωδώς το πάτωμα. Παρ’ όλα αυτά, εμείς μελετούσαμε μέσα στο σύννεφο της σκόνης». Όταν αυτό δεν έφερε αποτελέσματα, οι συγγενείς άρχισαν να δημιουργούν άγριες λογομαχίες. Όταν ο νεαρός το αγνόησε κι αυτό, τον πέταξαν έξω, τον απέβαλαν από την οικογένεια. Εκείνος μετακόμισε έξω από την πρωτεύουσα, συνέχισε τη Γραφική του μελέτη και αυτός και η γυναίκα του έγιναν Μάρτυρες.

«Ύστερα από χρόνια», αφηγείται ο Τζαν, «οι συγγενείς αυτού του αδελφού πρόσεξαν ότι ήταν ο μόνος ανάμεσά τους που δεν είχε προβλήματα στο γάμο του. Και, όταν εκείνος ζήτησε από τη μητέρα του να μείνει μαζί τους, η άποψη των συγγενών για τους Μάρτυρες άλλαξε προς το καλύτερο». Το θάρρος αυτού του αδελφού παρακίνησε κι άλλους Μουσουλμάνους να συνταυτιστούν μαζί μας.

Τι θα Πούμε για τους Ινδουιστές;

Σήμερα, αυτοί που κατάγονται από τις ανατολικές Ινδίες αποτελούν τη μεγαλύτερη εθνική ομάδα της χώρας. Αν και η ζωή τους περιστρέφεται γύρω από θρησκευτικές τελετουργίες, το άγγελμα της Βασιλείας προσελκύει όλο και περισσότερους Ινδουιστές, που αγαπούν την αλήθεια, στην οργάνωση του Ιεχωβά. Παράδειγμα γι’ αυτό αποτελεί η Σιάμα Καλόι, ένα κορίτσι που γεννήθηκε σε οικογένεια Ινδουιστών κοντά στην πόλη Νικερί.

Ο πατέρας της Σιάμα, ένας φιλόπονος ρυζοκαλλιεργητής που έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον και για τα 12 παιδιά του, της υπενθύμιζε από τα παιδικά της χρόνια ότι έπρεπε να μείνει πιστή στον Ινδουισμό και να παντρευτεί μόνο κάποιον Ινδουιστή που να κατάγεται από τις ανατολικές Ινδίες. «Κάθε φορά που κάποιο νεαρό άτομο στην περιοχή μας παρέβαινε αυτούς τους κανόνες», αποκαλύπτει η Σιάμα, «ο πατέρας μού επαναλάμβανε την επιθυμία του με δάκρυα στα μάτια». Η Σιάμα αγαπούσε τον πατέρα της, γι’ αυτό και ήταν αποφασισμένη να μην τον λυπήσει.

Το 1974, η 19χρονη Σιάμα μετακόμισε στο Παραμαρίμπο για να φοιτήσει σε κάποια παιδαγωγική ακαδημία. Εκεί, ενώ φιλοξενούνταν στο σπίτι του αδελφού της, ανακάλυψε τη Σκοπιά και το Ξύπνα! Τα άρθρα διήγειραν το ενδιαφέρον της, αλλά της δημιούργησαν και ερωτήματα. «Γι’ αυτό παρακάλεσα τον Θεό να με φέρει σε επαφή με τους ανθρώπους που εκδίδουν αυτά τα περιοδικά», συνεχίζει η Σιάμα, «και την επόμενη μέρα με επισκέφθηκε ένα ζευγάρι Μαρτύρων».

Οι ιεραπόστολοι Ρότζερ και Γκλόρια Βέρμπρουκ άρχισαν να μελετούν μαζί της δυο φορές την εβδομάδα. «Πριν περάσει πολύς καιρός», διηγείται ο Ρότζερ, «παρακολουθούσε τις εκκλησιαστικές συναθροίσεις και άρχισε να παίρνει μέρος στη διακονία αγρού. Το Σεπτέμβριο του 1976 αυτή η ζηλώτρια κοπέλα βαφτίστηκε».

Μετά την αποφοίτησή της, η Σιάμα έπιασε δουλειά ως δασκάλα στο Νικερί και έμενε με τους γονείς της. Μολονότι ο πατέρας της στενοχωριόταν για την καινούρια πίστη της κόρης του, ήταν και περήφανος που εκείνη ασκούσε το επάγγελμα της δασκάλας. Η Σιάμα όμως ήθελε να κηρύττει ολοχρόνια στη γειτονιά της, όπου κατοικούσαν Ινδουιστές. Αλλά δεν ήθελε να πληγώσει τον πατέρα της. Και βρήκε τη λύση.

Για να ευχαριστήσει τους γονείς της, συνέχισε να διδάσκει στο σχολείο, αλλά έκανε σκαπανικό μετά την εργασία της. Σε διάστημα μηνών διεξήγε 18 Γραφικές μελέτες με Ινδουιστές, και ο ενθουσιασμός της βοήθησε πολλούς απ’ αυτούς να φτάσουν στο σημείο να βαφτιστούν. «Συγχρόνως», προσθέτει η Γκλόρια, «η Σιάμα συνέχισε να συμπεριφέρεται στους γονείς της με αγάπη και συμμορφωνόταν με τα έθιμα της οικογένειας, ενώ κρατούσε σταθερή στάση όταν αυτό ήταν απαραίτητο». Σε λίγο καιρό η αγάπη της για τον Ιεχωβά τέθηκε σε δοκιμασία.

‘Να Παντρεύεστε Μόνο εν Κυρίω’

Τώρα πια η Σιάμα ήταν περίπου 25 ετών. Επειδή τα περισσότερα κορίτσια των Ινδουιστών εκεί παντρεύονται ανάμεσα στα 15 και στα 19 τους χρόνια, ενώ το να μείνει μια γυναίκα ανύπαντρη είναι κάτι σπάνιο, οι συγγενείς κανόνισαν να έρχονται στο σπίτι υποψήφιοι γαμπροί, αλλά η Σιάμα αρνιόταν να παντρευτεί οποιονδήποτε από αυτούς. Παρακαλούσε τον Ιεχωβά να τη βοηθήσει ώστε να αντέξει την πίεση και να παντρευτεί «μόνον . . . εν Κυρίω». (1 Κορ. 7:39) Ωστόσο, για να ευχαριστήσει τους γονείς της θα προσπαθούσε να βρει ένα σύντροφο από τις ανατολικές Ινδίες, αλλά ορκίστηκε: «Αν δεν υπάρχει τέτοιος σύντροφος στην οργάνωση του Ιεχωβά, θα μείνω ανύπαντρη».

Σε ηλικία 28 χρονών, η πιστότητά της ανταμείφθηκε. Η Σιάμα συνάντησε τον Αλφόνς Κουντζιμπιχάρι, έναν πρεσβύτερο εκκλησίας που καταγόταν από τις ανατολικές Ινδίες και ζούσε στην Ολλανδία. Ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλον και αποφάσισαν να παντρευτούν. Επειδή οι γονείς της δεν είχαν δει ποτέ τον Αλφόνς, κάποια μέρα η Σιάμα διάβασε στη μητέρα της από την Αγία Γραφή τις απαιτήσεις του Ιεχωβά για τους Χριστιανούς πρεσβυτέρους. Η μητέρα της άκουσε προσεκτικά και μετά της είπε: «Θα έχεις καλό σύζυγο». Αργότερα, όταν τελείωσε η συγκινητική ομιλία του γάμου, η οποία εκφωνήθηκε στο πατρικό σπίτι της Σιάμα, ο πατέρας της, βαθιά συγκινημένος, πλησίασε έναν ιεραπόστολο και είπε: «Ο Θεός σας μου έδωσε ένα γιο!»

