ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
της Σκοπιάς
Ελληνική
  • ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
  • yb06 σ. 66-161
  • Ρουμανία

Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.

Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.

  • Ρουμανία
  • Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 2006
  • Υπότιτλοι
  • Οι Ρουμάνοι Επιστρέφουν στην Πατρίδα Τους
  • Παραγωγή Πνευματικής Τροφής
  • Οι Τάξεις Γραφικών Μελετών Πολλαπλασιάζονται
  • Οι Εχθροί Εκμεταλλεύονται τον Πυρετό του Πολέμου
  • Εντείνεται η Εναντίωση από τον Κλήρο
  • “Σας Παρακαλώ, Μην Κάψετε το Βιβλίο Μου!”
  • Το Έργο Αναδιοργανώνεται
  • Περισσότερες Δοκιμασίες εκ των Έσω
  • «Σκέφτεσαι να με Πυροβολήσεις;»
  • “Πουθενά Δεν Αντιμετωπίζουν οι Αδελφοί Μεγαλύτερες Δυσκολίες”
  • Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος Φέρνει Περισσότερες Δοκιμασίες
  • “Πιέζονταν με Κάθε Τρόπο”
  • Ευλογίες στα Μεταπολεμικά Χρόνια
  • Η Πρώτη Πανεθνική Συνέλευση
  • Καταβάλλονται Περισσότερες Προσπάθειες για την Αποκατάσταση της Ενότητας
  • Στην Τρανσυλβανία και Αλλού
  • Το Σιδηρούν Παραπέτασμα Σκεπάζει τη Ρουμανία
  • Βίαιες Επιθέσεις Εναντίον της Οργάνωσης του Θεού
  • «Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά Είναι Άνθρωποι Καλής Ποιότητας»
  • Ο Σατανάς Σπέρνει Σπόρους Δυσπιστίας
  • Μέθοδοι του Εχθρού
  • Αινούν τον Ιεχωβά σε Στρατόπεδα και σε Φυλακές
  • Μελετούν από Μνήμης
  • Γυναίκες και Παιδιά Κρατούν Ακεραιότητα
  • Νεαροί Άντρες Δοκιμάζονται
  • Ο Εορτασμός της Ανάμνησης
  • Τα Παγκόσμια Κεντρικά Γραφεία Κάνουν Έκκληση στους Ρουμάνους Αξιωματούχους
  • Εκτύπωση υπό την Επιφάνεια
  • Το Δύσκολο Έργο της Μετάφρασης
  • Υπαίθριες Συνελεύσεις
  • Μια Αίθουσα για Μελισσοκόμους
  • Οι Επίσκοποι Ζώνης Βοηθούν στην Προώθηση της Ενότητας
  • Επιτέλους Ελευθερία!
  • Λαβαίνουν Στήριξη Παρά τις Οικονομικές Δυσκολίες
  • Από Ομαδικές Συζητήσεις σε Κανονικές Συναθροίσεις
  • Βοήθεια για τους Περιοδεύοντες Επισκόπους
  • «Βρήκα την Αλήθεια!»
  • Επιτέλους Ελεύθεροι να Συναθροίζονται!
  • Από την Αίθουσα της Μέλισσας στην Αίθουσα Συνελεύσεων
  • Κανένα Όπλο Δεν θα Έχει Επιτυχία Εναντίον των Υπηρετών του Θεού
Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 2006
yb06 σ. 66-161

Ρουμανία

Η Αγία Γραφή προείπε ότι ο διωγμός των αληθινών Χριστιανών θα κορυφωνόταν στη διάρκεια των τελευταίων ημερών. (Γέν. 3:15· Αποκ. 12:13, 17) Η Ρουμανία είναι μια χώρα στην οποία αυτή η προφητεία είχε συγκλονιστική εκπλήρωση. Ωστόσο, όπως θα δείξει αυτή η αφήγηση, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Ρουμανία δεν έχουν επιτρέψει σε τίποτα να σβήσει τη φλόγα της αλήθειας η οποία καίει δυνατά στις καρδιές του λαού του Θεού. (Ιερ. 20:9) Αντίθετα, έχουν συστήσει τους εαυτούς τους “ως διακόνους του Θεού: με το να υπομένουν πολλά, με θλίψεις, με περιπτώσεις ανάγκης, με δυσκολίες, με ξυλοδαρμούς, με φυλακές”. (2 Κορ. 6:4, 5) Είθε το υπόμνημα της ακεραιότητάς τους να ενθαρρύνει όλους όσους επιθυμούν να περπατούν με τον Θεό σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς.

Το έτος 1914 σηματοδότησε την αρχή της πιο ασταθούς εποχής στην ανθρώπινη ιστορία. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αποδείχτηκε εποχή αδίστακτων δικτατόρων, ακραίων πολιτικών ιδεολογιών και τρομακτικής σφαγής. Η Ρουμανία βρέθηκε στο επίκεντρο όλων αυτών των γεγονότων και ο λαός υπέφερε πολύ. Το ίδιο συνέβη και σε εκείνους οι οποίοι, υπακούοντας στον Ιησού Χριστό, ήταν αποφασισμένοι να αποδώσουν «αυτά που είναι του Θεού στον Θεό» και να απέχουν από τη λατρεία προς το πολιτικό κράτος.—Ματθ. 22:21.

Πριν από το 1945, ο Ορθόδοξος και ο Καθολικός κλήρος πρωτοστατούσαν στην επίθεση κατά του λαού του Ιεχωβά. Αυτό το έκαναν από άμβωνος καθώς επίσης συνωμοτώντας με τους πολιτικούς και την αστυνομία και παρακινώντας τους εναντίον μας. Το επόμενο κύμα διωγμού ήρθε από τους κομμουνιστές, οι οποίοι συνέχισαν τη βάναυση και συστηματική εκστρατεία τους περίπου τέσσερις δεκαετίες.

Γιατί προόδευσαν τα καλά νέα κάτω από εκείνες τις καταπιεστικές συνθήκες; Επειδή ο Ιησούς τήρησε το λόγο του: «Εγώ είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες μέχρι την τελική περίοδο του συστήματος πραγμάτων». (Ματθ. 28:20) Ας ανατρέξουμε τώρα περίπου εκατό χρόνια πίσω, στον καιρό όπου για πρώτη φορά ο σπόρος της Βασιλείας ρίχτηκε στο χώμα της περιοχής που σήμερα ονομάζεται Ανατολική Ευρώπη.

Οι Ρουμάνοι Επιστρέφουν στην Πατρίδα Τους

Το 1891, ο Σπουδαστής της Γραφής Κάρολος Τέηζ Ρώσσελ επισκέφτηκε μέρη της Ανατολικής Ευρώπης στα πλαίσια μιας περιοδείας κηρύγματος. Ήταν, όμως, λίγο απογοητευμένος με τα αποτελέσματα. «Δεν είδαμε καμιά ευκαιρία για τη μετάδοση της αλήθειας ούτε προθυμία να τη δεχτούν», ανέφερε. Στη Ρουμανία αυτή η κατάσταση έμελλε να αλλάξει σύντομα. Στην πραγματικότητα, ο ίδιος ο αδελφός Ρώσσελ επρόκειτο να συμβάλει αποφασιστικά στο ξεκίνημα του έργου εκεί αλλά με έναν έμμεσο τρόπο. Πώς συνέβη αυτό;

Καθώς ο 19ος αιώνας έφτανε στο τέλος του, οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες στη Ρουμανία οδήγησαν πολλούς ανθρώπους να αναζητήσουν εργασία κάπου αλλού, περιλαμβανομένων και των Ηνωμένων Πολιτειών. Για μερικούς, η μετακίνησή τους είχε ως αποτέλεσμα κάτι περισσότερο από υλικά οφέλη—την απόκτηση ακριβούς γνώσης της Γραφικής αλήθειας. Έτσι έγινε με τον Κάρολι Σάμπο και τον Γιόζεφ Κις, άντρες με πνευματικό φρόνημα οι οποίοι παρακολούθησαν κάποιες Γραφικές διαλέξεις του Ρώσσελ.

Ο αδελφός Ρώσσελ, διακρίνοντας ότι αυτοί οι δύο ενδιαφέρονταν γνήσια για τη Γραφή, επιδίωξε να τους γνωρίσει προσωπικά. Στη διάρκεια της συζήτησής τους, πρότεινε στον Κάρολι και στον Γιόζεφ να σκεφτούν το ενδεχόμενο να επιστρέψουν στη Ρουμανία για να μεταδώσουν το άγγελμα της Βασιλείας στους συγγενείς και στους φίλους τους. Και οι δύο αποδέχτηκαν αυτή την ιδέα, επέστρεψαν στη Ρουμανία το 1911 και εγκαταστάθηκαν στην πόλη Τίργκου-Μιούρες στην Τρανσυλβανία.

Στο δρόμο για την πατρίδα του, ο αδελφός Σάμπο προσευχόταν ώστε κάποιος από την οικογένειά του να δεχτεί την αλήθεια. Όταν έφτασε στον τόπο του, ενήργησε σύμφωνα με εκείνη την προσευχή δίνοντας μαρτυρία στους συγγενείς του, συμπεριλαμβανομένης της ανιψιάς του Ζούζανα Ένιεντι, μιας Καθολικής, η οποία τον φιλοξενούσε. Ο άντρας της ήταν κηπουρός και εκείνη πουλούσε λουλούδια στην αγορά.

Η Ζούζανα παρακολουθούσε τη Θεία Λειτουργία κάθε πρωί πριν από τη δουλειά, και κάθε βράδυ, όταν η οικογένειά της πήγαινε για ύπνο, έβγαινε έξω στον κήπο για να προσευχηθεί. Παρατηρώντας αυτά τα πράγματα, ο Κάρολι την πλησίασε κάποιο βράδυ στον κήπο, την ακούμπησε απαλά στον ώμο και της είπε: «Ζούζανα, η καρδιά σου είναι ειλικρινής. Θα βρεις την αλήθεια». Προς επαλήθευση των όσων είπε ο θείος της, αυτή η θαυμάσια γυναίκα ενστερνίστηκε το άγγελμα της Βασιλείας και ήταν το πρώτο άτομο στο Τίργκου-Μιούρες που αφιέρωσε τη ζωή του στον Ιεχωβά. Παρέμεινε πιστή ως το θάνατό της σε ηλικία 87 ετών.

Ο αδελφός Σάμπο έδωσε επίσης μαρτυρία στον Σάντορ Ιόζα, έναν νεαρό ο οποίος εργαζόταν για την οικογένεια Ένιεντι. Ο Σάντορ παρακολουθούσε όλες τις συναθροίσεις που διεξήγαν οι δύο αδελφοί και μάθαινε γρήγορα. Μάλιστα, αυτός ο 18χρονος νεαρός άρχισε σύντομα να δίνει μαρτυρία και να εκφωνεί θαυμάσιες Γραφικές ομιλίες στο χωριό του, το Σαρατζένι, στο νομό Μιούρες. Με τον καιρό, οι «συστατικές επιστολές» του έφτασαν να περιλαμβάνουν έξι αντρόγυνα και 24 παιδιά—13 κορίτσια και 11 αγόρια.—2 Κορ. 3:1, 2.

Ξεκινώντας από το Τίργκου-Μιούρες, οι αδελφοί Κις και Σάμπο κήρυξαν σε ολόκληρη την Τρανσυλβανία. Ενώ βρίσκονταν στην κοινότητα Ντουμπράβα, 30 χιλιόμετρα από το Κλουζ-Ναπόκα, συνάντησαν τον Βασίλε Κόστεα, ο οποίος ήταν Βαπτιστής. Ο Βασίλε ήταν κοντός, γεμάτος αποφασιστικότητα, και ένθερμος σπουδαστής της Γραφής. Έχοντας απορίες σχετικά με τη Χιλιετή Βασιλεία του Χριστού, άκουγε προσεκτικά καθώς ο Γιόζεφ και ο Κάρολι του εξηγούσαν τις Γραφές. Μετά το βάφτισμά του, ο Βασίλε, ο οποίος μιλούσε και την ουγγρική, έδινε πλήρη μαρτυρία τόσο στους Ρουμάνους όσο και στους Ούγγρους του νομού του. Αργότερα, υπηρέτησε ως βιβλιοπώλης (ολοχρόνιος διάκονος) και συνέχισε έτσι μέχρι το θάνατό του.

Ο αδελφός Σάμπο έφερε επίσης τα καλά νέα στη Σάτου-Μάρε, μια πόλη στο βορειοδυτικότερο άκρο της Ρουμανίας. Εκεί συνάντησε την Παρασκίβα Καλμάρ, μια θεοφοβούμενη γυναίκα η οποία δέχτηκε την αλήθεια πρόθυμα. Η Παρασκίβα δίδαξε τα εννιά παιδιά της να αγαπούν τον Ιεχωβά. Σήμερα η οικογένειά της περιλαμβάνει πέντε γενιές Μαρτύρων.

Ένας Ρουμάνος ο οποίος έμαθε τη Γραφική αλήθεια στις Ηνωμένες Πολιτείες και επέστρεψε στη Ρουμανία πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ο Αλέξα Ρομόσεαν. Ο Αλέξα πήγε στο χωριό του, το Μπενεσάτ, στη βορειοδυτική Τρανσυλβανία. Προτού περάσει πολύς καιρός, δημιουργήθηκε ένας μικρός όμιλος Σπουδαστών της Γραφής, όπως ήταν γνωστοί τότε οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, και άρχισε να συναθροίζεται στην περιοχή. Ο όμιλος συμπεριλάμβανε τους ανιψιούς τού Αλέξα, τον Έλεκ και τον Γκαβρίλα Ρομόσεαν. Σήμερα, η μεγάλη οικογένεια του Αλέξα περιλαμβάνει επίσης πέντε γενιές Μαρτύρων.

Ο Έλεκ, αφού υπέστη σκληρό διωγμό λόγω της Χριστιανικής του ουδετερότητας, μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου παρακολούθησε την ειδική συνέλευση των Σπουδαστών της Γραφής στο Σίνταρ Πόιντ του Οχάιο το 1922. Μάλιστα, είχε το προνόμιο να υπηρετήσει ως διερμηνέας για το ρουμανόφωνο τμήμα του ακροατηρίου. Ο Γκαβρίλα παρέμεινε στη Ρουμανία και συνόδευε τους αδελφούς Σάμπο και Κις καθώς κήρυτταν στην Τρανσυλβανία και επισκέπτονταν τις νεοσύστατες εκκλησίες και τους ομίλους. Αργότερα, υπηρέτησε στο πρώτο γραφείο τμήματος.

Κάποιος Ρουμάνος ονόματι Εμανουέλ Κίντσε συνελήφθη στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και στάλθηκε σε στρατιωτική φυλακή στην Ιταλία, μακριά από τον τόπο του. Εκεί συνάντησε μερικούς Σπουδαστές της Γραφής οι οποίοι είχαν φυλακιστεί εξαιτίας της άρνησής τους να πάρουν όπλο. Ο Εμανουέλ πήρε στα σοβαρά το Γραφικό άγγελμα που του μετέδωσαν. Όταν αποφυλακίστηκε το 1919, επέστρεψε στο σπίτι του στην Μπάια Μάρε στο νομό Μαραμιούρες και κήρυξε τα καλά νέα με ζήλο συμβάλλοντας στο σχηματισμό ενός ακόμη ομίλου Σπουδαστών της Γραφής.

Χάρη στο ζήλο και στο αυτοθυσιαστικό πνεύμα που εκδήλωναν οι πρώτοι σκαπανείς των καλών νέων και εκείνοι που άκουγαν το άγγελμά τους, ο αριθμός των μαθητών πολλαπλασιαζόταν και μικροί όμιλοι των Σπουδαστών της Γραφής ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια στη χώρα. Μάλιστα, το 1919—οχτώ μόνο χρόνια αφότου ο Κάρολι Σάμπο και ο Γιόζεφ Κις επέστρεψαν στη Ρουμανία—1.700 και πλέον ευαγγελιζόμενοι της Βασιλείας και ενδιαφερόμενα άτομα ήταν οργανωμένοι σε 150 τάξεις μελέτης της Γραφής, που είναι σήμερα γνωστές ως όμιλοι ή εκκλησίες. Ο αδελφός Κις υπηρέτησε ως σκαπανέας στην πατρίδα του μέχρι το θάνατό του σε ηλικία 86 ετών. Ο αδελφός Σάμπο επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1924 για να συντονίσει το έργο στον ουγγρικό αγρό εκεί.

Παραγωγή Πνευματικής Τροφής

Η έντυπη ύλη έπαιξε μείζονα ρόλο στη διάδοση του αγγέλματος της Βασιλείας και στην παροχή πνευματικής τροφής σε όσους πεινούσαν για αυτήν. Προκειμένου να συμβάλουν στην κάλυψη της ανάγκης για πνευματική τροφή, οι αδελφοί διευθέτησαν ώστε τα έντυπα να τυπώνονται τοπικά από επαγγελματίες τυπογράφους. Αρχίζοντας από το 1914, ένα ιδιωτικό τυπογραφείο στο Τίργκου-Μιούρες με το όνομα Ογκλίντα, που σημαίνει «Καθρέφτης», παρήγε μια 16σέλιδη μηνιαία έκδοση του περιοδικού Η Σκοπιά του Πύργου και Κήρυξ της του Χριστού Παρουσίας, καθώς επίσης βιβλία και φυλλάδια—όλα στην ουγγρική.

Έντυπα στη ρουμανική άρχισαν να τυπώνονται σε τοπικά πιεστήρια το 1916. Κάποια από αυτά τα έντυπα ήταν το βιβλιάριο Σκιές της Σκηνής για τις “Καλύτερες Θυσίες” (Tabernacle Shadows of the “Better Sacrifices”), το οχτασέλιδο περιοδικό Επιλογές από τη «Σκοπιά», το βιβλίο Ημερήσιον Ουράνιον Μάννα διά τον Οίκον της Πίστεως (τώρα Καθημερινή Εξέταση των Γραφών) και το υμνολόγιο Ύμνοι της Χαραυγής της Χιλιετηρίδος (Hymns of the Millennial Dawn). Αρχίζοντας από το 1918, κάποιο τυπογραφείο στο Ντιτρόιτ του Μίσιγκαν, στις ΗΠΑ, εξέδιδε και έστελνε στη Ρουμανία τη ρουμανική έκδοση του περιοδικού Η Σκοπιά του Πύργου και Κήρυξ της του Χριστού Παρουσίας, καθώς επίσης το μηνιαίο φυλλάδιο Άμβωνας των Λαών (People’s Pulpit) το οποίο εξέθετε με τόλμη την ψεύτικη θρησκεία.

Επειδή τα καλά νέα σημείωναν μεγάλη πρόοδο, ο Γιάκομπ Μπ. Σίμα, ένας ρουμανικής καταγωγής Σπουδαστής της Γραφής, διορίστηκε να βοηθήσει στο συντονισμό του έργου και στη νομική του εδραίωση. Λίγο μετά την άφιξή του στο Κλουζ-Ναπόκα το 1920, ο Σίμα συναντήθηκε με τον Κάρολι Σάμπο και έπειτα με τον Γιόζεφ Κις. Ένα ζήτημα άμεσης προτεραιότητας ήταν η εύρεση κάποιου κατάλληλου οικήματος στο Κλουζ-Ναπόκα για το γραφείο τμήματος. Επειδή, όμως, υπήρχε έλλειψη στέγης, οι αδελφοί εγκατέστησαν προσωρινά το γραφείο στο διαμέρισμα κάποιου αδελφού. Έτσι λοιπόν, τον Απρίλιο του 1920 ιδρύθηκε το πρώτο γραφείο τμήματος, καθώς και το νομικό πρόσωπο Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά. Για κάποιο διάστημα, το γραφείο τμήματος της Ρουμανίας επέβλεπε επίσης το έργο στην Αλβανία, στη Βουλγαρία, στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στην Ουγγαρία.

Εκείνη την εποχή, ο επαναστατικός αέρας που έπνεε στα Βαλκάνια άρχισε να σαρώνει και τη Ρουμανία. Επιτείνοντας την πολιτική αστάθεια, ο αντισημιτισμός άρχισε να εξαπλώνεται ταχύτατα, ιδιαίτερα στα πανεπιστήμια, και οι φοιτητές σε μερικές πόλεις δημιουργούσαν αναταραχές. Η κυβέρνηση αντέδρασε απαγορεύοντας τις δημόσιες συγκεντρώσεις. Μολονότι οι βιβλιοπώλες κήρυκες δεν είχαν καμιά σχέση με όλη αυτή την αναστάτωση, 20 και πλέον από αυτούς συνελήφθησαν και υπέστησαν κακομεταχείριση, ενώ τα έντυπά τους κατασχέθηκαν.

Παρ’ όλα αυτά, οι αδελφοί συνέχισαν να εργάζονται σκληρά στον αγρό και η ζήτηση για έντυπα αυξανόταν συνεχώς. Ωστόσο, η εκτύπωση στο εμπόριο ακρίβαινε και γι’ αυτό το γραφείο τμήματος διερευνούσε άλλες λύσεις. Τότε ακριβώς, ένα τυπογραφείο στην οδό Ρεγκίνα Μαρία 36, στο Κλουζ-Ναπόκα, το οποίο χρησιμοποιούσαν ήδη οι αδελφοί, διατέθηκε προς πώληση. Κατόπιν έγκρισης από τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία, το γραφείο τμήματος αγόρασε αυτό το ιδανικό ακίνητο, το οποίο αποτελούνταν από δύο κτίρια—το ένα τετραώροφο και το άλλο διώροφο.

Η ανακαίνιση ξεκίνησε το Μάρτιο του 1924, και εθελοντές έρχονταν από μέρη τόσο μακρινά όσο η Μπάια Μάρε, η Μπίστριτσα και η Ρόντνα. Προκειμένου να συνεισφέρουν για το έργο της οικοδόμησης μερικοί αδελφοί πούλησαν προσωπικά τους αντικείμενα, ενώ άλλοι πρόσφεραν τρόφιμα και οικοδομικά υλικά. Μετέφεραν πολλά από αυτά τα είδη σε δισάκια, που μπορούσαν να τα κρεμούν στον ώμο ή να τα μεταφέρουν στη ράχη αλόγων.

Για την αναβάθμιση του τυπογραφείου, το γραφείο τμήματος αγόρασε μεταξύ άλλων τρεις λινοτυπικές μηχανές, δύο επίπεδα πιεστήρια, ένα περιστροφικό πιεστήριο, μια αυτόματη διπλωτική μηχανή και ένα μηχάνημα χρυσοτυπίας. Διαθέτοντας τέτοιον εξοπλισμό, το τυπογραφείο έθεσε σύντομα ένα καινούριο πρότυπο για την ποιότητα εκτύπωσης στη χώρα.

Ένα από τα 8 μέλη της οικογένειας Μπέθελ επέβλεπε τους 40 εργαζομένους οι οποίοι δεν ήταν Μάρτυρες και δούλευαν τρεις βάρδιες στο τυπογραφείο. Εργάζονταν δε σκληρά, όπως φαίνεται από την έκθεση παραγωγής για το 1924, τον πρώτο χρόνο λειτουργίας. Τυπώνοντας τόσο στη ρουμανική όσο και στην ουγγρική γλώσσα, οι αδελφοί παρήγαγαν 226.075 βιβλία, 100.000 βιβλιάρια και 175.000 περιοδικά! Στα βιβλία περιλαμβάνονταν το βοήθημα Γραφικής μελέτης Η Κιθάρα του Θεού και ο πρώτος από τους εφτά τόμους των Γραφικών Μελετών, με τίτλο Το Σχέδιον των Αιώνων.

Ύστερα από διετές προπαρασκευαστικό έργο, το γραφείο τμήματος τύπωσε επίσης μια ρουμανική έκδοση του βιβλίου Σενάριο του Φωτοδράματος της Δημιουργίας. Όπως φαίνεται από τον τίτλο του, το Σενάριο ήταν βασισμένο στο «Φωτόδραμα»—μια διάλεξη η οποία συνοδευόταν από έγχρωμες διαφάνειες, κινηματογραφική ταινία και συγχρονισμένο ήχο. Το ακροατήριο παρακολουθούσε τα γεγονότα από τη δημιουργία της γης μέχρι το τέλος της Χιλιετούς Βασιλείας του Χριστού. Μολονότι δεν ήταν τόσο ζωντανό όσο το «Φωτόδραμα», το Σενάριο περιείχε 400 τυπωμένες εικόνες καθώς και σύντομα μαθήματα γύρω από δογματικά, ιστορικά και επιστημονικά ζητήματα—που όλα υποκίνησαν πολλούς αναγνώστες να ερευνήσουν περαιτέρω τη Γραφή.

Οι Τάξεις Γραφικών Μελετών Πολλαπλασιάζονται

«Διαφημίστε, διαφημίστε, διαφημίστε τον Βασιλιά και τη Βασιλεία του!» παρότρυνε ο Ιωσήφ Ρόδερφορντ στη συνέλευση του 1922 στο Σίνταρ Πόιντ του Οχάιο. Αυτή η υποκινητική νουθεσία ενθουσίασε το λαό του Θεού παγκόσμια, ωθώντας τους να δείξουν μεγαλύτερο ζήλο. Οι αδελφοί στη Ρουμανία κήρυξαν τα καλά νέα σε καινούριους τομείς και έκαναν πολύ περισσότερους μαθητές.

Πώς μελετούσαν τα καινούρια άτομα τη Γραφή εκείνη την εποχή; Συμμετείχαν σε μαθήματα που ονομάζονταν Βεροιακές Μελέτες της Αγίας Γραφής. Παρέχονταν ερωτήσεις, ενώ η τυπωμένη ύλη για τα μαθήματα ήταν παρμένη από διάφορα έντυπα που μπορούσαν να παραγγελθούν ταχυδρομικά. Το πρόγραμμα μελέτης υπήρχε στη Σκοπιά. Οι πιο προχωρημένοι σπουδαστές ωφελούνταν επίσης από τα Μαθήματα των Διεθνών Κατηχητικών Σχολείων, που τους βοηθούσαν να γίνουν δάσκαλοι του Λόγου του Θεού.

Εκπρόσωποι του γραφείου τμήματος επισκέπτονταν τους ομίλους μελέτης, εκφωνούσαν ομιλίες και παρείχαν επίσης άλλου είδους πνευματική βοήθεια. Ωστόσο, η ποίμανση και η διδασκαλία σε τακτική βάση γίνονταν από τους πίλγκριμ, οι οποίοι σήμερα ονομάζονται περιοδεύοντες επίσκοποι. Έξι πίλγκριμ υπηρετούσαν το 1921 και οχτώ υπηρετούσαν δύο μόλις χρόνια αργότερα. Αυτοί οι ζηλωτές εργάτες διεξήγαγαν συναθροίσεις σε εκατοντάδες πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά και μίλησαν σε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους που πεινούσαν πνευματικά.

Δύο από αυτούς τους πίλγκριμ ήταν ο Εμανουέλ Κίντσε, που αναφέρθηκε προηγουμένως, καθώς και ο Ονίσιμ Φιλιπόιου. Σε κάποια περίπτωση στην Μπουκοβίνα, μια περιοχή στα βόρεια, το ακροατήριο του αδελφού Κίντσε περιλάμβανε μεγάλο αριθμό Αντβεντιστών και Βαπτιστών, μερικοί από τους οποίους ανταποκρίθηκαν θετικά στην αλήθεια. Αργότερα, οι δύο αδελφοί διορίστηκαν στο Βουκουρέστι όπου βοήθησαν πολλούς άλλους να έρθουν σε ακριβή γνώση του Λόγου του Θεού. Κάποιος έγραψε εκδηλώνοντας την εκτίμησή του: «Ευχαριστώ τον Θεό που έστειλε τους αδελφούς Εμανουέλ και Ονίσιμ, οι οποίοι χρειάστηκε να εργαστούν σκληρά για να με πείσουν και να με διαφωτίσουν. Ο Κύριος θα επιτελέσει μεγάλο έργο σε αυτή την πόλη, αλλά απαιτείται υπομονή».

Το 1920 οι αδελφοί διεξήγαγαν τις πρώτες τους συνελεύσεις—μία στο Μπρέμπι, στο νομό Σαλάζ, και μία στην Όκνα Ντέζουλουι, στο νομό Κλουζ. Και στις δύο τοποθεσίες η πρόσβαση γινόταν με τρένο και τόσο οι ντόπιοι ευαγγελιζόμενοι όσο και οι ενδιαφερόμενοι πρόσφεραν καταλύματα. Παρευρέθηκαν περίπου 500 εκπρόσωποι από όλη τη Ρουμανία. Έδωσαν έξοχη μαρτυρία μέσω της καλής τους διαγωγής.

Εντούτοις, η ραγδαία αύξηση στις τάξεις των διαγγελέων της Βασιλείας δεν επιτεύχθηκε χωρίς εναντίωση. Στην πραγματικότητα, από τις αρχές του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου οι αδελφοί άρχισαν να αντιμετωπίζουν διωγμό από θρησκευτικά και πολιτικά στοιχεία.

Οι Εχθροί Εκμεταλλεύονται τον Πυρετό του Πολέμου

Ωθούμενοι από τον εθνικισμό και υποκινούμενοι από τον κλήρο, οι πολιτικοί άρχοντες δεν συμπαθούσαν καθόλου εκείνους οι οποίοι δεν ήταν διατεθειμένοι να εκδηλώσουν πνεύμα πατριωτισμού και να σκοτώσουν για την πατρίδα. Ως εκ τούτου, όταν ξέσπασε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, πολλοί αδελφοί συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν. Μερικοί μάλιστα εκτελέστηκαν, μεταξύ των οποίων ο Γιουάν Ρους, ένας νιόπαντρος άντρας από το χωριό Πετρέστι ντε Μίζλοκ, νότια του Κλουζ-Ναπόκα.

Ο Ντανιέλ, μικρανιψιός του Γιουάν, αφηγείται: «Το 1914, ο Γιουάν Ρους κλήθηκε να υπηρετήσει στο στρατό. Λόγω του ότι αρνήθηκε να πάει στον πόλεμο, μεταφέρθηκε στο Βουκουρέστι και εκεί καταδικάστηκε σε θάνατο. Κατά τη διαδικασία της εκτέλεσης, τον ανάγκασαν να σκάψει τον τάφο του και να σταθεί δίπλα σε αυτόν αντικρίζοντας το εκτελεστικό απόσπασμα. Έπειτα, ο επικεφαλής αξιωματικός επέτρεψε στον Γιουάν να πει λίγα τελευταία λόγια. Εκείνος επέλεξε να προσευχηθεί μεγαλόφωνα. Συγκινημένοι από την προσευχή του, οι στρατιώτες το ξανασκέφτηκαν και δεν ήθελαν να τον εκτελέσουν. Τότε, ο αξιωματικός πήρε έναν από αυτούς παράμερα και του υποσχέθηκε ότι αν πυροβολούσε τον κρατούμενο θα έπαιρνε τρίμηνη άδεια μετ’ αποδοχών. Ο στρατιώτης δέχτηκε την προσφορά και κέρδισε την άδειά του».

