ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
της Σκοπιάς
Ελληνική
  • ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
  • yb96 σ. 66-115
  • Ουγγαρία

Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.

Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.

  • Ουγγαρία
  • Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1996
  • Υπότιτλοι
  • Η Βιβλική Αλήθεια Διαδίδεται στην Ουγγαρία
  • Ο Ουγγρικός Αγρός στη Βόρεια Αμερική
  • Αντιμετώπιση των Εμποδίων στην Ουγγαρία
  • Η Αλήθεια Φτάνει στην Πρωτεύουσα
  • Ο Κις και ο Σάμπο Φυλακίζονται
  • Οι Μεταπολεμικές Δραστηριότητες Οργανώνονται από την Κλουζ
  • Έδειχνε Αγάπη και Θάρρος, Αλλά Αντιμετώπισε Μίσος
  • Έρχονται και Άλλοι από τις Ηνωμένες Πολιτείες
  • Εναντίωση από Μέσα και από Έξω
  • Βοήθεια από Γερμανούς Αδελφούς
  • Οι Συναθροίσεις Διεξάγονται με Προσοχή
  • Επινοητικοί Διαγγελείς
  • Συνεχίζονται οι Δυσκολίες
  • Τίθενται Εκτός Νόμου
  • Και Άλλα Στρατόπεδα Κράτησης
  • Συλλαμβάνεται ο Υπηρέτης Χώρας
  • Δύο Υπηρέτες Χώρας
  • Ο Στάβλος Αλόγων Ιπποδρομίας στο Άλαγκ
  • «Δικαστήριο» στο Άλαγκ
  • Καλόγριες Φρουρούν Φυλακές
  • Στρατόπεδο Συγκέντρωσης στο Μπορ
  • Καινούρια Δοκιμή της Ακεραιότητας
  • Άλλοι Τηρητές Ακεραιότητας
  • Πιστοί Μάρτυρες Μέχρι Θανάτου
  • Καινούριο Ξεκίνημα Μετά τον Πόλεμο
  • Η Μεταμέλεια του Γιόζεφ Κλίνιετς
  • Αλλαγή στο Πολιτικό Κλίμα
  • Τους Βάζουν Άλλη Ετικέτα
  • Συλλαμβάνονται Πάλι οι Βασικοί Επίσκοποι
  • Μια Καινούρια Επιτροπή Αρχίζει να Εργάζεται
  • Καλοπιάσματα στη Φυλακή
  • Και Άλλη Προσπάθεια Εξαπάτησης
  • Τροφή για τους Κρατούμενους
  • Ελευθερία στους Αιχμαλώτους
  • «Μαρτυρία» Μέσω Ραδιοφώνου
  • Συναθροίσεις στα Δάση
  • Αίρεται η Απαγόρευση
  • Δημόσιες Συνελεύσεις
  • Οργανωτική Πρόοδος
  • Απόφοιτοι της Γαλαάδ και της Σχολής Διακονικής Εκπαίδευσης
  • Οι Άνθρωποι που Αγαπούν την Ελευθερία Προχωρούν
Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1996
yb96 σ. 66-115

Ουγγαρία

Η 25η ΙΟΥΛΙΟΥ 1991 ήταν μια χαρωπή μέρα για το έργο της Βασιλείας στην Ουγγαρία. Εκείνη τη μέρα ήρθε ο πρώτος ιεραπόστολος ο οποίος ήταν εκπαιδευμένος από την Εταιρία Σκοπιά και είχε λάβει το διορισμό να υπηρετεί στην Ουγγαρία. Ο Λάσλο Σάρκοζι και η σύζυγός του, Κάρεν, έφτασαν στη 1:03 μ.μ. στο αεροδρόμιο Φεριχέγκι, στα νότια της Βουδαπέστης. Είχαν έρθει από το Τορόντο του Καναδά, όπου αυτός υπηρετούσε μετά την αποφοίτησή του από τη Σχολή Διακονικής Εκπαίδευσης. Ο αδελφός Σάρκοζι επέστρεφε στη γενέτειρά του έπειτα από 27 και πλέον χρόνια.

Η σύγχρονη Ουγγαρία είναι μια χώρα με περισσότερους από 10 εκατομμύρια κατοίκους, στη νοτιοκεντρική Ευρώπη. Το 95 τοις εκατό και πλέον του πληθυσμού έχει μαγυαρική (ουγγρική) καταγωγή, και περίπου τα δύο τρίτα είναι καταχωρημένα ως Ρωμαιοκαθολικοί. Ο Καθολικισμός ρίζωσε σε αυτή τη χώρα πριν από χίλια και πλέον χρόνια. Λίγο μετά την εμφάνιση του Ρωμαιοκαθολικισμού, ο Ιστβάν (Στέφανος) στέφθηκε βασιλιάς από τον Πάπα Σιλβέστρο Β΄. Κατόπιν, η Ουγγαρία πήρε τον τίτλο Ρέγκνουμ Μαριάνουμ (Βασίλειο της [Παρθένου] Μαρίας).

Ωστόσο, δεν είναι Ρωμαιοκαθολικοί όλοι οι Ούγγροι. Η πρώτη ολοκληρωμένη Αγία Γραφή που εκδόθηκε στην ουγγρική, το 1590, μεταφράστηκε από έναν Προτεστάντη, τον Γκάσπαρ Κάρολι. Αυτή η μετάφραση, που έχει αναθεωρηθεί πολλές φορές και η οποία περιέχει το θεϊκό όνομα, είναι τώρα η πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη ουγγρική Αγία Γραφή. Η κυβέρνηση αναγνώρισε την παρουσία και την επιρροή των μη Καθολικών το 1868, όταν έθεσε σε ισχύ ένα νόμο ο οποίος επέτρεπε στο κάθε άτομο να επιλέγει ελεύθερα τη θρησκευτική του εκπαίδευση. Το 1989, η ουγγρική κυβέρνηση παραχώρησε αυτό το δικαίωμα και στους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Τώρα, μπορούσαν να σταλούν στη χώρα ιεραπόστολοι των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Εντούτοις, το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά δεν ήταν καθόλου πρωτόγνωρο στον ουγγρικό λαό.

Η Βιβλική Αλήθεια Διαδίδεται στην Ουγγαρία

Ενενήντα τρία χρόνια πριν από την άφιξη του Λάσλο και της Κάρεν Σάρκοζι, Η Σκοπιά της Σιών (τεύχος 15 Μαΐου 1898, στην αγγλική) δημοσίευσε την εξής ανακοίνωση σχετικά με κάποιον αδελφό στον Καναδά: «Αποχαιρετούμε έναν αγαπητό αδελφό που αναχωρεί για την πατρίδα του, την Ουγγαρία, με σκοπό να μεταδώσει τις καλές ειδήσεις στους συμπατριώτες του. Εφόσον επί χρόνια ήταν καθηγητής στα σχολεία της πατρίδας του, γνωρίζει καλά τη λατινική και τη γερμανική γλώσσα, καθώς και την ουγγρική, και ελπίζουμε ότι μπορεί να τον χρησιμοποιήσει ο Κύριος για να βρει και να σφραγίσει μερικούς από τους εκλεγμένους».

Όπως φαίνεται, το έργο του έφερε αποτελέσματα. Έπειτα από πέντε χρόνια, όταν ο Κάρολος Τέηζ Ρώσσελ και οι περιοδεύοντες σύντροφοί του επισκέφτηκαν τη Ζυρίχη, συνάντησαν, μεταξύ άλλων, δύο ομοπίστους από την Ουγγαρία. Επίσης, πολλές επιστολές Ούγγρων αδελφών, οι οποίες δημοσιεύτηκαν στη γερμανική έκδοση της Σκοπιάς της Σιών το 1905, δείχνουν ότι μερικοί λάβαιναν Γραφικά έντυπα μέσω της Γερμανίας.

Το 1908, η Άντρασνι Μπένεντεκ—μια ταπεινή Ουγγαρέζα που είχε γίνει Σπουδάστρια της Γραφής, όπως ήταν τότε γνωστοί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά—επέστρεψε στο Χαϊντουμποσορμένι, στην ανατολική Ουγγαρία, για να μεταδώσει σε άλλους τα καλά νέα που είχε μάθει από το Λόγο του Θεού. Τέσσερα χρόνια αργότερα, επέστρεψαν δύο ακόμη Σπουδαστές της Γραφής από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Είχαν μάθει την αλήθεια για τον Θεό και τους σκοπούς του παρακολουθώντας μερικές από τις δημόσιες διαλέξεις του αδελφού Ρώσσελ. Ο αδελφός Ρώσσελ συνήθιζε, έπειτα από τέτοια προγράμματα, να πλησιάζει τα μέλη του ακροατηρίου τα οποία παρατηρούσε ότι είχαν παρευρεθεί αρκετές φορές στο παρελθόν. Τους ρωτούσε: «Από πού είσαι; Ποια είναι η εθνικότητά σου; Θα ήθελες να επιστρέψεις στους συγγενείς σου και να τους μεταδώσεις την αλήθεια;»

Ο ένας από τους δυο αυτούς Σπουδαστές της Γραφής, ο Κάρολι Σάμπο, επέστρεψε στην πόλη Μαροσβασαρχέλι (τώρα Τίργκου-Μούρες, Ρουμανία), η οποία ανήκε τότε στην Ουγγαρία. Ο άλλος αδελφός, ο Γιόζεφ Κις, διένεμε έντυπα μαζί με τον αδελφό Σάμπο σε εκείνη την περιοχή προτού επιστρέψει στη δική του γενέτειρα, την Άμπαρα (τώρα Ομπορίν, Σλοβακία). Το έργο τους έφερε αποτελέσματα, επειδή η οικογένεια του αδελφού Σάμπο δέχτηκε την αλήθεια, και αργότερα και άλλα άτομα σε εκείνη την περιοχή έλαβαν τη στάση τους υπέρ της αλήθειας και συμμετείχαν στο κήρυγμα των καλών νέων.

Ο Ουγγρικός Αγρός στη Βόρεια Αμερική

Η Άντρασνι Μπένεντεκ, ο Κάρολι Σάμπο, ο Γιόζεφ Κις και ο καθηγητής από τον Καναδά είναι λίγα μόνο από τα πολλά άτομα που έμαθαν την αλήθεια στη Βόρεια Αμερική και γύρισαν στην Ουγγαρία για να κηρύξουν τα καλά νέα. Το γεγονός ότι επέστρεψαν τόσοι στην πατρίδα τους δείχνει ότι είχε καλυφτεί αρκετά ο ουγγρικός αγρός στην Αμερική.

Πράγματι, Η Σκοπιά 15 Αυγούστου 1909 (στην αγγλική) υπενθύμιζε στους αδελφούς ότι υπήρχαν «χιλιάδες άτομα τα οποία διάβαζαν τη μαγυαρική γλώσσα σε όλες τις κύριες πόλεις των Ανατολικών και των Κεντρικών Πολιτειών» της Αμερικής. Γι’ αυτό, οι αδελφοί παροτρύνθηκαν να παραγγείλουν και να διανείμουν δωρεάν την ουγγρική έκδοση των φυλλαδίων με τίτλο Άμβωνας των Λαών (Peoples Pulpit). Στο τέλος του επόμενου έτους, είχαν ήδη κυκλοφορήσει περίπου 38.000 αντίτυπα στις Ηνωμένες Πολιτείες, στον Καναδά και στο Μεξικό. Στα επόμενα χρόνια, ορισμένα άλλα ουγγρικά έντυπα που εκδόθηκαν ήταν η σειρά Γραφικαί Μελέται, το Σενάριο του Φωτοδράματος της Δημιουργίας, Η Σκοπιά, Ο Χρυσούς Αιών και το βιβλιάριο Εκατομμύρια Ζώντων Ήδη Ουδέποτε θα Αποθάνωσιν. Αργότερα, η Εταιρία χρησιμοποίησε ραδιοφωνικά προγράμματα στην ουγγρική για να διαδώσει τα καλά νέα. Το 1930, πέντε σταθμοί μετέδωσαν 27 ουγγρικά προγράμματα.

Αντιμετώπιση των Εμποδίων στην Ουγγαρία

Σε μια περιοδεία ομιλιών στην Ευρώπη το 1911, κατά την οποία ο αδελφός Ρώσσελ επισκέφτηκε τουλάχιστον δέκα χώρες, έλπιζε πως όταν θα πήγαινε στη Βουδαπέστη θα μπορούσε να μιλήσει γύρω από το θέμα «Ο Σιωνισμός στις Προφητείες». Ωστόσο, ένας Εβραίος ραβίνος στη Νέα Υόρκη, ο οποίος εναντιωνόταν σφοδρά στο έργο του αδελφού Ρώσσελ, επηρέασε τους συνεργάτες του στην Αυστροουγγαρία ώστε να εμποδίσουν τα σχέδια που είχαν γίνει για αυτή τη συνάθροιση.

Αργότερα, ο Κάρολι Σάμπο έγραψε στον αδελφό Ρώσσελ, λέγοντας: «Το έργο στην Ουγγαρία είναι πολύ δυσκολότερο από ό,τι στην Αμερική, επειδή οι αδελφοί, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, είναι πολύ φτωχοί, και το έργο πρέπει να γίνεται σε πολύ μικρότερη κλίμακα. . . . Προς το παρόν, υπάρχουν σαράντα δύο μικρές τάξεις σε διάφορες κομητείες . . . Στις έντεκα και δώδεκα Μαΐου έγινε μια μικρή συνέλευση, και παρευρέθηκαν περίπου 100 άτομα. . . .

»Οι πάστορες και οι ιερείς διαφόρων θρησκευμάτων προσπαθούν να σταματήσουν το έργο μας με νομικά μέσα. Μας πήγαν στα δικαστήρια. Μέχρι στιγμής, μπορέσαμε να υπερασπιστούμε την πορεία που ακολουθούμε».

Η Αλήθεια Φτάνει στην Πρωτεύουσα

Πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάποιος οδοκαθαριστής στη Βουδαπέστη βρήκε ένα φυλλάδιο των Σπουδαστών της Γραφής ανάμεσα σε μερικά σκουπίδια που μάζευε. Το φυλλάδιο περιείχε μια διεύθυνση στο Μαροσβασαρχέλι. Έδειξε το φυλλάδιο στη σύζυγό του, και αυτή το διάβασε με μεγάλη ευχαρίστηση και ενδιαφέρον. Αμέσως, έγραψε για να ζητήσει και άλλα έντυπα. Τα έντυπα στάλθηκαν, και αργότερα κάποιος την επισκέφτηκε προσωπικά.

Ως αποτέλεσμα, σύντομα σχηματίστηκε ένας μικρός όμιλος μελέτης, και αυτή η γυναίκα, η κ. Χόρβατ, διέθεσε το σπίτι της για τις συναθροίσεις του ομίλου. Εκείνο το μέρος, στην Πλατεία Τίσα Κάλμαν (τώρα Πλατεία Κοζταρσάσαγκ), ήταν το πρώτο που χρησιμοποίησαν οι Σπουδαστές της Γραφής στη Βουδαπέστη για τις συναθροίσεις τους. Όταν η αδελφή Χόρβατ πέθανε το 1923, οι αδελφοί εξακολούθησαν να χρησιμοποιούν ως τόπο συναθροίσεων το διαμέρισμά της, το οποίο χρησίμευσε προσωρινά και ως γραφείο.

Ο Κις και ο Σάμπο Φυλακίζονται

Χάρη στο ότι ο Ιεχωβά ευλόγησε το ζήλο των αδελφών Κις και Σάμπο, καθώς και άλλων, όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρχαν όμιλοι μελέτης και σε διάφορες άλλες πόλεις εκτός από την πρωτεύουσα—στο Χαϊντουμποσορμένι, στο Μπάγκαμερ και στο Μπαλμαζουιβάρος στην ανατολική Ουγγαρία, καθώς και στο Ναγκιβίσνιο στη βόρεια Ουγγαρία. Όμιλος υπήρχε στο Μαροσβασαρχέλι αλλά και στο Κόλαζβαρ (Κλουζ), πόλεις οι οποίες τώρα ανήκουν στη Ρουμανία.

Ο κλήρος ενοχλήθηκε από το γεμάτο ζήλο έργο των αδελφών Κις και Σάμπο, και παρακίνησε την κυβέρνηση να πάρει μέτρα εναντίον τους. Τους συνέλαβαν και τους δύο, και τους καταδίκασαν σε πενταετή φυλάκιση. Ωστόσο, στην επανάσταση του 1919 τους άφησαν ελεύθερους, και αυτοί άρχισαν αμέσως να αναπτύσσουν την επικοινωνία μεταξύ των εκκλησιών. Αυτό όμως καταστάθηκε δυσκολότερο λόγω της Ειρήνης του Τριανόν, το 1920, με την οποία πολλές περιοχές της Ουγγαρίας αφαιρέθηκαν από αυτήν και προσαρτήθηκαν στις γύρω χώρες.