Από το 1984 η Σιάμα υπηρετεί ως σκαπάνισσα στην Ολλανδία, αλλά το παράδειγμα που έθεσε όταν βρισκόταν στο Σουρινάμ μνημονεύεται ακόμη. Αυτή συνέβαλε στο να πάρουν τα πράγματα διαφορετική τροπή, και από τότε διάφοροι πρώην Ινδουιστές συρρέουν στην αδελφότητα.

Μια Πρωτότυπη Ιδέα

Τον Αύγουστο του 1974 η καλή ανταπόκριση από μέρους διαφόρων τμημάτων του πληθυσμού είχε σαν αποτέλεσμα ένα ανώτατο όριο 831 ευαγγελιζομένων. Αλλά στις συνελεύσεις παραβρίσκονταν τα διπλάσια άτομα. Πού θα διεξάγονταν συνελεύσεις ώστε να στεγάζεται αυτή η αυξανόμενη ομάδα; Μερικοί αδελφοί είχαν την εξής πρωτότυπη ιδέα:

‘Ας κατασκευάσουμε μια Αίθουσα Βασιλείας με τέτοιον τρόπο ώστε να μετατρέπεται σε εξέδρα Αίθουσας Συνελεύσεων’. Πώς; ‘Μπορούμε να υψώσουμε το πάτωμα της Αίθουσας Βασιλείας περίπου 1 μέτρο από το έδαφος. Μετά να τοποθετήσουμε δυο γιγάντιες συρόμενες πόρτες σ’ έναν από τους πλαϊνούς τοίχους της αίθουσας. Όταν ανοίγουμε αυτές τις πόρτες, στη διάρκεια των συνελεύσεων, η αίθουσα θα μετατρέπεται σε εξέδρα. Μετά, μπορούμε να προσθέσουμε μια τεράστια οροφή μπροστά από αυτή την εξέδρα, για να προστατεύεται το ακροατήριο από τον ήλιο και τη βροχή, και θα έχουμε μια Αίθουσα Συνελεύσεων κατάλληλη για τροπικές χώρες’.

Έγινε αγορά ενός αγροτεμαχίου με διαστάσεις 40 επί 200 μέτρα και άρχισε η κατασκευή. Ύστερα από ένα χρόνο, στις 28 Νοεμβρίου 1976, έγινε η αφιέρωση αυτής της λιτής Αίθουσας Συνελεύσεων, η οποία στο πέρασμα των χρόνων έχει εξυπηρετήσει τους αδελφούς πολύ καλά.

Νώε—Το Θέμα Συζήτησης στο Ποτάμι

Στις όχθες του ποταμού Ταπαναχονί, η αύξηση των ευαγγελιζομένων είχε κι αυτή σαν αποτέλεσμα την εκπόνηση ενός έργου: την κατασκευή ενός κοργιαάλ (ξύλινου κανό) τόσο μεγάλου που να μπορεί να μεταφέρει ολόκληρη την εκκλησία στις συνελεύσεις που γίνονταν στην πρωτεύουσα. «Η κατασκευή αυτή παρουσίαζε δυσκολίες», διηγείται ο Σέσιλ Πίνας, που επιβλέπει το έργο στην ενδοχώρα. «Ποτέ προηγουμένως δεν είχε φτιαχτεί ένα κοργιαάλ τέτοιου μεγέθους. Αλλά ο αδελφός Παϊτού είπε: ‘Θα τα καταφέρουμε’».

Ο αδελφός Παϊτού, που είναι ειδικός στην κατασκευή κοργιαάλ, διάλεξε ένα τεράστιο δέντρο, και τέσσερις αδελφοί το έκοψαν μέσα σε μια μέρα. Μετά χρειάστηκαν δυο μήνες για να κάνουν τον κορμό του δέντρου κοίλο και να τον διαμορφώσουν σ’ ένα κανό 18 μέτρων, το μεγαλύτερο κανό που φτιάχτηκε ποτέ σ’ εκείνα τα μέρη. Σε λίγο, αυτό το σκάφος των Μαρτύρων αποτελούσε το θέμα συζήτησης στο ποτάμι. Όποτε περνούσε, τα παιδιά του χωριού έτρεχαν φωνάζοντας: «Νόα ε ψα!» (Περνάει ο Νώε!)

Η Πρώτη Αίθουσα Βασιλείας στο Βροχερό Δάσος

Το Σεπτέμβριο του 1976 η νεοϊδρυμένη εκκλησία του Γκόντο Όλο ενισχύθηκε, όταν τέσσερις νεαροί Μάρτυρες, επαγγελματίες δάσκαλοι, εγκαταστάθηκαν στις όχθες του Ταπαναχονί. «Αν και πήγαμε εκεί για να διδάξουμε στο σχολείο», εξηγεί ο Χάρτγουιτς Τζον Α Σαν, ένας από τους δασκάλους, «κατά κύριο λόγο μετακομίσαμε εκεί για να εργαστούμε με τη νέα εκκλησία». Και όντως εργάστηκαν! Δίδασκαν με υπομονή τους αναλφάβητους αδελφούς τους ανάγνωση και γραφή, και κατόπιν έπαιρναν πρόθυμα μέρος στην ολοκλήρωση του καινούριου σχεδίου της εκκλησίας: την ανέγερση μιας Αίθουσας Βασιλείας στο Γκόντο Όλο.

Πρωτύτερα, ο αρχηγός του χωριού, ο Αλουφάιζι, είχε δωρίσει στους αδελφούς ένα κομμάτι γης για να χτίσουν εκεί μια αίθουσα. Οι αδελφοί δεν είχαν χρήματα, έτσι λοιπόν πώς θα άρχιζαν την εργασία; Έκαναν την εξής σκέψη: «Το δάσος δίνει ξύλα. Το ποτάμι δίνει άμμο και χαλίκι. Και ο Ιεχωβά μάς δίνει τη δύναμη να τα μαζέψουμε». Το μόνο που τους έλειπε ήταν το τσιμέντο. Σ’ αυτό βοήθησε το κανό Νώε.

Επειδή το Νώε είχε αποκτήσει τη φήμη ότι πρόσφερε ασφαλή και άνετη μεταφορά, οι δημόσιοι υπάλληλοι κατέβαλλαν ως μίσθωμα γύρω στα 4.000 φιορίνια (περ. 370.000 δρχ.) το χρόνο για να μεταφέρονται με το σκάφος στην ακτή. Οι εισπράξεις αυτές διατέθηκαν για την αγορά του τσιμέντου στην πρωτεύουσα. Αλλά πώς θα μεταφερόταν το τσιμέντο στο Γκόντο Όλο; Και πάλι, με το Νώε.