Το 1916, οι αδελφοί Κις και Σάμπο συνελήφθησαν επίσης, αλλά τους επιβλήθηκε ποινή πενταετούς φυλάκισης. Εφόσον κρίθηκαν «επικίνδυνοι», κρατήθηκαν σε απομόνωση επί 18 μήνες σε φυλακή υψίστης ασφαλείας στο Αγιούντ. Γιατί ήταν ο Γιόζεφ και ο Κάρολι «επικίνδυνοι»; Κατά το δικαστή, είχαν «εξαγγείλει διδασκαλίες εκτός αυτών που είναι επίσημα αναγνωρισμένες». Με απλά λόγια, εκείνοι φυλακίστηκαν όχι μόνο λόγω της άρνησής τους να σκοτώσουν αλλά και λόγω της διδασκαλίας Γραφικών αληθειών οι οποίες συγκρούονταν με την παραδοσιακή θεολογία.

Οι δύο άντρες έγραφαν στις εκκλησίες και στους ομίλους από τη φυλακή για να ενισχύσουν τους αδελφούς. Μέρος κάποιας επιστολής ανέφερε: «Θέλουμε να εκφράσουμε τη χαρά μας για το ότι ο στοργικός ουράνιος Πατέρας μας, στον οποίο οφείλουμε την ευγνωμοσύνη, τον αίνο και την τιμή, έχει επιτρέψει να λάμψει το φως της Σκοπιάς. Πιστεύουμε ότι οι αδελφοί μας εκτιμούν τη Σκοπιά και την προστατεύουν σαν το κερί που τρεμοσβήνει στη θύελλα». Και οι δύο αφέθηκαν ελεύθεροι το 1919—αρκετά έγκαιρα ώστε να βοηθήσουν στην ίδρυση του γραφείου τμήματος τον επόμενο χρόνο.

Εντείνεται η Εναντίωση από τον Κλήρο

Όταν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε το 1918, ο κλήρος συνέχισε να εναντιώνεται στο λαό του Θεού. Κάποιος ιερέας επέκρινε δημόσια τις αντιλήψεις των Σπουδαστών της Γραφής σχετικά με την αθανασία της ψυχής και το ρόλο της Μαρίας. «Η λαχτάρα για μια καλύτερη ζωή στη γη κάνει τους Σπουδαστές της Γραφής να παραφρονούν», έγραψε. «Υποστηρίζουν ότι είμαστε όλοι αδελφοί και αδελφές και ότι οι άνθρωποι από όλες τις εθνικότητες είναι ίσοι». Ύστερα παραπονέθηκε ότι είναι δύσκολο να αναλάβει κανείς νομική δράση εναντίον των Σπουδαστών της Γραφής επειδή «υποκρίνονται πως αγαπούν την αλήθεια, πως είναι θρησκευόμενοι, ειρηνικοί και ταπεινοί».

Το 1921, ιερείς στην Μπουκοβίνα έγραψαν στα Υπουργεία Εσωτερικών και Δικαιοσύνης, ζητώντας να απαγορευτεί το έργο των Σπουδαστών της Γραφής. Μάλιστα, εξαγριωμένοι κληρικοί σε όλες σχεδόν τις περιοχές όπου είχε εξαπλωθεί η αλήθεια έβραζαν από θυμό για το λαό του Θεού. Η Ορθόδοξη, η Καθολική καθώς και άλλες εκκλησίες οργάνωναν εκστρατείες μίσους, υποκινώντας μεμονωμένα άτομα και όχλους να επιτίθενται στους αδελφούς. Σε μια επιστολή προς τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία, το γραφείο τμήματος έγραψε: «Σε αυτή τη χώρα ο κλήρος κατέχει τόσο πολλές κυβερνητικές θέσεις, που το έργο μας, σε κάποιον βαθμό, είναι στο έλεός τους. Όλα θα πήγαιναν καλά αν τηρούσαν το νόμο, αλλά καταχρώνται την εξουσία τους».

Απαντώντας στον καταιγισμό παραπόνων του κλήρου, το Υπουργείο Θρησκευμάτων ενέκρινε τη χρήση της «δημόσιας ισχύος», προκειμένου να παρεμποδιστούν τόσο το κήρυγμα όσο και οι συναθροίσεις του λαού του Ιεχωβά. Έτσι λοιπόν, οι αστυνομικοί έγιναν όργανα των εκκλησιών, συλλαμβάνοντας αδελφούς με την ψευδή κατηγορία της διατάραξης της ειρήνης. Ο νόμος, όμως, δεν ήταν σαφής, γι’ αυτό και οι ποινές διέφεραν. Η καλή διαγωγή των αδελφών αποτελούσε επίσης πρόβλημα. «Οι Σπουδαστές της Γραφής δεν μπορούν να καταδικαστούν», είπε κάποιος δικαστής, «επειδή είναι συνήθως οι πιο ειρηνικοί άνθρωποι».

Παρ’ όλα αυτά, ο διωγμός εντάθηκε και Η Σκοπιά τέθηκε υπό απαγόρευση στα τέλη του 1926. Αλλά αυτό δεν σταμάτησε τη ροή της πνευματικής τροφής—οι αδελφοί άλλαξαν απλώς το όνομα του περιοδικού! Ξεκινώντας από το τεύχος της 1ης Ιανουαρίου 1927, η ρουμανική έκδοση ονομάστηκε Ο Θερισμός, αργότερα Το Φως της Αγίας Γραφής και τελικά Χαραυγή. Το αντίστοιχο περιοδικό στην ουγγρική μετονομάστηκε σε Χριστιανός Προσκυνητής, μετά Ευαγγέλιο και τελικά Το Περιοδικό για Εκείνους που Πιστεύουν στο Αίμα του Χριστού.

Δυστυχώς, εκείνη περίπου την περίοδο, ο Γιάκομπ Μπ. Σίμα αποδείχτηκε άπιστος. Μάλιστα, το 1928 οι ενέργειές του οδήγησαν στην απώλεια ολόκληρης της περιουσίας του γραφείου τμήματος καθώς και όλου του εξοπλισμού! Οι αδελφοί «έχουν διασκορπιστεί και η εμπιστοσύνη τους έχει κλονιστεί πάρα πολύ», αναφέρει το Βιβλίο Έτους 1930 (στην αγγλική). Εξαιτίας αυτών των θλιβερών εξελίξεων, η επίβλεψη του έργου μεταβιβάστηκε στο γραφείο τμήματος της Γερμανίας το 1929 και αργότερα στο Γραφείο Κεντρικής Ευρώπης στη Βέρνη της Ελβετίας. Και τα δύο γραφεία τμήματος συνεργάζονταν με το γραφείο που οι αδελφοί ίδρυσαν μετά στο Βουκουρέστι.

“Σας Παρακαλώ, Μην Κάψετε το Βιβλίο Μου!”

Παρ’ όλες αυτές τις επιπλέον δοκιμασίες, οι πιστοί αναδιοργανώθηκαν και συνέχισαν να δίνουν μαρτυρία, επεκτεινόμενοι ακόμη και σε καινούριες περιοχές. Στις 24 Αυγούστου 1933, το γραφείο της Ρουμανίας έγραψε: «Οι άνθρωποι πεινούν για την αλήθεια. Οι αδελφοί μας που υπηρετούν στον αγρό μάς γράφουν ότι όταν συμμετέχουν στο έργο μαρτυρίας, οι χωρικοί τους συνοδεύουν κατά ομάδες από σπίτι σε σπίτι ώστε να έχουν περισσότερες ευκαιρίες να ακούσουν για την αλήθεια».

Σε κάποια περίπτωση, μια άπορη κυρία ζήτησε ένα βιβλίο το οποίο προσφερόταν και έδωσε μάλιστα κάποια μικρή συνεισφορά για το έργο της Βασιλείας. Όταν το άκουσε αυτό ο ιερέας του χωριού, πήγε κατευθείαν στο σπίτι αυτής της γυναίκας. «Δώσε μου εκείνο το βιβλίο», απαίτησε, «για να το ρίξω στη φωτιά!»

«Σας παρακαλώ, Πάτερ, μην το κάψετε», ικέτευσε η κυρία, «επειδή αυτό μας έχει παρηγορήσει και θα μας βοηθήσει να αντέξουμε τη φτώχεια μας!» Η γυναίκα αρνήθηκε να αποχωριστεί το βιβλίο.

Μια άλλη γυναίκα που εκτιμούσε βαθιά τα έντυπα ήταν κάποια δούκισσα της οποίας το υπηρετικό προσωπικό ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Κάποια μέρα τούς είπε: «Δεν είστε πλέον υπηρέτες μου αλλά αδελφοί μου!» Σε ένα άλλο χωριό, κάποιος αδελφός είπε σε μια ομάδα παιδιών που ήταν γεμάτα περιέργεια ότι μιλούσε για τη Βασιλεία του Θεού. Τα παιδιά, με τη σειρά τους, παρακινούσαν τους περαστικούς να δεχτούν τα έντυπα. «Τα βιβλία μιλάνε για τον Θεό», έλεγαν. Ο αδελφός, μένοντας σχεδόν άφωνος από αυτή την ενθουσιώδη, απρόσμενη υποστήριξη, διέθεσε γρήγορα όλα του τα έντυπα!

Ο Νίκος Παλιός, ένας γλυκομίλητος σκαπανέας, ήρθε στη Ρουμανία από την Ελλάδα για να βοηθήσει στο έργο. Αφού υπηρέτησε στο Βουκουρέστι, μετακόμισε στο Γαλάτσι, ένα μεγάλο λιμάνι στο Δούναβη. Στα τέλη του 1933, ο Νίκος έγραψε: «Περίπου δυόμισι μήνες, εργάστηκα ανάμεσα στους Ρουμάνους, και ο Ιεχωβά μού χάρισε πολλές ευλογίες—μολονότι δεν μιλούσα τη γλώσσα. Έπειτα, εργάστηκα ανάμεσα στους Έλληνες και στους Αρμένιους και, με τη βοήθεια του Κυρίου, επισκέφτηκα 20 πόλεις. Οι Έλληνες χάρηκαν ιδιαίτερα με το άγγελμα».

Ναι, παρά την εκστρατεία μίσους από τον κλήρο, πολλά άτομα με ειλικρινή καρδιά ήθελαν να ακούσουν τα καλά νέα. Ανάμεσά τους ήταν και ένας δήμαρχος ο οποίος διάβασε με ενθουσιασμό αρκετά ειδικά βιβλιάρια και αργότερα δήλωσε ότι περίμενε με ανυπομονησία το νέο κόσμο. Σε μια άλλη πόλη, κάποιος ζήτησε μερικά έντυπα υποσχόμενος ότι θα τα διένεμε σε όλους όσους επιθυμούσαν να τα διαβάσουν.

Το Έργο Αναδιοργανώνεται

Το 1930, δύο χρόνια αφότου ο Σίμα αποδείχτηκε άπιστος, η επίβλεψη του έργου ανατέθηκε στον Μάρτιν Μαγιαρόσι, έναν Ρουμάνο ουγγρικής καταγωγής από την Μπίστριτσα της Τρανσυλβανίας. Ύστερα από εκπαίδευση έξι εβδομάδων στο γραφείο τμήματος της Γερμανίας, ο αδελφός Μαγιαρόσι εγκατέστησε ένα γραφείο στο Βουκουρέστι. Σύντομα ύστερα από αυτό, η Σκοπιά στη ρουμανική—η οποία προσωρινά τυπωνόταν στην Αυστρία και στη Γερμανία—άρχισε και πάλι να τυπώνεται στη Ρουμανία, αυτή τη φορά στο Βουκουρέστι, σε έναν εκδοτικό οίκο που λεγόταν Το Χρυσό Βιβλίο.

Έπειτα από αρκετές προσπάθειες, οι αδελφοί κατάφεραν να εδραιώσουν ένα νέο νομικό πρόσωπο το 1933—τη Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Η διεύθυνση ήταν: Οδός Κρισάνα 33, Βουκουρέστι. Ωστόσο, εξαιτίας της θρησκευτικής και πολιτικής εναντίωσης, οι αδελφοί μπόρεσαν να καταχωριστούν μόνο ως εταιρία με εμπορικό χαρακτήρα.

Εντούτοις, αυτές οι προσπάθειες βοήθησαν στην επανάκτηση της εμπιστοσύνης και στην προώθηση του έργου κηρύγματος. Πολλοί ευαγγελιζόμενοι άρχισαν μάλιστα σκαπανικό, ενώ άλλοι αύξησαν τη δραστηριότητά τους, ιδιαίτερα στη διάρκεια του χειμώνα όταν οι κάτοικοι της υπαίθρου είχαν περισσότερο χρόνο. Οι αδελφοί άκουγαν επίσης Γραφικές διαλέξεις από το εξωτερικό μέσω του κρατικού ραδιοφώνου. Αυτές οι ομιλίες ήταν ιδιαίτερα υποβοηθητικές για όσους δεν παρακολουθούσαν συναθροίσεις επειδή φοβούνταν τους γείτονες ή τους ιερείς. Η Σκοπιά ανακοίνωνε τις ώρες του προγράμματος, τους τίτλους των διαλέξεων και τις ραδιοφωνικές συχνότητες.

Μια άλλη προμήθεια που συνέβαλε στην προώθηση των καλών νέων ήταν ο φορητός φωνογράφος ο οποίος κατασκευάστηκε από την οργάνωση του Ιεχωβά. Στη δεκαετία του 1930, τόσο οι εκκλησίες όσο και τα μεμονωμένα άτομα μπορούσαν να παραγγέλνουν φωνογράφους καθώς επίσης ηχογραφημένες Γραφικές διαλέξεις. Οι τελευταίες χρησίμευαν για να παρακινούν «όχι μόνο τους αδελφούς αλλά και όσες οικογένειες είχαν ήδη δικούς τους φωνογράφους και αγαπούσαν την αλήθεια», έλεγε μια ανακοίνωση στο Δελτίο (Bulletin [τώρα Η Διακονία Μας της Βασιλείας]).

Περισσότερες Δοκιμασίες εκ των Έσω

Στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 ρίχτηκε αυξημένο φως στο Λόγο του Θεού, καθώς επίσης στην ανάγκη που υπήρχε να δίνει κάθε Χριστιανός μαρτυρία για την αλήθεια. Μια λαμπρή έκλαμψη φωτός ήρθε το 1931, όταν οι Σπουδαστές της Γραφής υιοθέτησαν το όνομα Μάρτυρες του Ιεχωβά. Πολύ περισσότερο από μια απλή ετικέτα, αυτό το βασισμένο στη Γραφή όνομα υποδηλώνει ότι εκείνος που το φέρει υποστηρίζει αλλά και διακηρύττει τη Θειότητα του Ιεχωβά. (Ησ. 43:10-12) Κάποιοι Σπουδαστές της Γραφής οι οποίοι εναντιώνονταν στο έργο κηρύγματος πρόσκοψαν σε αυτή την εξέλιξη και έφυγαν από την οργάνωση. Μερικοί μάλιστα έγιναν αποστάτες και πήραν το όνομα Χιλιαστές. Θα άντεχε η πίστη των οσίων σε αυτή τη δοκιμή; Θα συνέχιζαν να εκπληρώνουν την αποστολή που είχαν να κηρύττουν παρά την εναντίωση τόσο των κληρικών όσο και των αποστατών;

Μολονότι κάποιοι ενέδωσαν σε αυτή την πίεση, πολλοί συνέχισαν την υπηρεσία του Ιεχωβά με πίστη και ζήλο. Μια έκθεση για το έτος 1931 δήλωνε εν μέρει: «Υπάρχουν περίπου 2.000 αδελφοί και αδελφές στη Ρουμανία οι οποίοι μέσα στο τρέχον έτος και κάτω από μεγάλες δυσκολίες έχουν διαθέσει 5.549 βιβλία και 39.811 βιβλιάρια». Τον επόμενο χρόνο, οι αδελφοί πήγαν ακόμη καλύτερα, διαθέτοντας συνολικά 55.632 βιβλία και βιβλιάρια.

Επιπλέον, ο διωγμός είχε μερικές φορές τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά στα οποία αποσκοπούσε. Για παράδειγμα, όλοι οι Μάρτυρες σε μια περιοχή αποφάσισαν ως ομάδα να κάνουν δημόσια γνωστή την αποχώρησή τους από τη «Βαβυλώνα τη Μεγάλη». (Αποκ. 18:2, 4) Επί πέντε συνεχόμενες μέρες, αυτοί οι θαρραλέοι αδελφοί και αδελφές συνέρρεαν στο τοπικό δημαρχείο για να ετοιμάσουν τα έγγραφα της αποχώρησής τους από την προηγούμενη εκκλησία τους.

Οι κοινοτικοί ιθύνοντες έμειναν κατάπληκτοι και ο τοπικός ιερέας τρομοκρατήθηκε. Πρώτα έτρεξε στο αστυνομικό τμήμα για βοήθεια, αλλά αυτό αποδείχτηκε μάταιο. Έτσι λοιπόν έσπευσε ξανά στο δημαρχείο και κατηγόρησε το συμβολαιογράφο ότι ήταν κομμουνιστής επειδή βοηθούσε τους ανθρώπους να κάνουν τα χαρτιά τους. Προσβεβλημένος, ο συμβολαιογράφος ανταπάντησε ότι ακόμη και αν ολόκληρη η κοινότητα ερχόταν σε αυτόν, εκείνος θα τους βοηθούσε να συντάξουν πιστοποιητικά αποχώρησης. Ως αποτέλεσμα, ο ιερέας αναγκάστηκε να σταματήσει τις ενέργειες και οι αδελφοί μπόρεσαν να ετοιμάσουν τα χαρτιά τους.

«Σκέφτεσαι να με Πυροβολήσεις;»

Στα κηρύγματά τους οι κληρικοί καταφέρονταν εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Εξακολουθούσαν επίσης να ασκούν πίεση στην κυβέρνηση προκειμένου να απαγορεύσει το έργο. Βέβαια, το Υπουργείο Θρησκευμάτων, το πολιτικό όργανο του κλήρου, συνέχισε να χρησιμοποιεί την αστυνομία για να ταλαιπωρεί τους αδελφούς. Σε μια περίπτωση, ο αρχηγός της αστυνομίας και ένας αξιωματικός εισέβαλαν παράνομα σε κάποιο σπίτι όπου διεξάγονταν Χριστιανικές συναθροίσεις.

«Θέλω να δω την άδεια που έχετε για να διεξάγετε θρησκευτικές λειτουργίες», είπε ο αρχηγός στον οικοδεσπότη, έναν αδελφό τον οποίο θα ονομάσουμε Τζεόρτζε.

Υποθέτοντας ότι ο αρχηγός πιθανότατα δεν είχε ένταλμα, ο Τζεόρτζε αποκρίθηκε: «Με ποια εξουσία μπήκατε στο σπίτι μου;»

Εκείνος δεν είχε τι να απαντήσει, γι’ αυτό ο Τζεόρτζε του ζήτησε να φύγει. Απρόθυμα, προχώρησε προς την πόρτα. Βγαίνοντας, όμως, έδωσε εντολή στον άλλον αξιωματικό να σταθεί φύλακας στην κύρια είσοδο και να συλλάβει τον Τζεόρτζε σε περίπτωση που προσπαθούσε να φύγει από το σπίτι. Αργότερα, όταν ο Τζεόρτζε βγήκε έξω, ο αξιωματικός τον συνέλαβε «εν ονόματι του νόμου».

«Εν ονόματι ποιου νόμου;» ρώτησε ο Τζεόρτζε.

«Έχω ένταλμα σύλληψης», ισχυρίστηκε εκείνος.

Ως πρώην αστυνομικός ο Τζεόρτζε γνώριζε το νόμο, γι’ αυτό ζήτησε να δει το ένταλμα. Όπως είχε υποψιαστεί ο Τζεόρτζε, ο αξιωματικός δεν είχε κανένα ένταλμα. Μη μπορώντας, λοιπόν, να πραγματοποιήσει νόμιμη σύλληψη, σκέφτηκε ότι μπορούσε να τρομάξει τον Τζεόρτζε γεμίζοντας το όπλο του.

«Σκέφτεσαι να με πυροβολήσεις;» ρώτησε ο Τζεόρτζε.

«Όχι», ανταπάντησε ο αξιωματικός, «δεν είμαι ανόητος».

«Καλά», είπε ο Τζεόρτζε, «τότε γιατί γέμισες το όπλο σου;»

Ο άνθρωπος αυτός κατάλαβε πόσο παράλογες ήταν οι κινήσεις του και έφυγε. Ο Τζεόρτζε, μη θέλοντας να επαναληφθεί το περιστατικό, μήνυσε τον αρχηγό της αστυνομίας για παραβίαση ιδιωτικού χώρου. Παραδόξως, στον αρχηγό επιβλήθηκε πρόστιμο και 15ήμερη φυλάκιση.

Σε κάποια άλλη περίπτωση, ένας ηλικιωμένος αδελφός έδωσε καλή μαρτυρία στο δικαστήριο. Ο δικαστής κρατούσε στο χέρι του δύο βιβλία, εκδόσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Κουνώντας τα μπροστά στον αδελφό, ο δικαστής τον κατηγόρησε για διάδοση θρησκευτικής προπαγάνδας.

«Αν με καταδικάσετε επειδή κηρύττω την αλήθεια του Λόγου του Θεού», απάντησε ο αδελφός, «θα το θεωρήσω όχι τιμωρία, αλλά τιμητική διάκριση. Ο Κύριος Ιησούς είπε στους ακολούθους του να χαίρονται όταν διώκονται για χάρη της δικαιοσύνης επειδή με αυτόν τον τρόπο συμπεριφέρονταν οι άλλοι στους προφήτες των αρχαίων χρόνων. Ουσιαστικά, ο ίδιος ο Ιησούς υπέστη διωγμό και μάλιστα κρεμάστηκε στο ξύλο, όχι εξαιτίας αδικοπραγίας αλλά επειδή μιλούσε για την αλήθεια την οποία είχε λάβει από τον Θεό».

Ο αδελφός συνέχισε: «Συνεπώς, αν αυτό το δικαστήριο με καταδικάσει επειδή κηρύττω το άγγελμα του Ιησού για τη Βασιλεία μέσω αυτών των δύο βιβλίων, θα καταδικάσει έναν άνθρωπο ο οποίος δεν έχει διαπράξει κανένα έγκλημα». Ο δικαστής απέσυρε τις κατηγορίες.

“Πουθενά Δεν Αντιμετωπίζουν οι Αδελφοί Μεγαλύτερες Δυσκολίες”

Από το 1929 και έπειτα, η πτώση των τιμών των αγροτικών προϊόντων, η μεγάλη ανεργία και η πολιτική αναταραχή οδήγησαν σε ραγδαία αύξηση των εξτρεμιστικών πολιτικών ομάδων, συμπεριλαμβανομένων των φασιστών. Επιπλέον, στη δεκαετία του 1930 η Ρουμανία περιήλθε σταδιακά στη σφαίρα επιρροής της ναζιστικής Γερμανίας. Αυτές οι εξελίξεις δεν ήταν ευοίωνες για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Στην πραγματικότητα, το Βιβλίο Έτους 1936 έλεγε: «Σε κανένα μέρος της γης δεν εργάζεται η αδελφότητα αντιμετωπίζοντας μεγαλύτερες δυσκολίες από ό,τι στη Ρουμανία». Από το 1933 ως το 1939, εκδικάστηκαν 530 υποθέσεις εναντίον Μαρτύρων του Ιεχωβά. Οι ενάγοντες, βέβαια, ζητούσαν συνεχώς την απαγόρευση του έργου και το κλείσιμο του γραφείου στο Βουκουρέστι.

Τελικά, στις 19 Ιουνίου 1935 στις 8:00 μ.μ., ήρθαν στο γραφείο αστυνομικοί, εφοδιασμένοι με ένα ένταλμα που αποδείχτηκε παράνομο. Κατάσχεσαν αρχεία, καθώς και πάνω από 12.000 βιβλιάρια, ενώ επίσης τοποθέτησαν φύλακα. Εντούτοις, ένας αδελφός ξεγλίστρησε από την πίσω πόρτα και συμβουλεύτηκε κάποιον φιλικό δικηγόρο ο οποίος ήταν και γερουσιαστής. Αυτό το άτομο τηλεφώνησε στις αρμόδιες αρχές και ακύρωσε το παράνομο κλείσιμο εξασφαλίζοντας και την επιστροφή των αρχείων. Η ανακούφιση, όμως, ήταν βραχύβια.

Στις 21 Απριλίου 1937, το Υπουργείο Θρησκευμάτων εξέδωσε διάταγμα το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της κυβέρνησης και σε άλλες εφημερίδες. Το διάταγμα όριζε ότι η δραστηριότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Ρουμανία απαγορευόταν αυστηρά και εκείνοι οι οποίοι διένεμαν ή έστω διάβαζαν τα έντυπά τους θα συλλαμβάνονταν και θα τιμωρούνταν, ενώ τα έντυπα θα κατάσχονταν.

Οι αδελφοί άσκησαν έφεση κατά της απόφασης. Ωστόσο, ο αρμόδιος υπουργός της κυβέρνησης, γνωρίζοντας ότι δεν υπήρχαν ισχυρά επιχειρήματα για την υπόθεση, φρόντισε να αναβληθεί η ακροαματική διαδικασία τρεις φορές. Αργότερα, προτού φτάσει η τελική ημερομηνία, ο Βασιλιάς Κάρολος Β΄ επέβαλε δικτατορία στη Ρουμανία. Τον Ιούνιο του 1938, εκδόθηκε καινούριο διάταγμα εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Οι αδελφοί κατέθεσαν πάλι μήνυση. Έγραψαν επίσης ένα επίσημο υπόμνημα προς το βασιλιά στο οποίο δήλωναν ότι τα έντυπα των Μαρτύρων του Ιεχωβά έχουν εκπαιδευτικό χαρακτήρα, δεν είναι ανατρεπτικά και δεν προκαλούν δημόσια αναταραχή. Το υπόμνημα αναφερόταν ακόμη και σε προηγούμενη απόφαση ανώτερου δικαστηρίου σχετική με αυτό. Ο βασιλιάς διαβίβασε το υπόμνημα στο Υπουργείο Θρησκευμάτων. Η απάντηση; Στις 2 Αυγούστου 1938, το υπουργείο έκλεισε και σφράγισε το γραφείο στο Βουκουρέστι.

Σε αυτή τη δύσκολη εποχή, αρκετοί αδελφοί—ακόμη και ολόκληρες οικογένειες—συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση, σε μερικές περιπτώσεις απλώς και μόνο επειδή έψαλλαν ύμνους της Βασιλείας στο ίδιο τους το σπίτι. Οι ποινές κυμαίνονταν από τρεις μήνες μέχρι και δύο χρόνια. Πώς, όμως, ανακαλύπτονταν αυτοί οι αδελφοί; Πολλούς τους κατασκόπευαν άτομα επηρεασμένα από τον κλήρο. Αυτοί οι κατάσκοποι μεταμφιέζονταν σε εργάτες, μικροπωλητές και ούτω καθεξής.

Οποιοσδήποτε βρισκόταν να έχει έντυπά μας στην κατοχή του συλλαμβανόταν επίσης. Ένας αδελφός που εργαζόταν στα δάση ως ξυλοκόπος έπαιρνε μαζί τη Γραφή του και το Βιβλίο Έτους. Κάποια μέρα η αστυνομία ερεύνησε τα προσωπικά αντικείμενα όλων και βρήκε τα έντυπα του αδελφού. Τον συνέλαβαν και τον ανάγκασαν να τους ακολουθήσει περπατώντας 200 χιλιόμετρα μέχρι το δικαστήριο όπου καταδικάστηκε σε εξάμηνη φυλάκιση. Οι φυλακές, παρεμπιπτόντως, ήταν ασφυκτικά γεμάτες, βρώμικες και έβριθαν από ψείρες. Η μόνη τροφή που υπήρχε ήταν νερουλές σούπες.

Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος Φέρνει Περισσότερες Δοκιμασίες

Τα χαράματα της 1ης Σεπτεμβρίου 1939, ορδές του γερμανικού στρατού εισέβαλαν στην Πολωνία, πυροδοτώντας άλλη μια παγκόσμια διαμάχη—αυτήν που θα είχε βαθιά και μακροπρόθεσμη επίδραση στη Ρουμανία. Προκειμένου να αποκτήσουν τον έλεγχο, η Σοβιετική Ένωση και η Γερμανία, που είχαν υπογράψει σύμφωνο μη επίθεσης, διαίρεσαν στη συνέχεια την Ανατολική Ευρώπη σε σφαίρες επιρροής και κατακερμάτισαν τη Ρουμανία. Η Ουγγαρία πήρε τη Βόρεια Τρανσυλβανία, η Σοβιετική Ένωση τη Βεσσαραβία και τη Βόρεια Μπουκοβίνα και η Βουλγαρία τη νότια Δοβρουτσά. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσει η Ρουμανία το ένα τρίτο περίπου του πληθυσμού της και των εδαφών της. Το 1940, η φασιστική δικτατορία ανέλαβε την εξουσία.

Η νέα κυβέρνηση ανέστειλε το σύνταγμα και εξέδωσε διάταγμα με το οποίο αναγνώριζε εννιά μόνο θρησκείες, με κυριότερες την Ορθόδοξη, την Καθολική και τη Λουθηρανική εκκλησία. Η απαγόρευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά παρέμεινε. Οι βιαιοπραγίες ήταν συχνές, και τον Οκτώβριο του 1940 γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν τη χώρα. Υπό αυτές τις ακραίες συνθήκες, η αλληλογραφία μεταξύ της Ρουμανίας και του Γραφείου Κεντρικής Ευρώπης στην Ελβετία ουσιαστικά διακόπηκε.

Λόγω του ότι οι περισσότεροι τοπικοί Μάρτυρες του Ιεχωβά κατοικούσαν στην Τρανσυλβανία, ο Μάρτιν Μαγιαρόσι μετακόμισε εκεί από το Βουκουρέστι και εγκαταστάθηκε στο Τίργκου-Μιούρες. Η σύζυγός του, η Μαρία, είχε μετακομίσει εκεί νωρίτερα για λόγους υγείας. Ο Παμφίλ και η Ελένα Άλμπου, που είχαν υπηρετήσει και αυτοί στο γραφείο στο Βουκουρέστι, μετακόμισαν βορειότερα στην Μπάια Μάρε. Εργαζόμενοι σε αυτές τις δύο πόλεις, οι αδελφοί Μαγιαρόσι και Άλμπου αναδιοργάνωσαν το έργο κηρύγματος και την παραγωγή του περιοδικού Η Σκοπιά υπό την επιφάνεια. Ο συνεργάτης τους, ο Τεόντορ Μορεράς, έμεινε στο Βουκουρέστι από όπου συντόνιζε τις δραστηριότητες σε ό,τι απέμεινε από τη Ρουμανία ως τη σύλληψή του το 1941.