Οι Μεταπολεμικές Δραστηριότητες Οργανώνονται από την Κλουζ

Μετά τον παγκόσμιο πόλεμο, επέστρεψαν στην Ουγγαρία και άλλα άτομα που είχαν μάθει τη Γραφική αλήθεια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ανάμεσά τους ήταν ο Γιόζεφ και ο Μπάλιντ Σους, σαρκικά αδέλφια, τα οποία βαφτίστηκαν το 1918. Αμέσως μόλις έφτασαν στην πατρίδα τους το 1919, άρχισαν να διαδίδουν τα καλά νέα με τη βοήθεια των εντύπων της Εταιρίας. Ήταν φανερό πως ο Ιεχωβά ευλόγησε τις προσπάθειές τους. Σχηματίστηκε μια εκκλησία στο Τισαέσλαρ, και αργότερα ξεφύτρωσαν και άλλες εκκλησίες στα γειτονικά χωριά.

Ένα χρόνο μετά την άφιξη των αδελφών Σους στην Ουγγαρία, η Εταιρία έστειλε τον Γιάκομπ Μπ. Σίμα στη Ρουμανία. Λίγες μέρες έπειτα από την άφιξή του στην Κλουζ, αυτός συναντήθηκε με τον Κάρολι Σάμπο, και κατόπιν με τον Γιόζεφ Κις, με σκοπό να αναδιοργανώσουν το έργο στην Ουγγαρία και στη Ρουμανία. Έψαξαν να βρουν ένα κατάλληλο μέρος για γραφείο. Αυτό το γραφείο ανέλαβε την επίβλεψη του κηρύγματος των καλών νέων στη Ρουμανία, στην Ουγγαρία, στη Βουλγαρία, στη Γιουγκοσλαβία και στην Αλβανία.

Εφόσον ήταν αδύνατον να βρεθούν επαρκείς εγκαταστάσεις για γραφείο τμήματος στην Κλουζ, η Εταιρία ανέλαβε την οικοδόμηση ενός γραφείου και ενός τυπογραφείου εκεί το 1924. Προς το τέλος εκείνου του έτους, Η Σκοπιά ανέφερε: «Οι εκτυπωτικές εγκαταστάσεις της Εταιρίας στην Κλουζ παρήγαγαν στη διάρκεια του έτους 226.075 τόμους βιβλίων, ενώ διανεμήθηκαν 129.952 βιβλία. Επιπλέον, διανεμήθηκαν περισσότερα από 175.000 αντίτυπα της Σκοπιάς και του Χρυσού Αιώνος στην κάθε μία από τις δύο γλώσσες [ρουμανική και ουγγρική]».

Οι κοσμικοί παρατηρητές έμεναν έκπληκτοι με όσα συνέβαιναν. Το περιοδικό Η Οδός (Az Út) έγραψε: «Σήμερα [το 1924] δεν υπάρχει άλλο τυπογραφείο στη Ρουμανία με τόσο σύγχρονο εξοπλισμό. . . . Πόσο λιλιπούτεια είναι . . . η διανομή που κάνουμε εμείς σε σύγκριση με [εκείνη των Σπουδαστών της Γραφής]».

Έδειχνε Αγάπη και Θάρρος, Αλλά Αντιμετώπισε Μίσος

Πάντως, η διάδοση του αγγέλματος της Βασιλείας στην ίδια την Ουγγαρία σημείωνε πρόοδο προτού ακόμη αρχίσει να λειτουργεί το τυπογραφείο στη Ρουμανία. Το 1922 συγκεντρώθηκαν 160 άτομα στην Ουγγαρία για να γιορτάσουν την Ανάμνηση του θανάτου του Κυρίου. Το ίδιο εκείνο έτος, υπό την κατεύθυνση της Εταιρίας, έγιναν διευθετήσεις για την εκτύπωση 200.000 αντιτύπων της απόφασης Μία Πρόκλησις προς τους Ηγέτας του Κόσμου, και οι αρχές παραχώρησαν στους αδελφούς μία μέρα για τη διανομή της. Ταχυδρομήθηκαν αντίτυπα σε πολλές κρατικές υπηρεσίες και σε ανώτερους αξιωματούχους.

Ο Γκιόργκι Κις έθεσε ένα εξαίρετο παράδειγμα για τους Ούγγρους αδελφούς του εκείνη την εποχή. Ήταν ένας μεγαλόσωμος, στοργικός, θαρραλέος άντρας. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε καταδικαστεί σε θάνατο για την ουδέτερη στάση του, αλλά αργότερα η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια, και μετά τον πόλεμο αφέθηκε ελεύθερος. Χρησιμοποίησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του με επωφελή τρόπο, βοηθώντας στην ίδρυση πολλών εκκλησιών. Υπηρέτησε επίσης ως πίλγκριμ, δηλαδή περιοδεύων ομιλητής των Σπουδαστών της Γραφής.

Λόγω της άφοβης και επιτυχημένης δράσης του, ο κλήρος και η Κρατική Αστυνομία έτρεφαν ιδιαίτερο μίσος για τον αδελφό Κις. Μολονότι συχνά τον συνελάμβαναν και τον κακομεταχειρίζονταν, ήταν δύσκολο να τον καταδικάσουν επειδή γνώριζε καλά τους νόμους και αντέκρουε επιδέξια τις κατηγορίες που του απήγγελλαν. Οι αδελφοί τον εκλιπαρούσαν να είναι πιο προσεκτικός, αλλά εκείνος εξακολουθούσε να ταξιδεύει στη χώρα και να επισκέπτεται τις εκκλησίες προσπαθώντας να ενισχύσει άλλους πνευματικά. Ήταν ένα καλό παράδειγμα, καθώς, σύμφωνα με τα λόγια του αποστόλου Παύλου, ‘ήταν ήπιος προς όλους, είχε τα προσόντα να διδάσκει, . . . διδάσκοντας με πραότητα εκείνους που δεν είχαν ευνοϊκή διάθεση’.—2 Τιμ. 2:24, 25.

Στις 20 Ιουλίου 1931, οι αδελφοί τον περίμεναν στην ακμάζουσα εκκλησία του Ντέμπρετσεν, κοντά στα ρουμανικά σύνορα, αλλά δεν έφτασε ποτέ. Συμπέραναν ότι οι εχθροί του τον είχαν σκοτώσει και ότι είχε ‘πάει σπίτι’, στην ουράνια αμοιβή του.—Ιωάν. 14:2.

Έρχονται και Άλλοι από τις Ηνωμένες Πολιτείες

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, άτομα που είχαν γίνει Σπουδαστές της Γραφής στις Ηνωμένες Πολιτείες συνέχισαν να επιστρέφουν στην Ουγγαρία έχοντας ευαγγελιστικό πνεύμα. Ανάμεσά τους ήταν ο Γιάνος Βάργκα, ο οποίος αρχικά πήγε στο Χαϊντουσόμποσλο, στο ανατολικό μέρος της Ουγγαρίας, και αργότερα υπηρέτησε ως πίλγκριμ, καθώς και ο Γιόζεφ Τόλντι, ο οποίος πήγε στο Ναγκιβίσνιο, στη βόρεια Ουγγαρία, και ενασχολήθηκε με ζήλο στο ευαγγελιστικό έργο εκεί.

Ο Γιάνος Ντόμπερ, που έμαθε την αλήθεια όταν παρακολούθησε μια ομιλία του αδελφού Ρώσσελ το 1910, πήγε στη δυτική Ουγγαρία και άρχισε να κηρύττει με πολύ ζήλο στο Ζαλαουντβάνοκ. Σε πολύ μικρό διάστημα, σχηματίστηκε ένας όμιλος και, υπό τη γεμάτη ζήλο ηγεσία του αδελφού αυτού, εκείνος ο όμιλος κήρυττε σε όλες τις γύρω πόλεις και χωριά. Ωστόσο, ο Γιάνος συχνά αντιμετώπιζε σκληρή εναντίωση, και μερικές φορές ήθελε να επιστρέψει στην Αμερική. Αλλά η σύζυγός του τον ρωτούσε: «Αγάπη μου, γιατί γυρίσαμε στην Ουγγαρία; Δεν γυρίσαμε για να κηρύξουμε;» Τότε, ο Γιάνος ξανάβρισκε την ψυχραιμία του.

Εναντίωση από Μέσα και από Έξω

Καθώς το κήρυγμα των καλών νέων έφτανε σε περισσότερες περιοχές και αύξανε σε ένταση, μεγάλωνε και η εναντίωση. Το 1925 η κυβέρνηση απέσυρε την άδεια που είχε παραχωρήσει για τη διανομή των εντύπων της Εταιρίας. Για να συνεχιστεί η παροχή πνευματικής τροφής στους αδελφούς, καταστάθηκε αναγκαίο να εκδίδεται το περιοδικό Η Σκοπιά στην Κλουζ με τίτλους που κατά καιρούς άλλαζαν, όπως Χριστιανός Προσκυνητής και Ευαγγέλιο.

Ο κλήρος επίσης δραστηριοποιήθηκε περισσότερο εναντίον των αδελφών. Για παράδειγμα, ο Ζόλταν Νίστορ, κάποιος Καθολικός ιερέας, εξέδωσε ένα βιβλιάριο με τίτλο Χιλιαστές ή Σπουδαστές της Γραφής, το οποίο δήλωνε: «Ο Ρωσσελισμός είναι χειρότερος και απεχθέστερος από τον Κόκκινο Μπολσεβικισμό, επειδή . . . ο Ρωσσελισμός απευθύνει ένα συγκαλυμμένο κάλεσμα για αναρχία υπό το ένδυμα της θρησκείας· παρουσιάζει τις επαναστάσεις, το διωγμό των εκκλησιών και τη συντριβή ή τον αφανισμό του κλήρου ως σχέδιο του Θεού».

Συχνά, οι εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου ήταν εκείνες που υποκινούσαν τη βάναυση μεταχείριση την οποία υφίσταντο οι αδελφοί από την αστυνομία. Αποδείξεις αυτής της βαναυσότητας μπορούσε να δει κάποιος στα σημάδια που είχε ο Κάρολι Σάμπο όταν επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Στο διωγμό αυτό προστέθηκαν και οι εσωτερικές δυσκολίες που δημιουργούσε ο Σατανάς και οι δαίμονές του. Στην Κλουζ, ο Γιάκομπ Μπ. Σίμα άρχισε να επιδιώκει ιδιοτελείς στόχους, παραβλέποντας το κήρυγμα των καλών νέων της Βασιλείας του Θεού και επιθυμώντας να ελκύει την προσοχή στον εαυτό του. Αυτό οδήγησε σε μεγάλη διαίρεση.

Λίγο αργότερα, το γραφείο της Εταιρίας Σκοπιά στο Μαγδεμβούργο (Γερμανία) ανέλαβε την κατεύθυνση του έργου στην Ουγγαρία, και ζήτησαν από τον αδελφό Λάγιος Σάμπο να πάει στη Βουδαπέστη για να βοηθήσει στην οργάνωση του έργου κηρύγματος και στη μετάφραση της Σκοπιάς. Από τότε, η ουγγρική Σκοπιά τυπωνόταν στο Μαγδεμβούργο με τον τίτλο Περιοδικό για Εκείνους που Πιστεύουν στο Αίμα του Χριστού.

Βοήθεια από Γερμανούς Αδελφούς

Το 1931 οι Σπουδαστές της Γραφής παγκόσμια κατάλαβαν ότι, έχοντας υπόψη τα όσα εκτίθενται σαφώς στο Λόγο του Θεού, θα ήταν πολύ κατάλληλο να είναι γνωστοί ως Μάρτυρες του Ιεχωβά. (Ησ. 43:10) Τα βιβλιάρια Η Βασιλεία, η Ελπίς του Κόσμου και Ερμηνεία (Explanation), τα οποία εκδόθηκαν στην Ουγγαρία, εξέταζαν τους λόγους για τους οποίους υιοθετήθηκε το όνομα Μάρτυρες του Ιεχωβά και, σε αρμονία με εκείνο το όνομα, συγκέντρωναν την προσοχή στον Ιεχωβά και στο σκοπό Του αναφορικά με τη Βασιλεία Του.

Το Βιβλίο Έτους 1933 (στην αγγλική) ανέφερε: «Η παρουσίαση του βιβλιαρίου Βασιλεία αποτέλεσε μια ειδική περίσταση για να δοθεί εκτεταμένη μαρτυρία στην πρωτεύουσα της Ουγγαρίας. Κάποια καθορισμένη ημερομηνία, έφτασαν εκεί 90 Γερμανοί αδελφοί, και μέσα σε πέντε μέρες διανεμήθηκαν περίπου 125.000 βιβλιάρια Βασιλεία και 200.000 φυλλάδια».

Η διανομή των βιβλιαρίων Βασιλεία ήταν μια από τις πολλές περιπτώσεις στις οποίες οι Γερμανοί Μάρτυρες βοήθησαν τους Ούγγρους αδελφούς τους. Όταν ο Χίτλερ κατέλαβε την εξουσία στη Γερμανία και άρχισε να διώκει τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, πολλοί αδελφοί και αδελφές αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Γερμανία, και μερικοί μετακόμισαν στην Ουγγαρία. Ανάμεσά τους ήταν ο Μάρτιν Πέτσιγκερ, ο οποίος είχε ήδη ζήσει ένα χρόνο στη Βουλγαρία και, χρόνια αργότερα, έγινε μέλος του Κυβερνώντος Σώματος, καθώς και η Γκέρτρουτ Μέντε, η οποία έγινε σύζυγός του.

Ο Γκέραρτ Τσένιγκ, ένας άλλος γερμανόφωνος Μάρτυρας, συνεργάστηκε με τον αδελφό Σάμπο εκείνον τον καιρό. Μολονότι ο αδελφός Τσένιγκ δεν ήταν ρωμαλέος από σωματική άποψη, υπέστη βάναυση μεταχείριση, ιδιαίτερα από έναν αστυνομικό ονόματι Μπάλαζ. Οι αδελφοί στη Βουδαπέστη θυμούνται επίσης με αγάπη τον Χάινριχ Ντουένγκερ, ο οποίος στάλθηκε απευθείας από το γραφείο τμήματος της Γερμανίας. Με την πραότητα, την αγαθότητα και τις ώριμες συμβουλές του, βοήθησε πολύ τους Ούγγρους αδελφούς. Οι Γερμανοί σκαπανείς τον αποκαλούσαν «πατέρα των σκαπανέων», επειδή τους φρόντιζε στοργικά.

Εκείνη την περίοδο, ο φασισμός άρχισε να ασκεί μεγάλη επιρροή στην Ουγγαρία. Οι Γερμανοί αδελφοί εξαναγκάστηκαν να φύγουν, και οι Ούγγροι αδελφοί υπέστησαν αυξημένο διωγμό. Πολλοί από αυτούς κακοποιήθηκαν βάναυσα από την αστυνομία και στη συνέχεια καταδικάστηκαν σε μεγάλες ποινές φυλάκισης.

Οι Συναθροίσεις Διεξάγονται με Προσοχή

Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, οι συναθροίσεις μας μπορούσαν να διεξάγονται μόνο κρυφά και σε μικρούς ομίλους. Συνήθως, το μόνο διαθέσιμο έντυπο ήταν μία Σκοπιά στην κάθε εκκλησία, και αυτή κυκλοφορούσε ανάμεσα στους αδελφούς.

Ο Φέρεντς Νάγκι, από το Τισαβάσβαρι, θυμάται: «Η Μελέτη Σκοπιάς εκείνον τον καιρό δεν έμοιαζε με τις σημερινές. Όταν έφταναν όλοι όσοι αναμένονταν, οι πόρτες έκλειναν. Μερικές φορές η εξέταση κάποιου άρθρου διαρκούσε μέχρι και έξι ώρες. Εγώ ήμουν περίπου πέντε χρονών, και ο αδελφός μου ένα χρόνο μικρότερος, αλλά μας άρεσε να καθόμαστε στις μικρές καρέκλες μας και να ακούμε τις πολύωρες μελέτες. Ήταν πραγματική απόλαυση. Θυμάμαι ακόμη μερικά από τα προφητικά δράματα. Ο τρόπος με τον οποίο μας ανέθρεψαν οι γονείς μας είχε καλά αποτελέσματα».

Η Έτελ Κεσκέμετιν, που είναι τώρα στα ογδόντα της και εξακολουθεί να υπηρετεί πιστά στη Βουδαπέστη, θυμάται ότι στο Τισακόραντ οι αδελφοί συναθροίζονταν στα χωράφια τους την ώρα του μεσημεριανού φαγητού. Εφόσον συνεργάζονταν καλλιεργώντας τα κτήματα πότε του ενός Μάρτυρα και πότε του άλλου, οι αξιωματούχοι δεν μπορούσαν να εμποδίσουν αυτές τις συναθροίσεις. Το φθινόπωρο και το χειμώνα, οι αδελφές κάθονταν μαζί και έγνεθαν, ενώ οι αδελφοί τις συντρόφευαν. Αν και η αστυνομία διεξήγε έρευνες για τις δραστηριότητές τους, δεν μπορούσε να τους σταματήσει. Όταν δεν είχαν τέτοιες ευκαιρίες για να συναθροιστούν, συγκεντρώνονταν σε κάποιο μέρος νωρίς το πρωί ή αργά το βράδυ.