Στην Αλμπίνα, ο Ντο Αμέντον, ένας ψηλός μυώδης Βουσνέγρος και αξιόπιστος πηδαλιούχος, καθώς και άλλοι αδελφοί, φόρτωσαν στο κοργιαάλ 40 σακιά τσιμέντο των 50 κιλών. Μετά ανέβηκαν τον Μαρονί με το βαρυφορτωμένο Νώε και κατευθύνθηκαν νότια προς τους σούλας (τις κλιμακωτές κοίτες), που έχουν ονόματα όπως Μανμπάρι (Οι Άνθρωποι Ουρλιάζουν [όταν περνούν την κλιμακωτή κοίτη]) και Πουλουγκούντου (Χαμένα Υπάρχοντα [στις κλιμακωτές κοίτες βουλιάζουν πολλά σκάφη και οι άνθρωποι χάνουν τα υπάρχοντά τους]). Θα κατάφερναν να περάσουν με ασφάλεια;

Το πλήρωμα άκουσε το βουητό του πρώτου καταρράχτη! Το ποτάμι κυλούσε ορμητικά προς το μέρος τους πέφτοντας από έναν πέτρινο όγκο που έμοιαζε με γιγάντια σκάλα, συγκρουόταν με τεράστιους βράχους που του έκλειναν το δρόμο, πέρναγε από επικίνδυνα στενά και χτυπούσε αλύπητα το Νώε. Ο αδελφός που στεκόταν στην πλώρη προσπάθησε να βρει περάσματα στο φουρτουνιασμένο ποτάμι. Μετά, βύθισε το κοντάρι του στο τρικυμισμένο νερό, λύγισε τον κορμό του και οδήγησε το Νώε σ’ ένα στενό. Έκανε σινιάλο. Η μηχανή έσβησε, και το Νώε άραξε στη βάση του σούλα.

Ο Ντο Αμέντον ισορρόπησε ένα σακί τσιμέντο πάνω στο κεφάλι του. Πηδώντας από τον ένα γλιστερό βράχο στον άλλο, πέρασε όπως-όπως μέσα από τις κλιμακωτές κοίτες και ακούμπησε το σακί σ’ ένα στεγνό σημείο. Ακολούθησαν οι άλλοι αδελφοί. Ένα-ένα μετέφεραν όλα τα σακιά. Στη συνέχεια οι αδελφοί ρυμούλκησαν το Νώε με προσοχή μέσα από το αφρισμένο νερό κι ύστερα ξαναφόρτωσαν τα σακιά. Η διαδρομή συνεχίστηκε μέχρι τον επόμενο σούλα όπου επαναλήφθηκε η διαδικασία με το σινιάλο, τα άλματα, τη ρυμούλκηση και το ξαναφόρτωμα. Τελικά, ύστερα από 11 μέρες και αφού είχαν διασχίσει εφτά κλιμακωτές κοίτες, το τσιμέντο έφτασε στο Γκόντο Όλο.

Στο μεταξύ, οι άλλοι αδελφοί είχαν κόψει δέντρα, και οι γυναίκες και τα παιδιά είχαν μεταφέρει 250 βαρέλια με άμμο και χαλίκι στον τόπο της οικοδομής. Η κατασκευή άρχισε, και έπειτα από ένα χρόνο, στις 15 Απριλίου 1979, έγινε η αφιέρωση της πρώτης Αίθουσας Βασιλείας στο βροχερό δάσος.

Και τι έγινε το Νώε; «Συνήθως ένα κανό αντέχει γύρω στα τέσσερα χρόνια», λέει ο Σέσιλ Πίνας, «αλλά το Νώε χρησιμοποιείται γύρω στα δέκα χρόνια». Πού βρίσκεται τώρα; «Έχει πάρει σύνταξη», λέει ο Σέσιλ χαμογελώντας, «αν και χρησιμοποιείται ακόμη μερικές φορές. Του αξίζει ένα άλλο όνομα—Μαθουσάλας!»

Πτώση—Γιατί;

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 μειώθηκε το έργο κηρύγματος που γινόταν στη χώρα. Το 1977 είχαμε μείωση 1 τοις εκατό· το 1978 μείωση 4 τοις εκατό· το 1980 μείωση 7 τοις εκατό! Ποιος ήταν ο λόγος; Μαζική μετανάστευση.

Όταν το Σουρινάμ έγινε ανεξάρτητο κράτος, το Νοέμβριο του 1975, χιλιάδες Σουριναμέζοι μετανάστευσαν στην Ολλανδία από φόβο μήπως συμβούν πολιτικές αναταραχές. Άλλοι μετανάστες, σημειώνει ο κοινωνιολόγος Τζ. Μούρλαντ στο βιβλίο του Σουρινάμ (Suriname), ‘έφυγαν σε αναζήτηση επαγγελματικής απασχόλησης, εκπαίδευσης, κοινωνικής ασφάλισης ή με σκοπό να ενωθούν και πάλι με τις οικογένειές τους’. Εκείνες τις μέρες, προσθέτει ο Μούρλαντ, ‘το ερώτημα δεν ήταν «Θα φύγεις;», αλλά «Πότε θα φύγεις;»’ Το 1981, όταν η έξοδος τερματίστηκε, είχε φύγει σχεδόν ο ένας στους τρεις κατοίκους. Σήμερα ζουν στην Ολλανδία 200.000 Σουριναμέζοι—ανάμεσά τους συγκαταλέγονται εκατοντάδες Μάρτυρες που συνεχίζουν να υπηρετούν τον Ιεχωβά στο καινούριο τους περιβάλλον.

Οι Μάρτυρες Παίρνουν Νέα Ώθηση

Μια διευθέτηση που συνέβαλε στην επιτάχυνση του έργου και πάλι ήταν ο σχηματισμός μιας Επιτροπής του Τμήματος το 1976. Ο υπηρέτης του τμήματος, ο Ουίμ φαν Ζέιλ, έγινε συντονιστής της Επιτροπής του Τμήματος, και μοιράζεται την ευθύνη με τα μέλη της επιτροπής, τους Σέσιλ και Νελ Πίνας και τον Ντερκ Στεχένχα. Όπως συνέβη και αλλού, αυτή η νέα διευθέτηση είχε σαν αποτέλεσμα μια πιο ισορροπημένη διαχείριση των πνευματικών ζητημάτων.

Οι εκκλησίες σ’ όλη τη χώρα ενισχύθηκαν με δέκα ακόμη ιεραποστόλους, οι οποίοι αφίχθηκαν μεταξύ του 1974 και του 1980. Ωστόσο, δυο από αυτούς, ο Χανς και η Σούζι φαν Φίρε, δεν ήταν αρχάριοι. Και οι δυο είχαν στους ώμους τους δεκαετίες πείρας. Ήταν απόφοιτοι της 21ης και της 16ης τάξης της Γαλαάδ αντίστοιχα και είχαν υπηρετήσει ως ιεραπόστολοι στο αρχιπέλαγος της Ινδονησίας.

Δυο μήνες ύστερα από την άφιξή τους στο Σουρινάμ άρχισαν το έργο περιοχής. «Ο διορισμός αυτός μας βοήθησε να γνωρίσουμε τη χώρα και τους αδελφούς γρήγορα», εξηγεί ο Χανς, ηλικίας 60 χρονών. Η Σούζι προσθέτει: «Πρόσεξα με πόση προθυμία δέχονται οι άνθρωποι τα έντυπά μας». Ένα παράδειγμα; «Ναι, στα δυόμισι χρόνια που είμαστε στο έργο περιοχής, οι δυο μας διαθέσαμε γύρω στα 4.000 βιβλία και 10.000 περιοδικά. Αυτό δείχνει», λέει η Σούζι, «ότι ακόμη έχουμε να κάνουμε πολύ έργο κηρύγματος».

Άλλη μια «Πόρτα» Ανοίγει στο Βροχερό Δάσος

Πρωτύτερα, η κυβέρνηση είχε ανοίξει ένα δρόμο μήκους 350 χιλιομέτρων μέσα στο βροχερό δάσος του νοτιοδυτικού Σουρινάμ. Εκτός των άλλων, αυτός ο δρόμος άνοιξε την πόρτα για την ανάπτυξη δραστηριότητας σ’ έναν παρθένο τομέα: τα αμερινδικά χωριά Απόιρα και Γουασάμπο που βρίσκονται στις όχθες του ποταμού Κουραντίν.