Στο μεταξύ, οι αδελφοί παρέμεναν απασχολημένοι στη διακονία, δίνοντας Βιβλικά έντυπα σε κάθε ευκαιρία αλλά με μεγάλη προσοχή. Για παράδειγμα, άφηναν βιβλιάρια σε δημόσιους χώρους, από εστιατόρια μέχρι τρένα, ελπίζοντας ότι θα τραβούσαν το βλέμμα κάποιου. Συνέχισαν επίσης να υπακούν στη Γραφική εντολή να συναθροίζονται για πνευματική ενθάρρυνση, φροντίζοντας, βέβαια, να μην κινούν υποψίες. (Εβρ. 10:24, 25) Λόγου χάρη, εκείνοι που ζούσαν στην ύπαιθρο εκμεταλλεύονταν τις παραδοσιακές γιορτές που γίνονταν τον καιρό του θερισμού, όταν οι αγρότες αλληλοβοηθούνταν προκειμένου να μαζέψουν τις σοδειές τους και έπειτα γιόρταζαν λέγοντας αστεία και ιστορίες. Οι αδελφοί απλώς αντικαθιστούσαν αυτές τις γιορτές με τις Χριστιανικές συναθροίσεις.

“Πιέζονταν με Κάθε Τρόπο”

Ο αδελφός Μαγιαρόσι συνελήφθη το Σεπτέμβριο του 1942 αλλά συνέχισε να συντονίζει το έργο κηρύγματος από τη φυλακή. Το ζεύγος Άλμπου συνελήφθη επίσης, μαζί με περίπου 1.000 ακόμη αδελφούς και αδελφές, πολλοί από τους οποίους αφέθηκαν ελεύθεροι αφού υπέστησαν ξυλοδαρμό και ήταν υπό περιορισμό για περίπου έξι εβδομάδες. Λόγω της Χριστιανικής τους ουδετερότητας εκατό Μάρτυρες, μεταξύ των οποίων πολλές αδελφές, καταδικάστηκαν σε φυλάκιση από 2 ως 15 χρόνια. Σε πέντε αδελφούς επιβλήθηκε η θανατική ποινή, η οποία στη συνέχεια μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Υπό το κάλυμμα του σκοταδιού ένοπλοι αστυνομικοί έσερναν έξω μητέρες και μικρά παιδιά, αφήνοντας τα ζώα τους χωρίς φροντίδα και τα σπίτια τους εγκαταλειμμένα, λεία για τους κλέφτες.

Στα σωφρονιστικά στρατόπεδα, περίμενε τους αδελφούς μια επιτροπή «υποδοχής» από φρουρούς οι οποίοι έδεναν τα πόδια ενός ατόμου και το κρατούσαν στο έδαφος, ενώ κάποιος άλλος το χτυπούσε στα γυμνά του πέλματα με λαστιχένιο ρόπαλο ενισχυμένο με σύρμα. Τα κόκαλα έσπαγαν, τα νύχια των ποδιών έπεφταν ενώ το δέρμα μελάνιαζε και μερικές φορές ξεφλούδιζε σαν το φλοιό του δέντρου. Οι ιερείς οι οποίοι περιπολούσαν στα στρατόπεδα και ήταν μάρτυρες αυτής της κακομεταχείρισης χλεύαζαν: «Πού είναι ο Ιεχωβά σας να σας ελευθερώσει από τα χέρια μας;»

Οι αδελφοί “πιέζονταν με κάθε τρόπο” αλλά “δεν έμεναν αβοήθητοι”. (2 Κορ. 4:8, 9) Μάλιστα, παρηγορούσαν άλλους τροφίμους με την ελπίδα της Βασιλείας, την οποία κάποιοι από αυτούς δέχτηκαν. Εξετάστε το παράδειγμα του Τεόντορ Μιρόν από το χωριό Τόπλιτσα στη βορειοανατολική Τρανσυλβανία. Πριν από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Τεόντορ συμπέρανε ότι ο Θεός απαγορεύει την αφαίρεση ανθρώπινης ζωής, οπότε αρνήθηκε να καταταχθεί στο στρατό. Ως εκ τούτου, το Μάιο του 1943 του επιβλήθηκε ποινή πενταετούς φυλάκισης. Σύντομα ύστερα από αυτό, συνάντησε τον Μάρτιν Μαγιαρόσι, τον Παμφίλ Άλμπου και άλλους φυλακισμένους Μάρτυρες και δέχτηκε Γραφική μελέτη. Ο Τεόντορ σημείωσε γοργή πνευματική πρόοδο και μέσα σε μερικές εβδομάδες αφιέρωσε τη ζωή του στον Ιεχωβά. Πώς, όμως, βαφτίστηκε;

Η ευκαιρία δόθηκε όταν ο Τεόντορ και περίπου 50 ακόμη Ρουμάνοι Μάρτυρες μεταφέρθηκαν μέσω παρακαμπτήριας διαδρομής στο ναζιστικό στρατόπεδο στο Μπορ της Σερβίας. Καθ’ οδόν, σταμάτησαν στο Γιάσμπερενι στην Ουγγαρία, όπου πάνω από εκατό αδελφοί που μιλούσαν την ουγγρική ενώθηκαν μαζί τους. Στη στάση αυτή, οι φρουροί έστειλαν αρκετούς αδελφούς στο ποτάμι για να γεμίσουν ένα βαρέλι με νερό. Οι αδελφοί, έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη των φρουρών, πήγαν χωρίς επιτήρηση. Ο Τεόντορ πήγε μαζί τους και βαφτίστηκε στο ποτάμι. Από το Γιάσμπερενι οι φυλακισμένοι μεταφέρθηκαν με τρένο και ποταμόπλοιο στο Μπορ.

Εκείνον τον καιρό, στο στρατόπεδο του Μπορ κρατούνταν 6.000 Εβραίοι, 14 Αντβεντιστές και 152 Μάρτυρες. «Οι συνθήκες ήταν απαίσιες», θυμάται ο αδελφός Μιρόν, «αλλά ο Ιεχωβά μάς φρόντιζε. Ένας φιλικά διακείμενος φρουρός, ο οποίος συμμετείχε συχνά σε αποστολές στην Ουγγαρία, έφερνε έντυπα στο στρατόπεδο. Μερικοί Μάρτυρες τους οποίους γνώριζε και εμπιστευόταν φρόντιζαν την οικογένειά του κατά τη διάρκεια της απουσίας του και γι’ αυτό έγινε σαν αδελφός τους. Αυτός ο φρουρός, που ήταν υπολοχαγός, μας προειδοποιούσε αν επρόκειτο να συμβεί κάτι. Υπήρχαν 15 πρεσβύτεροι, όπως ονομάζονται τώρα, στο στρατόπεδο και εκείνοι διευθετούσαν να γίνονται τρεις συναθροίσεις την εβδομάδα. Κατά μέσο όρο, περίπου 80 άτομα παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις όσο το επέτρεπαν οι βάρδιές τους. Επίσης γιορτάζαμε την Ανάμνηση».

Σε μερικά στρατόπεδα, επιτρεπόταν να δίνουν οι Μάρτυρες από έξω τροφή και άλλα αντικείμενα στους φυλακισμένους αδελφούς τους. Από το 1941 ως το 1945, περίπου 40 Μάρτυρες από τη Βεσσαραβία, τη Μολδαβία και την Τρανσυλβανία στάλθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Σίμποτ της Τρανσυλβανίας. Εργάζονταν καθημερινά σε ένα τοπικό εργοστάσιο ξυλείας. Επειδή η τροφή ήταν λιγοστή στο στρατόπεδο, οι Μάρτυρες που κατοικούσαν εκεί κοντά έφερναν τροφή και ρουχισμό στο εργοστάσιο κάθε εβδομάδα. Οι αδελφοί διένεμαν αυτά τα πράγματα ανάλογα με τις ανάγκες.

Τέτοιες καλές πράξεις έδιναν εξαιρετική μαρτυρία, τόσο στους άλλους τροφίμους όσο και στους φύλακες. Οι φύλακες παρατηρούσαν επίσης ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν υπεύθυνοι και αξιόπιστοι. Ως εκ τούτου, τους παραχωρούσαν ελευθερίες τις οποίες δεν απολάμβαναν συνήθως οι φυλακισμένοι. Ένας φύλακας στο Σίμποτ γνώρισε μάλιστα την αλήθεια.

Ευλογίες στα Μεταπολεμικά Χρόνια

Όταν έληξε ο πόλεμος στην Ευρώπη το Μάιο του 1945, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά απελευθερώθηκαν μαζικά από τις φυλακές και τα στρατόπεδα εργασίας. Ο Μάρτιν Μαγιαρόσι, 62 ετών τότε, επέστρεψε στο Βουκουρέστι και βρήκε το παλιό γραφείο λεηλατημένο. Ούτε μια γραφομηχανή δεν είχε απομείνει! «Το έργο του Κυρίου ξανάρχισε από το μηδέν», έλεγε μια έκθεση. Εκτός από την οργάνωση του έργου, οι αδελφοί επιδίωξαν τη νομική καταχώριση και οι προσπάθειές τους σύντομα έφεραν καρπούς. Στις 11 Ιουλίου 1945, καταχωρίστηκε το Σωματείο των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Ρουμανία.

Αυτό το βήμα διευκόλυνε τη διοργάνωση δημόσιων συναθροίσεων και συνελεύσεων καθώς και την παραγωγή εντύπων, πράγματα που θα αναζωπύρωναν το έργο και θα βοηθούσαν σε μεγάλο βαθμό να διαλυθούν η σύγχυση και η έλλειψη ενότητας που είχαν δημιουργηθεί. Όντως, κατά το πρώτο μεταπολεμικό έτος οι αδελφοί παρήγαγαν σχεδόν 870.000 βιβλιάρια και πάνω από 85.500 αντίτυπα της Σκοπιάς—παρά την έλλειψη χαρτιού στη χώρα! Επίσης, βαφτίστηκαν 1.630 άτομα.

Οι αδελφοί άρχισαν να κηρύττουν φανερά ακόμη και πριν αποκτήσει το έργο νομική αναγνώριση. Επίσης, διευθετούσαν συναθροίσεις και ειδικές δημόσιες ομιλίες. Όσον αφορά τους αδελφούς στο νομό Μαραμιούρες, κάποιος αυτόπτης μάρτυρας αναφέρει: «Ενώ ο στρατός οπισθοχωρούσε ακόμη, οι αδελφοί συναθροίζονταν. Τους έβλεπες να έρχονται από όλα τα χωριά της περιοχής, χωρίς να φοβούνται καθόλου. Συναρπαστικός καιρός. Μερικοί περπατούσαν 80 χιλιόμετρα για να παρευρεθούν, ψάλλοντας και δίνοντας μαρτυρία σε όλη τη διαδρομή. Κάθε Κυριακή, ο εισηγητής ανακοίνωνε την τοποθεσία της συνάθροισης για την επόμενη Κυριακή».

Οι δημόσιες ομιλίες διαφημίζονταν και εκφωνούνταν σε πόλεις και χωριά όπου υπήρχαν λίγοι ή καθόλου Μάρτυρες. Ξεκινώντας γύρω στα μεσάνυχτα, οι αδελφοί περπατούσαν μέχρι και 100 χιλιόμετρα για να φτάσουν σε αυτά τα μέρη, συνήθως ξυπόλητοι λόγω του υψηλού κόστους των παπουτσιών. Έπαιρναν παπούτσια μαζί τους, βέβαια, αλλά τα μετέφεραν στον ώμο τους. Μόνο όταν οι συνθήκες γίνονταν πολύ άσχημες—όταν, λόγου χάρη, έκανε τσουχτερό κρύο—φορούσαν τα παπούτσια τους. Την προηγουμένη της συνάθροισης, οι αδελφοί πρόσφεραν έντυπα στο κοινό, ανακοίνωναν τον τίτλο της διάλεξης και προσκαλούσαν τους ανθρώπους να παρευρεθούν. Μετά την ομιλία, οι αδελφοί έπαιρναν το δρόμο για το σπίτι τους.

Στην Μπάια Μάρε, στο Κλουζ-Ναπόκα, στο Τίργκου-Μιούρες και στην Όκνα Μιούρες, οι αδελφοί διεξήγαγαν πολλές συνελεύσεις τις οποίες παρακολούθησαν εκατοντάδες Μάρτυρες και ενδιαφερόμενα άτομα. Ένα εξέχον χαρακτηριστικό της σύναξης στην Μπάια Μάρε τον Ιούνιο του 1945 ήταν το βάφτισμα, το οποίο έγινε δέκα χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Αφού εκφωνήθηκε η ομιλία στον κήπο ενός αδελφού, οι 118 υποψήφιοι βαφτίστηκαν στον ποταμό Λαπούσουλ, ο οποίος έρρεε δίπλα στον κήπο. Ήταν ένα αξέχαστο βάφτισμα σε πανέμορφο σκηνικό.

Στο Τίργκου-Μιούρες, οι αδελφοί νοίκιασαν ένα θέατρο χωρητικότητας 3.000 ατόμων. Την προηγουμένη της συνέλευσης, οι εκπρόσωποι άρχισαν να φτάνουν με τρένο, με ιππήλατα κάρα, με ποδήλατα και με τα πόδια. Μερικοί άρχισαν αμέσως να κηρύττουν και να προσκαλούν άτομα στη δημόσια διάλεξη, η οποία πραγματευόταν το θέμα της κιβωτού του Νώε. Όταν οι αδελφοί είδαν πλακάτ με όμορφα διατυπωμένο κείμενο να διαφημίζουν την ομιλία σε όλη την πόλη, πολλοί έκλαιγαν από χαρά. Ποτέ δεν είχαν σκεφτεί ότι θα απολάμβαναν τέτοια ελευθερία για να κηρύττουν τα καλά νέα!

Το σκληρό έργο των αδελφών ανταμείφτηκε πλούσια—παρευρέθηκαν τόσο πολλοί που χρειάστηκε να τοποθετηθούν δύο μεγάφωνα έξω από το θέατρο για εκείνους που δεν χωρούσαν μέσα. Το αποτέλεσμα ήταν να ακούσουν πολλοί γείτονες το πρόγραμμα από τα παράθυρά τους. Οι αξιωματούχοι της πόλης και άλλα εξέχοντα άτομα προσκλήθηκαν για να μπορέσουν να δουν και να ακούσουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά από πρώτο χέρι. Ήταν εκπληκτικό το ότι οι συγκεκριμένοι άνθρωποι γέμισαν όλα τα καθίσματα τα οποία είχαν κρατηθεί για αυτούς. Συμμετείχαν επίσης στην υμνολογία.

Η Πρώτη Πανεθνική Συνέλευση

Το σαββατοκύριακο 28 και 29 Σεπτεμβρίου 1946, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διεξήγαγαν την πρώτη τους πανεθνική συνέλευση στη Ρουμανία. Ο τόπος συγκέντρωσης ήταν οι Ρωμαϊκές Αρένες (Αρένελε Ρομάνε) στο Βουκουρέστι. Οι υπεύθυνοι στο ρουμανικό σιδηρόδρομο συμφώνησαν όχι μόνο να παράσχουν ένα ειδικό τρένο αλλά και να μειώσουν το εισιτήριο κατά 50 τοις εκατό! Το τρένο μετέφερε στην πρωτεύουσα χίλιους και πλέον εκπροσώπους από μερικά από τα πιο απομακρυσμένα μέρη της χώρας. Πολλοί κρατούσαν πλακάτ κεντρίζοντας την περιέργεια αρκετών ανθρώπων στη διαδρομή. Δεν έλειψαν, όμως, και τα επεισόδια από το ταξίδι.

Ο κλήρος έμαθε για τη συνέλευση και προσπάθησε να σταματήσει το τρένο. Την Παρασκευή πριν από τη συνέλευση, ντόπιοι Μάρτυρες άρχισαν να συγκεντρώνονται στο σταθμό στις 9:00 π.μ., αναμένοντας να καλωσορίσουν τους αδελφούς μέσα στην επόμενη ώρα. Περίμεναν υπομονετικά μέχρι τις 6:00 μ.μ., οπότε το τρένο τελικά έφτασε στο σταθμό. Ο ενθουσιασμός που υπήρχε ανάμεσα στους αδελφούς καθώς επισκέπτες και οικοδεσπότες αγκαλιάζονταν δεν περιγράφεται. Οπλισμένοι αστυνομικοί ήταν εκεί για να διατηρήσουν την τάξη, αλλά δεν χρειάστηκε να κάνουν τίποτα.

Μεγάλο μέρος του Βουκουρεστίου είχε καταστραφεί στον πόλεμο, συμπεριλαμβανομένων περίπου 12.000 σπιτιών, οπότε τα καταλύματα ήταν περιορισμένα. Αλλά οι αδελφοί ήταν επινοητικοί. Για να εξασφαλίσουν περισσότερα «κρεβάτια» αγόρασαν ένα βουνό άχυρο και το άπλωσαν στην αυλή ενός αδελφού ο οποίος έμενε σε ένα προάστιο που ονομάζεται Μπερτσένι. Εφόσον ο καιρός ήταν ασυνήθιστα ζεστός για τέλος Σεπτεμβρίου, οικογένειες εκπροσώπων μπόρεσαν να κοιμηθούν άνετα μαζί με τα παιδιά τους σε αχυρόστρωμα κάτω από τον έναστρο ουρανό. Σήμερα, σε εκείνον ακριβώς το χώρο υπάρχει μια όμορφη καινούρια Αίθουσα Βασιλείας.

Οι 3.400 παρόντες στη συνέλευση το πρωί του Σαββάτου ενθουσιάστηκαν όταν άκουσαν ότι Η Σκοπιά θα εκδιδόταν και πάλι δύο φορές το μήνα τόσο στη ρουμανική όσο και στην ουγγρική. Μάλιστα, χίλια αντίτυπα της πρώτης έκδοσης διανεμήθηκαν στους αδελφούς εκείνο το πρωί. Για κάποιο διάστημα, το περιοδικό περιείχε τέσσερα άρθρα μελέτης έτσι ώστε να μπορέσουν όλοι να λάβουν τις πληροφορίες που είχαν χάσει τον καιρό του πολέμου.

Το πρωί της Κυριακής ξεχωρίστηκε για μαρτυρία. Μπορούσε κανείς να δει παντού ομάδες ευαγγελιζομένων να διαφημίζουν τη δημόσια ομιλία. Τα πλακάτ απεικόνιζαν ένα σφυρί, ένα σπαθί και ένα αμόνι. Το κείμενο έλεγε: «“Τα Σπαθιά Μετατρέπονται σε Υνιά”—Ο Θεός Ενέπνευσε Εκείνα τα Λόγια. Δύο Προφήτες τα Έγραψαν. Αλλά Ποιος θα τα Εφαρμόσει;» Οι ευαγγελιζόμενοι έδιναν προσκλήσεις και πρόσφεραν περιοδικά τα οποία μετέφεραν σε άσπρες πάνινες τσάντες με λουρί που έφεραν τα λόγια «Μάρτυρες του Ιεχωβά» ή «Διαγγελείς της Βασιλείας του Θεού» ή «Διαγγελείς της Θεοκρατίας».

Εκείνο το απόγευμα, ο Μάρτιν Μαγιαρόσι άρχισε τη δημόσια διάλεξη λέγοντας: «Σήμερα, διεξάγεται μια διάσκεψη ειρήνης των μεγάλων δυνάμεων στο Παρίσι. Εδώ, στη συνέλευσή μας, παρευρίσκονται 15.000 άτομα. Αν ψάχνατε τον καθένα από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά που είναι παρόντες δεν θα βρίσκατε ούτε σπαθί, ούτε τουφέκι. Γιατί; Επειδή εμείς έχουμε ήδη μετατρέψει τα σπαθιά μας σε υνιά!» Με τις πληγές του πολέμου εμφανείς παντού, εκείνη η ομιλία ήταν και δυναμική και επίκαιρη.

Την Κυριακή ήταν παρόντες ο γενικός εισαγγελέας, ένας γραμματέας του Υπουργείου Εσωτερικών, αρκετοί αξιωματικοί της αστυνομίας και μια ομάδα Ορθόδοξων ιερέων. Τόσο οι αδελφοί όσο και οι αξιωματικοί ανέμεναν ότι οι ιερείς θα δημιουργούσαν αναστάτωση, όπως είχαν απειλήσει. Μόνο ένας, όμως, προσπάθησε να διακόψει το πρόγραμμα. Όταν οι αδελφοί τον είδαν να πηγαίνει προς την εξέδρα στη διάρκεια της δημόσιας ομιλίας, τον σταμάτησαν, τον έπιασαν σφιχτά από τα μπράτσα και τον οδήγησαν πίσω στα καθίσματα. «Δεν χρειάζεται να μιλήσει Ορθόδοξος ιερέας σε αυτή τη συνέλευση», του ψιθύρισαν στο αφτί, «αλλά είστε ευπρόσδεκτος να καθήσετε και να ακούσετε». Ο ιερέας δεν προσπάθησε να ξανακάνει τα ίδια. Αργότερα, ο γενικός εισαγγελέας είπε ότι απόλαυσε τις ομιλίες και εντυπωσιάστηκε από την ευταξία των Μαρτύρων του Ιεχωβά.

Αναπολώντας τη συνέλευση, ένας αδελφός έγραψε αργότερα: «Η συνωμοσία του εχθρού απέτυχε πλήρως και οι αδελφοί επέστρεψαν σπίτι τους γεμάτοι χαρά». Επίσης, εκδήλωσαν ανανεωμένο πνεύμα ειρήνης και ενότητας το οποίο ήταν ενθαρρυντικό επειδή πολλοί είχαν έρθει στη συνέλευση με ανάμεικτα συναισθήματα λόγω των διαιρέσεων που είχαν αναπτυχθεί στη διάρκεια του πολέμου.

Τα πράγματα, όμως, δεν ήταν τόσο ευχάριστα για τον κλήρο, επειδή σε πολλές περιοχές δεν μπορούσαν πλέον να είναι σίγουροι ότι οι κοσμικές εξουσίες θα κάνουν αυτό που τους έλεγαν αναφορικά με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ασφαλώς, αυτό δεν τους εμπόδισε να επικρίνουν τους αδελφούς από άμβωνος. Μερικοί ιερείς, ωστόσο, προχώρησαν περισσότερο και στρατολόγησαν συμμορίες από ταραξίες για να χτυπούν τους ευαγγελιζομένους της Βασιλείας—άντρες και γυναίκες—όταν τους έβλεπαν να κηρύττουν. Σε κάποια περίπτωση, η σύζυγος ενός Ορθόδοξου ιερέα επιτέθηκε σε μια σκαπάνισσα με μπαστούνι, χτυπώντας την μέχρι που το μπαστούνι έσπασε! «Έχουμε προβεί σε πολλές δικαστικές διώξεις εναντίον τέτοιων κληρικών», έλεγε μια έκθεση από εκείνη την περίοδο.

Καταβάλλονται Περισσότερες Προσπάθειες για την Αποκατάσταση της Ενότητας

Ο Άλφρεντ Ρούτιμαν από το γραφείο τμήματος της Ελβετίας έμεινε δύο μήνες στη Ρουμανία το 1947. Το σχέδιο ήταν να διεξαχθεί μια συνέλευση και ο Χέιντεν Κ. Κάβινγκτον, από τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία, να συνοδεύσει τον αδελφό Ρούτιμαν. Ωστόσο, οι αρχές δεν επέτρεψαν στους αδελφούς να διεξαγάγουν τη συνέλευση και αρνήθηκαν να δώσουν βίζα στον αδελφό Κάβινγκτον. Αλλά έδωσαν στον Άλφρεντ Ρούτιμαν βίζα διάρκειας δύο μηνών με την οποία μπόρεσε να μείνει στη Ρουμανία τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο.

Η πρώτη του στάση ήταν στο Βουκουρέστι, όπου στο αεροδρόμιο τον υποδέχτηκε μια ομάδα από χαμογελαστούς αδελφούς και αδελφές οι οποίοι κρατούσαν ένα όμορφο μπουκέτο για το παραδοσιακό ανθοστόλιστο καλωσόρισμα. Τον πήγαν στο γραφείο του Βουκουρεστίου στην οδό Άλιον 38, στο σπίτι ενός ενδιαφερομένου. Το γραφείο είχε μεταφερθεί εκεί τον Ιανουάριο του 1947. Εντούτοις, εξαιτίας της αυξανόμενης κομμουνιστικής απειλής οι αδελφοί διατήρησαν το γραφείο στην οδό Μπασαράμπια 38 ως την επίσημη διεύθυνσή τους. Το γραφείο αυτό είχε αποκτηθεί τον Ιούλιο του 1945 και περιείχε ένα παλιό τραπέζι και ένα ντιβάνι, μια σπασμένη γραφομηχανή και μια ντουλάπα γεμάτη με κιτρινισμένα βιβλιάρια και περιοδικά—που όλα θα μπορούσαν να κατασχεθούν χωρίς αυτό να αποτελέσει σοβαρή απώλεια. Κατά διαστήματα εργαζόταν μια αδελφή εκεί.

Ο αδελφός Ρούτιμαν συναντήθηκε με τον Παμφίλ Άλμπου, πρόεδρο του νομικού σωματείου, και τον Μάρτιν Μαγιαρόσι, ο οποίος είχε την επίβλεψη του έργου στη χώρα. Και οι δύο αδελφοί υπηρετούσαν επίσης ως επίσκοποι περιφερείας. Η επικοινωνία ήταν περιορισμένη επί αρκετά χρόνια και οι Ρουμάνοι αδελφοί ενθουσιάστηκαν όταν έμαθαν για τις πρόσφατες εξελίξεις στην οργάνωση του Ιεχωβά, όπως τη θέσπιση της Σχολής Θεοκρατικής Διακονίας στις εκκλησίες και της Σχολής Γαλαάδ για την εκπαίδευση ιεραποστόλων. Φυσικά, όλοι ανυπομονούσαν να λειτουργήσει η Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας και στη Ρουμανία. Μάλιστα, οι αδελφοί διευθέτησαν αμέσως να τυπωθούν σταδιακά τα 90 μαθήματα που υπήρχαν στο εγχειρίδιο της σχολής, το Θεοκρατικό Βοήθημα για τους Διαγγελείς της Βασιλείας, τόσο στη ρουμανική όσο και στην ουγγρική.

Κύριος στόχος του αδελφού Ρούτιμαν, ωστόσο, ήταν να επισκεφτεί όσο το δυνατόν περισσότερες εκκλησίες και ομίλους για να τους παρουσιάσει τις βασικές ομιλίες που θα είχαν ακούσει στη συνέλευση. Ως εκ τούτου, εκείνος και ο αδελφός Μαγιαρόσι, ο οποίος υπηρετούσε ως διερμηνέας, ξεκίνησαν ένα διμερές ταξίδι στις περιοχές όπου η αλήθεια ήταν καλά εδραιωμένη, αρχίζοντας από την Τρανσυλβανία.

Στην Τρανσυλβανία και Αλλού

Όπως συνέβαινε στα περισσότερα μέρη, οι ευαγγελιζόμενοι στην Τρανσυλβανία κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες να παρακολουθήσουν τις ειδικές συναθροίσεις. Ήταν δε πρόθυμοι να μένουν ξύπνιοι μέχρι αργά λόγω του φορτωμένου προγράμματος των δύο επισκεπτών. Για παράδειγμα, στο χωριό Βάμα Μπουζάουλουι το πρόγραμμα διήρκεσε από τις 10:00 μ.μ. μέχρι τις 2:00 π.μ.—δίχως ίχνος παραπόνου από τους 75 παρευρεθέντες.

«Αυτοί οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται το χρόνο διαφορετικά από εμάς», έγραψε αργότερα ο Άλφρεντ Ρούτιμαν. «Δεν τους πειράζει να σηκώνονται στις 2:00 π.μ. ή στις 3:00 π.μ. για τους επισκέπτες και δεν σκέφτονται ποτέ σε πλαίσια λεπτών και σπάνια σε πλαίσια ωρών! Μολονότι ταξιδεύουν με τα πόδια—και μερικές φορές καλύπτουν μακρινές αποστάσεις ξυπόλητοι—φαίνεται να έχουν περισσότερο χρόνο και λιγότερο άγχος από εμάς. Αρχικά, νόμιζα ότι ήμασταν παράλογοι που κανονίσαμε συνάθροιση τόσο αργά τη νύχτα, αλλά ο αδελφός Μαγιαρόσι με διαβεβαίωσε για το αντίθετο».

Ο επόμενος σταθμός ήταν στο Τίργκου-Μιούρες, όπου ζούσαν τότε 31.000 άνθρωποι. Και αυτή η πόλη είχε υποφέρει στον πόλεμο, και δεν είχε απομείνει σχεδόν καμιά γέφυρα. Εντούτοις, 700 αδελφοί από 25 εκκλησίες ταξίδεψαν μέχρι και 50 χιλιόμετρα μόνο για να πάνε στον τόπο της συνάθροισης—ένα ξέφωτο στο δάσος κοντά στην πόλη.

Οι αδελφοί πήγαν επίσης στο Κλουζ-Ναπόκα, όπου συγκεντρώθηκαν 300 άτομα εκπροσωπώντας 48 εκκλησίες. Ενόσω ήταν στην πόλη, ο αδελφός Μαγιαρόσι έδειξε στον αδελφό Ρούτιμαν το τυπογραφείο που είχε χαθεί το 1928 εξαιτίας του Γιάκομπ Σίμα. Τι είχε απογίνει αυτός; «Πέθανε πέρσι», έγραψε ο αδελφός Ρούτιμαν στην έκθεσή του. «Είχε γίνει μέθυσος».

Ανάμεσα στους επόμενους σταθμούς ήταν η Σάτου-Μάρε και το Σίγκετ Μαρμάτσιεϊ κοντά στην Ουκρανία. Η περιοχή είχε πάνω από 40 εκκλησίες όπου μιλιούνταν η ρουμανική, η ουγγρική και η ουκρανική γλώσσα. Οι ντόπιοι αγρότες και χωρικοί δεν είχαν μεγάλη ανάγκη τον έξω κόσμο. Καλλιεργούσαν οι ίδιοι όλα τα είδη που χρειάζονταν για τροφή, καθώς επίσης λινάρι και κάνναβη, ενώ εξέτρεφαν και δικά τους ζώα, ως επί το πλείστον πρόβατα. Έφτιαχναν επίσης οι ίδιοι τα ρούχα και τις κουβέρτες τους και κατασκεύαζαν μόνοι τους δερμάτινα είδη. Ο τσαγκάρης του χωριού τους έφτιαχνε τα παπούτσια τους. Πολλοί από τους αδελφούς και τις αδελφές παρακολούθησαν τις ειδικές συναθροίσεις ντυμένοι με τις χειροποίητες, παραδοσιακές στολές τους από κεντητό λινό και κάνναβη.