Επινοητικοί Διαγγελείς

Όταν απαγορεύτηκε το κήρυγμα από πόρτα σε πόρτα, οι Μάρτυρες βρήκαν άλλα μέσα για να μεταδίδουν τις Γραφικές αλήθειες. Η χρήση των φορητών φωνογράφων ήταν σχετικά καινούρια εκείνον τον καιρό, και δεν υπήρχε κάποιος νόμος που να απαγορεύει τη λειτουργία τους. Έτσι, οι αδελφοί ζητούσαν από τον οικοδεσπότη την άδεια να παίξουν κάποιο ηχογραφημένο άγγελμα. Αν τους το επέτρεπε, έβαζαν μια από τις ηχογραφημένες ομιλίες του αδελφού Ρόδερφορντ. Για να το κάνουν αυτό, οι αδελφοί ηχογραφούσαν στην ουγγρική τις ομιλίες του αδελφού Ρόδερφορντ, και χρησιμοποιούσαν τόσο φορητούς φωνογράφους όσο και άλλα μηχανήματα αναπαραγωγής ήχου με μεγάλα μεγάφωνα.

Σχετικά με εκείνα τα δυναμικά ηχογραφημένα Γραφικά αγγέλματα, ο Γιάνος Λάκο, ο οποίος αργότερα παντρεύτηκε την κόρη της αδελφής Κεσκέμετιν, θυμάται: «Είχα την ευχάριστη εμπειρία να ακούσω κάποιο ηχογραφημένο άγγελμα στο Σατοραλιαουίχελι. Μια από τις φράσεις που περιείχε χαράχτηκε στο μυαλό μου: ‘Μοναρχίες, δημοκρατίες, αριστοκρατίες, φασισμός, κομμουνισμός και ναζισμός, καθώς και όλες οι παρόμοιες προσπάθειες για διακυβέρνηση, θα παρέλθουν στον Αρμαγεδδώνα και σύντομα θα ξεχαστούν’. Μέναμε έκπληκτοι από τη δυναμική παρουσίαση των Γραφικών αληθειών. Το 1945 αυτή η ομιλία, η οποία με είχε εντυπωσιάσει τόσο πολύ, έμοιαζε με προφητεία».

Συνεχίζονται οι Δυσκολίες

Ο διωγμός συνεχίστηκε με αυξανόμενο μένος. Όταν ένας Καθολικός ιερέας επισκέφτηκε το γραφείο της Εταιρίας στη Βουδαπέστη και πήρε όσες πληροφορίες μπόρεσε, εξαπολύθηκε στον τύπο μια συκοφαντική εκστρατεία. Αυτή συνοδεύτηκε από προειδοποιήσεις που δίνονταν από τον άμβωνα και μέσω του ραδιοφώνου. Σε όλη τη χώρα τα έντυπα κατάσχονταν, και οι Μάρτυρες ξυλοκοπούνταν απάνθρωπα. Στο Κίσβαρντα, μερικοί Μάρτυρες οδηγήθηκαν στο δημαρχείο. Έναν έναν τους πήγαιναν σε κάποιο άλλο δωμάτιο, όπου τους χτυπούσαν και τους βασάνιζαν ανελέητα. Αναφερόμενο σε αυτό, το Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1938 (στην αγγλική) ρωτούσε: «‘Πάσχα’, η Κυριακή της μεγάλης λιτανείας. Τι γιόρτασαν αυτή τη μέρα της ανάστασης; Την ανάσταση της Ρωμαιοκαθολικής Ιεράς Εξέτασης;»

Όταν ο κλήρος δεν μπορούσε να κάνει ορισμένους αξιωματούχους να εκτελέσουν τις διαταγές του, χρησιμοποιούσε άλλα μέσα. Το Βιβλίο Έτους 1939 (στην αγγλική) ανέφερε: «Συχνά, απερίσκεπτοι άνθρωποι που τους ξεσηκώνουν άλλοι, και συνήθως τους πληρώνουν για αυτό, ξυλοκοπούν και κακομεταχειρίζονται τους αδελφούς. Διαπιστώσαμε ότι σε μερικά μέρη οι τοπικοί κληρικοί είχαν αμείψει τον καθένα από αυτούς τους ανθρώπους με 10 κιλά καπνό, επειδή κατηγόρησαν ψευδώς τα παιδιά του Θεού».

Τίθενται Εκτός Νόμου

Το 1938 ο Άντρας Μπάρτα, ο οποίος είχε εργαστεί στο γραφείο της Εταιρίας στο Μαγδεμβούργο της Γερμανίας επί πέντε χρόνια και κατόπιν είχε υπηρετήσει στην τότε Τσεχοσλοβακία, βρέθηκε σε ουγγρική περιοχή όταν μέρη της Τσεχοσλοβακίας και της Καρπαθοουκρανίας προσαρτήθηκαν στην Ουγγαρία. Ο αδελφός Μπάρτα διορίστηκε αμέσως να επιβλέπει το έργο της Εταιρίας στην Ουγγαρία. Το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά είχε ήδη τεθεί υπό απαγόρευση στη Γερμανία υπό το ναζιστικό καθεστώς. Οι συναθροίσεις τους είχαν απαγορευτεί στην Τσεχοσλοβακία. Κατόπιν, στις 13 Δεκεμβρίου 1939, το έργο τους τέθηκε εκτός νόμου και στην Ουγγαρία.

Την ίδια εκείνη χρονιά, στήθηκαν δυο στρατόπεδα κράτησης στην Ουγγαρία, το ένα 30 χιλιόμετρα από τη Βουδαπέστη και το άλλο στην πόλη Ναγκικάνιτσα, στη νοτιοδυτική Ουγγαρία, 26 χιλιόμετρα από τα γιουγκοσλαβικά σύνορα. Σύντομα αυτά τα στρατόπεδα γέμισαν με ανθρώπους τους οποίους αποκαλούσαν αναξιόπιστους—εγκληματίες, κομμουνιστές και Μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι κατηγορούνταν ότι αποτελούσαν απειλή για την κοινωνία.

Την ίδια εποχή, ένας επιθεωρητής της κεντρικής αστυνομίας της Βουδαπέστης οργάνωσε μια ομάδα αστυνομικών η οποία θα ξεσκέπαζε την «ηγεσία» των Μαρτύρων του Ιεχωβά και θα ανέλυε τη λειτουργία αυτής της παράνομης οργάνωσης καθώς και τις διεθνείς διασυνδέσεις της. Ακολούθησαν συλλήψεις, σωματική και ψυχολογική κακοποίηση και φυλακίσεις.

Μήπως σταμάτησαν όλα αυτά το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ουγγαρία; Όχι, αλλά χρειαζόταν να προσέχει ο κάθε ευαγγελιζόμενος τη συμβουλή του Ιησού να είναι ‘προσεκτικός σαν τα φίδια και εντούτοις αθώος σαν τα περιστέρια’. (Ματθ. 10:16) Το Βιβλίο Έτους 1940 (στην αγγλική) αναφέρει ένα παράδειγμα του πώς αποδείχτηκε προσεκτική κάποια σκαπάνισσα. Αυτή φορούσε ένα μαύρο μαντίλι στο κεφάλι της και ένα άλλο στους ώμους της. Αφού είχε ήδη κηρύξει σε κάποιο τμήμα της περιοχής, είδε έναν από τους οικοδεσπότες να έρχεται προς το μέρος της μαζί με δυο στρατονόμους. Η αδελφή κατέφυγε σε ένα σοκάκι, άλλαξε τα μαύρα μαντίλια της με κάποια που είχαν άλλο χρώμα, και προχώρησε ήρεμα προς τους δυο στρατονόμους. Αυτοί τη ρώτησαν αν είχε δει κάποια γυναίκα που φορούσε μαύρα μαντίλια, και η αδελφή απάντησε ότι είχε δει κάποια, που προφανώς ήταν βιαστική, να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Οι στρατονόμοι και ο καταδότης τους έφυγαν τρέχοντας για να την πιάσουν, ενώ η Μάρτυρας πήγε ήσυχα στο σπίτι της.

Μια πιστή σκαπάνισσα επανέφερε αργότερα στη μνήμη της το πώς τη συνέλαβαν οι αρχές, υπό την πίεση του κλήρου. Για κάποιο διάστημα βρισκόταν υπό αστυνομική επιτήρηση και ήταν υποχρεωμένη να εμφανίζεται στην αστυνομία δύο φορές το μήνα. Μόλις όμως έφευγε από το αστυνομικό τμήμα, ανέβαινε στο ποδήλατό της και πήγαινε στον τομέα της για να κηρύξει. Εξαιτίας της επιμονής της να δίνει μαρτυρία, τη φυλάκισαν—αρχικά πέντε μέρες, κατόπιν δέκα, δεκαπέντε και τριάντα μέρες, δύο φορές σαράντα μέρες, κατόπιν εξήντα, δύο φορές εκατό μέρες και, τελικά, οχτώ χρόνια. Γιατί; Επειδή δίδασκε στους ανθρώπους την Αγία Γραφή. Όπως οι απόστολοι του Ιησού Χριστού, αυτή υπάκουε στον Θεό ως άρχοντα μάλλον παρά στους ανθρώπους.—Πράξ. 5:29.

Εφόσον ο αδελφός Μπάρτα ήταν πλήρως απασχολημένος με το μεταφραστικό έργο, το 1940 η Εταιρία ανέθεσε στον Γιάνος Κόνραντ, έναν πρώην υπηρέτη ζώνης (επίσκοπο περιοχής), την επίβλεψη του έργου στην Ουγγαρία.

Και Άλλα Στρατόπεδα Κράτησης

Τον Αύγουστο του 1940, η Ουγγαρία έθεσε υπό την κατοχή της μέρος της Τρανσυλβανίας (Ρουμανία). Την επόμενη χρονιά, ο διωγμός εντάθηκε σε εκείνη την περιοχή. Στην Κλουζ της Τρανσυλβανίας, στήθηκε άλλο ένα στρατόπεδο κράτησης, και εκατοντάδες αδελφοί και αδελφές, νέοι και ηλικιωμένοι, οδηγήθηκαν σε αυτό το στρατόπεδο. Αργότερα, οι Μάρτυρες εκεί υποβλήθηκαν σε πολλές ωμότητες επειδή δεν αποκήρυτταν την πίστη τους και δεν επέστρεφαν στην προηγούμενη θρησκεία τους. Όταν το έμαθαν αυτό οι πιστοί Μάρτυρες που βρίσκονταν εκτός του στρατοπέδου, προσεύχονταν ενωμένα σε όλη τη χώρα για χάρη των αδελφών τους. Λίγο αργότερα, μια επίσημη έρευνα που έγινε στο στρατόπεδο της Κλουζ αποκάλυψε ότι υπήρχε διαφθορά, και γι’ αυτό ο διοικητής μαζί με τους περισσότερους φύλακες μετατέθηκαν, και μερικοί μάλιστα φυλακίστηκαν. Έτσι, ήρθε κάποια ανακούφιση στους αδελφούς μας, οι οποίοι ευχαρίστησαν για αυτό τον Ιεχωβά.

Στο μεταξύ, στη νοτιοδυτική Ουγγαρία, σε ένα στρατόπεδο κοντά στο Ναγκικάνιτσα, τα αντρόγυνα κρατούνταν μαζί, ενώ τα παιδιά τους τα φρόντιζαν οι Μάρτυρες που ήταν ακόμη στα σπίτια τους. Σε όλα αυτά τα στρατόπεδα, ο λαός του Ιεχωβά δεχόταν πίεση. Τους πρόσφεραν την ελευθερία τους αν απλώς υπέγραφαν ένα έγγραφο με το οποίο θα αποκήρυτταν την πίστη τους και θα υπόσχονταν ότι θα διέκοπταν κάθε σχέση με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και ότι θα επέστρεφαν στην προηγούμενη πίστη τους, την οποία ενέκρινε το κράτος.

Η κατάσταση έγινε ακόμη πιο επικίνδυνη για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στις 27 Ιουνίου 1941, όταν η Ουγγαρία μπήκε στον πόλεμο εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό οδήγησε σε πολλές δοκιμασίες που σχετίζονταν με την άρνηση της στρατιωτικής υπηρεσίας.

Συλλαμβάνεται ο Υπηρέτης Χώρας

Η ομάδα των αστυνομικών που ασχολούνταν με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά γινόταν όλο και πιο δραστήρια, εισβάλλοντας στα σπίτια πολλών αδελφών. Ο αδελφός Κόνραντ λάβαινε συχνά κλήσεις από την αστυνομία, δεχόταν εφόδους στο σπίτι του και υποχρεώθηκε να παρουσιάζεται στο κεντρικό αστυνομικό τμήμα δύο φορές την εβδομάδα.

Το Νοέμβριο του 1941 συγκέντρωσε όλους τους υπηρέτες ζώνης (επισκόπους περιοχής) και τους είπε πως ήταν βέβαιος ότι σύντομα θα τον συνελάμβαναν, και έτσι υπέδειξε τον αδελφό Γιόζεφ Κλίνιετς, έναν από τους υπηρέτες ζώνης, για να επιβλέπει το έργο σε περίπτωση που ο ίδιος συλλαμβανόταν.

Τον επόμενο κιόλας μήνα, στις 15 Δεκεμβρίου, ο αδελφός Κόνραντ συνελήφθη. Επί αρκετές μέρες τον κακομεταχειρίζονταν με απερίγραπτη βαρβαρότητα, προσπαθώντας να τον κάνουν να αποκαλύψει τα ονόματα των υπηρετών ζώνης και των σκαπανέων, αλλά οι βασανιστές του δεν πέτυχαν τίποτα. Τελικά, τον παρέδωσαν στον εισαγγελέα. Έπειτα από όλα αυτά, καταδικάστηκε σε δύο μόνο μήνες φυλάκιση. Στο τέλος όμως της ποινής του, δεν τον άφησαν ελεύθερο. Αντίθετα, τον μετέφεραν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Κίσταρσα, με το αιτιολογικό ότι αποτελούσε απειλή για την κοινωνία.

Δύο Υπηρέτες Χώρας

Στο μεταξύ, το 1942, το Γραφείο Κεντρικής Ευρώπης στην Ελβετία διόρισε επίσημα τον Ντέινες Φαλουβέιγκι για να επιβλέπει το έργο στην Ουγγαρία. Ο αδελφός Φαλουβέιγκι, παρότι ήταν πράος και υποχωρητικός εκ φύσεως, είχε την ικανότητα να εμπνέει τους άλλους με το ζήλο του για την αλήθεια. Ήταν δάσκαλος στην Τρανσυλβανία και είχε συμβάλει σημαντικά στην οργάνωση του έργου στη Ρουμανία έπειτα από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ωστόσο, ο αδελφός Κλίνιετς, ο υπηρέτης ζώνης στον οποίο ο αδελφός Κόνραντ είχε αναθέσει προσωρινά την ευθύνη για το έργο σε περίπτωση σύλληψής του, δεν χάρηκε όταν δόθηκε ο διορισμός στον αδελφό Φαλουβέιγκι. Δεν θεωρούσε τον αδελφό Φαλουβέιγκι ικανό να αντιμετωπίσει το δύσκολο έργο.

Ο αδελφός Κλίνιετς ήταν ανέκαθεν ζηλωτής και θαρραλέος αδελφός, ο οποίος, εκ φύσεως, ήταν περισσότερο σταθερός παρά πράος. Ήταν ζηλωτής στην υπηρεσία αγρού, και οι αδελφοί σε όλη τη χώρα τον γνώριζαν καλά και τον αγαπούσαν. Οι αδελφοί έφτασαν στο σημείο να είναι χωρισμένοι σε δύο παρατάξεις—μία η οποία αναγνώριζε το διορισμό του αδελφού Φαλουβέιγκι από την Εταιρία, και μία άλλη που συμμεριζόταν την άποψη του αδελφού Κλίνιετς ότι η ευθύνη της επίβλεψης έπρεπε να βρίσκεται σε σταθερά χέρια εκείνους τους δύσκολους καιρούς.

Μερικές εκκλησίες δέχονταν επισκέψεις από δύο υπηρέτες ζώνης ταυτόχρονα—έναν που είχε σταλθεί από τον αδελφό Φαλουβέιγκι, και έναν άλλον από τον αδελφό Κλίνιετς. Δυστυχώς, σε αυτές τις περιστάσεις, αντί να ενθαρρύνουν τους αδελφούς, οι δύο υπηρέτες ζώνης κατά καιρούς φιλονικούσαν μεταξύ τους. Όπως είναι ευνόητο, αυτό έθλιβε τους πιστούς αδελφούς.