Αυτή την πόρτα την άνοιξαν το 1977 δυο Μάρτυρες από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Πεπίτα Άμπερναθι και η Σεσίλια Κίιζ, όταν εγκαταστάθηκαν σ’ ένα εργοτάξιο 50 χιλιόμετρα από την Απόιρα με σκοπό να είναι κοντά στους συζύγους τους, οι οποίοι εργάζονταν για λογαριασμό μιας τεχνικής εταιρίας. Δυο ιεραπόστολοι στάλθηκαν αργότερα για να βοηθήσουν τις αδελφές να έρθουν σε επαφή με τους Ινδιάνους Αραουάκ που ζουν εκεί. Τα κατάφεραν;

Η Πεπίτα αφηγείται: «Αρχίσαμε δεκάδες Γραφικές μελέτες. Αργότερα, η Σεσίλια κι εγώ τους επισκεπτόμασταν δυο φορές την εβδομάδα. Σηκωνόμασταν στις τέσσερις το πρωί, κάναμε την πρώτη μας Γραφική μελέτη στις εφτά και επιστρέφαμε σπίτι γύρω στις πέντε το απόγευμα». Επί δυο χρόνια, αυτές οι αδελφές δίδασκαν με ζήλο τους αγγλόφωνους Αμερινδούς, αλλά μετά έπρεπε να φύγουν από τη χώρα. Ποιος θα συνέχιζε τώρα το έργο τους;

Ο Κλήρος Αντιδράει

Το Σεπτέμβριο του 1980 οι ιεραπόστολοι Χέρμαν και Κέι φαν Σελμ ξεκίνησαν με το παλιό τους Λαντ-Ρόβερ για τη ζούγκλα, πήραν το δρόμο για την Απόιρα κι έμειναν εκεί τα επόμενα πέντε χρόνια. «Κληρονομήσαμε 30 Γραφικές μελέτες και αρχίσαμε κι άλλες», θυμάται η Κέι. Χώρισαν τις μελέτες σε τρεις ομίλους μελέτης βιβλίου. Στις δημόσιες ομιλίες παραβρίσκονταν 60 χωρικοί, ενώ τον επόμενο χρόνο οι παρόντες στην Ανάμνηση ήταν 169 άτομα. Σε λίγο καιρό έξι άτομα ήταν έτοιμα να βγουν στην υπηρεσία αγρού και έγραψαν επιστολές με τις οποίες έκαναν γνωστό ότι αποχωρούσαν από τις εκκλησίες τους.

Ποια ήταν η αντίδραση του κλήρου; «Πώς τολμούν;» ούρλιαξε ο ιερέας, κρατώντας σφιχτά τις επιστολές. «Μου παραθέτουν ακόμη και εδάφια!» Αυτός κήρυξε τον πόλεμο. Απείλησαν τα άτομα που μελετούσαν την Αγία Γραφή ότι θα έχαναν τη δουλειά τους και τα σπίτια τους και τους είπαν να κάνουν δικό τους σχολείο, νοσοκομείο και νεκροταφείο. Η εναντίωση είχε σαν αποτέλεσμα τη μείωση του αριθμού των μελετών. Ο αριθμός των παραβρισκομένων στις συναθροίσεις ελαττώθηκε. Σε κάποια συνάθροιση εμφανίστηκε ένα άτομο, κι αυτό απλώς για να ζητήσει ένα άδειο κουτί. «Νιώθαμε άσχημα», διηγείται η Κέι. «Αλλά συνεχίσαμε να ενθαρρύνουμε και να κηρύττουμε. Ήταν χαρά μας που ένας πυρήνας ατόμων κράτησαν σταθερή στάση, βαφτίστηκαν και σχημάτισαν την εκκλησία Απόιρα».

«Πότε θα μας Επισκεφθείτε;»

Το 1982 μερικοί Αμερινδοί από την Ορεάλα, ένα χωριό στη Γουιάνα, κωπηλάτησαν οχτώ περίπου ώρες για να ανέβουν τον Κουραντίν και ρώτησαν τους ιεραποστόλους: «Πότε θα μας επισκεφθείτε; Θέλουμε να μελετήσουμε την Αγία Γραφή». Όταν ο όμιλος στην Απόιρα κατάφερε να ορθοποδήσει, οι ιεραπόστολοι άρχισαν να πηγαίνουν μια φορά το μήνα στην Ορεάλα όπου και έμαθαν ότι ορισμένοι χωρικοί περίμεναν τους Μάρτυρες πολύ καιρό. «Ένα πρωινό», διηγείται ο Χέρμαν, «συνάντησα έναν ηλικιωμένο κυνηγό που μου είπε ότι παλιά διάβαζε το περιοδικό Παρηγορία, αλλά μετά έχασε κάθε επαφή με την Εταιρία. Έπειτα, μου έδειξε το ραδιόφωνό του και είπε: ‘Άκουσα ότι έχετε ραδιοφωνικό σταθμό στη Νέα Υόρκη, αλλά ξέρεις, το ραδιόφωνό μου δεν τον πιάνει’. Όταν του είπα ότι ο ραδιοφωνικός σταθμός WBBR σταμάτησε τις εκπομπές του στη δεκαετία του 1950, εκείνος κούνησε το κεφάλι του δύσπιστα. Μετά γέλασε, είπε ότι ήταν πια καιρός να ενημερωθεί για τις νεότερες εξελίξεις και δέχτηκε να κάνει Γραφική μελέτη».

Το να παρατηρεί κανείς στην Ορεάλα πώς η μελέτη της Αγίας Γραφής βοήθησε διάφορα άτομα που έπιναν πολύ να γίνουν στοργικοί πατέρες ήταν ανταμειφτικό. Ένας 50χρονος προσπάθησε να διεξαγάγει την οικογενειακή του μελέτη έτσι όπως του είχαν δείξει, αλλά με κάπως απότομο τρόπο. «Διάβασε!» πρόσταξε. Μετά έκανε μια ερώτηση. Σιγή. «Μιλήστε λοιπόν! Μην παριστάνετε τους ντροπαλούς». Τα μάτια των παιδιών του είχαν ήδη γεμίσει δάκρυα. Με τον καιρό όμως ο τρόπος διεξαγωγής της μελέτης βελτιώθηκε. Αργότερα έβλεπε κανείς τα παιδιά να τρέχουν προς το σπίτι τους. Γιατί όλη αυτή η βιασύνη; «Οικογενειακή μελέτη!» απαντούσαν εκείνα χαμογελώντας.

Ύστερα από κάμποσο καιρό, οι αδελφοί έλαβαν ένα κομμάτι γης στην Ορεάλα και ο Τζέθρο Ρουμπενχάγκεν, απόφοιτος της Γαλαάδ, (που υπηρετεί τώρα στην Απόιρα) βοήθησε τους ντόπιους αδελφούς να χτίσουν τη δική τους Αίθουσα Βασιλείας—απόδειξη του γεγονότος ότι άλλη μια εθνική ομάδα, οι Αμερινδοί, είχαν αρχίσει να μαθαίνουν την ενοποιητική ‘αγνή γλώσσα’.—Σοφ. 3:9, ΜΝΚ.

Αύξηση Ανάμεσα στον Αγγλόφωνο Πληθυσμό

Στη δεκαετία του 1970 εγκαταστάθηκε στο Νικερί ένας αυξανόμενος αριθμός αγγλόφωνων φιλοξενούμενων εργατών από τη Γουιάνα. Έτσι, στάλθηκαν εκεί δυο ιεραπόστολοι για να διευθετήσουν τη διεξαγωγή συναθροίσεων στην αγγλική. Αυτοί οι φιλοξενούμενοι εργάτες ανταποκρίθηκαν ευνοϊκά. Σήμερα υπάρχει μια εκκλησία 30 ευαγγελιζομένων.