Για το δεύτερο μέρος της περιοδείας τους, οι αδελφοί Ρούτιμαν και Μαγιαρόσι πήγαν στη Μολδαβία, στα βορειοανατολικά της Ρουμανίας. Πρώτος τους σταθμός ήταν η κοινότητα Φραταούτσι, όπου οι ντόπιοι αδελφοί, μολονότι φτωχοί, ήταν εξαιρετικά φιλόξενοι. Στο χαμηλό φως της λάμπας λαδιού, πρόσφεραν στους επισκέπτες τους φρέσκο γάλα, ψωμί, χυλό από αραβοσιτάλευρο και καθαρισμένα βραστά αβγά τα οποία ήταν εν μέρει βυθισμένα σε λιωμένο βούτυρο. Όλοι έτρωγαν σε μικρά μπολ. «Το φαγητό ήταν πολύ ωραίο», έγραψε ο αδελφός Ρούτιμαν. Εκείνη τη νύχτα οι επισκέπτες αδελφοί κοιμήθηκαν στην κουζίνα σε κρεβάτια κοντά στο φούρνο για ζεστασιά. Οι οικοδεσπότες κοιμήθηκαν εκεί κοντά σε σακιά με άχυρο.

Οι Μάρτυρες σε αυτή την περιοχή ήταν ζηλωτές στη διακονία και απολάμβαναν τις πλούσιες ευλογίες του Ιεχωβά, όπως δείχνει η έκθεση. Την άνοιξη του 1945, υπήρχαν 33 ευαγγελιζόμενοι σε εκείνη την περιοχή. Τώρα, το 1947, υπήρχαν 350—δεκαπλάσια αύξηση μέσα σε δύο χρόνια!

Προσθέτοντας πραγματικά αγροτική χροιά στο ταξίδι τους, οι αδελφοί πήραν ένα κάρο που το τραβούσαν δύο άλογα για τα επόμενα 120 χιλιόμετρα ως το Μπαλκαουτζί και το Ιβανκαουτζί. «Τα μικρά αλλά εξαιρετικά ρουμανικά άλογα μπορούν να κινηθούν σε οποιονδήποτε δρόμο, όσο άσχημος και να είναι, οποτεδήποτε, μέρα ή νύχτα», έγραψε κάποιος αδελφός. Η Εκκλησία Μπαλκαουτζί, που σχηματίστηκε το 1945, αποτελούνταν από ευαγγελιζομένους οι οποίοι ανήκαν προηγουμένως σε ευαγγελική εκκλησία. Ο υπηρέτης εκκλησίας είχε διατελέσει λαϊκός τους ιεροκήρυκας. Η συνάθροιση στο Ιβανκαουτζί διεξάχθηκε μέσα στο σπίτι ενός αδελφού λόγω βροχής. Αλλά αυτή ήταν μικρή ταλαιπωρία για τους 170 παρόντες, μερικοί από τους οποίους είχαν περπατήσει 30 χιλιόμετρα ξυπόλητοι για να φτάσουν εκεί.

Σύμφωνα με τον τελικό απολογισμό, οι δύο αδελφοί μίλησαν σε 19 τοποθεσίες σε ένα σύνολο από 4.504 ευαγγελιζομένους και ενδιαφερόμενα άτομα από 259 εκκλησίες. Καθώς επέστρεφε στην Ελβετία, ο Άλφρεντ Ρούτιμαν εκφώνησε επίσης ομιλίες στην Ορεαστίε και στο Αράντ, όπου κάποιοι αδελφοί περπάτησαν 60 με 80 χιλιόμετρα για να φτάσουν στον τόπο της συνάθροισης. Μάλιστα ένας 60χρονος αγρότης περπάτησε 100 χιλιόμετρα ξυπόλητος, τόσο μεγάλη ήταν η εκτίμησή του!

Αυτές οι ειδικές συναθροίσεις—ορόσημο στην ιστορία του έργου στη Ρουμανία—ήταν επίκαιρες, όχι απλώς επειδή οι αδελφοί χρειάζονταν ενθάρρυνση αλλά επειδή ο πνευματικός θερισμός ήταν ώριμος. Οι Ρουμάνοι είχαν κουραστεί από τους καταδυναστευτικούς άρχοντες και από την αθλιότητα του πολέμου και πολλοί είχαν απογοητευτεί με τη θρησκεία. Επιπλέον, η δραστική υποτίμηση του νομίσματος, του λέου, τον Αύγουστο του 1947, άφησε πολλούς ανθρώπους απένταρους από τη μια στιγμή στην άλλη. Ως εκ τούτου, πολλοί οι οποίοι άλλοτε εναντιώνονταν στο άγγελμα της Βασιλείας ήταν τώρα πρόθυμοι να ακούσουν.

Οι ειδικές συναθροίσεις ήταν επίκαιρες για έναν επιπλέον λόγο—προμηνυόταν μια νέα, ακόμη πιο σοβαρή θύελλα διωγμού. Αυτή η θύελλα, τροφοδοτούμενη από την αθεϊστική ιδεολογία και από αδίστακτους, αδιάλλακτους ηγέτες, θα μαινόταν για το μεγαλύτερο μέρος τεσσάρων δεκαετιών!

Το Σιδηρούν Παραπέτασμα Σκεπάζει τη Ρουμανία

Το Νοέμβριο του 1946, το χρόνο που προηγήθηκε της επίσκεψης του Άλφρεντ Ρούτιμαν, οι κομμουνιστές ανέλαβαν την εξουσία στη Ρουμανία. Τα επόμενα λίγα χρόνια, το κόμμα τους απομάκρυνε οποιαδήποτε κατάλοιπα εναντίωσης και επιτάχυνε τη διαδικασία της σοβιετικοποίησης, μέσω της οποίας οι πολιτιστικοί και πολιτικοί θεσμοί της Ρουμανίας ευθυγραμμίζονταν με τα σοβιετικά πρότυπα.

Εκμεταλλευόμενοι πλήρως τη νηνεμία που προηγείται της τρικυμίας, οι αδελφοί τύπωσαν εκατοντάδες χιλιάδες περιοδικά, βιβλιάρια και άλλα έντυπα, και τα διένειμαν σε 20 αποθήκες εντύπων σε ολόκληρη τη χώρα. Ταυτόχρονα, πολλοί αύξησαν τη δράση τους και μερικοί άρχισαν το σκαπανικό, όπως ο Μιχάι Νίστορ και ο Βασίλε Σαμπαντάς.

Ο Μιχάι διορίστηκε στο βορειοδυτικό και κεντρικό τμήμα της Τρανσυλβανίας, όπου συνέχισε το σκαπανικό ακόμη και μετά την κομμουνιστική απαγόρευση, υπό την οποία ο εχθρός τον καταδίωκε επί μεγάλο χρονικό διάστημα. Πώς γλίτωσε τη σύλληψη; Ο ίδιος αναφέρει: «Έφτιαξα μια τσάντα ίδια ακριβώς με εκείνη που χρησιμοποιούσαν όσοι πουλούσαν τζάμια. Φορώντας ρούχα εργασίας και κουβαλώντας υαλοπίνακες και εργαλεία, περπατούσα στο κέντρο των χωριών και των πόλεων όπου μου είχε ανατεθεί να κηρύξω. Όποτε έβλεπα αστυνομία ή κάποιον που έδειχνε ύποπτος, διαφήμιζα τα τζάμια μου με δυνατή φωνή. Άλλοι αδελφοί χρησιμοποιούσαν διαφορετικές μεθόδους για να ξεφεύγουν από τους εναντιουμένους. Το έργο ήταν ενδιαφέρον αλλά ριψοκίνδυνο—όχι μόνο για εμάς τους σκαπανείς αλλά και για τις οικογένειες που μας δέχονταν στο σπίτι τους. Ωστόσο, μας έφερνε μεγάλη χαρά να βλέπουμε τους σπουδαστές της Γραφής να προοδεύουν και τις τάξεις των ευαγγελιζομένων να αυξάνουν».

Ο Βασίλε Σαμπαντάς επίσης συνέχισε το σκαπανικό παρά το ότι έπρεπε να μετακινείται συχνά. Ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικός στο να εντοπίζει και να βοηθάει αδελφούς οι οποίοι είχαν διασκορπιστεί από τη Σεκουριτάτε, το κεντρικό κομμάτι ενός τεράστιου δικτύου ασφαλείας του νέου κομμουνιστικού καθεστώτος. «Για να αποφεύγω τη σύλληψη», είπε ο Βασίλε, «έπρεπε να είμαι προσεκτικός και επινοητικός. Για παράδειγμα, όταν ταξίδευα σε κάποιο άλλο μέρος της χώρας, έψαχνα πάντοτε μια καλή δικαιολογία για αυτό το ταξίδι, όπως ένα ιατρικό παραπεμπτικό για κάποιο θεραπευτικό κέντρο με ιαματικά λουτρά.

»Αποφεύγοντας να κινώ τις υποψίες, μπορούσα να ανοίγω γραμμές επικοινωνίας ανάμεσα στους αδελφούς έτσι ώστε να μπορούν να λαβαίνουν τακτική πνευματική τροφή. Το σύνθημά μου ήταν τα εδάφια Ησαΐας 6:8: “Ορίστε εγώ! Στείλε εμένα” και Ματθαίος 6:33: “Εξακολουθήστε, λοιπόν, να επιζητείτε πρώτα τη βασιλεία”. Αυτά τα εδάφια μου έδιναν χαρά και δύναμη για να εγκαρτερώ». Ο Βασίλε χρειαζόταν αυτές τις ιδιότητες επειδή, παρότι ήταν προσεκτικός, τελικά θα συλλαμβανόταν, όπως και πολλοί άλλοι.

Βίαιες Επιθέσεις Εναντίον της Οργάνωσης του Θεού

Το 1948 η αλληλογραφία με τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία έγινε πολύ δύσκολη, γι’ αυτό οι αδελφοί κατέφευγαν συνήθως στο να γράφουν κωδικοποιημένα μηνύματα σε κάρτες. Το Μάιο του 1949, ο Μάρτιν Μαγιαρόσι διαβίβασε ένα μήνυμα από τον Πέτρε Ράνκα, συνεργάτη στο γραφείο στο Βουκουρέστι, ο οποίος έλεγε: «Όλοι στην οικογένεια είναι καλά. Είχαμε δυνατό αέρα και πολύ κρύο, και δεν μπορέσαμε να δουλέψουμε στο χωράφι». Αργότερα, κάποιος άλλος αδελφός έγραψε ότι «η οικογένεια δεν είναι σε θέση να λαβαίνει γλυκά» και ότι «πολλοί είναι άρρωστοι». Εννοούσε ότι δεν ήταν δυνατόν να στέλνουν πνευματική τροφή στη Ρουμανία και ότι πολλοί αδελφοί ήταν στη φυλακή.

Σύμφωνα με μια απόφαση που εκδόθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης στις 8 Αυγούστου 1949, το γραφείο στο Βουκουρέστι και οι χώροι διαμονής έκλεισαν, όλος δε ο εξοπλισμός, ακόμα και προσωπικά αντικείμενα, κατασχέθηκαν. Στα επόμενα χρόνια, εκατοντάδες αδελφοί συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν. Υπό τη φασιστική διακυβέρνηση, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν κατηγορηθεί πως ήταν κομμουνιστές, αλλά όταν οι κομμουνιστές ήρθαν στην εξουσία χαρακτήρισαν τους αδελφούς «ιμπεριαλιστές» και «Αμερικανούς προπαγανδιστές».

Κατάσκοποι και πληροφοριοδότες καραδοκούσαν παντού. Τα μέτρα που πάρθηκαν από τους κομμουνιστές, έλεγε το Βιβλίο Έτους 1953, «έχουν γίνει τόσο σκληρά τώρα ώστε ο καθένας στη Ρουμανία που λαβαίνει αλληλογραφία από τη Δύση μπαίνει στη μαύρη λίστα και παρακολουθείται στενά». Η έκθεση συνεχίζει: «Είναι σχεδόν αδύνατον να φανταστεί κανείς τον τρόμο που επικρατεί εκεί. Ακόμη και μέλη οικογενειών δεν μπορούν να εμπιστευτούν άλλα μέλη του ίδιου τους του σπιτικού. Η ελευθερία έχει εκλείψει παντελώς».

Στις αρχές του 1950, ο Παμφίλ και η Ελένα Άλμπου, ο Πέτρε Ράνκα, ο Μάρτιν Μαγιαρόσι και πολλοί άλλοι συνελήφθησαν με την ψευδή κατηγορία ότι κατασκόπευαν υπέρ της Δύσης. Μερικούς τους βασάνισαν για να αποκαλύψουν εμπιστευτικές λεπτομέρειες και να ομολογήσουν την «κατασκοπεία» τους. Η μόνη τους ομολογία, βέβαια, ήταν ότι λάτρευαν τον Ιεχωβά και υπηρετούσαν τα συμφέροντα της Βασιλείας του. Ύστερα από αυτά τα μαρτύρια, μερικοί αδελφοί πήγαν στη φυλακή, άλλοι σε στρατόπεδα εργασίας. Πώς επηρεάστηκε το έργο από αυτό το κύμα διωγμού; Εκείνο ακριβώς το έτος—το 1950—η Ρουμανία είχε 8 τοις εκατό αύξηση στους ευαγγελιζομένους. Τι μαρτυρία της δύναμης που έχει το πνεύμα του Θεού!

Ο αδελφός Μαγιαρόσι, ο οποίος πλησίαζε τα 70 τότε, στάλθηκε στη φυλακή Γκέρλα στην Τρανσυλβανία, όπου πέθανε στα τέλη του 1951. «Πολλά και μεγάλα ήταν τα παθήματά του χάριν της αλήθειας», έλεγε μια έκθεση, «ιδιαίτερα από τη σύλληψή του τον Ιανουάριο του 1950 και έπειτα. Τώρα αυτά τα παθήματα έχουν φτάσει στο τέλος τους». Ναι, επί 20 σχεδόν χρόνια, ο Μάρτιν υπέφερε άγριες επιθέσεις από τον κλήρο, τους φασίστες και τους κομμουνιστές. Το παράδειγμα ακεραιότητάς του μας θυμίζει τα λόγια του αποστόλου Παύλου: «Έχω αγωνιστεί τον καλό αγώνα, έχω τρέξει τη διαδρομή μέχρι το τέρμα, έχω τηρήσει την πίστη». (2 Τιμ. 4:7) Η σύζυγός του, η Μαρία—μολονότι δεν φυλακίστηκε—έθεσε επίσης καλό παράδειγμα υπομονής κάτω από δεινά. Κάποιος αδελφός την περιέγραψε ως «ευφυή αδελφή, πλήρως αφοσιωμένη στο έργο του Κυρίου». Μετά τη σύλληψη του Μάρτιν, η Μαρία έλαβε φροντίδα από συγγενείς περιλαμβανομένης και της υιοθετημένης κόρης της, Μαριοάρα, που πέρασε και η ίδια κάποιο διάστημα στη φυλακή και αφέθηκε ελεύθερη το φθινόπωρο του 1955.

«Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά Είναι Άνθρωποι Καλής Ποιότητας»

Το 1955, η κυβέρνηση έδωσε αμνηστία και οι περισσότεροι αδελφοί ελευθερώθηκαν. Αλλά η ελευθερία τους ήταν βραχύβια. Από το 1957 ως το 1964, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διώκονταν και συλλαμβάνονταν και πάλι, ενώ σε μερικούς επιβλήθηκαν ποινές ισόβιας κάθειρξης. Οι φυλακισμένοι αδελφοί, ωστόσο, δεν υπέκυψαν στην απόγνωση αλλά ενθάρρυναν ο ένας τον άλλον για να μένουν σταθεροί. Πράγματι, έγιναν γνωστοί για τις αρχές και την ακεραιότητά τους. «Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι άνθρωποι καλής ποιότητας, και δεν θα υπέκυπταν ώστε να αποκηρύξουν τη θρησκεία τους», θυμόταν ένας πολιτικός κρατούμενος. Πρόσθεσε ότι στο μέρος όπου κρατούνταν ο ίδιος, οι Μάρτυρες ήταν «οι πιο συμπαθείς κρατούμενοι».

Το 1964 ανακοινώθηκε και πάλι αμνηστία. Αλλά κράτησε για λίγο, διότι έγιναν και άλλες μαζικές συλλήψεις μεταξύ του 1968 και του 1974. «Επειδή διαδίδουμε το Ευαγγέλιο», έγραψε ένας αδελφός, «μας βασανίζουν και μας χλευάζουν. Σας εκλιπαρούμε να θυμάστε τους φυλακισμένους αδελφούς μας στις προσευχές σας. Γνωρίζουμε ότι όλα αυτά είναι μια δοκιμή την οποία πρέπει να υπομείνουμε. Θα συνεχίσουμε να κηρύττουμε τα καλά νέα με θάρρος όπως προειπώθηκε στο εδάφιο Ματθαίος 24:14. Αλλά για άλλη μια φορά σας παρακαλούμε με όλη μας την καρδιά να μη μας ξεχνάτε!» Όπως θα δούμε, ο Ιεχωβά άκουσε τις ένθερμες και γεμάτες δάκρυα προσευχές των οσίων του και τους παρηγόρησε ποικιλοτρόπως.

Ο Σατανάς Σπέρνει Σπόρους Δυσπιστίας

Ο Διάβολος επιτίθεται στους υπηρέτες του Θεού όχι μόνο από έξω αλλά και από μέσα. Για παράδειγμα, μερικοί αδελφοί που απελευθερώθηκαν το 1955, και οι οποίοι κατείχαν θέσεις επίβλεψης πριν από τη σύλληψή τους, δεν αποκαταστάθηκαν στις προηγούμενες θέσεις τους. Αντιδρώντας, αγανάκτησαν και έσπειραν το διχασμό. Πόσο λυπηρό ήταν το ότι, ενώ έμειναν σταθεροί στη φυλακή, ενέδωσαν στην υπερηφάνεια όταν αφέθηκαν ελεύθεροι! Τουλάχιστον ένας αδελφός που ήταν σε θέση ευθύνης, προκειμένου να γλιτώσει την τιμωρία, έφτασε στο σημείο να συνεργαστεί με τη Σεκουριτάτε, προκαλώντας μεγάλο κακό στους πιστούς και στο έργο κηρύγματος.—Ματθ. 24:10.

Ο λαός του Θεού είχε επίσης να αντιμετωπίσει διαφορές απόψεων σε ζητήματα συνείδησης. Για παράδειγμα, μετά τη σύλληψη συχνά επιτρεπόταν στους αδελφούς να επιλέξουν μεταξύ της φυλακής και των ορυχείων άλατος. Μερικοί θεωρούσαν ότι εκείνοι που επέλεγαν το δεύτερο είχαν συμβιβάσει Γραφικές αρχές. Άλλοι έλεγαν ότι οι αδελφές δεν έπρεπε να χρησιμοποιούν καλλυντικά και ότι ήταν ακατάλληλο να πηγαίνει κάποιος στον κινηματογράφο ή στο θέατρο ή ακόμη και να έχει ραδιόφωνο.

Αλλά το θετικό ήταν ότι οι αδελφοί γενικότερα δεν έχασαν ποτέ από τα μάτια τους το μεγάλο ζήτημα—την ανάγκη να παραμείνουν όσιοι στον Θεό. Αυτό έγινε φανερό όταν η έκθεση για το υπηρεσιακό έτος 1958 ανέφερε ότι 5.288 ευαγγελιζόμενοι συμμετείχαν στην υπηρεσία αγρού—πάνω από 1.000 άτομα περισσότερα από το προηγούμενο έτος! Επίσης, 8.549 άτομα παρακολούθησαν την Ανάμνηση και 395 βαφτίστηκαν.

Μια άλλη δοκιμή ξεκίνησε το 1962, ύστερα από την εξήγηση που έδινε Η Σκοπιά ότι οι «ανώτερες εξουσίες» που αναφέρονται στο εδάφιο Ρωμαίους 13:1 ήταν οι ανθρώπινες κυβερνητικές εξουσίες και όχι ο Ιεχωβά Θεός και ο Ιησούς Χριστός, όπως πίστευαν προηγουμένως. Έχοντας υποφέρει πολλά στα χέρια βάναυσων αρχόντων, πολλοί αδελφοί στη Ρουμανία δυσκολεύονταν να αποδεχτούν την καινούρια κατανόηση. Μάλιστα, μερικοί νόμιζαν ειλικρινά ότι αυτό ήταν ένα πανούργο κομμουνιστικό τέχνασμα που σκόπευε να τους κάνει τέλεια υποχείρια του Κράτους, αντίθετα με την αρχή που αναγράφεται στο εδάφιο Ματθαίος 22:21.

Κάποιος αδελφός μίλησε με έναν Μάρτυρα που είχε πάει στο Βερολίνο, στη Ρώμη και σε άλλες πόλεις. «Αυτός ο ταξιδιώτης», θυμάται, «επιβεβαίωσε ότι η καινούρια κατανόηση δεν ήταν κομμουνιστικό κόλπο, αλλά πνευματική τροφή από την τάξη του δούλου. Ακόμα και έτσι, εγώ δίσταζα. Έτσι λοιπόν, ρώτησα τον επίσκοπό μας περιφερείας τι έπρεπε να κάνουμε».

Εκείνος απάντησε: «Απλώς θα προχωρήσουμε εντατικά με το έργο—αυτό πρέπει να κάνουμε!»

«Ήταν εξαιρετική συμβουλή και χαίρομαι που μπορώ να πω ότι μέχρι σήμερα “προχωράω εντατικά”».

Παρά τα μεγάλα εμπόδια στην επικοινωνία, τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία, καθώς και το γραφείο τμήματος που είχε την επίβλεψη του έργου στη Ρουμανία, κατέβαλλαν κάθε δυνατή προσπάθεια να κρατούν τους αδελφούς ενήμερους για την αποκαλυμμένη αλήθεια και να τους βοηθούν να συνεργάζονται ως ενωμένη πνευματική οικογένεια. Για να το πετύχουν αυτό, έγραφαν επιστολές και προετοίμαζαν κατάλληλα άρθρα για τη Διακονία της Βασιλείας.

Πώς έφτανε αυτή η πνευματική τροφή στο λαό του Ιεχωβά; Κάθε μέλος της Επιτροπής της Χώρας είχε μυστικές επαφές με τους περιοδεύοντες επισκόπους και με τους πρεσβυτέρους. Αυτές οι επαφές διατηρούνταν μέσω έμπιστων συνδέσμων, οι οποίοι μετέφεραν επίσης επιστολές και εκθέσεις προς και από το γραφείο στην Ελβετία. Ως αποτέλεσμα, οι αδελφοί μπορούσαν να λαβαίνουν έστω και λίγη πνευματική τροφή καθώς και θεοκρατική κατεύθυνση.

Όσιοι αδελφοί και αδελφές εργάζονταν επίσης σκληρά για να προωθούν πνεύμα αρμονίας στις εκκλησίες και στους ομίλους τους. Ένα τέτοιο άτομο ήταν ο Γιοσίφ Ζουκάν, ο οποίος έλεγε συνήθως: «Δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα σωθούμε στον Αρμαγεδδώνα αν δεν συνεχίσουμε να λαβαίνουμε τακτικά πνευματική τροφή και να διατηρούμε επαφή με τη “Μητέρα”». Αναφερόταν στη διατήρηση επαφής με το επίγειο μέρος της οργάνωσης του Ιεχωβά. Τέτοιοι αδελφοί ήταν πολύτιμο κεφάλαιο για το λαό του Θεού και προμαχώνας εναντίον εκείνων οι οποίοι προσπαθούσαν να διαρρήξουν την ενότητά τους.

Μέθοδοι του Εχθρού

Στην προσπάθειά τους να αποδυναμώσουν την πίστη των υπηρετών του Ιεχωβά ή να τους εξαναγκάσουν σε υποταγή, οι κομμουνιστές χρησιμοποιούσαν κατασκόπους, προδότες, βασανιστήρια, ψευδή προπαγάνδα και την απειλή του θανάτου. Οι κατάσκοποι και οι πληροφοριοδότες περιλάμβαναν γείτονες, συνεργάτες, αποστάτες, μέλη της οικογένειας και πράκτορες της Σεκουριτάτε. Οι τελευταίοι μάλιστα διείσδυαν στις εκκλησίες προσποιούμενοι ότι ενδιαφέρονταν για την αλήθεια και μάθαιναν θεοκρατικούς όρους. Αυτοί οι “ψευδάδελφοι” έκαναν πολύ κακό και προκάλεσαν πολλές συλλήψεις. Ένας από αυτούς, ο Σάβου Γκάμπορ, κατείχε μάλιστα υπεύθυνη θέση. Φανερώθηκε το 1969.—Γαλ. 2:4.

Κυβερνητικοί πράκτορες κατασκόπευαν επίσης άτομα και οικογένειες μέσω κρυμμένων μικροφώνων. Ο Τιμοτέι Λάζαρ λέει: «Όταν ήμουν στη φυλακή εξαιτίας της Χριστιανικής μου ουδετερότητας, η Σεκουριτάτε καλούσε τακτικά τους γονείς μου και το μικρό αδελφό μου στα κεντρικά της γραφεία όπου τους ανέκριναν μέχρι και έξι ώρες κάθε φορά. Κάποτε έβαλαν κρυφά μικρόφωνα στο σπίτι μας. Εκείνο το απόγευμα ο αδελφός μου, ο οποίος είναι ηλεκτρολόγος, παρατήρησε ότι ο μετρητής του ρεύματος περιστρεφόταν αφύσικα γρήγορα. Έλεγξε τριγύρω και ανακάλυψε δύο συσκευές υποκλοπής, τις οποίες φωτογράφισε και αφαίρεσε. Την επόμενη μέρα οι πράκτορες της Σεκουριτάτε ήρθαν και ζητούσαν τα παιχνίδια τους, όπως τα αποκαλούσαν».

Η ψευδής προπαγάνδα συχνά ερχόταν με τη μορφή της επανέκδοσης άρθρων που είχαν δημοσιευτεί σε άλλες κομμουνιστικές χώρες. Για παράδειγμα, το άρθρο «Η Αίρεση των Ιεχωβιτών και ο Αντιδραστικός της Χαρακτήρας» προερχόταν από κάποια ρωσική εφημερίδα. Το άρθρο κατηγορούσε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά ότι έχουν «το χαρακτήρα κανονικής πολιτικής οργάνωσης» της οποίας στόχος «είναι να επιδίδεται σε ανατρεπτική δράση σε σοσιαλιστικές χώρες». Επίσης, παρότρυνε τους αναγνώστες να αναφέρουν οποιονδήποτε προωθούσε τις διδασκαλίες των Μαρτύρων. Για τους σκεπτόμενους ανθρώπους, βέβαια, αυτός ο πολιτικός ολολυγμός ήταν μια έμμεση παραδοχή αποτυχίας από την πλευρά των εναντιουμένων, επειδή ανακοίνωνε σε όλους ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν ακόμη πολύ δραστήριοι και καθόλου σιωπηλοί.

Όταν οι πράκτορες της Σεκουριτάτε έπιαναν έναν αδελφό ή μια αδελφή, η βαναυσότητά τους, επιδέξια εφαρμοσμένη, δεν είχε όρια. Για να αναγκάσουν τα θύματά τους να μιλήσουν χρησιμοποιούσαν ακόμη και χημικές ουσίες οι οποίες επηρέαζαν τη διάνοια και το νευρικό σύστημα. Ο Σαμοΐλα Μπαραγιάν, στόχος τέτοιου είδους μεταχείρισης, αφηγείται: «Αφού άρχισαν τις ανακρίσεις τους, με ανάγκασαν να πάρω φάρμακα, τα οποία ήταν πολύ πιο επιβλαβή από τα χτυπήματα. Σύντομα αντιλήφθηκα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με εμένα. Δεν μπορούσα πλέον να περπατήσω ευθεία και δεν μπορούσα να ανεβώ σκαλιά. Ύστερα παρουσίασα χρόνια αϋπνία. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ και η ομιλία μου δεν είχε ροή.

»Η φυσική μου κατάσταση εξακολούθησε να επιδεινώνεται. Περίπου έναν μήνα αργότερα, έχασα την αίσθηση της γεύσης. Το πεπτικό μου σύστημα κατέρρευσε, και είχα το αίσθημα ότι όλες μου οι αρθρώσεις παρέλυαν. Είχα τρομερούς πόνους. Τα πόδια μου ίδρωναν τόσο πολύ ώστε τα παπούτσια μου χάλασαν μέσα σε δύο μήνες και αναγκάστηκα να τα πετάξω. “Γιατί συνεχίζεις να λες ψέματα;” μου φώναζε ο ανακριτής. “Δεν βλέπεις πώς έχεις καταντήσει;” Μου ερχόταν να εκραγώ από οργή και χρειάστηκα πολλή εγκράτεια». Με τον καιρό, ο αδελφός Μπαραγιάν συνήλθε από αυτό το μαρτύριο πλήρως.

Οι άνθρωποι της Σεκουριτάτε χρησιμοποιούσαν επίσης διανοητικά βασανιστήρια, όπως θυμάται ο Αλέξα Μποϊτσούκ: «Η δυσκολότερη νύχτα για εμένα ήταν όταν με ξύπνησαν και με πήγαν σε κάποιον θάλαμο όπου άκουγα να χτυπούν έναν αδελφό. Αργότερα, άκουσα μια αδελφή να κλαίει και ύστερα άκουσα τη φωνή της μητέρας μου. Προτιμούσα να χτυπούν εμένα παρά να υπομένω αυτά τα πράγματα».

Έλεγαν στους αδελφούς ότι θα τους συγχωρούσαν αν αποκάλυπταν ονόματα άλλων Μαρτύρων, καθώς επίσης τις ώρες και τους τόπους των συναθροίσεων. Οι γυναίκες παροτρύνονταν να εγκαταλείψουν τους φυλακισμένους συζύγους τους έτσι ώστε τα παιδιά τους να έχουν καλύτερο μέλλον.

Επειδή την περιουσία τους την είχε πάρει το Κράτος, πολλοί αδελφοί αναγκάζονταν να δουλεύουν σε συνεταιριστικά αγροκτήματα. Η εργασία δεν ήταν τόσο άσχημη, αλλά οι άντρες έπρεπε να παρακολουθούν πολιτικές συγκεντρώσεις, οι οποίες διεξάγονταν συχνά. Όσοι απείχαν αντιμετώπιζαν χλευασμό και μείωση της αμοιβής τους στο ελάχιστο. Όπως είναι φυσικό, αυτή η κατάσταση επέφερε ταλαιπωρίες στους Μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι δεν συμμετείχαν σε καμία πολιτική συγκέντρωση ή δραστηριότητα.