Ο Στάβλος Αλόγων Ιπποδρομίας στο Άλαγκ

Τον Αύγουστο του 1942, οι αρχές αποφάσισαν να τερματίσουν τη δραστηριότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ουγγαρία. Για το σκοπό αυτό, ετοίμασαν δέκα σημεία συγκέντρωσης όπου μάζεψαν τους Μάρτυρες, άντρες και γυναίκες, νέους και ηλικιωμένους. Ακόμη και άτομα που δεν είχαν ακόμη βαφτιστεί, αλλά ήταν γνωστό πως είχαν επαφές με Μάρτυρες του Ιεχωβά, τα οδήγησαν σε εκείνα τα μέρη.

Οι Μάρτυρες από τη Βουδαπέστη και τα περίχωρά της οδηγήθηκαν σε ένα στάβλο αλόγων ιπποδρομίας στο Άλαγκ. Στις δυο πλευρές του στάβλου, κατά μήκος των εξωτερικών τοίχων, άπλωσαν άχυρα πάνω στα οποία κοιμούνταν οι αδελφοί και οι αδελφές τη νύχτα. Αν κάποιος ήθελε απλώς να αλλάξει πλευρό τη νύχτα, έπρεπε να ζητήσει κανονική άδεια από τους φρουρούς. Τη μέρα τούς ανάγκαζαν να κάθονται παραταγμένοι σε ξύλινους πάγκους κοιτώντας τον τοίχο, ενώ οι φρουροί βημάτιζαν πάνω κάτω στο στάβλο με τις ξιφολόγχες τους έτοιμες. Δεν επιτρέπονταν καθόλου συζητήσεις.

Δίπλα στο στάβλο υπήρχε ένα μικρότερο δωμάτιο όπου οι αστυνομικοί, υπό την κατεύθυνση του Ιστβάν και του Άνταλ Γιούχας, που ήταν σαρκικά αδέλφια, διεξήγαν τις «ανακρίσεις». Υπέβαλλαν τους αδελφούς σε βασανιστήρια, χρησιμοποιώντας μεθόδους μερικές από τις οποίες είναι τόσο εξευτελιστικές ώστε δεν μπορούμε να τις αναφέρουμε.

Δεν λυπούνταν ούτε τις αδελφές. Για να πνίξουν τις κραυγές κάποιας αδελφής, έβαλαν τις κάλτσες της στο στόμα της. Κατόπιν, την ανάγκασαν να ξαπλώσει μπρούμυτα στο έδαφος, ενώ κάποιος αστυνομικός καθόταν πάνω της και κρατούσε ψηλά τα πόδια της και ένας άλλος τη χτυπούσε ανελέητα στα πέλματα των ποδιών της. Τα χτυπήματα και οι φωνές της ακούγονταν καθαρά στο δωμάτιο όπου βρίσκονταν οι αδελφοί.

«Δικαστήριο» στο Άλαγκ

Οι «ανακρίσεις» ολοκληρώθηκαν στα τέλη Νοεμβρίου. Εκείνον το μήνα, στήθηκε ένα δικαστήριο στην αίθουσα χορού κάποιου εστιατορίου στο Άλαγκ, όπου το στρατοδικείο υπό τον Χάινριχ Βερτ εκδίκασε την υπόθεση 64 Μαρτύρων του Ιεχωβά. Μόλις οι αδελφοί μπήκαν σε αυτή την αίθουσα, αντίκρισαν έντυπα, Άγιες Γραφές, γραφομηχανές, γραμμόφωνα και δίσκους, τα οποία είχαν κατασχεθεί κατά τις έρευνες στα σπίτια.

Η δίκη άρχισε χωρίς να έχει εξετάσει ο στρατιωτικός επίτροπος κανέναν από τους 64 κατηγορουμένους, οι οποίοι δεν μπόρεσαν ούτε καν να μιλήσουν με το δικηγόρο στον οποίο είχε αναθέσει το δικαστήριο την υπεράσπισή τους. Η εξέταση όλων των κατηγορουμένων διήρκεσε λίγες μόνο ώρες, και στην πραγματικότητα δεν δόθηκε καμιά ευκαιρία στους Μάρτυρες να υπερασπίσουν τον εαυτό τους. Κάποια αδελφή ρωτήθηκε αν ήταν έτοιμη να πάρει όπλο. Αυτή απάντησε: «Είμαι γυναίκα, και επομένως δεν χρειάζεται να πάρω όπλο». Τότε τη ρώτησαν: «Θα έπαιρνες όπλο αν ήσουν άντρας;» Αποκρίθηκε: «Θα απαντήσω σε αυτή την ερώτηση όταν γίνω άντρας!»

Αργότερα, ανακοινώθηκαν οι ποινές. Οι αδελφοί Μπάρτα, Φαλουβέιγκι και Κόνραντ επρόκειτο να απαγχονιστούν. Άλλοι καταδικάστηκαν σε ισόβια, και οι υπόλοιποι καταδικάστηκαν σε φυλάκιση από δύο ως δεκαπέντε χρόνια. Το ίδιο εκείνο απόγευμα τους πήγαν στις στρατιωτικές φυλακές στο Μάργκιτ Μπούλεβαρντ στη Βουδαπέστη. Οι τρεις αδελφοί που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο περίμεναν ότι θα τους εκτελούσαν σύντομα, αλλά ακριβώς ένα μήνα μετά τη φυλάκισή τους, ο δικηγόρος τους ήρθε και τους είπε ότι οι θανατικές τους ποινές είχαν μετατραπεί σε ισόβια.

Στα υπόλοιπα εννιά σημεία συγκέντρωσης, οι ανακρίσεις γίνονταν με μεθόδους παρόμοιες με εκείνες που χρησιμοποιήθηκαν στο στάβλο στο Άλαγκ. Οι αδελφοί που καταδικάστηκαν μεταφέρθηκαν τελικά στις φυλακές του Βακ, στα βόρεια της χώρας.

Καλόγριες Φρουρούν Φυλακές

Οι αδελφές συνήθως κρατούνταν στη Βουδαπέστη, στην οδό Κόντι, όπου βρίσκονταν οι φυλακές της αντικατασκοπείας. Εκείνες που καταδικάζονταν σε τρία ή περισσότερα χρόνια φυλάκιση μεταφέρονταν στις φυλακές γυναικών στη Μαριανόστρα (Η Μαρία Μας), ένα χωριό κοντά στα σλοβακικά σύνορα, όπου φρουρούνταν από καλόγριες οι οποίες μεταχειρίζονταν τις αδελφές μας με πολύ βάναυσο τρόπο. Εκεί έφερναν και Μάρτυρες που προηγουμένως βρίσκονταν σε άλλες φυλακές.

Όποια δεν ήταν διατεθειμένη να υπακούσει στους κανονισμούς της φυλακής, τους οποίους έθεταν οι καλόγριες, την έριχναν στο μπουντρούμι. Στους κανονισμούς αυτούς συγκαταλεγόταν ο υποχρεωτικός εκκλησιασμός και ο Καθολικός χαιρετισμός: «Ας είναι δοξασμένος ο Ιησούς Χριστός». Αν έδιναν κάτι στις φυλακισμένες, αυτές έπρεπε να λένε ευχαριστώ με τα λόγια: «Είθε ο Θεός να σε ανταμείψει για αυτό».

Φυσικά, οι πιστές αδελφές μας δεν συμμορφώνονταν με αυτούς τους κανονισμούς. Κάθε φορά που αρνούνταν να πάνε στην εκκλησία, τις έβαζαν στο μπουντρούμι για 24 ώρες· τότε ήταν που οι αδελφές μας έλεγαν: «Είθε ο Θεός να σε ανταμείψει για αυτό». Οι Μάρτυρες στερούνταν επίσης όλα τα συνηθισμένα προνόμια, όπως ήταν η λήψη δεμάτων, η αλληλογραφία με συγγενείς και το επισκεπτήριο. Μόνο λίγες συμβιβάστηκαν για να αποφύγουν και άλλες κακουχίες. Ωστόσο, έπειτα από κάποιο διάστημα, υπήρξε κάποια χαλάρωση στη σκληρή μεταχείριση που δέχονταν τα πιστά άτομα.

Στρατόπεδο Συγκέντρωσης στο Μπορ

Το καλοκαίρι του 1943, τους αδελφούς που ήταν κάτω των 49 χρονών τούς συγκέντρωσαν από όλες τις φυλακές της χώρας σε μια από τις επαρχιακές πόλεις και τους διέταξαν να αναλάβουν στρατιωτική υπηρεσία. Οι πιστοί αδελφοί, μολονότι κακοποιήθηκαν και πάλι, παρέμειναν σταθεροί και αρνήθηκαν, αποφεύγοντας επίσης να φορέσουν τη στρατιωτική ενδυμασία που τους προσφέρθηκε. Εννιά άτομα από την ομάδα, όμως, έδωσαν το στρατιωτικό όρκο και δέχτηκαν τις στολές. Ο συμβιβασμός τους, ωστόσο, δεν τους έφερε ανακούφιση. Τα 160 άτομα που ήταν συγκεντρωμένα εκεί, περιλαμβανομένων και των εννιά ατόμων που αποσκίρτησαν, μεταφέρθηκαν όλα σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μπορ (Σερβία). Δύο χρόνια αργότερα, ένας από εκείνους που αποσκίρτησαν, με το τουφέκι στο χέρι, χλωμός και συγκλονισμένος, βρέθηκε σε ένα απόσπασμα στο οποίο είχε ανατεθεί να εκτελέσει, μαζί με άλλους, τον ίδιο του το σαρκικό αδελφό, έναν πιστό Μάρτυρα.

Καθώς οδηγούνταν στο στρατόπεδο αλλά και μέσα σε αυτό, οι αδελφοί είχαν μερικές οδυνηρές εμπειρίες. Γενικά, όμως, ο διοικητής του στρατοπέδου δεν επέμενε να βάζει τους αδελφούς να κάνουν εργασίες που συγκρούονταν με τη συνείδησή τους. Σε κάποια περίπτωση μάλιστα, όταν μερικοί στρατιώτες χρησιμοποίησαν βασανιστήρια προσπαθώντας να αναγκάσουν τους Μάρτυρες να παραβιάσουν τη συνείδησή τους, ο διοικητής ζήτησε συγνώμη.

Ο Κάρολι Άφρα, ένας αδελφός γύρω στα εβδομήντα που εξακολουθεί να υπηρετεί πιστά τον Ιεχωβά, αναφέρει: «Έγιναν κάποιες προσπάθειες για να διαρρήξουν την πίστη μας, αλλά εμείς παραμείναμε σταθεροί. Σε μια περίπτωση, έπρεπε να κατασκευάσουμε ένα τσιμεντένιο πυροβολείο. Επιλέχτηκαν δυο αδελφοί για αυτή την εργασία. Αυτοί αρνήθηκαν και είπαν ότι είχαν φυλακιστεί λόγω του ότι δεν συμμετείχαν σε οτιδήποτε είχε σχέση με πόλεμο. Ο αξιωματικός τούς είπε ότι, αν δεν εργάζονταν, θα διέταζε να τους εκτελέσουν. Κάποιος στρατιώτης πήρε τον έναν αδελφό στην πίσω πλευρά του βουνού, και ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Ο αξιωματικός είπε στον άλλον αδελφό: ‘Τώρα ο αδελφός σου είναι νεκρός, αλλά εσύ μπορείς να το ξανασκεφτείς’.

»Η απάντηση του αδελφού ήταν: ‘Αν ο αδελφός μου μπορούσε να πεθάνει για την πίστη του, γιατί όχι και εγώ;’ Ο αξιωματικός διέταξε τον άλλο στρατιώτη να φέρει πίσω τον ‘εκτελεσμένο’ αδελφό και, χτυπώντας ελαφρά τον άλλον στην πλάτη, είπε: ‘Τέτοιοι γενναίοι άντρες αξίζει να μείνουν ζωντανοί’, και τους άφησε να φύγουν».

Οι αδελφοί γνώριζαν ότι ο λόγος για τον οποίο ζούσαν ήταν για να υπηρετούν ως Μάρτυρες του Ιεχωβά. Υπήρχαν χιλιάδες άλλοι κρατούμενοι στο στρατόπεδο στο Μπορ, και οι Μάρτυρες έδιναν σε πολλούς από αυτούς πλήρη μαρτυρία για τον Ιεχωβά και τη Βασιλεία του. Σε όλη τη χώρα εκείνα τα δύσκολα χρόνια, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά—είτε στις φυλακές είτε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης είτε αλλού—επωφελούνταν από τις ευκαιρίες που παρουσιάζονταν για να δίνουν μαρτυρία. Συναντούσαν ευνοϊκά διακείμενους ανθρώπους οπουδήποτε, ακόμη και ανάμεσα σε σημαντικούς αξιωματούχους, οι οποίοι θαύμαζαν τη θαρραλέα υπομονή των Μαρτύρων. Μερικοί αξιωματούχοι μάλιστα τους ενθάρρυναν: «Είθε να συνεχίσετε να υπομένετε στην πίστη σας».

Οι Μάρτυρες είχαν ήδη ζήσει υπό επικίνδυνες και δυσχερείς συνθήκες στο Μπορ επί 11 μήνες, όταν διαδόθηκε η φήμη ότι οι αντάρτες σκόπευαν να επιτεθούν στο χωριό. Αποφασίστηκε να εκκενωθεί το στρατόπεδο. Όταν οι Μάρτυρες έμαθαν, δυο μέρες πριν από την προγραμματισμένη αναχώρηση, ότι θα έκαναν τη διαδρομή με τα πόδια, άρχισαν αμέσως να φτιάχνουν δίτροχα και τετράτροχα κάρα. Όταν έφτασε η ώρα της αναχώρησης, είχαν τόσα κάρα, ώστε οι αξιωματικοί, οι στρατιώτες και οι άλλοι κρατούμενοι ήρθαν και κοίταζαν με θαυμασμό αυτά που είχαν καταφέρει οι Μάρτυρες του Ιεχωβά.

Προτού αρχίσει η πορεία (μαζί με 3.000 Εβραίους κρατούμενους), έδωσαν στον κάθε αδελφό 700 γραμμάρια ψωμί και πέντε κονσέρβες με ψάρι, ποσότητα που δεν ήταν καθόλου αρκετή για το ταξίδι. Ο Ιεχωβά, όμως, προμήθευσε αυτά που δεν προμήθευσαν οι αξιωματικοί. Με ποιον τρόπο; Μέσω των Σέρβων και των Ούγγρων κατοίκων που έμεναν στις περιοχές από τις οποίες περνούσαν. Αυτοί τους έδιναν πρόθυμα όσο ψωμί μπορούσαν. Οι αδελφοί μάζευαν αυτό το ψωμί, και όταν έκαναν στάσεις το μοίραζαν τόσο δίκαια ώστε ο καθένας έπαιρνε από ένα κομμάτι, έστω και αν ήταν μόνο μία μπουκιά. Μολονότι οι αξιωματικοί παρέδωσαν καθ’ οδόν εκατοντάδες κρατούμενους στα χέρια των Γερμανών στρατιωτών για να τους εκτελέσουν, το προστατευτικό χέρι του Ιεχωβά ήταν πάνω στους Μάρτυρές του.

Καινούρια Δοκιμή της Ακεραιότητας

Προς το τέλος του 1944, όταν ο σοβιετικός στρατός πλησίαζε, οι Μάρτυρες διατάχτηκαν να μετακινηθούν προς τα ουγγροαυστριακά σύνορα. Όταν οι Μάρτυρες διαπίστωσαν πως όλοι οι άντρες που ήταν ικανοί να δουλέψουν βρίσκονταν στο μέτωπο, βοήθησαν τις γυναίκες της περιοχής να κάνουν τις βαριές αγροτικές εργασίες τους. Οπουδήποτε έβρισκαν κατάλυμα, οι αδελφοί εκμεταλλεύονταν τις ευκαιρίες για να δίνουν μαρτυρία.