Μερικοί από αυτούς τους καινούριους ευαγγελιζομένους λαχταρούσαν για χρόνια να γνωρίσουν την αλήθεια. Για παράδειγμα, η δωδεκάχρονη Ιντραντέβι πήρε το βιβλίο Από τον Απολεσθέντα Παράδεισο στον Αποκαταστημένο Παράδεισο από ένα γείτονα στη Γουιάνα. Το φύλαγε σαν θησαυρό. Αργότερα παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε στο Κλέιν Χέναρ, μια περιοχή στην οποία έχει γίνει αποξήρανση και που τώρα είναι ορυζώνας κοντά στο Νικερί. Το 1982 τη συνάντησε ο Χανς φαν Φίρε. «Ανάμεσα στα λιγοστά υπάρχοντά της», διηγείται ο Χανς, «είδα ένα φθαρμένο βιβλίο Παράδεισος. Η Ιντραντέβι είπε ότι από τότε που πήρε αυτό το βιβλίο, το 1962, το κουβαλούσε πάντοτε μαζί της. Λαχταρούσε να μάθει περισσότερα για τον Ιεχωβά. Ύστερα από 20 χρόνια η επιθυμία της πραγματοποιήθηκε!» Αυτή μελέτησε, πέταξε τις εικόνες της με τους ινδουιστικούς θεούς και βαφτίστηκε.

Με παρόμοιο ευνοϊκό τρόπο ανταποκρίθηκαν και οι εργάτες από τη Γουιάνα που μένουν στο Παραμαρίμπο. Ένας μικρός όμιλος σχηματίστηκε εκεί το 1980. Το 1982 υπήρχαν 20 ευαγγελιζόμενοι, ενώ ύστερα από τέσσερα χρόνια ο αριθμός τους αυξήθηκε σε 90, και το ποσοστό των παραβρισκομένων στις συναθροίσεις δείχνει ότι υπάρχουν προοπτικές για περαιτέρω αύξηση.

«Τις συναθροίσεις τις παρακολουθούν περισσότερα από 150 άτομα, αν και για ορισμένους αυτό απαιτεί θυσίες», λέει ο ιεραπόστολος Πολ φαν ντε Ρίεπ, που υπηρετεί στην αγγλική εκκλησία. Για παράδειγμα, κάποια οικογένεια με χαμηλό εισόδημα φεύγει από το σπίτι στις οχτώ το πρωί, διανύει αρκετή απόσταση με τα πόδια, περιμένει το λεωφορείο για μια και πλέον ώρα και κατόπιν παρακολουθεί τη συνάθροιση. Στις δύο το μεσημέρι έχουν επιστρέψει σπίτι τους. «Κάθε εβδομάδα», προσθέτει ο Πολ, «ξοδεύουν ένα μεροκάματο σε εισιτήρια για το λεωφορείο προκειμένου να παρακολουθήσουν τις συναθροίσεις».

Σήμερα, οι 150 περίπου αγγλόφωνοι Μάρτυρες απαρτίζουν τη μια από τις τρεις γλωσσικές ομάδες που υπηρετούν ενωμένα τον Ιεχωβά στο Παραμαρίμπο.

Προσγείωση στην Τρομακτική Πραγματικότητα

Στις 25 Φεβρουαρίου 1980 οι σαστισμένοι κάτοικοι του Παραμαρίμπο ξύπνησαν από τους πυροβολισμούς. Μια ομάδα δεκανέων είχε ανατρέψει την κυβέρνηση. Αυτό το πραξικόπημα, το πρώτο που έγινε ποτέ εδώ, συγκλόνισε πολλούς επαναπαυμένους Σουριναμέζους. Επειδή η χώρα δεν είχε πληγεί ποτέ από πόλεμο, λοιμό ή τυφώνες, οι άνθρωποι έλεγαν συχνά: «Το Σουρινάμ είναι χώρα ευλογημένη από τον Θεό». Αλλά από το 1980, με την κλιμάκωση των οικονομικών δυσχερειών, πολλοί ομολογούν τώρα ότι οι προφητείες της Αγίας Γραφής εκπληρώνονται μπροστά στην πόρτα τους.

Οι πολιτικές αναταραχές που έλαβαν χώρα το 1982 προκάλεσαν διακοπή της παροχής βοήθειας από το εξωτερικό, πράγμα που παρέλυσε την οικονομία της χώρας. Οι τιμές των τροφίμων ανέβηκαν στα ύψη, ενώ η φτώχεια ήταν πια γεγονός. «Από τότε», αναφέρει ένας πρεσβύτερος στο Παραμαρίμπο, «πολλοί Βουσνέγροι αδελφοί μας δυσκολεύονται να παράσχουν στέγη, ρουχισμό και τροφή στα δέκα ή και περισσότερα παιδιά τους, αφού ο μισθός τους αντιστοιχεί με 200 μόλις δολάρια των Η.Π.Α. (περ. 34.000 δρχ.) το μήνα».

Παρ’ όλα αυτά, οι οικονομικές δυσχέρειες δεν έχουν μειώσει το ζήλο των αδελφών. Απεναντίας, σε κάποια εκκλησία, που είναι πάμφτωχη από υλική άποψη, 106 από τους 171 ευαγγελιζομένους υπηρέτησαν πρόσφατα ως βοηθητικοί σκαπανείς! Και συνολικά, οι ευαγγελιζόμενοι στη χώρα ξεπέρασαν τους 1.200 το 1986.

Αυξήθηκε επίσης ο αριθμός των εντύπων που διατίθενται. Ρωτήστε τον Λίο Τουάρτ. Επί 46 χρόνια μεταφέρει τα έντυπα από το λιμάνι στο γραφείο τμήματος. «Πριν από χρόνια», αναπολεί ο αδελφός Τουάρτ, «παίρναμε δώδεκα χαρτοκιβώτια το μήνα. Εγώ νοίκιαζα μια γαϊδουράμαξα αντί 75 σεντς (περ. 120 δρχ.) και μετέφερα όλα τα χαρτοκιβώτια στο τμήμα. Αλλά τώρα», λέει και το πρόσωπό του λάμπει από χαρά, «παίρνουμε εκατό χαρτοκιβώτια κάθε δυο εβδομάδες, κι εγώ πρέπει να νοικιάζω φορτηγό για να τα μεταφέρω». Στο Σουρινάμ διατίθενται σήμερα, στη διάρκεια οποιουδήποτε μήνα, πάνω από 32.000 περιοδικά Σκοπιά και Ξύπνα!—δηλαδή ένα περιοδικό για κάθε 13 κατοίκους!

Αλλά ο Λίο Τουάρτ δεν είναι ο μόνος που πρόσεξε την αύξηση της δραστηριότητάς μας. Πρόσφατα κάποιος κληρικός τηλεφώνησε στο γραφείο τμήματος και είπε σ’ έναν ιεραπόστολο ότι είχε ενθαρρύνει το ποίμνιό του να επιδεικνύει ζήλο όμοιο με των Μαρτύρων του Ιεχωβά. «Αλλά αποτέλεσμα μηδέν», είπε θλιμμένος ο κληρικός και κατόπιν ρώτησε: «Ποιο είναι το μυστικό σας;» Ο αδελφός απάντησε: «Το άγιο πνεύμα».