Όταν οι κυβερνητικοί πράκτορες εισέβαλλαν στα σπίτια των Μαρτύρων έκαναν και κατασχέσεις προσωπικών αντικειμένων, ιδιαίτερα πραγμάτων που μπορούσαν να πουληθούν. Και μέσα στο καταχείμωνο, συχνά κατέστρεφαν τις σόμπες, τη μόνη πηγή θέρμανσης στα σπίτια. Γιατί τέτοια σκληρότητα; Επειδή οι σόμπες, έλεγαν, ήταν καλές κρυψώνες για έντυπα. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπήρχε περίπτωση να κατασιωπηθούν οι αδελφοί. Ακόμη και όσοι υπέμειναν την κακομεταχείριση και τις στερήσεις στα στρατόπεδα εργασίας και στις φυλακές, όπως θα δούμε τώρα, συνέχισαν να δίνουν μαρτυρία για τον Ιεχωβά και να παρηγορούν ο ένας τον άλλον.

Αινούν τον Ιεχωβά σε Στρατόπεδα και σε Φυλακές

Εκτός από τις φυλακές, η Ρουμανία είχε τρία μεγάλα στρατόπεδα εργασίας. Ένα ήταν στο Δέλτα του Δούναβη, ένα άλλο στο Μεγάλο Νησί της Βραΐλας και το τρίτο στο κανάλι που συνδέει το Δούναβη με τη Μαύρη Θάλασσα. Από την αρχή της κομμουνιστικής περιόδου, φυλακισμένοι Μάρτυρες βρίσκονταν πλάι σε πρώην διώκτες, οι οποίοι είχαν συλληφθεί επειδή είχαν διασυνδέσεις με το προηγούμενο καθεστώς. Κάποιος αδελφός ο οποίος ήταν επίσκοπος περιοχής βρέθηκε παρέα με 20 ιερείς! Βέβαια, τέτοιου είδους «αιχμαλωτισμένο» ακροατήριο προσφερόταν για πολλές ενδιαφέρουσες συζητήσεις.

Για παράδειγμα, ένας αδελφός σε κάποια φυλακή είχε εκτενή συζήτηση με έναν καθηγητή θεολογίας ο οποίος στο παρελθόν εξέταζε υποψηφίους για την ιεροσύνη. Ο αδελφός γρήγορα ανακάλυψε ότι ο καθηγητής δεν ήξερε σχεδόν τίποτα για τη Γραφή. Ανάμεσα στους τροφίμους που άκουγαν ήταν ένας στρατηγός του ανατραπέντος καθεστώτος.

«Πώς γίνεται», ρώτησε ο στρατηγός τον καθηγητή, «και απλοί τεχνίτες ξέρουν καλύτερα τη Γραφή από εσένα;»

Ο καθηγητής απάντησε: «Στις θεολογικές σχολές διδασκόμαστε την εκκλησιαστική παράδοση και σχετικά ζητήματα, όχι τη Γραφή».

Ο στρατηγός δεν εντυπωσιάστηκε. «Εμπιστευόμασταν στη γνώση σου», είπε, «αλλά τώρα βλέπω ότι είμαστε αξιοθρήνητα παροδηγημένοι».

Με τον καιρό, αρκετοί κρατούμενοι απέκτησαν ακριβή γνώση της αλήθειας και αφιέρωσαν τη ζωή τους στον Ιεχωβά, περιλαμβανομένου και κάποιου που εξέτιε ποινή 75 χρόνων για ληστεία. Ουσιαστικά, αυτό το άτομο έκανε τόσο αξιοσημείωτη αλλαγή στην προσωπικότητά του ώστε τράβηξε την προσοχή των αρχών της φυλακής. Εκείνοι, με τη σειρά τους, του έδωσαν καινούρια εργασία—τέτοια εργασία που κανονικά δεν θα δινόταν σε άτομο φυλακισμένο για ληστεία. Πήγαινε στην πόλη χωρίς συνοδεία και αγόραζε πράγματα για τη φυλακή!

Παρ’ όλα αυτά, η ζωή υπό κράτηση ήταν σκληρή και η τροφή λιγοστή. Οι κρατούμενοι έφταναν στο σημείο να ζητούν τις πατάτες τους ακαθάριστες για να έχουν να φάνε λίγο περισσότερο. Έτρωγαν επίσης τεύτλα, χορτάρι, φύλλα και άλλα φυτά, μόνο και μόνο για να νιώθουν ότι χόρτασαν κάπως. Με τον καιρό, αρκετοί πέθαναν από υποσιτισμό και όλοι υπέφεραν από δυσεντερία.

Το καλοκαίρι οι αδελφοί στο Δέλτα του Δούναβη φτυάριζαν και μετέφεραν το χώμα στο υπό κατασκευή φράγμα. Το χειμώνα έκοβαν καλάμια πατώντας στον πάγο. Κοιμούνταν σε ένα παλιό, σιδερένιο οχηματαγωγό, όπου υπέφεραν από το κρύο, τη βρωμιά, τις ψείρες και από άκαρδους φρουρούς οι οποίοι παρέμεναν ασυγκίνητοι ακόμη και όταν ένας κρατούμενος πέθαινε. Ωστόσο, όποιες και αν ήταν οι συνθήκες, οι αδελφοί παρακινούσαν και βοηθούσαν ο ένας τον άλλον ώστε να παραμένουν πνευματικά ισχυροί. Εξετάστε την εμπειρία του Ντιονίσιε Βάρτσιου.

Μόλις πριν από την απελευθέρωση του Ντιονίσιε, ένας αξιωματικός τον ρώτησε: «Έχει καταφέρει ο περιορισμός να σε κάνει να αλλάξεις την πίστη σου, Βάρτσιου;»

«Συγνώμη», απάντησε ο Ντιονίσιε, «εσείς θα αλλάζατε ένα κοστούμι υψηλής ποιότητας με κάποιο χαμηλότερης;»

«Όχι», είπε ο αξιωματικός.

«Λοιπόν», συνέχισε ο Ντιονίσιε, «κατά την κράτησή μου, κανένας δεν μου πρόσφερε κάτι ανώτερο από την πίστη μου. Γιατί να θέλω να την αλλάξω;»

Τότε, ο αξιωματικός έσφιξε το χέρι του Ντιονίσιε και είπε: «Είσαι ελεύθερος, Βάρτσιου. Κράτα την πίστη σου».

Οι αδελφοί και οι αδελφές σαν τον Ντιονίσιε δεν ήταν υπεράνθρωποι. Το θάρρος και η πνευματική τους δύναμη προέρχονταν από την πίστη στον Ιεχωβά, την οποία κρατούσαν ζωντανή με εκπληκτικούς τρόπους.—Παρ. 3:5, 6· Φιλιπ. 4:13.

Μελετούν από Μνήμης

«Ο καιρός στη φυλακή ήταν περίοδος θεοκρατικής εκπαίδευσης για εμένα», θυμάται ο Αντράς Μόλνος. Γιατί το έλεγε αυτό; Επειδή είδε την αξία που είχε το να συναθροίζεται με τους αδελφούς του κάθε εβδομάδα για να μελετούν το Λόγο του Θεού. «Συνήθως», λέει ο ίδιος, «οι πληροφορίες δεν ήταν σε χαρτί αλλά στο μυαλό μας. Οι αδελφοί θυμούνταν άρθρα της Σκοπιάς που είχαν μελετήσει πριν από τη φυλάκισή τους. Κάποιοι αδελφοί μπορούσαν να θυμηθούν ακόμη και τα περιεχόμενα ενός ολόκληρου περιοδικού—περιλαμβανομένων και των ερωτήσεων στα άρθρα μελέτης!» Σε μερικές περιπτώσεις, αυτή η εξαιρετική μνήμη μπορούσε να αποδοθεί στην εργασία αντιγραφής της πνευματικής τροφής με το χέρι, την οποία κάποιοι κρατούμενοι είχαν κάνει προτού συλληφθούν.—Βλέπε πλαίσιο «Μέθοδοι Αναπαραγωγής Εντύπων», στις σελίδες 132, 133.

Όταν σχεδίαζαν τις Χριστιανικές συναθροίσεις, οι υπεύθυνοι αδελφοί ανακοίνωναν το θέμα που θα εξεταζόταν και κάθε τρόφιμος προσπαθούσε να θυμηθεί ό,τι μπορούσε γύρω από εκείνο το θέμα, από Γραφικά εδάφια μέχρι σταχυολογημένα σημεία από Χριστιανικά βοηθήματα μελέτης της Γραφής. Τελικά, όλοι συναντιούνταν για να συζητήσουν την ύλη. Στη συνάθροιση επέλεγαν κάποιον οδηγό ο οποίος, μετά την αρχική προσευχή, κατηύθυνε τη συζήτηση κάνοντας κατάλληλες ερωτήσεις. Όταν είχαν σχολιάσει όλοι, εκείνος παρουσίαζε τις σκέψεις του και μετά προχωρούσε στο επόμενο σημείο.

Σε μερικές φυλακές, οι ομαδικές συζητήσεις απαγορεύονταν. Αλλά η εφευρετικότητα των αδελφών δεν είχε όρια. Κάποιος αδελφός θυμάται: «Βγάζαμε το τζάμι του μπάνιου από το πλαίσιό του και βάφαμε το γυαλί με μείγμα υγρού σαπουνιού και ασβέστη, τον οποίο είχαμε ξύσει από τον τοίχο. Όταν στέγνωνε, γινόταν μια πρακτική πλάκα για γράψιμο, στην οποία μπορούσαμε να χαράζουμε το μάθημα της ημέρας. Ένας αδελφός υπαγόρευε χαμηλόφωνα τις λέξεις σε κάποιον άλλον ο οποίος τις έγραφε στην πλάκα.

»Ήμασταν χωρισμένοι σε αρκετά κελιά τα οποία γίνονταν όμιλοι μελέτης. Το κάθε μάθημα περνούσε από αδελφό σε αδελφό μέσα στο κελί. Επειδή η πλάκα βρισκόταν σε ένα μόνο κελί, οι αδελφοί στα άλλα κελιά λάβαιναν τις πληροφορίες με σήματα Μορς. Πώς; Όσο το δυνατόν πιο ήσυχα, ένας από εμάς μετέδιδε το άρθρο με απαλά χτυπήματα στον τοίχο ή στους σωλήνες της θέρμανσης. Ταυτόχρονα, οι αδελφοί στα άλλα κελιά ακουμπούσαν τις κούπες τους πάνω στον τοίχο ή στο σωλήνα, και ο καθένας έβαζε το αφτί του στην κούπα του, που λειτουργούσε ως ακουστική συσκευή. Φυσικά, όσοι δεν γνώριζαν τον κώδικα Μορς χρειάστηκε να τον μάθουν».

Σε κάποιες φυλακές, οι αδελφοί μπορούσαν να λαβαίνουν φρέσκια πνευματική τροφή από έξω χάρη σε εξίσου εφευρετικές και επινοητικές αδελφές. Λόγου χάρη, όταν έψηναν ψωμί, οι αδελφές έκρυβαν έντυπα μέσα στο ζυμάρι. Οι αδελφοί ονόμασαν αυτή την τροφή «ψωμί από τον ουρανό». Οι αδελφές κατάφερναν να περνάνε ακόμη και τμήματα της Γραφής μέσα στις φυλακές διπλώνοντας τις σελίδες σε μικρά τεμάχια και βάζοντάς τες σε πλαστικές μπαλίτσες τις οποίες μετά κάλυπταν με υγρή σοκολάτα και σκόνη κακάο.

Το δυσάρεστο αυτής της διευθέτησης, όμως, ήταν ότι οι αδελφοί έπρεπε να διαβάζουν στην τουαλέτα, το μόνο μέρος στο οποίο μπορούσαν να είναι μόνοι για μερικά λεπτά χωρίς την επιτήρηση των φρουρών. Όταν τελείωνε η σειρά ενός αδελφού, εκείνος έκρυβε την έντυπη ύλη πίσω από το καζανάκι. Κάποιοι κρατούμενοι που δεν ήταν Μάρτυρες ήξεραν και αυτοί για την κρυψώνα και πολλοί απολάμβαναν επίσης μια ήσυχη περίοδο διαβάσματος.

Γυναίκες και Παιδιά Κρατούν Ακεραιότητα

Οι σαρκικές αδελφές Βιορίκα και Αουρίκα Φίλιπ υπέστησαν διωγμό από μέλη της οικογένειάς τους, όπως και πολλοί άλλοι Μάρτυρες. Τα κορίτσια είχαν οχτώ αδέλφια, εφτά αγόρια και ένα κορίτσι. Η Βιορίκα αφηγείται: «Η Αουρίκα, λόγω της επιθυμίας της να υπηρετήσει τον Ιεχωβά, χρειάστηκε να αφήσει το πανεπιστήμιο στο Κλουζ-Ναπόκα το 1973 και βαφτίστηκε σύντομα έπειτα από αυτό. Η ειλικρίνειά της και ο ζήλος της κίνησαν το ενδιαφέρον μου και άρχισα να ερευνώ το Λόγο του Θεού. Όταν έμαθα για την υπόσχεση του Θεού περί αιώνιας ζωής σε έναν επίγειο παράδεισο, σκέφτηκα: “Τι καλύτερο θα μπορούσε να υπάρχει από αυτό;” Καθώς προόδευα στη μελέτη μου, πήρα στα σοβαρά τις Γραφικές αρχές αναφορικά με τη Χριστιανική ουδετερότητα και αρνήθηκα να γίνω μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος».

Η Βιορίκα συνεχίζει: «Το 1975 αφιέρωσα τη ζωή μου στον Ιεχωβά. Επίσης είχα φύγει από το σπίτι και ζούσα με συγγενείς στην πόλη του Σίγκετ Μαρμάτσιεϊ, όπου εργαζόμουν ως δασκάλα σε σχολείο. Επειδή επέλεξα να μην αναμειχθώ στην πολιτική, οι σχολικές αρχές με ενημέρωσαν ότι θα με απέλυαν στο τέλος του σχολικού έτους. Η οικογένειά μου, προσπαθώντας να το εμποδίσει αυτό, άρχισε να εναντιώνεται και σε εμένα και στην αδελφή μου».

Ακόμη και τα παιδιά που πήγαιναν σχολείο υφίσταντο εκφοβισμό, μερικά από τη Σεκουριτάτε. Εκτός από τη σωματική και τη φραστική κακομεταχείριση, πολλά αποβάλλονταν από ένα σχολείο και έπρεπε να εγγραφούν σε άλλο. Σε κάποια άλλα παιδιά δεν επέτρεψαν καν να λάβουν περαιτέρω εκπαίδευση. Μερικοί πράκτορες προσπάθησαν ακόμη και να στρατολογήσουν παιδιά για να υπηρετούν ως κατάσκοποι!

Η Ντανιέλα Μαλουτσάν, η οποία υπηρετεί τώρα ως σκαπάνισσα, θυμάται: «Συχνά με γελοιοποιούσαν μπροστά στους συμμαθητές μου επειδή αρνιόμουν να ενταχθώ στην Ένωση Κομμουνιστικής Νεολαίας, η οποία ήταν όργανο για την πολιτική κατήχηση των νέων. Όταν πήγα στην ένατη τάξη, οι πράκτορες της Σεκουριτάτε μου δημιουργούσαν πολλές δυσκολίες, όπως και οι δάσκαλοι και άλλα μέλη του προσωπικού οι οποίοι ήταν πληροφοριοδότες. Από το 1980 ως το 1982 με ανέκριναν στο γραφείο του διευθυντή κάθε δεύτερη Τετάρτη με λίγες εξαιρέσεις. Ο διευθυντής, παρεμπιπτόντως, δεν επιτρεπόταν να παρίσταται σε αυτές τις συναντήσεις. Ο ανακριτής, συνταγματάρχης της Σεκουριτάτε, ήταν γνωστός ανάμεσα στους αδελφούς στο νομό Μπίστριτσα-Νασαούντ για το μίσος που τον διακατείχε εναντίον μας και για το ζήλο με τον οποίο μας καταδίωκε. Ήρθε μάλιστα σε εμένα εφοδιασμένος με επιστολές οι οποίες ενοχοποιούσαν υπεύθυνους αδελφούς. Οι στόχοι του ήταν να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη μου στους αδελφούς, να με κάνει να εγκαταλείψω την πίστη μου και να πείσει εμένα—μια μαθήτρια—να γίνω κατάσκοπος της Σεκουριτάτε. Απέτυχε παταγωδώς.

»Δεν ήταν όμως όλες οι εμπειρίες μου άσχημες. Για παράδειγμα, ο καθηγητής μου της ιστορίας, μέλος του κόμματος, ήθελε να μάθει γιατί με ανέκριναν τόσο συχνά. Κάποια μέρα ακύρωσε το μάθημα της ιστορίας και επί δύο ώρες μπροστά σε όλη την τάξη έκανε πολλές ερωτήσεις για την πίστη μου. Εντυπωσιάστηκε με τις απαντήσεις μου και δεν το θεωρούσε σωστό να μου φέρονται τόσο άσχημα. Ύστερα από αυτή τη συζήτηση, άρχισε να δείχνει σεβασμό για τις απόψεις μας και δέχτηκε ακόμη και έντυπα.

»Οι σχολικές αρχές, ωστόσο, συνέχισαν να μου εναντιώνονται. Μάλιστα, με ανάγκασαν να σταματήσω το σχολείο στο τέλος της δέκατης τάξης. Παρ’ όλα αυτά, βρήκα αμέσως εργασία και δεν μετάνιωσα ποτέ για το ότι παρέμεινα όσια στον Ιεχωβά. Πραγματικά, τον ευχαριστώ επειδή ανατράφηκα από Χριστιανούς γονείς οι οποίοι διακράτησαν την ακεραιότητά τους παρά την κακομεταχείριση που υπέφεραν υπό το κομμουνιστικό καθεστώς. Το καλό τους παράδειγμα με συνοδεύει μέχρι σήμερα».

Νεαροί Άντρες Δοκιμάζονται

Η Σεκουριτάτε, στα πλαίσια της εκστρατείας της κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά, στόχευε ιδιαίτερα σε νεαρούς αδελφούς οι οποίοι διακρατούσαν τη Χριστιανική τους ουδετερότητα. Εκείνοι συλλαμβάνονταν, φυλακίζονταν, απελευθερώνονταν, ξανασυλλαμβάνονταν και ξαναφυλακίζονταν. Ο αντικειμενικός σκοπός ήταν να υποσκάψουν το ηθικό τους. Ένας τέτοιος αδελφός, ο Γιόζεφ Σάμπο, καταδικάστηκε σε φυλάκιση τεσσάρων ετών αμέσως μετά το βάφτισμά του.

Ο Γιόζεφ, αφού εξέτισε ποινή δύο ετών, αφέθηκε ελεύθερος το 1976 και σύντομα έπειτα από αυτό γνώρισε τη μελλοντική του σύζυγο. «Αρραβωνιαστήκαμε και ορίσαμε την ημερομηνία του γάμου μας», λέει ο Γιόζεφ. «Τότε κλήθηκα και πάλι στο Στρατοδικείο του Κλουζ. Έπρεπε να παρουσιαστώ εκείνη ακριβώς τη μέρα που είχαμε ορίσει για το γάμο μας! Παρ’ όλα αυτά, η αρραβωνιαστικιά μου και εγώ παντρευτήκαμε, και μετά παρουσιάστηκα στο δικαστήριο. Μολονότι η έγγαμη ζωή μου μετρούσε μόλις μερικά λεπτά, το δικαστήριο με καταδίκασε σε τρία επιπλέον χρόνια φυλάκιση τα οποία εξέτισα πλήρως. Δεν μπορώ να περιγράψω πόσο επώδυνος ήταν αυτός ο χωρισμός».

Κάποιος άλλος νεαρός Μάρτυρας, ο Τιμοτέι Λάζαρ, θυμάται: «Το 1977, ο μικρότερος αδελφός μου και εγώ αποφυλακιστήκαμε. Ο μεγαλύτερος αδελφός μας, ο οποίος είχε αφεθεί ελεύθερος έναν χρόνο νωρίτερα, ήρθε να γιορτάσει την περίσταση μαζί μας. Αλλά έπεσε κατευθείαν στην παγίδα—οι πράκτορες της Σεκουριτάτε τον περίμεναν. Μας είχαν χωρίσει διά της βίας επί δύο χρόνια, εφτά μήνες και 15 μέρες, και τώρα ο αδελφός μας μάς αποχωριζόταν και πάλι για να ξαναπάει στη φυλακή λόγω της Χριστιανικής του ουδετερότητας. Ο νεότερος αδελφός μου και εγώ στεκόμασταν εκεί με ραγισμένη καρδιά».

Ο Εορτασμός της Ανάμνησης

Τα βράδια της Ανάμνησης, οι προσπάθειες των εναντιουμένων για την αναζήτηση Μαρτύρων του Ιεχωβά εντείνονταν. Εισέβαλλαν σε σπίτια, επέβαλλαν πρόστιμα και έκαναν συλλήψεις. Προληπτικά, οι αδελφοί συναντιούνταν σε μικρούς ομίλους—μερικές φορές μόνο κατά οικογένειες—για να τηρήσουν την Ανάμνηση του θανάτου του Ιησού.

«Το βράδυ μιας Ανάμνησης», αφηγείται ο Τεόντορ Παμφίλιε, «ο αρχηγός της τοπικής αστυνομίας έπινε με τους φίλους του μέχρι αργά. Όταν έφυγε για να εισβάλει σε σπίτια αδελφών, ζήτησε από έναν άγνωστο που είχε αυτοκίνητο να τον μεταφέρει. Το αυτοκίνητο, όμως, δεν έπαιρνε μπροστά. Τελικά, η μηχανή πήρε μπροστά και έφτασαν στο σπίτι μας όπου ένας μικρός όμιλος γιόρταζε την Ανάμνηση. Ωστόσο, επειδή είχαμε καλύψει εντελώς όλα τα παράθυρα, έβλεπαν μόνο σκοτάδι και υπέθεσαν ότι δεν ήταν κανένας στο σπίτι. Πήγαν, λοιπόν, σε άλλο σπίτι. Εκεί, όμως, η Ανάμνηση είχε τελειώσει και όλοι είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους.

»Στο μεταξύ, εμείς ολοκληρώσαμε το πρόγραμμά μας και οι αδελφοί έφυγαν γρήγορα. Είχαμε μείνει μόνο ο σαρκικός αδελφός μου και εγώ όταν δύο αστυνομικοί εισέβαλαν, στάθηκαν στο μέσο του δωματίου και φώναξαν: “Τι συμβαίνει εδώ μέσα;”

»“Τίποτα”, είπα. “Είχαμε μια συζήτηση με τον αδελφό μου”.

»“Ξέρουμε ότι έγινε συνάθροιση εδώ”, είπε ένας από αυτούς. “Πού είναι οι υπόλοιποι;” Κοιτάζοντας τον αδελφό μου, πρόσθεσε: “Και εσύ τι κάνεις εδώ;”

»“Ήρθα να τον δω”, απάντησε εκείνος, δείχνοντας προς το μέρος μου. Ενοχλημένοι, οι αστυνομικοί όρμησαν έξω. Την επόμενη μέρα μάθαμε ότι παρά το ζήλο τους δεν είχαν κάνει ούτε μία σύλληψη!»

Τα Παγκόσμια Κεντρικά Γραφεία Κάνουν Έκκληση στους Ρουμάνους Αξιωματούχους

Η σκληρή μεταχείριση που υφίσταντο οι Μάρτυρες του Ιεχωβά υποκίνησε τους αδελφούς στα κεντρικά γραφεία να γράψουν μια τετρασέλιδη επιστολή το Μάρτιο του 1970 προς το Ρουμάνο πρέσβη στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και μια εξασέλιδη επιστολή τον Ιούνιο του 1971 προς τον πρόεδρο της Ρουμανίας, Νικολάε Τσαουσέσκου. Στην επιστολή τους προς τον πρέσβη, οι αδελφοί έλεγαν ότι «η Χριστιανική αγάπη για τους αδελφούς μας στη Ρουμανία και η ανησυχία μας για αυτούς μας υποκίνησαν να σας γράψουμε». Αφού κατονόμαζε εφτά άτομα που βρίσκονταν στη φυλακή εξαιτίας της πίστης τους, η επιστολή συνέχιζε: «Έχει αναφερθεί ότι μερικοί από αυτούς υπέστησαν άγρια κακομεταχείριση στη φυλακή. . . . Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν είναι εγκληματίες. Δεν είναι αναμειγμένοι σε κανενός είδους πολιτική ή ανατρεπτική δραστηριότητα οπουδήποτε στον κόσμο, αλλά περιορίζουν τις δραστηριότητές τους αυστηρά στην άσκηση της θρησκευτικής τους λατρείας». Η επιστολή κατέληγε σε μια έκκληση προς την κυβέρνηση να «παράσχει ανακούφιση στα παθήματα των Μαρτύρων του Ιεχωβά».

Η επιστολή προς τον Πρόεδρο Τσαουσέσκου δήλωνε ότι «οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Ρουμανία δεν απολαμβάνουν την ελευθερία θρησκείας που προβλέπει το σύνταγμα της Ρουμανίας», αλλά διακινδυνεύουν να συλληφθούν και να υποστούν απάνθρωπη μεταχείριση καθώς μεταδίδουν σε άλλους τις πεποιθήσεις τους και συγκεντρώνονται για μελέτη της Γραφής. Η επιστολή έστρεφε επίσης την προσοχή στην πρόσφατη αμνηστία η οποία είχε ως αποτέλεσμα να αφεθούν ελεύθεροι πολλοί αδελφοί. «Υπήρχε η ελπίδα ότι μια καινούρια εποχή θα ξεκινούσε και για . . . τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Δυστυχώς, όμως, αυτή η προσδοκία δεν επαληθεύτηκε. Οι ειδήσεις που λαβαίνουμε από ολόκληρη τη Ρουμανία σήμερα αποκαλύπτουν την ίδια πολύ λυπηρή ιστορία: οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αποτελούν ακόμη αντικείμενο διωγμού από το Κράτος. Γίνονται έρευνες στα σπίτια τους, κατάσχεται έντυπη ύλη, άντρες και γυναίκες συλλαμβάνονται και δικάζονται, μερικοί καταδικάζονται σε πολυετή φυλάκιση και άλλοι αντιμετωπίζουν βίαιη μεταχείριση. Και όλα αυτά επειδή διαβάζουν και κηρύττουν το Λόγο του Ιεχωβά Θεού. Τέτοιου είδους πράγματα δεν συμβάλλουν στην καλή φήμη ενός Κράτους, και ανησυχούμε βαθιά για ό,τι συμβαίνει στους Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Ρουμανία».

Με την επιστολή εσωκλείονταν δύο βιβλία: Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή στη ρουμανική και Ζωή Αιώνιος—Εν τη Ελευθερία των Υιών του Θεού στη γερμανική.

Τα πράγματα άρχισαν να βελτιώνονται λίγο για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά από το 1975 και έπειτα, όταν η Ρουμανία συμμετείχε στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη που έγινε στο Ελσίνκι. Αυτή η διάσκεψη εγγυόταν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες, περιλαμβανομένης της ελευθερίας θρησκείας. Από τότε και ύστερα, μόνο εκείνοι που αρνούνταν τη στρατιωτική υπηρεσία συλλαμβάνονταν και φυλακίζονταν.

Κατόπιν, το 1986, ένα καινούριο σύνταγμα όριζε ότι κανένας—ούτε και οι αξιωματούχοι—δεν μπορεί να μπει σε ιδιωτική κατοικία χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, εκτός από συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου αυτό θα ήταν νομικά αποδεκτό. Τώρα, επιτέλους, οι αδελφοί μπορούσαν να νιώθουν πιο ασφαλείς διεξάγοντας τις Χριστιανικές συναθροίσεις και την Ανάμνηση σε δικά τους σπίτια.

Εκτύπωση υπό την Επιφάνεια

Κατά τη διάρκεια της απαγόρευσης, η πνευματική τροφή περνούσε κρυφά στη Ρουμανία ως έντυπη ύλη, μεμβράνες πολυγράφου ή σε κάποια άλλη μορφή και αναπαραγόταν τοπικά. Μερικές φορές είχε ήδη μεταφραστεί στη ρουμανική και στην ουγγρική, αλλά συνήθως έπρεπε να μεταφραστεί τοπικά από την αγγλική, τη γαλλική, τη γερμανική ή την ιταλική. Υπήρχαν διάφοροι σύνδεσμοι, όπως ξένοι τουρίστες που επισκέπτονταν τη χώρα, φοιτητές που έρχονταν για σπουδές, καθώς και Ρουμάνοι που επέστρεφαν από τα ταξίδια τους.

Η Σεκουριτάτε κατέβαλλε σκληρές προσπάθειες να εμποδίσει τους συνδέσμους και επίσης να ανακαλύψει σε ποια μέρη της Ρουμανίας παράγονταν τα έντυπα. Ενεργώντας συνετά, οι αδελφοί εργάζονταν σε διάφορες ηχομονωμένες ιδιωτικές κατοικίες σε αρκετές πόλεις και κωμοπόλεις. Μέσα σε αυτά τα σπίτια, κατασκεύαζαν μυστικά χωρίσματα ή δωμάτια, όπου έστηναν τον εξοπλισμό ανατύπωσης. Μερικά από αυτά τα δωμάτια καλύπτονταν από τζάκια τα οποία συνήθως εφάπτονταν στον τοίχο. Ωστόσο, οι αδελφοί τροποποιούσαν τα τζάκια για να μπορούν να μετακινούνται, επιτρέποντας την πρόσβαση σε μια κρυφή είσοδο.

Ο Σάντορ Πάραζντι εργαζόταν σε ένα μυστικό πιεστήριο στο Τίργκου-Μιούρες όπου παρήγε το εδάφιο της ημέρας, τη Διακονία της Βασιλείας, τη Σκοπιά και το Ξύπνα! «Εργαζόμασταν μέχρι και 40 ώρες τα σαββατοκύριακα και κοιμόμασταν εναλλάξ μία ώρα ο καθένας», θυμάται ο Σάντορ. «Η μυρωδιά των χημικών διαπότιζε τα ρούχα και το δέρμα μας. Σε κάποια περίπτωση, όταν έφτασα στο σπίτι ο τρίχρονος γιος μου παρατήρησε: “Μπαμπά, μυρίζεις σαν το εδάφιο της ημέρας!”»