Τον Ιανουάριο του 1945, ο διοικητής ειδοποίησε τους Μάρτυρες ότι όλοι οι άντρες που μπορούσαν να εργαστούν θα έπρεπε να παρουσιαστούν στο δημαρχείο του Γιανοσάζα. Από εκεί, κάποιος Γερμανός αξιωματικός τούς πήγε έξω από το χωριό για να σκάψουν χαρακώματα. Όταν οι πρώτοι έξι που επιλέχτηκαν αρνήθηκαν, ο αξιωματικός διέταξε αμέσως: «Εκτελέστε τους!» Οι έξι αδελφοί τοποθετήθηκαν στη σειρά, οι Ούγγροι στρατιώτες στάθηκαν έτοιμοι να πυροβολήσουν στο άκουσμα του παραγγέλματος, και οι υπόλοιποι 76 αδελφοί παρατηρούσαν. Ένας από τους Ούγγρους στρατιώτες παρότρυνε χαμηλόφωνα τους αδελφούς που παρατηρούσαν: «Προχωρήστε και πετάξτε και εσείς τα εργαλεία σας· αλλιώς θα τους πυροβολήσουν». Εκείνοι εφάρμοσαν αμέσως τη συμβουλή του. Ο Γερμανός αξιωματικός ένιωσε τόση αμηχανία ώστε στην αρχή απλώς κοίταζε μη πιστεύοντας στα μάτια του. Κατόπιν ρώτησε: «Ούτε αυτοί θέλουν να εργαστούν;» Ο αδελφός Μπάρτα απάντησε στη γερμανική: «Βεβαίως θέλουμε να εργαστούμε, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε εργασίες που αντιβαίνουν στην πίστη μας. Ο λοχίας εδώ μπορεί να επιβεβαιώσει ότι έχουμε κάνει το καθετί όσο πιο ευσυνείδητα και αποδοτικά μπορούμε, και εξακολουθούμε να το κάνουμε, αλλά αυτή την εργασία που σκέφτεστε, εμείς δεν θα την κάνουμε».

Ένας από αυτούς τους αδελφούς αργότερα θυμήθηκε: «Κατόπιν ο αξιωματικός δήλωσε ότι ήμασταν όλοι υπό κράτηση, πράγμα που φάνηκε μάλλον αστείο, επειδή έτσι και αλλιώς ήμασταν όλοι κρατούμενοι».

Άλλοι Τηρητές Ακεραιότητας

Όπως οι αδελφοί που προαναφέρθηκαν, έτσι και εκατοντάδες άλλοι αδελφοί και αδελφές από όλη τη χώρα έκαναν τον ίδιο αγώνα για την πίστη τους σε πολλά άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης και σε φυλακές.

Την άνοιξη του 1944, όταν πολλοί Εβραίοι μεταφέρθηκαν από το στρατόπεδο κράτησης στο Ναγκικάνιτσα σε στρατόπεδα στη Γερμανία, υπήρχαν δύο Μάρτυρες του Ιεχωβά ανάμεσά τους, η Έιβα Μπας και η Όλγκα Σλέζινγκερ, εβραϊκής καταγωγής, ηλικίας 20 και 45 χρονών αντίστοιχα. Ήταν και οι δύο ζηλώτριες, άτομα που λάτρευαν με αγνή καρδιά τον Ιεχωβά Θεό. Η αδελφή Μπας ήταν ένα πολύ λεπτεπίλεπτο κορίτσι, αλλά υπηρετούσε ως σκαπάνισσα προτού τη συλλάβουν. Βρισκόταν στη διακονία αγρού στο Ντούναβιτς όταν η αστυνομία τη συνέλαβε και την οδήγησε στο κοινοτικό γραφείο.

Με την υποκίνηση του προέδρου του χωριού, τη μεταχειρίστηκαν με εξευτελιστικό τρόπο. Η αδελφή Μπας θυμάται: «Μου ξύρισαν όλα τα μαλλιά· με ανάγκασαν να σταθώ γυμνή μπροστά σε δέκα με δώδεκα αστυνομικούς. Κατόπιν άρχισαν να με ανακρίνουν και ήθελαν να μάθουν ποιος ήταν ο αρχηγός μας στην Ουγγαρία. Εξήγησα ότι δεν είχαμε άλλον αρχηγό εκτός από τον Ιησού Χριστό». Αντέδρασαν χτυπώντας την ανελέητα με τα κλομπ τους. Αλλά η αδελφή Μπας ήταν αποφασισμένη να μην προδώσει τους Χριστιανούς αδελφούς της.

Στη συνέχεια, θυμάται: «Αυτά τα κτήνη έδεσαν μαζί τα χέρια και τα πόδια μου, και με ταπείνωσαν όλοι τους βιάζοντάς με, όλοι εκτός από έναν αστυνομικό. Με έδεσαν τόσο σφιχτά ώστε είχα ακόμη σημάδια στους καρπούς μου όταν πήγα στη Σουηδία ύστερα από τρία χρόνια. Με κακοποίησαν τόσο πολύ ώστε με έκρυψαν στο υπόγειο επί δύο εβδομάδες, μέχρι να επουλωθούν τα πιο σοβαρά τραύματα. Δεν τολμούσαν να αφήσουν άλλους να με δουν σε αυτή την κατάσταση». Η αδελφή Μπας στάλθηκε στο στρατόπεδο του Ναγκικάνιτσα και από εκεί, μαζί με την αδελφή Σλέζινγκερ, στο Άουσβιτς.

Η ίδια συνεχίζει: «Ένιωθα ασφαλής μαζί με την Όλγκα· εκείνη κατάφερνε να διατηρεί το χιούμορ της στις δύσκολες καταστάσεις. Ο Δόκτωρ Μένγκελε είχε αναλάβει να ξεχωρίζει τους καινούριους κρατούμενους που δεν ήταν κατάλληλοι για εργασία από εκείνους που ήταν γεροί. Όσοι ανήκαν στην πρώτη ομάδα στέλνονταν στους θαλάμους αερίων. Όταν ήρθε η σειρά μας, είπε στην Όλγκα: ‘Πόσο χρονών είσαι;’ Θαρραλέα και με βλέμμα γεμάτο χιούμορ, αυτή απάντησε: ‘Είκοσι’. Στην πραγματικότητα, είχε τα διπλά χρόνια. Αλλά ο Μένγκελε γέλασε και την άφησε να πάει στη δεξιά πλευρά και να μείνει ζωντανή».

Στα ρούχα τους είχαν ράψει κίτρινα άστρα, τα οποία τις προσδιόριζαν ως Εβραίες, αλλά εκείνες διαμαρτυρήθηκαν επιμένοντας ότι ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Οι αδελφές ξήλωσαν τα κίτρινα άστρα και ζήτησαν να τους ράψουν μοβ τρίγωνα, τα οποία θα τις προσδιόριζαν ως Μάρτυρες του Ιεχωβά. Παρ’ όλο που τις χτύπησαν άσχημα για αυτό, εκείνες απάντησαν: «Ό,τι και να μας κάνετε, εμείς δεν θα πάψουμε να είμαστε Μάρτυρες του Ιεχωβά».

Αργότερα τις πήγαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μπέργκεν-Μπέλζεν. Εκείνον περίπου τον καιρό, ξέσπασε επιδημία τύφου στο στρατόπεδο. Η αδελφή Σλέζινγκερ αρρώστησε τόσο πολύ ώστε την απομάκρυναν από το στρατόπεδο μαζί με πολλούς άλλους, και ποτέ δεν την ξαναείδε κανείς. Λίγο αργότερα, ο βρετανικός στρατός απελευθέρωσε αυτή την περιοχή. Η αδελφή Μπας μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, και κατόπιν πήγε στη Σουηδία, όπου επικοινώνησε αμέσως με τους αδελφούς.

Πολλοί από τους αδελφούς που φυλακίστηκαν στην Ουγγαρία αργότερα εκτοπίστηκαν στη Γερμανία. Οι περισσότεροι από αυτούς επέστρεψαν έπειτα από τον πόλεμο, αλλά όχι όλοι. Ο Ντέινες Φαλουβέιγκι πέθανε ενώ μεταφερόταν από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ στο στρατόπεδο του Νταχάου. Είχε υπηρετήσει πιστά τον Ιεχωβά επί 30 και πλέον χρόνια.

Πιστοί Μάρτυρες Μέχρι Θανάτου

Όταν το στρατόπεδο του Ναγκικάνιτσα διαλύθηκε το φθινόπωρο του 1944, οι Μάρτυρες που δεν είχαν ήδη εκτοπιστεί στη Γερμανία αφέθηκαν ελεύθεροι. Επειδή όμως το μέτωπο του πολέμου τούς εμπόδιζε να επιστρέψουν στα σπίτια τους, αποφάσισαν να εργαστούν στα γύρω αγροκτήματα μέχρι να βελτιωθεί η κατάσταση. Κατόπιν, στις 15 Οκτωβρίου 1944, το Νιλασκερέστες Παρτ (κόμμα «Σταυρωτά Βέλη»), το οποίο είχε την υποστήριξη του γερμανικού ναζιστικού κόμματος, ήρθε στην εξουσία και άρχισε αμέσως να καλεί νεαρούς για στρατιωτική υπηρεσία.

Σύντομα, οι αδελφοί συνελήφθησαν και πάλι λόγω της ουδετερότητάς τους. Πέντε από τους νεαρούς αδελφούς που συνελήφθησαν οδηγήθηκαν στο Κιόρμεντ, περίπου 10 χιλιόμετρα από τα αυστριακά σύνορα, όπου λειτουργούσε ένα στρατιωτικό δικαστήριο στο τοπικό σχολείο. Ο πρώτος που δικάστηκε ήταν ο Μπόρτολον Σάμπο, ο οποίος καταδικάστηκε να θανατωθεί από εκτελεστικό απόσπασμα. Προτού εκτελεστεί, έγραψε μια συγκινητική αποχαιρετιστήρια επιστολή, την οποία μπορείτε να διαβάσετε στο βιβλίο Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά—Διαγγελείς της Βασιλείας του Θεού, σελίδα 662. Αργότερα, δύο άλλοι αδελφοί, ο Γιάνος Ζόντορ και ο Άνταλ Χόνις, οδηγήθηκαν στο δικαστήριο. Παρέμειναν και αυτοί πιστοί, και εκτελέστηκαν επίσης.

Ο Σάντορ Χέλμετσι ήταν φυλακισμένος στο ίδιο μέρος. Ο ίδιος θυμάται: «Μια συγκεκριμένη ώρα της μέρας, μας επέτρεπαν να χρησιμοποιούμε την τουαλέτα που βρισκόταν στην αυλή. Αυτοί τροποποίησαν το πρόγραμμα έτσι ώστε να δούμε τι θα συνέβαινε. Με αυτόν τον τρόπο ήθελαν να μας πουν: ‘Τώρα ξέρετε τι θα πάθετε και εσείς’. Ήταν πολύ θλιβερή στιγμή για εμάς—να δούμε τους αγαπημένους μας αδελφούς να πέφτουν νεκροί. Κατόπιν μας οδήγησαν πίσω στα κελιά μας.

»Έπειτα από δέκα λεπτά, μας φώναξαν έξω και μας είπαν να καθαρίσουμε το αίμα των αδελφών μας. Έτσι τους είδαμε από κοντά. Το πρόσωπο του Γιάνος Ζόντορ ήταν εντελώς φυσιολογικό. Το χαμογελαστό, φιλικό και πράο πρόσωπό του δεν έδειχνε ίχνος φόβου».

Τον ίδιο καιρό, ένας άλλος αδελφός, ο 20χρονος Λάγιος Ντέλι, απαγχονίστηκε δημόσια στην αγορά του Σάρβαρ, περίπου 40 χιλιόμετρα από τα αυστριακά σύνορα. Το 1954, ένας πρώην αξιωματικός, ο οποίος ήταν αυτόπτης μάρτυρας, επανέφερε στη μνήμη του τα όσα συνέβησαν εκείνη τη μέρα:

«Πολλοί από εμάς, πολίτες και στρατιωτικοί, είχαμε τραπεί σε φυγή πηγαίνοντας προς τα δυτικά. Περνώντας από το Σάρβαρ, είδαμε την αγχόνη που είχαν στήσει στην αγορά. Κάποιο νεαρό παιδί, με πολύ ευχάριστο, ήρεμο πρόσωπο, στεκόταν κάτω από την αγχόνη. Όταν ρώτησα έναν από τους παρατηρητές τι είχε κάνει το παιδί, μου είπε ότι δεν δεχόταν ούτε να πάρει όπλο ούτε να κάνει άλλες βοηθητικές εργασίες. Τριγύρω υπήρχαν πολλοί οπαδοί του κόμματος ‘Σταυρωτά Βέλη’ με πολυβόλα. Όλοι άκουγαν όταν ένας από αυτούς είπε στο νεαρό: ‘Αυτή είναι η τελευταία σου ευκαιρία· ή το παίρνεις ή σε κρεμάμε!’ Ο νεαρός δεν απαντούσε· ούτε που ταράχτηκε καν. Κατόπιν, είπε με σταθερή φωνή: ‘Μπορεί να με κρεμάσετε, αλλά εγώ προτιμώ να υπακούω στον Θεό μου, τον Ιεχωβά, παρά σε απλούς ανθρώπους’. Κατόπιν, τον κρέμασαν».

Σύμφωνα με το Βιβλίο Έτους 1946 (στην αγγλική), 16 Μάρτυρες θανατώθηκαν ανάμεσα στα έτη 1940 και 1945 λόγω του ότι πρόβαλαν αντίρρηση συνείδησης στη στράτευση· άλλα 26 άτομα πέθαναν από την κακομεταχείριση. Όπως και ο Κύριός τους, νίκησαν τον κόσμο χάρη στην πίστη τους.

Καινούριο Ξεκίνημα Μετά τον Πόλεμο

Οι περισσότεροι από τους αδελφούς που επέστρεψαν στα σπίτια τους το έκαναν αυτό στο πρώτο ήμισυ του 1945. Δεν έπαψαν ποτέ να δίνουν μαρτυρία για την αλήθεια, μολονότι από το 1942 και έπειτα δεν ήταν σε θέση να δρουν οργανωμένα. Ωστόσο, στο τέλος του 1945, 590 άτομα υπέβαλαν ξανά έκθεση έργου. Τον επόμενο χρόνο ο αριθμός αυξήθηκε φτάνοντας στα 837 άτομα, περισσότερα από ό,τι σε οποιαδήποτε περίοδο της προπολεμικής εποχής.

Η τεράστια οικονομική αστάθεια που υπήρχε μετά τον πόλεμο αποτελούσε μεγάλο βάρος για όλους. Μερικές φορές, οι τιμές διπλασιάζονταν μέσα σε μία ώρα. Οι τιμές έπρεπε να υπολογίζονται σε τρόφιμα, και η συνηθισμένη «μονάδα» ήταν το αβγό. Έτσι, όταν οι αδελφοί έδιναν στο γραφείο της Εταιρίας το αντίτιμο για τα έντυπα, αυτό το έκαναν με το να πηγαίνουν τρόφιμα στο γραφείο—αβγά, μαγειρικό λάδι, αλεύρι, κτλ. Κατόπιν, αυτά τα προϊόντα έπρεπε να αποθηκευτούν και να πουληθούν. Οι λογαριασμοί που αφορούσαν το χαρτί και την εκτύπωση συχνά πληρώνονταν με τρόφιμα. Στις 20 Αυγούστου 1946 υπήρξε κάποια ανακούφιση, όταν κυκλοφόρησε ένα καινούριο νόμισμα. Ωστόσο, πολύ περισσότερη ενθάρρυνση πρόσφερε η μεγάλη ποσότητα ρουχισμού και τροφίμων που έστειλαν ως δώρο οι Χριστιανοί αδελφοί μας από άλλες χώρες.

Σύντομα, καταστάθηκε δυνατόν να διεξάγονται ελεύθερα μεγάλες συνάξεις εντός της Ουγγαρίας. Το 1945, σε μια δημόσια ομιλία που εκφωνήθηκε στο Σαρόσπατακ, παρευρέθηκαν περισσότερα από 500 άτομα. Οι αδελφοί ξεχείλιζαν από χαρά. Τον Οκτώβριο του 1946, διεξάχθηκε στο Νιρεγκιχάζα μια εθνική συνέλευση, στην οποία παρευρέθηκαν 600 άτομα. Το 1947 διεξάχθηκε άλλη μια εθνική συνέλευση—αυτή τη φορά στη Βουδαπέστη, την πρωτεύουσα. Οι κρατικοί σιδηρόδρομοι της Ουγγαρίας πρόσφεραν μάλιστα 50 τοις εκατό έκπτωση σε εκείνους που θα ταξίδευαν προς τη συνέλευση με ειδικό τρένο, ένα τρένο στο οποίο υπήρχε η επιγραφή: «Συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά». Αυτή τη φορά οι παρευρισκόμενοι ανήλθαν σε 1.200 άτομα. Το ίδιο εκείνο έτος, έγινε η αγορά μιας έπαυλης στη Βουδαπέστη, η οποία επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί ως γραφείο τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά.

Η Μεταμέλεια του Γιόζεφ Κλίνιετς

Είναι κατάλληλο τώρα να αναφερθούμε και πάλι στον Γιόζεφ Κλίνιετς ο οποίος, μολονότι ήταν ζηλωτής στη διακονία αγρού, είχε προκαλέσει μεγάλη διαίρεση ανάμεσα στους αδελφούς το 1942 λόγω της ανυποχώρητης στάσης του. Μετά τον πόλεμο έστειλε μια οχτασέλιδη επιστολή στα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας στο Μπρούκλιν, με την οποία κατηγορούσε τους αδελφούς Κόνραντ και Μπάρτα. Στην απάντησή του ο αδελφός Νορ, ο τότε πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, είπε στον Κλίνιετς ότι το κήρυγμα των καλών νέων της Βασιλείας προόδευε και πάλι στην Ουγγαρία και ότι θα έκανε καλά να συμμετέχει σε αυτό αντί να χρησιμοποιεί το χρόνο του για να γράφει κατηγορίες εναντίον των αδελφών. «Ποιος είσαι εσύ που κρίνεις τον υπηρέτη κάποιου άλλου;» ρώτησε ο αδελφός Νορ, παραθέτοντας το εδάφιο Ρωμαίους 14:4.