Μέσα από την Καρδιά της Μάχης

Στα μέσα του 1986 ξέσπασε ανταρτοπόλεμος. Ύστερα από μερικούς μήνες, και ενώ επίκεντρο των μαχών ανάμεσα στο στρατό και τους αποκαλούμενους κομάντος της ζούγκλας (κυρίως Βουσνέγρους) ήταν η Αλμπίνα, ένα χωριό στον ποταμό Μαρονί, οι Βουσνέγροι αδελφοί που έμεναν στο νοτιοανατολικό Σουρινάμ έπρεπε να αποφασίσουν αν θα πήγαιναν στη συνέλευση που θα γινόταν στο Παραμαρίμπο. «Ήξεραν ότι το να πάνε σήμαινε ότι θα περνούσαν μέσα από την καρδιά της μάχης», εξηγεί ο Σέσιλ, «αλλά δεν ήθελαν να χάσουν τη συνέλευση γι’ αυτό και αποφάσισαν να πάνε». Δέκα μέρες πριν από τη συνέλευση 60 αδελφοί, αδελφές και παιδιά ταξίδευαν με κανό προς τις εκβολές του ποταμού πλησιάζοντας στον τόπο της μάχης. Την Παρασκευή έφτασαν στην Αλμπίνα, έδεσαν τις αιώρες τους στην Αίθουσα Βασιλείας και κοιμήθηκαν εκεί.

Πριν από τα χαράματα, οι δρόμοι της Αλμπίνα αντηχούσαν από τους κρότους των πυροβολισμών. Οι κομάντος της ζούγκλας κατέκλυσαν το χωριό, ο στρατός τούς αντεπιτέθηκε και οι σφαίρες εξοστρακίζονταν στην οροφή της αίθουσας. Οι Μάρτυρες προσπάθησαν απεγνωσμένα να καλυφθούν και έμειναν ξαπλωμένοι όλη τη μέρα.

Εκείνη τη νύχτα, ένας από αυτούς κατάφερε να τηλεφωνήσει στο γραφείο τμήματος. «Ελάτε να μας πάρετε», ικέτευσε. Το απόγευμα της Κυριακής, τρεις πρεσβύτεροι βρίσκονταν καθ’ οδόν. Γύρω στις 11 τη νύχτα, έφτασαν στους αβοήθητους αδελφούς.

Οι πρεσβύτεροι ήθελαν να επιστρέψουν την επόμενη μέρα, αλλά οι Βουσνέγροι αδελφοί επέμεναν: «Ας φύγουμε τώρα. Οι πυροβολισμοί μπορεί να ξαναρχίσουν». Οι πρεσβύτεροι προσευχήθηκαν στον Ιεχωβά για να τους δώσει την κατεύθυνσή του, και περασμένα μεσάνυχτα τρία παραφορτωμένα αυτοκίνητα κατευθύνονταν αργά-αργά προς την πρωτεύουσα.

«Ο δρόμος ήταν έρημος», θυμάται ο Πολ Νάαρεντορπ, ένας από τους οδηγούς. «Καθώς πλησιάζαμε σ’ ένα στρατιωτικό σημείο ελέγχου, η καρδιά μου χτυπούσε πιο δυνατά. Φανταστείτε, ο στρατός πολεμούσε με τους κομάντος της ζούγκλας και τώρα είχε ξεπροβάλει μπροστά τους μια φάλαγγα που μετέφερε 60 Βουσνέγρους, πολλοί από τους οποίους ήταν νεαροί, δυνατοί άντρες». Θα τους περνούσαν κατά λάθος για κομάντος της ζούγκλας;

Ένας στρατιώτης πρόβαλε πίσω από μια κολώνα και έκανε σήμα στη φάλαγγα να σταματήσει. «Βρισκόμασταν ακριβώς μπροστά στο πυροβόλο ενός τανκ», συνεχίζει ο Πολ, «και ήμασταν περικυκλωμένοι από στρατιώτες οπλισμένους σαν αστακούς. Μια απρόσεκτη κίνηση να γινόταν, και μπορεί να άρχιζαν οι πυροβολισμοί. Ωστόσο, μόλις εξηγήσαμε ότι είμαστε Μάρτυρες, οι στρατιώτες έλεγξαν τα αυτοκίνητα και μας επέτρεψαν να φύγουμε».

Όταν οι αδελφοί έφτασαν στο Παραμαρίμπο άκουσαν ότι οι μάχες είχαν ανάψει και πάλι στην Αλμπίνα. Είχαν φύγει πάνω στην ώρα.

Και Τώρα η Επιστροφή

Ύστερα από τη συνέλευση οι αδελφοί έμαθαν ότι ο στρατός είχε αποκλείσει το μοναδικό δρόμο προς την Αλμπίνα. Έτσι οι Βουσνέγροι αδελφοί βρίσκονταν και πάλι σε δύσκολη θέση. Περίμεναν δυο εβδομάδες, αλλά νοσταλγούσαν πια τόσο πολύ το βροχερό δάσος που μας ικέτευαν: «Πηγαίνετέ μας στο ποτάμι. Από εκεί θα πάμε στα σπίτια μας».

Καταστρώσαμε ένα σχέδιο και ζητήσαμε την κατεύθυνση του Ιεχωβά. Κατ’ αρχήν οι δέκα πηδαλιούχοι και μερικοί πρεσβύτεροι από το Παραμαρίμπο θα προσπαθούσαν να φτάσουν στην Αλμπίνα. «Δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί, αλλά αν και οι στρατιωτικοί μάς είδαν», διηγείται ένας πρεσβύτερος, «δεν μας γύρισαν πίσω». Όταν οι Βουσνέγροι αδελφοί είδαν επιτέλους τον ποταμό Μαρονί, άρχισαν να χορεύουν από τη χαρά τους.

Την επόμενη μέρα έφυγαν οι αδελφές με τα παιδιά· και σ’ αυτούς επιτράπηκε να περάσουν το σημείο ελέγχου, ενώ άλλους τους σταμάτησαν. Στο ποτάμι περίμεναν οι πηδαλιούχοι με τις βάρκες. Τι χαρούμενο ξαναντάμωμα ήταν αυτό!

Σχεδιάστηκε άλλο ένα ταξίδι. Οι αδελφοί φόρτωσαν σε δυο φορτηγά 96 σακιά ρύζι, 16 βαρέλια βενζίνη, 7 βαρέλια πετρέλαιο και είδη τροφίμων, και κατευθύνθηκαν προς το σημείο ελέγχου. Αν και αυτές οι προμήθειες προορίζονταν για την περιοχή που ήταν υπό τον έλεγχο των κομάντος της ζούγκλας, και ενώ απαγορευόταν η μεταφορά οποιωνδήποτε αγαθών προς τα εκεί, οι φρουροί άφησαν τα φορτηγά να περάσουν. «Θαύμα», λέει ένας αδελφός. «Το χέρι του Ιεχωβά ήταν ολοφάνερο».

Ύστερα από μια εβδομάδα, οι 60 αδελφοί και όλες οι προμήθειες είχαν φτάσει στον προορισμό τους. Είχαν λείψει πέντε εβδομάδες για να παρακολουθήσουν μια τριήμερη συνέλευση. Μερικές εβδομάδες αργότερα, ο στρατός διέκοψε τον ανεφοδιασμό της ενδοχώρας σε κάθε είδους προμήθειες και σημειώθηκαν σοβαρές ελλείψεις τροφίμων. Αλλά οι αδελφοί που παρακολούθησαν τη συνέλευση είχαν τροφή για τους μήνες που θα ακολουθούσαν, καθώς και βενζίνη για τις μετακινήσεις τους στο κήρυγμα. «Ανατρέχοντας στο παρελθόν», λέει ο Σέσιλ, «βλέπω πώς ο Ιεχωβά μάς κατηύθυνε να πάρουμε τη σωστή απόφαση στη σωστή στιγμή».