Ο Τραϊάν Κίρα, σύζυγος και πατέρας, ανατύπωνε και μετέφερε έντυπα στο νομό Κλουζ. Του δόθηκε ένας παλιός χειροκίνητος πολύγραφος με το παρατσούκλι «Ο Μύλος», ο οποίος έπρεπε να είχε «αποσυρθεί» προ πολλού. Λειτουργούσε μεν, αλλά τα αποτελέσματα δεν ήταν και τα καλύτερα. Ο Τραϊάν, λοιπόν, ζήτησε από έναν αδελφό που ήταν μηχανικός να του κάνει γενική επισκευή. Ο αδελφός έλεγξε το μηχάνημα αλλά η σκυθρωπή έκφρασή του τα έλεγε όλα—ο παλιός Μύλος δεν επιδεχόταν επισκευή. Ύστερα το πρόσωπό του έλαμψε και είπε: «Μπορώ να σου φτιάξω ένα καινούριο!» Όπως αποδείχτηκε, έκανε πολύ περισσότερα. Έστησε ένα εργαστήριο στο υπόγειο μιας αδελφής και κατασκεύασε δικό του τόρνο. Αντί για έναν μόνο πολύγραφο, έφτιαξε περισσότερους από δέκα! Αυτοί οι καινούριοι Μύλοι στάλθηκαν σε διαφορετικά μέρη της χώρας και έκαναν καλή δουλειά.

Τη δεκαετία του 1980 αρκετοί αδελφοί εκπαιδεύτηκαν στη λειτουργία των μηχανημάτων όφσετ, τα οποία ήταν ανώτερα. Ο πρώτος που εκπαιδεύτηκε ήταν ο Νικολάε Μπεντάρου, ο οποίος με τη σειρά του εκπαίδευσε άλλους. Όπως συνέβαινε συχνά, η παραγωγή εντύπων στο σπίτι των Μπεντάρου ήταν οικογενειακή υπόθεση και το κάθε μέλος έκανε μια συγκεκριμένη εργασία. Βέβαια, ήταν δύσκολο να κρατούνται αυτές οι εργασίες μυστικές, ιδιαίτερα την περίοδο κατά την οποία η Σεκουριτάτε κατασκόπευε άτομα και εισέβαλλε σε σπίτια. Έτσι λοιπόν, η ταχύτητα ήταν απαραίτητη, γι’ αυτό οι αδελφοί εργάζονταν πολλές ώρες ολόκληρο το σαββατοκύριακο για να τυπώνουν τα έντυπα και να τα μεταφέρουν. Γιατί τα σαββατοκύριακα; Επειδή στη διάρκεια της εβδομάδας είχαν τις κανονικές τους εργασίες.

Οι αδελφοί έπρεπε επίσης να είναι προσεκτικοί κατά την αγορά χαρτιού. Ακόμη και όταν ένας πελάτης ζητούσε μία μόνο δεσμίδα χαρτιού—περίπου 500 φύλλα—έπρεπε να εξηγήσει γιατί την ήθελε. Και να σκεφτεί κανείς ότι τα πιεστήρια χρειάζονταν μέχρι και 40.000 φύλλα χαρτιού το μήνα! Οι αδελφοί λοιπόν έπρεπε να είναι προσεκτικοί στις δοσοληψίες τους με το προσωπικό των καταστημάτων. Και επειδή οι έλεγχοι στο δρόμο ήταν συνηθισμένοι, έπρεπε επίσης να είναι άγρυπνοι κατά τη μεταφορά των υλικών.

Το Δύσκολο Έργο της Μετάφρασης

Ένας περιορισμένος αριθμός από αδελφούς και αδελφές που κατοικούσαν σε διάφορα μέρη της Ρουμανίας μετέφραζαν τα έντυπα στις τοπικές γλώσσες, περιλαμβανομένης και της ουκρανικής η οποία μιλιόταν από μια εθνική μειονότητα στο βορρά. Μερικοί μεταφραστές ήταν καθηγητές γλωσσών οι οποίοι είχαν έρθει στην αλήθεια, ενώ άλλοι είχαν μάθει κάποια ξένη γλώσσα ίσως χρησιμοποιώντας μόνοι τους κάποια μέθοδο εκμάθησης.

Τον πρώτο καιρό, οι μεταφραστές έκαναν τη δουλειά τους με το χέρι σε τετράδια και πήγαιναν τα κείμενα στην Μπίστριτσα, μια πόλη στα βόρεια, για διόρθωση. Μία ή δύο φορές το χρόνο, μεταφραστές και διορθωτές συναντιούνταν για να τακτοποιήσουν διάφορα ζητήματα σχετικά με την εργασία τους. Όταν εντόπιζαν αυτούς τους αδελφούς και τις αδελφές δεν ήταν ασυνήθιστο να τους κάνουν έρευνα, να τους ανακρίνουν, να τους χτυπούν και να τους συλλαμβάνουν. Όσοι συλλαμβάνονταν κρατούνταν μερικές ώρες ή μέρες, ελευθερώνονταν και έπειτα συλλαμβάνονταν και πάλι—διαδικασία που επαναλαμβανόταν πολλές φορές ως μέσο εκφοβισμού. Άλλοι έμπαιναν σε κατ’ οίκον περιορισμό ή υποχρεώνονταν να εμφανίζονται καθημερινά στην αστυνομία. Και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που φυλακίστηκαν, ανάμεσά τους ο Ντουμίτρου και η Ντοΐνα Τσεπανάρου καθώς και ο Πέτρε Ράνκα.

Ο Ντουμίτρου Τσεπανάρου ήταν καθηγητής της ρουμανικής γλώσσας και ιστορίας και η σύζυγός του η Ντοΐνα ήταν γιατρός. Η Σεκουριτάτε τελικά τους εντόπισε, τους συνέλαβε και τους έστειλε σε διαφορετικές φυλακές για εφτάμισι χρόνια. Η Ντοΐνα πέρασε τα πέντε από αυτά στην απομόνωση. Μάλιστα, τα ονόματά τους εμφανίστηκαν στην επιστολή που αναφέρθηκε προηγουμένως η οποία γράφτηκε από τα κεντρικά γραφεία προς το Ρουμάνο πρέσβη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην απομόνωση, η Ντοΐνα έγραψε 500 γράμματα στο σύζυγό της καθώς και σε άλλες κρατούμενες αδελφές για να τους ενθαρρύνει.

Έναν χρόνο μετά τη σύλληψη του Ντουμίτρου και της Ντοΐνα, η μητέρα του Ντουμίτρου, η Σαμπίνα, επίσης συνελήφθη και πέρασε έξι χρόνια παρά δύο μήνες στη φυλακή. Το μόνο μέλος της οικογένειας που παρέμεινε ελεύθερο, μολονότι παρακολουθούνταν στενά από τη Σεκουριτάτε, ήταν ο σύζυγος της Σαμπίνα, επίσης Μάρτυρας του Ιεχωβά. Διατρέχοντας μεγάλο κίνδυνο, επισκεπτόταν τακτικά και τα τρία μέλη της οικογένειάς του.

Το 1938, ο Πέτρε Ράνκα διορίστηκε γραμματέας στο γραφείο των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Ρουμανία. Αυτός ο διορισμός—για να μην αναφέρουμε την εργασία του ως μεταφραστή—τον κατέταξε ψηλά στον κατάλογο καταζητουμένων της Σεκουριτάτε. Τον εντόπισαν το 1948, τον συνέλαβαν επανειλημμένα και το 1950 τον δίκασαν μαζί με τον Μάρτιν Μαγιαρόσι και τον Παμφίλ Άλμπου. Με την κατηγορία ότι ήταν μέλος αγγλοαμερικανικής κατασκοπικής ομάδας, ο Πέτρε υπέμεινε 17 χρόνια σε μερικές από τις χειρότερες φυλακές της χώρας—όπως στο Αγιούντ, στην Γκέρλα και στη Ζιλάβα—και 3 χρόνια σε κατ’ οίκον περιορισμό στο νομό Γαλάτσι. Εντούτοις, ο πιστός αυτός αδελφός έδωσε όλο του το είναι στην υπηρεσία του Ιεχωβά ως το τέλος της επίγειας πορείας του στις 11 Αυγούστου 1991.

Οι γεμάτοι αγάπη κόποι που κατέβαλαν τέτοιοι τηρητές ακεραιότητας φέρνουν στο νου τα εξής λόγια: «Ο Θεός δεν είναι άδικος ώστε να ξεχάσει το έργο σας και την αγάπη που δείξατε για το όνομά του, εφόσον έχετε διακονήσει τους αγίους και συνεχίζετε να διακονείτε».—Εβρ. 6:10.

Υπαίθριες Συνελεύσεις

Τη δεκαετία του 1980, οι αδελφοί άρχισαν να συναθροίζονται σε μεγαλύτερους ομίλους—ακόμη και κατά χιλιάδες—όταν παρουσιαζόταν η ευκαιρία, όπως σε γάμους ή σε κηδείες. Στους γάμους, έστηναν μια μεγάλη σκηνή σε κατάλληλη τοποθεσία στην εξοχή και τη διακοσμούσαν εσωτερικά με όμορφα χαλιά στα οποία είχαν υφανθεί Βιβλικές απεικονίσεις και εδάφια. Έβαζαν τραπέζια και καρέκλες για τους πολλούς «προσκεκλημένους», και κρεμούσαν πίσω από το βήμα μια μεγάλη αφίσα η οποία απεικόνιζε σε μεγέθυνση το λογότυπο του περιοδικού Η Σκοπιά καθώς και το εδάφιο του έτους. Ντόπιοι ευαγγελιζόμενοι συνήθως προμήθευαν φαγητό ανάλογα με τις δυνατότητές τους. Με αυτόν τον τρόπο απολάμβαναν όλοι διπλό συμπόσιο—υλικό και πνευματικό.

Το πρόγραμμα ξεκινούσε με την ομιλία του γάμου ή της κηδείας και συνεχιζόταν με ομιλίες γύρω από διάφορα Γραφικά θέματα. Εξαιτίας του ότι οι ομιλητές μερικές φορές εμποδίζονταν να φτάσουν στην ώρα τους, άλλοι αδελφοί με τα κατάλληλα προσόντα ήταν πάντοτε έτοιμοι να τους αντικαταστήσουν χρησιμοποιώντας μόνο τη Γραφή, αφού δεν υπήρχαν αντίγραφα των προετοιμασμένων σχεδίων.

Το καλοκαίρι οι κάτοικοι των πόλεων συνέρρεαν στην εξοχή για αναψυχή. Το ίδιο έκαναν και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Εντούτοις, εκμεταλλεύονταν την ευκαιρία για να διεξάγουν μικρές συνελεύσεις στους λόφους και στα δάση. Παρουσίαζαν ακόμη και Βιβλικά δράματα με στολές.

Κάποιος άλλος δημοφιλής προορισμός διακοπών ήταν η Μαύρη Θάλασσα η οποία ήταν ιδανική και για το βάφτισμα. Πώς βάφτιζαν οι αδελφοί τα καινούρια άτομα χωρίς να τραβούν την προσοχή; Ένας τρόπος ήταν παίζοντας ένα «παιχνίδι». Οι υποψήφιοι και μερικοί βαφτισμένοι ευαγγελιζόμενοι έκαναν κύκλο μέσα στο νερό και πετούσαν την μπάλα ο ένας στον άλλον. Ο ομιλητής στεκόταν στη μέση και εκφωνούσε την ομιλία έπειτα από την οποία οι υποψήφιοι βαφτίζονταν—διακριτικά, βέβαια.

Μια Αίθουσα για Μελισσοκόμους

Το 1980, οι αδελφοί στην πόλη Νεγκρέστι-Οάς, στη βορειοδυτική Ρουμανία, σκέφτηκαν έναν έξυπνο τρόπο για να πάρουν νόμιμη έγκριση ώστε να χτίσουν Αίθουσα Βασιλείας. Εκείνη την εποχή, το Κράτος προωθούσε τη μελισσοκομία. Μια ομάδα αδελφών, λοιπόν, οι οποίοι είχαν δικά τους μελίσσια σκέφτηκαν να ιδρύσουν μια τοπική μελισσοκομική ένωση που θα τους έδινε νόμιμο λόγο για να οικοδομήσουν κάποιον χώρο συναθροίσεων.

Αφού συμβουλεύτηκαν τους πρεσβυτέρους της περιοχής τους, οι αδελφοί καταχωρίστηκαν στην Ένωση Μελισσοκόμων της Ρουμανίας και πήγαν στο δημαρχείο για να παρουσιάσουν την πρότασή τους να χτίσουν χώρο συναθροίσεων. Οι αρχές ενέκριναν αμέσως την οικοδόμηση ενός ξύλινου κτιρίου μήκους 34 μέτρων και πλάτους 14 μέτρων. Ενθουσιασμένοι οι μελισσοκόμοι και οι πολλοί βοηθοί τους ολοκλήρωσαν το έργο σε τρεις μήνες. Εισέπραξαν ακόμη και ένα μεγάλο ευχαριστώ από τους αξιωματούχους της πόλης!

Επειδή τα εγκαίνια θα τα παρακολουθούσαν πολλοί και θα διαρκούσαν αρκετές ώρες, οι αδελφοί ζήτησαν και έλαβαν την έγκριση να χρησιμοποιήσουν την αίθουσα για μια γιορτή θερισμού σιτηρών. Περισσότεροι από 3.000 Μάρτυρες από όλα τα μέρη της χώρας συγκεντρώθηκαν για την περίσταση. Οι αξιωματούχοι της πόλης εξεπλάγησαν που ήρθαν τόσο πολλοί για να βοηθήσουν στο θερισμό και να «γιορτάσουν» αμέσως μετά.

Ασφαλώς, η γιορτή αποδείχτηκε μια πνευματικά ανταμειφτική συνέλευση. Και έχοντας υπόψη τον επίσημο σκοπό του κτιρίου, οι μέλισσες συχνά αναφέρονταν στο πρόγραμμα αλλά σε σχέση με πνευματικά θέματα. Για παράδειγμα, οι ομιλητές τόνιζαν τη φιλοπονία του εντόμου, τις ικανότητες πλοήγησης και οργάνωσης, το αυτοθυσιαστικό θάρρος που εκδηλώνει όταν προστατεύει την κυψέλη του και πολλά άλλα χαρακτηριστικά.

Ύστερα από τα εγκαίνια, η Αίθουσα της Μέλισσας, όπως ονομαζόταν, συνέχισε να εξυπηρετεί τους αδελφούς στα υπόλοιπα χρόνια της απαγόρευσης και τρία χρόνια μετά την άρση της.

Οι Επίσκοποι Ζώνης Βοηθούν στην Προώθηση της Ενότητας

Επί δεκαετίες οι κομμουνιστές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να σπείρουν σπόρους αμφιβολίας και διχόνοιας ανάμεσα στο λαό του Θεού και για να καταπνίξουν την επικοινωνία. Όπως αναφέρθηκε, είχαν κάποια επιτυχία. Μάλιστα, διαιρέσεις εξακολούθησαν να υπάρχουν μέχρι και στη δεκαετία του 1980. Οι επισκέψεις των επισκόπων ζώνης, καθώς επίσης και η αλλαγή του πολιτικού κλίματος, βοήθησαν ώστε να διορθωθεί αυτό το πρόβλημα.

Αρχίζοντας από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, ο Γκέριτ Λος, μέλος της Επιτροπής του Τμήματος της Αυστρίας αλλά τώρα μέλος του Κυβερνώντος Σώματος, επισκέφτηκε επανειλημμένα τη Ρουμανία. Το 1988, οι εκπρόσωποι του Κυβερνώντος Σώματος Θεοντόρ Τζάρας και Μίλτον Χένσελ πήγαν εκεί δύο φορές παίρνοντας μαζί τους τον αδελφό Λος και ως διερμηνέα τον Τζον Μπρένκα, τότε μέλος της οικογένειας Μπέθελ των Ηνωμένων Πολιτειών. Ύστερα από αυτές τις ενθαρρυντικές επισκέψεις, χιλιάδες αδελφοί που είχαν παραμείνει ξεχωρισμένοι από το κυρίως σώμα του λαού του Ιεχωβά επανήλθαν με πεποίθηση στο ποίμνιο.

Στο μεταξύ, οι αυξανόμενες πολιτικές αλλαγές ταρακουνούσαν συθέμελα ολόκληρη την κομμουνιστική Ευρώπη με αποκορύφωμα την κατάρρευση των περισσοτέρων από αυτά τα καθεστώτα στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Στη Ρουμανία, τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο το 1989, όταν ο λαός επαναστάτησε κατά του κομμουνιστικού καθεστώτος. Ο ηγέτης του κόμματος, ο Νικολάε Τσαουσέσκου, καθώς και η σύζυγός του εκτελέστηκαν στις 25 Δεκεμβρίου. Τον επόμενο χρόνο, μια καινούρια κυβέρνηση ανέλαβε την εξουσία.

Επιτέλους Ελευθερία!

Όπως πάντα, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά παρέμειναν αυστηρά ουδέτεροι καθώς το σκηνικό του πολιτικού κλίματος της Ρουμανίας άλλαζε. Μολαταύτα, για τους 17.000 Μάρτυρες στη Ρουμανία εκείνον τον καιρό, οι αλλαγές έφεραν ελευθερίες τις οποίες οι περισσότεροι είχαν μόνο ονειρευτεί. «Ύστερα από 42 ατελείωτα χρόνια», έγραψε η Επιτροπή της Χώρας, «είμαστε ευτυχείς που στέλνουμε μια χαρμόσυνη έκθεση για τη δραστηριότητα στη Ρουμανία. Είμαστε ευγνώμονες στον στοργικό μας Πατέρα, τον Ιεχωβά Θεό, ο οποίος εισάκουσε τις ένθερμες προσευχές εκατομμυρίων αδελφών και έθεσε τέλος στον ανελέητο διωγμό».

Στις 9 Απριλίου 1990, οι αδελφοί έλαβαν νομική αναγνώριση ως η Θρησκευτική Οργάνωση των Μαρτύρων του Ιεχωβά και αμέσως διοργάνωσαν συνελεύσεις περιοχής σε ολόκληρη τη χώρα. Πάνω από 44.000 άτομα παρακολούθησαν αυτές τις συνάξεις—υπερδιπλάσιοι από τους ευαγγελιζομένους οι οποίοι είχαν φτάσει τους 19.000 περίπου. Όντως, η έκθεση υπηρεσίας αγρού έδειξε ότι από το Σεπτέμβριο του 1989 ως το Σεπτέμβριο του 1990, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν αύξηση 15 τοις εκατό!

Εκείνη την εποχή, η Επιτροπή της Χώρας κατηύθυνε το έργο υπό την επίβλεψη του γραφείου τμήματος της Αυστρίας. Ωστόσο, το 1995, έπειτα από διάστημα 66 ετών, η Ρουμανία απέκτησε και πάλι γραφείο τμήματος.

Λαβαίνουν Στήριξη Παρά τις Οικονομικές Δυσκολίες

Τη δεκαετία του 1980 η οικονομία της Ρουμανίας βρισκόταν σε παρακμή και υπήρχε έλλειψη καταναλωτικών αγαθών. Κατόπιν, όταν ανατράπηκε η κομμουνιστική κυβέρνηση, κατέρρευσε και η οικονομία αφήνοντας τους ανθρώπους σε απελπιστική κατάσταση. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Αυστρία, στην Ουγγαρία, καθώς και στις χώρες που ήταν τότε γνωστές ως Τσεχοσλοβακία και Γιουγκοσλαβία, ανταποκρίθηκαν στέλνοντας πάνω από 70 τόνους τρόφιμα και ρουχισμό στους αδελφούς τους στη Ρουμανία, οι οποίοι μπόρεσαν να μοιραστούν μερικές από αυτές τις προμήθειες με γείτονές τους που δεν ήταν Μάρτυρες. «Κάθε φορά που προσφερόταν βοήθεια», λέει κάποια έκθεση, «οι αδελφοί αξιοποιούσαν την ευκαιρία για να δώσουν πλήρη μαρτυρία».

Το φορτηγό που μετέφερε τις υλικές προμήθειες μετέφερε επίσης πνευματική τροφή. Αυτή η αφθονία έφερνε δάκρυα στα μάτια πολλών, επειδή ήταν συνηθισμένοι να έχουν ένα μόνο αντίτυπο της Σκοπιάς ίσως και για ολόκληρο όμιλο. Επιπλέον, από το τεύχος 1 Ιανουαρίου 1991, Η Σκοπιά στη ρουμανική άρχισε να εκδίδεται ταυτόχρονα με την αγγλική έκδοση και σε τετραχρωμία! Αυτές οι αλλαγές συντέλεσαν σε δραστική αύξηση της διάθεσης εντύπων στον τομέα.

Από Ομαδικές Συζητήσεις σε Κανονικές Συναθροίσεις

Την εποχή του διωγμού, οι αδελφοί δεν μπορούσαν να διεξάγουν συγκεκριμένες συναθροίσεις, όπως τη Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας, με τον κανονικό τρόπο. Απεναντίας, συγκεντρώνονταν σε μικρές ομάδες, διάβαζαν τις πληροφορίες και μετά τις συζητούσαν. Συνήθως, είχαν λίγα μόλις αντίτυπα της ύλης που εξεταζόταν ή μόνο ένα.

«Το Βιβλίο Οδηγιών Σχολής Θεοκρατικής Διακονίας τυπώθηκε στη ρουμανική το 1992», λέει ο Τζον Μπρένκα, ο οποίος είναι τώρα μέλος της Επιτροπής του Τμήματος της Ρουμανίας. «Πριν από αυτό, λίγοι αδελφοί είχαν το αντίτυπο του βιβλίου που τυπώθηκε τοπικά. Το 1991 αρχίσαμε να εκπαιδεύουμε τους πρεσβυτέρους να διεξάγουν τη Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας και να δίνουν συμβουλή. Ωστόσο, οι πρεσβύτεροι πολλές φορές δίσταζαν να δώσουν συμβουλή, η οποία τότε δινόταν από το βήμα. “Οι αδελφοί θα στενοχωρηθούν αν τους συμβουλέψουμε μπροστά σε άλλους”, έλεγαν μερικοί».

Υπήρχαν και μερικές παρανοήσεις. Για παράδειγμα, όταν ένας απόφοιτος της Σχολής Διακονικής Εκπαίδευσης επισκέφτηκε μια εκκλησία το 1993, κάποιος πρεσβύτερος τον πλησίασε κρατώντας ένα αντίτυπο του προγράμματος της σχολής το οποίο ανέφερε ότι οι μεγαλύτερες εκκλησίες μπορούσαν να έχουν και δεύτερη σχολή. Νομίζοντας ότι αυτή η προμήθεια ήταν για πιο προχωρημένους σπουδαστές, ο πρεσβύτερος ρώτησε: «Αναρωτιέμαι πότε θα αρχίσουμε να εκφωνούμε ομιλίες σε εκείνη τη σχολή. Έχουμε ικανούς αδελφούς οι οποίοι θα μπορούσαν να προχωρήσουν σε υψηλότερο επίπεδο». Ο επισκέπτης διευκρίνισε το ζήτημα με καλοσύνη.

«Οι συνελεύσεις περιοχής συνέβαλαν πολύ στην εκπαίδευση των αδελφών», εξηγεί ο αδελφός Μπρένκα, «επειδή περιλαμβάνουν μια υποδειγματική Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας που διεξάγεται από τον επίσκοπο περιφερείας. Ωστόσο, χρειάστηκαν λίγα χρόνια ώστε να μπορέσουν όλοι να προσαρμοστούν πλήρως σε αυτή τη διευθέτηση».

Η Σχολή Υπηρεσίας Σκαπανέα ξεκίνησε στη Ρουμανία το 1993 και έχει βοηθήσει χιλιάδες σκαπανείς να κάνουν πνευματική πρόοδο και να είναι πιο αποτελεσματικοί στη διακονία. Βέβαια, το σκαπανικό είναι δύσκολο στη Ρουμανία επειδή είναι σχεδόν αδύνατον να βρεθεί εργασία μερικής απασχόλησης. Παρ’ όλα αυτά, το 2004 περισσότεροι από 3.500 αδελφοί και αδελφές συμμετείχαν σε κάποια μορφή της υπηρεσίας σκαπανέα.

Βοήθεια για τους Περιοδεύοντες Επισκόπους

Οι αδελφοί Ρομπέρτο Φραντσεσκέτι και Αντρέα Φάμπι από το γραφείο τμήματος της Ιταλίας έλαβαν διορισμό για τη Ρουμανία το 1990. Σκοπός τους ήταν να βοηθήσουν στην αναδιοργάνωση του έργου. «Τότε ήμουν 57 χρονών», εξηγεί ο αδελφός Φραντσεσκέτι. «Εξαιτίας των οικονομικών δυσκολιών στη Ρουμανία εκείνη την εποχή, ο καινούριος διορισμός δεν ήταν εύκολος για τη σύζυγό μου την Ιμέλντα και για εμένα.

»Όταν φτάσαμε στο Βουκουρέστι στις 7 Δεκεμβρίου 1990, στις 7:00 μ.μ., η θερμοκρασία ήταν -12 βαθμούς Κελσίου και η πόλη ήταν καλυμμένη με χιόνι. Συναντήσαμε μερικούς αδελφούς στο κέντρο της πόλης και ρωτήσαμε πού θα μπορούσαμε να διανυκτερεύσουμε. “Δεν ξέρουμε ακόμα”, είπαν. Ωστόσο, μια νεαρή κυρία—της οποίας η μητέρα και η γιαγιά ήταν Μάρτυρες—άκουσε τυχαία τη συζήτηση και αμέσως μας κάλεσε στο σπίτι της. Μείναμε εκεί λίγες εβδομάδες ώσπου βρήκαμε ένα κατάλληλο διαμέρισμα στην πόλη. Οι ντόπιοι αδελφοί μάς πρόσφεραν επίσης συναισθηματική υποστήριξη και ενθάρρυνση που μας βοήθησαν να προσαρμοστούμε στο διορισμό μας».

Ο Ρομπέρτο, απόφοιτος της 43ης τάξης της Γαλαάδ το 1967, αφιέρωσε μαζί με τη σύζυγό του σχεδόν εννιά χρόνια στη Ρουμανία, βοηθώντας γενναιόδωρα τους αδελφούς να ωφεληθούν από τις δεκαετίες πείρας που είχαν στην υπηρεσία του Ιεχωβά. «Τον Ιανουάριο του 1991», συνεχίζει ο Ρομπέρτο, «η Επιτροπή της Χώρας διευθέτησε μια συνάντηση με όλους τους περιοδεύοντες επισκόπους—42 αδελφούς. Οι περισσότεροι υπηρετούσαν μικρές περιοχές με έξι ή εφτά εκκλησίες η καθεμία. Το πρόγραμμά τους ήταν να υπηρετούν την κάθε εκκλησία επί δύο συνεχόμενα σαββατοκύριακα, συνήθως χωρίς τις συζύγους τους. Εκείνον τον καιρό, οι επίσκοποι περιοχής έπρεπε να διατηρούν μια κανονική εργασία για να υποστηρίζουν τις οικογένειές τους οικονομικά και για να μην κινούν τις υποψίες των αρχών. Αλλά τώρα αυτοί οι αδελφοί μπορούσαν να ακολουθούν το ίδιο πρόγραμμα με τους περιοδεύοντες επισκόπους σε άλλες χώρες υπηρετώντας τις εκκλησίες από την Τρίτη μέχρι την Κυριακή.

»Αφού εξήγησα αυτή τη διευθέτηση, είπα και στους 42 αδελφούς: “Αν είστε πρόθυμοι να συνεχίσετε να υπηρετείτε ως περιοδεύοντες επίσκοποι, παρακαλώ σηκώστε το χέρι σας”. Ούτε ένας δεν σήκωσε το χέρι του! Κατά συνέπεια, μέσα σε λίγα λεπτά χάσαμε όλους τους περιοδεύοντες επισκόπους της χώρας! Ωστόσο, αφού εξέτασαν περαιτέρω το ζήτημα με προσευχή, μερικοί άλλαξαν γνώμη. Επιπλέον, ήρθε βοήθεια με τη μορφή αποφοίτων της Σχολής Διακονικής Εκπαίδευσης από την Αυστρία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιταλία».

Ο Τζον Μπρένκα, Ρουμάνος στην καταγωγή, μεταφέρθηκε στη Ρουμανία από το Μπέθελ του Μπρούκλιν, όπου είχε υπηρετήσει δέκα χρόνια. Αρχικά, ο Τζον υπηρέτησε ως επίσκοπος περιοχής και περιφερείας. Ο ίδιος θυμάται: «Τον Ιούνιο του 1991, ως επίσκοπος περιφερείας, άρχισα να συνεργάζομαι με τους επισκόπους περιοχής οι οποίοι προθυμοποιήθηκαν να υπηρετήσουν ολοχρόνια κάτω από τη νέα διευθέτηση. Σύντομα ανακάλυψα ότι δεν ήταν οι μόνοι που έπρεπε να κάνουν μεγάλες αλλαγές στον τρόπο σκέψης τους—και οι εκκλησίες είχαν προβλήματα προσαρμογής. “Θα είναι αδύνατον να υποστηρίξουν οι ευαγγελιζόμενοι την υπηρεσία αγρού σε καθημερινή βάση”, έλεγαν κάποιοι πρεσβύτεροι. Εντούτοις, όλοι συνεργάστηκαν και έκαναν την προσαρμογή».

Η Σχολή Διακονίας της Βασιλείας και η Σχολή Διακονικής Εκπαίδευσης βοήθησαν επίσης στην εκπαίδευση των αδελφών. Όταν διεξαγόταν η Σχολή Διακονίας της Βασιλείας στην Μπάια Μάρε, κάποιος πρεσβύτερος δάκρυσε καθώς πλησίασε έναν από τους εκπαιδευτές. «Είμαι πρεσβύτερος πολλά χρόνια», είπε, «αλλά μόνο τώρα καταλαβαίνω πραγματικά πώς πρέπει να γίνονται οι ποιμαντικές επισκέψεις. Ευχαριστώ το Κυβερνών Σώμα για αυτές τις θαυμάσιες πληροφορίες».

Οι αδελφοί είχαν ακούσει για τη Σχολή Διακονικής Εκπαίδευσης αλλά η σκέψη να έχουν μία στη δική τους χώρα φαινόταν σαν όνειρο. Μπορείτε λοιπόν να φανταστείτε τον ενθουσιασμό τους όταν εκείνο το όνειρο έγινε πραγματικότητα το 1999, όταν διεξάχθηκε η πρώτη τάξη! Από τότε, έχουν διεξαχθεί άλλες οχτώ τάξεις και αυτές συμπεριλάμβαναν ρουμανόφωνους αδελφούς από τις γειτονικές χώρες της Μολδαβίας και της Ουκρανίας.

«Βρήκα την Αλήθεια!»

Ενώ πολλοί άνθρωποι τώρα λαβαίνουν τακτική μαρτυρία, περίπου εφτά εκατομμύρια—το ένα τρίτο του πληθυσμού—ζουν σε μη ανατεθειμένο τομέα. Σε μερικές περιοχές δεν έχουν ακουστεί ποτέ τα καλά νέα, έτσι λοιπόν, ο θερισμός είναι ακόμη πολύς! (Ματθ. 9:37) Τακτικοί και ειδικοί σκαπανείς καθώς επίσης πρεσβύτεροι έχουν ανταποκριθεί σε αυτή την ανάγκη μετακομίζοντας σε μη ανατεθειμένες περιοχές. Ως αποτέλεσμα, έχουν δημιουργηθεί περισσότεροι όμιλοι και έχουν ιδρυθεί εκκλησίες. Επιπρόσθετα, το γραφείο τμήματος έχει προσκαλέσει εκκλησίες να συμμετάσχουν σε ειδικές εκστρατείες για να υπηρετήσουν σε μη ανατεθειμένους τομείς. Όπως και σε άλλες χώρες, αυτές οι εκστρατείες έχουν αποβεί πολύ καρποφόρες.