Αφού σκέφτηκε τα όσα διάβασε, ο Γιόζεφ Κλίνιετς πήγε στον αδελφό Κόνραντ και είπε: «Έλαβα την επιστολή του αδελφού Νορ, και επηρεάστηκα πολύ καθώς τη διάβαζα. Εξέτασα τη μέχρι τώρα πορεία ενεργείας μου και επαναξιολόγησα ολόκληρη τη ζωή μου. Ζήτησα τη συγχώρηση του Ιεχωβά μέσω προσευχής, και τώρα έρχομαι να σας ζητήσω να με συγχωρήσετε και εσείς αν μπορείτε!» Ο αδελφός Κόνραντ του απάντησε στοργικά: «Αν ο Ιεχωβά σε έχει συγχωρήσει, ποιοι είμαστε εμείς για να μη σε συγχωρήσουμε;»

Τότε, ο αδελφός Κλίνιετς άρχισε να κλαίει. Παραδέχτηκε ότι η καρδιά του είχε ήδη σκληρυνθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε, πριν από αυτό, αν κάποιος από τους αδελφούς ερχόταν σε αυτόν όπως πήγε τώρα εκείνος στον αδελφό Κόνραντ, θα τον είχε διώξει από το σπίτι του. Πόσο διαφορετική και πόσο αναζωογονητική ήταν η υποδοχή που του επιφύλαξαν! Αμέσως μετά, ο αδελφός Κλίνιετς άρχισε να συμμετέχει και πάλι στη διακονία αγρού, και αργότερα ανέλαβε την υπηρεσία σκαπανέα. Με πόση καλοσύνη και έλεος συμπεριφέρεται ο Ιεχωβά σε εκείνους που επιστρέφουν μετανοημένοι σε αυτόν και περπατούν στις οδούς του!—Ησ. 55:6, 7.

Αλλαγή στο Πολιτικό Κλίμα

Το 1948 το Κομμουνιστικό Κόμμα σταδιακά κέρδισε έδαφος στην Ουγγαρία. Εκείνο το έτος, οι Μάρτυρες μπορούσαν ακόμη να διεξάγουν τις συνελεύσεις τους περιοχής, αλλά συχνά κάτω από δύσκολες καταστάσεις. Εξετάστε τι συνέβη όσον αφορά τη συνέλευση που διεξάχθηκε στο θέατρο του Σατοραλιαουίχελι.

Οι αδελφοί σχεδίαζαν να μεταδώσουν το πρόγραμμα όχι μόνο στην αίθουσα αλλά και στην πλατεία που υπήρχε απέναντι από το κτίριο. Ενώ δοκίμαζαν τα εξωτερικά τους μεγάφωνα, διαφήμιζαν τη δημόσια ομιλία. Ο αδελφός που είχε την ευθύνη της διοργάνωσης της συνέλευσης κλήθηκε αμέσως στο εντευκτήριο των αστυνομικών. Ο Γιάνος Λάκο τους εξήγησε: «Θα κάνουμε μια συνέλευση περιοχής και γι’ αυτό διαφημίσαμε τη δημόσια ομιλία. Σας έχουμε ήδη ενημερώσει για αυτό στο αστυνομικό τμήμα». Ο αστυνομικός απάντησε: «Αλλά τότε δεν είπατε τίποτα για μεγάφωνα. Ξηλώστε τα αμέσως!»

Όταν ο αδελφός Λάκο ανέφερε στους άλλους αδελφούς τι του είπαν και υπό ποιες περιστάσεις, εκείνοι πρότειναν: «Εφόσον το απαγόρευσαν σε εσένα, εσύ μην κάνεις τίποτα. Εμείς, όμως, μπορούμε να προσπαθήσουμε. Ένας αστυνομικός μπορεί να το απαγόρευσε, αλλά, πού ξέρεις, κάποιος άλλος μπορεί να το επιτρέψει».

Τότε, ετοίμασαν εις διπλούν μια αίτηση για τη χρησιμοποίηση εξωτερικών μεγαφώνων και την πήγαν στο αστυνομικό τμήμα. Ο αξιωματικός υπηρεσίας προσπάθησε να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τους ανωτέρους του, αλλά δεν τα κατάφερε. Οι αδελφοί τού είπαν ότι το μόνο που χρειαζόταν ήταν να την καταχωρήσει και να σφραγίσει το αντίγραφό τους. Αυτό και έκανε.

Όπως αναμενόταν, οι αστυνομικοί εμφανίστηκαν στη διάρκεια της δημόσιας ομιλίας και διέταξαν τους αδελφούς να αποσυνδέσουν τα μεγάφωνα.

«Γιατί να το κάνουμε αυτό, εφόσον έχουμε άδεια;»

«Πού είναι η άδειά σας;» ρώτησαν οι αστυνομικοί.

«Την έχει ο διοργανωτής».

«Πέστε του να έρθει εδώ».

Τον βρήκαν, και αυτός έδειξε την άδεια στους αστυνομικούς. Στάθηκαν εκεί για λίγο και άκουσαν την ομιλία. Η αίθουσα ήταν υπερπλήρης, και πολλοί άλλοι την άκουγαν από τα εξωτερικά μεγάφωνα. Όλα πήγαν καλά εκείνη τη μέρα. Ωστόσο, επρόκειτο να εμφανιστούν σοβαρότερα προβλήματα.

Τους Βάζουν Άλλη Ετικέτα

Προπολεμικά, οι εφημερίδες επανειλημμένα χαρακτήριζαν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά «κομμουνιστές» ή «πρόδρομους του κομμουνισμού». Εντούτοις, όταν ανέλαβε την εξουσία το Κομμουνιστικό Κόμμα, αυτή η ετικέτα δεν εξυπηρετούσε πια το σκοπό των εναντιουμένων. Έτσι, το 1949 εμφανίζονταν σχεδόν κάθε εβδομάδα άρθρα τα οποία τους κατηγορούσαν ως «μισθοφόρους του αμερικανικού ιμπεριαλισμού», οι οποίοι χρηματοδοτούνταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Το 1950, κομμουνιστές, κλήρος και τύπος σχημάτισαν ένα ενωμένο μέτωπο εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Οι αδελφοί συχνά άκουγαν από ενδιαφερόμενα άτομα πως, όταν έλεγαν στον ιερέα τους ότι εγκατέλειπαν επίσημα την εκκλησία, ο κληρικός έλεγε: «Τι; Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι πράκτορες του ιμπεριαλισμού, και εσείς θέλετε να τους ακολουθήσετε;» Οι συλλήψεις πύκνωναν—εκείνη τη χρονιά έγιναν 302. Δημόσιες ομιλίες μπορούσαν να εκφωνούνται μόνο στις κηδείες, οι οποίες όμως έφτασαν τις 72 εκείνο το έτος. Παρά τις δυσκολίες, οι αδελφοί κατόρθωσαν να αναφέρουν έναν ανώτατο αριθμό 1.910 ευαγγελιζομένων.

Συλλαμβάνονται Πάλι οι Βασικοί Επίσκοποι

Κατόπιν, στις 13 Νοεμβρίου 1950, ήρθαν αστυνομικοί στο γραφείο τμήματος της Εταιρίας στη Βουδαπέστη και έκαναν έρευνα. Προξένησαν τέτοια ακαταστασία ώστε τα δωμάτια του γραφείου έμοιαζαν με πεδία μάχης. Ο υπηρέτης τμήματος, ο Γιάνος Κόνραντ, και ο μεταφραστής, ο Άντρας Μπάρτα, καθώς και ένας υπηρέτης περιοχής, ο Γιάνος Λάκο, συνελήφθησαν μαζί με τέσσερις άλλους αδελφούς και οδηγήθηκαν στις φυλακές της οδού Αντράσι 60.

Ο Γιάνος Κόνραντ έγραψε σχετικά με αυτό: «Στις ανακρίσεις που γίνονταν εκεί, δεν χρησιμοποιούσαν τόσο πολλά και τόσο επώδυνα σωματικά βασανιστήρια όσο στις ανακρίσεις της αστυνομίας, αλλά η πλύση εγκεφάλου και τα διανοητικά βασανιστήρια που γίνονταν αργά μέσα στη νύχτα μερικές φορές ήταν χειρότερα από τα σωματικά βασανιστήρια.

»Η δίκη μας έγινε στις 2 Φεβρουαρίου 1951. Η κατηγορία: ‘Συναρχηγία σε μια οργάνωση η οποία στοχεύει στην υπονόμευση του κράτους και της κοινωνίας, καθώς και προδοσία’. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου, ο δικαστής Γιόνας (ο οποίος στην αντεπανάσταση, πέντε χρόνια αργότερα, φοβήθηκε τόσο πολύ ώστε αυτοκτόνησε), μας καταδίκασε και τους εφτά σε φυλάκιση που κυμαινόταν από πέντε ως δέκα χρόνια. Αυτή η ποινή προφανώς είχε προσυμφωνηθεί, επειδή δεν έγινε καμιά σύσκεψη, ενώ πρωτύτερα, στη διάρκεια μιας ανάκρισης, κάποιος που ανέκρινε έναν αδελφό τού είπε: ‘Θα σας κλείσουμε μέσα για δέκα χρόνια, και όταν περάσουν αυτά τα δέκα χρόνια, η Λαϊκή Δημοκρατία μας θα έχει γίνει ισχυρότερη από ό,τι είναι τώρα, και οι άνθρωποι θα έχουν εκπαιδευτεί ιδεολογικά και θα είναι απρόσβλητοι από τις προσπάθειες που κάνετε για να τους επηρεάσετε με την Αγία Γραφή. Τότε θα μπορούμε να σας αφήσουμε ελεύθερους’».

Ο αδελφός Κόνραντ συνέχισε: «Μας έστειλαν στις φυλακές του Βακ, βόρεια της Βουδαπέστης. Αλλά ήμασταν όλοι χαρούμενοι επειδή μας έβαλαν μαζί στο ίδιο κελί. Επιτέλους μπορούσαμε να ανταλλάσσουμε σκέψεις και εμπειρίες! Περνούσαμε τη μέρα τηρώντας ένα πρόγραμμα, αρχίζοντας με το εδάφιο της ημέρας, το οποίο προετοιμάζαμε με τη σειρά. Δεν είχαμε ούτε Αγία Γραφή· παρ’ όλα αυτά, αρχίσαμε να ‘διαβάζουμε’ την Αγία Γραφή από την αρχή παραθέτοντας τις περικοπές που μπορούσαμε να θυμηθούμε. ‘Διαβάζαμε’ άρθρα της Σκοπιάς με τον ίδιο τρόπο. Και προσευχόμασταν καθημερινά στον Ιεχωβά να βοηθάει τους αδελφούς μας που ήταν έξω να παραμείνουν σταθεροί.

»Δεν μείναμε μαζί για πολύ καιρό, όμως, επειδή μας χώρισαν και μας έβαλαν μαζί με κοσμικούς κρατούμενους—οι αρχές συμπέραναν ότι αν μέναμε μαζί θα ενισχύαμε ο ένας τις πεποιθήσεις του άλλου και δεν θα ‘βελτιωνόμασταν’ ποτέ. Αργότερα μας έβαλαν και πάλι μαζί, αυτή τη φορά επειδή φοβήθηκαν ότι μπορεί να πείθαμε τους κοσμικούς μας συγκρατούμενους σχετικά με την αλήθεια του Θεού. Αυτή η ιστορία επαναλαμβανόταν καθ’ όλη τη φυλάκισή μας».

Μια Καινούρια Επιτροπή Αρχίζει να Εργάζεται

Την άνοιξη του 1953, όλοι σχεδόν οι ώριμοι αδελφοί που είχαν επωμιστεί κάποια ευθύνη είχαν συλληφθεί. Οι συλλήψεις έγιναν αιφνιδιαστικά, απρόσμενα, και συνδυάστηκαν με εφόδους στα σπίτια των αδελφών. Ήταν απαραίτητο να γίνει πλήρης αναδιοργάνωση του έργου στην Ουγγαρία. Τρεις επίσκοποι περιοχής επρόκειτο τώρα να υπηρετήσουν στην καινούρια επιτροπή: ο Ζόλταν Χιούμπιτσακ, ο Γιόζεφ Τσόουμπαν και ο Γκιόργκι Πόντλοβιτς.

Το Νοέμβριο του 1953 τα τρία μέλη αυτής της επιτροπής συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στην κρατική φυλακή ασφαλείας του Μπεκεσάμπα. Κατά αρκετά περίεργο τρόπο, αφέθηκαν ελεύθεροι έπειτα από δέκα μέρες. Πολύ καιρό αργότερα μαθεύτηκε ότι ο Γιόζεφ Τσόουμπαν είχε ενδώσει κατόπιν πίεσης και συμφώνησε να συνεργαστεί με τις αρχές. Ωστόσο, η επιτροπή αναδιοργανώθηκε: ο Μίχαλι Παουλίνι αντικατέστησε τον Γιόζεφ Τσόουμπαν, ο οποίος έγινε υπηρέτης περιφερείας.

Μια από τις κύριες ευθύνες της επιτροπής ήταν η μετάφραση των άρθρων μελέτης της Σκοπιάς και η φροντίδα ώστε να φτάνει στην κάθε περιοχή ένα αντίτυπο. Στη συνέχεια, οι επίσκοποι περιοχής έκαναν αντίγραφα και διένεμαν ένα αντίτυπο στην κάθε εκκλησία.

Επιπλέον, η πνευματική τροφή έπρεπε να φτάνει και στους αδελφούς που κρατούνταν σε στρατόπεδα εργασίας. Το γνωστότερο στρατόπεδο εργασίας ήταν ίσως το Τόλαπα, ένα ανθρακωρυχείο στα βόρεια της χώρας. Ο ανώτατος αριθμός αδελφών τους οποίους έβαλαν οι αρχές να εργαστούν εκεί ήταν 265 άτομα. Στα ορυχεία οι αδελφοί εργάζονταν μαζί με τους κανονικούς ανθρακωρύχους, πολλοί από τους οποίους έδειχναν ευνοϊκή διάθεση απέναντι στους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτοί, για χάρη των αδελφών, στα κρυφά έβαζαν μέσα έντυπα και έβγαζαν έξω εκθέσεις.

Οι εχθροί μας εκείνα τα χρόνια επιδίωκαν δύο κυρίως στόχους—να αναγκάσουν τους Μάρτυρες να δεχτούν στρατιωτική υπηρεσία καθώς και να τους αναγκάσουν να προσχωρήσουν στην Ένωση των Ελεύθερων Εκκλησιών. Δεν πέτυχαν κανέναν από αυτούς τους στόχους, και έτσι δοκίμασαν ένα άλλο σχέδιο.

Καλοπιάσματα στη Φυλακή

Το 1955, ο Γιάνος Λάκο μεταφέρθηκε και πάλι στο ίδιο κελί με τον Γιάνος Κόνραντ. Κάποιος κ. Σάμπο πλησίασε τον αδελφό Λάκο και του έκανε μερικές προτάσεις. «Δεν μπορούσαμε να τα βρούμε με τον Κόνραντ», είπε ο κ. Σάμπο, «είναι αγύριστο κεφάλι. Εσύ είσαι πιο έξυπνος. Είμαστε έτοιμοι να σε αφήσουμε ελεύθερο και να σας δώσουμε άδεια να συνεχίσετε τη δράση σας. Ο Κόνραντ θα παραμείνει εδώ, αλλά η εκκλησία θα μπορεί να συναθροίζεται. Εσείς μπορείτε να είστε Μάρτυρες του Ιεχωβά, μπορείτε να προσεύχεστε όσο θέλετε, αλλά μην ενοχλείτε τους άλλους».

«Αυτό σημαίνει ότι θα είμαστε από εκείνους τους μάρτυρες που δεν δίνουν μαρτυρία», απάντησε ο αδελφός Λάκο. «Δεν μπορώ να το υποσχεθώ αυτό».

«Καλά, ξανασκέψου το. Θα σε επισκεφτώ πάλι». Όταν ξαναήρθε, ανάμεσα στα άλλα ρώτησε: «Τι κάνει ο Κόνραντ;»

«Είναι μια χαρά».

«Πότε τον είδες για τελευταία φορά;»

«Μόλις τώρα, είμαστε στο ίδιο κελί».