Έτρεχαν για να Σώσουν τη Ζωή τους

Τον επόμενο χρόνο το επίκεντρο της μάχης μετατοπίστηκε στη Μούνγκο, μια πόλη ορυχείων στα ανατολικά του Παραμαρίμπο. Ο στρατός πήγε εκεί, αλλά συνάντησε σθεναρή αντίσταση. Οι σφαίρες έπεφταν βροχή στην πόλη, διάφορα σπίτια τα έζωναν οι φλόγες και οι άνθρωποι έτρεχαν για να σώσουν τη ζωή τους.

Οι περισσότεροι αδελφοί που έμεναν εκεί κατέφυγαν στο βροχερό δάσος για ασφάλεια. Μερικοί έφτασαν στο Παραμαρίμπο, ενώ άλλοι πήγαν με κανό ως τον ποταμό Μαρονί, που αποτελεί το σύνορο με τη Γαλλική Γουιάνα. Διέσχισαν το ποτάμι, που έχει πλάτος 5 χιλιόμετρα, και μπήκαν στη Γαλλική Γουιάνα. Γύρω στους 50 Μάρτυρες πέρασαν τα σύνορα και έσωσαν τη ζωή τους.

Οι Μάρτυρες στη Γαλλική Γουιάνα τους προμήθευσαν αμέσως τροφή, ρουχισμό, σεντόνια, κουβέρτες και φάρμακα. Βοήθεια έστειλε επίσης το γραφείο τμήματος της Μαρτινίκα, και ανοίχτηκε ένας ειδικός λογαριασμός για την υποβοήθηση των προσφύγων. «Οι αρχές στα στρατόπεδα των προσφύγων σάστισαν με την ταχύτητα της οργάνωσής μας στην αποστολή βοήθειας», λέει ο Σέσιλ Πίνας. «Είπαν: ‘Εσείς δεν λέτε λόγια, κάνετε έργα’».

Ο Πηδαλιούχος-Ποιμένας

Στη διάρκεια αυτών των πολυτάραχων χρόνων, ο Ντο Αμέντον, ο πηδαλιούχος που οδήγησε το Νώε μέσα από τις κλιμακωτές κοίτες, αποδείχτηκε ικανός ποιμένας. Ο Ντο, ένας Βουσνέγρος Οκάνερ που έφυγε από το Παραμαρίμπο το 1974 για να εργαστεί ως ειδικός σκαπανέας κοντά στη φυλή του, δείχνει ενδιαφέρον για τους άλλους, καταλαβαίνει τα προβλήματά τους και είναι ικανός οργανωτής. Μάλιστα, οι άνθρωποι της φυλής του εκτιμούν τόσο πολύ τις συμβουλές που τους δίνει από την Αγία Γραφή, που τον φωνάζουν «Πάπι» (Μπαμπά), αν και είναι τώρα μόλις 40 χρονών.

Στην αρχή, ο Ντο βοήθησε τους αδελφούς που μένουν στις όχθες του ποταμού Ταπαναχονί. Κατόπιν, στα μέσα της δεκαετίας του 1980 μετακόμισε μαζί με άλλους σκαπανείς στον ποταμό Μαρονί. Η ανταπόκριση των ανθρώπων ήταν καταπληκτική, αλλά οι Βουσνέγροι εκείνου του τόπου είναι τόσο αραιά διασκορπισμένοι, που ήταν αδύνατον να τους επισκεφθούν όλους. Ωστόσο, το πρόβλημα λύθηκε το 1985. Πώς;

Εκείνο το έτος το Κυβερνών Σώμα ενέκρινε μια αύξηση του επιδόματος για βενζίνη που λάβαιναν οι ειδικοί σκαπανείς στο βροχερό δάσος. Τώρα που είχαν επιπλέον καύσιμα για τις εξωλέμβιες μηχανές, οι σκαπανείς μετακινούνταν με τα κανό τους από τον έναν οικισμό στον άλλο και έβρισκαν εξαιρετικά μεγάλο ενδιαφέρον. Το 1985 σχηματίστηκε στο χωριό Γκακάμπα μια νέα εκκλησία 30 περίπου ευαγγελιζομένων. Ύστερα από μερικούς μήνες, αυτός ο αριθμός αυξήθηκε στους 50, ενώ γύρω στους 20 από αυτούς τους ευαγγελιζομένους άρχισαν σκαπανικό. Πριν περάσει πολύς καιρός, ο Ντο Αμέντον μετέφερε και πάλι σακιά με τσιμέντο μέσα από τις κλιμακωτές κοίτες. Μια δεύτερη Αίθουσα Βασιλείας εμφανίστηκε στο βροχερό δάσος!

Δεκαπλάσια Αύξηση

«Μια ομάδα νεαρών αδελφών ολοκλήρωσε την κατασκευή μιας αίθουσας, χωρητικότητας 200 θέσεων, πάνω σ’ ένα γραφικό νησί στον Μαρονί», αναφέρει ο συντονιστής της Επιτροπής του Τμήματος, ο Ουίμ φαν Ζέιλ, που επισκέφθηκε πρόσφατα την περιοχή. «Μετά προσφέρθηκαν να πάνε στον Λάουα, σ’ έναν ποταμό όπου δεν είχαμε κηρύξει ποτέ. Εκεί, η αλήθεια διαδίδεται και ανάμεσα στους Βουσνέγρους Αλούκου».

Παρά τον εμφύλιο πόλεμο, το άγγελμα της Βασιλείας έχει διεισδύσει βαθύτερα μέσα στο βροχερό δάσος. Οι 20 Βουσνέγροι αδελφοί που εργάζονταν στις όχθες του ποταμού Ταπαναχονί πριν από δέκα χρόνια, έχουν αυξηθεί σήμερα φτάνοντας τους 200 ευαγγελιζομένους, και είναι οργανωμένοι σε τέσσερις εκκλησίες στις όχθες των ποταμών του ανατολικού Σουρινάμ. Δεκαπλάσια αύξηση!

Παρόμοια αύξηση έγινε έκδηλη και σε άλλα μέρη της χώρας. Πολλές εκκλησίες ανέφεραν ότι ο αριθμός των παραβρισκομένων στις συναθροίσεις ήταν διπλάσιος του αριθμού των ευαγγελιζομένων, πράγμα που σήμαινε ότι οι Αίθουσες Βασιλείας ήταν πολύ μικρές για να στεγάσουν αυτό το πλήθος. Γι’ αυτό, στις αρχές του 1987, το Κυβερνών Σώμα έδωσε στο τμήμα το πράσινο φως για την οικοδόμηση μιας μεγάλης Αίθουσας Συνελεύσεων, με διαστάσεις 34 επί 60 μέτρα, και τεσσάρων Αιθουσών Βασιλείας. Ήταν μια καίρια απόφαση.

«Λίγο καιρό αφότου αγοράσαμε τσιμέντο», αφηγείται ο Χενκ Πάνμαν, τότε φύλακας της Αίθουσας Συνελεύσεων, «τα αποθέματα της χώρας σε τσιμέντο εξαντλήθηκαν. Διάφορες οικοδομές σταμάτησαν, αλλά εμείς συνεχίσαμε τις εργασίες και τις ολοκληρώσαμε». Αργότερα, το τμήμα της Ολλανδίας βοήθησε στέλνοντας τέσσερα εμπορευματοκιβώτια με οικοδομικά υλικά. Η ομάδα οικοδόμησης και εκατοντάδες εθελοντές εργάστηκαν ενάμιση χρόνο και κατασκεύασαν τέσσερις νέους ελκυστικούς τόπους συναθροίσεων.