Σε ένα απομακρυσμένο χωριό, μια 83χρονη κυρία έλαβε κάποιο αντίτυπο του περιοδικού Η Σκοπιά από μία κόρη της η οποία το είχε βρει σε σκουπιδοτενεκέ στο Βουκουρέστι. Η ηλικιωμένη κυρία όχι μόνο διάβασε το περιοδικό αλλά βρήκε όλα τα εδάφια στη Γραφή της—η οποία, παρεμπιπτόντως, περιείχε το θεϊκό όνομα. Την επόμενη φορά που μίλησε με την κόρη της είπε με ενθουσιασμό: «Κορίτσι μου, βρήκα την αλήθεια!»

Επίσης, μίλησε στον ιερέα του χωριού της και τον ρώτησε γιατί δεν είχε πει στους ανθρώπους το όνομα του Θεού. Ο ιερέας δεν απάντησε αλλά ζήτησε να δανειστεί τη Γραφή και το περιοδικό για να τα εξετάσει. Η γυναίκα υπάκουσε με σεβασμό, και εκείνη ήταν η τελευταία φορά που είδε τη Γραφή της και τη Σκοπιά. Αργότερα, όταν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήρθαν στο χωριό της να κηρύξουν, τους προσκάλεσε μέσα, άρχισε να μελετάει το Λόγο του Θεού με τη βοήθεια του βιβλίου Γνώση και έκανε εξαιρετική πρόοδο. Σήμερα, αυτή και οι κόρες της είναι όλες στην αλήθεια.

Επιτέλους Ελεύθεροι να Συναθροίζονται!

Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Ρουμανία ένιωσαν μεγάλη αγαλλίαση όταν το 1990 συγκεντρώθηκαν για τις Συνελεύσεις Περιφερείας «Καθαρή Γλώσσα». Για πολλούς, αυτή ήταν η πρώτη φορά που παρακολούθησαν συνέλευση. Οι φιλοξενούσες πόλεις ήταν το Μπρασόβ και το Κλουζ-Ναπόκα. Δυο εβδομάδες νωρίτερα, μια ομάδα 2.000 και πλέον εκπροσώπων παρακολούθησαν τη συνέλευση στη ρουμανική γλώσσα στη Βουδαπέστη της Ουγγαρίας. Παρότι οι συνελεύσεις στη Ρουμανία διήρκεσαν μόνο μια ημέρα, οι αδελφοί ενθουσιάστηκαν που άκουσαν δύο εκπροσώπους από το Κυβερνών Σώμα να μιλούν, τον Μίλτον Χένσελ και τον Θεοντόρ Τζάρας. Παρευρέθηκαν περισσότερα από 36.000 άτομα και 1.445 βαφτίστηκαν—περίπου το 8 τοις εκατό των ευαγγελιζομένων!

Το 1996, είχε προγραμματιστεί να φιλοξενηθεί στο Βουκουρέστι μια από τις Διεθνείς Συνελεύσεις «Αγγελιοφόροι Θεϊκής Ειρήνης». Ωστόσο, ο Ορθόδοξος κλήρος έκανε ό,τι μπορούσε για να εμποδίσει τη συνέλευση. Αυτοί και οι ακόλουθοί τους κόλλησαν αφίσες με μηνύματα μίσους σε ολόκληρη την πόλη—σε εκκλησιαστικά και άλλα κτίρια, σε διαβάσεις πεζών και σε τοίχους. «Ορθοδοξία ή θάνατος», έγραφε μία, ενώ μια άλλη έλεγε: «Θα ζητήσουμε από τις αρχές να ακυρώσουν αυτή τη συνέλευση. ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΜΑΣ. Ο Θεός μαζί μας!»

Υπό αυτές τις συνθήκες, οι αξιωματούχοι της πόλης άλλαξαν γνώμη και δεν επέτρεψαν να διεξαχθεί η συνέλευση στο Βουκουρέστι. Παρ’ όλα αυτά, οι αδελφοί κατάφεραν να εξασφαλίσουν εγκαταστάσεις στο Μπρασόβ και στο Κλουζ-Ναπόκα από τις 19 μέχρι τις 21 Ιουλίου, και μπόρεσαν επίσης να οργανώσουν πολύ μικρότερες συνελεύσεις στο Βουκουρέστι και στην Μπάια Μάρε για όσους δεν μπορούσαν να ταξιδέψουν στις άλλες συνελεύσεις.

Οι δημοσιογράφοι εντυπωσιάστηκαν που οι αδελφοί μπόρεσαν να παραμείνουν ψύχραιμοι και να αναδιοργανωθούν σε τόσο σύντομο διάστημα. Ως εκ τούτου, παρά τις ενστάσεις του κλήρου, η κάλυψη από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης την προηγουμένη της συνέλευσης ήταν θετική. Ακόμη όμως και οι παλαιότερες αρνητικές εκθέσεις έκαναν κάποιο καλό αφού έφεραν στο προσκήνιο το όνομα του Ιεχωβά. «Σε τρεις εβδομάδες», είπε ένας αδελφός στο Βουκουρέστι, «αποκτήσαμε δημοσιότητα ισοδύναμη με χρόνια κηρύγματος σε ολόκληρη τη χώρα. Αυτό που νόμιζε η Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία πως θα μας εμπόδιζε συνέβαλε τελικά στην επέκταση των καλών νέων». Ένα σύνολο από 40.206 άτομα παρακολούθησαν τις συνελεύσεις και 1.679 βαφτίστηκαν.

Στις συνελεύσεις περιφερείας «Εκτελεστές του Λόγου του Θεού», οι οποίες διεξάχθηκαν το έτος 2000, οι αδελφοί ενθουσιάστηκαν που έλαβαν τη Μετάφραση Νέου Κόσμου των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών στη ρουμανική. Ένας νεαρός είπε γεμάτος εκτίμηση: «Πλησίασα τον Ιεχωβά περισσότερο καθώς διάβαζα το όνομά του στο προσωπικό μου αντίτυπο αυτής της μετάφρασης. Ευχαριστώ τον Ιεχωβά και την οργάνωσή του από τα βάθη της καρδιάς μου».

Από την Αίθουσα της Μέλισσας στην Αίθουσα Συνελεύσεων

Με εξαίρεση την Αίθουσα της Μέλισσας, που αναφέρθηκε νωρίτερα, δεν οικοδομήθηκαν Αίθουσες Βασιλείας κατά τη διάρκεια της κομμουνιστικής εποχής. Όταν, λοιπόν, άρθηκε η απαγόρευση, η ανάγκη για Αίθουσες Βασιλείας έγινε σχεδόν επιτακτική. Ωστόσο, κυρίως χάρη στο Λογαριασμό Αιθουσών Βασιλείας, στα πρόσφατα χρόνια οι αδελφοί έχουν καταφέρει να αποπερατώνουν, κατά μέσο όρο, μία Αίθουσα Βασιλείας κάθε δέκα ημέρες! Απλά, λειτουργικά οικήματα οικοδομούνται βάσει τυποποιημένων σχεδίων και με υλικά που είναι εύκολο να βρεθούν. Όπως και σε άλλες χώρες, η εύρυθμη οργάνωση και το εθελοντικό πνεύμα που εκδηλώνεται κατά την οικοδόμηση, ιδιαίτερα σε αίθουσες ταχείας ανέγερσης, δίνουν εξαιρετική μαρτυρία στους γείτονες, στους επιχειρηματίες και στους αξιωματούχους της πόλης.

Στο νομό Μιούρες, οι αδελφοί απευθύνθηκαν στις αρχές για να τους δοθεί άδεια να συνδέσουν το ηλεκτρικό ρεύμα στην Αίθουσα Βασιλείας η οποία ήταν υπό κατασκευή. «Γιατί βιάζεστε τόσο πολύ;» ρώτησε ένας αρμόδιος. «Για να πάρετε την άδεια θα χρειαστεί τουλάχιστον ένας μήνας και δεν θα έχετε προχωρήσει και πολύ μέχρι τότε». Οι αδελφοί, λοιπόν, απευθύνθηκαν στο διευθυντή.

Ο διευθυντής ρώτησε επίσης: «Προς τι η βιασύνη; Μόλις βάλατε τα θεμέλια, έτσι δεν είναι;»

«Ναι», απάντησαν οι αδελφοί, «αλλά αυτό έγινε την περασμένη εβδομάδα. Τώρα κατασκευάζουμε τη σκεπή!» Ο διευθυντής μπήκε στο νόημα και εξέδωσε την άδεια την αμέσως επόμενη μέρα.

Η πρώτη Αίθουσα Συνελεύσεων στη Ρουμανία, η οποία χτίστηκε στο Νεγκρέστι-Οάς, έχει χωρητικότητα 2.000 καθισμάτων στην κυρίως αίθουσα και 6.000 σε ένα υπαίθριο αμφιθέατρο. Ο αδελφός Λος ήταν ενθουσιασμένος που προσκλήθηκε να εκφωνήσει την ομιλία της αφιέρωσης την οποία παρουσίασε στη ρουμανική. Περισσότερες από 90 εκκλησίες από πέντε περιοχές είχαν βοηθήσει στην οικοδόμηση. Ακόμη και πριν γίνει η αφιέρωση της αίθουσας, 8.572 άτομα παρακολούθησαν τη συνέλευση περιφερείας που διεξάχθηκε εκεί τον Ιούλιο του 2003. Εύλογα, η Αίθουσα Βασιλείας αποτελούσε φλέγον θέμα συζήτησης στην τοπική κοινότητα των Ορθοδόξων. Αλλά τα σχόλια δεν ήταν όλα αρνητικά. Μάλιστα, ακόμη και μερικοί ιερείς επαίνεσαν τους αδελφούς για το εθελοντικό τους πνεύμα.

Κανένα Όπλο Δεν θα Έχει Επιτυχία Εναντίον των Υπηρετών του Θεού

Όταν ο Κάρολι Σάμπο και ο Γιόζεφ Κις επέστρεψαν στην πατρίδα τους το 1911, δεν γνώριζαν σε ποια έκταση θα ευλογούσε ο Ιεχωβά το έργο που ξεκινούσαν. Σκεφτείτε: Τα περασμένα δέκα χρόνια, σχεδόν 18.500 καινούρια άτομα έχουν βαφτιστεί στη Ρουμανία ανεβάζοντας τον αριθμό των ευαγγελιζομένων στους 38.423. Επίσης, 79.370 άτομα παρακολούθησαν την Ανάμνηση το 2005! Για να υπάρχει κατάλληλη επίβλεψη όσον αφορά αυτή την αύξηση, έγινε η αφιέρωση ενός ωραίου καινούριου οίκου Μπέθελ το 1998 ο οποίος επεκτάθηκε το έτος 2000. Στο ίδιο οικόπεδο οικοδομήθηκε επίσης ένα συγκρότημα τριών Αιθουσών Βασιλείας.

Τα θεμέλια για αυτή την αξιοσημείωτη αύξηση, ωστόσο, τέθηκαν κατά τη διάρκεια περιόδων με τόσο άγριο διωγμό του οποίου πολλές λεπτομέρειες δεν μπορούν να καταγραφούν. Εντούτοις, όλη η δόξα για αυτή την αύξηση πρέπει να αποδοθεί στον Ιεχωβά, κάτω από του οποίου την προστατευτική σκιά οι όσιοι Μάρτυρές του βρήκαν καταφύγιο. (Ψαλμ. 91:1, 2) Όσον αφορά τους πιστούς του υπηρέτες, ο Ιεχωβά υποσχέθηκε: «Οποιοδήποτε όπλο κατασκευαστεί εναντίον σου δεν θα έχει επιτυχία, και όποια γλώσσα και αν εγερθεί εναντίον σου στην κρίση, θα την καταδικάσεις. Αυτή είναι η κληρονομική ιδιοκτησία των υπηρετών του Ιεχωβά».—Ησ. 54:17.

Προκειμένου να περιφρουρήσουν αυτή την ανεκτίμητη «κληρονομική ιδιοκτησία», οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Ρουμανία είναι αποφασισμένοι να τιμήσουν τα δάκρυα όλων όσων υπέφεραν τόσο πολύ για χάρη της δικαιοσύνης μιμούμενοι την πολύτιμη πίστη τους.—Ησ. 43:10· Εβρ. 13:7.

[Πλαίσιο στη σελίδα 72]

Συνοπτική Εικόνα της Ρουμανίας

Η χώρα: Η Ρουμανία καλύπτει έκταση 238.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, έχει σχεδόν οβάλ σχήμα και η απόσταση από το ανατολικό ως το δυτικό της άκρο είναι περίπου 720 χιλιόμετρα. Σύμφωνα με τη φορά των δεικτών του ρολογιού ξεκινώντας από το βορρά, συνορεύει με την Ουκρανία, τη Μολδαβία, τη Βουλγαρία, τη Σερβία και το Μαυροβούνιο καθώς και την Ουγγαρία.

Οι κάτοικοι: Οι 22 εκατομμύρια κάτοικοι της Ρουμανίας περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα ξένων και ντόπιων εθνοτήτων, όπως είναι οι Ρουμάνοι, οι Ούγγροι, οι Γερμανοί, οι Εβραίοι, οι Ουκρανοί, οι Ρομά (Τσιγγάνοι) και άλλοι. Τουλάχιστον το 70 τοις εκατό του πληθυσμού ανήκουν στη Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία.

Η γλώσσα: Επίσημη γλώσσα είναι η ρουμανική. Προέρχεται από τη λατινική, τη γλώσσα των αρχαίων Ρωμαίων.

Οι πόροι διαβίωσης: Το 40 περίπου τοις εκατό του εργατικού δυναμικού ασχολείται με τη γεωργία, τη δασοκομία ή την αλιεία, το 25 τοις εκατό με τη βιομηχανία, την εξόρυξη μεταλλευμάτων ή την οικοδόμηση και το 30 τοις εκατό με την παροχή υπηρεσιών.

Η τροφή: Οι σοδειές περιλαμβάνουν βαμβάκι, πατάτες, ζαχαρότευτλα, σιτάρι και σταφύλια. Τα ζώα τους είναι κυρίως πρόβατα. Άλλα ζώα είναι τα βοοειδή, οι χοίροι και τα πουλερικά.

Το κλίμα: Οι θερμοκρασίες και οι βροχοπτώσεις διαφέρουν ανάλογα με την περιοχή. Γενικά, το κλίμα είναι εύκρατο με τέσσερις ευδιάκριτες εποχές.

[Πλαίσιο στη σελίδα 74]

Η Ποικιλία στις Περιοχές της Ρουμανίας

Η Ρουμανία, η οποία είναι κυρίως αγροτική χώρα, χωρίζεται σε αρκετές ιστορικές και ποικιλόμορφες περιοχές, όπως το Μαραμιούρες, η Μολδαβία, η Τρανσυλβανία και η Δοβρουτσά. Το Μαραμιούρες, το βόρειο τμήμα, είναι η μόνη περιοχή στην οποία δεν εισέβαλαν ποτέ οι Ρωμαίοι. Οι άνθρωποι ζουν σε απομονωμένα ορεινά χωριά και έχουν διατηρήσει τον πολιτισμό των Δακών προγόνων τους. Ανατολικά, η Μολδαβία φημίζεται για τα οινοποιεία της, τις μεταλλικές πηγές και τα μοναστήρια του 15ου αιώνα. Η Βλαχία, το νότιο τμήμα, φιλοξενεί την πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της Ρουμανίας, το Βουκουρέστι.

Η Τρανσυλβανία, η οποία απλώνεται στο κέντρο της Ρουμανίας, είναι ουσιαστικά ένα οροπέδιο πλήρως περιτριγυρισμένο από το μεγάλο τόξο των Καρπαθίων Ορέων. Αυτή η περιοχή, πλούσια προικισμένη με μεσαιωνικά κάστρα, πόλεις και ερείπια, είναι η πατρίδα του μυθικού Δράκουλα, που περιγράφεται στα μυθιστορήματα ως βρυκόλακας. Τη μορφή του Δράκουλα ενέπνευσαν ο Πρίγκιπας Βλαντ Ντράκουλ ή Βλαντ ο Διάβολος και ο Βλαντ Τσέπες, γνωστός ως Βλαντ ο Πασσαλωτής από τον τρόπο με τον οποίο εκτελούσε τους εχθρούς του. Φυσικά, οι ξεναγήσεις σε αυτή την περιοχή περιλαμβάνουν επισκέψεις σε πολλά λημέρια τους.

Η Δοβρουτσά, η οποία αγκαλιάζει τη Μαύρη Θάλασσα για περίπου 250 χιλιόμετρα, έχει το καταπληκτικό Δέλτα του Δούναβη. Ο Δούναβης, το δεύτερο σε μήκος ποτάμι στην Ευρώπη, αποτελεί το νότιο σύνορο της Ρουμανίας και αποστραγγίζει μεγάλη ποσότητα νερού από τη χώρα. Το οικολογικά ποικίλο δέλτα του, έκτασης 4.300 τετραγωνικών χιλιομέτρων, είναι ο μεγαλύτερος υδροβιότοπος της Ευρώπης και φιλοξενεί περισσότερα από 300 είδη πουλιών, 150 είδη ψαριών και 1.200 ποικιλίες φυτών, από ιτιές μέχρι νούφαρα.

[Πλαίσιο στη σελίδα 87]

Από τη Λατρεία του Ζαμόλξεως στη Ρουμανική Ορθοδοξία

Στους αιώνες πριν από την Κοινή μας Χρονολογία, κάτοικοι της περιοχής η οποία είναι τώρα γνωστή ως Ρουμανία ήταν οι Γέτες και οι Δακοί, συγγενικές φυλές. Ο θεός τους, ο Ζάμολξις, ήταν προφανώς θεότητα του ουρανού και των νεκρών. Σήμερα, σχεδόν όλοι οι Ρουμάνοι πρεσβεύουν τη Χριστιανοσύνη. Πώς προέκυψε αυτή η αλλαγή;

Όταν η Ρώμη αύξανε την κυριαρχική επιρροή της στη Βαλκανική Χερσόνησο, η γετοδακική ένωση αποτελούσε μεγάλη απειλή. Στην πραγματικότητα, ο Βασιλιάς Δεκέβαλος της ένωσης νίκησε τα ρωμαϊκά στρατεύματα δύο φορές. Στις αρχές του δεύτερου αιώνα Κ.Χ., όμως, η Ρώμη υπερίσχυσε και έκανε την περιοχή επαρχία της. Η Δακία, όπως ονομαζόταν, απολάμβανε μεγάλη ευημερία και ήλκυε πλήθη Ρωμαίων αποίκων. Εκείνοι ήρθαν σε επιμειξία με τους Δακούς, τους δίδαξαν τη λατινική και αποτέλεσαν τους προγόνους των σημερινών Ρουμάνων.

Κάποιοι άποικοι, καθώς επίσης έμποροι και τεχνίτες, έφεραν την κατ’ όνομα Χριστιανοσύνη στην περιοχή. Το έτος 332 Κ.Χ., η επιρροή του Χριστιανικού κόσμου αυξήθηκε όταν ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος σύναψε συνθήκη ειρήνης με τους Γότθους, μια συνομοσπονδία γερμανικών φυλών οι οποίες κατοικούσαν βόρεια του Δούναβη.

Μετά το μεγάλο σχίσμα του 1054, όταν η Ανατολική Εκκλησία αποσχίστηκε από τη Ρωμαϊκή Εκκλησία, η περιοχή περιήλθε υπό την επιρροή της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, από την οποία γεννήθηκε η Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία. Στα τέλη του 20ού αιώνα, η Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία είχε 16 εκατομμύρια και πλέον μέλη, πράγμα που την έκανε τη μεγαλύτερη ανεξάρτητη Ορθόδοξη Εκκλησία στα Βαλκάνια.

[Πλαίσιο/​Εικόνα στη σελίδα 98-100]

Ψάλλαμε Καθώς οι Βόμβες Έπεφταν Βροχή

Τεόντορ Μιρόν

Έτος γέννησης: 1909

Έτος βαφτίσματος: 1943

Ιστορικό: Έμαθε τη Γραφική αλήθεια στη φυλακή. Έμεινε 14 χρόνια σε ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, καθώς επίσης σε κομμουνιστικά στρατόπεδα εργασίας και φυλακές.

Την 1η Σεπτεμβρίου 1944, καθώς τα γερμανικά στρατεύματα υποχωρούσαν, ήμουν ένας από τους 152 αδελφούς οι οποίοι μαζί με άλλους κρατούμενους μεταφέρθηκαν από το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μπορ της Σερβίας στη Γερμανία. Κάποιες μέρες δεν είχαμε τίποτα να φάμε. Όταν βρίσκαμε κάτι—τεύτλα στην άκρη του δρόμου δίπλα στα χωράφια, για παράδειγμα—μοιραζόμασταν τα πάντα εξίσου. Όταν κάποιος ήταν πολύ αδύναμος για να περπατήσει, οι δυνατοί τον μετέφεραν με καροτσάκι.

Τελικά, φτάσαμε σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό, ξεκουραστήκαμε περίπου τέσσερις ώρες και ύστερα ξεφορτώσαμε δύο ανοιχτά βαγόνια ώστε να κάνουμε χώρο για εμάς. Υπήρχε χώρος μόνο για να σταθούμε όρθιοι και δεν είχαμε ζεστά ρούχα—μόνο μια κουβέρτα ο καθένας την οποία ρίξαμε πάνω στα κεφάλια μας όταν άρχισε να βρέχει. Ταξιδέψαμε με αυτόν τον τρόπο ολόκληρη εκείνη τη νύχτα. Στις 10:00 π.μ. την επόμενη μέρα, καθώς φτάναμε σε ένα χωριό, δύο αεροπλάνα βομβάρδισαν την ατμομηχανή μας και το τρένο ακινητοποιήθηκε. Κανένας μας δεν σκοτώθηκε, μολονότι τα βαγόνια μας ήταν ακριβώς πίσω από την ατμομηχανή. Παρά το περιστατικό αυτό, μια άλλη ατμομηχανή προσαρτήθηκε στο βαγόνι μας και συνεχίσαμε το ταξίδι μας.

Όταν κάναμε δίωρη στάση σε κάποιον σταθμό περίπου 100 χιλιόμετρα πιο πέρα, είδαμε μερικούς άντρες και γυναίκες να κουβαλούν καλάθια με πατάτες. “Πουλούν πατάτες”, σκεφτήκαμε. Αλλά κάναμε λάθος. Ήταν οι πνευματικοί αδελφοί και αδελφές μας οι οποίοι είχαν ακούσει για εμάς και ήξεραν ότι θα πεινούσαμε. Μας έδωσαν από τρεις μεγάλες βραστές πατάτες, ένα κομμάτι ψωμί και λίγο αλάτι. Αυτό το “μάννα εξ ουρανού” μάς κράτησε άλλες 48 ώρες μέχρι που φτάσαμε στο Ζόμπατελι, στην Ουγγαρία, στις αρχές Δεκεμβρίου.

Περάσαμε το χειμώνα στο Ζόμπατελι και επιβιώσαμε τρώγοντας κυρίως καλαμπόκι που ήταν σκεπασμένο από το χιόνι. Το Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1945, αυτή η όμορφη πόλη βομβαρδίστηκε και οι δρόμοι γέμισαν με παραμορφωμένα σώματα. Πολλοί άνθρωποι παγιδεύτηκαν κάτω από τα χαλάσματα και μερικές φορές ακούγαμε τις κραυγές τους για βοήθεια. Εξοπλισμένοι με φτυάρια και άλλα σύνεργα μπορέσαμε να απεγκλωβίσουμε μερικούς.

Οι βόμβες χτύπησαν τα γειτονικά μας κτίρια, αλλά όχι το δικό μας κτίριο. Όποτε ηχούσαν οι σειρήνες για αεροπορική επιδρομή όλοι έσπευδαν τρομαγμένοι να καλυφτούν. Στην αρχή τρέχαμε και εμείς, αλλά σύντομα είδαμε ότι αυτό ήταν μάταιο, αφού δεν υπήρχαν κατάλληλα καταφύγια. Έτσι λοιπόν, καθόμασταν εκεί που ήμασταν και προσπαθούσαμε να παραμένουμε ήρεμοι. Σύντομα άρχισαν και οι φρουροί να μένουν μαζί μας. Ο Θεός μας, έλεγαν, ίσως προστάτευε και αυτούς! Την 1η Απριλίου, την τελευταία μας νύχτα στο Ζόμπατελι, οι βόμβες έπεφταν βροχή όσο ποτέ προηγουμένως. Ακόμα και τότε, μείναμε στο κτίριό μας, αινώντας τον Ιεχωβά με ψαλμούς και ευχαριστώντας τον για την ηρεμία της καρδιάς μας.—Φιλιπ. 4:6, 7.

Την επόμενη μέρα μας διέταξαν να φύγουμε για τη Γερμανία. Είχαμε δύο ιππήλατα κάρα, και έτσι είτε με τα κάρα είτε με τα πόδια διανύσαμε περίπου 100 χιλιόμετρα, μέχρι που φτάσαμε σε ένα δάσος 13 χιλιόμετρα μακριά από το ρωσικό μέτωπο. Διανυκτερεύσαμε στην ιδιοκτησία ενός πλούσιου γαιοκτήμονα και την επομένη οι φρουροί μας μάς άφησαν ελεύθερους. Ευγνώμονες στον Ιεχωβά ο οποίος μας είχε στηρίξει τόσο σωματικά όσο και πνευματικά, αποχαιρετιστήκαμε με δάκρυα στα μάτια και ξεκινήσαμε για τα σπίτια μας—κάποιοι με τα πόδια, άλλοι με τρένο.

[Πλαίσιο στη σελίδα 107]

Η Χριστιανική Αγάπη σε Δράση

Το 1946, μια πείνα έπληξε την ανατολική πλευρά της Ρουμανίας. Μολονότι ήταν φτωχοί, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά που ζούσαν σε μέρη της Ρουμανίας τα οποία επηρεάστηκαν λιγότερο από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις συνέπειές του πρόσφεραν τρόφιμα, ρουχισμό και χρήματα στους άπορους αδελφούς τους. Για παράδειγμα, Μάρτυρες που εργάζονταν σε κάποιο ορυχείο αλατιού στην πόλη του Σίγκετ Μαρμάτσιεϊ, κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία, αγόραζαν αλάτι από τα ορυχεία, το πουλούσαν σε γειτονικές πόλεις και κωμοπόλεις και χρησιμοποιούσαν τα χρήματα για να αγοράσουν καλαμπόκι. Ταυτόχρονα, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ελβετία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Σουηδία και σε άλλες χώρες βοήθησαν επίσης συνεισφέροντας σχεδόν πέντε τόνους τρόφιμα.

[Πλαίσιο/​Εικόνα στη σελίδα 124, 125]

Θυμηθήκαμε 1.600 Γραφικά Εδάφια

Ντιονίσιε Βάρτσιου

Έτος γέννησης: 1926

Έτος βαφτίσματος: 1948

Ιστορικό: Αρχίζοντας από το 1959, πέρασε πέντε και πλέον χρόνια σε αρκετές φυλακές και στρατόπεδα εργασίας. Πέθανε το 2002.

Κατά τη φυλάκισή μας επιτρεπόταν να επικοινωνούμε με τις οικογένειές μας και εκείνοι μπορούσαν να μας στέλνουν ένα πεντάκιλο δέμα κάθε μήνα. Μόνο όσοι τελείωναν τις ανατεθειμένες εργασίες παραλάμβαναν το δέμα τους. Μοιραζόμασταν πάντοτε εξίσου την τροφή, πράγμα το οποίο σήμαινε συνήθως ότι τη μοιράζαμε σε περίπου 30 μερίδες. Σε μια περίπτωση, αυτό το κάναμε με δύο μήλα. Είναι αλήθεια ότι η κάθε μερίδα ήταν μικρή, αλλά αυτό μας βοήθησε να μετριάσουμε την πείνα μας.

Μολονότι δεν είχαμε καθόλου Γραφές ή βοηθήματα μελέτης της Γραφής, διατηρούσαμε την πνευματική μας δύναμη με το να θυμόμαστε πράγματα που είχαμε μάθει προτού φυλακιστούμε και να τα συζητάμε μεταξύ μας. Διευθετούσαμε ώστε κάθε πρωί ένας αδελφός να επαναφέρει στη μνήμη του κάποιο Γραφικό εδάφιο. Έπειτα το επαναλαμβάναμε χαμηλόφωνα και κάναμε στοχασμούς γύρω από αυτό στον υποχρεωτικό μας πρωινό περίπατο που διαρκούσε 15 με 20 λεπτά. Όταν επιστρέφαμε στο κελί μας—20 από εμάς ήμασταν στριμωγμένοι σε ένα δωμάτιο 2 επί 4 μέτρα—κάναμε σχόλια γύρω από εκείνο το εδάφιο περίπου 30 λεπτά. Όλοι μαζί μπορέσαμε να θυμηθούμε 1.600 Γραφικά εδάφια συνολικά. Το μεσημέρι εξετάζαμε διάφορα θέματα, συμπεριλαμβάνοντας 20 με 30 σχετικά εδάφια. Όλοι απομνημονεύαμε την ύλη.

Ένας αδελφός πίστευε αρχικά ότι λόγω προχωρημένης ηλικίας δεν θα μπορούσε να θυμάται πολλά Γραφικά εδάφια. Ωστόσο, είχε υποτιμήσει τις ικανότητές του. Αφού άκουγε εμάς να επαναλαμβάνουμε μεγαλόφωνα τις περικοπές περίπου 20 φορές, μπορούσε και εκείνος να θυμάται και να παραθέτει αρκετά εδάφια, προς μεγάλη του χαρά!

Ομολογουμένως, ήμασταν πεινασμένοι και αδύναμοι από σωματική άποψη, αλλά ο Ιεχωβά μάς διατήρησε χορτάτους και ισχυρούς από πνευματική άποψη. Ακόμη και μετά την απελευθέρωσή μας, έπρεπε να διατηρούμε την πνευματικότητά μας επειδή οι άνθρωποι της Σεκουριτάτε συνέχιζαν να μας ταλαιπωρούν, ελπίζοντας να διαρρήξουν την πίστη μας.