«Και του είπες αυτά που συζητήσαμε;»

«Φυσικά, είναι αδελφός μου!» Θυμωμένος, ο πράκτορας της κυβέρνησης έφυγε και δεν επισκέφτηκε ποτέ ξανά τον αδελφό Λάκο.

Τον ίδιο χρόνο, οι κομμουνιστές πρότειναν να δώσουν άδεια για την έκδοση της Σκοπιάς στην Ουγγαρία με τον όρο ότι θα υπήρχαν δυο σελίδες κομμουνιστικής προπαγάνδας. Φυσικά, οι αδελφοί δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν.

Και Άλλη Προσπάθεια Εξαπάτησης

Το καλοκαίρι του 1955, περίπου εκατό αδελφοί απελευθερώθηκαν από το στρατόπεδο στο Τόλαπα. Αφού είχαν απολαύσει και πάλι την οικογενειακή ζωή επί έξι μόνο εβδομάδες, τους διέταξαν να πάνε στο χωριό Σέντεντρε, κοντά στη Βουδαπέστη.

Μόλις έφτασαν στο Σέντεντρε, οι αδελφοί οδηγήθηκαν σε μια μεγάλη αίθουσα. Κάποιος αξιωματικός τούς είπε ότι δεν χρειαζόταν να πάρουν όπλο επειδή η κυβέρνηση είχε κάνει μια ειδική ρύθμιση την οποία θα εκτιμούσαν. Αντί να έχουν όπλα ή να μεταφέρουν πολεμοφόδια, το μόνο που θα χρειαζόταν να κάνουν ήταν να βοηθάνε στην κατασκευή δρόμων, γεφυρών, σιδηροδρομικών γραμμών και παρόμοιων έργων. Έπειτα από λίγους μήνες θα μπορούσαν να επιστρέψουν στο σπίτι, στην οικογένειά τους. Η ρύθμιση αυτή στην αρχή άρεσε σε πολλούς από τους λιγότερο έμπειρους αδελφούς, αλλά μερικοί ώριμοι αδελφοί διαισθάνονταν ότι υπήρχε κάποια παγίδα και αμέσως ρώτησαν: «Θα μας ζητηθεί να βοηθήσουμε και στην κατασκευή στρατιωτικών έργων;» Δεν δόθηκε καμιά άμεση απάντηση.

Κατόπιν, οι αδελφοί ρώτησαν αν θα έπρεπε να φοράνε στολές. Ο αξιωματικός απάντησε ότι θα τους έδιναν καπέλα και ότι αν ήθελαν θα μπορούσαν επίσης να έχουν στολές ώστε να μη φθείρουν τα δικά τους ρούχα. Αυτό φάνηκε λογικό σε μερικούς. Μετά, ακούστηκε η διαταγή: «Όσοι από εσάς είστε έτοιμοι να εργαστείτε δυο ή τρεις μήνες και κατόπιν να επιστρέψετε στην οικογένειά σας μπορείτε να πάτε στην αποθήκη, να βγάλετε τα πολιτικά σας ρούχα και να βάλετε στολές και μπότες. Εκείνοι που δεν είναι έτοιμοι να το κάνουν αυτό μπορούν να υπολογίζουν ότι θα μείνουν στη φυλακή από πέντε ως δέκα χρόνια».

Αυτή ήταν σκληρή δοκιμασία για τους αδελφούς. Αρκετοί από αυτούς τους αδελφούς είχαν ήδη περάσει τέσσερα χρόνια στη φυλακή ή σε στρατόπεδα. Τώρα, αφού γεύτηκαν έξι εβδομάδες ελευθερίας, θα τους έστελναν σε κάποιο σκοτεινό ορυχείο ή λατομείο, και θα περνούσαν πάλι τα ίδια από την αρχή. Μερικοί σκέφτηκαν ότι αυτό θα διαρκούσε λίγους μόνο μήνες και κατόπιν θα επέστρεφαν στην οικογένειά τους και θα υπηρετούσαν τον Ιεχωβά ελεύθερα. Περίπου 40 από τους 100 προχώρησαν δειλά δειλά για να πάρουν τις στολές.

Οι υπόλοιποι αδελφοί συμπέραναν ύστερα από προσευχή ότι αυτή η προσφορά ισοδυναμούσε με βοηθητική στρατιωτική υπηρεσία, και ότι επρόκειτο να αποτελέσουν ένα σώμα εργατών στο στρατό. Επιθυμώντας να διακρατήσουν τη Χριστιανική τους ουδετερότητα, απέρριψαν την πρόταση.

Τώρα, στη μια πλευρά της αίθουσας βρίσκονταν εκείνοι που είχαν δεχτεί τις στολές, ενώ στην άλλη πλευρά βρίσκονταν εκείνοι που δεν τις είχαν δεχτεί. Κατόπιν μπήκε στο δωμάτιο κάποιος δεκανέας και φώναξε σε ένα Μάρτυρα που ήταν κοντά του: «Δεν μπορείς να χαιρετήσεις;» Ο αδελφός απάντησε ότι ήταν πολίτης και όχι στρατιώτης. Τότε μόνο παρατήρησε ο δεκανέας ότι οι αδελφοί ήταν χωρισμένοι σε δύο ομάδες, μία με στολές και μία με πολιτικά ρούχα. Στράφηκε σε εκείνους που φορούσαν στολή και τους είπε με προστακτικό ύφος: «Άντρες! Προσοχή! Όσοι έχετε δεχτεί βοηθητική στρατιωτική υπηρεσία, από σήμερα πρέπει να χαιρετάτε όταν μπαίνει κάποιος με μεγαλύτερο βαθμό και πρέπει να στέκεστε προσοχή και να δίνετε αναφορά. Από σήμερα είστε στρατιώτες και υποχρεούστε να υπακούτε σε όλες τις διαταγές».

Σιωπή γεμάτη αμηχανία απλώθηκε στο δωμάτιο, και κατόπιν εκείνοι που φορούσαν τις στολές φώναξαν με μεγάλη αγανάκτηση: «Δεν είμαστε στρατιώτες! Δεν δεχτήκαμε καμιά στρατιωτική υπηρεσία! Δεχτήκαμε απλώς να εργαστούμε!» Ακούγοντας τη φασαρία, ο αξιωματικός που είχε μιλήσει πρώτος στους αδελφούς ξαναμπήκε στο δωμάτιο και είδε ότι ο δεκανέας τού τα είχε χαλάσει. Αμέσως προσπάθησε να μεταπείσει τους αδελφούς. Οι περισσότεροι όμως από τους αδελφούς είχαν ήδη βγάλει τις στολές τους και είχαν ζητήσει να τους δώσουν τα πολιτικά τους ρούχα. Ο στρατιώτης που ήταν υπεύθυνος για την αποθήκη δεν ήθελε να τους τα δώσει. Το επόμενο πια πρωινό, χάρη στις επίμονες προσπάθειες των αδελφών, τους επέστρεψαν το ρουχισμό τους.

Σε λίγο, ήρθαν αρκετοί ανώτεροι αξιωματικοί. Οι αδελφοί υποχρεώθηκαν να σταθούν σε σειρές. Ένας από τους αξιωματικούς διέταξε: «Όσοι από εσάς είστε διατεθειμένοι να αναλάβετε βοηθητική υπηρεσία, κάντε ένα βήμα μπροστά!» Κανείς δεν κουνήθηκε. Κατόπιν διέταξε: «Όσοι δεν είστε έτοιμοι να αναλάβετε βοηθητική υπηρεσία, κάντε ένα βήμα μπροστά!» Αυτή τη φορά, λες και πάτησε το σωστό κουμπί, όλοι έκαναν ένα βήμα μπροστά.

Τροφή για τους Κρατούμενους

Στη διάρκεια της επανάστασης του 1956, οι αδελφοί μας αφέθηκαν ελεύθεροι, αλλά μόνο για λίγο. Έπειτα από δύο εβδομάδες, οι κομμουνιστές ανακατέλαβαν την εξουσία. Τους επόμενους μήνες, οι αρχές προσπάθησαν να ξανασυλλάβουν όλους εκείνους που βρίσκονταν στη φυλακή όταν άρχισε η επανάσταση—Μάρτυρες του Ιεχωβά και άλλους.

Παρ’ όλα αυτά, οι αδελφοί μας συνέχισαν να τρέφονται από πνευματική άποψη. Όταν ο Σάντορ Βόλγκιες ήταν στη φυλακή, ζητούσε από τη σύζυγό του να φτιάχνει κέικ και να βάζει μέσα άρθρα από Σκοπιές. Μια αδελφή αντέγραφε ένα ολόκληρο άρθρο μελέτης της Σκοπιάς πάνω σε δύο λεπτά φύλλα χαρτιού, στα οποία έγραφε και από τις δύο πλευρές. Ωστόσο, όταν έπαιρνε ο αδελφός Βόλγκιες το κέικ του, δεν μπορούσε να το «φάει» αμέσως, επειδή στο κελί του υπήρχαν και κοσμικοί. Το έκοβε την επομένη στην τουαλέτα που υπήρχε στον τόπο της εργασίας του. Κατόπιν, έκαναν αντίγραφα με μεγαλύτερα γράμματα πάνω σε τυλιγμένο χαρτί τουαλέτας. Συνήθως αυτό γινόταν τα απογεύματα του Σαββάτου και τις Κυριακές, όταν επικρατούσε σχετική ηρεμία και ησυχία σε όλη τη φυλακή.

Ελευθερία στους Αιχμαλώτους

Το Μάρτιο του 1960, ο αδελφός Μπάρτα, έπειτα από εννιά χρόνια στη φυλακή, αφέθηκε ελεύθερος. Συνέχισε να υπηρετεί πιστά τον Ιεχωβά μέχρι το θάνατό του το 1979. Πολλοί αδελφοί σήμερα τον θυμούνται ακόμη ως έναν ακούραστο μεταφραστή και ειλικρινή φίλο που είχε καλή αίσθηση του χιούμορ.

Σταδιακά όλοι οι αδελφοί αφέθηκαν ελεύθεροι. Ωστόσο, οι αρχές έρχονταν συχνά σε επαφή μαζί τους. Ήταν φανερό ότι προσπαθούσαν να εξασθενίσουν την αντίσταση των Μαρτύρων του Ιεχωβά με καλοπιάσματα και με πειθώ αντί με κλομπ.

«Μαρτυρία» Μέσω Ραδιοφώνου

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο τύπος επιτιθόταν συχνά στους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μερικές φορές γινόταν προπαγάνδα εναντίον τους και μέσω του ραδιοφώνου. Εντούτοις, σε μια από αυτές τις περιπτώσεις, ένα ωριαίο δράμα το οποίο παρουσιάστηκε ως προειδοποίηση εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην πραγματικότητα έδωσε μαρτυρία. Η ακόλουθη έκθεση αναφέρει σχετικά:

«Η ιστορία βασιζόταν στην πραγματική εμπειρία μιας νεαρής. Μια νεαρή κυρία που ήταν δασκάλα στην επαρχία δεν λάβαινε την αναγκαία φροντίδα από το κομμουνιστικό κόμμα. Για παράδειγμα, δεν της είχαν προσφέρει ένα κατάλληλο δωμάτιο για να ζει. Στην τάξη της υπήρχαν παιδιά Μαρτύρων του Ιεχωβά. Οι αδελφοί τής πρόσφεραν δωμάτιο, και η καλοσυνάτη και στοργική ατμόσφαιρα του σπιτιού τους εντυπωσίασε την κοπέλα. Όλη η προκατάληψη που έτρεφε εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά κατέρρευσε, και αυτή γνώρισε την αλήθεια και έγινε αδελφή.

»Ο σκοπός αυτού του ραδιοφωνικού θεατρικού έργου ήταν να δείξει ότι το κομμουνιστικό κόμμα θα έπρεπε να φροντίζει καλά τους ανθρώπους του για να αποφεύγονται αυτές οι αποσκιρτήσεις. Όπως αναφέραμε ήδη, αυτό συνέβη πραγματικά στην Ουγγαρία. Η πρώην δασκάλα είναι τώρα η ευτυχισμένη σύζυγος κάποιου αδελφού. Εκείνο το ραδιοφωνικό έργο, μολονότι δεν είχε αυτόν το σκοπό, κατέληξε σε μαρτυρία για την υπόθεσή μας. Οι αδελφοί εκτίμησαν ιδιαίτερα το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του έργου διαβάστηκε το εδάφιο Ψαλμός 83:18: ‘Ας γνωρίσωσιν ότι συ, του οποίου το όνομα είναι Ιεχωβά, είσαι ο μόνος ύψιστος επί πάσαν την γην’».

Συναθροίσεις στα Δάση

Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, εξαιτίας της απαγόρευσης που υπήρχε όσον αφορά τις συγκεντρώσεις, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διεξήγαν τις συναθροίσεις τους στα δάση. (Εβρ. 10:24, 25) Αυτές οι συναθροίσεις στα δάση διεξάγονταν σε όλη τη χώρα από την άνοιξη ως το φθινόπωρο. Οι περισσότερες εκκλησίες της Βουδαπέστης συναθροίζονταν στους λόφους που υπήρχαν γύρω από την πρωτεύουσα.

Ο αδελφός Βόλγκιες θυμάται: «Οι αδελφοί συγκεντρώνονταν σε ένα κυκλικό ξέφωτο ανάμεσα στους λόφους, του οποίου η μια άκρη απείχε από την άλλη περίπου 30 μέτρα. Το περιβάλλον ήταν όμορφο και το κελάηδημα των πουλιών έκανε ευχάριστη την ησυχία που υπήρχε. Ο ουρανός ήταν καθαρός, και ο αέρας γεμάτος από το άρωμα των λουλουδιών. Ήταν ένα ιδανικό μέρος, όπου ο αίνος του Μεγαλειώδους Δημιουργού μας ήταν έκδηλος παντού.

»Η Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας και η Συνάθροιση Υπηρεσίας διεξάγονταν τακτικά εκεί. Όταν έβρεχε, τα πλαστικά μας αδιάβροχα μας προστάτευαν. Δεν διεξάγονταν μόνο εκκλησιαστικές συναθροίσεις εκεί αλλά και συνελεύσεις.

»Για λόγους προφύλαξης, διορίζαμε αδελφούς ως φύλακες για να μας ειδοποιούν όταν πλησίαζε κάποιος ύποπτος. Μια μέρα, όμως, στο τέλος του καλοκαιριού του 1984, παρά τις προφυλάξεις, εμφανίστηκαν απροειδοποίητα αστυνομικοί με πολιτικά.

»Τα μεγάφωνα ήταν καρφωμένα στους κορμούς των δέντρων. Οι αστυνομικοί το κατέκριναν αυτό, ισχυριζόμενοι ότι καταστρέφαμε τα δέντρα στερεώνοντας καρφιά πάνω τους. Είχαν επίσης κάποιους άλλους ενδοιασμούς σχετικά με το περιβάλλον, για τους οποίους ανέλαβε την ευθύνη ένας αδελφός ώστε να μην αναμειχτούν οι υπόλοιποι.

»Αφού τους είπαμε ότι αυτή ήταν μια συνάθροιση των Μαρτύρων του Ιεχωβά, ένας από τους αστυνομικούς με τα πολιτικά ρώτησε γιατί δεν ζητούσαμε άδεια από τις αρχές για να διεξάγουμε τις συναθροίσεις μας. ‘Επειδή σίγουρα δεν θα μας τη δώσουν’, απαντήσαμε. ‘Απλώς προσπαθήστε’, πρότειναν οι αστυνομικοί». Αυτό και κάναμε.

Αίρεται η Απαγόρευση

Οι αδελφοί Βόλγκιες και Όραβετς, μέλη της επιτροπής της χώρας, συναντήθηκαν με τους ανώτερους αξιωματούχους του Υπουργείου Εσωτερικών. Τους μίλησαν για την επίσκεψη των αστυνομικών και για την εισήγηση που τους έκαναν να ζητήσουν άδεια για τη διεξαγωγή συναθροίσεων. Αυτό συνέβη στις 23 Οκτωβρίου 1984. Από τότε, οι εκκλησίες όλης της χώρας ζητούσαν άδεια για να διεξάγουν τις συναθροίσεις τους. Μερικές φορές τούς τη χορηγούσαν.

Αργότερα, έγιναν διαπραγματεύσεις με την Κρατική Υπηρεσία Εκκλησιαστικών Υποθέσεων. Το 1987, ο Μίλτον Τζ. Χένσελ και ο Θεοντόρ Τζάρας, μέλη του Κυβερνώντος Σώματος, μαζί με τον Βίλι Πολ, από το τμήμα της Γερμανίας, μπόρεσαν να εκπροσωπήσουν επίσημα τους Μάρτυρες του Ιεχωβά για αυτά τα ζητήματα. Τελικά, στις 27 Ιουνίου 1989, η απαγόρευση άρθηκε. Η αναγνώριση των Μαρτύρων του Ιεχωβά ήταν η τελευταία πράξη αυτού του είδους την οποία χειρίστηκε η Κρατική Υπηρεσία Εκκλησιαστικών Υποθέσεων. Τέσσερις μέρες αργότερα, την 1η Ιουλίου 1989, έπαψε να λειτουργεί.