Μια και μιλάμε για οικοδομές, θυμάστε τη Στέλα Ντόλατ, που είχε δωρίσει το κτήμα της το 1955; Αφότου μετέφεραν το σπίτι της, ζούσε εκεί και ήταν ευχαριστημένη. Πρόσφατα όμως, η εκκλησία την ξάφνιασε κάνοντας σε μια συνάθροιση την εξής ανακοίνωση: «Πρόκειται να χτίσουμε ένα καινούριο σπίτι για την αδελφή Ντόλατ». Δίπλα στο παλιό της σπίτι, οι αδελφοί έχτισαν ένα ευρύχωρο πλίθινο σπίτι και το παρουσίασαν στην 78χρονη Στέλα. Η Στέλα, βουρκωμένη, λέει: «Τι δώρο από τον Ιεχωβά!»

Ο Ιεχωβά δεν θα Λησμονήσει το Έργο τους

Εκατοντάδες άτομα στο Σουρινάμ έχουν γευτεί, όπως και η Στέλα, τις ευλογίες του Ιεχωβά. Δυστυχώς, λόγω έλλειψης χώρου, δεν μπορούμε να αναφέρουμε όλους αυτούς τους πιστούς, αλλά η καθημερινή τους εγκαρτέρηση στην υπηρεσία του Ιεχωβά δεν περνάει απαρατήρητη από τον Ιεχωβά, ο οποίος δεν θα ‘λησμονήσει το έργο τους και την αγάπη που έδειξαν για το όνομά του’.—Εβρ. 6:10.

Στις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, 41 ιεραπόστολοι έχουν εργαστεί ώμο προς ώμο με τους ντόπιους αδελφούς, και πολλοί έχουν μείνει στη μνήμη μας για το ζήλο τους. Σήμερα, εκτιμούμε ακόμη το έργο των 18 αποφοίτων της Γαλαάδ που απομένουν, οι οποίοι υπηρετούν σε διάφορες εκκλησίες σ’ όλη τη χώρα.

Ευχαριστούμε τον Ιεχωβά για την προσέλευση 1.466 ευαγγελιζομένων (τα δύο τρίτα των οποίων μιλούν την ολλανδική, το ένα τέταρτο τη σρανάν τόνγκο και οι υπόλοιποι την αγγλική), οι οποίοι χωρίς εξαίρεση χειρίζονται επίσης την αγνή γλώσσα της αλήθειας. Αλλά η σύναξη δεν έχει τελειώσει, αφού το 1989 παρακολούθησαν την Ανάμνηση 4.443 άτομα—αριθμός μεγαλύτερος του τριπλάσιου των ευαγγελιζομένων!

Αυτή η συρροή Μαρτύρων κάνει απαραίτητο άλλο ένα οικοδομικό έργο—ένα νέο γραφείο τμήματος. Έτσι, έχουν γίνει σχέδια για την αγορά 30 στρεμμάτων γης σ’ ένα προάστιο του Παραμαρίμπο. Με αυτές τις νέες εγκαταστάσεις τμήματος, το γραφείο τμήματος θα είναι καλύτερα εξαρτισμένο να φροντίσει για όλους εκείνους που ανταποκρίνονται στην πρόσκληση, η οποία ακούγεται όλο και πιο δυνατά: «Ελθέ. Και όστις διψά, ας έλθη, και όστις θέλει, ας λαμβάνη δωρεάν το ύδωρ της ζωής». Είθε ο Θεός να συνεχίσει να ευλογεί τους κόπους μας, καθώς παγκόσμια υπακούμε στη θεϊκή εντολή: ‘Να έχετε μεγάλο θάρρος και να λέτε: «Ο Ιεχωβά είναι βοηθός μου»’.—Αποκ. 22:17· Εβρ. 13:6, ΜΝΚ.

[Υποσημείωση]

a Το άρθρο των ανταποκριτών εμφανίστηκε στο Ξύπνα! 8 Φεβρουαρίου 1956, στην αγγλική, με τον τίτλο «Η Ζωή στο Δάσος του Σουρινάμ».

[Πίνακας στη σελίδα 252]

(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)

Σουρινάμ

Ανώτατο Όριο Ευαγγελιζομένων

2.000

1.440

810

561

361

67

1950 1960 1970 1980 1989

Μέσος Όρος Σκαπανέων

400

235

63

54

41

10

1950 1960 1970 1980 1989

[Χάρτης/Πλαίσιο στη σελίδα 192]

(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)

Καραϊβική Θάλασσα

Ποταμός Κουραντίν

ΓΟΥΙΑΝΑ

ΣΟΥΡΙΝΑΜ

Νίου Νικερί

Παραμαρίμπο

Γουαγκενίνγκεν

Μίερζορχ

Μούνγκο

Όνφερνταχτ

Πάραναμ

Αλμπίνα

Ορεάλα

Ποταμός Σαραμάκα

Ποταμός Μαρονί

Γκρανμπόρι

Ποταμός Ταπαναχονί

ΒΡΑΖΙΛΙΑ

ΓΑΛΛΙΚΗ ΓΟΥΙΑΝΑ

[Πλαίσιο]

Πρωτεύουσα: Παραμαρίμπο

Επίσημη Γλώσσα: Ολλανδική

Κύρια Θρησκεία: Ινδουισμός

Πληθυσμός: 340.000

Γραφείο Τμήματος: Παραμαρίμπο

[Εικόνα στη σελίδα 194]

Ο Άλφρεντ Μπέιτενμαν υπηρέτησε πιστά τον Ιεχωβά για 60 και πλέον χρόνια

[Εικόνα στη σελίδα 197]

Η Λιν Μπέιτενμαν και ο Τζέιμς Μπράουν θυμούνται ζωηρά ότι είδαν το «Φωτόδραμα της Δημιουργίας» γύρω στο 1920

[Εικόνα στη σελίδα 199]

Ο Βίλεμ Τελγκτ, που βαφτίστηκε το 1919, έγινε αργότερα οικοδόμος Αιθουσών Βασιλείας στη χώρα

[Εικόνα στη σελίδα 207]

Η Γιαγιά ντε Φρις φρόντιζε τους ιεραποστόλους, που ήταν ‘δικά της’ παιδιά

[Εικόνα στη σελίδα 215]

Ο Φρέντερικ Βάχτερ ήταν ο πρώτος Βουσνέγρος που έγινε Μάρτυρας

[Εικόνα στη σελίδα 218]

Η Στέλα Ντόλατ δώρισε το κτήμα της για να χτιστεί η πρώτη Αίθουσα Βασιλείας στην πρωτεύουσα

[Εικόνα στη σελίδα 230]

Ο Άλμπερτ Σουρ, απόφοιτος της 20ής τάξης της Γαλαάδ, δίνει μαρτυρία σ’ ένα γηροκομείο

[Εικόνα στη σελίδα 241]

Τα μέλη της Επιτροπής του Τμήματος: Σ. Πίνας, Ο. φαν Ζέιλ, Ν. Πίνας και Ντ. Στεχένχα

[Εικόνα στη σελίδα 246]

Ο Λίο Τουάρτ είναι Μάρτυρας επί μισό σχεδόν αιώνα

[Εικόνα στη σελίδα 251]

Το τωρινό γραφείο τμήματος στη Βίχερστραατ 8-10

    Ελληνικές Εκδόσεις (1950–2025)
    Αποσύνδεση
    Σύνδεση
    • Ελληνική
    • Κοινή Χρήση
    • Προτιμήσεις
    • Copyright © 2025 Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania
    • Όροι Χρήσης
    • Πολιτική Απορρήτου
    • Ρυθμίσεις Απορρήτου
    • JW.ORG
    • Σύνδεση
    Κοινή Χρήση