[Πλαίσιο στη σελίδα 132, 133]

Μέθοδοι Αναπαραγωγής Εντύπων

Κατά τη δεκαετία του 1950, η αντιγραφή με το χέρι, συχνά με χρήση καρμπόν, ήταν η απλούστερη και πιο πρακτική μέθοδος αναπαραγωγής βοηθημάτων μελέτης της Γραφής. Μολονότι ήταν αργή και κουραστική, είχε ένα ιδιαίτερα χρήσιμο έμμεσο όφελος—οι αντιγραφείς απομνημόνευαν μεγάλο μέρος της ύλης. Ως αποτέλεσμα, όταν φυλακίζονταν μπορούσαν να παρέχουν πολλή πνευματική ενίσχυση σε άλλους. Οι αδελφοί χρησιμοποιούσαν επίσης γραφομηχανές, αλλά αυτές έπρεπε να δηλώνονται στην αστυνομία και ήταν δύσκολο να τις προμηθευτεί κανείς.

Οι πολύγραφοι εμφανίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Για να φτιάξουν μεμβράνες, οι αδελφοί αναμείγνυαν κόλλα, ζελατίνη και κερί και ύστερα άπλωναν το μείγμα φτιάχνοντας μια λεπτή στρώση σε λεία ορθογώνια επιφάνεια, κατά προτίμηση γυάλινη. Χρησιμοποιώντας ειδικό μελάνι το οποίο ετοίμαζαν μόνοι τους, αποτύπωναν το κείμενο πάνω σε χαρτί. Όταν στέγνωνε το μελάνι, πίεζαν το χαρτί ομοιόμορφα πάνω στην κέρινη επιφάνεια και έτσι έφτιαχναν τη μεμβράνη. Αυτές οι μεμβράνες, ωστόσο, είχαν μικρή διάρκεια ζωής γι’ αυτό οι αδελφοί έπρεπε να κατασκευάζουν συνεχώς καινούριες. Και όπως τα χειρόγραφα αντίγραφα των άρθρων, έτσι και οι μεμβράνες παρουσίαζαν κίνδυνο για την ασφάλεια—ο γραφέας μπορούσε να αναγνωριστεί από το γραφικό του/της χαρακτήρα.

Από τη δεκαετία του 1970 μέχρι τα τελευταία χρόνια της απαγόρευσης, οι αδελφοί κατασκεύασαν και χρησιμοποίησαν περισσότερους από δέκα φορητούς, χειροκίνητους πολύγραφους οι οποίοι βασίζονταν σε ένα μοντέλο από την Αυστρία και χρησιμοποιούσαν εκτυπωτικές πλάκες από πλαστικοποιημένο χαρτί. Οι αδελφοί αποκαλούσαν αυτό το μηχάνημα Μύλο. Ξεκινώντας από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, αποκτήθηκαν μερικά μηχανήματα όφσετ τροφοδοτούμενα με φύλλα, αλλά οι αδελφοί δεν μπορούσαν να κατασκευάσουν τις πλάκες, οπότε τα μηχανήματα έμεναν σε αχρηστία. Από το 1985 και μετά, όμως, ένας αδελφός από την τότε Τσεχοσλοβακία ο οποίος ήταν χημικός μηχανικός εκπαίδευσε τους αδελφούς ώστε να αποκτήσουν τις απαραίτητες ικανότητες. Από τότε και έπειτα, βελτιώθηκαν εμφανώς τόσο η ποσότητα όσο και η ποιότητα των εντύπων που τυπώνονταν.

[Πλαίσιο/​Εικόνα στη σελίδα 136, 137]

Ο Ιεχωβά με Εκπαίδευσε

Νικολάε Μπεντάρου

Έτος γέννησης: 1957

Έτος βαφτίσματος: 1976

Ιστορικό: Υπηρέτησε στην εκτύπωση κατά την κομμουνιστική εποχή και τώρα υπηρετεί ως ειδικός σκαπανέας με τη σύζυγό του τη Βερονίκα.

Άρχισα να μελετώ τη Γραφή το 1972 στην πόλη Σατσέλε και βαφτίστηκα τέσσερα χρόνια αργότερα όταν ήμουν 18 ετών. Τότε το έργο ήταν υπό απαγόρευση και οι συναθροίσεις διεξάγονταν σε ομίλους μελέτης. Παρ’ όλα αυτά, λαβαίναμε τακτικά πνευματική τροφή, ακόμη και Βιβλικά δράματα, τα οποία παρουσιάζονταν ηχογραφημένα μαζί με έγχρωμες διαφάνειες.

Μετά το βάφτισμά μου, ο πρώτος μου διορισμός ήταν να χειρίζομαι τη μηχανή προβολής διαφανειών. Δύο χρόνια αργότερα, έλαβα το επιπρόσθετο προνόμιο να αγοράζω χαρτί για το τοπικό μυστικό τυπογραφείο. Το 1980, έμαθα να τυπώνω και συμμετείχα στην παραγωγή της Σκοπιάς, του Ξύπνα! και άλλων εντύπων. Χρησιμοποιούσαμε έναν πολύγραφο και κάποιο άλλο μικρό χειροκίνητο πιεστήριο.

Στο μεταξύ, γνώρισα τη Βερονίκα, μια καλή αδελφή που είχε δείξει την πιστότητά της στον Ιεχωβά, και παντρευτήκαμε. Η Βερονίκα αποδείχτηκε μεγάλο στήριγμα για εμένα στο έργο μου. Το 1981, ο Ότο Κούγκλιτς από το γραφείο τμήματος της Αυστρίας με δίδαξε να χειρίζομαι το πρώτο μας μηχάνημα όφσετ που τροφοδοτούνταν με χαρτί. Στήσαμε ένα δεύτερο πιεστήριο στο Κλουζ-Ναπόκα το 1987, και εγώ διορίστηκα να εκπαιδεύω τους χειριστές.

Μετά την άρση της απαγόρευσης το 1990, η Βερονίκα και εγώ μαζί με το γιο μας τον Φλορίν συνεχίσαμε την εργασία εκτύπωσης και διανομής εντύπων επί οχτώ μήνες. Ο Φλορίν βοηθούσε στην τακτοποίηση των τυπογραφικών φύλλων πριν τυπωθούν, ξακριστούν, συρραφτούν, συσκευαστούν και αποσταλούν. Το 2002, και οι τρεις μας διοριστήκαμε στο έργο σκαπανέα στην πόλη Μιζίλ, η οποία έχει πληθυσμό 15.000 κατοίκους και βρίσκεται περίπου 80 χιλιόμετρα βόρεια του Βουκουρεστίου. Η Βερονίκα και εγώ υπηρετούμε ως ειδικοί σκαπανείς και ο Φλορίν ως τακτικός σκαπανέας.

[Πλαίσιο/​Εικόνα στη σελίδα 139, 140]

Ο Ιεχωβά Τύφλωσε τον Εχθρό

Άνα Βιουσένκου

Έτος γέννησης: 1951

Έτος βαφτίσματος: 1965

Ιστορικό: Από τα πρώτα εφηβικά της χρόνια βοηθούσε τους γονείς της στην πολυγράφηση εντύπων. Αργότερα, συμμετείχε στη μετάφραση εντύπων στην ουκρανική.

Μια μέρα το 1968, αντέγραφα με το χέρι τη Σκοπιά πάνω σε χάρτινες μεμβράνες πολύγραφου. Δεν σκέφτηκα να κρύψω τις μεμβράνες όταν έφυγα για τη συνάθροιση. Μόλις επέστρεψα στο σπίτι τα μεσάνυχτα, άκουσα ένα αυτοκίνητο να σταματάει. Πριν μπορέσω να δω ποιος ήταν, πέντε πράκτορες της Σεκουριτάτε εφοδιασμένοι με ένταλμα έρευνας μπήκαν στο σπίτι. Τρομοκρατήθηκα αλλά κατάφερα να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Παράλληλα, εκλιπαρούσα τον Ιεχωβά να με συγχωρήσει για την απροσεξία μου υποσχόμενη ότι δεν θα άφηνα ποτέ ξανά την εργασία εκτεθειμένη.

Ο αρμόδιος αξιωματικός κάθησε στο τραπέζι δίπλα ακριβώς στα χαρτιά, τα οποία είχα καλύψει πρόχειρα με ένα πανί όταν άκουσα το αυτοκίνητο να σταματάει. Έμεινε εκεί μέχρι το τέλος της επιθεώρησης λίγες ώρες αργότερα. Καθώς έγραφε την αναφορά του—μερικά εκατοστά από τις μεμβράνες—ίσιωσε το πανί αρκετές φορές. Η αναφορά του δήλωνε ότι οι πράκτορες δεν είχαν βρει κανένα απαγορευμένο έντυπο στο σπίτι ή πάνω σε κάποιο άτομο.

Παρ’ όλα αυτά, πήραν τον πατέρα μου μαζί τους στην Μπάια Μάρε. Η μητέρα μου και εγώ προσευχόμασταν ένθερμα για αυτόν και ευχαριστούσαμε επίσης τον Ιεχωβά που μας προστάτεψε εκείνη τη νύχτα. Προς ανακούφισή μας, ο πατέρας επέστρεψε στο σπίτι λίγες μέρες αργότερα.

Σύντομα ύστερα από αυτό, ενώ αντέγραφα μερικά έντυπα με το χέρι, άκουσα και πάλι ένα αυτοκίνητο να σταματάει έξω από το σπίτι μας. Έσβησα το φως, κρυφοκοίταξα από τα καλυμμένα παράθυρα και είδα αρκετούς ένστολους άντρες με γυαλιστερά διακριτικά στις επωμίδες τους να βγαίνουν από το αυτοκίνητο και να μπαίνουν στο απέναντι σπίτι. Την επόμενη νύχτα, αντικαταστάθηκαν από μια άλλη ομάδα επιβεβαιώνοντας τις υποψίες μας ότι ήταν κατάσκοποι της Σεκουριτάτε. Εντούτοις, εμείς συνεχίσαμε την εργασία πολυγράφησης, αλλά βγάζαμε έξω τα υλικά μας περνώντας μέσα από τον κήπο στο πίσω μέρος του σπιτιού για να μη γινόμαστε αντιληπτοί.

«Ο δρόμος ανάμεσα σε εμάς και στον εχθρό», έλεγε ο πατέρας μου, «είναι σαν τη στήλη του σύννεφου που μπήκε ανάμεσα στους Ισραηλίτες και στους Αιγυπτίους». (Έξοδ. 14:19, 20) Από προσωπική πείρα, έμαθα πόσο δίκιο είχε ο πατέρας!

[Πλαίσιο/​Εικόνα στη σελίδα 143, 144]

Μας Έσωσε η Χαλασμένη Εξάτμιση

Τραϊάν Κίρα

Έτος γέννησης: 1946

Έτος βαφτίσματος: 1965

Ιστορικό: Ήταν ένας από τους αδελφούς που είχαν την ευθύνη για την παραγωγή και τη μεταφορά εντύπων στα χρόνια της απαγόρευσης.

Νωρίς το πρωί μια Κυριακή του καλοκαιριού, φόρτωσα οχτώ σάκους με έντυπα στο αυτοκίνητό μου. Δεν χωρούσαν όλοι οι σάκοι στο πορτμπαγκάζ, γι’ αυτό έβγαλα το πίσω κάθισμα, έβαλα τους υπόλοιπους σάκους εκεί που ήταν το κάθισμα, τους κάλυψα με κουβέρτες και έριξα ένα μαξιλάρι πάνω τους. Οποιοσδήποτε κοίταζε μέσα θα συμπέραινε απλώς ότι η οικογένειά μας πήγαινε στην παραλία. Ως επιπλέον προληπτικό μέτρο, άπλωσα μια κουβέρτα πάνω από τους σάκους στο πορτμπαγκάζ.

Αφού προσευχηθήκαμε στον Ιεχωβά για την ευλογία του, και οι πέντε μας—η σύζυγός μου, οι δυο γιοι μας, η κόρη μας και εγώ—κατευθυνθήκαμε προς το Τίργκου-Μιούρες και το Μπρασόβ για να παραδώσουμε τα έντυπα. Στο δρόμο ψάλλαμε ύμνους της Βασιλείας. Έπειτα από περίπου 100 χιλιόμετρα, μπήκαμε σε ένα τμήμα του δρόμου που ήταν γεμάτο λακκούβες. Με όλο το βάρος που υπήρχε μέσα στο αυτοκίνητο και την πίεση που ασκούνταν στις αναρτήσεις, η εξάτμιση χτύπησε σε κάτι στο δρόμο και κόπηκε. Έκανα στην άκρη και έβαλα το χαλασμένο κομμάτι της εξάτμισης στο πορτμπαγκάζ, δίπλα στη ρεζέρβα αλλά πάνω από την κουβέρτα. Έπειτα ξεκινήσαμε και το αυτοκίνητο κυριολεκτικά βρυχιόταν!

Στην πόλη Λούντους ένας αστυνομικός μάς σταμάτησε για να εξετάσει κατά πόσο το αυτοκίνητό μας ήταν κατάλληλο να κυκλοφορεί. Αφού έλεγξε τον αριθμό πλαισίου και δοκίμασε την κόρνα, τους υαλοκαθαριστήρες, τα φώτα και τα λοιπά, ζήτησε να δει τη ρεζέρβα. Καθώς πηγαίναμε προς το πίσω μέρος του αυτοκινήτου, έσκυψα στο παράθυρο και ψιθύρισα στη γυναίκα μου και στα παιδιά μου: «Αρχίστε να προσεύχεστε. Μόνο ο Ιεχωβά μπορεί να μας βοηθήσει τώρα».

Όταν άνοιξα το πορτμπαγκάζ, ο αστυνομικός πρόσεξε αμέσως τη χαλασμένη εξάτμιση. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε. «Θα πληρώσεις πρόστιμο!» Έχοντας την ικανοποίηση ότι είχε ανακαλύψει παράβαση, ολοκλήρωσε την επιθεώρησή του. Έκλεισα το πορτμπαγκάζ, αναστέναξα με ανακούφιση και δεν ήμουν ποτέ τόσο χαρούμενος που πλήρωνα πρόστιμο! Εκείνη ήταν η μόνη φορά που κινδυνέψαμε σοβαρά, και οι αδελφοί έλαβαν τα έντυπά τους.

[Πλαίσιο/​Εικόνα στη σελίδα 147-149]

Αντιμέτωπη με τη Σεκουριτάτε

Βιορίκα Φίλιπ

Έτος γέννησης: 1953

Έτος βαφτίσματος: 1975

Ιστορικό: Άρχισε την ολοχρόνια υπηρεσία το 1986 και υπηρετεί ως μέλος της οικογένειας Μπέθελ.

Όταν η αδελφή μου η Αουρίκα και εγώ γίναμε Μάρτυρες του Ιεχωβά, δεχτήκαμε σκληρή μεταχείριση από την οικογένειά μας. Όσο επίπονο και αν ήταν, αυτό μας ενίσχυσε για να αντιμετωπίσουμε στο μέλλον τη Σεκουριτάτε. Είχα μια τέτοια εμπειρία ένα απόγευμα του Δεκεμβρίου του 1988. Τότε έμενα με την Αουρίκα και την οικογένειά της στην πόλη Οράντεα, κοντά στα σύνορα με την Ουγγαρία.

Όταν πήγα στο σπίτι του αδελφού που επέβλεπε το έργο της μετάφρασης, είχα στην τσάντα μου ένα περιοδικό στο οποίο έκανα διορθώσεις. Δεν ήξερα ότι οι πράκτορες της Σεκουριτάτε διεξήγαν έρευνα εκεί και ανέκριναν τους ενοίκους και οποιονδήποτε τους επισκεπτόταν. Ευτυχώς, όταν είδα τι συνέβαινε, κατάφερα να κάψω την ύλη που είχα στην τσάντα μου χωρίς να με ανακαλύψουν. Ύστερα από αυτό, οι πράκτορες πήραν εμένα και άλλους Μάρτυρες στη Σεκουριτάτε για περαιτέρω ανάκριση.

Όλη τη νύχτα με ανέκριναν και την επόμενη μέρα έκαναν έρευνες στην επίσημη κατοικία μου, ένα μικρό σπιτάκι στο κοντινό χωριό Ουιλεάκου ντε Μούντε. Εγώ δεν έμενα εκεί, αλλά οι αδελφοί χρησιμοποιούσαν το σπίτι για να αποθηκεύουν υλικά για το έργο που γινόταν υπό την επιφάνεια. Αφού έκαναν αυτή την ανακάλυψη, οι πράκτορες με ξαναπήγαν στη Σεκουριτάτε και με χτύπησαν με λαστιχένιο ρόπαλο προκειμένου να με αναγκάσουν να αποκαλύψω την ταυτότητα των ιδιοκτητών ή όσων ήταν άμεσα συνδεδεμένοι με τα αντικείμενα που βρέθηκαν. Εκλιπαρούσα τον Ιεχωβά να με βοηθήσει να υπομείνω τον ξυλοδαρμό. Ένα αίσθημα γαλήνης με επισκίασε και ο πόνος δεν κρατούσε περισσότερο από μερικά δευτερόλεπτα μετά το κάθε χτύπημα. Σύντομα, όμως, τα χέρια μου πρήστηκαν τόσο πολύ που αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα ποτέ να ξαναγράψω. Εκείνο το βράδυ αφέθηκα ελεύθερη—απένταρη, φοβερά πεινασμένη και εξουθενωμένη.

Ακολουθούμενη από έναν πράκτορα της Σεκουριτάτε περπάτησα προς την κεντρική αφετηρία των λεωφορείων. Δεν είχα πει στους ανακριτές πού έμενα, γι’ αυτό δεν μπορούσα να πάω απευθείας στο σπίτι της Αουρίκα από φόβο μήπως βάλω σε κίνδυνο την ασφάλεια τη δική της και της οικογένειάς της. Μη ξέροντας πού να πάω ή τι να κάνω, προσευχήθηκα στον Ιεχωβά λέγοντάς του ότι είχα απελπιστική ανάγκη να φάω και ότι λαχταρούσα να κοιμηθώ στο κρεβάτι μου. “Ζητάω πολλά;” σκέφτηκα.

Έφτασα στην αφετηρία την ώρα που ένα λεωφορείο ετοιμαζόταν να φύγει. Έτρεξα και ανέβηκα αν και δεν είχα καθόλου χρήματα για το εισιτήριο. Συμπτωματικά, πήγαινε στο χωριό όπου ήταν το σπίτι μου. Ο πράκτορας της Σεκουριτάτε πρόλαβε και αυτός το λεωφορείο, με ρώτησε πού πήγαινε και μετά κατέβηκε. Από αυτό συμπέρανα ότι κάποιος άλλος πράκτορας θα με περίμενε στο Ουιλεάκου ντε Μούντε. Προς ανακούφισή μου, ο οδηγός μού επέτρεψε να παραμείνω στο λεωφορείο. “Γιατί, όμως, πηγαίνω στο Ουιλεάκου ντε Μούντε;” σκέφτηκα. Δεν ήθελα να πάω στο σπίτι μου επειδή δεν είχα φαγητό εκεί, ούτε καν κρεβάτι.

Συνέχισα να ρίχνω τις ανησυχίες μου στον Ιεχωβά όταν στα περίχωρα της Οράντεα ο οδηγός σταμάτησε το λεωφορείο για να κατεβεί ένας φίλος του. Εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία και κατέβηκα και εγώ. Καθώς το λεωφορείο έφευγε, με κατέκλυσε ένα αίσθημα ευτυχίας και κατευθύνθηκα προσεκτικά στο διαμέρισμα ενός αδελφού που γνώριζα. Έφτασα πάνω στην ώρα που η σύζυγός του έβγαζε το γκούλας—ένα από τα αγαπημένα μου φαγητά—από τη φωτιά. Η οικογένεια με προσκάλεσε να μείνω για δείπνο.

Αργότερα εκείνη τη νύχτα, όταν πίστευα ότι ήταν πλέον ασφαλές, ξεκίνησα για το σπίτι της Αουρίκα και πήγα να κοιμηθώ στο κρεβάτι μου. Ναι, ο Ιεχωβά μού έδωσε τα δύο πράγματα για τα οποία είχα προσευχηθεί—ένα καλό γεύμα και το κρεβάτι μου. Τι θαυμάσιο Πατέρα έχουμε!

[Πλαίσιο στη σελίδα 155]

Νεαροί Διατηρούν την Πνευματική τους Προσήλωση

Κατά τον καιρό του διωγμού, οι νεαροί Χριστιανοί δημιούργησαν αξιέπαινο υπόμνημα ακεραιότητας και πολλοί διακινδύνεψαν την ελευθερία τους για χάρη των καλών νέων. Τώρα αντιμετωπίζουν διαφορετικές δοκιμασίες και δυστυχώς μερικοί έχουν χαλαρώσει την επαγρύπνησή τους. Άλλοι, όμως, έχουν διατηρήσει την προσήλωσή τους. Για παράδειγμα, μια ομάδα μαθητών του λυκείου στην πόλη Καμπία Τούρζιι εξετάζουν το εδάφιο της ημέρας μαζί κατά το πρωινό τους διάλειμμα. Το κάνουν αυτό είτε στο προαύλιο του σχολείου είτε στον αθλητικό χώρο και μερικές φορές συμμετέχουν και άλλοι μαθητές.

Μια νεαρή αδελφή παρατήρησε: «Η ανασκόπηση του εδαφίου της ημέρας με τους φίλους μου αποτελεί καταφύγιο για εμένα, μια σύντομη απόδραση από τη συντροφιά μαθητών που δεν υπηρετούν τον Ιεχωβά. Επίσης, ενθαρρύνομαι όταν βλέπω ότι δεν είμαι η μόνη Μάρτυρας του Ιεχωβά». Η διευθύντρια και άλλοι καθηγητές έχουν επαινέσει αυτούς τους θαυμάσιους νεαρούς.

[Πλαίσιο στη σελίδα 160]

Νομική Εδραίωση των Καλών Νέων

Την Πέμπτη 22 Μαΐου 2003, το Υπουργείο Πολιτισμού και Θρησκευμάτων της Ρουμανίας εξέδωσε ένα υπουργικό διάταγμα επιβεβαιώνοντας ότι η Θρησκευτική Οργάνωση των Μαρτύρων του Ιεχωβά, η οποία ιδρύθηκε στις 9 Απριλίου 1990, αποτελεί Νομικό Πρόσωπο αναγνωρισμένο από το Κράτος. Ως εκ τούτου, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δικαιούνται όλα τα νομικά πλεονεκτήματα που παραχωρούνται στις αναγνωρισμένες θρησκείες, όπως το δικαίωμα να κηρύττουν και να οικοδομούν Αίθουσες Βασιλείας. Αυτή η αναγνώριση αντιπροσωπεύει το επιστέγασμα πολλών νομικών μαχών που δόθηκαν όλα αυτά τα χρόνια.

[Πίνακας/​Γράφημα στη σελίδα 80, 81]

ΡΟΥΜΑΝΙΑ—ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ

1910

1911: Ο Κάρολι Σάμπο και ο Γιόζεφ Κις επιστρέφουν από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

1920: Ιδρύεται γραφείο τμήματος στο Κλουζ- Ναπόκα. Επιβλέπει το έργο στην Αλβανία, στη Βουλγαρία, στην πρώην Γιουγκοσλαβία, στην Ουγγαρία και στη Ρουμανία.

1924: Αγοράζεται ακίνητο για το γραφείο τμήματος, περιλαμβανομένου και ενός τυπογραφείου, στο Κλουζ-Ναπόκα.

1929: Η επίβλεψη μεταβιβάζεται στο γραφείο τμήματος της Γερμανίας και αργότερα στο Γραφείο Κεντρικής Ευρώπης στην Ελβετία.

1938: Η κυβέρνηση κλείνει και σφραγίζει το γραφείο στη Ρουμανία, τώρα στο Βουκουρέστι.

1940

1945: Καταχωρίζεται το Σωματείο των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Ρουμανία.

1946: Περίπου 15.000 άτομα παρακολουθούν την πρώτη πανεθνική συνέλευση στο Βουκουρέστι.

1947: Τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο ο Άλφρεντ Ρούτιμαν και ο Μάρτιν Μαγιαρόσι περιοδεύουν στη Ρουμανία.

1949: Η κομμουνιστική κυβέρνηση θέτει υπό απαγόρευση τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και κατάσχει όλη την περιουσία του γραφείου τμήματος.

1970

1973: Η επίβλεψη μεταβιβάζεται από το γραφείο τμήματος της Ελβετίας στο γραφείο τμήματος της Αυστρίας.

1988: Εκπρόσωποι του Κυβερνώντος Σώματος επισκέπτονται τη Ρουμανία.

1989: Το κομμουνιστικό καθεστώς καταρρέει.

1990: Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αποκτούν νομική αναγνώριση. Διεξάγονται συνελεύσεις.

1991: Η Σκοπιά στη ρουμανική εκδίδεται σε ταυτόχρονη έκδοση με την αγγλική και σε τετραχρωμία.

1995: Το γραφείο τμήματος της Ρουμανίας επανιδρύεται στο Βουκουρέστι.

1999: Η Ρουμανία φιλοξενεί την πρώτη της Σχολή Διακονικής Εκπαίδευσης.

2000

2000: Τίθεται σε κυκλοφορία η Μετάφραση Νέου Κόσμου των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών στη ρουμανική.

2004: Γίνεται η αφιέρωση της πρώτης Αίθουσας Συνελεύσεων στο Νεγκρέστι-Οάς.

2005: 38.423 ευαγγελιζόμενοι είναι δραστήριοι στη Ρουμανία.

[Γράφημα]

(Βλέπε έντυπο)

Σύνολο Ευαγγελιζομένων

Σύνολο Σκαπανέων

40.000

20.000

1910 1940 1970 2000

[Χάρτες στη σελίδα 73]

(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)

ΠΟΛΩΝΙΑ

ΣΛΟΒΑΚΙΑ

ΟΥΓΓΑΡΙΑ

ΟΥΚΡΑΝΙΑ

ΜΟΛΔΑΒΙΑ

ΡΟΥΜΑΝΙΑ

Σάτου-Μάρε

Οράντεα

Αράντ

Νεγκρέστι-Οάς

Μπάια Μάρε

ΜΑΡΑΜΙΟΥΡΕΣ

Μπρέμπι

Μπίστριτσα

Τόπλιτσα

Κλουζ-Ναπόκα

Τίργκου-Μιούρες

Όκνα Μιούρες

ΤΡΑΝΣΥΛΒΑΝΙΑ

Καρπάθια Όρη

Φραταούτσι

Μπαλκαουτζί

Ιβανκαουτζί

Προύθος

ΜΟΛΔΑΒΙΑ

Μπρασόβ

Σατσέλε

Μιζίλ

ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙ

ΒΛΑΧΙΑ

Γαλάτσι

Βραΐλα

Δούναβης

ΔΟΒΡΟΥΤΣΑ

ΣΕΡΒΙΑ ΚΑΙ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟ

ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ

ΠΓΔΜ

[Ολοσέλιδη εικόνα στη σελίδα 66]

[Εικόνες στη σελίδα 69]

Το 1911, ο Κάρολι Σάμπο και ο Γιόζεφ Κις επέστρεψαν στην πατρίδα τους για να κηρύξουν το άγγελμα της Βασιλείας

[Εικόνα στη σελίδα 70]

Η Παρασκίβα Καλμάρ, καθιστή, με το σύζυγό της και οχτώ από τα παιδιά τους

[Εικόνα στη σελίδα 71]

Γκαβρίλα Ρομόσεαν

[Εικόνα στη σελίδα 71]

Έλεκ και Ελίζαμπεθ Ρομόσεαν

[Εικόνα στη σελίδα 77]

Οικοδόμηση του νέου γραφείου στο Κλουζ-Ναπόκα, 1924

[Εικόνα στη σελίδα 84]

Καθώς εντεινόταν ο διωγμός, τα έντυπα κυκλοφορούσαν με διαφορετικούς τίτλους

[Εικόνα στη σελίδα 86]

Ο Νίκος Παλιός ήρθε από την Ελλάδα για να βοηθήσει στο έργο

[Εικόνα στη σελίδα 89]

Ακούγοντας μια ηχογραφημένη Γραφική διάλεξη, 1937

[Εικόνα στη σελίδα 95]

Μάρτιν και Μαρία Μαγιαρόσι (μπροστά) Ελένα και Παμφίλ Άλμπου

[Εικόνα στη σελίδα 102]

Συνέλευση περιοχής στην Μπάια Μάρε το 1945

[Εικόνα στη σελίδα 105]

Αφίσα της πανεθνικής συνέλευσης που διεξάχθηκε το 1946

[Εικόνα στη σελίδα 111]

Μιχάι Νίστορ

[Εικόνα στη σελίδα 112]

Βασίλε Σαμπαντάς

[Εικόνα στη σελίδα 117]

Ακουστική συσκευή που χρησιμοποιούνταν από τη Σεκουριτάτε

[Εικόνα στη σελίδα 120]

Περιπράβα, στρατόπεδο εργασίας στο Δέλτα του Δούναβη

[Εικόνα στη σελίδα 133]

Ο Μύλος

[Εικόνες στη σελίδα 134]

Η Βερονίκα και ο Νικολάε Μπεντάρου στη μυστική αποθήκη κάτω από το σπίτι τους

[Εικόνα στη σελίδα 138]

Ντοΐνα και Ντουμίτρου Τσεπανάρου

[Εικόνα στη σελίδα 138]

Πέτρε Ράνκα

[Εικόνες στη σελίδα 141]

Συνελεύσεις που διεξάχθηκαν τη δεκαετία του 1980

[Εικόνα στη σελίδα 150]

Η πρώτη Σχολή Υπηρεσίας Σκαπανέα που διεξάχθηκε στη Ρουμανία, 1993

[Εικόνα στη σελίδα 152]

Ρομπέρτο και Ιμέλντα Φραντσεσκέτι

[Εικόνες στη σελίδα 156, 157]

Χιλιάδες άτομα παρακολούθησαν τις Διεθνείς Συνελεύσεις «Αγγελιοφόροι Θεϊκής Ειρήνης» το 1996, παρά την εναντίωση από τον κλήρο

[Εικόνες στη σελίδα 158]

(1) Συγκρότημα εφτά Αιθουσών Βασιλείας, Τίργκου-Μιούρες

(2) Γραφείο τμήματος της Ρουμανίας, Βουκουρέστι

(3) Αίθουσα Συνελεύσεων, Νεγκρέστι-Οάς

[Εικόνα στη σελίδα 161]

Επιτροπή του Τμήματος, σύμφωνα με τη φορά του ρολογιού από πάνω αριστερά: Ντανιέλε Ντι Νίκολα, Τζον Μπρένκα, Γκαμπριέλ Νεγκρόιου, Ντουμίτρου Όουλ και Γιον Ρόμαν

    Ελληνικές Εκδόσεις (1950–2025)
    Αποσύνδεση
    Σύνδεση
    • Ελληνική
    • Κοινή Χρήση
    • Προτιμήσεις
    • Copyright © 2025 Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania
    • Όροι Χρήσης
    • Πολιτική Απορρήτου
    • Ρυθμίσεις Απορρήτου
    • JW.ORG
    • Σύνδεση
    Κοινή Χρήση