Δημόσιες Συνελεύσεις

Έπειτα από τις εκτεταμένες συλλήψεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ήταν πολύ δύσκολο να παρακολουθήσει οποιοσδήποτε από αυτούς μεγάλες συνελεύσεις. Κατά καιρούς, μερικοί αδελφοί κατόρθωναν να πάνε σε μεγάλες συνάξεις που γίνονταν στο εξωτερικό, όπως συνέβη το 1963 με τη σειρά των Συνελεύσεων «Αιώνιον Ευαγγέλιον». Από το 1978 ως το 1988, ένας περιορισμένος αριθμός Ούγγρων εκπροσώπων μπόρεσαν επίσης να παρακολουθήσουν τα προγράμματα των συνελεύσεων περιφερείας που διεξάγονταν στη δική τους γλώσσα στην Αυστρία. Οι υπόλοιποι συγκεντρώνονταν στα δάση της πατρίδας τους—στην αρχή ανεπίσημα, κατόπιν, από το 1986 και έπειτα, εν γνώσει των αρχών.

Αλλά, το 1989, όταν δόθηκε νομική αναγνώριση στους Μάρτυρες του Ιεχωβά, οργανώθηκαν γρήγορα δημόσιες συνελεύσεις. Ένα μήνα μετά την άρση της απαγόρευσης, 9.073 άτομα παρακολούθησαν τη Συνέλευση Περιφερείας «Θεοσεβής Αφοσίωση» που έγινε στο Αθλητικό Κέντρο της Βουδαπέστης. Την επόμενη χρονιά, έγιναν συνελεύσεις όχι μόνο στη Βουδαπέστη αλλά επίσης στο Ντέμπρετσεν, στο Μίσκολτς και στο Πετς.

Το 1991, διεξάχθηκε η πρώτη μας διεθνής συνέλευση στο μεγαλύτερο στάδιο της Ουγγαρίας, το Νεπστάντιον, όπου συναθροίστηκαν 40.601 άτομα για να απολαύσουν τη ζεστασιά της αδελφικής αγάπης. Ο Καρλ Φ. Κλάιν, ο Τζον Ε. Μπαρ, ο Θεοντόρ Τζάρας και ο Μίλτον Τζ. Χένσελ εκπροσώπησαν το Κυβερνών Σώμα και ενθάρρυναν τους Ούγγρους αδελφούς καθώς και τους επισκέπτες που είχαν έρθει από 35 χώρες, εκφωνώντας εποικοδομητικές ομιλίες.

Οργανωτική Πρόοδος

Με την ανάκτηση της ελευθερίας, άνοιξε ο δρόμος για να γίνουν οργανωτικές προσαρμογές προκειμένου να συμβαδίζει η δράση των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ουγγαρία με τα όσα κάνουν οι Χριστιανοί αδελφοί τους σε άλλες χώρες. Για παράδειγμα, ορισμένοι επίσκοποι περιοχής έκαναν κάποια κοσμική εργασία στη διάρκεια της εβδομάδας, επειδή αυτή ήταν γενική απαίτηση υπό τον κομμουνισμό. Έτσι μπορούσαν να υπηρετούν τις εκκλησίες μόνο τα σαββατοκύριακα. Ωστόσο, τον Ιανουάριο του 1993, αφού πρώτα εκπαιδεύτηκαν αδελφοί που είχαν σε επαρκή βαθμό τα προσόντα και ήταν ελεύθεροι από οικογενειακές υποχρεώσεις, η υπηρεσία στις εκκλησίες διευρύνθηκε ώστε να διαρκεί από την Τρίτη μέχρι την Κυριακή.

Στη δεκαετία του 1980, η Σχολή Υπηρεσίας Σκαπανέα διεξαγόταν σε περιορισμένη μόνο κλίμακα. Το 1994, προσκλήθηκαν όλοι οι σκαπανείς που πληρούσαν τις προϋποθέσεις. Στη διάρκεια μιας εννιάμηνης περιόδου, 401 αδελφοί και αδελφές έλαβαν αυτή την ειδική εκπαίδευση.

Η θαυμάσια ανταπόκριση που παρατηρείται στο εκπαιδευτικό έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά έχει καταστήσει αναγκαία την οργάνωση του έργου οικοδόμησης Αιθουσών Βασιλείας με τη χρησιμοποίηση μεθόδων ταχείας ανέγερσης. Στο παρελθόν, οι εκκλησίες συναθροίζονταν σε σχολεία, σε πολιτιστικά κέντρα, σε ακατοίκητες παράγκες, ακόμη και στα εγκαταλειμμένα γραφεία του πρώην κομμουνιστικού κόμματος. Ωστόσο, το 1993, συγκροτήθηκαν Περιφερειακές Επιτροπές Οικοδόμησης, οι οποίες έλαβαν εκπαίδευση από αδελφούς της Αυστρίας, και Μάρτυρες από πολλές χώρες πρόσφεραν οικονομική βοήθεια. Το Μάιο του 1994, οικοδομήθηκε η πρώτη Αίθουσα Βασιλείας ταχείας ανέγερσης στο Ερντ, μια πόλη κοντά στη Βουδαπέστη. Στο τέλος του υπηρεσιακού έτους 1995, είχαν ήδη οικοδομηθεί 23 Αίθουσες Βασιλείας και υπήρχαν σχέδια για 70 ακόμη.

Προκειμένου να υποστηρίξουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στην απόφασή τους να αποφύγουν την παραβίαση του θεϊκού νόμου ο οποίος απαγορεύει την εσφαλμένη χρήση του αίματος, έχουν συσταθεί επίσης Επιτροπές Νοσοκομείων. Στην Ουγγαρία, όπως και σε άλλα μέρη του κόσμου, ορισμένοι γιατροί δεν γνωρίζουν εναλλακτικές μεθόδους θεραπείας που δεν απαιτούν τη χρήση αίματος. Οι Επιτροπές Νοσοκομείων—οι οποίες τώρα λειτουργούν στη Βουδαπέστη, στο Ντέμπρετσεν και στο Μίσκολτς, καθώς και στο Ζέγκεντ, στο Πετς και στην Ταταμπάνια—συμβάλλουν τώρα στην ενημέρωσή τους. Περίπου 120 καθηγητές, αρχίατροι και χειρουργοί συνεργάζονται ήδη με τις επιτροπές. Σε ένα πρόσφατο παράδειγμα, που αφορούσε τη δίχρονη Ντάλμα Βόλγκιες, η Επιτροπή Νοσοκομείων της Βουδαπέστης επικοινώνησε με την Υπηρεσία Πληροφοριών για Νοσοκομεία στο Μπρούκλιν και μέσα σε τρεις ώρες είχε στη διάθεσή της τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με αναίμακτες μεθόδους θεραπείας, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν επιτυχώς στο χειρισμό αυτής της περίπτωσης.

Απόφοιτοι της Γαλαάδ και της Σχολής Διακονικής Εκπαίδευσης

Ο Λάσλο Σάρκοζι ήταν ο πρώτος ιεραπόστολος ο οποίος ήταν εκπαιδευμένος από την Εταιρία Σκοπιά και στάλθηκε επίσημα στην Ουγγαρία. Περίπου πέντε εβδομάδες αργότερα, στις 31 Αυγούστου 1991, έφτασαν τέσσερις απόφοιτοι της πρώτης τάξης της Σχολής Διακονικής Εκπαίδευσης που διεξάχθηκε στη Γερμανία: ο Ούβε Γιουνγκμπάουερ, ο Άξελ Γκούντερ, ο Βόλφγκανγκ Μαρτ και ο Μάνφρεντ Σουλτς. Στις αρχές Οκτωβρίου, ενώθηκαν μαζί τους ο Μάρτιν και η Μπόνι Σκόουκεν, απόφοιτοι της Γαλαάδ από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Δεκατέσσερις αδελφοί και αδελφές που παρακολούθησαν είτε τη Βιβλική Σχολή Γαλαάδ της Σκοπιάς είτε τη Σχολή Διακονικής Εκπαίδευσης υπηρετούν τώρα στην Ουγγαρία. Έχουν διοριστεί να υπηρετούν στο Μπέθελ, στο έργο ειδικού σκαπανέα ή στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου. Στο μεταξύ, ο Ιστβάν Μίχαλφι, ο πρώτος Ούγγρος αδελφός που έλαβε αυτή την εκπαίδευση, στάλθηκε στην Ουκρανία για να υπηρετήσει ως επίσκοπος περιοχής τούς αδελφούς που μιλούν την ουγγρική.

Στην αρχή, μερικοί είχαν περιορισμένη μόνο γνώση της ουγγρικής, αλλά χρησιμοποιούσαν όσα γνώριζαν. Ο Στέφαν Αουμίλερ, από την Αυστρία, αφηγείται: «Επειδή δεν ήξερα καλά την ουγγρική γλώσσα, η παρουσίαση που έκανα ήταν πολύ απλή. Συνήθως άνοιγα το βιβλίο Ζείτε για Πάντα και ρωτούσα τον οικοδεσπότη αν ήθελε να μελετήσει την Αγία Γραφή. Ως αποτέλεσμα, άρχισα πολλές μελέτες. Όταν είδαν άλλοι ευαγγελιζόμενοι πόσο αποτελεσματική ήταν αυτή η απλή, άμεση μέθοδος, άρχισαν και εκείνοι να προσφέρουν κατευθείαν οικιακές Γραφικές μελέτες, και είχαν παρόμοια επιτυχία. Αυτό συνέβαλε στο να αυξηθούν οι ευαγγελιζόμενοι της εκκλησίας από 25 που ήταν τον Αύγουστο του 1992 σε 84 άτομα τα οποία έδωσαν έκθεση έργου τον Ιούνιο του 1995».

Οι Άνθρωποι που Αγαπούν την Ελευθερία Προχωρούν

Η Ουγγαρία αποκαλείται η χώρα των Μαγυάρων. Το όνομα Μαγυάροι, με το οποίο αυτοαποκαλούνται οι Ούγγροι, λέγεται ότι προέρχεται από μια λέξη που σημαίνει «μιλάω». Κατάλληλα, οι 16.907 ευαγγελιζόμενοι που ζουν εδώ χρησιμοποιούν την ουγγρική γλώσσα για να μιλάνε σχετικά με τα καλά νέα της Βασιλείας του Θεού. Ισχύει αυτό που είπε ο Βασιλιάς Δαβίδ για τους όσιους υπηρέτες του Ιεχωβά: «Την δόξαν της βασιλείας σου θέλουσι κηρύττει και θέλουσι διηγείσθαι το μεγαλείον σου».—Ψαλμ. 145:11.

Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά που βρίσκονται σε 219 εκκλησίες και σε 12 περιοχές το κάνουν αυτό με ζήλο. Το 1995 αφιέρωσαν 2.268.132 ώρες μιλώντας στους γείτονές τους για ‘τη δόξα της βασιλείας του Ιεχωβά’. Κάθε μήνα διεξάγονταν περίπου 14.000 Γραφικές μελέτες, και το 1995 την Ανάμνηση την παρακολούθησαν 37.536 άτομα. Ο αριθμός των ευαγγελιζομένων αυξάνεται σταθερά κάθε χρόνο. Από τον Ιούνιο του 1989, οπότε το έργο της Βασιλείας στην Ουγγαρία μπορούσε και πάλι να γίνεται ελεύθερα, μέχρι τον Αύγουστο του 1995, ο αριθμός των ευαγγελιζομένων αυξήθηκε από 9.626 σε 16.907. Ταυτόχρονα, ο αριθμός των τακτικών σκαπανέων αυξήθηκε από 48 σε 644.

Όπως στις μέρες του Σολομώντα, όταν έγινε η αφιέρωση του ναού της Ιερουσαλήμ στον Ιεχωβά, έτσι και στις 31 Ιουλίου 1993 οι αδελφοί στην Ουγγαρία ‘χάρηκαν και ευφράνθηκαν από καρδιάς’ όταν έγινε η αφιέρωση των επιπρόσθετων κατοικιών και των γραφείων που οικοδομήθηκαν πρόσφατα στο Μπέθελ της Βουδαπέστης. (1 Βασ. 8:66) Η οικοδόμηση της πρώτης Αίθουσάς μας Συνελεύσεων, η οποία θα βρίσκεται στη Βουδαπέστη, θα είναι το επόμενο μεγάλο έργο. Προς το παρόν, οι περιοχές της Βουδαπέστης διεξάγουν τις συνελεύσεις περιοχής και τις ημέρες ειδικής συνέλευσης στο συνεδριακό κέντρο ΕΦΕΝΤΟΣ, όπου το κομμουνιστικό κόμμα έκανε συνήθως τα συνέδριά του.

Επί πολλά χρόνια, το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ουγγαρία το επέβλεπαν άλλα τμήματα, όπως η Ρουμανία, η Γερμανία, η Ελβετία και, πρόσφατα, η Αυστρία. Αρχίζοντας από το Σεπτέμβριο του 1994, όμως, δημιουργήθηκε τμήμα στην Ουγγαρία το οποίο τέθηκε υπό την άμεση επίβλεψη των παγκόσμιων κεντρικών γραφείων στο Μπρούκλιν.

Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν υποστεί διωγμό και θρησκευτική μισαλλοδοξία από την αρχή κιόλας του έργου τους στην Ουγγαρία, πριν από εκατό χρόνια σχεδόν. Ωστόσο, το κήρυγμα των καλών νέων της Βασιλείας του Θεού, αντί να παραλύσει, προχωράει με ακόμη μεγαλύτερη ορμή. Με τη βοήθεια του Ιεχωβά, οι Μάρτυρές του στην Ουγγαρία είναι αποφασισμένοι να λένε όπως και ο ψαλμωδός Δαβίδ: ‘Το στόμα μου θέλει λαλεί την αίνεσιν του Ιεχωβά· και πάσα σαρξ ας ευλογή το όνομα το άγιον αυτού εις τον αιώνα και εις τον αιώνα’.—Ψαλμ. 145:21.

[Ολοσέλιδη εικόνα στη σελίδα 66]

[Εικόνες στη σελίδα 74]

Ο Γιάνος Ντόμπερ (επάνω) και ο Γιόζεφ Τόλντι (δεξιά) έφεραν τη Γραφική αλήθεια στην Ουγγαρία και ενασχολήθηκαν με ζήλο στο ευαγγελιστικό έργο

[Εικόνες στη σελίδα 79]

Ζηλωτές σκαπανείς στη Βουδαπέστη τα έτη 1934/1935: (από αριστερά προς τα δεξιά) Άντι και Σαρλότ Βος, Γιούλιους Ρίφελ, Γκέρτρουτ Μέντε, Όσκαρ Χόφμαν, Μάρτιν Πέτσιγκερ

[Εικόνα στη σελίδα 82]

Μάρτυρες σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Ναγκικάνιτσα

[Εικόνα στη σελίδα 83]

Ο Γιάνος Κόνραντ, ο οποίος έμεινε στη φυλακή 12 χρόνια εξαιτίας της Χριστιανικής του ουδετερότητας

[Εικόνες στη σελίδα 90]

Όσιοι στον Ιεχωβά μέχρι θανάτου: (επάνω) Μπόρτολον Σάμπο, από εκτελεστικό απόσπασμα· (δεξιά) Λάγιος Ντέλι, με απαγχονισμό

[Εικόνα στη σελίδα 102]

Όπως και πολλοί άλλοι Μάρτυρες, ο Γιάνος Λάκο αρνήθηκε να συμβιβαστεί με τους διώκτες του

[Εικόνα στη σελίδα 107]

Η Ιλόνα Βόλγκιες έστελνε στο φυλακισμένο σύζυγό της πνευματική τροφή κρυμμένη μέσα σε κέικ

[Εικόνες στη σελίδα 108, 109]

Από μια «συνέλευση στο δάσος» το 1986, σε μια διεθνή συνέλευση που διεξάχθηκε στο Νεπστάντιον, στην πρωτεύουσα, το 1991

[Εικόνα στη σελίδα 110]

Η πρώτη Αίθουσα Βασιλείας ταχείας ανέγερσης στην Ουγγαρία, στο Ερντ

[Εικόνες στη σελίδα 115]

Οι εγκαταστάσεις του τμήματος και η οικογένεια Μπέθελ στη Βουδαπέστη

    Ελληνικές Εκδόσεις (1950–2025)
    Αποσύνδεση
    Σύνδεση
    • Ελληνική
    • Κοινή Χρήση
    • Προτιμήσεις
    • Copyright © 2025 Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania
    • Όροι Χρήσης
    • Πολιτική Απορρήτου
    • Ρυθμίσεις Απορρήτου
    • JW.ORG
    • Σύνδεση
    Κοινή Χρήση